Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

ΧΑΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ 2

 

 


Ξέρεις ποια είναι η πλάκα; πως μπορεί να βρεθούμε εμείς οι δυο ηλεκτρονικοί φίλοι στο μετρό, στις σκάλες που ανεβοκατεβαίνουν, στην παραλία που παίζουν και κολυμπούν, στην Πανεπιστημίου και ν ανταλλάξουμε μια αδιάφορη ματιά ή ακόμα και να τσακωθούμε. Ή περπατώντας αργά στην πλατεία, όπου θα παρεβρίσκονται περίπου πέντε χιλιάδες φίλοι μας και να μην αναγνωρίσω τα μάτια κανενός. Να είναι άραγε, τόση παράξενη η ζωή μας;

Θεωρώ την παραδοχή μια απο τις μεγαλύτερες αρετές του σωστού ανθρώπου. Αν δεν ξέρεις να παραδέχεσαι την ικανότητα και την αξία των άλλων, μόνο κομπλεξικός ανθρωπάκος μπορείς να υπάρξεις. Εσείς....

Κάτι τέτοιες ώρες με πιάνει το δαιμόνιο μου: έξι ήθελα να γράψω κι έγραψα ένα ανάποδο εννιά!

Χαμένος χρόνος. Πόσες φορές έχω σκεφτεί αν πραγματικά έχω χάσει χρόνο, παλεύοντας με άσχετα πράγματα, με άσχετους ανθρώπους, σε λάθος τόπους, σε λάθος αγάπες. Έχασα το χρόνο μου μαζί σου, λέμε. Γιατί όμως λέμε πως είναι χαμένος χρόνος; και ποιος είναι αυτός; Υπάρχει πραγματικά ο χαμένος χρόνος;

Ο καθένας μας γνωρίζει πότε χάνει το χρόνο του άσχετο πάλι αν δε θέλει να το παραδεχτεί. Εγώ το έχω παραδεχτεί. Ακόμα όμως δεν μπορώ να του ξεφύγω και νευριάζω όταν αντιλαμβάνομαι πως χάλασα λίγη ώρα ανόητα. Καλησπέρα σας!

Τα λεφτά πρέπει να κυκλοφορούν.Οπως και οι ωραίες γυναίκες.

Η πιο άσχημη μέρα είναι εκείνη που σκέφτεσαι πως δεν αξίζει να ζεις.

Λοιπόν, φιλαράκια και φίλες, νομίζω, τελικά πως το facebook, μας κάνει περισσότερο εγωϊστές απ όσο είμαστε. Αποκτήσαμε προσωπική οθόνη, κάμερα κλπ. Για σκεφτείτε το;

ΡΕ παιδια μην το παραχέζουμε τώρα με τα βιογραφικά και τις πληροφορίες! γράφει ο άλλος πως τον ενδιαφέρουν [στα ενδιαφέροντα του] οι γυναίκες και ξαφνικά κάνει αίτηση φιλίας σε μένα...Μήπως μοιάζω με γυναίκα;

Όταν διαβάσεις όλα, όσα λένε για τη ζωγραφική, μάλλον θα σταματήσεις να ζωγραφίζεις!

Η θάλασσα που τόσο αγάπησα να τη βλέπω έστω κι από μακριά ήταν ήσυχη. Σα μια μπλέ προς το σκούρο-ραφ, αρκούδα της ακρογιαλιάς που κοιμόταν με απλωμένα τα πόδια στον αφρό. Το κύμα ούτε που έσκουζε. Μόνο τα αρμυρίκια θρόιζαν. Θρόϊζαν το σαν βρώμικο λευκό, αυτό το σαν υποκίτρινο άνθος που όμως όταν το λίχνισα στο χέρι μου ήταν κατακάθαρο-σαν την κατακάθαρη ζωή μου. Αυτό ήθελα να το πω στον εαυτό μου: ναι, ήξερα πως ήταν ένας αστραφτερός καθρέφτης, άσπαστος, αψεγάδιαστος. Περήφανος που είχε φτάσει μέχρι εδώ. Μέχρι εδώ ν αντικρύζει τη θάλασσα, να χαίρεται με τα αρμυρίκια.

Τι θέλω όμως να πως για τα αρμυρίκια; Γιατί αυτό το δεντρί που φυτρώνει μόνο στην άκρη της θάλασσας να με κεντρίζει τόσο; Δεν είναι και από τα πιο όμορφα δέντρα-εμένα μου αρέσουν τα όμορφα δέντρα- να πεις πως το ερωτεύτηκα;…να πεις πως μ αρέσει γιατί είναι δυνατό; Σίγουρα είναι δυνατό γιατί αλλιώς δεν εξηγιέται η αντοχή του πλάι σε τόσα κύματα. Α, να λοιπόν γιατί μου άρεσε! Επειδή είναι δυνατό, αντέχει στις κακουχίες, δε φοβάται κι αντίθετα μ εμάς τους ανθρώπους δε φαίνεται να βαρυγκομίζει για τα πάθη και τις δυστυχίες του.

Μια από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής σου είναι κι εκείνη που συγχωρείς τον εαυτό σου.

Γαμώ την καταδίκη μου! Είμαι σήμερα καταδικασμένος να πάω για μπάνιο στη Βάρκιζα κι ύστερα για ούζα! Πάντα έχει κάτι αυτή η Βάρκιζα που μ αρέσει, μεταξύ μας μ αρέσουν όλα τα σε -ίζα. Μαρκίζα, το τραγούδι της Αλεξίου, Μαριλίζα, μια παλιά γκομενούλα, κτλ. Τα ούζα θα τα συνοδεύει χταποδοαρκίζα, αστακοκαραβιδοκίζα. Και μια σκίζα από παλιά.

Τρίχες. Δε βρήκα ποτέ έναν άνθρωπο να μιλήσω σωστά μαζί του.

Οι ωραίοι έχουν χρέη.

Ξέρω όμως και μερικούς κακάσχημους με χρέη, μου είπε μια φίλη που έχει σφιξίματα με τους Μπελμοντό.

Το θέμα είναι πως αν χρωστάς- άσχημος ξεάσχημος, τα πράγματα είναι ζόρικα.

Για μερικούς το χρέος είναι αρρώστεια αξεπέραστη, γι αυτό την κάνουν από εκεί που ήρθαν.

Υπάρχουν μερικές φορές που περιμένω κάτι

κι άλλες φορές που δεν περιμένω τίποτε

Και οι δυο είναι τόσο δυνατές

που δεν ξέρω ποια να διαλέξω.

Λοιπόν, κοιτάξτε τώρα χούμορ[καλά το γράφω, μη το διορθώνεις], στα Ελληνικά σήριαλς. Λέει μια γκόμενα στην άλλη, αφού φιλήθηκαν στα χείλη. Ένιωσες τίποτα;. Ούκου! η άλλη. Γιατί εγώ κάτι ένιωσα, μήπως έφαγες τσίχλα που μυρίζει φράουλα! Μιλάμε ότι οι άνθρωποι είναι για κλωτσιές. Και τους πληρώνουμε.

Πολλές φορές ζωγράφισα από απόγνωση και μόνο. Κι άλλες φορές από ανάγκη.

Δεν ζωγραφίζω μόνο αυτό που φαίνεται. Ζωγραφίζω το αθέατο που κρύβεται, το φιλί που δεν δίνεται.

Δε μου αρέσουν οι... φαλακροί που αφήνουν μούσι και οι λεφτάδες που είναι τσιγκούνηδες. [γενικά δε συμπαθώ τους τσιγκούνηδες.]

Ωραία. Μας κυβερνούν οι πολυεθνικές. Ας το δεχτούμε. Ήγουν, αυτός ο Ομπάμα είναι ένα ανδρείκελο- δεν μπορεί να πάρει καμιά απόφαση μόνος του, δείγμα δημοκρατίας; αλλά είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της Κόκα κόλα που τον πριμοδότησε για να βγει πρόεδρος στις ΗΠΑ και των βιομηχανιών όπλων. Μου φαίνεται πολύ αστείο έως ψυχεδελικό το όλο ανθρώπινο οικοδόμημα αν είναι έτσι.

Μη γράφεις ποτέ οργίλος. Γράφε πάντα οργισμένος.

Όταν κοιτάζω τη θάλασσα τη νιώθω φίλη μου κι ας μην είναι

Όταν κοιτάζω τη νύχτα κι αυτή είναι φίλη μου

Το σκοτάδι με το κύμα κάνουν παρέα.




Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

ΜΙΑ ΖΑΡΙΆ ΚΑΚΉ!

 


 

Μπακούνιν, αριστοκράτης, όπως εγώ, απόλυτη ελευθερία, εναντίον κάθε μορφής κράτους. Μην εστιάζετε μόνο στην Κατερίνα που πόζαρε γι αυτό το έργο. Το νου σας στον Μπακούνιν και, ίσως κάποτε να νιώσετε λίγη από την κακουχία του, -καταδίκη σε θάνατο, αποδράσεις από φυλακές.

  


ΠΕΝΤΆΡΕΣ Ζαριά που κερδίζει. Όποιος τις φέρνει χαμογελάει ο άλλος που χάνει, μουτρώνει. Έτσι είναι και στη ζωή: κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. [σε κανέναν φυσικά δεν αρέσει να χάνει και ούτε το...παραδέχεται!]



ΝΤΌΡΤΙΑ Ή ΣΠΑΙΝΤΕΡΓΟΥΜΑΝ Παρέα με τον Μπόμπ Ντίλαν, λάδια σε καμβά 75 χ 55. Τα ντόρτια επισημαίνουν την κακή ζαριά, τη ζαριά που χάνει, λέω για όσους δεν έχουν παίξει ζάρια να μαθαίνουν, αν και καλύτερα θα είναι να μην παίξουν, γιατί κάποιοι έχουν παίξει τη ζωή τους, το σπίτι τους, τη γυναίκα τους!

 

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

ΝΑ ΑΓΑΠΆΣ ΌΤΙ ΈΧΕΙΣ 2

 


 

Να αγαπάς ότι έχεις, ήταν μια σκέψη που κυριαρχούσε τελευταία στο μυαλό του σαν απόφθεγμα μιας λογικής εξήγησης της ανθρώπινης κατάστασης του. Της δικής του και των άλλων ανθρώπων.
Ένας αέρα φύσηξε, μια νέα γυναίκα πέρασε, χοντρή, ίσως άσχημη, τι κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν σε άσχημοι και ωραίοι, δεν το είχε ξεκαθαρίσει και ούτε πίστευε πως αυτό δεν ήταν κάτι. όταν η χοντρή κοπέλα προτού στρίψει στη γωνία γύρισε και του έβγαλε τη γλώσσα. Αυτός κοίταξε γύρω του μήπως ήταν κάποιος άλλος εκεί αλλά όχι, ήταν αυτός μόνος του κι ο εαυτός του.
-Αυτή η γυναίκα τι θάνατο θα έχει; τον ρώτησε
Προσπάθησε να μαντέψει αλλά δεν ήταν μάντης.
-Θα έχει έναν κοινό θάνατο σε μια πυρκαγιά, τον άκουσε να του απαντάει. Τι σε νοιάζει;
Όλα τον ένοιαζαν. Η αλήθεια, η ελευθερία, ο έρωτας, η ομορφιά.

Μια φυλακή είναι ο κόσμος μας αλλά υπάρχουν και οι πραγματικές φυλακές. Γιατί φτιάχνονται οι φυλακές; οι φύλακες και οι διευθυντές των; Για να τιμωρούν τους απροσάρμοστους στη σωστή κοινωνία και ηθική που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ο Γιάννης δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους ανθρώπινους νόμους. Πίστευε πως πρέσβευαν απόλυτα μια άρχουσα και διεφθαρμένη σε μεγάλο βαθμό  κοινωνία: την κοινωνία μιας ανώτερης τάξης που στηριζόταν στη βία, στην ανηθικότητα, στις εκτελέσεις, στον εκφοβισμό, στην απειλή και το φόβο. Όμως ήταν αναγκασμένος ν ακολουθεί κάποιους κανόνες της γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να επιβιώνει-θα είχε πεθάνει προ πολλού.
Όταν μπήκε για πρώτη φορά στη φυλακή ήταν είκοσι τρία χρονών, μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Μόνος, χωρίς κανέναν στον κόσμο, δίχως σπίτι, ούτε έναν συγγενή, έχτισε έναν δικό του κόσμο, ενώ στην αρχή προσπάθησε να ενσωματωθεί και ν ακολουθήσει τους νόμους αυτής της πολιτείας και έπιασε δουλειά σ έναν φούρνο. Μερόνυχτα ζύμωνε ψωμιά και κουλούρια, λαγάνες και πίτες έχοντας από πάνω του έναν βάρβαρο χωριάτη, έναν απ αυτούς που έκαναν το σκατό παξιμάδι για να φτιάξουν περιουσία
-Τι θα τα κάνεις τα λεφτά; τον ρώτησε μια φορά που ο κόσμος έβραζε από την Καλοκαιρινή ζέστη. Κι αυτός τον κοίταξε σα να του έκαναν την πιο ηλίθια ερώτηση στον κόσμο
-Κάνε τη δουλειά σου! και μη πίνεις μπίρες πρωί-πρωί! φώναξε.
-Έχω διάλειμμα και μπορώ να το διαθέσω όπως θέλω, του απάντησε ρουφώντας τη μπύρα του.
Ο άλλος πέταξε μια έξω τα χείλη του κουνώντας το κεφάλι.
-Δε θα σε διώξω; σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Θα σε διώξω παλιοτόμαρο, παλιοκομμούνα! που θα μου πας; θα πάρω άλλον!
Τ άκουγε όλα αυτά κι άλλα πολλά τέτοια και ήξερε πως λίγες ήταν οι μέρες του εκεί μέσα κι άντεξε έξι μήνες που δε χρειάστηκε να τον απολύσουν αλλά έφυγε μόνος του. Περιπλανήθηκε κάμποσο καιρό εδώ κι εκεί άφραγκος άσιτος κάνοντας διάφορες μικροδουλειές του ποδαριού. Φίλους δεν έκανε, δεν έδινε ο ίδιος λαβή σε κανέναν να τον πλησιάσει με τέτοιες διαθέσεις. Μιλούσε με ξένους, εδώ κι εκεί, μια κουβέντα στο μπαρ κι ύστερα το βούλωνε. Κοιμόταν σε παράγκες και τελευταία είχε στήσει μια σκγνή στο λόφο. Εκεί προς το παρόν δεν τον ενοχλούσε κανείς. Είχε μαζέψει κι έναν Μούργο, έναν σκύλο που του μοιαζε και τον έπαιρνε παρέα του στις μακρινές διαδρομές προς την έρημο και αλλού. Μοιραζόταν μαζί του ότι έβρισκε και βέβαια ακόμα και τις μπύρες. Δεν του έδινε όμως συχνά μπύρα και τότε ο Μούργος τον κοίταζε παραπονεμένα. Αλλά αυτός ήξερε πως οι σκύλοι δεν έπρεπε μα πίνουν και γέλασε εκείνη την ώρα που το συλλογίστηκε. Καθόταν πάνω στο λόφο κι αγνάντευε τη μεγάλη πόλη. Πολλοί απ αυτούς τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκεί είχαν πολλά λεφτά και κάτι έπρεπε να κάνει γι αυτό.
Έπιασε το αξύριστο πηγούνι του και σμίγοντας τα μάτια ακολούθησε την ιδέα του.
-Θα κλέψω κάποιους απ αυτούς, μίλησε στον εαυτό του. Έχουν τόσα πολλά που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν!
Βρήκε ενδιαφέρουσα τη σκέψη του και βάλθηκε να την κάνει πράξη. Στο νου του ήρθε ο γερο τσιφούτης, ο φούρναρης που τον είχε παρακολουθήσει πολλές φορές να κρύβει λεφτά σε μια κρυψώνα στον τοίχο της αποθήκης. Το κλειδί της το είχε ακόμα στην τσέπη του από τότε που δούλευε εκεί. Κατέστρωσε το σχέδιο του κι αμέσως το εφήρμοσε το ίδιο βράδυ. 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από το νέο μου μυθιστόρημα που γράφεται αυτή την εποχή

 

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΤΊΠΟΤΕ

 


ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΓΥΜΝΌ. Ζωγραφίζω έναν κόσμο παράλληλο με μας. Με μένα. Με προσπερνάει, τον προσπερνώ, κάπως έτσι γίνεται. Ο Τζιοβάνι Φατόρι, πούστηδες Ιταλιάνοι, ανήκει, λέει στους Μακιαγιόλι, ένας στους εκατομμύρια ζωγράφους πριν από εμάς που αναλύομε τη ζωγραφική με κβάντα και, θεωρητικά, είμαστε οι τυχεροί αυτού του κόσμου αφού υπάρχουμε σαν έσχατοι-τώρα.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΑΡΧΉ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΉΜΑΤΟΣ ΜΟΥ

 

 


Ο ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΝΤΊΝΑ 


Ήταν ακουμπισμένος στους αγκώνες πάνω στη μπάρα με την αριστερή παλάμη στο μάγουλο, στο δεξί έσφιγγε ένα ποτήρι βότκα, μισοάδειο. Αυτός ήταν ο αλκοολικός Γιάννης. Λίγοι πελάτες, μια δυο γυναίκες του μαγαζιού, ένας ακόμα νυσταγμένος άντρας. μιλούσε στον εαυτό του κάνοντας χειρονομίες. Ο μπάρμαν δυσανασχετούσε μάλλον ήθελε να τους ξεφορτωθεί όλους μια ώρα αρχίτερα, και να πάει σπίτι του αλλά δεν είναι εύκολο να καθαρίσεις με τους μεθυσμένους. Γι αυτό προσπάθησε να πάρει το ποτήρι από το χέρι του Γιάννη αλλά εκείνος το σφιξε ακόμα περισσότερο κι όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν, "βάλε μου ένα ακόμα σε παρακαλώ! ένα τελευταίο και θα φύγω! στο υπόσχομαι."
-Δε σου βάζω! σήκω και φύγε γιατί θα βγω έξω και θα σου σπάσω τα μούτρα! αγρίεψε ο μπάρμαν.
-Ξέρω πως δε θα το κάνεις, βάλε ένα ακόμα! και έτεινε το ποτήρι.
Ο μπάρμαν το γέμισε κουνώντας το κεφάλι του. Ο Γιάννης το ήπιε μονοκοπανιά, το μισό χύθηκε στο αξύριστο μούτρο του και προσπάθησε να σηκωθεί από το σκαμπό για να φύγει αλλά δεν το κατόρθωσε και σωριάστηκε στο μωσαϊκό. Χτύπησε στο μέτωπο και λίγο αίμα κύλισε στο μάγουλο. Ο μπαρμαν βγήκε από τη μπάρα, τον πήρε παραμάσχαλα και τον ακούμπησε στο πεζοδρόμιο, στον κορμό μιας ακακίας και γύρισε μέσα. Ο Γιάννης σκούπισε λίγο τα αίματα, βολεύτηκε καλύτερα και σε λίγο κοιμόταν στην αγκαλιά της άγριας νύχτας.

 

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΈΤΩΝ

 


-Θα κρυφθεί το φεγγάρι από ζήλια, με είπεν.
-Ουχί, του ηπήντησεν ευκόλως τις παρευρισκόμενος εν τω άμα.
-Προς τι γαρ ο τίτλος και η αμέσως κείμενη πρότασις περί ζήλειας της σελήνης;
-Το εν εστί, επείν μεν πορευθείς ο Σαραμάγκου χιλίας και πλέον χρόνους εν τη φιλοσοφία ουδέν απεκόμισε περαιτέρω εις ημάς και αφ ετέρου δε, πολλάκις αυτόν αντάμωσεν η περισσόν κλέος τύχη.
-Α! ούτως ερμηνεύεις την μελαγχολικήν αυτήν προσωπικότητα; Δεν νομίζεις πως ανακαλύψας το σκότος, έχασες τον νου σου;
-Εις εμέ ωμιλείς με αυτάς τας μελανάς εκφράσεις; [Αλλά παρεμπιπτόντως αξίζει αυτη η έκφρασις: ανακαλύψας το σκότος έχασες τον νου σου!] Διατί μελαγχολίζουσα μορφή ο φιλόσοφος ούτος; Εις εμέ, φαίνετο, αρκούντως λαλίστατος και ευκρινής. Μάλιστα ουχί δυσκόλως αναγιγνώσκεις όσα γέγραπται.
-Έχω τας αμφιβολίας μου. Ψηλαφίζοντας α γέγραπται, μερικάς στιγμάς, μου ήρεσεν η ακολουθία της σκέψεως του. Ματαίως προσπαθείς, εκών άκοντι, να με πείσεις περί των αντιθέτων.
-Ου με πείσεις, καν με πείσεις...Ποίος είπεν; Αισχίνης ή Δημοσθένης; ιδού ένα μέγιστο ερώτημα της στιγμής! Εκλιπούσης της μνήμης...
-Χαχα! βέβαια! σοι εκλίπει πλέον η μνήμη και ελοχεύεις στη σκιά, περιμένοντας τον Σαραμάγκου..
-Μα τι λες ρε; Εγώ κρύβομαι και περιμένω τον Σαραμάγκου; Τι με νοιάζει εμένα ρε; ο κάθε Σαραμάγκου; Α να χαθείς παλιορεζίλη!
-Ρε καραγκιόζη σε μένα μιλάς έτσι; επειδή δε σ αρέσει εσένα ο Σαραμάγκου, τα βάζεις μαζί μου; Ξέρεις ποιος είμαι γω ρε σαχλόμαγκα;
-Αει ρε κατούρα να γίνουν τα χόρτα, έτσι θέλεις να σου μιλάω εσένα!
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; πιε τον καφέ σου κει πέρα κι άσε με ήσυχο.
Και ο καθένας έφυγε χωριστά*

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

ΈΞΙ ΠΡΆΓΜΑΤΑ

 


Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι [συνειδητοποιείς], με το που γεννιέσαι, είναι αν είσαι πλούσιος ή φτωχός στην ηλικία 3-4 χρονών. Ελάχιστα αργότερα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, αν είσαι έξυπνος ή βλάκας και στην αρχή της εφηβείας αν είσαι ωραίος ή άσχημος. Αυτά τα έξι επίθετα συν το υγιής, διαμορφώνουν την σταδιοδρομία σου σ αυτόν τον άθλιο τόπο. Καλησπέρα σας

 

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΕΔΩ ΕΊΝΑΙ ΕΛΛΆΔΑ

 


 

Από το Σύνταγμα πολύχρωμοι μεν
δρόμοι που αγαπήσαμε με οργή
στα σκαλιά καθόταν μια νέγρα κοπέλα
έκλαιγε
χιπ-χοπ ο νεαρός στο μάρμαρο μπρος
στη μεγάλη Βρετάνιδα που κυματίζει
ασθμαίνουσα Ελληνική σημαία
δε με νοιάζει
Ολισθαίνοντας την Πανεπιστημίου
ποιος ξέρει γθατί ήρθαμε εδώ;
η λευκή γυναίκα δεν είχε που να πάει
ένας άλλος άντρας περπατούσε ανάποδα στα σκαλιά
χιπ-χοπ
από το Σύνταγμα μαν
άνθρωποι που αγαπήσαμε με πάθος
τα μάρμαρα, τα μάρμαρα, τα μάρμαρα!
Διαβαίνοντας αργά το απόγευμα
στην Ακαδημίας και αλλού
μια νέγρα γυναίκα έκλαιγε, ένας άντρας κοίταζε αλλού
χιπ-χοπ
όλα είναι μια εικόνα, ένα ηλιοβασίλεμα στην Πανεπιστημίου
ο ήλιος βγαίνει και εκεί
ο Νέγρος έφυγε
η γυναίκα έμεινε μόνη
το παιδί στριφει στα σκαλιά
ο ήλιος κοκκινίζει
χιπ
χοπ

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΝΟΉΜΑΤΟΣ

 

 


-Καλημέρα κύριε Κώστα! μου λέει ένας γείτονας.
-Καλημέρα! του απαντώ.
-Και χρόνια πολλά σήμερα! συνεχίζει.
-Γιατί, τι είναι σήμερα; τον ρωτώ
-Ο αποκεφαλισμός του Ιωάννου! με...αποκεφαλίζει!
Τι να πω; τον κοιτάζω που απομακρύνεται στην άσφαλτο και δεν ξέρω τι μου θυμίζει. Καμηλοπάρδαλη ή αγγούρι.
Με αφορμή το επεισόδιο να πω μερικές σκέψεις μου για τους συνομήλικους μου. Νιώθω πραγματικά εντελώς απογοητευμένος γιατί πίστευα πως η γενιά μας θα ήταν αλλιώτικη. Αλλιώτικη εννοώντας καλύτερη όσον αφορά τουλάχιστον τις πεποιθήσεις και τις πραγματικές αξίες αυτής της ζωής. Αλλά φευ! μου θυμίζουν τον παππού μου και τον πατέρα μου στον τρόπο, στην ομιλία, στο φέρσιμο και αναρωτιέμαι μήπως ζω σε κάποιο όνειρο.. Ιδιαίτερα εκεί στα στέκια που συχνάζουν περισσότεροι άντρες αλλά και ένα ποσοστό γυναικών, δηλαδή στα προποτζίδικα και στα καφενεία, παθαίνεις την πλάκα σου με το επίπεδο αυτών των ανθρώπων. Και δε μιλώ για τον μπακάλη, για τον περιπτερά, και τον μανάβη, δηλαδή ανθρώπους που λογικά είναι λιγότερο μορφωμένοι, αλλά μιλώ για όλο το φάσμα της Ελληνικής κοινωνίας! δικηγόροι, αρχιτέκτονες, εισαγγελείς, υποψήφιους βουλευτές, όλοι μαζί ένας αχταρμάς μιας αδυσώπητης αμάθειας. Χωρίς κανένα ίχνος πολιτισμού, καμιά πολιτισμική κουλτούρα, τους ενδιαφέρει μόνο τι γίνεται στην αυλή τους, να έχουν μόνο αυτοί χρήματα και να περνούν καλά και ιδιαίτερα βλέπεις στα μάτια τους την απληστία, την ζηλοτυπία, τη μοχθηρία! ναι είναι κακοί! στα μάτια τους και στα λόγια τους φαίνεται όλη η ανοησία του πολιτισμού μας:
-Ναι ρε, εγώ δούλεψα πενήντα χρόνια και πρέπει να παίρνω τρεις χιλιάδες σύνταξη. Τι με νοιάζει εμένα για τους άλλους; ας δούλευαν κι αυτοί! ας πα να πνιγούν! φωνάζει ο συνταξιούχος εισαγγελέας και δίπλα του οι άλλοι χειροκροτούν.
Αυτοί είναι οι σημερινοί συνομήλικοι μου, πρώην συμμαθητές που είχαν κάποτε όνειρο ν αλλάξουν την κοινωνία και κορόιδευαν τον πατέρα τους για τα σκουριασμένα του μυαλά.

 

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

ΚΥΛΛΉΝΗΝ ΤΕ

 

 


ΚΥΛΛΗΝΗ
Πως κάποτε θα έφταναν οι άγγελοι στην Κυλλήνη
από τον Ώτο ήταν σίγουρο
αρχηγός των Επειών ήταν τι διάολο
Δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση πως οι Έλληνες
θα κέρδιζαν για μια ακόμα φορά τον πόλεμο;
Αργότερα στη Γλαρέτζα είχε ζωγραφισθεί ο Φαλλός
στο βάραθρο των θεών
καθώς το βαπόρο μας άγγιζε μια ακόμα φορά το πριγκιπάτο της Αχαΐας
και η άμμος κίτρινη προς το ηλιακό φως
έπαιζε με τα μικρά ψάρια του αφρού
οι ναύτες με τις ωραίες γυναίκες της Κυλλήνης
περπατούσαν δίπλα από το μπλε της θάλασσας
και οι άγγελοι ως κήρυκες του καλού
μιλούσαν για την νίκη των Ελλήνων
[Ενώ η μοναχική ωραία, ντυμένη στα λευκά
σήκωνε το πέπλο
εκεί που δεν μπορούσε να φτάσει το μήνυμα!
Ενώ ήταν σίγουρο πως οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τον πόλεμο
ο φόβος κυριαρχούσε στα πληρώματα, το νερό είχε γίνει μαύρο,
ο Βολανάκης πωλούσε πιο ακριβά τη ζωή του από την ώχρα
πεθαίνοντας για μια Ελλάδα.]
Στην άκρη αυτού του κόσμου, Κυλλήνην τε
τα νέα σήμερα εν έτη δυο χιλιάδες δεκαπέντε
καθώς το βαπόρο πλησιάζει την ακτή
να μας πάρει και να μας πάει
χρειάζονταν οι Έλληνες θάρρος- που δεν μπορείς να τους αρνηθείς
Πως το είχαν.
Σ αυτή τη γη οι Έλληνες δε θα πεθάνουν.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

ΤΟ ΣΚΊΤΣΟ

 

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εκφραστείς με τη ζωγραφική. Ένας απ αυτούς το σκίτσο, που αγαπώ πολύ. Με το σκίτσο μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα, να μιλήσεις χωρίς λόγια, να δημιουργήσεις φόρμες και καταστάσεις που μόνο μ αυτό τον τρόπο μπορείς. Νομίζω πως οι σκιτσογράφοι είναι ή πρέπει να είναι πανέξυπνα άτομα γιατί πέραν της τεχνικής, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση βαθύτερων νοημάτων, σπουδαίων τσιτάτων γέλιου ή φιλοσοφίας και περιττό να πω πως ο χρόνος για να βρει ο σκιτσογράφος τις λίγες λέξεις που θα εμπεριέχει το κάθε σκίτσο είναι κατά πολύ περισσότερος απ αυτόν της σκιτσογρακής εργασίας. Η σύλληψη είναι σπουδαίο γεγονός, η εύρεση του θέματος, της ιδέας, επίσης που μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Σίγουρα το πιο βασανιστικό μέρος της εργασίας είναι να βρεθεί η ατάκα και οι διάλογοι.

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Η ΓΥΝΑΊΚΑ

 

 


ernando Teran
"Πολύ όμορφο έργο τέχνης. Η γυναίκα είναι το πιο μεγαλειώδες έργο για όποιον καλλιτέχνη θέλει να την απεικονίσει, ο ερωτισμός πάντα ήταν και θα είναι θεμελιώδης στην πλαστική τέχνη." Ευχαριστώ τον Φερνάντο και όσους αυθόρμητα σχολιάζουν ευμενώς ή ακόμα και επικρίνουν. Η εξοικείωση με το σώμα μας, το γυμνό ή ντυμένο, με τα όργανα του, τις αισθήσεις του, τις ντροπές του, το σεμνό και το άσεμνο μέρος του, είναι απαραίτητη για να διάγουμε μια καλύτερη ζωή σε όλους τους τομείς. Η ελευθερία της αντιμετώπισης, χωρίς κόμπλεξ, την θέα του γυμνού, χωρίς σεμνοτυφίες και αφορισμούς, δίχως φόβους και φοβίες θα γλύτωνε τον κόσμο μας από χιλιάδες εγκλήματα, γυναικοκτονίες και ανδροφονίες. Η σωστή γνώση μπορεί να απελευθερώνει τον ανθρώπινο νου και η θέα του γυμνού δεν είναι δυνατόν να κάνει τους ανθρώπους να ντρέπονται για τα πιο ζωτικά μέλη τους. Η ζωγραφική τέχνη προσπάθησε και προσπαθεί δια μέσου της αιώνιας Ιστορίας της, με πολλαπλά έργα, να συμμορφώσει το άρρωστο ασυνείδητο και το αδύνατο συνειδητό λίμπιντο του ανθρώπινου εγκεφάλου.

 

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΦΤΩΧΟΊ ΜΟΥ ΆΝΘΡΩΠΟΙ!

 


 

Τι με κοιτάς απορημένος ρε καραγκιόζη; Έμεινες κάγκελο με ανοιχτά τα μάτια; Δεν την ξέρεις την παγκόσμια ημέρα της φτώχειας; Θα σου την πω εγώ στατιστικά. Ένα παιδί πεθαίνει κάθε τρία δευτερόλεπτα από την πείνα. Ένα δις άνθρωποι ζουν σε βαθιά φτώχεια παγκόσμια, δηλαδή ο ένας στους τρεις. Απόλυτη φτώχεια ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό δολαρίων την ημέρα. Ιδανικό ποσοστό της απόλυτης φτώχειας το 0%. Ο δείκτης της φτώχειας ορίζεται κάτω από τα 5000 ευρώ το χρόνο. Το επίπεδο της ανεργίας είναι σχετικό με τον δείχτη της φτώχειας. Στην Ελλάδα η επίσημη ανεργία αγγίζει το 30%. Ανεπίσημα το 50%. Το 1/3 των Ελλήνων ζει με λιγότερο από 300 ευρώ το μήμα και το 60% ζει με το φόβο πως θα ξυπνήσουν μια μέρα φτωχοί.
Αυτά είναι μια πολύ μικρή σταχυολόγηση αριθμών για να καταλάβεις απορημένε σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι, για να καταλάβεις πως κάποιος πρέπει να υποφέρει για να περνάμε εμείς καλά!
Η πιο θανατηφόρα μορφή βίας είναι η φτώχεια, είπε ο Γκάντι. Εγώ λέω πως αν συνεχιστεί η αύξηση των φτωχών στην Ελλάδα ο κίνδυνος για απειλή της κοινωνικής συνοχής είναι εμφανής, που σημαίνει μουρόχαβλε πως θα γίνει πόλεμος. Πόλεμος που θα τον επιδιώξουν οι φτωχοί. Αυτή είναι η βία που φέρνει η φτώχεια και επισήμανε ο μεγάλος Γκάντι που δυστυχώς δεν μπόρεσε να σώσει την Ινδία από την απόλυτη φτώχεια. Στην Αμερική δεν υπάρχει φτωχός με την παγκόσμια έννοια του όρου, η Κίνα ανεβαίνει επίπεδα ιλιγγιωδώς, στη Σουηδία οι φτωχοί παίρνουν το ίδιο εισόδημα με τις ΗΠΑ, όλα αυτά είναι κουραφέξαλα για τους φτωχούς όλου του κόσμου που ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.
Αυτά είναι μερικά συμπεράσματα για την παγκόσμια φτώχεια μας. Καλημέρα πλούσιοι όλου του κόσμου.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

 

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

ΌΤΑΝ ΞΈΡΕΙΣ ΌΤΙ ΔΕ ΦΟΡΆΕΙ...

 


Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα συνεπής – αν και αυτό έρχεται αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου. Ένα από αυτά είναι η καθαριότητα. Ααα, δε μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος-για τις βρώμικες γυναίκες με την άλλη άποψη δεν θα έλεγα όχι-αλλά η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά όπως και να το κάνουμε.
Τέλος πάντων, είχα μια φίλη εκείνο τον καιρό που δε στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Μόλις έμπαινε στο σπίτι μας, μέναμε τότε κάπου στις παρυφές του Λυκαβηττού, άρχιζε να συγυρίζει. Τίναζε τα μαξιλάρια από τον καναπέ του σαλονιού, άδειαζε συνέχεια τα τασάκια, πήγαινε στην κουζίνα έπλενε ότι έβρισκε μπροστά της, επέστρεφε στο σαλόνι ήρεμη λες και δε συνέβαινε τίποτε. Εμείς την παρατηρούσαμε σιωπηλοί, η γυναίκα μου την παρότρυνε συχνά να συνεχίζει το έργο της, μια και είχε μπουχτίσει μέρα- νύχτα με τη φασίνα και το σφουγγαρόπανο στο χέρι. Αχ, μου έλεγε, κάνε και συ κάτι όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα. Να σφουγγαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, να στρώνω να ξεστρώνω κρεββάτια, τι είμαι εγώ; Δούλα σας είμαι; Και κοίταζε εμένα και τα παιδιά μας.
Εγώ έξυνα τα αφτί μου αμήχανος αλλά μια και δεν ήθελα να δίνω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες που δε με συνέφερναν, προσπαθούσα ν αλλάζω κουβέντα ή την αγκάλιαζα και της έλεγα πόσο σπουδαία νοικοκυρά ήταν. Βέβαια, εμένα η δουλειά μου είναι στρατιωτικός. Μια ζωή εκεί μέσα μόνο διέταζα. Έτσι και στο σπίτι μου; Όλοι ήταν υποχρεωμένοι ν υπακούουν και περισσότερο η γυναίκα μου που την είχα παντρευτεί για να κάνουμε παιδιά και να κοικοκυρεύει. Τώρα, αν τη βόλευε που η Αθηνά έτυχε να έχει αυτό το κουσούρι με την καθαριότητα, εμένα ποσώς με ενδιέφερε. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να είναι το σπίτι μας καθαρό. Ποιος θα έκανε τη δουλειά, καρφάκι δε μου καιγόταν.
Η Αθηνά ερχόταν συχνά-πυκνά και άρχιζε όσες ώρες και να έμενε στο σπίτι μας να μην αφήνει τζάμι για τζάμι ακαθάριστο. Άχνιζε μάλιστα με το στόμα της κι ύστερα σφούγγιε με το χαρτί. Χου! Χου! Έκανε κι έσκυβε κάτω από τις καρέκλες μήπως ανακαλύψει κανένα σκουπιδάκι, καμιά σκονούλα. Σχεδόν έγλειφε το μωσαικό, τα πλακάκια, ξεσκόνιζε τα κομό, ανέβαινε πάνω στην καρέκλα να δει μήπως πάνω από τις πόρτες υπήρχε σκόνη, έψαχνε στα πιο περίεργα μέρη κι όταν ανακάλυπτε μια βρωμιά, κοίταζε επιτιμητικά τη φίλη της κι εμένα. Μμμ..ού! έκανε και στρωνόταν στη δουλειά.
Εγώ την παρατηρούσα, δεν ήταν άσχημη, ίσα-ίσα, ψηλή, ωραίο σώμα, νέα γυναίκα, σφριγηλή. Δεν έλεγε πολλά πράγματα, θέλω να πω κουβέντες αλλά απ ότι είχα καταλάβει μόνο με τη γυναίκα μου συζητούσε πολύ όταν εγώ έλειπα.
Μια μέρα που γύρισα ξαφνικά από την υπηρεσία μου, κουρασμένος καθώς ήμουν από μια ολονύχτια άσκηση, σκεφτόμουν πότε να φτάσω στο σπίτι και να ξαπλώσω στον καναπέ, άνοιξα την πόρτα και την είδα γυμνή στο μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν με πήρε είδηση που είχα μπει και συνέχιζε να κοιτάζει έξω καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ρουφούσε ηδονικά τον καπνό και τον φυσούσε έξω. Το γαλάζιο, θολό του καπνού, τύλιγε το κατάλευκο κορμί της. Πιο λευκό γυναικείο κορμί δεν είχα ξαναδεί! Κατάλευκο σαν αρχαίας ιέρειας που δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος.
Δεν έκαμα καμιά κίνηση, έμεινα εκεί να την κοιτάζω.
-Η γυναίκα σου πήγε για ψώνια, μίλησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
Ώστε έτσι! Με είχε αντιληφτεί κι εγώ νόμιζα αλλιώτικα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μη ξέροντας τι να πω και τι να κάμω. Ωστόσο, η Αθηνά γύρισε προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας το φουσκωτό εφηβαίο της. Σα να το πρότεινε, με τις κατσαρές, κατακάθαρες τρίχες να τρέχουν μέχρι την κοιλιά της. Ύστερα, φόρεσε την κυλότα της, αργά-αργά. Τύλιξε το σουτιέν, έκρυψε τα στήθη, φόρεσε τα υπόλοιτα και το τζιν παντελόνι της.
Ακόμα θυμάμαι το θόρυβο που έκανε το κλείσιμο του φερμουάρ που έκρυβε πίσω του το άσπρο της κυλότας της.

 

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Ν ΑΓΑΠΆΣ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΈΧΕΙΣ

 

 


Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλά δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου, ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός -στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγώ δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.

ποίμα για μια αγάπη χαμένη: ΠΊΝΩ ΚΌΚΑ-ΚΌΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ 2

   Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...