Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΤΆΖΩ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ

 


 Από μικρός κατάλαβα την διαφορά μεταξύ αρματολού και αμαρτωλού. Ίσως από την τρίτη Δημοτικού όταν μας έφεραν την καινούρια εικοσιπεντάχρονη Μαρία, τη δασκάλα, την ορφανή την πεντάμορφη. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας! Ναι, την έβλεπα και λαχταρούσα, ήθελα να την κοιτάζω στα μάτια και να βρίσκομαι συνέχεια κοντά της, να την αγγίζω κι εκείνη να με πετάει ψηλά σαν κούκλα στον αέρα, σαν στρόβιλος, σαν σβούρα. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μας και η μητέρα μου που είχε καταλάβει πως ένιωθα για τη δασκάλα όλο χαμογελούσε με κατανόηση και ίσως λιγάκι ζήλια γιατί ήθελε να έχει την πρωτοκαθεδρία στα συναισθήματα μου. Κέρασε καφέ και γλυκό του κουταλιού τη δασκάλα κι εγώ ανάμεσα τους έπιανα το λινό φουστάνι της Μαρίας κι ένιωθα πως πετούσα στα σύννεφα και μετά ένιωθα και λιγάκι ντροπή για αυτά που περνούσαν από το μυαλό μου για την όμορφη δασκάλα. Γι αυτό και προσπαθούσα να διώξω αυτές τις ένοχες σκέψεις που καταλάβαινα όμως πως δεν ήταν κακές αλλά σκεφτόμουν πως έπρεπε να είναι απαγορευτικές γι την ηλικία μου. Πέρασε ένας χρόνος κι όταν έφυγε η Μαρία για Καλοκαιρινές διακοπές έκλαψα πολύ κρυμμένος πίσω από θάμνους γα να μη με δει κανείς κι όταν γύρισε τον Σεπτέμβρη και μ αγκάλιασε της είπα πως την αγαπούσα! Εκείνη γέλασε στον ήλιο, μου χάιδεψε το μέτωπο και απάντησε πως έπρεπε να πάω για μελέτη. Δε μούτρωσα, καταλάβαινα πως είχε δίκιο αλλά εγώ καιγόμουν όλον τον χρόνο μέχρι που η Μαρία έφυγε για πάντα από το σχολείο μας. Τι να έκανα; όσο και να έκλαιγα δεν μπορούσα να τη φέρω πίσω και η μητέρα μου, είπε πως μπορεί να ξανάρθει κάποτε αλλά εγώ ήξερα πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...