-Έλα, άργησες. Που ήσουν όλη μέρα;
-Έτρεχα στους δρόμους, είμαι ένα πτώμα..
-Γιατί έτρεχες; [τον κόβει]
-Ε, να βγάλω τίποτε...
-Έβγαλες;
-Θα σου λεγα τώρα.. [στρίβεται]
Ησυχία.
Σκοτάδι. Μια μπουμπουναριά ακούγεται
από μακριά.
Μπορεί και κλανιά.
-Κούλα! που είσαι; δε σε βλέπω, άναψε το φως, πολύ σκοτάδι!
-Δεν έχουμε φως Γιάννη! [τραγωδία! κλάμα! να, τα δάκρυα]
-Δεν
έχουμε ρεύμα; τι να το κάνουμε; να
κρυώσουμε; ζεσταίνεσαι;
Το παιδί; [όλα μαζεμένα]
-Άστο κοιμάται. [έχουμε παιδί;]
-Α, ωραία ε, τότε να το κάνουμε.. [όλα μαζεμένα]
Ξανά
ησυχία. Ο ήχος του μακρινού κλάτσ! κλάτσ!
σιγανός.
Κλάτσ, κλάτσ. Σα να μπαίνει
κάτι.
-Που είσαι ρε Γιάννη;
-Από πίσω.
-Από
πίσω; ας τον κώλο μου ήσυχο ρε! έλα από
μπροστά.
Μη μιλάς! Γάμα!
-Ε, τι
κάνω τώρα; [κοιτάει το σκοτάδι απορημένος.
Τέτοιες ώρες,
τέτοια λόγια.] Μπαίνω-
βγαίνω.
-Μπες καλύτερα, κλείσε την πόρτα! [ μπάμ, με το ποδάρι.] Γάμα.
Γιάννννννης: Βήτα! [φωναχτά]
-Κούλα:
[εγώ είμαι η κούλα;] αααααχχχ... τέλειωσες
κιόλας;
που πήγες;
-Από πίσω.
Ακούγονται
κλωτσιές, μπουνιές στο σκοτάδι. Που και
που καμιά
κλανιά. Ησυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου