Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 16



Ο χαμένος άνθρωπος είναι επικίνδυνος. Χειρότερα από τραυματισμένο ρινόκερο. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι βολεμένοι. Αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα αλλά και αυτοί που τα έφτιαξαν σε βάρος της άλλης ανθρώπινης κοινωνίας, εκμεταλλευόμενοι το σύστημα και πλουτίζοντας, όπως οι γιατροί που στηρίζουν τον πλούτο τους στον ανθρώπινο πόνο. Ένας τέτοιος ήταν ο καθηγητής Μαυροσκότης κατά τον Νίκο Καζάρμα αλλά και για τον πολύ κόσμο που δεν είχε και την καλύτερη ιδέα για τον καθηγητή και όσα έπραττε.
Ο χαμένος άνθρωπος είναι αυτός που νιώθει την αδικία στο πετσί του να τον διαπερνά σαν πυρωμένο σίδερο, που καταλαβαίνει πως αφού γεννήθηκε φτωχός είναι υποχρεωμένος να καταπολεμά τον πλούσιο και τα ψεύδη του πως τάχα κι ένας φτωχός μπορεί κάποτε να γίνει ίδιος μ αυτούς.
Ο Νίκος Καζάρμας δεν ήθελε να γίνει πλούσιος, δεν είχε τέτοια όνειρα και γι αυτό δεν αγόραζε λαχεία, δεν σκεφτόταν να δημιουργήσει επιχειρήσεις ή να γίνει ίνδαλμα ποδοσφαίρου ή καλλιτέχνης που θα κέρδιζε πλούτο και δόξα.
Ήταν ενάντιος σε κάθε μορφή πλουτισμού και ήθελε να μοιράζονται τ αγαθά επί ίσοις όροις στους ανθρώπους, το ίδιο στους εφοπλιστές και στους εργάτες.
Η παρακολούθηση του καθηγητή είχε σχεδόν τελειώσει.  Όσα χρειάζονταν να μάθει γι αυτόν, είχαν γίνει στοίβες σκέψεων στη μνήμη του. Η εκτέλεση του θα γινόταν ένα πρωινό στις οκτώ η ώρα, ημέρα Παρασκευή, είκοσι πέντε Νοεμβρίου. Η λεπτομέρεια κάθε κίνησης του είχε μπει στη ζωή του γι αυτό και ο θάνατος του θα ήταν "λεπτομερειακός" για τον Νίκο.
Κάποιο βραδινό από τα τελευταία που τριγύριζε εκεί κοντά, ένας αστυνομικός από τη φρουρά του καθηγητή, τον κοίταξε βλοσυρά. Αυτός συνέχισε το δρόμο του, δεν ήταν ώρες για τέτοια περιστατικά.
Λίγο πιο πέρα, καθώς βάδιζε, είδε πρώτα μια μηχανή, σταματημένη που κάτι του θύμιζε. Αμέσως δίπλα της, αντιλήφτηκε την γυναίκα που είχαν συναντήσει στο γήπεδο με τον ανακριτή. Τον είδε κι αυτή.
-Α, εσύ! έκανε. Όλα είναι καπνός ε; του θύμισε τη μοναδική φράση που είχαν ανταλλάξει.
-Είδες που δεν είναι όλα καπνός, της χαμογέλασε.
-Τι θέλεις εδώ; άλλαξε ύφος, έσμιξε τα μάτια της νευρικά.
-Τίποτε δεν είναι τυχαίο, απάντησε.
-Λοιπόν; αφού είναι έτσι να σου πω το παραμύθι; γέλασε.
-Ποιο παραμύθι;
Χαχα! γέλασε. Δεν αντέχει το πορτοφόλι σου για μένα.
Είχε πλησιάσει ένα βήμα μπροστά της και την κοίταζε με ειρωνική ματιά. Ταυτόχρονα την έβλεπε και την διαπερνούσε. Πίσω από το όμορφο κεφάλι της, τα μεγάλα καστανά, ατίθασα μαλλιά της, ένα ρολόι έδειχνε δέκα και μισή. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος, τα φώτα από τις λάμπες, τα νέον στις διαφημιστικές επιγραφές, έσκαγαν πάνω τους και γίνονταν κάθετες ακτίνες.
-Τι με κοιτάς σαν χαζός; στρίβε! την άκουσε να του μιλάει επιθετικά.
Της έδιωχνε την πελατεία, τι διάολο ήθελε εκεί χωρίς να λέει τίποτε;
-Δεν αξίζει ρε φίλε, τράβα το δρόμο σου. Άμα σου λέω ν ακούς, φύγε τράβα το δρόμο σου, ξαναείπε και περπάτησε πιο μακριά του.
Αντί να φύγει πλησίασε πάλι κοντά της, τον τραβούσε σα μαγνήτης, ήθελε αν ήταν δυνατόν να την έπαιρνε εκεί επί τόπου.
Πρόσεξε πάλι τους δείχτες του ρολογιού απέναντι να ξεφεύγουν δευτερόλεπτα απ τη ζωή του κι ένιωσε παράξενα δεμένος μ αυτή τη γυναικεία φιγούρα του σκοταδιού. Εκείνη τον εξέτασε πάλι κι ύστερα αποφασιστικά, κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε στη μηχανή, φόρεσε την κάσκα, έβαλε μπροστά τα χίλια κυβικά, μαρσάρισε λίγο.
-Ανέβα, τώρα θα δεις! γύρισε και του είπε.
Ανέβηκε γλιστρώντας κοντά της, κοντά στις γυαλιστερές μπότες που έφταναν μέχρι τα γόνατα της. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο ουρανός καθάριζε μερικές γαλάζιες φέτες, στο βάθος του ορίζοντα προς τον νότο, όπου κατευθύνονταν. Ο αέρας του ξύριζε το πρόσωπο, η γυναίκα συνέχιζε να οδηγάει επικίνδυνα και πολύ γρήγορα. Προσπάθησε να πιάσει την άλλη κάσκα που ήταν δεμένη στο πλάι της μηχανής.
-Σταμάτα να φορέσω την κάσκα! φώναξε.
-Κάνε ότι σου κατέβει! του απάντησε γελώντας.
Ο Νίκος νευρίασε, έβαλε τα δυνατά του και κατόρθωσε λίγο πριν την παραλιακή να τη φορέσει.
-Μπράβο αγόρι! είδες πως είναι ο καπνός; Είσαι άντρας τώρα!
Αυτός χαμογέλασε, την άφησε να νομίζει πως τον φόβιζε, πως τον φόβιζαν οι ξαφνικές επιταχύνσεις, τα πλαγιάσματα κι όλο γαντζωνόταν πάνω της. Που να ήξερε πως είχε τρέξει με τα διπλά κυβικά και με τις διπλές ταχύτητες απ ότι έπιανε εκείνη. Πάντως είχε θάρρος, παραδέχτηκε. Σπάνιο για γυναίκα να οδηγάει έτσι-κάποτε, βέβαια θα σταματούσε.
-Που πάμε; φώναξε με τον άνεμο.
-Στο χαμό! του απάντησε και τη φωνή της έπαιρνε ο ίδιος άνεμος.
-Θέλεις να οδηγήσω εγώ; προσπάθησε να αλλάξει τρόπο.
-Δεν ξέρεις που να πας! γέλασε.
Σταμάτησε κοντά στη θάλασσα, σ έναν χωματόδρομο, δίπλα στην ερημιά, κατέβασε τον ορθοστάτη, έβγαλε την κάσκα. Ο Νίκος την παρατηρούσε βγάζοντας τη δικιά του. Φως δεν υπήρχε καθόλου για να την δει. Ήθελε να δει την έκφραση του προσώπου της, αλλά μόνο μια μακρινή λουρίδα είχε χωρίσει τη θάλασσα στα δυο-έφταιγε κι ο ουρανός που είχε γίνει πάλι μαύρος. Ένας ουρανός ανίκανος να συγχωρέσει.
-Θα βρέξει, της είπε.
-Το βλέπω, την άκουσε.
Άρχισαν κιόλας χοντρές σταγόνες να κυλάνε στα πρόσωπα τους.
-Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, μονολόγησε σα να ήταν μόνος του.
-Πάμε να φύγουμε! υπάρχουν καλύτερα μέρη για μια πουτάνα και έναν άντρα!
-Έχεις δίκιο, του απάντησε και πήγε στην άκρη του βράχου να κλάψει.
Έκλαιγε αλήθεια; μετάνιωσε που της είχε μιλήσει έτσι, ούτε το όνομα της δεν ήξερε αλλά τι νόημα είχαν τα ονόματα τέτοια ώρα; τι νόημα είχαν όλα; αυτός είχε έναν άλλο δρόμο, πως άφησε τον εαυτό του να μπλέξει σε παλιοιστορίες, δεν το κατάλαβε. Σταμάτησε όμως εκεί τις σκέψεις του, δεν ήθελε να πάει παρακάτω. Έτσι, γύρισε μες τη βροχή, πήγε κοντά και την αγκάλιασε στην άκρη του βράχου. Φιλήθηκαν. Η σάρκα τους μελάνιασε από το κρύο, η βροχή κυλούσε ανάμεσα στα στόματα. Κόλλησαν τα σώματα τους, σε ένα σφιχταγκάλιασμα που ρίγωνε από ερωτική διάθεση, γλίστρησαν, έπεσαν κάτω, πάνω στα χώματα, μέσα στις λάσπες μα δεν τους ένοιαζε ή δεν το καταλάβαιναν.

συνεχίζεται

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 15



-Δεν είμαι άνθρωπος με πάθη, τα μετρώ όλα στη ζωή μου. Ίσως ένα πάθος να έχω με την απόδοση δικαιοσύνης. Εκεί δεν δέχομαι κουβέντα, το δίκιο πρέπει να αποδίδεται.
 Δεν έχω κάνει τρελά πράγματα που να με κάνουν να μετανιώνω. Αλλά πιο πολύ για το πάθος θέλω να μιλήσω και που οδηγεί τον άνθρωπο. Οι παθιασμένοι άνθρωποι πρέπει να είναι φοβισμένοι, εξαρτημένοι από κάτι που νομίζουν πως θα τους κρατήσει στη ζωή, είπε τελειώνοντας έναν μικρό μονόλογο ο ανακριτής.
Η Ντιούτσκα τρεμόπαιζε τα βλέφαρα της προσπαθώντας να δει στην ευθεία, μέσα από αυτά που έλεγε.
-Εμείς στη Βουλγαρία, μοιάζουμε με σας. Ίδιοι είμαστε μόνο που εσείς δεν είχατε ποτέ Κομμουνισμό, είσαστε τυχεροί.
-Τι σχέση έχει αυτό με την απόδοση δικαιοσύνης και τα πάθη; απόρεσε ο Νίκος Καζάρμας.
-Πολύ μεγάλη, άνοιξε τα καταγάλανα μάτια της. Αυτοί οι άνθρωποι που μας κυβερνούσαν εκεί ήταν τρελοί, είχαν για θεό το κόμμα, είχαν αντικαταστήσει το δίκιο με την επιβολή μιας στυγνής δικτατορίας. Ο φασισμός ή από δεξιά ή από αριστερά είναι ίδιος.
-'Οσον αφορά την κατάργηση της θρησκείας, εκεί είχαν απόλυτο δίκιο, στα άλλα συμφωνώ μαζί σας.
-Είστε άθεος; τον εξέτασε η Ντιούτσκα.
Ο Νίκος έγνεψε ναι, αλλά δε θέλησε να επεκταθεί.
-Εγώ πιστεύω, είπε και παραξένεψε τον συνομιλητή της μ αυτή τη δήλωση που μάλλον δεν την περίμενε.
Συνέτρωγαν οι τρεις σε κεντρικό εστιατόριο. Ο ανακριτής για κάποιο λόγο ήθελε να του γνωρίσει την Ντιούτσκα. "'Ελα, να γνωρίσεις μια πραγματικά ωραία γυναίκα!" του είπε. Και όντως ήταν μια εξαίσια, εντυπωσιακή, κατάξανθη γυναίκα, έξυπνη. Είχε δίκιο ο ανακριτής και τυχερός που την είχε γνωρίσει.
"Ναι, είμαι τυχερός που τη γνώρισα. Σκέφτομαι σοβαρά να την ζητήσω σε γάμο!"
"Α, τότε θα έρθω οπωσδήποτε, τι λες; πήρες τέτοια απόφαση, εσύ ένας φανατικός εργένης τόσα χρόνια;"
Φανατικός εργένης δεν ήταν ο ανακριτής, απλά πιο υπέρμαχος της ελεύθερης συμβίωσης ήταν, επειδή πίστευε πως η μεγάλης διάρκειας σύζευξης, σκότωναν πολλά από τα ελεύθερα συναισθήματα του ανθρώπου.Η Ντιούτσκα ήταν κοντά στα τριάντα πέντε, τα τελευταία είκοσι στην Αθήνα. Τελειόφοιτη, Ρώσικης γλώσσας, φυσικά γνώριζε άριστα τη Βουλγάρικη σαν μητρική της και την Ελληνική που σπούδασε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Εργαζόταν σαν μεταφράστρια σε μεγάλο εκδοτικό οίκο.
-Σπουδαία προσόντα! αναφώνησε. Σας ζηλεύω! συνέχισε ο Καζάρμας.
-Δεν το πιστεύω! είπε ο ανακριτής, εσύ δε ζηλεύεις ποτέ.
-Δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, διαφώνησε η Ντιούτσκα.
-Δεν μπορώ να σας πείσω αλλά εγώ δεν ζηλεύω τίποτε, την κοίταξε ο Καζάρμας.
-Θα πάρουμε ένα κρασί ακόμα; ρώτησε ο ανακριτής και τους κοίταξε.
-Ναι, να πάρουμε, είπε ο Καζάρμας.
-Εντάξει, συμφώνησε και η Ντιούτσκα που αφού ζήτησε συγνώμη σηκώθηκα να πάει στη τουαλέτα.
-Τι λες; του κλεισε το μάτι ο ανακριτής.
-Τι να πω.. με χάζεψες κύριε ανακριτά! φαίνεται έκανε μεγάλη επιτυχία.
-Ώστε συμφωνείς!
-Ε, ναι, βέβαια.
-Εσύ συμφωνείς αλλά να δούμε αν συμφωνήσει και η Ντιούτσκα.
-Υπάρχει περίπτωση να μη συμφωνήσει; άνοιξε τα μάτια του ο άλλος.
-Ποτέ δεν ξέρεις με τις γυναίκες!
Και σταμάτησαν εκεί αυτή την παρένθεση, καθώς η Ντιούτσκα επέστρεψε, δριμύτερη.
-Τι λέγατε εσείς οι δυο; έκανε πως τους έψαχνε. Ε, με κοτσομπολεύατε όσο έλειπα; το έχετε αυτό εσείς οι Έλληνες, δεν είναι έτσι Νίκο; μπορώ να σου μιλάω στον Ενικό;
-Βεβαίως και μπορείς, συναίνεσε, μισογελώντας. Ναι, δίκιο έχεις οι Έλληνες πάντα κάτι λένε γι αυτόν που λείπει αλλά πίστεψε με, απλά εξέφρασα τον θαυμασμό μου για την επιλογή του θείου μου απέναντι στο πρόσωπο σου. 
Ήταν μια ωραία και ξέγνοιαστη παρέα. Έβλεπες στα μάτια τους πως τους άρεσε που υπήρχαν μαζί.

συνεχίζεται


Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 14



Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ούτε να μοιρολατρεί γύρω από αποφάσεις που ήταν παρμένες από πριν. Αυτό ήταν αμετάκλητος όρος για τη θεωρία που πρέσβευε για τη ζωή. Καμία μοιρολατρία.
Παλαιότερα όταν άκουγε πως πέθανε ένας άνθρωπος, έξω από κάποιο περίεργο στιγμιαίο φόβο, δεν ένιωθε τίποτε το ιδιαίτερο, είτε ξένος ήταν είτε γνωστός. Σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ανάγκη να δείχνει θάρρος, χωρίς να το σκέφτεται, να έρχεται μόνο του. Εξ άλλου ποια σημασία είχε ο θάνατος, όταν οι άνθρωποι πολεμιούνται αναμεταξύ τους και σκοτώνονται σε έναν άδικο και ηλίθιο πόλεμο; Το ίδιο συνέβαινε και στην καθημερινή ρουτίνα κι έτσι ο θάνατος έπαιρνε μια πραγματική διάσταση, χωρίς συναίσθημα.. ο φόβος έσπερνε παντού πόνο και η κοινωνική αδικία ήταν εφεύρεση των δικαστών. Ο Νίκος Καζάρμας φανταζόταν πως ένας δικαστής ήταν χειρότερος  ψεύτης από έναν παπά. Κι ακόμα πιο πολύ ψεύτης γινόταν, σε σχέση με το δίκιο και την κοινωνική δικαιοσύνη ο γιατρός που εκμεταλλευόταν τον ανθρώπινο πόνο και θησαύριζε. Τόσο απλά, είχε γνωρίσει και συνομιλήσει επ αυτού, με πολλούς τέτοιους ανθρώπους-γιατρούς, που του προξενούσαν αηδία και ταυτόχρονα, ένιωθε την ανάγκη να έκανε μια προσπάθεια για ν αλλάξει αυτή την εκμετάλλευση.
Φαίνεται πως κάτι περίεργο να ένιωσε και ο καθηγητής Μαυροσκότης, όταν εκείνη τη μοναδική στιγμή που ήρθαν τόσο κοντά, και τα μάτια του τρεμόπαιξαν, σαν κάτι να κατάλαβε, σαν κάτι να ήξερε. Πως ήταν δυνατόν όμως; Τι μπορούσε να ήξερε; Αυτός δεν πίστευε στις μαγικές ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου κι άλλο τόσο πίστευε πως και ο καθηγητής δεν τα δεχόταν αυτά τα πράγματα. Άρα; απλά ο ίδιος είχε δημιουργήσει μέσα του το συναίσθημα της ενοχής. Ήταν συναίσθημα ή αίσθηση η ενοχή; Αν λογάριαζε πως οι κύριες αισθήσεις του ανθρώπου ήσαν πέντε και σε αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν η ενοχή, τότε ήταν συναίσθημα. Όπως η ντροπή και η λύπη.
Τα συναισθήματα όμως ήταν πολλά και σχεδόν καθόλου συγκεκριμένα. Η χαρά, η αγάπη, το μίσος ήταν σχεδόν ακαθόριστα και κάποτε έδειχναν αμελητέα και χωρίς νόημα. Όλα ήταν μικρά-σύνδρομα και κατάλοιπα του κοινωνικού ανθρώπου. Κάποτε δεν υπήρχαν ούτε σαν λέξεις, ούτε σαν έννοιες. Ίσως γιατί οι πράξεις δεν εξηγούνται ή μπορεί να μην υπήρχαν λέξεις να τις εκφράσουν κι έτσι ένας άνθρωπος χωρίς λέξεις να μη μπορούσε να σκεφτεί Τότε, ήταν πολύ πιθανό όλες οι πράξεις να είχαν την έννοια του δικαίου. Πράγμα που αποδεικνύεται από τις φωνές όλων αυτών που διαπράττουν ένα έγκλημα και επιμένουν πως είναι αθώοι. Έτσι, η έννοια του δικαίου καταντάει τελείως προσωπική.

Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος γίνεται ένα κενό, ένα τίποτε. Αυτό που ήταν πριν γεννηθεί, ένας κούφιος άνεμος ή ένας σωρός από σκουπίδια. Ένας κύκλος από αίμα σβήνει κι όλα ξεχνιούνται, ακόμα και ο κύκλος.
Για τους περισσότερους ανθρώπους ο θάνατος των άλλων είναι μια μακρινή περιπέτεια μέχρι να έρθει ο δικός τους. Ο Νίκος Καζάρμας δεν είχε προσωπική εμπειρία και δεν είχε δει κανέναν άνθρωπο να πεθαίνει προτού εκτελέσουν τους δυο αστυνομικούς. Αυτός οδηγούσε τη μηχανή, πίσω του καθόταν ένας άγνωστος.
Φορούσαν και οι δυο κάλτσες στα πρόσωπα, πράγμα που δημιουργούσε αποπνιξία και βήχα.
Μη βήχεις!" του είχε πει ο πίσω.

"Δεν μπορώ, πνίγομαι μ αυτή την κάλτσα!" 
"Θα συνηθίσεις," γέλασε ο πίσω.
Ο πίσω που φαινόταν μεγαλύτερος και με περισσότερη πείρα στα όπλα. Πρέπει να ήταν βαθιά μελαχρινός, τα χέρια του ήταν πολύ σκούρα και ξεχώριζαν στην πρωινή ομίχλη της λεωφόρου. Του μοιασαν με χέρια Λιβανέζου ή γενικότερα Μεσοανατολίτη αλλά η προφορά του ήταν καθαρή, Ελληνική.
Όταν στήριξε το όπλο στον ώμο του, ο Νίκος ένιωσε έναν γρήγορο φόβο, κάτι σαν ανάλαφρο σκίρτημα που το διωξε όσο γρήγορα προάβαινε. Η δράση απαιτούσε κίνηση χωρίς κυκλοθυμική σκέψη. Κάνεις αυτό που κάνεις, δρας αυτόματα σαν παιδί. Μόνο τα παιδιά κινούνται έτσι. Κάνουν αυτό που κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη στα πράγματα.
Άκουσε το άδειασμα του όπλου σχεδόν μέσα στο αφτί του, είδε τους αστυνομικούς να πέφτουν. Πρόλαβε ακόμα ν ακούσει το στρίγκλισμα του τροχού, σα να είχε σπάσει μια ακτίνα κάθετα προς τις άλλες και ο τροχός γύριζε αργά, μέχρι να σταματήσει.
Ύστερα μαρσάρισε τη μηχανή που τινάχτηκε σαν ξυπνημένη τίγρη μέσα στην πρωινή ομίχλη που διαλυόταν και χάθηκαν στο βάθος της λεωφόρου. Αυτό ήταν, εξαφανίστηκαν και κανένας δεν είχε προλάβει να τους ακολουθήσει.
Σε τρία λεπτά σταμάτησαν σ ένα στενό, ερημικό διαλεγμένο για τέτοιες ώρες. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα και μόνο ένας γέρος έμενε στη σοφίτα που ξυπνούσε πάντα αργά αν ξυπνούσε. Από την απέναντι πλευρά ήταν ένα μακρουλό μονοόροφο χτίριο, με σπασμένα τα περισσότερα τζάμια των παραθυριών του. Ίσως κάποιο παλιό εργοστάσιο που στους τοίχους του ήταν γραμμένα πολλά παλιά και νέα συνθήματα.
Οι δυο τρομοκράτες, να τους πούμε κι έτσι, έβγαλαν γρήγορα τις κάλτσες από τα πρόσωπα τους, σχεδόν χωρίς να προλάβουν να κοιτάξει ο ένας τον άλλον εκτός από μια γρήγορη εναλλαγή ματιά με νόημα. Άφησαν στο λουρί του καθίσματος της μηχανής μερικές προκηρύξεις, την παράτησαν εκεί, μπήκαν σε ένα σκαραβαίο φολξ-βάγκεν και έφυγαν προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που είχαν έρθει. Οδηγούσε τώρα ο άλλος, ο μελαχρινός. Οδηγούσε ήρεμα, σιωπηλά. Άναψε τσιγάρο, το ίδιο και ο Νίκος που τον εξέταζε σκεφτικός, κρατώντας το όπλο.
-Βάλτο στο συρτάρι, δε μας χρειάζεται τώρα. Γιατί με κοιτάς;
-Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ε; ρώτησε βάζοντας το όπλο στο συρτάρι.
-Και δε νομίζω να ξανασυναντηθούμε. Δε χρειάζεται ούτε αυτό. Μόνο τα χρήματα χρειάζονται φίλε. Πάρε. Και του έδωσε μια δεσμίδα δεκαχίλιαρα.
Τον άφησε στη στάση των λεωφορείων. Τη στιγμή που έβγαινε από το φολξ-βάγκεν τον ρώτησε πως το έλεγαν.
-Αλέκο, του φώναξε. Γεια σου φίλε! και χάθηκε σαν άσπρος λόφος στο ύψος της λεωφόρου.
Τον παρακολούθησε ώσπου βούλιαξε στην τελευταία στροφή. Δε θα τον ξανάβλεπε. Λίγο πιο πέρα θα εγκατέλειπε το κλεμμένο αυτοκίνητο και θα έπαιρνε κι αυτός το λεωφορείο σαν ένα φιλήσυχος πολίτης που πήγαινε στην πρωινή εργασία του. 

συνεχίζεται

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 13




Να "ψάχνεις" έναν άνθρωπο, σημαίνει να μάθεις τα πάντα γι αυτόν. Που τρώει, που κοιμάται, πότε ονειρεύεται. Αν πίνει καφέ, αν καπνίζει, αν τον αρρωσταίνει το τσιγάρο.
Αυτή η δουλειά που είχε αναλάβει ο Καζάρμας δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η παρακολούθηση ενός ανθρώπου είναι δύσκολη και επίμονη εργασία, όπως έλεγε τη δουλειά ο ανακριτής αφού η λέξη δουλειά προερχόταν από το ουσιαστικό δούλος, που φυσικά ποτέ δε σκεφτόταν πως θα ήταν τέτοιος, ένας άνθρωπος σαν αυτόν.
Κρυμμένος πίσω από καλλωπιστικούς θάμνους, μέσα στον κήπο του διάσημου καθηγητή Μαυροσκότη, της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμόταν τις πρώτες μέρες που είχε αναλάβει να μάθει τα πάντα γι αυτόν τον άνθρωπο που επισκέφτηκε από κοντά μετά από κλείσιμο ενός ραντεβού για ιατρική εξέταση.
Είχε μεταμφιεστεί ανάλογα για την περίσταση.Δεν έπρεπε να έχει την κανονική του μορφή αφού θα ερχόταν σε επαφή με έναν άνθρωπο που αν επιζούσε θα μπορούσε να προξενήσει προβλήματα στην οργάνωση. Η μεταμφίεση του ήταν τέλεια-ακόμα και τα πιο κοντινά του πρόσωπα δε θα ανακάλυπταν πως πίσω από αυτόν τον νεαρό με το περιποιημένο μούσι, το κοντό καλοκουρεμένο μαλλί, μαύρο, σχεδόν κατάμαυρο και το προσεγμένο σπορ ντύσιμο, κρυβόταν ο Νίκος Καζάρμας.
Είχε φτάσει στο ραντεβού μισή ώρα πριν. Κάθισε στο σαλόνι και έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό από τον σωρό που βρισκόταν στο ράφι κάτω από το κομοδίνο. Στην πραγματικότητα ερευνούσε το χώρο. Αυτό το σαλόνι δε θα το ξανάβλεπε και ήταν ανάγκη να έχει στο νου του όλες τις λεπτομέρειες σε περίπτωση που το σχέδιο στράβωνε. Όχι μόνο του χώρου αλλά και του τρόπου που λειτουργούσε μέσα σ αυτό ο καθηγητής.
Η έξω πόρτα απείχε από το κυρίως σπίτι, πέντε δευτερόλεπτα, τα σκαλιά ήταν εφτά, το πλατύσκαλο με τις μαρμάρινες κολώνες, περίπου τέσσερα μέτρα μήκος. Το σπίτι που χρησιμοποιούσε και για γραφείο ο καθηγητής ήταν πολυτελέστατο, εξωτερικά με ολόλευκο μάρμαρο και ψηλά, στα κάγκελα του ορόφου χαμήλωνε τα κλαδιά του ένα δέντρο που μοιαζε με έλατο. Το είχε κοιτάξει πολλές φορές και είχε σκεφτεί πως, αν ήταν ένας παιδικός ήρωας παραμυθιού ή κόμικ, θ ανέβαινε απ αυτό το έλατο στο μπαλκόνι του καθηγητή, την ώρα που θα εξέταζε το σπασμένο χέρι μιας γριας, από εκείνες τις μεγαλοαστές που όλοι παρακαλάνε να πεθάνουν για να τις κληρονομήσουν αλλά εκείνες επιμένουν να ζουν πάνω από εκατό χρόνια. Η μπαλκονόπορτα θα είχε επίτηδες ξεχαστεί ανοιχτή και οι υπηρέτες θα έλειπαν. Ο Τζον για καυσόξυλα στην αποθήκη και η Έλεν για ψώνια στην αγορά. Περπατώντας στα νύχια, φορώντας τα γάντια, θα περνούσε γρήγορα μέσα.
Έτσι θα φερόταν αν ήταν ήρωας παιδικού παραμυθιού ή κόμικ. Τώρα όμως, μέσα στο σαλόνι, περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του να του εξετάσει ο καθηγητής το παλιό τραύμα στο γόνατο. Είχε πάρει από μόνος του την πρωτοβουλία, να προσποιηθεί τον άρρωστο, πως τάχα τον πονούσε το παλιό τραύμα από τον στρατό, για να μπορέσει να δει από κοντά τον καθηγητή, να έχει ακριβή εικόνα του.
Πήγε στην τουαλέτα, κοίταξε έξω, από το παράθυρο στον κήπο, το περιποιημένο γρασίδι, επέστρεψε στο σαλόνι, όπου μια νέα γυναίκα κι ένας νεαρός συνοδός της περίμεναν και σιγανομιλούσαν. Στάθηκε σε ένα πορτρέτο και μελέτησε τη φιγούρα του όταν ήταν πιο νέος. Τώρα που ήταν εβδομήντα  χρονών τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει, τα λευκά μαλλιά και φρύδια τον έδειχναν ακόμα μεγαλύτερο ίσως πάνω από ογδόντα. Ο Καζάρμας είχε μελετήσει σε πολλές φωτογραφίες και στον υπολογιστή, τα χαρακτηριστικά του αλλά άλλο ήταν να τον έβλεπε από τόσο κοντά.
Έκανε σύγκριση με τις νεανικές φωτογραφίες και δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας αλλάζουν και μερικοί δε θυμίζουν τίποτε από τον νεανικό τους εαυτό. Τις φωτογραφίες, βέβαια δεν τις είχε μαζί του για να τις συγκρίνει κανονικά αλλά στη μνήμη του είχε εντυπωθεί γερά αυτό το πρόσωπο, σε όλες σχεδόν τις φάσεις και τις λεπτομέρειες της ζωής του. Με τι έμοιαζε τώρα ο καθηγητής, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακόμα. Του έλειπαν κάμποσα στοιχεία για να προσδιορίσει τι σόι άνθρωπος ήταν.
Όταν είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, είχαν διατυπωθεί κάποιες εικασίες αλλά και υπόνοιες, όσον αφορά τον τρόπο που είχε πεθάνει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι φήμες έλεγαν πως την είχε δηλητηριάσει ο ίδιος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα της χρόνια. Αυτό δεν εξακριβώθηκε ποτέ, παρέμενε φήμη και εξ άλλου είχαν περάσει και τα χρόνια και ο καθηγητής είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά μια τριανταπεντάχρονη καλλονή. Παρ όλα αυτά παρέμενε άκληρος ούτε από την πρώτη, ούτε από τη δεύτερη γυναίκα του είχε κατορθώσει να κάνει παιδιά.
Άκληρος, μόνος κι έρημος. Ένα άσπρο σκυλάκι με σγουρό τρίχωμα σαν προβάτου, από εκείνα της ράτσας κανίς, του έκανε πολλές ώρες συντροφιά, βαριόταν τους ανθρώπους. Τον είχε δει πολλές φορές τις απογευματινές ώρες, να βγαίνει με τις ριγέ πιτζάμες, στον κήπο, κρατώντας από το λουράκι το μικρό κανίς. Οι βόλτες τους ήταν συγκεκριμένες. Από τη μια άκρη του κήπου στην άλλη. Σταμάτημα για ν ανάψει το αιώνιο πούρο, λίγο πριν τον κορμό της λεύκας, όπου το σκυλάκι σήκωνε το πόδι του για να κατουρήσει-ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί τα σκυλιά κατουράνε σηκώνοντας το πόδι και γιατί το κάνουν στους κορμούς.
Το σκυλάκι συνήθως ήταν νωθρό, μόνο κάποιες απογευματινές ώρες που έτυχε να το δει ο Νίκος άλλαζε ύφος και γινόταν πιο επιθετικό. Όσο επιθετικό μπορούσε να γίνει ένα κανίς. Κάποτε η μάνα του είχε αγοράσει ένα τέτοιο και το χε φέρει στο σπίτι τους κάποιο απόγευμα και σε λίγο ο Νίκος το χε πετάξει έξω με τις κλωτσιές κάτω από τα έκπληκτα μάτια της μάνας του. "Τι με κοιτάς;" της είχε πει. "Δε μας φτάνουν τα παιδιά, θέλουμε και σκυλιά. Αυτά είναι για τους άλλους, για κείνους που δεν έχουν τι να κάνουν τον χρόνο και το χρήμα τους."
Δεν του άρεσαν τα σκυλάκια, αυτά τα χαμενοβούζικα, τα χαζοχαρούμενα. Από το είδος τους, προτιμούσε τους λύκους κι από όλα τα ζώα προτιμούσε τα άλογα Έτσι ήθελε να είναι στη ζωή του: ή λύκος ή άλογο. Τώρα τίποτε από τα δυο δεν είχε. Κάποτε είχε καβαλήσει ένα μαύρο άλογο. Καλπάζοντας στον κάμπο συνάντησαν τον άσπρο λύκο. Θα ήταν τότε δεκαπέντε χρονών.
Η παρακολούθηση και η έρευνα στο σαλόνι του καθηγητή, είχαν αποφέρει σημαντικά αλλά και μικροπράγματα από τις συνήθειες του. Έξω από κάποιες μικροεπιθυμίες, που έδειχναν τον τρόπο που ήθελε να τοποθετεί διάφορα μικροαντικείμενα πάνω στο γραφείο, όπως ο μεγάλος μπακιρένιος χαρτοκόπτης και το κεχριμπαρένιο κομπολόι, τα υπόλοιπα ήταν συνηθισμένα όπως στους περισσότερους ανθρώπους του είδους του.
Την ώρα που τον εξέταζε, κοιτάζοντας προσεκτικά την πλάκα του ακτινολογικού και μετά το παλιό τραύμα στο γόνατο του, πρόσεξε τη φωτογραφία της δεύτερης γυναίκας του, σε μια κορνίζα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αλλά τα μάτια της φαίνονταν απλανή και μετέωρα. Σα να μην κοίταζαν πουθενά και δεν έμοιαζε να ήταν και καμιά γυναίκα ιδιαίτερης πνευματικής στάθμης, Γιατί; Ίσως γι αυτό να είχε παντρευτεί τον καθηγητή, έναν γέρο εβδομήντα χρονών, όχι πως ήταν εναντίον των γέρων αλλά αυτό το έβλεπε πρόστυχο, τότε. Και δεν του άρεσε που αυτή γνώριζε, όσο μυαλό και να μην είχε, ότι στήριζε τη ζωή της στην υποδούλωση.'Λίγο προτού σηκωθεί από τον καναπέ, ο καθηγητής του χτύπησε φιλικά την πλάτη και του είπε, "Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, έτσι είναι αυτά τα τραύματα, πονάνε που και που."
Έπειτα τον κοίταξε καλά στα μάτια, έτσι που παραλίγο να ταραχτει; αλλά γιατί; Ο καθηγητής είχε μεγάλα μάτια, ανήσυχα, μπλε, καθαρά. Κάτω από τις σακούλες, το κρέας ήταν καθαρό, χωρίς κοκκινάδια και μαυρίλες. Φαινόταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος. Γιατί αυτός έπρεπε να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο;

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 12





Η γραμμή έκλεισε. Ο ανακριτής έμεινε με το ακουστικό μετέωρο μεταξύ αυτιού και στόματος. Ύστερα τοποθέτησε το ασύρματο στη συσκευή σκεπτόμενος πως έπρεπε να φορτίσει. Επίσης πως αυτός ο μάρτυρας μπορούσε κάποτε να εμφανιστεί και κάποτε όχι. Ειδοποίησε την αστυνομία για την κλίση, οι κλίσεις του παρακολουθούνταν και καταγράφονταν από αυτή τη συσκευή, αν και ήξερε πως το αποτέλεσμα θα ήταν άχρηστο αφού σ αυτές τις περιπτώσεις οι ανώνυμοι τηλεφωνητές χρησιμοποιούσαν τους δημόσιους θαλάμους.
Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια είχε πει η άγνωστη φωνή, πράγμα που σήμαινε πως ο δολοφόνος της ήταν άλλος από τον ψυχοπαθή νεαρό, έβγαλε το συμπέρασμα καθώς μπήκε στο μπάνιο και άρχισε να κάνει τις ετοιμασίες για ξύρισμα και μπάνιο.
Τέλειωσε με το λούσιμο των μαλλιών, ήρεμος, είδε το γυμνό σώμα του στον μεγάλο καθρέφτη. Είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά και λίγα περισσότερα πάχη στη μέση και δεν μπορούσε να κάνει σύγκριση με τον έστω και κατά πέντε χρόνια νεώτερο εαυτό του. "Δεν πειράζει, κάποτε έρχονται όλα. Φεύγουν τα νιάτα, έρχονται τα γηρατειά, ο θάνατος" είπε στρίβοντας το πηγούνι του σε μια δύσκολη γκριμάτσα για να δει αν είχε ξυριστεί καλά κάτω δεξιά από το μήλο του Αδάμ. "Όλα καλά!" συλλογίστηκε και βιάστηκε να βγει από το μπάνιο, να ντυθεί καθώς κοίταξε το ρολόι και η ώρα πλησίαζε εννιά και η διάλεξη για την παιδεία άρχιζε στις εννιάμισι.
Κλείδωσε το σπίτι του, κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στη πανάκριβη, σπέσιαλ σιτροέν, τελευταίο μοντέλο και εξαφανίστηκε στη στροφή, πέρα στην Πανεπιστημιούπολη.

Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που ο τελειόφοιτος υποψήφιος καθηγητής φιλολογίας, Νίκος Καζάρμας, άρχιζε την ομιλία του σαν κεντρικός ομιλητής. Ο ανακριτής οδηγούμενος από την ταξιθέτρια κάθισε μπροστά στις πρώτες θέσεις. Μόλις συνήθισαν τα μάτια του στο σκοτάδι, παρατήρησε πως υπήρχε αρκετός κόσμος στην πλατεία που παρακολουθούσε.
-Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι. Στην εποχή μας που αναγκαστικά οι δυο γονείς είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές συνθήκες, τα παιδιά βρίσκονται έξω από το σπίτι πολλές ώρες. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο μεγάλος είναι ο ρόλος των νηπιαγωγείων, των Δημοτικών και των γυμνασίων.
Στη συνέχεια ανέπτυξε διεξοδικά τις θέσεις του στηριζόμενος σε τρεις πυλώνες. Εκπαίδευση, μόρφωση, παιδεία. Για την εκπαίδευση στάθηκε περισσότερο στην επίδραση που έχουν όλες οι δραστηριότητες που έχουν σκοπό, με συγκεκριμένο τρόπο να διαμορφώσουν τη σκέψη του ατόμου αλλά και τη σωματική αγωγή, για την παιδεία, είπε πως διασφαλίζει τη συνέχεια ενός πολιτιστικού συστήματος από γενεά σε γενεά και για την μόρφωση πως είναι αναγκαία, όσο το ψωμί και εισήχθη από την τέχνη στον χώρο της, προσπαθώντας μέσω του παιδαγωγού να πετύχει και την εσωτερική καλλιέργεια του ατόμου.
Ο ανακριτής παρατήρησε με πόση ευκολία άλλαζε πρόσωπα ο ανιψιός του. Πρόσεξε πως τώρα ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος από αυτόν που ήταν στο γήπεδο, και εντελώς άλλος όταν κάθισαν αργότερα στο πολυτελές εστιατόριο να φάνε και να πιουν ένα κρασί.
-Είσαι πολυσχιδής χαρακτήρας τελικά, άνοιξε μια κουβέντα ο ανακριτής ασχολείσαι με πολλά. Ζωγραφίζεις, γράφεις, μαθαίνεις αρχιτεκτονικό σχέδιο, ασχολείσαι και με τα αφηρημένα μαθηματικά...
-Δεν το καταλαβαίνω αν είναι πολλά, γίνεται αυθόρμητα, σαν μια φυσική συνέπεια. Μ αρέσουν αυτά που ασχολούμαι, άσχετο αν είμαι καλός σε όλα.
-Καλός σε όλα ήταν μόνο Ντα Βίντσι. Άκου! έκανε με θαυμασμό. Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, γλύπτης, αρχιτέκτονας, γεωλόγος, ανατόμος ακόμα και με την αστρονομία, ασχολήθηκε!
-Φοβερό άτομο, αν και δεν μεγαλοποιώ κανέναν αλλά αυτός και μερικοί άλλοι με έκαναν να σκεφτώ καλύτερα. Η ενότητα διάφορων γνωστικών πεδίων, ήταν κάτι που πίστευε ο Ντα Βίντσι και τελευταία κάπου διάβασα πως τα αφηρημένα μαθηματικά, η Γεωγραφία, η ανατομία, η αρχιτεκτονική, μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους και πως αν κάποιος είχε σπουδάσει ένα από αυτά, θα μπορούσε να ασχοληθεί και με τα άλλα. Και εσύ νομίζω ήθελες να γίνεις κάτι απ όλα αυτά!
-Εγώ; μμμ, μπορεί να χεις δίκιο, αλλά δεν τα κατάφερα, παρέμεινα μόνο ανακριτής. Εσύ τι θα κάνεις μόλις τελειώσεις από φοιτητής; θα διοριστείς καθηγητής;
-Τελείωσα θείε. Σε λίγους μήνες, θα υποβάλλω τα σχετικά δικαιολογητικά και ελπίζω να παραλάβω διορισμό.
Σπάνια τον αποκαλούσε θείο.
-Το θυμάσαι καμιά φορά πως είμαστε συγγενείς, γέλασε.
-Ποτέ δεν το ξεχνώ, όπως δεν ξεχνώ πως με έχεις βοηθήσει και οικονομικά όλο αυτόν τον καιρό.
-Ελπίζω να με αποζημιώσεις κάποτε! αστειεύτηκε.
-Να σαι σίγουρος, απάντησε σοβαρά ο Νίκος. Ποτέ δεν ξεχνώ τα χρέη μου.
συνεχίζεται

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 11




Πήγαινε κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησία και κάθε Πάσχα, αυτές οι πασχαλινές γιορτές του άρεσαν περισσότερο, και όποτε άλλοτε, γινόταν κάποια σημαντική λειτουργία στη Μητρόπολη. Χρησιμοποιούσε σωστά τη θέση του σαν κοινωνικός λειτουργός που είχε κάποια συμφέροντα από τον λαό κι έλεγε πως αφού δεν του έφταιγε σε τίποτε ο θεός, γιατί να μην τα είχε καλά μαζί του; Γνώριζε, βέβαια πως αν δεν έχεις να φας, να πιεις, να ντύσεις τα παιδιά σου, δε σου φταίει ο θεός όπως πίστευαν οι αγράμματοι φτωχοί. Φτωχοί και στο μυαλό αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως για όλα αυτά υπεύθυνος ήταν ο άνθρωπος που δημιουργούσε αυτά τα συστήματα. Γι αυτόν, κάθε έξυπνος-φτωχός, γνώριζε πως του έφταιγαν οι συνάνθρωποι που δημιούργησαν αυτούς τους θεούς.
-Θα πιείτε άλλον καφέ; τον ξανάφερε στην πραγματικότητα του γραφείου, η φωνή του γκαρσονιού, που μπήκε στριφογυρίζοντας τον κρεμαστό δίσκο.
-Ε, σιγά που μπαίνεις έτσι ; σε κανένα στάβλο; του είπε αυστηρά. Φέρε μου έναν ακόμα, και κοίταζε το ρολόι του τοίχου.
Αυτά τα ρολόγια των τοίχων δεν έπρεπε να υπήρχαν, κανονικά έπρεπε να το κατεβάσει επειδή χωρίς να το θέλει, το μάτι του πήγαινε ασυναίσθητα εκεί, κι έτσι ο αμείλικτος χρόνος συνέχιζε να παίζει το ρόλο του. Ο χρόνος ήταν ο βασικός αντίπαλος του ανθρώπου, το πίσω και το μπρος, αυτό είναι ο χρόνος.
Το πίσω. Καθώς το γκαρσόνι απίθωσε τον δεύτερο καφέ στο γραφείο του και το είδε να βγαίνει κλείνοντας την πόρτα, θυμήθηκε τον εαυτό του, τότε που δούλευε κι αυτός γκαρσονάκι σε κάποιες ταβέρνες στην Πλάκα και αλλού. Δούλευε για να σπουδάσει και να ζήσει και δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπάται ή να χαίρεται για εκείνον τον εαυτό του. Χωρίς λεφτά, του κλώτσου και του μπάτσου από τους μαγαζάτορες της εποχής, σκυλίσια εφηβικά χρόνια.
Σιγά-σιγά είχε αρχίσει να τα ξεχνάει αλλά στην πραγματικότητα τίποτε δεν ξεχνούσε απλώς θυμόταν αυτά που ήταν λιγότερο οδυνηρά. Αν και δεν μπορούσε να τα βάλει με τα συρτάρια της μνήμης που έρχονται ακάλεστα στην οθόνη του μυαλού μας. Τακ, η κλωτσιά που του είχε ρίξει εκείνος ο ταβερνιάρης επειδή έκανε τα γλυκά μάτια στην κόρη του, κάνοντας τον να νιώσει μια από τις πιο άσχημες στιγμές της ζωής του. Τικ, όταν ήταν πιο μικρός ακόμα, και είχε συμβρεθεί με μια ξαδέρφη, μικρή κι αυτή και προσπάθησε να κάνει τον πρώτο του έρωτα, το πρώτο γαμίσι και κείνη φώναξε τη γιαγιά της, φοβισμένη, ανήξερη. Η γιαγιά τον έστρωσε στο κυνήγι, πήδηξε όσους φράχτες βρήκε μπροστά του, ενώ η γιαγιά φώναζε πίσω του: "Έλα να γαμίσεις εμένα μωρέ!"
Ακόμα ηχούσε στ αφτιά του η φωνή της, σαν αχός σε έναν τόπο παράξενο, έρημο, μακρινό. Μόνο ένα πέτρινο σπίτι υπήρχε εκεί, τίποτε άλλο. Το σπίτι που γεννήθηκε. Ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαρανταπέντε χρόνια, μέσα στο οποίο, ένας άντρας αξύριστος, άγριος με μουστάκια και φυσεκλίκια, έκανε έρωτα με τη μάνα του, μια γυναίκα, άσπρη, με λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα. Είχε σγουρές πλεξούδες και ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ο πατέρας του γύρω στα τριάντα, πρόσφυγας, Μικρασιάτης, με μνήμες τρανές από πολέμους, κυνηγημένος πάλι, βιαστικός, βγήκε κοιτάζοντας πίσω για τελευταία φορά, σάλταρε έξω από το παράθυρο στην κάπνα του τελευταίου πολέμου. Λίγο πιο πέρα έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών.
Ο ανακριτής πολλές φορές είχε φέρει τον εαυτό του στη θέση του πατέρα του και είχε προσπαθήσει να καταλάβει πως ήταν να είσαι στημένος στον τοίχο με δεμένα τα μάτια και το απόσπασμα απέναντι να περιμένει ν ακούσει το αδυσώπητο,πυρ! Πως πέθαιναν οι άνθρωποι στο απόσπασμα; πρέπει να ήταν πολύ φρικτό. Ο πατέρας του είχε ζητήσει ένα τσιγάρο, μια τελευταία ρουφηξιά και να του λύσουν τα μάτια. Ύστερα φώναξε "Ζήτω η ελευθερία!" και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά δεν πρόλαβε. Οι σφαίρες έπεσαν βροχή όπως και το κορμί του στο χώμα.
Τέλειωσε κάποτε και ο δεύτερος καφές του, η γραμματέας του σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της, φεύγω, είπε καλό μεσημέρι, εσείς θα μείνετε ακόμα; τρεις πήγε ή ώρα!
Σηκώθηκε κι αυτός βαριεστημένα. Πάντα οι ανακριτές σηκώνονται βαριεστημένα τέτοιες ώρες. Φόρεσε την καμπαρντίνα, έβαλε το καπέλο και βγήκε.
Έφτασε στο περίπτερο, αγόρασε τσιγάρα, εφημερίδες και σε λίγο βρισκόταν ξαπλωμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα να διαβάζει κάμποση ώρα τις αθλητικές ειδήσεις. Σχεδόν δεν έριξε καμιά ματιά στα πρωτοσέλιδα και τα πολιτικά. Ύστερα σηκώθηκε πάλι. Πήγε προς το παράθυρο της βεράντας, το άνοιξε, κοίταξε έξω είδε τη βροχή να δυναμώνει. "Πότε άρχισε να βρέχει;" αναρωτήθηκε δυνατά κατά τη συνήθεια των ανθρώπων που ζούνε πολύ μόνοι και επέστρεψε στο μεγάλο σαλόνι. Το μάτι του έπεσε στην ημερομηνία της εφημερίδας. Είκοσι Νοέμβρη, είχε αρχίσει να Χειμωνιάζει. Χαμηλά στη σελίδα, έγραφε νεώτερα για τη δολοφονία της φοιτήτριας στη σελίδα τέσσερα. Φυλλογύρισε γρήγορα τις σελίδες. Τώρα, βέβαια, είχε χάσει το ενδιαφέρον της αυτή η υπόθεση για το κοινό, αφού ο δολοφόνος είχε ομολογήσει, κι έτσι ορισμένα απομεινάρια τα έγραφαν στις μέσα σελίδες οι δημοσιογράφοι.
Τσαλάκωσε την εφημερίδα. Η είδηση έλεγε πως ο νεαρός ψυχοπαθής, αρνιόταν τώρα ότι είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια και πως τον είχε εξαναγκάσει η αστυνομία να ομολογήσει. Φυσικά η δίκη του θα ξαναγινόταν μετά από κάμποσους μήνες. Εως τώρα ο ανακριτής είχε τις αμφιβολίες του και τις υπόνοιες πως μπορεί να μην ήταν αυτός ο δολοφόνος αλλά αφού είχε ομολογήσει;
Να, όμως που τα πράγματα έρχονταν πάλι τούμπα. Ποιος είχε σκοτώσει τη φοιτήτρια αν δεν ήταν ο νεαρός ψυχοπαθής;
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, πεινούσε κι έψαξε κάτι για να φάει. Συνήθως έτρωγε στο Ιντεάλ, ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης αλλά και μερικές φορές αγόραζε έτοιμα φαγητά μαγειρεμένα. Έφαγε ότι βρήκε, ήπιε μια μπύρα και κοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού.
Τον ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου. Σήκωσε το ακουστικό.
-Λέγετε, είπε.
-Ξέρω ποιος σκότωσε τη φοιτήτρια, ακούστηκε μια υπόκωφη φωνή, πίσω από πανιά.
-Ποιος είσαι; λέγε, μη φοβάσαι, προσπάθησε να τον ενθαρρύνει.
-Φοβάμαι τους τρομοκράτες! αλλά ξέρω! αν μου εγγυηθείς πως θα είμαι προστατεύομενος μάρτυρας θα έρθω να καταθέσω.

συνεχίζεται

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ10




Όταν βρισκόταν μέσα στο γραφείο του ο ανακριτής γινόταν άλλος άνθρωπος. Τον απορροφούσε κυριολεκτικά η άσκηση της εργασίας του. Αυτοσυγκεντρωνόταν, οργάνωνε, μελετούσε, έδινε  μεγαλύτερη προσοχή στην τιμή και την δικαιοσύνη. Κατά βάθος, ο ίδιος δεν πίστευε σε τίποτε από τα δυο. Όχι γιατί δεν ήθελε να υπάρχει τιμή και δικαιοσύνη σ αυτόν τον κόσμο, όσο γιατί ήταν σίγουρος πως οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές, καταπατούν οποιοδήποτε όριο, προ πάντων δικαιοσύνης, προκειμένου να επιβιώσουν, προκειμένου να γλιτώσουν από τη δαγκάνα του νόμου.
Ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντι του ήταν κοντός, με λίγη φαλακρίτσα και μια μύτη στουμπισμένη έτσι που να νομίζεις πως δεν είχε μύτη. Έμοιαζε με εκείνους που λέγανε ακόμα τα νέα, μαντάτα ή χαμπέρια.
Άνοιξε τον υπολογιστή έκανε ζουμ στη φωτογραφία του ανθρώπου που βρισκόταν απέναντι του. Χαζός του φάνηκε και στην φωτογραφία και στην πραγματικότητα. Είχε έρθει για να καταθέσει σαν αυτόπτης μάρτυρας στη βομβιστική ενέργεια στο πολυκατάστημα Senior. Ο αστυνόμος του είχε πει πως ήταν από τους ελάχιστους που δεν το βαλε στα πόδια μόλις έγινε η τρομακτική έκρηξη που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους δυο άνθρωποι και να τραυματιστούν είκοσι τρεις. Τρεις χαροπάλευαν διασωληνωμένοι στην εντατική. Οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες, ευτυχώς οι πυροσβέστες είχαν προλάβει να επέμβουν και να αποτρέψουν τη φωτιά να μεταδοθεί στα διπλανά κτίρια. Την ευθύνη γι αυτή την ενέργεια είχε αναλάβει η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ με σχετικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα του ψηλού δημοσιογράφου.
"Πάλι τα ίδια" σκέφτηκε ο ανακριτής. Πάλι η ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Δέκα χρόνια και πλέον αυτή η οργάνωση δρούσε και στην ουσία τίποτε δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία και η δικαιοσύνη. Οι έρευνες βρίσκονταν σε μαύρο σκοτάδι.
-Για λέγε λοιπόν; εξέτασε στα μάτια τον μάρτυρα.
-Εγώ που λες κύριε διοικητή, πολέμησα στον πόλεμο του Σαράντα...
-Δεν είμαι Διοικητής, τον έκοψε κι άσε τον πόλεμο. Λέγε τι είδες στο Senior. 
-Μάλιστα. Είχα πάει εκεί, που λες κύριε Διοικητή, ν αγοράσω κουστούμι για το παιδί μου παντρεύεται.
-Πότε παντρεύεται; μισογέλασε.
-Την άλλη Κυριακή, στον Αι-Σώστη. Να έρθεις κύριε Διοικητή, είστε καλεσμένος από μένα.
Ο ανακριτής  τον ξανακοίταξε και σκέφτηκε πως άδικα έχανε το χρόνο του με τούτον εδώ.
-Πες μου τι είδες εκεί; ήσουν πολλή ώρα πριν την έκρηξη; παρατήρησες κάποιες ύποτες κινήσεις, κάποιες παράξενες φάτσες;
-Μάλιστα, ήμουν πολλή ώρα εκεί. Ναι, είδα μια κοπέλα απ αυτές με τις αλογοουρές να κάθεται σιμά στα ρούχα. Εκεί που έσκασε η βομπα. Πως τις λένε αυτές...ξέρεις εσύ...
-Φρικιά;
-Ναι, φρικιό. Έτσι.
-Τι άλλο;-Τίποτε άλλο. Ήταν εκεί πολύς κόσμος, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αλλά ένας ψηλός, ξανθός με κουστούμι, μίλησε με μια πωλήτρια.
-Για λέγε, λέγε γι αυτόν! έκανε με ενδιαφέρον.
-Αυτό, τι άλλο άνοιξε τα μάτια του ο μάρτυρας.
Η γραμματέας του ανακριτή κρατούσε σημειώσεις και αντάλλαξε ένα βλέμμα μαζί του, σα να ξέραν πως όλα αυτά ήταν για τον κάλαθο των αχρήστων. Όμως αυτή η αλογοουρά και ο ξανθός με το κουστούμι, ίσως να είχαν κάποια σχέση αλλά πως θα έβρισκε άκρη με τούτον εδώ;
-Πάρε πλήρη χαρακτηριστικά, είπε στη γραμματέα και σηκώθηκε.
-Τι φορούσε η κοπέλα;, ρώτησε την μύτη
-Ποια;
-Η κοπέλα, τι ρούχα φορούσε;
-Α, η κοπέλα. Ναι ήταν ψηλή και φορούσε μίνι, ξέρεις εσύ...
Του ανακριτή έπαιξαν λίγο τα νεύρα. Σκέφτηκε να τον διώξει κακήν-κακώς αλλά η αστυνομία επέμενε πως έπρεπε να εξετασθεί εξονυχιστικά, αλλά τελικά δεν βγήκε τίποτε σπουδαίο. Η "μύτη" δεν μπόρεσε να δώσει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του ξανθού άντρα και της γυναίκας με την αλογοουρά. Οποιοσδήποτε από το πλήθος θα μπορούσε να είχε τοποθετήσει τη βόμβα, αυτές οι ενέργειες είχαν πληθύνει επικίνδυνα τώρα τελευταία και οι οργανώσεις φύτρωναν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή στην πόλη.
Οργάνωση. Μεγάλη λέξη η οργάνωση. Όργανο. Οργανισμός. Τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε το κράτος, χρησιμοποιούσαν και οι τρομοκράτες και οι φιλάνθρωποι. Οργανισμός κοινής ωφελείας-αυτό θυμίζει μη κερδοσκοπική εταιρεία, θεάτρου ή παρεμφερούς είδους. Οργάνωση για την απελευθέρωση του Καναστρέφη, σε όλους τους τοίχους ήταν γραμμένο τ όνομα του. Είχε γίνει πασίγνωστο μαζί με το περιβόητο Ζει ο Παναγούλης ή ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος! Οι λαϊκοί ήρωες εξιδανικευμένοι σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Μόνο που γίνονταν πολύ γρήγορα ήρωες, όπως και γρήγορα ξεχνιόνταν όλα και οι νεκροί και οι τραυματίες οι ανακρίσεις, μέχρι πάλι ξαφνικά να γίνει ένα παρόμοιο γεγονός και να ξαναζωντανέψουν τα γεγονότα.
Όλα θέλουν οργάνωση σ αυτή τη ζωή, ξανασκέφτηκε ο ανακριτής. Το κράτος ήταν καλά οργανωμένο, το μεγάλο έγκλημα επίσης, όλοι το ήξεραν αυτό, από τους ταξιτζήδες, μέχρι τους σκουπιδιάρηδες, τους Δημόσιους υπαλλήλους, τους ιδωτικούς, τις νοικοκυρές και τους σουβλατζήδες, όλοι γνώριζαν πως τα πάντα ήταν φτιαχτά. Τίποτε χωρίς να κρύβεται κάτι άλλο πίσω του. Η καχυποψία στο έπακρον, η αμφισβήτηση των πάντων. Όλοι ήξεραν για όλα κι όλοι μαζί δεν ήξεραν τίποτε.
Εκείνοι που είχαν παραοργανωθεί ήταν οι εργάτες. Συλλαλητήρια, πανώ συγκρούσεις, συνθήματα, σε καθημερινή βάση στο κέντρο της πόλης. Πρώτα οι κομμουνιστές που δίδασκαν πως να γίνεται και να παραμένει κανείς φτωχός, πως να παραμένει εργάτης, σύμφωνα με τους δεξιούς. Οι κεντρώοι ήταν ένα είδος παλάντζας, πότε από εδώ και πότε από εκεί, όπου τους έβρισκε βολικούς το σύστημα. Το παράλογο ήταν πως όλοι αυτοί πουθενά δε συμφωνούσαν κι όμως τους έβλεπες να συνυπάρχουν και να χωρίζονται. Αυτό ήταν μέλημα της εκάστοτε άρχουσας τάξης που έβλεπε τη μάζα, τον λαό σαν ένα κοπάδι, που έπρεπε να έχει έναν καλό βοσκό που να τα οδηγεί σαν πρόβατα στη βοσκή. Η ανημπόρια των πολλών ήταν η αμάθεια, όσα δεν ήξεραν τα έκαναν κρεμαστάρια, κι ασήμαντα. Ένας λαός φερέφωνο, χωρίς ψυχή, χωρίς τρόπο αντίδρασης.
Το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς τρόπους να εξαγοράζει, να ράβει και να δένει, να δολοφονεί, να κρύβεται, να βγαίνει στην επιφάνεια λάδι τις περισσότερες φορές. Και φυσικά κυβερνούσε δια του χρήματος. Δια του χρήματος γινόταν και η εξαγορά συνειδήσεων. "Πόσα θέλεις να τοποθετήσεις μια βόμβα;" "Δέκα εκατομμύρια." Κι αμέσως μετά, ερχόταν μια θρησκεία που πολεμούσε με φανατισμό τον Κομμουνισμό, γιατί γκρέμισε τις εκκλησίες στην Αλβανία, φοβούμενη μήπως γίνει κι εδώ το ίδιο και χάσουν τα προνόμια οι επί γης θεόσταλτοι ιερείς και δεσπότες που στο όνομα κάποιου θεού διέπρατταν εγκλήματα και έσβηναν κάθε σπίθα προόδου και αληθινότητας σ αυτή τη ζωή.
Κατά βάθος, ήταν θρήσκος άνθρωπος ο ανακριτής.
Συνεχίζεται

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 9



Κατέβηκε μαζί του κι αυτός και φαινόταν λίγο πιο βιαστικός τώρα. Δεν είχε ώρα να σκεφτεί τίποτε άλλο για το πλήθος, έφτασε στην έξοδο, βγήκε. Με τα μάτια έψαξε για κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο. Έφτασε σε έναν και στήθηκε περιμένοντας αυτόν που τηλεφωνούσε, να τελειώσει, να βγει. Ανυπομονούσε όπως όλοι οι άνθρωποι μπρος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοίταξε καλύτερα αυτό που ήταν μέσα, του μοιασε με "αδερφή", μια αδερφή με γουρουνίσια μάτια, που σίγουρα θα τηλεφωνούσε σε κάποιο τεκνό. "Πούστης του κερατά!" μονολόγησε μέσα απ τα σφιγμένα δόντια του αλλά παρ όλα αυτά του χαμογέλασε γλυκά καθώς εκείνος του έκανε νεύμα με χαριτωμένο τρόπο, πως σε λίγο τελείωνε.
-Μισό λεπτό καλέ! του είπε βγαίνοντας. Πως κάνετε έτσι, εσείς θα φάτε όλον τον κόσμο και είσαστε και ωραίος!
Και τον παρακολουθούσε καθώς ο Καζάρμας μπήκε στο θάλαμο και σχημάτιζε έναν αριθμό. "Όλα εντάξει" είπε. "Μπορείτε να ειδοποιήσετε σε δέκα λεπτά από τώρα." Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε. Η "αδερφή" με τα γουρουνίσια μάτια τον περίμενε.
-Μήπως έχετε ώρα; ρώτησε μελιστάλαχτα.
-Όχι, απάντησε αυτός σιβυλλικά. 
Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι αυτού του τύπου και ήταν κάθετος σ αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει έφτυσε στο πεζοδρόμιο έτσι που να ακουστεί κι ύστερα χώθηκε στο πλήθος που διάβαινε, δεξιά-αριστερά. Πήγε στο περίπτερο, αγόρασε μια εφημερίδα, θυμήθηκε πως δεν είχε τσιγάρα, αγόρασε κι ένα πακέτο καρκίνο. Κουβαλώντας τα όλα μαζί, έφτασε κάπου στη Σταδίου. Χώθηκε σ ένα καφέ. Παράγγειλε τοστ, μια μπύρα και κάθισε ανοίγοντάς την εφημερίδα.
Διάβαζε την εφημερίδα μεσημέρι στην Ομόνοια. Περίμενε μέχρι ν ακούσει τον κρότο, μέχρι να θυμηθεί την "αδερφή" στον τηλεφωνικό θάλαμο και να μπλεχτεί στη μνήμη του μια άλλη τέτοια αδερφή, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών και ντράπηκε για τον εαυτό του, σχεδόν κοκκίνισαν τα μάγουλα του και κοίταξε γύρω τους θαμώνες, μήπως και πρόσεχαν αυτή τη ντροπή του. "Όλα γίνονται συνειρμικά" σκέφτηκε. "Δεν έχουν αρχή, μέση, τέλος."
Μεσημέρι ήταν και τότε που κατηφόριζε τη λεωφόρο φορώντας καινούρια, ατσαλάκωτα ρούχα που του έδιναν μια ωραία αίσθηση. Χαρούμενος, παιδικός άνεμος τον κυβερνούσε και το μέλλον το δικό του σ αυτή την πολιτεία του φαινόταν ευοίωνο. Πίστευε ακράδαντα πως θα γίνει κάποιος, κάποτε. Ήταν σίγουρος, είχε αυτοπεποίθηση ακόμα κι όταν κατέβαινε σ εκείνο το υπόγειο που μύριζε χωματίλα και παχιά, μαλακισμένη ατμόσφαιρα. Του άνοιξε μια αδερφή κακομούτσουνη και στραβοκάνα. Φτωχός κι η μοίρα του, πούστης κι άσχημος, σκέφτηκε, παραμερίζοντας την και μπήκε. Μια άλλη αδερφή, αγόρι μου! του ρίχτηκε και τον φίλησε στο στόμα. Τρελάθηκε. Τι ήταν αυτό; γδάρθηκαν  μεταξύ τους τα γένια, τα μουστάκια, ανδρικά σκληρά μάγουλα. Ώστε έτσι ήταν οι αδερφές, νόμισε, έτσι φιλιούνται κι έτσι κάνουν.
Ήπιε ένα ποτό που έσπρωξαν μπροστά του στη βρώμικη μπάρα κι έκλεισε το μάτι στον φίλο του, Γιώργο που τον είχε προσκαλέσει εκεί κι αυτός είχε δεχτεί να πάει γεμάτος περιέργεια. Είδε τον φίλο του να φιλιέται με μια άλλη αδερφή και πήγαινε να του στρίψει. Ο Γιώργος που τον κυνηγούσαν οι γυναίκες μια ζωή, τώρα φιλιόταν με έναν άντρα. Ήπιε κι άλλο ποτό, κι άλλο, κι άλλο. Μέθυσε. Κουνιόταν το δάπεδο, η οροφή, το υπόγειο που μύριζε χωματίλα κι αδερφίστικο ιδρώτα.
Μεσάνυχτα αποφάσισαν αν πάνε για φαγητό, θα πλήρωναν οι αδερφές. Η δικιά του όλο τον κοίταζε λιγωμένη, τρελαμένη από τα δεκαεφτά του χρόνια, τι διάολο ήθελε; ο Νίκος δεν ήθελε τίποτε, η μάλλον ήθελε κάποια γυναίκα. Μια γυναίκα, μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεκάρα δεν του καιγόταν τι έκαναν αυτοί, αν ήταν μια γυναίκα θα ήταν αλλιώς, έστω και πληρωμένη αλλά ήταν άφραγκος. Ο πατέρας του από τη Γερμανία που είχε πάει μετανάστης του στελνε με το ζόρι το ενοίκιο για να πληρώνει το δωματιάκι στα Κάτω Πατήσια, που έμενε. Δύσκολη κατάσταση, έπρεπε να δουλεύει τα Καλοκαίρια και όποτε άλλοτε μπορούσε, στην οικοδομή, σερβιτόρος και αλλού για να συμπληρώνει τα έξοδα του. Φυσικά δεν ήξερε ή δεν μπορούσε ν αξιολογήσει τη στάση του πατέρα του, του Φάνη Καζάρμα που είχε τα δικά του προβλήματα. Εργάτης στη φάμπρικα, μάζευε τα μάρκα, έκανε οικονομίες για ν αγοράσει το οικόπεδο στο Κορωπί, στριφνός, μονόχνωτος, μετανάστης. Ποτέ δεν τους χώνεψε τους μετανάστες, όχι ρατσιστικά, απλά τους λυπόταν, για την κακομοιριά, την αμάθεια, την τσιγκουνιά, απ τον πατέρα του με το ζόρι του παιρνε δεκάρα. Έτσι ήταν όλοι αυτοί που πήγαν εκεί και έκαναν το σκατό παξιμάδι, σαραντάρηδες της δεκαετίας του εξήντα, αμόρφωτα στειλιάρια της επαρχίας, τους έχωσαν για τα καλά στο ξεφτιλίκι της μπύρας και του σίδερου.
Ο πατέρας του δεν ήταν ακριβώς τέτοιος, ή περίπου τέτοιος. Ούτε ήξερε τι ήταν ο πατέρας του, μια μηχανή ίσως. Μια μηχανή ίσως, μια ακατέργαστη μάζα με διαρκώς συνοφρυωμένη όψη. Λες και πάντα σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό-ενώ στην ουσία τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι, κάθε βράδυ έκανε έρωτα στη μάνα του είχε βαρεθεί χρόνια να τους ακούει, κάθε βράδυ έπιναν ρετσίνα με τους φίλους του. Οι περισσότεροι μετανάστες, φίλοι και γνωστοί του πατέρα του που είχε γνωρίσει, γίνονταν λιάδα, σταφίδα κάθε βράδυ κι ύστερα ξεσπούσαν στη γυναίκα τους. Πρώτα ξύλο κι ύστερα γαμίσι. Και τα δυο δεν ξεχνιούνται.
Το βράδυ ήταν δύσκολο. Μεσάνυχτα στην Κυψέλη, σκυλομάγαζο και έπιναν, Νύχτα τρισάθλια, φορτωμένη τσιγάρο, ξινίλα και ξεφτίλα. Δεν του άρεσαν τέτοια, δεν τα ήθελε, ένιωθε αηδιασμένος με τα πουτανίστικα φερσίματα τους. Γιατί έμενε όμως τι είχε να κερδίσει ή να χάσει από δαύτους; αργότερα κατάλαβε πως είχε μπλέξει-όλα αργότερα καταλαβαίνονται.
 Έφυγαν γύρω στις τρεις μεθυσμένοι, αυτός με έναν που του γινε κολιτσίδα όλο το βράδυ και ο Γιώργος με την "άλλη." Ούτε καν χαιρετήθηκαν.
Ο δικός του είχε μια σακαράκα παρκαρισμένη στην πλατεία. Μόλις κάθισαν και ξεκίνησε προσπάθησε να του χώσει το χέρι στα σκέλια. Ο Νίκος το σπρωξε πίσω.
-Που να σε πάω; ρώτησε πειραγμένος.
-Στα Πατήσια, απάντησε..
Σε όλη τη διαδρομή ο πούστης-τι άσχημη λέξη!- προσπαθούσε να τον χαιδέψει κι αυτός αναψοκοκκινισμένος δεν τον πάφηνε. Ένιωθε άσχημα κι ανόητα. Είχε ψιλοσυνέλθει και το μόνο που σκεφτόταν και ήθελε, ήταν πως να του παιρνε κανένα χιλιάρικο και να βρισκόταν στο κρεβάτι του.
Είχε αρχίσει μια νυχτερινή μπόρα, βροχή ασταμάτητη, όταν σταμάτησε  τη σακαράκα σε ένα σύδεντρο. Ο Νίκος τον παρατηρούσε που έστρωνε μια βρώμικη κουβέρτα κάτω από ένα πεύκο.
-Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε. Πάμε να φύγουμε!
-Έλα! του είπε, με λαγνεία.
Ούτε κατάλαβε πως πήγε αλλά πήγε κι αυτό ήταν το λάθος του. Βέβαια πίστευε πως θα του έκανε σεξ, ο άλλος θα του έδινε το χιλιάρικο κι ύστερα θα έφευγε, και θα ξεχνούσε για πάντα αυτή τη βραδιά, αυτό το ξεφτιλίκι θα το ξέγραφε από τη ζωή του. Κάτω απ την κουβέρτα, του φώναξε πως χρειαζόταν λεφτά. Θα σου δώσω, του απάντησε αλλά δεν τον πίστεψε και ξαφνικά, βρέθηκε να αντιμετωπίζει έναν γεροδεμένο άντρα που ήθελε να τον βάλει από κάτω. Άρχισαν να παλεύουν η αδερφή ήταν διεγερμένη ο Νίκος στην αρχή σάστισε, ύστερα θύμωσε, έβαλε όλη τη δύναμη τον πέταξε από πάνω του, ήρθαν όρθιοι αντιμέτωποι. Ο άλλος δεν κατάλαβε κι έκανε να τον αγκαλιάσει πάλι. Ο Νίκος του χωσε μια μπουνιά στη μούρη, τον γέμισε αίματα. Νευρίασε άγρια, δεν ήξερε τι έκανε, ήταν εκτός εαυτού. Τον άρπαξε από τα μαλλιά, του γύρισε πίσω το κεφάλι, του δωσε μια ακόμα σφαλιάρα. Ο άλλος άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει.
-Μη! σε παρακαλώ! ψέλλισε.
-Δώσε μου τα λεφτά ρε! τον αγριοκοίταξε ακόμα χειρότερα. Δεν τον λυπόταν. Μόνο σιχασιά ένιωθε.
-Όσα έχεις! δώστα! του φώναξε και πήρε από τα χέρια του μερικά χιλιάρικα.
Τα βαλε στην τσέπη του και χάθηκε στο σκοτάδι.

συνεχίζεται.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 8




Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αυτή που είχε παρουσιαστεί για την Αστυνομία αλλά του Καζάρμα δεν του αρκούσε ο ψυχοπαθής δολοφόνος. Κάτι άλλο ήταν στη μέση, σίγουρα. Αν οι αστυνομία γνώριζε πως η Λένα ήταν μέλος της οργάνωσης ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΆΤΟΣ, φυσικά θα αναθεωρούσε. Αυτός όμως που τη σκότωσε θα το γνώριζε και άρα θα πρέπει να είχε άμεση σχέση με την ομάδα αλλιώς δεν εξηγείται, αφού όλες οι ενέργειες των ανθρώπων της οργάνωσης ήταν τέλεια μελετημένες. Κανένας δεν έκανε του κεφαλιού του.
Έτσι και η Λένα. Πανέξυπνη καθώς ήταν και δυνατή, θα μπορούσε πανεύκολα να ξεφύγει από αυτόν τον βλάκα. Κι ένα ακόμα που τον παραξένευε ήταν πως, αφού πάλεψαν πρώτα και της σκίστηκε το πουκάμισο, δεν είχε κι άλλα χτυπήματα παρά μόνο αυτό το σχίσιμο στον δεξιό ώμο; Σαν σε όνειρο, είδε τη Λένα να περπατάει στην παραλία. Είχε απομείνει μόνη, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και απολάμβανε τη χλωμή ζεστασιά των τελευταίων ημερών του Σεπτέμβρη και σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν κοντά της τουλάχιστον σε διακόσια μέτρα απόσταση απ αυτή, λούζονταν και κάποιοι λίγοι ακόμα ρομαντικοί, όταν ένας άντρας εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της και συνομιλούν, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν γνωστοί.
Στο νου του ήρθε και η ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε πως το θύμα είχε δεχτεί μεγάλο ξάφνιασμα προτού πεθάνει. Πιθανολογούσε πως το ξάφνιασμα αυτό προήλθε από την εμφάνιση του όπλου στα χέρια του γνωστού της, σε ανύποπτο χρόνο κι έτσι όπως την κρατούσε φιλικά από τον ώμο, θα την τράβηξε δυνατά και την γύρισε προς το μέρος του. Η Λένα μετά το αρχικό ξάφνιασμα από την εμφάνιση του όπλου, προσπάθησε να ξεφύγει κι έτσι σχίστηκε το πουκάμισο που απέμεινε στο χέρι του δολοφόνου.
-Δεξιά; ρώτησε από τον καθρέφτη ο ταξιτζής και τον έφερε για λίγο στην πραγματικότητα των στιγμών.
-Ευθεία, απάντησε . Θα σου πω όταν είναι να στρίψουμε και ξαναγύρισε στην ιστορία του.
Πήγε πάλι τα πράγματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να τα δει από το τέλος προς την αρχή. Στην οθόνη των ματιών του έρχεται η εικόνα της σύλληψης του νεαρού ψυχοπαθή από τους αστυνομικούς που τον ακινητοποιούν με χτυπήματα και λαβές. Οι αστυνομικοί ορμάνε τον αρπάζουν καθώς αυτός ουρλιάζει και κλαίει. Ο γέρων των ενενήντα δυο χρονών προβάλλει από τα δέντρα με το μπαστούνι του και τον δείχνει. ΟΜ ψυχοπαθής σηκώνεται και το βάζει στα πόδια με το σχισμένο πουκάμισο στο χέρι. Μόλις πάει να πιάσει τα γυμνά στήθη της Λένας βλέπει στο βάθος της παραλίας τους αστυνομικούς να τρέχουν προς το μέρος του. Ο γνωστός της Λένας φεύγει με γρήγορα βήματα λίγες στιγμές πριν.
Κανείς. Άδεια παραλία.
Ο γνωστός της Λένας βάζει το πιστόλι στην τσέπη του, ρίχνει μια ματιά γύρω του. Το πουκάμισο σχίζεται στα χέρια του ταυτόχρονα με τον πυροβολισμό. Η Λένα τραβιέται να ξεφύγει ξαφνιασμένη, δεν τα καταφέρνει ο άλλος έχει βγάλει το πιστόλι. Γυρίζει και χαιρετιούνται με τον γνωστό της που την έχει πιάσει φιλικά στην αρχή, από τον ώμο. Αντιλαμβάνεται την παρουσία του καθώς αυτός φτάνει στην παραλία όπου βάδιζε μόνη της. Ο γνωστός της, καπνίζει ένα τσιγάρο από μια μάρκα παλιά, Καρέλια ή Ματσάγκος. Σβήνει τη γόπα, την πατάει στην άμμο και προχωράει προς το μέρος της.
Έτσι πρέπει να είχαν γίνει τα πράγματα αλλά ποιος ήταν αυτός; ποιος να ήταν; δεν μπορούσε να φτιάξει μια εικόνα του αλλά σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια του με θυμό πως θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ανακαλύψει.
Άναψε τσιγάρο, ξερόβηξε και μέσα από αυτό άκουσε τον ταξιτζή πάλι να τον ρωτάει αν θα πάνε δεξιά.
-Δεξιά, εδώ, μίλησε. Έστριψαν και σε διακόσια μέτρα σταμάτησαν. Πήρε την νάιλον τσάντα που κουβαλούσε, πλήρωσε τον ταρίφα και προχώρησε στον έρημο δρόμο ψάχνοντας αυτό που είχε κατά νου. Αναζήτησε με το βλέμμα μια νεόχτιστη πολυκατοικία και μόλις τη βρήκε προχώρησε προς το μέρος της. Έφτασε στην είσοδο, σταμάτησε και ερεύνησε τα κουδούνια, χτύπησε ένα που δεν είχε όνομα. Η πόρτα άνοιξε σπρωγμένη από τα χέρια του. Μπήκε. Κανένας δεν ήταν στο ισόγειο. Πήγε προς το ασανσέρ, το κάλεσε, μπήκε και πάτησε το κουμπί του τετάρτου ορόφου.
Άνοιξε το ασανσέρ, στο βάθος του διαδρόμου ένας άντρας που φορούσε καλτσοδέτα στο πρόσωπο του, τον περίμενε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα Έφτασε κοντά του. "Έρημος!" είπε σιγανά. "Όαση!" απάντησε ο άλλος και αντάλλαξαν τις δυο τσάντες.
Η πόρτα έκλεισε Ο Καζάρμας έμεινε για λίγο στο μισοσκόταδο καθώς το φως του διαδρόμου έσβησε. Γύρισε πίσω στο ασανσέρ, μπήκε και κατέβηκε.
Στην πλατεία στάθηκε για λίγο στο περίπτερο να ρίξει μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων. Οι περισσότερες αναφέρονταν με μεγάλα γράμματα στην απεργία των Τραπεζικών. ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΆ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΖΌΜΕΝΗ ΑΠΕΡΓΊΑ. "Για τρεις μέρες ακόμα η απεργία." Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΙΚΑΝΗ ΝΑ ΚΆΝΕΙ ΚΆΤΙ. "Και απεργία και ΝΈΦΟΣ". "Αθήνα μια πόλη καραντίνα θανάτου." Κάτω, χαμηλά σε δυο-τρευς υπότιτλους αναφέρονταν πως ο υπουργός Δημοσίας Τάξης βρισκόταν σε καλό δρόμο για την ανακάλυψη μεγάλης ομάδας τρομοκρατών.
Αφού είδε ότι χρειαζόταν, κοίταξε το ρολόι του. Εντεκάμιση. Άφησε βιαστικά τις εφημερίδες και τον υπουργό Δημοσίας Τάξης να κυνηγάει τους τρομοκράτες. Πέρασε από την άλλη πλευρά της πλατείας, εκεί όπου έκαναν πιάτσα τα ταξί. Μπήκε σε ένα και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης. 
Μετά από μισή ώρα βρισκόταν μπροστά από το πολυκατάστημα "Senior". Περιεργάστηκε τις βιτρίνες, χάζεψε λίγο ακόμα και αντάλλαξε ένα γεια, τι γίνεται; με κάποιον συμφοιτητή του στο Πανεπιστήμιο, που βρέθηκε εκεί τέτοια ώρα;
Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται στα πιο απίθανα μέρη τις πιο ακατάλληλες στιγμές, σκέφτηκε και προχώρησε προς τις κυλιόμενες σκάλες, μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος.
Το πλήθος δεν του δημιουργούσε κανένα συναίσθημα, καμιά εντύπωση. Ήταν ένα πλήθος φορτωμένο τσάντες, γεμάτες άχρηστα αντικείμενα, που του φόρτωνε καθημερινά στην πλάτη του η καταναλωτική κοινωνία. Ο καθένας από αυτό το μάταιο πλήθος, είχε μια ηλίθια θεωρία για το πως γίνονταν τα πράγματα ή για το πως έγιναν. Η άγνοια των περισσοτέρων, ήταν το μεγάλο στήριγμα για τους λίγους.
Στον δεύτερο όροφο που ανέβηκε, βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες και μπήκε στο τμήμα αντρικών ρούχων και περιεργάστηκε μερικά σακάκια. Χειμώνας πλησίαζε μπορεί να χρειαζόταν ένα.
Μια πωλήτρια που έφτασε κοντά του, τον εξέτασε ερευνητικά. Είδε το ωραίο κουστούμι που φορούσε, την κόκκινη γραβάτα στο σκούρο γκρι πουκάμισο, του χάρισε ένα από τα πιο ωραία χαμόγελα της και προσφέρθηκε να του δείξει μερικά ακόμη. Αυτός έδειξε κάποιο προσποιητό ενδιαφέρον και αφού της ανταπόδωσε το χαμόγελο, της είπε πως θα ήθελε λίγο χρόνο να το ψάξει μόνος του το θέμα και η πωλήτρια απομακρύνθηκε ευγενικά.
Εξετάζοντας τα κουστούμια έψαχνε με το μάτι του το μέρος όπου έπρεπε να τοποθετήσει την τσάντα με τη βόμβα. Με την άκρη του ματιού του είδε την πωλήτρια να προβάρει ένα κοστούμι σε κάποιον χωριάτη, σιγουρεύτηκε πως τα που έπρεπε να κινηθεί, βγήκε προς την έξοδο κινδύνου και έβγαλε από την τσάντα την άλλη τη μικρή που περιείχε τον μηχανισμό και την ακούμπησε πάνω από το σύστημα εξαερισμού.'Επέστρεψε γρήγορα κι αθόρυβα στα κουστούμια, έριξε μια τελευταία ματιά βγαίνοντας στις κυλιόμενες σκάλες όπου το πλήθος συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει.
συνεχίζεται

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 7





Η αστυνομία συνέλαβε τον κάτοχο της, που αν και είχε καθαρό ποινικό μητρώο, τον κράτησαν πέντε μέρες στο κελί. Αφού του έριξαν κάμποσο ξύλο, του ζήτησαν συγνώμη και του είπαν πως, αν ήθελε θα μπορούσε να κάνει μήνυση στην αστυνομία αλλά, καλά θα έκανε να το σκεφτεί πρώτα.
Οι μικροί μπάτσοι που τα έλεγαν συνήθως αυτά εν παρόδω, καμάρωναν και κορδώνονταν σε όποιον πίστευε ακόμα πως όλοι οι μπάτσοι είναι εξουσία, πως ήταν εκεί και είχαν συλλάβει τον δολοφόνο, που τελικά τον άφησαν ελεύθερο αλλά κάποια μέρα θα τον συλλάβουν ξανά, γιατί, αυτός ήταν σίγουρα ο δολοφόνος.
Στη σέλα της μηχανής ήταν περασμένη στον ιμάντα, μια σελίδα χαρτιού, δακτυλογραφημένη. Εξηγούσε τους λόγους που εκτελέστηκαν τα συγκεκριμένα άτομα. Επάνω με κεφαλαία υπήρχε η λέξη, ΠΡΟΚΥΡΗΞΗ, που γνωστοποιούσε επίσημα ποιος και γιατί έκανε τη συγκεκριμένη πράξη. Και ήταν σπουδαίο αυτό το χαρτί, επειδή θεωρούνταν έντιμη απόδειξη του θάρρους και την ανάληψη της ευθύνης από την συγκεκριμένη ομάδα που έφερνε τον τίτλο "ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ". Μέσα σε κύκλο υπήρχε το Ω, που ίσως να υποδήλωνε το τέλος μιας εποχής ή ενός τρόπου διακυβέρνησης του κράτους. Η ομάδα αυτή, ήταν από τις σημαντικότερες του είδους, με πολλή μεγάλη δράση, υποδειγματική οργάνωση, ως φαινόταν από την τέλεια μυστικότητα των κινήσεων της. Σε όλες τις ενέργειες της, τίποτε άλλο δεν είχε ανακαλύψει η Αστυνομία, παρά μόνο αυτό το χαρτί της προκήρυξης.

Ο ανακριτής που είχε διαβάσει πάμπολλες τέτοιες προκηρύξεις, είχαν εντυπωθεί κάποιες φράσεις, ίσως από αυτή την τελευταία:
ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ...αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση των δυο αστυνομικών, συμβόλων ενός διεφθαρμένου κράτους. Η οργάνωση ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ορθώσει το ανάστημα της και να παρέμβει με την επαναστατική πρακτική της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Με την πράξη αυτή προειδοποιεί τον πολιτικό και οικονομικό κόσμο.

Ο Νίκος Καζάρμας είχε φύγει από νωρίς. Στην αρχή περπάτησε κάμποσο, μέχρι να βγει στη λεωφόρο για να πάρει ταξί. Καθώς περπατούσε κοίταζε τον ουρανό, που μέσα στο γαλάζιο του, ένα αεροπλάνο άφηνε την πορεία του σύννεφου-πάντα του προκαλούσε εντύπωση αυτή η λευκή γραμμή που άφηναν πίσω τους τα αεροπλάνα.
Ο καιρός ήταν ωραίος αλλά ο Καζάρμας ένιωθε κάτι βαρύ να τον περικυκλώνει. Μια αόριστη συνεχόμενη λύπη που γινόταν συγκεκριμένη όταν έφερνε την εικόνα της Λένας στην οθόνη των ματιών του. Πάντα κάτι του έλειπε αλλά σήμερα η σκέψη για τον θάνατο της, ήταν περισσότερο βαριές.
Όλες τις θλίψεις τις πέρναγε μόνος, δεν ήθελε να μοιράζεται τίποτε από τα προσωπικά του με κανέναν. Ποτέ δεν είχε φανταστεί όμως, πως υπήρχαν και πίκρες τόσο αβάσταχτες.
Το προηγούμενο βράδυ από τη δολοφονία της, είχαν κοιμηθεί μαζί στην Κηφισιά, στο σπίτι της Λένας. "Αύριο να πάμε στη θάλασσα!" του είχε προτείνει κρεμασμένη στο λαιμό του όταν είχαν τελειώσει τον έρωτα. "Είναι τόσο ωραίες οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, πάμε!" "Ωραία θα ήταν αλλά δεν μπορώ να έρθω, έχω δουλειά, πήγαινε εσύ μόνη σου, να χαρείς τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη" της είχε απαντήσει.
Αν είχε πάει μαζί της ίσως να ζούσε τώρα, θα μπορούσε να την προστατέψει και ίσως δε θα τολμούσε εκείνος ο μανιακός ηδονοβλεψίας να την σκοτώσει. Ο Καζάρμας δεν ήταν από τους ανθρώπους που έχαβε εύκολα ότι του σέρβιραν. Έτσι και τώρα κάτι δεν του πήγαινε καθόλου καλά με τη δολοφονία της Λένας. Γιατί να ήταν ο ψυχοπαθής και μανιακός ο δολοφόνος; μήπως ήταν μέλος κάποιας άλλης οργάνωσης; ή ακόμα και της δικής τους; Η Λένα, η φοιτήτρια όπως την αποκαλούσε όλος σχεδόν ο τύπος, ήταν μια όμορφη γυναίκα, πλούσια και με ιδιαίτερη παιδεία. Γνωρίζονταν πέντε χρόνια και η σχέση τους είχε γίνει στενή τα δυο τελευταία. Η Λένα τον αγαπούσε όπως αυτός. "Ναι, αλλά δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος αυτό το παιχνίδι" του είχε πει το τελευταίο βράδυ. "Ποιο παιχνίδι;" τη ρώτησε."Να σ αγαπώ, να μ αγαπάς. Αξίζει όμως μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, αξίζει να ζει κανείς μόνο την προσωπική του ευτυχία; γι αυτό λέω πως δεν έχει τέλος αυτό το παιχνίδι."
Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου σκεφτόταν και κοίταξε γύρω του ανήσυχος. Γενικά δεν ήταν φοβισμένος αλλά μετά τον θάνατο της Λένας πίστευε πως έπρεπε να λαμβάνει περισσότερα μέτρα προφύλαξης. Τον ανησυχούσε η σκέψη μήπως ήξεραν κάτι και γι αυτόν αλλά πως θα μπορούσε και τι ήταν αυτό δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει, έτσι κάποιος αόριστος φόβος έπλεκε ιστό γύρο του. Αν υπήρχε κάποιος προδότης, τότε σίγουρα θα πήγαιναν πολλοί χαμένοι και ίσως να σήμαινε το τέλος της οργάνωσης. Πως όμως θα γινόταν προδότης κάποιος, αφού τις εντολές της οργάνωσης τις μάθαιναν την τελευταία στιγμή και το μόνο πρόσωπο που τις γνώριζε ήταν αυτό που θα έπαιρνε μέρος μόνο στη συγκεκριμένη αποστολή;
Η Λένα όμως είχε πεθάνει. Και ήταν από τους βασικούς κρίκους στην οργάνωση, με υψηλές διασυνδέσεις πιο πάνω απ αυτόν. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ήταν λάθος του που είχε συνδεθεί μαζί της και μήπως ήταν κι αυτός ο επόμενος στόχος γιατί δεν πίστευε πως ο ματάκιας την είχε σκοτώσει.
Σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα σε ένα ταξί που ρολάρισε στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα.
-Στην Κηφισιά, είπε.
Ο ταξιτζής έγνεψε εντάξει, από τον καθρέφτη. Ο Καζάρμας βολεύτηκε στη θέση του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπο του ταξιτζή κι ύστερα γύρισε το βλέμμα του στον πολύβουο δρόμο. Στο μυαλό του άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα πως ο θάνατος της Λένας δεν ήταν τυχαίος όπως ήθελε ν αποδείξει η αστυνομία. Αυτός που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει, δεν έπρεπε να ήταν ο δολοφόνος Ίσως μετά από μερικές μέρες να αναιρούσε και να έλεγε την αλήθεια: Ότι τον πίεσαν, ότι τον έδειραν και ότι κάτω από την έντονη ψυχολογική βία, τον ανάγκασαν να ομολογήσει πως αυτός ήταν ο δολοφόνος. Την αστυνομία δεν την ενδιέφεραν αυτές οι εικασίες. Της αρκούσε ένας δολοφόνος για κάθε θύμα. Θα έκλεινε λοιπόν τον φάκελλο δολοφονία της φοιτήτριας, με ισόβια φυλάκιση αυτού του κακομοίρη που έτσι κι αλλιώς ήταν για τα σίδερα.
συνεχίζεται

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 6





Έπαιξαν διπλό με τους άλλους και τους άρεσε πολύ γιατί έγινε όμορφο παιχνίδι, σχεδόν μέχρι να σουρουπώσει. Κουρασμένοι αλλά κεφάτοι, γύρισαν στο σπίτι, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά. Έκαναν μπάνιο, ήπιαν καφέ στην αυλή.
-Εκείνη η γυναίκα δε μου φεύγει απ το μυαλό, κάπου την ξέρω, είπε ο ανακριτής.|
-Ωραία γυναίκα! Του γέλασε κατάφατσα ο Νίκος.
Δεν ήταν μόνο αυτό, θέλησε να απαντήσει αλλά δεν απάντησε, του φάνηκε πως έπρεπε να κρύψει τη σκέψη του, πολλές φορές χρειαζόταν να γίνεται αυτό. Εκείνο που έπρεπε επίσης να κάνει ήταν να ξύσει το μυαλό του να θυμηθεί αν την είχε γνωρίσει κάπου αλλού ή ήταν μόνο δημιούργημα της φαντασίας του.
-Ξύνω, είπε.
-Τι είπες; Παραξενεύτηκε ο Νίκος.
-Τίποτε! Γέλασε ο ανακριτής.
-Καλά, φεύγω, έκανε ο Νίκος θα τα πούμε το βραδυ στο μπαρ, θα έρθεις ε;
-Ναι, βέβαια… γύρω στις δέκα, εντάξει.
«Γεια» έκανε και έφυγε με εκείνη τη γρήγορη περπατησιά.
«Σαν τη γάτα» σκέφτηκε ο ανακριτής που απάντησε επίσης με ένα «γεια» κι ύστερα γύρισε πάλι σε εκείνη την ωραία γυναίκα. Που την είχε ξαναδεί; Στο σινεμά; Μήπως ήταν καμιά από αυτές τις εκκολαπτόμενες σταρ που εμφανίζονταν στις βιντεοταινίες και τα σήριαλς της τηλεόρασης; Μπορεί. Το χε πάθει μια φορά αυτό, είχε χαιρετήσει μια όμορφη γυναίκα σε κάποιο κατάστημα, περνώντας την για γνωστή του, μα εκείνη του είχε πει πως διαφήμιζε απορρυπαντικά στην τηλεόραση και σίγουρα εκεί θα την είχε δει. Να πάθαινε λοιπόν το ίδιο και τώρα; Αλλά όχι, δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα την πάθαινε δυο φορές.
Σηκώθηκε κι έκανε βόλτες στον κήπο. Μερικές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξε τον ουρανό που βάραινε και κατάλαβε πως σε λίγο θα έβρεχε δυνατά. Αποξεχάστηκε με τη σκέψη της βροχής, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, συνεχίζοντας να βολτάρει στην αυλή, του άρεσαν τα σπίτια με αυλές κι ευτυχώς υπήρχαν ακόμα αυλές για τους ρομαντικούς.«Ωραία είναι η βροχή του Οκτώβρη» σκέφτηκε. Ο ίδιος δεν ήταν και τόσο ρομαντικός και ούτε περπατούσε κάτω από τέτοιους ουρανούς.
Γύρισε στην καρέκλα του κάτω από το στέγαστρο καθώς η βροχή δυνάμωνε. Πάνω στη σκεπή που ήταν τσίγκινη, χόρευαν δαιμονισμένα οι σταγόνες. Ωραίο κι αυτό, μονολόγησε. Λογοτεχνικό. «Πάνω στη σάλα που είπαμε, τρεις πολύφωτες κρυστάλλινες λάμπες άπλωναν πολύ ζωηρό φως. Τα δυο ξαδέρφια για μια στιγμή, δίστασαν να μπούνε. Πλήθος φαινόταν από τη μισόκλειστη γυάλινη πόρτα, απ άκρη σ άκρη στη σάλα, σάλος κεφαλιών άπαφτος. Όμως μπήκανε. Πέντε-έξι παρέες μιλούσανε ζωηρά, χειρονομούσαν και επέμεναν να αντιστέκονται στα σπρωξίματα. Οι άλλοι περπατούσαν με μικρές γραμμές, γυρίζοντας όταν έφταναν στο τέλος του περιπάτου τους, χτυπώντας τη φτέρνα στο κερωμένο πάτωμα.
Δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα στους μαρμάρινους στύλους, τους χρωματιστούς, που πάνω τους στηριζόντουσαν διάφορες κάλπες, γυναίκες καθισμένες σε καθίσματα από κόκκινο βελούδο, παρατηρούσανε το κύμα του κόσμου, που περνοδιάβαινε, σαν κουρασμένες, σα να είχανε νευριάσει από την πολλή ζέστη πίσω τους, στους μεγάλους καθρέφτες, φαινόντανε το τέτοιο ή το αλλιώτικο χτένισμα τους.
Μια ψηλή, ξανθιά γελούσε πολύ, ενώ ένας κύριος της μιλούσε από τόσο κοντά που με την πνοή του κουνούσε τα μπουκλάκια των κροτάφων της. Στο βάθος μπροστά, εκεί που σερβίρανε τα γλυκά, κάποιος κοιλαράς ρουφούσε ένε ποτήρι σορόπι.»
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν δαιμονισμένα στο τσίγκινο υπόστεγο, όταν ο ανακριτής καθόταν στην καρέκλα, αναμοχλεύοντας παλιές εικόνες και γέλασε με την λογοτεχνική του αφέλεια. Μπορεί όμως να ήταν κι έτσι τα πράγματα, λογοτεχνικά, ρομαντικά, όπως τα έβλεπε και τα έγραφε ο Ζολά στη Νανά. Η δική του όμως πραγματικότητα βρισκόνταν κάπου αλλού και ήταν τόσο χωμένος μέσα της που δεν γνώριζε αν θα έβγαινε ποτέ από αυτή. Ήταν αναγκασμένος να διαθέτει σωματική και ψυχική αντοχή, να είναι μεθοδικός, παρατηρητικός και οργανωτικός νους. Να έχει ευστροφία, συνθετική και δυνατή μνήμη, να ξαναγυρίζει στα γεγονότα, συνέχεια για να βρίσκει την καλύτερη δυνατή λύση.
Έτσι, ξαναγύρισε πάλι πίσω στα γεγονότα. Πρώτα είχαν σκοτώσει τους δυο αστυνομικούς στη λεωφόρο, μετά τη φοιτήτρια. Πριν από αυτά υπήρχε μια μεγάλη σειρά από δολοφονίες παρελθόντων χρόνων που είχαν μεν ξεχαστεί αλλά χρειαζόταν να επιστρέφει πάλι σ αυτούς για να συμπλέκει τα γεγονότα. Οι φάκελοι αυτοί στριμώχνονταν στα ντουλάπια της Ασφάλειας, κλεισμένοι σαν «ανεκπλήρωτοι»
Στους αστυνομικούς είχαν ρίξει κατάμουτρα, δυο κουκουλοφόροι που κινούνταν επίσης με μηχανή. Οι αστυνομικοί σφηνώθηκαν στα κάγκελα του γκαράζ, η μηχανή τους αφού χτύπησε πρώτα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, αναποδογύρισε. Ο πίσω τροχός γύριζε στριγγλίζοντας, το δεξιό φλας αναβόσβηνε και τα πρόσωπα των δυο αστυνομικών δεν υπήρχαν πια. Οι σφαίρες είχαν ριχτεί εκ του συστάδην, κατάμουτρα, όλες και τα χαρακτηριστικα τους είχαν αλλοιωθεί-τους αναγνώρισαν από τα χαρτιά των.
Κάτι περαστικοί, κατατρομαγμένοι στη θέα του αίματος και των σκαμμένων προσώπων, δεν μπορούσαν ν αρθρώσουν λέξη. Μια γυναίκα λυποθύμισε και κάποιοι πιο ψύχραιμοι, έλεγαν πως ήταν «αποτρόπαιο έγκλημα».
- Η μια μηχανή με τους κύριους αστυνομικούς ερχόταν, η άλλοι με τους ληστές, πήγαινε. Όταν αντάμωσαν στα πέντε μέτρα περίπου, ο ένας ληστής που καθόταν πίσω, έβγαλε ένα μεγάλο όπλο. Το στήριξε στον ώμο του μπροστινού και το άδειασε στα πρόσωπα των κυρίων αστυνομικών. Έπειτα οι ληστής έφυγαν.»
Έτσι τα περιέγραψε το παλικάρι που εργαζόταν στο γκαράζ, που φορούσε σκισμένα ρούχα, κατάμαυρα από τα λάδια και τα πετρέλαια. Τη μηχανή των κουκουλοφόρων την βρήκαν μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, παρατημένη με βιάση. Φυσικά ήταν κλεμμένη
συνεχίζεται


ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...