Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΈΓΡΑΦΕ.

 


ΓΛΥΦΑΔΑ 1987
Ο Άνθρωπος που έγραφε
Στεκόταν δίπλα στη φωτιά
Με τις παλάμες και τα ξυρισμένα μουστάκια
να ξεπλένει την βρωμιά
Αφού όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σημάδια
όπως οι δρόμοι που αγάπησε
τι, χρειάζονταν τα ερωτηματικά στην ποίηση;
Έμενε ακόμα το Καλοκαιρινό χώμα, κόκκινο
Στου μυαλού τις σχισμένες φόδρες
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;
Και τα ξανθιά λησμονημένα χρόνια
καίγονταν σαν φρύγανα στον βρώμικο καφενέ
Οι σύντροφοι κάπνιζαν και γελούσαν
σε έναν ρυθμό γλιστρώντας απ’ τον ήλιο
[Ποιοι σύντροφοι γλίστρησαν απ’ τον ήλιο;
Ποιοι δέθηκαν με σχοινιά από τον ήλιο;]
Αυτός ο άνθρωπος που έγραφε
κάπνιζε δίπλα στην κολόνα
Οι φωνές έφευγαν
στου δειλινού την λύπη
Βολεύονταν με τον μικρό θεό
με τα πουλιά στα δέντρα, με τα νερά στα ποτάμια.
Δεν είχε τίποτε άλλο να γράψει;
Να έγραφε για ανθρώπους χαρούμενους
Μήπως θα ήταν πιο όμορφο να περπατάει χωρίς αυτούς
στους δρόμους που αγάπησε;
Αυτός που τώρα στέκεται δίπλα στην φωτιά
να ρίξει θέλει το μολύβι στη φωτιά
Μα οι άλλοι δεν τον αφήνουν
του βγάζουν πρώτα το σακάκι
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;-
Και αργά, με κάποιο σεβασμό
τον ρίχνουν στην φωτιά.
[παλιά ποιήματα μου]

 

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

ΑΠ ΤΟ ΈΝΑ ΞΥΛΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ

 


ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΊΑ και κεραμική ανήλικου γλύπτη.
Τελείωνα τότε το δημοτικό και ήταν ένας πολύ βαρύς Χειμώνας. Στο Παλαιοκκλήσι σπάνια χιόνιζε αλλά φυσούσε κι έβρεχε ταυτόχρονα επί βδομάδες.Το ξεροβόρι πάγωνε τις μύτες και τα μέτωπα όλων των παιδιών που έτρεχαν πρωί-πρωί να πάνε στο σχολείο κρατώντας στο ένα χέρι τη σάκα και στο άλλο από ένα ξύλο για ν ανάβουν τη σόμπα αλλά και για να έχει κι ο δάσκαλος μια μικρή θημωνιά για να τη βγάζει κι αυτός με την οικογένεια του που έμεναν πίσω από την αίθουσα διδασκαλίας σ ένα μικρό δωμάτιο. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν για όλες τις τάξεις μαζί κι έτσι όλη τη μέρα ξαναάκουγες και ξαναθυμόσουν όσα έκανες στις προηγούμενες τάξεις κι αυτό ήταν κάτι φοβερό, όσον αφορά τη μάθηση.
Τότε μας είπε ο δάσκαλος πως έπρεπε να φτιάξουμε κάτι σαν χειροτεχνία, ή καλλιτεχνία που θα στέλνονταν στην επιθεώρηση στα Γιάννενα να παρουσιαστούν σε εκθέσεις. Μας το λεγε και με κοίταζε επίμονα και καταλάβαινα πως είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από μένα για να έδειχνε πως στο σχολείο του γινόταν σπουδαία πράγματα και ίσως να έπαιρνε κάποιον έπαινο από τον επιθεωρητή.
Εγώ έσμιξα τα χείλη μου απορημένος λέγοντας πως δεν είχα κατά νου κάτι αλλά στο τέλος της μέρας με κράτησε πίσω, κάθισε δίπλα στο θρανίο και μου είπε πως θα περίμενε να φτιαξω κάτι σπουδαίο και μου πρότεινε να φτιάξω έναν πελαργό με ξύλα, έτσι όπως στεκόταν στο ένα του πόδι-φαίνεται πως κάπου το είχε ξανακάνει ή κάτι τέτοιο. Πράγματι τις επόμενες μέρες ασχολήθηκα με την κατασκευή του πελαργού αλλά δε με ικανοποιούσε και του το είπα όταν του δειξα την κατασκευή. Αυτός μου είπε, καλό είναι και το κράτησε αλλά εμένα δε με ενθουσίαζε.
Δίπλα ακριβώς από το σχολείο υπάρχει ένα κτήμα μας με υποστατικό, για τα ζώα, κότες και άλογα. Στο κάτω μέρος του κτήματος υπήρχε και υπάρχει ένα πηγάδι. Κάπου εκεί στον όχθο παρατήρησα κοκκινόχωμα, σαν πηλός που χωρίς να ξέρω γιατί, μάζεψα με τις φούχτες μου κάμποσο που τον μετέφερα στο δωμάτιο μου και με πυρετώδες κινήσεις άρχισα να διαμορφώνω μια ανδρική προτομή, περίπου είκοσι εκατοστών ύψος. Επειδή δεν είχα μοντέλο άνοιξα το αναγνωστικό και αν θυμάμαι καλά, διάλεξα τον Αντρέα Συγγρό γιατί μου άρεσε φυσιογνωμικά αλλά κι επειδή είχε και φαλάκρα κι αυτό μου άρεσε επειδή ήθελα να φτιάξω ένα μεγάλο άνδρα. Στον δάσκαλο δεν είπα τίποτε αλλά την άλλη μέρα, ενώ είχα φτιάξει μια τέλεια προτομή, κρανίο, μέτωπο μαλλιά, μύτη, στόμα. σαγόνι, τα σμίλευα μ ένα μαχαιράκι και κλωνιά από σπίρτα που τα έξυνα μυτερά ανάλογα τι ήθελα να φτιάξω, κόλλησα στα μάτια που ήθελα να τα κάνω απλανή, κενά δηλαδή, όπως παρατηρούσα σε αρχαία αγάλματα και μου φάνηκε πολύ δύσκολο. Έτσι, την άλλη μέρα το παρουσίασα στον δάσκαλο που ενθουσιάστηκε αλλά εγώ του είπα να με βοηθήσει στα μάτια κι εκεί που προσπάθησε, το κανε χειρότερο κι εγώ το παράτησα εκεί κι έφυγα να παίξω μπάλα. Την άλλη μέρα μου είπε πως το έδωσε στον Γιώργο Μποροδήμο που ήταν τότε φοιτητής, μήπως και κατάφερνε να το επιμεληθεί στα μάτια αλλά εγώ μόλις το είδα νευρίασα γιατί το είχαν κάνει ακόμα χειρότερο! Θα το φτιάξεις μόνος σου! με διέταξε ο δάσκαλος κι εγώ πήρα τον Συγγρό αγκαλιά και κλείστηκα στο δωμάτιο μου και σιγά-σιγά έφτιαξα και τα μάτια του.
Παρουσιάστηκε μαζί με άλλα και πήραμε έπαινο από την επιθεώρηση. Αλλά από τότε που πέρασαν τόσα χρόνια μου κάνει εντύπωση πως χωρίς να είχα σπουδάσει καθόλου γλυπτική-κεραμική, κατάφερα φτιάξω την προτομή που παρέμενε στα εκθετήρια του σχολείου μέχρι που έκλεισε για πάντα και ερήμωσε ο τόπος από ανθρώπους και παιδιά, όπως τα περισσότερα σχολεία στα χωριά.


 

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

ΚΑΝΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ

 


κανένας άλλος μηδέ από την τέχνη δε με αγάπησε όσο εσύ
αλλά αυτή ποτέ δε με ξέχασε
είναι λυπηρό να σε ξεχνούν οι άνθρωποι, πέφτεις στο δάπεδο,
πίνεις αλκοόλ να ξεχάσεις κι εσύ, μα δεν μπορείς
το σάπιο σανίδι φαίνεται
ο κόσμος υφαίνεται
η μαύρη τρύπα του χάμω μου θυμίζει πως κανείς άλλος
δε μ ε αγάπησε
δεν έκλαψε για χαμένο κορμί
Κανείς άλλος μέσα στον θυμό σου για την προδοσία
ω η τέχνη! γιατί μπλέχτηκα στα δίχτυα της;
δεν φταίω εγώ, λέει ο κάθε φονιάς
η γυναίκα έφυγε
κανείς δεν με αγάπησε
εκτός από την τέχνη

Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

ΣΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ

 


ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα. Έφευγα για όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα. Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους, το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι, έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος, νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου ένας τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια κιθάρα στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε. Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε. Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρίστριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο, στην προβλήτα, ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο σκοτάδι. Τι υποννούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα. Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει ούζο στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.








 

 

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗς ΈΒΕΛΙΝ 2

 


 

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΕΒΕΛΙΝ.



Το διήγημα είναι τρομερό γιατί μπορείς να πεις λίγα με πολλές λέξεις. Και πολλά με ελάχιστες. 

 

Ο γάμος της Έβελιν Μονρόε έγινε μια Κυριακή πριν τον βιασμό της αιωνιότητας από τρεις άντρες, το ίδιο βράδυ που ο άντρας της μετακόμιζε στον πόλεμο. Ο Νικ Σάμαρης, γνωστός γόνος Ελληνοαμερικάνικης οικογένειας έπρεπε να φύγει τάχιστα για το μέτωπο. Για κάποιο μέτωπο. Του σαράντα, της Κορέας, της Σερβίας. Κρακ. Κρακακακ. Είναι καλύτερα να μην προχωράει πιο πέρα κανείς. Πιο πέρα απ το σκοτάδι.

Πριν φύγει της υπενθύμισε να τον περιμένει. Νταν. Νταν. Οκέι.

Όταν έμεινε μόνη και άφωνη στο νυφικό κρεβάτι δεν ήθελε ούτε να κλάψει ούτε να γελάσει. Μπορούσε άλλωστε να κάνει και τα δυο. Στιγμιαία πέρασε από το νου της πως ο Νικ θα γύριζε σκοτωμένος. Καλύτερα θα ήταν; ανασηκώθηκε στ αραχνοΰφαντα σεντόνια κι ανατρίχιασε. Πως ανατριχιάζουν οι γάτες όταν τσιτώνονται; Όταν νιώθουν την αίσθηση του κινδύνου πως κάποιος παραμονεύει πίσω απ τις κουρτίνες; Έπειτα γιατί να φύγει; Να την αφήσει μόνη της με το νυφικό την ημέρα του γάμου της;  Ας πήγαιναν άλλοι στο μέτωπο, ας πολεμούσαν άλλοι για την πατρίδα, όπως έκανε και ο Τεξανός μπάρμαν και παρέμενε να ποτίζει νερό που καίει τα μοσχάρια. Μπαρμαν, δηλαδή άνθρωπος του μπαρ, όπως ο Τεό Τσούνης, ντοντ σουτ τδε μπαρμαν στη Νότια Καλιφόρνια ή στην αριστερή πλευρά του λιμένος Ηγουμενίτσας. Ωραίος ήταν ο Τεό. Έξω από τη μπάρα σέρνονταν πολλάκις η Έβελιν, η ωραία Έβελιν με την παρέα της. Μεθούσε. Πραγματική αποθέωση, όπως όλες αυτές οι ηρωίδες του Τέννεσι ή του Πίντερ. Σέρνοντας αλλά είναι καλύτερα να μην προχωρήσει κανείς παραπέρα στο σκοτάδι του πριν. Το σκοτάδι του μετά είναι αλλιώτικο. Μύθος. Μύθος η παιδική κούνια, μύθος ο εφηβικός έρωτας, μύθος όλα. Κλουκ. Κλούκ-κλουκ.

Η Έβελιν κοίταξε πίσω απ τις κουρτίνες με σημασία. Έσμιξε τα μάτια της, τα μισάνοιξε, κάποιος ήταν εκεί! Κάποιος ή κάποιοι. Ένας, δυο τρεις, πέρασαν στο διάφανο του κόσμου. Μπήκαν μέσα στρατιώτες οπλισμένοι πέρασαν τα σύνορα είδαν ένα φως στο σκοτάδι, εκεί θα πήγαιναν.


Ο σμηνίτης Νικ Σάμαρης πέθανε ακαριαία με μια σφαίρα καρφωμένη στο αριστερό φρύδι. Μπαμ και κάτω μια δυο τρεις μέρες αφ ότου πήγε στο μέτωπο. Της Αλβανίας. Της Κορέας. Της Νότιας Γιουγκοσλαβίας. Πραγματική αποθέωση η πολιτεία που ενδιαφέρθηκε να μεταφέρει το πτώμα του να ταφεί στην πατρίδα με τιμές ήρωα πολέμου. Τι λες; λες τίποτα; Όχι, δε λέω, γιατί να πω; Όλες οι πατρίδες αφ ότου ανακαλύφτηκε η δημοκρατία τιμούν του νεκρούς των. Αφιον. Αφιονικ. Καραχισαρ, πόλεμος πάντων πατήρ. Πάρε παράδειγμα τους πολεμοχαρείς, ο Νικ κάτι τέτοιο θα ήταν για να πάει εθελοντής. Ο πατέρας της Έβελιν τον είχε χαρακτηρίσει ηλίθιο και ο επιχειρηματίας Ζορζ Παπαδάκης με τα τέκνα του, είπαν πως ήταν μια βλακώδη ενέργεια, μια τυφλή ενέργεια. Κι έπειτα την Έβελιν που ήταν παρθένα δεν την σκέφτηκε; Παρθένα; Αίμα παιδικό, αχ αν υπήρχε εκείνο το φάρμακο που να γεννιόταν ξεπάρθενες οι γυναίκες .... Καραμπαμπλουμ. Κανείς βέβαια δε θα μάθαινε γιατί ο στρατιώτης Νικ Σάμαρης προτίμησε ν παρατήσει την παρθένα γυναίκα του την πρώτη νύχτα του γάμου τους και να πάει στον πόλεμο.
-Πρέπει να ήταν ηλίθιος! Έγνεψε με σαφήνεια ο διευθυντής του στην εταιρεία πετρελαιοειδών.
 
-Ο Νίκ ήταν σπουδαίος πατριώτης! Αντέκοψε η σκούρα παρένθεση.
-Ένας βλάκας ήταν! αποφάνθηκε η πόρνη που έζεχνε απ τη βρώμα στην πλατεία Αγάμων.
 
Ο δημοσιογράφος έκλεισε το στόμα της πόρνης που είχε πρωτοπάει ο Νικ αλλά δεν την πρόλαβε. Η συζήτηση ήταν ζωντανή.
Η νύχτα εκείνη ήταν σκοτεινή. Σκοτεινή απ όλες τις απόψεις, γι αυτό κάποιος είπε να μην προχωράς στο σκοτάδι, μπορεί κάποιος να σε αντιληφτεί αλλά τι ήταν όλο αυτό; Η Έβελιν υπέθεσε πως ο Νικ θα πέθαινε στον πόλεμο; Ήξερε πως θα πεθάνει; Όταν κάποιος πάει στον πόλεμο οι πιθανότητες να γυρίσει είναι ελάχιστες.
 
Ο ένας από τους τρεις στρατιώτες λεγόταν Ίκαρος. Ή Ικάριους. Όταν τελείωνε είδε την ευχαρίστηση στα μάτια της. Την έδειξε στους άλλους με χαμόγελο. Στον Αντόνιο και την Κλεοπάτρα. Τι λέω; Α, ναι ο τρίτος ήταν Κλεοπάτρα. Ή Δηιάνειρα. Ξέρετε ... εκείνη η δηλητηριάδα του Ηρακλή με το ιοβολισμένο πουκάμισο.
-Γουστάρει! αποφάνθηκε ο Ικάριους. Η νύφη γουστάρει. [Η Έβελιν δεν είχε βγάλει ακόμα το νυφικό της για τους αδαείς της υπόθεσης.]
 
-Αυτό είναι έγκλημα πολέμου! Φώναξε ο Αντόνιο αλλά ποιος τον άκουσε;
Οι άλλοι δεν πείστηκαν, κυλίστηκαν στο σκοτάδι του γέλιου, της χαράς, του οργίου, του θανάτου. Ο θάνατος είναι πάντα κοντά κι έφυγαν όπως ήρθαν: στο σκοτάδι.

Με μια τσατσάρα κι ένα χαρτόνι απ το πακέτο των τσιγάρων σου μπορείς να φτιάξεις μελωδία. Η Έβελιν κρατούσε και τα δυο μέσα στην λευκή παλάμη της κι έκλαιγε. Κουκουλωμένη από κάτω μέχρι επάνω, είχε ανάψει το κηροπήγιο- τα κηροπήγια δεν ανάβουν, το κερί του κηροπηγίου θες να πεις κι έκλαιγε. Η μελωδία γινόταν μπλε, ατόφια μύγα, που μύριζε ξινίλα. Πόσο να έκανε τώρα η ζωή της; Κράαα! Μη με κοιτάζεις έτσι! Δεν μπορούσε να ομολογήσει πως της άρεσε η μελωδία! Αλλά της άρεσε κι αν  τύχαινε θα το ξαναέκανε, επειδή η ανθρώπινη μύγα πετάει ολούθε. Γυροφέρνει στο σκοτάδι ίδια η επιθυμία της απενοχής. Τι είπα;

ΤΕΛΟΣ





















 

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

ΠΆΜΕ ΓΙ ΑΛΛΟΥ 2

 

 




ΠΑΜΕ ΓΙ ΑΛΛΟΥ
Δε μιλούσαμε. Οι καρέκλες μας έτριζαν και για λίγο; Για πολύ; Τα κεφάλια μας ήταν γυρισμένα αλλού. Έκανε θόρυβο ο κόσμος και το σημείο που συναντηθήκαμε το είχαμε επιλέξει τυχαία. «Πάμε αλλού;» γύρισα το κεφάλι να την κοιτάξω. Ήταν ωχρή αδύναμη, δε μου απάντησε, άναψε τσιγάρο. Κάτι άλλο ήθελε να πει, δεν το λεγε αλλά φαινόταν η αντίρρηση κι όλο έτριβε το πηγούνι της. Εγώ της χαμογελούσα που και που, όχι αμήχανα, ήξερα τι θα συμβεί απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί να γίνει τώρα; Έλεγα. Άστο γι αργότερα αν και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της αναμονής και της αναβολής. Ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, σταθερός στο να ξέρω που πηγαίνω. Πίναμε αυτό τον καφέ εκείνο το πρωινό και ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Ζευγάρι. Την αγαπούσα και μ αγαπούσε, η Αλεξάνδρα. «Καλά είναι κι εδώ,,,» μίλησε μετά από ώρα. Γύρισε και σταμάτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου. Πως κοιτιούνται δυο άνθρωποι; Μέσα, βαθιά, να ψάχνουν, τα μύχια;. Το βλέμμα της ήταν απελπισμένο. Τι θα κάνουμε; Λυπημένο, δε θα είμαστε πια μαζί ε; σερνόταν η βεβαιότητα, κρίμα δεν είναι, σκέφτηκα κι εγώ και φάνηκε η υποψία πως μπορεί να μην ήθελα να χαθούμε. Ναι αλλά δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί πια, να χτίσουμε κι άλλα όνειρα. Ο καφές τέλειωσε, η σιωπή μας μεγάλωνε. Σηκώθηκα, σηκώθηκε και κείνη. Δώσαμε τα χέρια χωρίς αγκαλιά, μόνο κοιταζόμαστε πιο πολύ να κρατήσουμε την εικόνα επειδή ήταν σίγουρα η τελευταία.
-Γεια σου Αλεξάνδρα, είπα.
-Αντίο Μίλτον, είπε κι έφυγε.
Την παρακολούθησα να περπατάει σαν όνειρο στο βάθος της λεωφόρου, χαμένη στο λιγοστό κόσμο. Ύστερα έφυγα κι εγώ με έναν κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΑΘΏΟΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΚΑΝΕΊΣ

 

Συνήθως οι αθώοι δεν έχουν αποδείξεις για την αθωότητα τους. Τους τυλίγουν σε μια λαδόκολλα και από εκεί αρχίζει το δράμα.

 










ΖΗΛΙΑ ΑΜΕΤΡΟΝ ΠΑΘΟΣ



Ήταν μια ψηλή, μελαχρινή γυναίκα. Έμοιαζε περήφανη, τίναζε συχνά τα μεγάλα, μαύρα μαλλιά της, που έφτανα σχεδόν μέχρι τη μέση της και νόμιζες πως δεν νοιάζεται πολύ για ότι γίνεται γύρω της. Όπου στεκόταν, τραβούσε επάνω της όλα τα βλέμματα, αντρών και γυναικών. Οι άντρες την επιθυμούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν για το παράστημά της, το ελεύθερο περπάτημα, την εξουθενωτική ομορφιά. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, του είχε κάνει εντύπωση.

Ήταν ένα απόγευμα στην θάλασσα. Εκείνη στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο. Έμοιαζε να κοιτάζει μακριά, πέρα στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που ενώνονταν τα δυο γαλάζια: του ουρανού και της θάλασσας. Συνεπαρμένος από την ομορφιά της, προσπάθησε μάταια να τη μαγνητίσει, να της κλέψει κάποιο χαμόγελο. Αυτή δεν έλεγε να γυρίσει τα μάτια της αλλού, βρισκόταν στον κόσμο της.
Πράγμα παράξενο, δεν τον ενόχλησε που δεν γύριζε να τον κοιτάξει. Σαν να του άρεσε κιόλας που είχε όλο το χρόνο να την παρατηρήσει καλύτερα.
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και στην παραλία του Μπάτη, οι κολυμβητές λιγοστοί, η θάλασσα λάδι, ήσυχη, αμέριμνη για τα πάθη των ανθρώπων.
Αργότερα που έπαιζε ρακέτες με τον ψηλό και την είδε πάλι να προσπερνάει, έχασε την προσοχή του και το μπαλάκι τον βρήκε στο στήθος. Αριστερά εκεί που είναι η καρδιά.
-Που κοιτάς ρε! Του φώναξε ο ψηλός. Α, κατάλαβα…έκανε μόλις την πήρε είδηση, σου πήρε το μυαλό η γκόμενα!
Εκείνη γύρισε και του χάρισε ένα χαμόγελο. Ύστερα, χάθηκε στα σκαλοπάτια για την έξοδο, αφήνοντας τον μετέωρο με την αναπόληση των ματιών της για μέρες.

Την επόμενη φορά που τη συνάντησε, τυχαία, σε μια λεωφόρο της Ηλιούπολης, όπου έμενε, ξαφνιάστηκε, δεν πρόλαβε να της μιλήσει. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα που κάτι έλεγε, προσπεράστηκαν, λες και ήταν συνεννοημένοι, γύρισαν πίσω να ξανακοιταχτούν. Ύστερα, πάλι εκείνη έφυγε με γρήγορο περπάτημα. Χάθηκε πίσω από τα χτίρια.
Αυτός έκανε να τρέξει ξωπίσω της αλλά δεν το έκανε. Κάτι τον συγκράτησε. Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και σκέφτηκε πάλι πως ήταν χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Οι έρωτες του έλειπαν τώρα…
Όμως τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, λες και μια αδιόρατη μεμβράνη τα κινεί, λες και κάποιο αόρατο χέρι τα οδηγεί.

Έτσι, μετά από μερικές μέρες που καθόταν σε ένα μπαράκι της κεντρικής πλατείας στην Ηλιούπολη, με κάποιο γνωστό του, την είδαν να μπαίνει. Φάνηκε λίγο αναποφάσιστη, κοίταξε γύρω, είδε ένα κενό κάθισμα δίπλα τους κάθισε, παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο.
Τώρα ήταν πολύ κοντά του, μπορούσε να την παρατηρήσει καλύτερα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, κατάμαυρα όπως τα μαλλιά της, το πρόσωπό στενόμακρο, με λίγο ανασηκωμένα τα ζυγωματικά, χείλη σαρκώδη, βαμμένα μοβ που κάποια στιγμή, καθώς τον κοίταξε, τρεμόπαιξαν σε μια υποψία χαμόγελου.
Ο γνωστός του που συνέλαβε τη σκηνή, έσκυψε και του είπε στο αφτί:
-Τρέχει τίποτα; Έλα, ρε, τι δουλειά έχουμε εμείς με τις κωλοαλβανίδες!
Ενοχλήθηκε με την αγένεια του. Εκείνη, τον άκουσε αλλά δεν έδειξε να δίνει σημασία.
-Δεν μιλάνε έτσι σε καμιά γυναίκα! Του ύψωσε την φωνή. Όποια και να είναι!
-Σιγά ρε μάγκα! Που θα δώσουμε λογαριασμό για τους Αλβανούς, επέμενε ο άλλος.
-Σήκω και φύγε! Φύγε τώρα, γιατί θα γίνει της πουτάνας! Αγρίεψε, σφυριχτά.
Ο γνωστός του, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, μούδιασε. Τον μέτρησε που είχε σηκωθεί έτοιμος για καυγά, οπισθοχώρησε. Κι ευτυχώς που κατάλαβε το λάθος του.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε.
-Σ’ ευχαριστώ, είπε μόνο.Αυτός δεν είπε τίποτε. Την παρατήρησε που έσβησε το τσιγάρο της, πλήρωσε τον καφέ κι έφυγε, χάθηκε στην έξοδο.Δεν του έμοιαζε για Αλβανίδα, αλλά, ο άλλος, το είχε πει καθαρά: «Κωλοαλβανίδες!» Οι σχέσεις του με αυτούς τους ανθρώπους ήταν τυπική. Δεν είχε γνωρίσει καμιά Αλβανίδα.
Τους έβλεπε παντού, καθώς είχαν κατακλείσει την Ελλάδα, ξεχώριζαν σαν την μύγα μες το γάλα αλλά δεν του είχε ταιριάξει. Φυσικά, τίποτε δεν άλλαξε μέσα του και συνέχισε να την ψάχνει, ώσπου ένα απόγευμα την πέτυχε.

Είχε μπει σε μια καφετέρια με κουλοχέρηδες-ποτέ δεν πήγαινε σ’ αυτά τα μαγαζιά, ούτε ήξερε πως παίζουν και γιατί παίζουν. Κάθισε και περίμενε να έρθει κάποιος για να παραγγείλει, όταν την είδε να φτάνει κοντά του γελαστή.
-Τι θα πιει ο κύριος; Τον κοίταξε αινιγματικά.
-Α, έκανε ξαφνιασμένος,,ναι, έναν καφέ..
-Τι καφέ;
-Ένα καπουτσίνο και..
-Και;
-..θέλω να μιλήσουμε.
Θα μιλήσουμε, του έγνεψε και πήγε να ετοιμάσει τον καφέ. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα, ένας γέρος έπαιζε μόνο. Έτσι μαζί με τον καφέ του, έφερε και τον δικό της. Κάθισε στο τραπέζι του, άναψαν τσιγάρο.
-Δουλεύεις εδώ ε; είπε για να ξεκινήσουν την κουβέντα.
-Ναι, δυο χρόνια.
Χωρίς χρονοτριβές, του διηγήθηκε πολλά από την ζωή της. Ήταν ευχάριστη και συχνά τον ρωτούσε για τα δικά του. Πιο πολύ όμως, μιλούσε για τον εαυτό της, για τη ζωή της αποφεύγοντας να λέει πολλά για την Αλβανία.Ασυναίσθητα, σκεφτόταν να μην μπλέξει μαζί της αλλά και ταυτόχρονα κάτι τον τραβούσε. Η ομορφιά της, το παράξενο και γκροτέσκο φέρσιμό της κι έτσι πολύ γρήγορα, συμφώνησαν να βγούνε το ίδιο βράδυ μετά την δουλειά της.
Πήγε στο σπίτι, έκανε ένα μπάνιο, ξεκουράστηκε να είναι έτοιμος για την βραδινή τους έξοδο. Και μέχρι να τη συναντήσει, μόνον αυτή είχε στο μυαλό του.
Αλλά και η Αντιγόνη-έτσι ήταν το όνομα της- δεν πήγαινε πίσω. Έμοιαζε ήδη ερωτευμένη μαζί του. Μόλις την ανέβασε στην μηχανή του, σφίχτηκε πάνω του τρυφερά.
-Μου αρέσει η μηχανή, του είπε.
-Ωραία, της απάντησε κι εξαφανίστηκε στην παραλιακή.

Κάθισαν στο Εδέμ, σε μια από τις παραδοσιακές ταβέρνες. Έφαγαν και ήπιαν λίγο κρασί κι έπειτα σα να βιάζονταν γι αυτό που ήθελαν να κάνουν, φιλήθηκαν κι έφυγαν . Περπάτησαν λίγο στην παραλία, στην ερημιά, δίπλα στην θάλασσα. Και σαν να μην τους ένοιαζε τίποτε, αγκαλιάστηκαν, κόλλησαν τα σώματα τους, έκαναν έρωτα πάνω στα φύκια.
Την πήρε γρήγορα με μια ανάσα κι αυτό δεν του αρκούσε. Ούτε σε κείνη. Γυμνώθηκαν τελείως, στο λιγοστό φως του φεγγαριού. Από εκείνη την στιγμή, έγιναν αχώριστοι. Την άλλη μέρα συμφώνησαν να μετακομίσει στο σπίτι της, γιατί να πλήρωναν δυο ενοίκια; Και σιωπηλά συγκατοίκησαν.
Πέντε, έξι μήνες πέρασαν καλά. Γνώρισε το σινάφι της Αντιγόνης, οι περισσότεροι ήταν Αλβανοί που τον συμπάθησαν γιατί ζούσε με μια δικιά τους. Αρκετοί όμως από τους φίλους του, τον έκαναν πέρα εξ αιτίας αυτού του γεγονότος. Στην αρχή δεν του κακοφάνηκε, αργότερα δικαιολόγησε κάποιους . Γνωρίστηκε και με κανά δυο αλήτες που τους παρουσίασε σαν αδέρφια της. Μια άμεση αντιπάθεια υπήρξε εκατέρωθεν.
-Αυτούς δεν θέλω να τους ξαναδώ, της είπε θυμωμένα.
-Δεν είναι κακοί…τόλμησε.
-Αυτό που σου είπα! Μούτρωσε.
-Τι έγινε; Απόρεσε.
Δεν θέλησε να της πει. Μέσες άκρες τον είχαν χαμηλώσει με τα λεγόμενα τους. Διαλαλούσαν πως ήταν πολύ άτυχη η αδερφή τους που είχε μπλέξει μαζί του.
-Εγώ θα τους έριχνα από μια κλωτσιά στον κώλο! Του είπε ένας φίλος. Άκου να μην τους κάνεις..τι θέλανε δηλαδή οι Αλβανοί για την Αντιγόνη; Κανένα βασιλόπουλο;
Το αντιπαρήλθαν όμως κι αυτό μη έχοντας παρτίδες μαζί τους.
Το πιο δύσκολο ήταν η ανεργία. Αυτός είχε μήνες να εργαστεί, κάτι λίγες οικονομίες που είχε, τελείωναν. Τις δουλειές τις είχαν πάρει οι Αλβανοί και γενικότερα οι μετανάστες που είχαν κατακλείσει την Ελλάδα. Η Αντιγόνη εργαζόταν πάντα στα ηλεκτρονικά, στους κουλοχέρηδες κι αυτός, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες, κατάφερε να ξαναβρεί δουλειά σε ξυλουργείο. Βελτίωσαν κάπως τα οικονομικά τους, έβγαιναν κανένα βραδάκι και τα Σαββατοκύριακα, πήγαιναν στην θάλασσα, Χειμώνα-Καλοκαίρι. Κολυμπούσαν, έπαιζαν ρακέτες, το αγαπημένο του παιχνίδι. Είχε μάθει και την Αντιγόνη, ήταν καλός δάσκαλος αλλά αυτή από εκεί άρχισε να δείχνει κάποιον υπέρμετρο εγωισμό, ένα είδος ανταγωνιστικότητας.
-Τι παθαίνεις; Απορούσε όταν την έβλεπε να αντιδράει έτσι.
-Τίποτε, σούφρωνε τα χείλια της κι έμενε αμίλητη.
Δεν ήταν ακριβώς ανταγωνισμός αλλά ένα είδος ζήλιας που έκανε την εμφάνιση του και σε άλλα στάδια της ζωής τους.

Ένα βράδυ ήταν καλεσμένοι στα εγκαίνια ενός καφενείου. Το άνοιγε ένας γνωστός του κι αποφάσισαν να πάνε. Ντύθηκαν και χαρούμενοι, κεφάτοι, έφτασαν. Αφού του ευχήθηκαν καλές δουλειές, κάθισαν σε ένα τραπεζάκι. Ήρθε η γκαρσόνα να παραγγείλουν και η Αντιγόνη, μούτρωσε με κάποια περισσή ευγένεια που μίλησε μαζί της.
-Τι έπαθες; Της είπε.
-Να μη μιλάς με τις γκαρσόνες! Του πέταξε με νεύρα.
Η αντίδραση της ήταν υπερβολική. Μέχρι τότε, δεν είχε ξανακάνει τέτοιο πράγμα και παραξενεύτηκε.
-Τι έχεις παιδί μου; Ανησύχησε και πήγε να της πιάσει το χέρι.
Εκείνη του πέταξε μακριά με χειρότερα νεύρα. Γύρω ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος. Τα νεύρα του τσιτώθηκαν.
-Σήκω να φύγουμε! Της είπε σιγανά αλλά μέσα του έβραζε.
Μόλις βγήκαν στους δρόμους, τσακώθηκαν άγρια.
-Τι είναι αυτά που κάνεις; Την τράνταξε. Αν μου ξανακάνεις τέτοια σκηνή, τελειώσαμε. Φεύγω αύριο το πρωί.
Η Αντιγόνη έκλαιγε αλλά το πείσμα της πελώριο. Επαναλάμβανε τον τρόπο που μίλησε στην γκαρσόνα και η ζήλια της φούντωνε. Αυτός, που δεν είχε κάνει τίποτε επιλήψιμο, νευρίαζε περισσότερο.
-Τι θέλεις δηλαδή; Να μην μιλάμε στους ανθρώπους; Της φώναξε
-Στους ανθρώπους! Τον ειρωνεύτηκε. Στις πουτάνες θέλεις να πεις.. γιατί τι νομίζεις πως ήταν αυτή; Μια πουτάνα είναι που ήθελες να τη γαμήσεις!
Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να πει. Συμμαζεύτηκε στις σκέψεις του και κατάλαβε πως αυτό θα γινόταν τεράστιο πρόβλημα.
Εκείνο το βράδυ, το ξεπέρασαν σχετικά εύκολα. Πήγαν στο σπίτι, και πράγμα περίεργο η Αντιγόνη, σε λίγο καλμάρισε. Δεν μίλησαν άλλο γ’ αυτό. Ξάπλωσαν έκαναν έρωτα κι όλα ήταν μέλι –γάλα, μέχρι το επόμενο παρόμοιο γεγονός.
Ακολούθησαν εκατοντάδες τέτοια καμώματα. Αυτός προσπάθησε με παντοίους τρόπους να της εξηγήσει πως δεν έπρεπε να είναι κατά φαντασία ζηλιάρα αλλά στάθηκε αδύνατο. Η Αντιγόνη σε λίγο θα ζήλευε και τον ίσκιο της. Μετά από κάθε σκηνή ζηλοτυπίας, επακολουθούσε καυγάς, ύστερα κλάματα, φωνές υστερίας πως τάχα ένιωθε όντως αδικημένη. Δεν σταματούσε με τίποτε. Μόλις της καρφωνόταν η ιδέα ότι κοίταξε μια γυναίκα, τελείωσε.

-Γαμάς την γειτόνισσα μωρέ! Του φώναξε μια μέρα και τους άκουγε κόσμος.
Και μετά από κάθε γεγονός κλαίγοντας του ζητούσε συγνώμη λέγοντας πως δεν θα το ξανάκανε. Αλλά, αυτός κουνούσε το κεφάλι και δεν την πίστευε. Έκανε υπομονή, την αγαπούσε, δεν ήθελε να τη χάσει. Απηύδησε όμως,τον έβγαζε από τα ρούχα του. Δεν ήταν μια συνηθισμένη ζήλια για να το πάρεις αστεία. Εδώ επρόκειτο για αρρώστια. Σιγά-σιγά τον απομόνωνε από τον κόσμο. Απέφευγε να βγαίνουν μαζί έξω γιατί φοβόταν πως θα τον έκανε ρεζίλι.
Στις αρχές έτρεφε κάποιες ψεύτικες ελπίδες, δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ζήλια ήταν τόσο φοβερή αρρώστια. Σιγά αλλά σταθερά, η ζωή τους έγινε κόλαση. Η ασυνεννοησία τα νεύρα μεταξύ τους μεγάλωναν την κατάντια. Πολλές φορές έκαναν βδομάδες ανταλλάξουν ματιά, ν αγγίξει ο ένας τον άλλον. Κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι, μα τους χώριζε ένας τοίχος.
Έκανε μερικές προσπάθειες ακόμη. Κάποιο βράδυ, κάλεσε έναν κοινό τους φίλο στο σπίτι για φαγητό και αντελήφτηκε ότι είχε αρχίσει να ζηλεύει και τους άντρες.
-Σε κλαίω, του είπε, ο φίλος στην πόρτα, όταν προφανώς αηδιασμένος από την αφόρητη και πιεστική κατάσταση, κατάλαβε το μέγεθος της συμφοράς. Σήκω φύγε, όσο είναι νωρίς. Η ζήλια την έχει τρελάνει.

Όταν έφυγε, έγινε το μάλε-βράσε. Η Αντιγόνη του επιτέθηκε, τον χτύπησε, τον γρατσούνισε. Αυτός δεν την χτύπησε-δεν την είχε χτυπήσει ποτέ, θεωρούσε ανέντιμο να δέρνει κανείς μια γυναίκα, και απλά προσπαθούσε να τη συγκρατήσει. Αλλά εκείνο το βράδυ δεν άντεξε. Μόλις την άκουσε να του λέει πως γαμιόταν με το φίλο του, πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό του και της έσκασε δυο σκαμπίλια. Τότε, έγινε το χειρότερο. Ούρλιαξε σαν μανιακή, φώναζε, έβριζε, σήκωσε την γειτονιά στο πόδι. Ήρθε η Αστυνομία και τους πήρε στο τμήμα. Οι μπάτσοι, που την είδαν ματωμένη, την παρότρυναν να του κάνει μήνυση. Τον κοίταζαν σαν εγκληματία και τον κράτησαν αυτόφωρο.
Παρ’ όλα αυτά, η Αντιγόνη, πήγε και τον πήρε το πρωί από την Αστυνομία. Δε μίλησαν. Βγήκαν στο δρόμο και προχωρούσαν. Του πρότεινε να καθίσουν κάπου για καφέ. Παραξενεμένος την ακολούθησε. Κάθισαν και για χιλιοστή φορά, του είπε πως θα άλλαζε, πως έφταιγε και του ζητούσε συγνώμη κλαίγοντας. Με κρύα καρδιά, μισοσυμφώνησε. Δεν την πίστευε, είχε πάρει την απόφαση να φύγει από κοντά της αλλά χωρίς να το καταλάβει γιατί, έμεινε.
Πέρασαν μερικές μέρες, το σπασμένο γυαλί δε κολλούσε. Απλά υπήρχαν εκεί, μέχρι ένα βράδυ που γύρισε λίγο αργά, σκοτωμένος από την ανημπόρια του ν αλλάξει τη ζωή, ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, μπήκε στο σπίτι και η διάθεση του ήτανε χάλια. Πήγε στην τουαλέτα, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη και λυπήθηκε για την εικόνα του. Αξύριστος, ακούρευτος-πως είχαν μεγαλώσει τόσο τα μαλλιά του;- κακοντυμένος, ποτέ δεν θυμήθηκε τον εαυτό του έτσι. Η ψυχή του ήτανε άδεια.
Άκουσε το τέρας να φωνάζει και να τον βρίζει από την κρεβατοκάμαρα κι ανταριάστηκε περισσότερο.
-Που ήσουνα ρε αλήτη! Πάλι σ’ αυτή την πουτάνα ήσουν;
Συφοριασμένος, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε με απεριόριστη λύπη. Λύπη και απόλυτο οίκτο.
-Τι θέλεις; Είπε ήσυχα
-Τι θέλω; Έκανε λες και είχε έρθει η καταστροφή του κόσμου. Μου τα είπαν ρε μαλάκα! Σε είδαν να μιλάς με την ξανθιά ! να της πιάνεις το χέρι!
Ποιος ξέρει ποιος ανόητος καλοθελητής την είχε βάλει στην πρίζα
Δεν της απάντησε. Τι να της έλεγε; Πήγε στην κουζίνα, κάθισε στο τραπέζι, σκεφτικός.
-Αλλά δεν σε συμφέρει, γι αυτό δεν απαντάς, συνέχισε να φωνάζει. Την γάμησες ρε μαλάκα! Είναι καλύτερη αυτή από μένα; Έχεις μια γυναικάρα μωρέ μαλάκα και πηγαίνεις με τις πουτάνες! Αλλά θα πάω κι εγώ! Θα γίνω κι εγώ πουτάνα να μου το θυμηθείς.
Επέστρεψε και συνέχισε να την κοιτάζει με τα νεύρα τεντωμένα. Του επιτέθηκε. Αυτός προσπάθησε να τη συγκρατήσει, πάλεψαν άγρια, στο διάδρομο, γδάρθηκαν στους τοίχους, παρέσυραν το τραπέζι της κουζίνας, έσπασαν τα ποτήρια που βρέθηκαν επάνω του. Σύρθηκαν ξανά στην κρεβατοκάμαρα και συνέχισαν να παλεύουν, ώσπου κάποια στιγμή, κατάφερε να την ακινητοποιήσει . Της κράτησε τα χέρια καρφωμένα στο κρεβάτι και με το σώμα του ακουμπισμένο στην κοιλιά της, την κοίταξε στα μάτια. Αυτή τον κοίταξε με μίσος. Αυτός δεν ένιωθε, παρά μόνο απελπισία, δεν ήθελε τίποτε, μόνο να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν και να μην την ξανάβλεπε ποτέ.
Όπως την είχε ακινητοποιημένη, προσπάθησε μάταια να απεγκλωβιστεί, τον έφτυσε κατάμουτρα. Αυτό δεν του το είχε κάνει κανείς άνθρωπος. Ένιωσε αηδία, την άφησε. Σκούπισε τα σάλια από το πρόσωπο του και σηκώθηκε. Πήγε στην ντουλάπα πήρε μια βαλίτσα κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του. Δεν μιλούσε, δεν είχε τίποτε να πει, είχε εξαντλήσει τα όρια του. Η Αντιγόνη έκλαιγε και ξέσκιζε τα σεντόνια.
Φοβήθηκε, ένα ρίγος έτρεξε στην ραχοκοκαλιά του.Βιαστικά βγήκε στον διάδρομο να μαζέψει μερικά πράγματα ακόμη. Αναστατωμένος, δεν το περίμενε κιόλας, δεν πρόσεξε που η Αντιγόνη τον ακολούθησε κρατώντας το μεγάλο, γυάλινο βάζο.Το εξακόντισε πάνω του, τον βρήκε στο πίσω μέρος του κρανίου. Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν παντού, το αίμα κύλησε ποτάμι, έπεσε απνευστί στο μωσαϊκό δάπεδο. Σύρθηκε λίγο κι έμεινε ακούνητος με ανοιχτά μάτια. Είχε πεθάνει.



ΤΕΛΟΣ

 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΔΕ ΣΚΈΦΤΗΚΕΣ ΠΟΤΈ

 


Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ Της Γης
Αρχίζοντας αυτή τη δουλιά, να ζωγραφίσω δηλαδή την Φιλοξενία της γης, δεν είχα ακριβώς κατά νου τι θα έφτιαχνα. Μια ακαθόριστη ιδέα, μερικά συγκεχυμένα σχεδιάσματα του μυαλού μου, μπροστά στον άδειο καμβά, και προτού τραβήξω την πρώτη γραμμή ξανακάθισα με το μολύβι στο στόμα όπως ο μαθητής που συλλογιέται να θυμηθώ το μάθημα της Ιστορίας. Πάντα με συναρπάζει η Ιστορία. Διάβαζα και διαβάζω μετά μανίας για όλους και για όλα.
Η σκέψη από πού ήρθαμε και που πηγαίνουμε, ο τρόπος που έγιναν όλα αυτά μέχρι τώρα μπορούν να αποτυπωθούν σε έναν πίνακα; Όχι. Άρα θα φτιάξω μια σειρά έργων που θα λένε κάτι γι αυτή τη γενικότητα; Κάτι για την Φιλοξενία της Γης; Ο τίτλος μου άρεσε, τον βρήκα, τον έψαξα τις ώρες που άρχισα να βάζω τα χρώματα στην παλέτα και ασυναίσθητα δεν πήρα τα πινέλα αλλά την σπάτουλα. Έτσι μου φάνηκε καλύτερα να ξεκινούσα αυτή τη δουλιά.
Στρώθηκα στη δουλιά, σχεδίασα γρήγορα πρώτα το προφίλ ενός άντρα, ένα χέρι να του πιάνει το μάγουλο, μια αγωνία αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του, δεν ήθελα να είναι κάποιος συγκεκριμένος άντρας, απλά ένας άντρας, σύγχρονος ή παντοτινός και δίπλα του κολλημένο το άλλο του μισό, δηλαδή μια γυναίκα που κι αυτή δεν είναι κάποια συγκεκριμένη. Τοποθέτησα τις φιγούρες αυτές στο δεξιό μέρος και προς την άκρη, ήθελα να έχω πολύ χώρο ελεύθερο αριστερά που τον χρειαζόμουν για το χάος, για το κενό που μένει ανιστόρητο στη ζωή μας. Εκεί δούλεψα ένα άλλο μεγάλο πρόσωπο που πολλοί θα έλεγαν πως είναι του θεού αλλά εγώ που δεν πιστεύω σε θεούς, άφησα αυτή την πλάνη τους, των ανθρώπων δηλαδή, να κυριαρχεί πάνω τους αφού οι περισσότεροι έτσι ήθελαν: να πιστεύουν πως τους γέννησε κάποιος θεός!
Η Φιλοξενία της Γης υπονοεί πως από κάπου ήρθαμε εδώ, κάποιοι κατά τη γνώμη μου και άλλων πολλών μας έσπειραν εδώ κι έφυγαν, χάθηκαν στη δική τους γη. Στη δική τους πατρίδα. «Δε σκέφτηκες ίσως ποτέ τι είναι πατρίδα» λέει δια μέσου του Βαν Γογκ ο Σουβέστρ στον «Φιλόσοφο κάτω απ τις στέγες» και αραδιάζει όλα αυτά που είναι η πατρίδα. «Πατρίδα είναι ότι σε περιβάλλει, ότι σε μεγάλωσε και σε έθρεψε, ότι αγάπησες, αυτά τα χωράφια που βλέπεις, τα δέντρα, αυτά τα σπίτια, αυτά τα κορίτσια που περνούν κει κάτω γελώντας. Πατρίδα είναι οι νόμοι που σε προστατεύουν, το ψωμί που ανταμείβει την εργασία σου, τα λόγια που λες με τους άλλους, η χαρά και η λύπη που σου προκαλούν οι άνθρωποι κι όλα αυτά που ανάμεσα τους ζεις.»
Μερικές φορές όλα μου φαίνονται μεγάλα, μεγαλόφωνα και δύσκολα γιατί εγώ νιώθω χωρίς πατρίδα, ότι δεν είμαι δηλαδή από κάπου και πως υπήρχα πάντα σε όλο αυτό το χάος!
Όλα αυτά δεν είναι και πολύ εύκολο ή σχεδόν ακατόρθωτο θα λεγα να τα αποτυπώσεις σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Χρειάζονται και τα λόγια κι ας λένε οι άλλοι πως ο ζωγράφος δεν επεξηγεί τα έργα του.
Για να γίνεις καλύτερος στη ζωή, χρειάζεται, μελέτη, χρειάζεται όραμα, πρέπει να σκεφτείς αν πραγματικά έχεις κάποιο χρέος και πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκεφτούν γι αυτό χωρίς μικρότητα; Οι περισσότεροι λένε απλά εγώ δε θα σώσω τον κόσμο.
[ΔΟΚΙΜΙΟ Για τη ζωγραφική μου]

 

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ

 







Στον οδοντίατρο δεν είχε πάει ποτέ, τα δόντια του ήταν γερά, γιατί άλλωστε; Ήταν μονάχα εικοσιπέντε χρονών, δεν ανησυχούσε. Αόριστα θυμόταν κάποιους πονόδοντους στην νηπιακή ηλικία. Γι αυτό, όταν τον έπιασε εκείνος ο τρομερός πονόδοντος, του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ήταν νύχτα αργά όταν ένιωσε στην αρχή κάποιο μικρό ενόχλημα στην δεξιά, επάνω οδοντοστοιχία.Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε αβάσταχτος.Με το ζόρι κρατιόταν και έψαξε να βρει ντεπόν, ασπιρίνες και τέτοια, αν υπήρχαν ξεχασμένα στο συρτάρι.Τα βρήκε ενώ θυμήθηκε πως κάποιοι του είχαν πει ότι και το ούζο κάνει καλό. Κι επειδή στα φάρμακα ήταν λίγο φοβητσιάρης, κοίταξε στο ράφι της κουζίνας που βρισκόταν ένα μπουκάλι με ούζο.Το κατέβασε, έβαλε σε ένα ποτήρι σκέτο ούζο κι έκανε γαργάρες.Το ούζο πράγματι, μούδιασε λίγο τον πόνο.Το κατάπιε και έβαλε κι άλλο..κι άλλο..ώσπου μέθυσε!Ο πόνος ωστόσο μια έφευγε, μια ερχόταν.Κάποιες στιγμές, νόμιζε πως θα του έφευγε και το κεφάλι.
Με χίλια δυο βάσανα, ξημέρωσε κάποτε.Καθώς ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η φαρμακοποιός, αφού του έδωσε ένα παυσίπονο, του συνέστησε να πάει στον οδοντίατρο. «Δεν ξέρω κανέναν.» της είπε. «Α, έχει έρθει στην γειτονιά μας μια καινούρια οδοντίατρος, εκεί να πας, είναι πολύ καλή» του είπε και του έδωσε την διεύθυνση.
Με σπασμένα σχεδόν τα μηλίγγια έφτασε στο οδοντιατρείο.Μπήκε στο σαλόνι και περίμενε ίσως το πιο βασανιστικό τέταρτο της ζωής του. Στο σαλόνι δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Για να ξεχαστεί, φυλλορρόησε μερικά περιοδικά.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, άκουσε την πόρτα ν ανοίγει. Βγήκε πρώτα μια κυρία, μισοκοιτάχτηκαν κι ύστερα πρόβαλλε το κεφάλι της οδοντιάτρου. Ανάμεσα από τον πόνο του, αντίκρισε δυο κατάμαυρα, μεγάλα μάτια να του χαμογελούν και διέκρινε κάτι ερωτικό. «Αει στο διάολο» σκέφτηκε. «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.»
-Περάστε, του είπε με την διαπεραστική φωνή της.
Με αργά βήματα πέρασε δίπλα της στο άνοιγμα της πόρτας.
-Που πονάτε; Τον ρώτησε άμεσα.
-Εδώ. Και της έδειξε το δεξί σαγόνι του.
-Ωραία, κάθισε, μη φοβάσαι, του χαμογέλασε πάλι.
Την παρατήρησε καλύτερα καθώς τον έβαλε να καθίσει στην οδοντιατρική καρέκλα. Ήταν αδύνατη σαν τσίχλα και πολύ ψηλή. Η μύτη της μεγάλη, τα χείλια στενά, σχεδόν μια γραμμή. Βουνά δεν είχε καθόλου και γενικά ήταν μια άσχημη, τριαντάρα γυναίκα. Μόνο τα μεγάλα μάτια της φώτιζαν μια αδιόρατη θηλυκότητα.
-Πρέπει να το σφραγίσουμε, του είπε και τον άγγιξε με το σώμα της στο δεξί μπούτι.
Αυτός έγνεψε συγκαταβατικά, με μπουκωμένο το στόμα από βαμβάκια. Τι να έλεγε; Εξ άλλου ένιωθε κάπως άβολα, έτσι με ανοιχτό το στόμα. Σαν βλάκας.
Η αμηχανία του ξεπεράστηκε από το τσίμπημα της βελόνας στο ούλο. Του έκανε νάρκωση.Σιγά-σιγά του φάνηκε πως το δεξιό χείλος του γινόταν πελώριο. Είχε την εντύπωση πως, αν κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα χείλια του θα ήταν τεράστια σαν κάποιου αράπη.
-Μούδιασε; Την άκουσε να ρωτάει και τον έπιανε εκεί. Ε; μούδιασε. Ωραία. Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, σε δέκα λεπτά θα τελειώσουμε την πρώτη φάση. Δεν πονάς τώρα ε;
Έγνεψα όχι, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Απλά ένιωθα λιγάκι ζαβλακωμένος.Η οδοντίατρος τελείωσε την δουλειά της με προσοχή. Ύστερα του είπε να σηκωθεί και πήγε στο γραφείο της. Σηκώθηκε κι αυτός, αφού ξέπλυνε κάμποσο το στόμα του από τα ξερά αίματα. Κάθισε απέναντι της.
-Έχεις προβλήματα με τα δόντια σου, δεν τα προσέχεις, άρχισε κάνοντας σημειώσεις στο μπλοκάκι.
-Δηλαδή;
-Δεν τα πλένεις; τι δουλειά κάνεις;
-Έχει σημασία; Γέλασε όπως μπορούσε .Ξυλουργός.
Του έκανε ολόκληρη ανάλυση περί της στοματικής κοιλότητας. Στο τέλος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή.
-Πρέπει να ξανάρθεις. Εκτός από το σφράγισμα, χρειάζεται να κάνουμε καθαρισμό. Η ουλίτιδα έχει προχωρήσει.

Κανόνισαν το επόμενο ραντεβού, την ευχαρίστησε δίνοντας το χέρι του.Του έδωσε το δικό της και του φάνηκε, φιλικό, οικείο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν με ένα βλέμμα, μάλλον ερωτικό.
-Εντάξει, της είπε. Την Τετάρτη το απόγευμα στις επτά, θα είμαι εδώ. Γεια.
-Γεια σου, είπε και η οδοντίατρος.
Ο πονόδοντος είχε περάσει, σχεδόν είχε ξεχάσει την τραγική νύχτα, εκείνο που δεν μπορούσε να ξεχάσει ήταν η οδοντίατρος και δεν ήξερε γιατί..Κάτι του έλεγε αυτή η άσχημη γυναίκα. Κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Θυμόταν πως εκεί, μεταξύ φαρμακίλας και πονόδοντου, είχε αναπτυχθεί κάποια έλξη μεταξύ τους και αδιόρατα την σκεφτόταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να την διώξει από το μυαλό δουλεύοντας σκληρά όλη την άλλη μέρα, όπως και το πρωινό της Τετάρτης. Το μεσημέρι βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Πήγε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε, έφαγε και κοιμήθηκε για να είναι φρέσκος το απόγευμα που θα πήγαινε στο οδοντιατρείο.
Η Αγγέλα, έτσι την έλεγαν, του είπε, ήταν χαρούμενη, κεφάτη. Αφού του έκανε τον καθαρισμό και το σφράγισμα, ξανακάθισαν στο γραφείο. Του είπε τα σχετικά με τα δόντια του ενώ είχε αρχίσει πάλι το ζεστό κοίταγμα των ματιών τους.
-Θέλεις να βγούμε το βράδυ; Της πρότεινε ξαφνικά.
-Ε, ναι,γιατί όχι; Που θα πάμε; Τον ρώτησε χωρίς να ξαφνιαστεί.
-Κάπου θα βρούμε, της γέλασε.
-Εντάξει.Τι ώρα;
-Εσύ θα μου πεις.
-Στις δέκα είναι καλά;
-Ωραία, στις δέκα, της απάντησε και βγήκε.

Στις δέκα παρά τέταρτο, είχε παρκάρει στην είσοδο του οδοντιατρείου όπως είχαν συμφωνήσει.Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε μια αδημονία και μια περιέργεια.Ποτέ δεν είχε γνωρίσει μια παρόμοια γυναίκα. Τον σμπαράλιαζε η ασχήμια της.Τον εξουθένωνε που δεν την πείραζε, που δεν την ένιωθε κομπλεξική, και γενικά ότι δεν την ένοιαζε καθόλου.Είχε την εντύπωση πως νόμιζε ότι ήταν η μις υφήλιος.
Πήγανε σε ένα ταβερνάκι παραλιακό. Έφαγαν ,ήπιαν κόκκινο κρασί.Κρατήθηκαν λίγο από τα χέρια μα τίποτε άλλο.Κουβέντιασαν διάφορα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, κατάλαβαν πως το κρασί παραήταν δυνατό. Τρέκλισαν λίγο και σκάσανε στα γέλια.Αγκαλιασμένοι ύστερα έφτασαν στο σπίτι του. Η Αγγέλα δεν έφερε καμιά αντίρρηση όταν της είπε πως θα πήγαιναν εκεί, της φαινόταν όλα φυσιολογικό.Το ίδιο και γι αυτόν αφού ένιωθε πολύ ωραία μαζί της.

Την οδήγησε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς φιλιά, ούτε χάδια, την έγδυσε. Το σώμα της έμοιαζε με αγοριού, δεν είχε καμπύλες.Μόλις έμεινε τελείως γυμνή, προσπάθησε να κρύψει το γεμάτο τρίχες μαύρο της κι έτρεμε. Ήταν από τα ναν ναύλα.
Γυμνώθηκε κι αυτός κι ο ξύλος του ήταν ήδη κάγκελο. Η Αγγέλα κάθισε στην κρεβατοκάμαρα γονατιστή με τον βουνό τουρλωτό προς το μέρος του.Αυτός, πήγε από πίσω της και χώθηκε μέσα στο δάσος της. Χωρίς διαδικασίες γλίστρησε όμορφα στο βάθος του πάτου της, -δύσκολο να πιάσεις πάτο- ενώ αυτή βογκούσε δυνατά. Άφηνε αναστεναγμούς και μικρά φωνάκια ηδονής, ενώ άρχισε να μπαινοβγαίνει ακέραιος και νόμιζε πως ήταν γυάλινη, πως θα σπάσει.Παρ όλα αυτά εκείνη γύρισε ανάσκελα δαγκώνοντας παντού. Πήρε στο στόμα της ένα πουρνάρι, το έγλειψε, το γυρόφερνε στα μάγουλα, στα μάτια στο πουθενά και πάλι στο στόμα .Το ρούφηξε όλον κάνοντας τον να ωραίο. Δεν ήθελε να βιαστεί έτσι την πρώτη φορά, γι αυτό, της άνοιξε τα πόδια ως το ταβάνι, έβαλε τις πατούσες της στους ώμους του, για να ανοίξει ο τρισδιάστατος κόσμος της γένεσης. Οι μακριές τρίχες είχαν μουσκέψει και ο τέτοιος του μπήκε ορμητικά. «Σιγά τέρας! Σιγά!» «Σε πόνεσα; Την κοίταξε στα μάτια.» «Όχι, λίγο, συνέχισε έτσι. Έλα μάστορα μου…συνέχισε, φτιάξε κι άλλο γεφύρι, τι λέει; κι άλλο.. έλα, χτίσε έναν καινούριο κόσμο..»
Κι αυτός έχτιζε συνέχεια.
Η νύχτα φαινόταν για άγρια θηρία- άγρια.Θα είχε πάει ήδη τρεις χωρίς να το καταλάβει απ τα συνεχόμενα πατήματα του ενός πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή, σταμάτησε αποκαμωμένος, ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο για να μην τον τυφλώνει το φως των δέντρων. Η Αγγέλα σηκώθηκε.
-Τύφλωσες ; Αυτός είναι ο έρωτας για σένα; Χειρότερος από τον έρωτα του Πλάτωνα! την άκουσε να του λέει και δεν έδωσε καμιά απάντηση.
Τι ήθελε τώρα; Σκέφτηκε απορημένος. Είχαν πάει στη Σελήνη τέσσερις φορές.
-Ο έρωτας είναι η απελευθέρωση της φαντασίας, άρχισε η Αγγέλα και χάθηκε για λίγο στην κουζίνα των όπλων.
Γύρισε κρατώντας ένα αγγούρι, κάθισε απέναντι του στην πολυθρόνα με ανοιχτά τα πόδια κι άρχισε να παίζει με το πράσινο, το πράσινο μέσα μας είναι υγιές κι αυτός την κοίταζε ξαφνιασμένος, ενώ το πράσινο του έβγαζε την γλώσσα περιπαιχτικά, ρούφηξε το αγγούρι, το έγλειψε, δεν είναι και τόσο σοι λέξη το γλείφωκι άρχισε να το χώνει της με μια απορία πως χώρεσε όλο μέσα; Είναι τόσο μεγάλη η κόκκινη άβυσσο; Ρώτησε κι αυτός που νόμιζε πως την ξέσχιζε με τον μεγάλο ομολογουμένως ξύλο του;
-Χωράει κι άλλο την άκουσε να του λέει και το έβγαζε αργά από μέσα της.
Θα ήταν τριάντα πόντους.Ίσως παραπάνω και χοντρό σαν τον καρπό του.Η Αγγέλα το απολάμβανε μ ένα μεγαλείο σαδομαζοχισμού.
-Έλα να μου το ανάψεις λίγο από πίσω,, τον παρακάλεσε. Αυτή η φωτιά ανήκει στον Προμηθέα. Έλα! Τον πρόσταξε κάπως βίαια.
Αμήχανος πλησίασε κοντά της, έπιασε το πράσινο και διστακτικά άρχισε να το βάζει στο βουνό της.
-Χώστο , δεν υπάρχει πιο ευάλωτη έννοια από αυτή,! Χώστο, μπορεί κάποτε να την απαλείψουμε από το λεξιλόγιο των σάπιενς, βάλε και την ξυλένια σου στο μαύρο μου. Έλα καυλιάρη, δεν μπορείς;
Χωρίς να το καταλάβει είχε διεγερθεί. Ο ξύλινος του είχε σηκωθεί ξανά,έβγαλε το αγγούρι από το βουνό, το βαλε στο μαύρο κι έχωσε το ξύλο τουστην ανοιγμένη τρυπίδα.«Ααααα! Έτσι πούστη μου- αυτή κι αν είναι μια λέξη! ούρλιαζε η Αγγέλα ενώ αυτός προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις του, μέσα-έξω, έξω –μέσα, μια το πράσινο στον βουνό, μια ο ξύλος στο μαύρο και εναλλάξ, ένιωθε μια άγρια, πρωτόφαντη περίπατο κι έσκισαν και οι δυο μαζί, ουρλιάζοντας σαν ζώα τον τελευταίο νόμο της ύπαρξης, έτσι που τελειώνοντας, την καταπλάκωσε με το βαρύ σώμα στην πολυθρόνα με το πράσινο ακόμα στο βουνό της, ντράπηκε με τα γενόμενα, σηκώθηκε, πήγε να κατουρήσει και γύρισε.
Την βρήκε ανασηκωμένη να κάνει τσιγάρο.
-Έχεις τσιγάρο; ον ρώτησε.
Έγνεψε ναι κι έβαλε ποτά.Κάθισε απέναντι της, άναψε τσιγάρο.Ρούφηξαν μια γουλιά, το ουίσκι τους έκαψε τον λαιμό.
-Δεν σου άρεσε; τον κοίταξε με νόημα ήρεμη.
-Δεν ξέρω.Με μπέρδεψες.
-Γιατί αγόρι μου; Το σεξ έχει πολλές αποχρώσεις.Σοφτ εντ χάρτ. Μαλακό και σκληρό.Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πράξεις, κρυβόταν.Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός, ήταν απομονωμένος σε ένα μικρό γκέτο. Σήμερα, η σεξουαλική απελευθέρωση, επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα. Εκτός από την σωματική, την σαρκική διάσταση, υπάρχει και η φαντασιακή διάσταση…
Αυτός την άκουγε με ανοιχτό το στόμα αλλά εν μέρει συμφωνούσε μαζί της. Είχε δει και κάτι ανάλογες σκληρές τσόντες αλλά, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το ζεις.Ύστερα, αναρωτήθηκε τι άλλο θα του ζητούσε.
-…σκεφτόμαστε πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες των πράξεων μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο που μας ευχαριστεί. Θέλω τώρα να με δείρεις: Έλα, ξεκίνα! συνέχισε την διάλεξή της κι άφησε το ποτό.
Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά καθώς τον διέταζε ξανά, πήγε κοντά της.
-Χτύπα ρε! του είπε και η ίδια προσπάθησε να τον χτυπήσει στα στρόγγυλα, εκεί που ο ανήρ πονάει αδιόρθωτα.
Τραβήχτηκε, αλλά τον βρήκε λίγο και πόνεσε.Την κοίταξε στα μάτια νευριασμένος που γελούσε και της έσκασε ένα σκαμπίλι.
-Χτύπα ρε καριόλη! Χτύπα ρε παλιόπουστα. Αφού δεν μπορείς να αγαπήσεις, χτύπα. Ούτε να γαμηθείς μπορείς.
Λες και τον οδηγούσε να κάνει ότι ήθελε-σαν ρομπότ-την χτύπησε στην μούρη αυτή την φορά. Έβγαλε αίμα, ούρλιαξε, κουλουριάστηκε στο δάπεδο. Σηκώθηκε και του επιτέθηκε σαν τίγρη. Τον γρατσούνισε στο στήθος, μάτωσε, μπλέχτηκαν σε έναν άγριο καυγά, αδίστακτο. Ήταν δυνατή, πάλευε με όλες τις δυνάμεις της.Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει στο δάπεδο.Της έσφιξε τα χέρια στην έκταση από τους καρπούς, καθισμένος στην κοιλιά της και την ένιωσε να παραλύει, να παραδίδεται.
-Παραδίνομαι, του είπε βάζοντας τα κλάματα.Πούστη, παραδίνομαι, κάνε με ότι θέλεις. Κι άνοιξε τα πόδια της σε τέλεια παραδοχή.
Αυτός, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια και αργά-αργά ξαναμπήκε μέσα της. Μέσα στα άδυτα του αίματος της.
Το αίμα είχε ξεραθεί στα σώματα τους, ο ιδρώτας της φαντασίας τους αναμίχθηκε σε μια παράξενη κίνηση. Σπάσανε τα όργανα τους, τσακίστηκαν στην αχαλίνωτη ηδονή.Οι μασχάλες τους, γεμάτες άσπρο ιδρώτα, τα στόματα κολλημένα σε ένα απεγνωσμένο φιλί. Τα μάτια συναντιόταν στο υπερπέραν, βούλιαζε η θύμησή τους σε ένα πράσινο λιβάδι, γεμάτο παπαρούνες. Ένα απέραντο λιβάδι ευτυχίας, στο μέτωπο του άντρα, που συνέχιζε ακούραστα να δουλεύει το κουρασμένο όργανο του στο μουλιασμένο αιδοίο, που είχε γίνει πια, μια άμορφη μάζα, διψασμένη για νερό, για χώμα, για ότι υπήρχε και δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας
ΤΕΛΟΣ



 

 







 

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΊΕΣ

 


 

Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμασμένες χήνες θα οδηγηθούν στην κουζίνα, το καρβέλι θα ξεραθεί, η σούπα που αχνίζει θα κρυώσει και τα φρούτα θα σαπίσουν ή θα καταναλωθούν. Εύθραυστα και προσωρινά, πόσο θα ευτυχίσουν τα κρύσταλλα και οι κομψές πορσελάνες;

Η Νεκρή Φύση μπορεί να μην παραπέμπει στο απόλυτο δευτερόλεπτο της φωτογράφισης, μιλά όμως εξίσου για τη φευγαλέα παρουσία των εκτεθειμένων, για το αστραπιαίο πέρασμα τους. Είναι το επιλογικό μέρος του μεγάλου κειμένου της φύσης, η ταυτότητα της βραχύβιας ύλης.

Αυτά σημειώνει ο Κώστας Μαυρουδής στο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΊΑ, που έπεσε τυχαία στα χέρια μου και εν μέρει δε θα διαφωνήσω, απλά θα προσθέσω, πως, οι νεκρές φύσεις έχουν κάτι μοναδικό, κάτι σπάνιο: να προσδίδουν μια ανέλπιστη χαρά στη βάση της φιλοσοφίας που φυσιολογικά είναι απαισιόδοξη. Προσωπικά είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι μ αυτό το είδος ζωγραφικής και με κεντρίζει ιδιαίτερα, ενώ δεν το περίμενα εξ αρχής, όταν δημιούργησα την πρώτη, τέτοια εικόνα. Κάτι ήσυχο, κάτι ξεχωριστό. Ένα συναίσθημα ωραιότητος ενός κόσμου που δεν είναι.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

200 ΧΡΌΝΙΑ ΧΩΡΊΣ ΦΟΥΣΤΑΝΈΛΑ

 

 


 

Η βάση του παγκόσμιου πολιτισμού είναι η Ελληνική γλώσσα και, "ότι πιο ωραίο έχουν πει οι άνθρωποι, το έχουν πει στα Ελληνικά" μας λέει ο Διογένης και συμφωνεί και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Πρέπει να διαφυλάξουμε το παρελθόν γιατί διαφορετικά θα χάσουμε τη μνήμη μας-χωρίς το παρελθόν δεν υπάρχει παρόν και πόσο μάλλον το μέλλον.
Στο παρόν, απαράδεκτα τα μέτρα κατά της διδαχής στα σχολεία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών. Απαράδεκτα τα μέτρα για την απαγόρευση των καλλιτεχνικών μαθημάτων στα σχολεία και εντελώς απαράδεκτα τα ΜΜΕ σε όλα τα επίπεδα για τον παραγκωνισμό των Ελληνικών στις ανακοινώσεις στα προγράμματα, στις επικεφαλίδες. Δεν βλέπεις τίποτε άλλο από Αγγλοαμέρικάνικα ακόμα και στα κρατικά κανάλια! Κατά τ άλλα απορούμε που τα παιδιά δε γνωρίζουν Ελληνική ιστορία, μυθολογία, δεν ξέρουν τίποτε για τον Ελληνικό πολιτισμό κι έτσι οι επόμενες γενεές αν συνεχίσουμε έτσι, θα χάσουν την επαφή με τον πολιτισμό και θα γίνουν αχυράνθρωποι, θα γίνουν επιχειρηματικές μονάδες. Τίποτε άλλο.
[Κατά τ άλλα διακόσια χρόνια χωρίς φουστανέλα είναι πολλά! και με φανφάρες γιορτάζει ο Ελληνισμός κι όλος ο κόσμος τιμάει εκείνους που έκαναν αυτή την ηρωική επανάσταση.]

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΜΥΤΕΣ

 


 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΛΑΚΗ

Είχε αρχίσει να τον παίρνει η κάτω βόλτα. Παρέπαιε σε μπαρ, με φίλους εφήμερους, γυναίκες της μιας μέρας, ζωή της μιας δεκάρας. Χρειαζόταν πολύ ποτό, τώρα πια, για να αντέχει την πραγματικότητα.Του φαινόταν αστείο στα σαράντα δύο του να ψάχνει για δουλειά. Ξυπνούσε το πρωί και δεν ήξερε γιατί ζούσε. Το ποτό μεγάλωνε την κατάθλιψη του και όλα έμοιαζαν μαύρα. Μαύρο το ντιβάνι, μαύρο το ταβάνι της οροφής, μαύρο το πάτωμα της μικρής γκαρσονιέρας που έμενε, αφού είχε να σφουγγαρίσει καιρό, μήνες.
Αυτός, ένας ακραιφνής εραστής, είχε καταντήσει έτσι ! Περίγελος του εαυτού του.
Για τους άλλους δεν τον ένοιαζε, τον εαυτό του δεν μπορούσε να κοροϊδεύει. Αλλά στο κάτω της γραφής, τι είναι η ζωή; Δεν πάει στο διάολο; Δεν θα μείνουμε εδώ αιώνια.
Έτσι άρχιζε να σκέφτεται μόλις έπινε το πρώτο ποτήρι κονιάκ ή τσίπουρο χαμαιτυπείου. Κι έφτυνε κόκαλα αιμάτου.
Βρισκόταν στις παρυφές του Πειραιά. Της επαρχίας των Αθηνών. Βρωμιά, καταγώγια, υπολείμματα ανθρώπινης φυλακής κα μιζέριας.
Σερνόταν ή υποκρινόταν πως σέρνεται;
Από καιρό, πήγαινε στο καφενείο της λαϊκής. Πίσω από καφάσια, στραβολαιμιασμένες γυναίκες, ανήμπορους γέροντες, κρυβόταν η αξιοπρέπεια της χαμένης ζωής. Μόλις τον έβλεπε ο καφετζής, έπιανε την κοιλιά του και του έβαζε ποτό. Τσίπουρο ή ούζο.
Είχε μισό μάτι και μισό μυαλό. Αραγμένος στην στεριά, καπετάνιος της ζωής πια, ο κυρ-Βασίλης ο Δαμδινόπουλος. Είχαν μια περίεργη σχέση συμπάθειας. Φυσικά τους ένωνε το ποτό. Ο Κυρ-Βασίλης ήταν μέρα-νύχτα με ένα τσίπουρο στο χέρι.
-Που το έχασες το μάτι γέρο; Τον ρωτούσε καμιά φορά ανεξέλεγκτα.
-Γέρος είσαι και φαίνεσαι! Νευρίαζε στα αλήθεια κι έκανε κανένα μισάωρο να του μιλήσει.
Ύστερα, αφού απόμεναν μόνοι στο καφενείο, καθόταν στο τραπέζι του.
-Τι να σε κάνω ρε διάολε, έχε χάρη που σε αγαπάω, αλλιώς…
Και του έλεγε κάθε φορά μια διαφορετική ιστορία. Μια πως τον τύφλωσε ένας δυναμίτης, δύο πως πάλεψε με έναν ξιφία σε κάποιο ναυάγιο, τρία πως του το έβγαλε μια πουτάνα στο Ρίο… και πάει λέγοντας.
Δε ήταν πολύ μεγάλος-εξηντάρης αλλά ναυάγιο της ζωής. Μόνος, χωρίς παιδιά, χωρίς σκυλιά, χωρίς κανέναν να νοιάζεται γι αυτόν, είχε καταφέρει να φτιάξει αυτή την τρύπα στην Λαϊκή, να μπεκροπίνει και να ψευτοζεί.
Εκείνο το μεσημέρι, κατά τα συνηθισμένα, τσακώθηκαν λίγο.
-Δεν σου βάζω τσίπουρο, ξέρεις πόσα χρωστάς; Του είπε
-Βάλε μου ούζο, βρήκε την διάθεση να αστειευτεί. Ούζο χρωστάω;
Και τον μπέρδεψε. Έξυσε το κεφάλι του, κοίταξε τα δεφτέρια.
-Όχι, είπε. Ούζο δεν χρωστάς…
-Ε, φέρε ούζο τότε!
Και σκάσανε και οι δυό στα γέλια.
Έτσι τους βρήκε η χοντρή. Σκασμένους.
Την κοίταξαν και γέλασαν ακόμα περισσότερο.
Η χοντρή, έψαξε γύρω της λίγο αμήχανη. Ύστερα γέλασε κι αυτή.
-Γιατί γελάμε ρε παιδιά; Ρώτησε και ξεκαρδίστηκαν χειρότερα.
Φορούσε μαύρα τζιν, πάνω κάτω. Με πιέτες, με πολλά κουμπιά και κουμπότρυπες που έμοιαζαν με τα μάτια της. Έτσι ήταν κι αυτά: δυό μαύρες μικροσκοπικές κουμπότρυπες.
Τα μαλλιά της, μακριά, δεμένα κότσο. Τα χέρια της στρουμπουλά, αφράτα, χούφτωναν το τσίπουρο, το κατέβαζαν με μιας.
-Σοφία, τους είπε. Απόφοιτος Γυμνασίου.
Κάθισε στο τραπέζι τους, ήπιε μαζί τους τον αγλέουρα.
-Τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε.
-Αγλέουρας είναι…άρχισε ο κυρ-Βασίλης. Τι είναι ρε αγλέουρας; Γύρισε σ’ αυτόν.
-Βαπόρι! Απάντησε σοβαρά έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
-Λέγε ρε, τώρα κι ας τα βαπόρια, έκανε ο παλιός καπετάνιος.
-Ξέρει; Ξέρει; Κατέβασε μια σαρδέλα ολόκληρη η Σοφία
-Ξέρει αυτός! Λέγε μωρή σαλμονέρα!
-Λοιπόν! Θέλετε αλήθεια να μάθετε τι είναι ο αγλέουρας; Ρώτησε αυτός.
-Ναι, ναι, έκαναν και οι δυο με ένα στόμα.
-Αγλέουρας είναι εμείς οι τρεις.
-Άστα αυτά. Αυτά τα ξέρουμε.
-Εντάξει, καλά έκανε. Είναι δηλητηριώδες φυτό.
-Έτσι μπράβο! Το ήξερα εγώ αλλά ήθελα να δω τι θα μας πεις, γιατί μας κάνεις τον έξυπνο, μισογέλασε ο κυρ-Βασίλης.
-Δεν κάνω τον έξυπνο, πουλούσα κάποτε εγκυκλοπαίδειες..
-Ε, και; Τον έκοψε η Σοφία.
-Τι ε, και, διάβαζα που και που κανένα λήμμα.
-Πρόβλημα θέλεις να πεις! Τον διόρθωσε
-Ναι, πρόβλημα. Ουφ! Βαρέθηκα. Πάμε να φύγουμε; Και κοίταζε την Σοφία.
-Άιντε να φύγετε, άιντε στο καλό, έκανε ο καπετάνιος.
Και πήρανε τα πόδια τους.
Η Σοφία, η τελειόφοιτος Γυμνασίου, είχε μια παλιά, μαύρη Χάρλει, αραγμένη απ’ έξω.
-Θα ανέβεις; Τον ρώτησε.
-Περίμενε,της είπε και με το ζόρι ανέβηκε πίσω της.
-Που πάμε; Τον ρώτησε μετά από λίγο που τριγύριζαν άσκοπα στα στενά.
-Πάμε να πιούμε, της είπε.
Σταμάτησαν στον πρώτο καφενέ που βρέθηκε μπροστά τους. Ήπιαν κι άλλο, έγιναν σταφίδα. Ούτε τι ώρα είναι ήξεραν, ούτε αν έπρεπε να φύγουν ή να μείνουν. Ο τελευταίος καφετζής, πήγε να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές αλλά, είδε τα κιλά της Σοφίας και μετάνιωσε. Θα τον έδερνε.
Σα να τον λυπήθηκε όμως και τον άφησε να ζήσει.
Κατά τις εννέα-δέκα το πρωί, προσπαθούσε να ελευθερώσει το δεξί του χέρι, από κάτι βαρύ που τον πλάκωνε. Απορημένος, έπιασε ένα τεράστιο μπούτι. Ανασηκώθηκε αναμαλλιασμένος. Σταυροκάθισε στο κρεβάτι και την κοίταξε με συμφορά.
Τι ήταν πάλι τούτο;
Έξυσε το κεφάλι του να θυμηθεί. Αδύνατον.
Μέχρι που πίνανε τα ουζοτσίπουρα στου κυρ-Βασίλη, καλώς. Μετά κενό αδιόρατο.
Ξανακοίταξε την χοντρή που, σα να κατάλαβε κάτι, τι είναι μωρό μου, είσαι καλά; τον ρώτησε κι αυτός ανατρίχιασε. Μωρό μου! Ωραίο μωρό είχε καταντήσει.
Τον έπιασαν πάλι οι μαύρες- πιο πολύ, τα πρωινά τον έπιαναν. Μαύρες σκέψεις, μαύρες γυναίκες, μαύρα ντουβάρια. Ντουβάρια παντού, σκέφτηκε και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Το στόμα του ήταν ξερό, η ανάσα του μύριζε ούζο και ναυτία. Άφησε την Σοφία να ροχαλίζει σαν δράκος και πήγε στην κουζίνα. Κάπου θα εύρισκε τα καφεδοκούτια, να φτιάξει μια στάλα καφέ.
Τα βρήκε ανάμεσα από τηγάνια, κατσαρόλες, σάπιες κυλόττες. Ξέπλυνε ένα τζιβέ, άναψε με χίλια ζόρια ένα λεριασμένο γκαζάκι, έφτιαξε δυο φλιτζάνια καφέ. Τα πήρε και γύρισε εκεί που ήταν σαλόνι και κρεβατοκάμαρα μαζί. Μια στάλα σπίτι, πώς να χωρέσει η χοντρή;
Και τι ήθελε αυτός τώρα εκεί;
Κάθισε στο σπασμένο τραπέζι, σε μια επίσης σπασμένη καρέκλα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο και συγκρατήθηκε να μην βήξει, μην την ενοχλήσει στον ύπνο της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια καράφα. Την μύρισε, είδε που ήταν τσίπουρο, έβαλε λίγο μέσα στον καφέ.
-Βάλε κι εμένα μωρό μου, διέκοψε το ροχαλητό η Σοφία και ξανακοιμήθηκε αφήνοντας τον με ανοιχτό το στόμα.
Τέτοιο ροχαλητό δεν είχε ξανακούσει..ούτε μπουλντόζα χαλασμένη.
Ήπιε το καφετσίπουρο, έβαλε στο φλιτζάνι λίγο ακόμα, άναψε ένα άλλο τσιγάρο. Θυμήθηκε μερικές σφήνες από το βράδυ. Ειδικά εκεί που προσπαθούσε να την γδύσει-πότε ντύθηκε μετά;- κι αναγούλιασε με τον εαυτό του. Να κυλιέται με μια τέτοια γυναίκα; Απόρεσε κι άλλο με τον εαυτό του. Ή ηλίθιος ήταν ή αλλοπαρμένος, δεν εξηγιέται διαφορετικά. Αυτός ένας ακραιφνής εραστής, ένας εραστής του διαβόλου και της κόλασης, πως τα κατάφερνε τώρα έτσι;
Κάποια στιγμή, ξύπνησε η Σοφία. Αναμαλλιασμένη, ξεκούμπωτη, με κάτι βυζιά να σέρνονται, σχεδόν μέχρι τον αφαλό, ανάμεσα από ροζ πιζάμες, ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να τον κοιτάξει. Πήρε τον καφέ, τον ήπιε μονορούφι.Άναψε τσιγάρο.
-Τι μέρα είναι; Σήκωσε τις κουμπότρυπες και τον κοίταξε.
-Κυριακή, της γέλασε.
-Γιατί γελάς; Μήπως είσαι γελοίος;
Γελαδερός θα ήθελε να πει. Τι να της έλεγε;
-Κι απ’ τα δύο, ομολόγησε με ειρωνική διάθεση.
-Μη με ειρωνεύεσαι..τον παρακάλεσε.
-Δεν ειρωνεύομαι εσένα, της απάντησε.
-Πάμε να φάμε κάτι; Ψοφάω της πείνας.
-Δεν έχω λεφτά.
-Έχω εγώ μωρό μου, μη σε νοιάζει. Και τον αγκάλιασε.
Φύγανε. Μεσημέρι ήτανε πάλι. Πέρασαν απ’ του Κυρ- Βασίλη, ήπιαν δυο, τρία, τέσσερα τσίπουρα και ξαναφύγανε.
Σταμάτησαν παρακάτω σε μια ταβέρνα. Στρώθηκαν στο φαΐ και στο κρασί.
-Τι δουλειά κάνεις; Τον ρώτησε
-Ήμουνα ξυλουργός.
-Α, ωραία δουλειά. Γιατί δεν δουλεύεις τώρα;
Την κοίταξε με κορακίσια μάτια. Ύστερα σκεφτικά.
-Καλή ερώτηση. Γιατί δεν δουλεύω τώρα… Δεν βρίσκω. Στα ξυλουργεία έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπήκαν κι εκεί τα κομπιούτερ, ήρθαν οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί…
-Έλα στου Ρέντη, στην αγορά, εκεί δουλεύω εγώ. Κουβαλάω καφάσια. Μισό ευρώ το καφάσι.
-Μισό ευρώ το καφάσι;Πολλά είναι…
-Ναι αλλά δεν μπορείς να κουβαλήσεις παραπάνω από πενήντα- εξήντα καφάσια..
-Γιατί; Απόρεσε.
-Γιατί, δεν βρίσκεις. Είναι πολλοί, όπως είπες κι εσύ. Κούρδοι, Κινέζοι Έλληνες..
Κουβαλάνε και οι Κινέζοι καφάσια; Είπε ηλίθια.
-Έλα εκεί που θα πάμε και θα δεις. Το βράδυ, θα δεις.
Πριν από το βράδυ, ήπιαν κι άλλο. Καβάλησαν με χίλια ζόρια την παλιά Χάρλει κι έφτασαν στο σπίτι της. Μπήκανε μέσα σ αυτήν, σε άθλια κατάσταση και την πήδηξε. Ούτε καταλάβαινε γιατί το έκανε και πως το έκανε. Έψαχνε να βρει το μαύρο της χοντρής Σοφίας. Μια ζωή το αυτό έψαχνε. Ένα κομμάτι κρέας. Θα σου δώσω και κρέας. Ποια το είχε πει αυτό; Πετυχημένο ήταν.
Η Σοφία ήθελε κι άλλο. Τι να έκανε αυτός; Την ξαναπάτησε στο δάπεδο ώσπου αυτή αποκοιμήθηκε.
Απόκαμε, γύρισε ανάσκελα, να κοιτάζει το μαυρισμένο ταβάνι. Μύγες του φάνηκε πως είχε. Ανάμεσα από μύγες, κίτρινα χρώματα της ώχρας, χοντρά πόδια και βλοσυρές σκέψεις, του ήρθε να την σκοτώσει.
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Γιατί να την σκοτώσει; Τι του έκανε; Τίποτε.
Παρ όλα αυτά ένιωθε έντονη την επιθυμία να τον σκοτώσει. Αν έπαιρνε ένα μαχαίρι από την κουζίνα… και κοίταξε κατά εκεί. Αι στο διάολο, σκέφτηκε. Κοίτα να δεις που το έπαιρνε σοβαρά!
Αλλά το πράγμα ήταν όντως σοβαρό. Αν σηκωνόταν την νύχτα υπνοβάτης, και ήθελε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του;
Του ήρθε να το βάλει στα πόδια. Έκανε να σηκωθεί, το ημίδιπλο κρεβάτι, έτριξε απεγνωσμένα.
Ανακάθισε πάλι, που να πήγαινε; Εξ άλλου, σε λίγες ώρες θα έπιανε δουλειά στα καφάσια…
Σηκώθηκε σιγά-σιγά, περπατώντας στις μύτες. Πήγε στην κουζίνα να βάλει ένα τσίπουρο. Καθώς γέμιζε το ποτήρι, είδε το σουβλερό μαχαίρι στον νεροχύτη κι ανατρίχιασε. Άφησε το ποτήρι και το πήρε στα χέρια του. Ανατρίχιασε περισσότερο. Αυτός δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι, σκεφτόταν τώρα να σκοτώσει άνθρωπο; Πως σκοτώνουν έναν άνθρωπο;
Έκοψε μια φέτα ξεραμένο ψωμί-ποιος ξέρει από πότε ήταν εκεί- και το φερε στο στόμα του με μορφασμούς αηδίας. Έφαγε μια μπουκιά, άφησε το μαχαίρι στην άκρη, σμίγοντας τα φρύδια. Όχι, δεν θα την σκότωνε, τουλάχιστον τώρα.
Ήπιε το τσίπουρο, ξαναήρθε στην πραγματικότητα. Πήγε στο κρεβάτι και σιγά-σιγά, βούλιαξε στην ανυπαρξία του ύπνου.

Στην αγορά του Ρέντη, η νύχτα ήταν ένα απίθανο πανηγύρι. Αν δεν ήξερες, δεν θα καταλάβαινες τι συμβαίνει.Ποιος πουλάει ποιόν…ποιος αγοράζει, τι αγοράζει και ποιος κλέβει τον πελάτη ή τον έμπορο και τανάπαλιν. Ένας συφερτός κόσμου, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα.. Αυτοκίνητα παντός είδους, φόρτωναν, ξεφόρτωναν, έρχονταν, έφευγαν.
Η Σοφία φώναζε, διαλαλούσε την δουλειά της.
-Καφάσιααα!…φορτώνω, ξεφορτώνω…καφάσιααα!!!
Αυτός δίπλα της, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Μούσκευε στον ιδρώτα-Καλοκαίρι καιρός ήτανε.
Αφού τέλειωσαν και ξημέρωνε, κάθισαν στο βάθος, σ’ έναν καφενέ να πιούνε μια ρετσίνα, του είπε η Σοφία.
-Έχει και πατσά! Θέλεις;
-Καλοκαιριάτικα πατσά; Ούρλιαξε αυτός.
-Καλά, καλά, πως κάνεις έτσι μωρό μου, δεν σε σφάξανε. Εγώ θα φάω
Την παρατηρούσε που έτρωγε με μεγάλες κουταλιές αυτό το πράγμα που έλεγε πατσά και βρωμούσε βοώδικα. Σκέφτηκε πως είχε δίκιο που ήθελε να την σκοτώσει.
Η Σοφία, αφού απόφαγε ήπιε μια κούπα μαύρη ρετσίνα.
-Στην υγειά σου μωρό μου
-Στην υγειά σου, της είπε καθαρίζοντας ένα κρεμμύδι.
-Θα βρωμάς με το κρεμμύδι, του παραπονέθηκε και ξεράθηκε στα γέλια.
-Έλα να μετρήσουμε τα ευρώ, ξέφυγε κι αράδιασε ένα σωρό κέρματα στο τραπέζι. Έβγαλα τριάντα ευρώ, συνέχισε, δηλαδή εξήντα καφάσια. Εσύ;
Μέτρησε τα δικά του φραγκοδίφραγκα.
-Δέκα πέντε ευρώ, είπε με συντριβή.
-Μην κάνεις έτσι, τον παρηγόρησε. Εγώ την πρώτη φορά, δεν είχα κουβαλήσει ούτε δέκα καφάσια. Αύριο θα πας καλύτερα.
Δεν ήξερε αν θα υπήρχε αύριο σ’ αυτήν την δουλειά. Γενικά δεν ήξερε αν θα υπάρχει αύριο και μελαγχόλησε.
-Μην χάνεις το κέφι σου, μωρό μου, του έλεγε η Σοφία και τον έπιανε περισσότερη απελπισία.
Πέρασαν τρεις, τέσσερις μέρες σ αυτόν τον ρυθμό. Την νύχτα φορτοεκφορτωτής στην αγορά του Ρέντη, τα ξημερώματα, έρωτα και ύπνο στης Σοφίας κι ύστερα, τα απογεύματα, μπεκρουλιό, εδώ κι εκεί. Ωραία ζωή!
Ένα από αυτά τα απογεύματα, είχαν πάει στον κυρ- Βασίλη τον Δαμδινόπουλο.
-Καλώς τ αρχ… πήγε να πει και τον πρόλαβε. Του κλεισε το στόμα.
-Μην το πεις! τον απείλησε.
-Καλά ρε! Θα με πνίξεις, έκανε σκασμένος. Γεια σου Σοφία, γύρισε στην χοντρή.
Κάθισαν κι έπιναν.
Κάποια στιγμή, δεν θυμάται πως ήρθε η κουβέντα, πρώτα του είπε πως είχε ένα οικόπεδο στο Πέραμα κι ύστερα πως είχε και έναν αδερφό που μπαρκάριζε στα καράβια. Το οικόπεδο το είχαν μισό-μισό.
-Έχω περιουσία, μη νομίζεις..ολοκλήρωσε. Εγώ θέλω να το πουλήσω, ο αδερφός μου, όχι, κι έτσι έχουμε γίνει μαλλιά κουβάρια.
-Και τι θέλεις τώρα από μένα; Αναρωτήθηκε περισσότερο.
-Ε, πως, να του μιλήσεις κι εσύ…άντρες είστε.
Ως εκεί είχαν φτάσει τα πράγματα, μέσα σε μια βδομάδα που την γνώριζε. Έκανε όνειρα η Σοφία κι αυτός τα βράδια, προσπαθούσε να ξεφύγει από την επιθυμία του να την σκοτώσει. Χτες είχε σκεφτεί να την πνίξει αλλά κατάφερε να γλιτώσει, επειδή τον απορρόφησε η σκέψη του οικοπέδου. Αν πουλούσαν το οικόπεδο, θα είχε κι αυτός οικονομικά οφέλη. Έπειτα θα έβλεπε πως θα ξεγλιστρούσε.
-Ο Αντώνης, θα έρθει αύριο, του είπε εν ευθέτω χρόνο.
-Ποιος είναι ο Αντώνης;
-Ο αδερφός μου καλέ!
Ήρθε όντως και τους βρήκε. Ήταν ένας κοντοτσούπωτος, νταβραντισμένος, αναλφάβητος του λιμανιού.
-Άκου να σου πω, του είπε απερίφραστα. Δεν μου αρέσεις! Κι όταν λέει ο Αντώνης δεν μου αρέσεις, σημαίνει να πάρεις τον πούλο. Δεν κάνεις για την αδερφή μου, κατάλαβες;
Η Σοφία πήγε να αντιδράσει.
-Μα, Αντώνη…τόλμησε.
-Εσύ, μη μιλάς! Σκάσε! Και της έχωσε δυο μπουνιές και δυο κλωτσιές.
Αυτή, έβαλε τα κλάματα, κάθισε στην άκρη αμίλητη. Ούτε αυτός μίλησε. Αγριοκοίταζε βέβαια, τον κοντοτσούπωτο- δεν ήταν από αυτούς που φοβούνταν- αλλά πιθανώς τον βόλευε έτσι. Ήταν ευκαιρία να την κάνει. Γι αυτό, χτύπησε τάχα φιλικά τον καραβίσιο στην πλάτη.
-Έχεις δίκιο, ρε, του είπε. Έχεις δίκιο.
-Μπράβο! Τώρα είσαι μάγκας. Και του έτεινε το χέρι.

Αυτός, δεν έδωσε το δικό του. Τον κοίταξε μόνο με σημασία στα μάτια και του γύρισε την πλάτη. Πήρε περίλυπος τους δρόμους του λιμανιού, ενώ πίσω του η Σοφία, έσκουζε με μαύρο δάκρυ.
ΤΕΛΟΣ



 

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΓΡΆΨΕ ΣΤΟΝ ΆΝΕΜΟ

 


 

Ωραίο είναι να ερωτεύεσαι την ποίηση ή την ποιήτρια.

 Μάγκες, η ώρα πλησιάζει δέκα. Κυρίες η πραγματικότητα είναι αυτή που σας αρέσει. Βασιλικός θα γίνω στο παρεθύρι σου. Ας κουβεντιάσουμε πεζά: ποιους ενδιαφέρει η ποίηση; Έχει καμιά ιδιαίτερη αξία στη ζωή σας; Όχι, ρωτάω μήπως πεθάνετε χωρίς αυτήν! Πιστεύω πως κάτι αιωρείται αόριστα στο δέκα τοις εκατό. Απλά όταν έχει ομοιοκαταληξία γίνετε τραγούδι για τους πολλούς. Μίλα.

χειρίζομαι τις λέξεις λεπτής ειρωνείας απέναντι στους πραγματικά άξιους ποιητές. Ο Όμηρος κατά τ άλλα δείχνει μια ανεκτικότητα στα πάθη και στα λάθη των θεών αλλά κι απ τους ήρωες επαινεί πιότερο τους κραταιούς. Αλλά εμένα με νοιάζει πόσο δίκαιος και πόσο άδικος μπορεί να είναι ένας ποιητής και φυσικά ο Όμηρος δεν είναι επαναστάτης! για όσους μπορούν να τον συλλαβίζουν! [κατά βάση αυτός ο Όμηρος δεν μπορεί να είναι ένας.]
έχω μελετήσει τον Όμηρο αρκετά μπορώ να πω, ειδικά εκείνα τα χρόνια της Τρίτης Γυμνασίου και Α Λυκείου με καθηγητή έναν εξαίρετο Ομηριστή τον Ζαγκελίδη. Εν πρώτης εγώ δεν πιστεύω πως ο Όμηρος ήταν ..ένας. Βασιζόμενος στις παραδόσεις πως εφτά πόλεις μαίρνοντο-όπως το θυμάμαι ηχητικά το ρήμα-δεν ξέρω και δεν ανοίγω το Γκουγκλη για περαιτέρω- που σημαίνει, ερίζουν, τσακώνονται για την καταγωγή του Ομήρου, μεταξύ τους η Μίλητος, η Αλικαρνασσός, η Σμύρνη, που σημαίνει ότι στους αιώνες που τα έπη τραγουδιόνταν από τους αοιδούς και δεν ήταν καταγραμμένα, φαντάζεσαι έναν μόνο ποιητή να επαναλαμβάνει συνέχεια τις ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας; μέχρι την εποχή του Πεισιστράτου που αναθέτει στους γραφιάδες του, αυτή την πραγματικά μεγάλη πράξη. Με βάση τη λογική ο Όμηρος δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Στην ουσία είναι κάτι σαν παραδοσιακή ποίηση μεταδιδόμενη από στόμα σε στόμα. [Στα Ομηρικά έπη η βάση της θρησκείας είναι καθαρά πολυθεϊστική και τελείως ανθρωπιστικές πολλές φορές οι δυνατότητες και τα μειονεκτήματα των θεών]
 
Και στον Όμηρο απλά οι αοιδοί εξυμνούσαν τα κατορθώματα των πλουσίων. Επίσης ο εξαίρετος Καβάφης γι αυτούς ομιλεί . Ο Ελύτης άξιος ποιητής ήταν φτωχός, με την έννοια της απλούστευσης της φτώχειας απέναντι στους Αλεπουδέληδες των σαπουνιών ή ο Σεφέρης απέναντι στη διπλωματική εξουσία, επίσης ο Ρίτσος, ο Λόρκα. Θέλω να πω πως η ποίηση είναι επαναστατικό γεγονός που τέτοιο δεν μπορεί παρά να το έχει ένας γεννημένος Νταλί.
[Ζωγραφίζοντας σήμερα προς χάρη μιας φίλης αυτόν τον Νταλί, μια τέτοια μέρα αφιερωμένη στην Ποίηση, σίγουρα σκέφτομαι πως ο άτιμος έκανε τα όνειρα ζωγραφική, Μικρός και μέγας ο κόσμος του.] Καλησπέρα σε όλους τους ποιητές!
 
Ανοίξαμε μια τρύπα στον ουρανό
χαρίζοντας το γέλιο των μικρών που χαμογελούν με νόημα
μη ξέροντας για τους στίχους του Ελύτη παρα μόνο λέξεις που φεύγουν στο κενό
ακολουθώντας τη ροή του ποταμού
της θάλασσας ή της άκρης πως ένας αγαπημένος Καρυωτάκης
όσο κι αν προσπάθησε δεν πνίγηκε
σ αυτό το κομμάτι του υπαρξιακού α- νοήματος της ζωής.

 
 

 

ποίμα για μια αγάπη χαμένη: ΠΊΝΩ ΚΌΚΑ-ΚΌΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ 2

   Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...