Τα περισσότερα σ αυτό τον κόσμο είναι μάταια τόσο που δεν μπορείς να πεις δε βαριέσαι αδερφέ, έτσι είναι η ζωή και, το μεσημέρι αυτό δεν έκανα μαύρες σκέψεις για τη ζωή μας, παρά ήμουνα χαρούμενος, και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας να καθαρίσω τα φασόλια που είχα μαζέψει χτες στο μποστάνι, αυτά τα ψυχανθή που μας έφεραν από τη Νότια Αμερική, που εμείς εδώ τα παρομοιάζουμε με το κρέας του φτωχού, πως αλλιώς να κοροιδέψεις το πλήθος των πεινασμένων, αν και πραγματικά είναι νόστιμο φαγητό αν είναι και καλομαγειρεμένο, οπότε, έβαλα τα φασολάκια στο τρυπητό και άρχισα να τα καθαρίζω, κόβοντας με το μαχαιράκι προσεκτικά τις μύτες και ξεσποριάζοντας όσα είχαν κιτρινίσει και σκληρύνει και δεν μπορώ να πω, παρα είμαι σοβαρός όταν καθαρίζω φασολάκια, αναθυμούνενος τη μάνα μου που όταν έκανε αυτή τη δουλειά, τραγουδούσε και ανάμεσα μου δεινε συμβουλές για τη ζωή και πως έπρεπε κι εγώ να μάθω να μαγειρεύω επειδή ποτέ δεν ξέρεις αν θα έχεις μια γυναίκα να σου μαγειρεύει, να, έτσι πρέπει να ξεσποριάζεις τα σκληρά φασόλια και να μην τα πετάς επειδή βαριέσαι και να θυμάσαι πως είναι ωραίο γύρω από τα χλωρά φασόλια είναι ωραίο να υπάρχουν και αυτά, κι εγώ δε βαριόμουν, ούτε τώρα βαριέμαι να κάνω αυτή τη δουλειά, γνωρίζοντας πως θα απολαύσω μια ωραία μερίδα φαγητού, βέβαια είναι κουραστικό αλλά τι να κάνεις δεν τα έχουμε όλα έτοιμα στη ζωή, σκέφτηκα τελειώνοντας το καθάρισμα και σηκώθηκα να τα πλύνω τουλάχιστον τρεις φορές, κι αυτό από τη μάνα μου το ξέρω, χωρίς να λέω πως είμαι μυγιάγγιχτος, τα ξέβγαλα με καθαρό νερό, ετοίμασα το κρεμμύδι, το άνηθο, μαιντανό, σκόρδο και ντομάτα, μοσχοβόλησαν, ωραία μυρωδιά, δοκίμασα το αλάτι, δε ρίχνω πολύ, έβαλα και δυο πιπεριές, η μια μικρούλα καυτερή, όλα πήγαιναν μια χαρά, έριξα και τα φασόλια, καπάκωσα σε χαμηλή φωτιά και τα άφησα να βράσουν τρία τέταρτα με μια ώρα.
Βέβαια, κάποια στιγμή ενδιάμεσα τα δοκίμαζα να έχω άποψη για το πως πήγαινε το βράσιμο τους, έφτιαξα και μια φραπεδιά, άραξα στον καναπέ ρίχνοντας ματιές σε ενα βιβλίο για ποδόσφαιρο, χαλαρά να μη με πάρει ο μεσημεριανός ύπνος και κάψω το φαί, κάψω τα φασολάκια μου και δεν έχω τίποτε άλλο να φάω, δεν είπαμε αυτό είναι το κρέας του φτωχού; και πως τελικά δεν είναι όλα μάταια σ αυτόν τον κόσμο κι άνοιξα την τηλεόραση, ξαναβλέποντας τα γκολ του Χαρικέιν, σκέφτηκα τι βλακεία έκανα που δεν τον έπαιξα να βγει πρώτος σκόρερ, θα κέρδιζα οπωσδήποτε λίγο περισσότερο κρέας του φτωχού αλλά για στάσου! στάσου διάολε κάτι μυρίζε! κάτι τσίκνισε και πετάγομαι πάνω να προλάβω τη συμφορά αλλά που να προλάβω, τα φασολάκια μου είχαν γίνει κάρβουνο, βούτηξα την κατσαρόλα, μισικάηκα, τραβήχτηκα να μην πάθω και ενός κακού μύρια έπονται, μη καώ κι από πάνω, κατάλαβες, πάει το κρέας του φτωχού, μαύρισε, το πέταξα στην άβυσσο, το άδειασα στα σκουπίδια και μόνο που δεν έκλαψα παίρνοντας τους δρόμους να βρω κανένα εστιατόριο, γιατί δεν μπορούσα να μείνω και νηστικός, δυο μέτρα άνθρωπος που λένε.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ [Μικρά διηγήματα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου