Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

ΝΑ ΑΓΑΠΆΣ ΌΤΙ ΈΧΕΙΣ 2

 


 

Να αγαπάς ότι έχεις, ήταν μια σκέψη που κυριαρχούσε τελευταία στο μυαλό του σαν απόφθεγμα μιας λογικής εξήγησης της ανθρώπινης κατάστασης του. Της δικής του και των άλλων ανθρώπων.
Ένας αέρα φύσηξε, μια νέα γυναίκα πέρασε, χοντρή, ίσως άσχημη, τι κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν σε άσχημοι και ωραίοι, δεν το είχε ξεκαθαρίσει και ούτε πίστευε πως αυτό δεν ήταν κάτι. όταν η χοντρή κοπέλα προτού στρίψει στη γωνία γύρισε και του έβγαλε τη γλώσσα. Αυτός κοίταξε γύρω του μήπως ήταν κάποιος άλλος εκεί αλλά όχι, ήταν αυτός μόνος του κι ο εαυτός του.
-Αυτή η γυναίκα τι θάνατο θα έχει; τον ρώτησε
Προσπάθησε να μαντέψει αλλά δεν ήταν μάντης.
-Θα έχει έναν κοινό θάνατο σε μια πυρκαγιά, τον άκουσε να του απαντάει. Τι σε νοιάζει;
Όλα τον ένοιαζαν. Η αλήθεια, η ελευθερία, ο έρωτας, η ομορφιά.

Μια φυλακή είναι ο κόσμος μας αλλά υπάρχουν και οι πραγματικές φυλακές. Γιατί φτιάχνονται οι φυλακές; οι φύλακες και οι διευθυντές των; Για να τιμωρούν τους απροσάρμοστους στη σωστή κοινωνία και ηθική που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ο Γιάννης δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους ανθρώπινους νόμους. Πίστευε πως πρέσβευαν απόλυτα μια άρχουσα και διεφθαρμένη σε μεγάλο βαθμό  κοινωνία: την κοινωνία μιας ανώτερης τάξης που στηριζόταν στη βία, στην ανηθικότητα, στις εκτελέσεις, στον εκφοβισμό, στην απειλή και το φόβο. Όμως ήταν αναγκασμένος ν ακολουθεί κάποιους κανόνες της γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να επιβιώνει-θα είχε πεθάνει προ πολλού.
Όταν μπήκε για πρώτη φορά στη φυλακή ήταν είκοσι τρία χρονών, μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Μόνος, χωρίς κανέναν στον κόσμο, δίχως σπίτι, ούτε έναν συγγενή, έχτισε έναν δικό του κόσμο, ενώ στην αρχή προσπάθησε να ενσωματωθεί και ν ακολουθήσει τους νόμους αυτής της πολιτείας και έπιασε δουλειά σ έναν φούρνο. Μερόνυχτα ζύμωνε ψωμιά και κουλούρια, λαγάνες και πίτες έχοντας από πάνω του έναν βάρβαρο χωριάτη, έναν απ αυτούς που έκαναν το σκατό παξιμάδι για να φτιάξουν περιουσία
-Τι θα τα κάνεις τα λεφτά; τον ρώτησε μια φορά που ο κόσμος έβραζε από την Καλοκαιρινή ζέστη. Κι αυτός τον κοίταξε σα να του έκαναν την πιο ηλίθια ερώτηση στον κόσμο
-Κάνε τη δουλειά σου! και μη πίνεις μπίρες πρωί-πρωί! φώναξε.
-Έχω διάλειμμα και μπορώ να το διαθέσω όπως θέλω, του απάντησε ρουφώντας τη μπύρα του.
Ο άλλος πέταξε μια έξω τα χείλη του κουνώντας το κεφάλι.
-Δε θα σε διώξω; σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Θα σε διώξω παλιοτόμαρο, παλιοκομμούνα! που θα μου πας; θα πάρω άλλον!
Τ άκουγε όλα αυτά κι άλλα πολλά τέτοια και ήξερε πως λίγες ήταν οι μέρες του εκεί μέσα κι άντεξε έξι μήνες που δε χρειάστηκε να τον απολύσουν αλλά έφυγε μόνος του. Περιπλανήθηκε κάμποσο καιρό εδώ κι εκεί άφραγκος άσιτος κάνοντας διάφορες μικροδουλειές του ποδαριού. Φίλους δεν έκανε, δεν έδινε ο ίδιος λαβή σε κανέναν να τον πλησιάσει με τέτοιες διαθέσεις. Μιλούσε με ξένους, εδώ κι εκεί, μια κουβέντα στο μπαρ κι ύστερα το βούλωνε. Κοιμόταν σε παράγκες και τελευταία είχε στήσει μια σκγνή στο λόφο. Εκεί προς το παρόν δεν τον ενοχλούσε κανείς. Είχε μαζέψει κι έναν Μούργο, έναν σκύλο που του μοιαζε και τον έπαιρνε παρέα του στις μακρινές διαδρομές προς την έρημο και αλλού. Μοιραζόταν μαζί του ότι έβρισκε και βέβαια ακόμα και τις μπύρες. Δεν του έδινε όμως συχνά μπύρα και τότε ο Μούργος τον κοίταζε παραπονεμένα. Αλλά αυτός ήξερε πως οι σκύλοι δεν έπρεπε μα πίνουν και γέλασε εκείνη την ώρα που το συλλογίστηκε. Καθόταν πάνω στο λόφο κι αγνάντευε τη μεγάλη πόλη. Πολλοί απ αυτούς τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκεί είχαν πολλά λεφτά και κάτι έπρεπε να κάνει γι αυτό.
Έπιασε το αξύριστο πηγούνι του και σμίγοντας τα μάτια ακολούθησε την ιδέα του.
-Θα κλέψω κάποιους απ αυτούς, μίλησε στον εαυτό του. Έχουν τόσα πολλά που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν!
Βρήκε ενδιαφέρουσα τη σκέψη του και βάλθηκε να την κάνει πράξη. Στο νου του ήρθε ο γερο τσιφούτης, ο φούρναρης που τον είχε παρακολουθήσει πολλές φορές να κρύβει λεφτά σε μια κρυψώνα στον τοίχο της αποθήκης. Το κλειδί της το είχε ακόμα στην τσέπη του από τότε που δούλευε εκεί. Κατέστρωσε το σχέδιο του κι αμέσως το εφήρμοσε το ίδιο βράδυ. 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από το νέο μου μυθιστόρημα που γράφεται αυτή την εποχή

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...