Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΊΑ ΤΗς ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ. Τίτλος βιβλίου. Τι να γράψω; Λάσλο Κρασναχορκάι . Ελάχιστοι από εσάς μπορούν να προφέρουν τ όνομα του, πόσο μάλλον να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, ούτε κι εγώ τον ήξερα, ίσως είχα διαβάσει κάπου, κάποιες βασανιστικές του εκφράσεις αλλά τώρα που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έριξα μερικά βλέφαρα στις κριτικές, σε κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία του. Ο τύπος είναι μισάνθρωπος, κατεβάζει πολύ χαμηλά το πήχη της όποιος καλυτέρευσης, κανένα έργο του δεν έχει χαπι εντ. Η ελπίδα αποτελεί σφάλμα, μας τονίζει κάπου και αλλού καταστρέφει το σύμπαν με μια υπαρξιακή αναζήτηση τύπου Κάφκα και κοντά στον Όργουελ, σε δυστοπικούς χώρους. Ενδιαφέρον. Θα διαβάσω βιβλία του;
Ρε
αλευροπίτουρες, θα πέσω απ το τρένο, δεν
γίνεται αλλιώς.
Τι είναι αυτά που σας
ταίζουνε κάθε μέρα και δεν μεγαλώνει
το πουλί σας; Αντρών τε και γυναικών;
περισσότερο των αντρών τε,
που κάνουν
και τους νταήδες.Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; έτοιμο το
΄χουνε στο στόμα. Ποιος είσαι ρε μεγάλε; Σιγά μην σε κατεβάσω
απ το τρένο, γιατί τέτοιος μαλάκας που
είσαι, τέτοια σε ταίζουνε...
Εμ, τι
περίμενες; χαβιάρι; φάε τώρα μαύρο αχινό
και βούλωστο!
Μην βγάλεις μιλιά, γιατί
όσο μιλάς τόσο σου μπαίνει. Κι αφου δεν
ξέρεις τίποτε για τους ανθρώπους της
ερήμου τι σε νοιάζει πόσοι σκοτώθηκαν
κι όλο ρωτάς; Σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες,
λες κι
απορείς, πως σκοτώνονται τόσο εύκολα
οι Αραβάδες; Ναι, οι
Αραβάδες ρε, αυτοί
που κατοικούνε αιώνες στην άμμο και
τρώνε
από δαύτη. Περιμένουν μάλιστα, να
περάσει από κει και κανένας
Λώρενς της
Αραβίας[ τον έπαιζε αυτός ο πούστης ο
Πήτερ Οτούλ, μέγιστος ηθοποιός] μήπως
και τους αλλάξει τον αδόξαστο στην
επανάσταση. Αλλά που να καταλάβεις εσύ
από επανάσταση.
Εσύ έμεινες ακόμα στο
1821, ενώ οι Αραβάδες, που είναι πιο
πίσω,
τον γάμησαν τον Καντάφι. Αϊτή την
σκατόφατσα τόσων
χρόνων δικτάτορα. Αλλά
έχουν οι καιροί γυρίσματα και θα τα φάει
τα μούτρα του ο Καντάφι. Δεν το πιστεύω
πως τον είχε υμνήσει
ο μεγάλος Αντρέας
Παπανδρέου, θα μου πεις εδώ ύμνησε ο Τάσος Λειβαδίτης τον Στάλιν, αλλά έτσι
είναι τα πράγματα. Αλλάζουν
καθ οδόν.
Κατάλαβες τώρα αλευροπίτουρα; Δεν τρέχει κάστανο πόσοι Λίβυοι σκοτώθηκαν. Για τα μάτια του κόσμου. Πως λέμε ήρθε μια γριά απ΄το Βόλο και της έκοψαν τον κώλο; Έτσι.
Αν, όμως
ρε αλευρωμένε Έλληνα του μεσονυχτίου σκοτωνόταν
κατά τύχη κανένας
δυτικοευρωπαίος, ξέρεις τι θα γινόταν
στην
Λιβύη; Θα της έκαιγαν όλον τον κώλο
...Δέκα χιλιάδες νεκρούς!
σιγά τα αίματα.
Δεν κοστίζουν τίποτα αυτοί. Φωνάζει ο
κάθε
Βαρεμένος στο τηλεκάναλο κάποιον
άλλον Ελληνίδα που γεννήθηκε
εκεί και τον
ρωτάει όλη η χάβρα του πάνελ:Πείτε μας
την γνώμη
σας θα φύγουν οι Λίβυοι απ τη
χώρα τους; Και καίγεται ο κωλαράκος τους
μήπως ανηφορίσει κανένα εκατομμύριο κατά πάνω στας Ευρώπας.
Και περιμένουν
απάντηση από τον ανθρωπάκο που πήγε
μετανάστης
στην χώρα της άμμου, και τον
έχωσαν χρόνια κάτω απ΄αυτήν στα
ορυχεία,
να τους εξηγήσει την κατάσταση. Είναι
να μην βαράς
το κεφάλι σου στον τοίχο;
Ανάλυση για ένα έργο μου, στην πραγματικότητα σημαίνει πολλά. εδώ ο κλονισμός του ανθρώπου είναι γυναίκειος-θα μπορούσε να είναι άντρας, έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα; ο κλονισμός της ανθρώπινης ουσίας, ο άνθρωπος μόνος που συναντάει ντουβάρια, είναι τόσο απλό να το δείξεις;. η άλλη αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν τον τρόμο του σεισμού και της φυλακής γι αυτό έφτιαξα το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα στο βάθος. φαντάζεσαι να είσαι μόνος με τα ντουβάρια; ζωγραφίζω με μια ιδέα όχι πως θα καλυτερεύω τον κόσμο, ούτε πως θα αφήσω ένα μήνυμα, χτες ο άλλος μου είπε πως δεν είμαστε φίλοι και το τόνισε τρεις φορές, όντως δεν είμαστε φίλοι αλλά γι αυτόν τον πίνακα μπορώ να πω πολλά ή όπως μου ζητάτε να μην πω τίποτε και να αφήσω να μιλάει ο πίνακας και έχετε δίκιο-πάντα οι άλλοι έχουν δίκιο και να σου πω μια άλλη αλήθεια για αυτό το έργο; παρ ότι είναι μελαγχολικό και απόμερο εκπέμπει μια τρύπια αισιοδοξία [η ζωγραφική δεν είναι παίξε γέλασε, είναι αγώνας μεταξύ δούλων και αφεντικών, όπου ο ζωγράφος οφείλει να είναι ο Σπάρτακος] και άρα, πίσω από κάθε έργο πρέπει να υπάρχει ένα αποτέλεσμα, αλλιώς δεν έχει νόημα η ζωγραφική, εκτός αν πρόκειται για ένα πορτρέτο αλλά και εκεί δεικνύεται η δεινότητα του ζωγράφου που έχει επίγνωση. τώρα γιατί σας τα λέω αυτά; έχουν νόημα οι επεξηγήσεις πάνω στα έργα; το πιθανότερο τον πολύ κόσμο να μη τον ενδιαφέρουν καθόλου αλλά για μας έχουν ιδιαίτερη αξία και εννοώ τους ζωγράφους, τους δημιουργούς που κάθονται και μελετούν την πραγματικότητα αυτού του κόσμου.
ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Δε θεωρώ τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" κανένα
αριστούργημα.
Ούτε φυσικά τον Τσιτσάνη
μεγάλο δημιουργό.
Γενικά το ρεμπέτικο τραγούδι, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων
δε νομίζω πως προσφέρει
κάτι στον
σύγχρονο Έλληνα.
Και θα
διαφωνήσω με όλους όσους ύμνησαν
αυτά
τα
σαχλοτράγουδα,[ Η.Πετρόπουλος και
σία.
Μεγάλος συγγραφέας
ο Ηλίας αλλά
στα συγκεκριμένα ατύχησε.] τα "φτιαγμένα"
άσματα που γαλούχησαν μια ολόκληρη
γενιά με ιδανικά του
τύπου είμαι μάγκας
και νταής, δέρνω τη γυναίκα μου, θα κάνω
ντου βρε πονηρή, και χιλιάδες λέξεις
και σχεδιάσματα του
πεζοδρομίου που
πολλοί φαντασμένοι του λαού θεώρησαν
φοβερά σπουδαία τη γνώση του πεζοδρομίου,
εγώ σπούδασα στο
πεζοδρόμιο, λένε με
καμάρι τα σκεπάρνια και μετέδωσαν σ
αυτούς
τους αχαΐρευτους ρεμπέτες μια
αίγλη με σκοπό να αποχαυνώσουν
τον
Ελληνικό λαό στη σούρα και τη μαστούρα.
Και φυσικά ο κάθε χασικλής έχει να
παινεύεται γι αυτή του την κατάντια,
τους
ναργιλέδες και όλη αυτή τη βρώμα
της Ανατολίτικης χαμέρπειας,
τους
οντάδες και τους σελέμηδες. Κι έπειτα
πιστεύει πως τον
έκαναν Ευρωπαίο ο
βλάκας ο Έλληνας.
Από μικρό παΐδι, θυμάμαι, πολύ μικρός, με μπέρδευαν η όσφρηση και η γεύση. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι οσφραινόμουν και τι γευόμουν. Αργά αλλά σταθερά κατάλαβα πως όσφρηση, γίνεται με τη μύτη. Η γεύση με την γλώσσα; Οσφραίνομαι από μακριά τις αναποδιές έλεγε ο πατέρας. Γεύομαι ένα ποτήρι κρασί-τότε δε μου άρεσε ούτε η μυρωδιά του ούτε η ξινοπικράδα του. Σκεφτόμουν, αν οσφραινόμουν ή γευόμουν ένα μήλο. Ή και τα δύο; Όπως, αν μύριζα τον αέρα, το άρωμα μιας γυναίκας, του σώματος την όσφρηση, του έρωτα τη μυρωδιά και την γεύση. Όπως την μπόχα μιας υπονόμου ή την αίσθηση μιας ωραίας ζωγραφιάς που την έτρωγα με τα μάτια μου.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;
Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.
.
Κάνει πολύ ζέστη. Κουφόβραση. Οι άθρωποι δεν κοιμούντται. Κανένας ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω στους δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε άλλους, γίναμε πολλοί. Πολλοί που ξέρουν τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η τσέπη μου έγινε στενή λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου και γεμίζουυν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν. Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε; Έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε εμείς κι από παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου χιμήξουν. Γιατί το έγραψα αυτό; ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας με κατατρέχει από παλιά. Από τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν και κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι κι αντί να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.α πίσω που να θυμίζει τον καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα, δεν χωράμε να περάσουμε ένας με έναν, τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας, κάνε παρά πέρα ρε μαύρε, με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος πάντων αυτή η ζωή μας, δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό το μικρό φύλλο που τσαλάκωσες το μεσημέρι, ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν τις ξαναδιαβάσεις, τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν έχουν αξία οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα γίνονται. Και παρ όλα αυτά, φοβάμαι το ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτα. Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι από χτες;
Ζωγραφίζοντας τη "ΔΙΚΉ ΜΟΥ" Τζοκόντα.. Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί, είναι ένα σύγχρονο συμπέρασμα. Δε διαφωνώ μηδέ συμφ...