Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ήταν ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγω και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως να μην ήταν σημαντικές αφού εγω τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμησε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεςι μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της . Πρέπει, είπα εγώ συνεχίζοντας να κατουράω, τζζζρρρρ! και να κοιτάζω τις ρωγμές του χρόνου στον τοίχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου