Μου άρεσε παλιά ο κόσμος ήταν μια φρούδα σκόνη
Όταν το απόγευμα έβγαινες στο Αχίλλειο
Εκείνο το τεράστιο πράσινο κάλυπτε σαν εσάρπα τη μνήμη πως θα είμαστε καλύτεροι.
Ή χειρότεροι το βέλτιστο
Μου άρεσε παλιά ο κόσμος, ήταν μια μικρούλα, μικρούλα αράχνη να κατεβαίνει στα δάχτυλα σου.
Έτσι, αργά πάνω στο φύλλο της κίτρινης σκαμνιάς. Κίτρινης
[Έλαμπε τόσο το φως, κύκλωνε την αφράτη αύριο]
Πέρναγε πάνω της η μνήμη ενός καλύτερου κόσμου
πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
ένα γάβ που κλείδωνε την πόρτα μας
μια καριόλα γυναίκα που αγάπησες τότε. Καριόλα.
Το σκοτάδι ήτανε τρύπιο, φώναζε το βράδυ μια ξυνή γριά
Έπαιρνε το σκάλπ κόκκινων ανθρώπων.[ Ινδιάνοι θα ήταν σκορπισμένοι στο αρχιπέλαγος Γκουλάκ.]
Η κίτρινη σκόνη του φωτός αψεγάδιαστη ύφους, σκότωνε την όποια αισιοδοξία μας για το μέλλον των παιδιών
Μελετώντας το ψήλωμα του τείχους για να μην περάσουν οι Μυρμιδόνες
Ανέβαινε η μικρούλα-μικρούλα αράχνη στη ραχοκοκαλιά
Έτρεμε το φύλλο της λεύκας κι εμένα αυτός ο κόσμος μου άρεσε.
Σπουδαίο ήταν ν αλλάξουμε φορεσιά να βάλουμε ένα καινούριο κουστούμι
αν μιλούσαμε σαν φίλοι από παλιά-χωρίς ίχνος οικειότητας
Θα λέγαμε ή θα τρώγαμε κάτω από το δέντρο της ματαιοδοξίας.
Το κέντρο του κόσμου είμαστε εμεις μια πέτρα
ριγμένη στο αρχιπέλαγος- πόσες φορές παφλάζει πάνω στο μπλε.
Κι ανήμποροι, λεφτερωμένοι από έναν θεό γλυκύτητας [ ο εμπαιγμός της τύχης είναι φανερός ]
Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη γυναίκα της Ζάκυθος
αιώνες πριν η ραχοκοκαλιά να στρίβει στη γωνία.
Πόσο λοιπόν ν αντέχουμε ακόμα;
Οι τρύπιες πατούσες μας αντηχούσαν στο αρχιπέλαγος. Τακ-τάκ!
Είχα καιρό να σκέφτομαι αλλιώτικα
κοντά στο χείλος του γκρεμού.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου