Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

 


Ένα
σκληρό σύννεφο
νύχτα του Νοέμβρη που δεν είχαμε να πούμε
τίποτα σπουδαίο φίλε
-κάποιους Νοέμβριους το δυο χιλιάδες δώδεκα
σβήνοντας την καύτρα του τσιγάρου στα χείλη των βράχων
κλαίγοντας ή αποσιωπώντας, ό,τι
το σλιπ ήταν βραχνό, κρυμμένο άτω από τη μασχάλη
σκουπίζοντας
τον ιδρώτα χρεωμένης πουτάνας τα δίφραγκα.
Δύο ανέπαφα σύννεφα χρέωσαν την απελπισία μας
και τι ωραίο θα ήταν απόψε να πεθαίναμε!
Χωρίς ν αφήσουμε ίχνος
-όπως ρεύομαι ή χρεώνομαι
το κρυμμένο μυστικό ενός Δυτικού σκύλου
που η μυρουδιά του χνώτου να κλέβει την παράσταση
για να πούμε πως εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους
Χωρίς ίχνος απελπισίας θα ήταν ωραίο
να πεθαίναμε απόψε, φίλε.

 

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Η ΟΜΟΡΦΙΆ

 


Έρχεται στο μυαλό μου η Μέριλιν. Το θλιβερόν της ύπαρξης,
ο ωραίος Τζαίημς, η εικόνα της ωραιότητας και η μελαγχολία
αυτών που την έχουν. Η μοναξιά το καλούπι της ομορφιάς.
Η απομόνωση αυτού που λέμε ωραίο και τι κρύβεται πίσω του.
« Με το χυδαίο μύθο της ευτυχίας μπορούμε να κάνουμε
λίγο-πολύ, ό,τι θέλουμε τους άντρες και απολύτως ό,τι θέλουμε
τις γυναίκες.» Ακριβώς έτσι συμπεραίνει ο Πολ Βαλερύ, από
το βάθος του καιρού του. Και τι σχέση έχει η ωραιότης με την
ευτυχία; Δεν υπάρχει πιο ωραίο θέαμα από ένα όμορφο πρόσωπο
κι έχω κουραστεί να ψάχνω γιατί οι ωραίοι είναι δυστυχείς.
Το ωραίος το καταλαβαίνουμε εμείς ή το επιβεβαιώνουν οι άλλοι;
Και μιλάμε πάντα, μόνο για την ωραιότητα της ανατομίας ενός
προσώπου κι ενός σώματος, ποτέ για την ακαμψία του μυαλού.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ομορφιά συνθλίβει αυτούς που
την έχουν ιδιαίτερα τις γυναίκες όταν περάσουν τα χρόνια αλλά
υπάρχουν και ωραίες γριές! Υπάρχουν; Και ωραίοι γέροι. Μύθος.
Όπως μύθος πως δεν καβαλάνε το καλάμι οι ωραίοι. Από μόνο του
οδηγεί στην μισαλλοδοξία και το αλλοπρόσαλλο της ύπαρξης το
γεγονός. Κι έπειτα οι άνθρωποι γιατί μεγαλοποιούν τόσο την
ομορφιά; Ιδιαίτερα οι σύγχρονοι αλλά και από τους πολιτισμούς
ο πιο σπουδαίος, ο Ελληνικός, ύμνησε όσο κανείς αυτό που λέμε
ωραίο.
Ξαναέρχεται στο μυαλό μου η Μέριλιν. Το σύμβολο της
τραγικότητας του ωραίου.
 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΡΏΜΑ ΤΟΥ ΚΛΆΜΑΤΟΣ

 


Το απόγευμα με τον ήλιο κατάφατσα, ανέβηκα στον φαλακρό λόφο
εκεί που τελειώνουν τα δέντρα.
καθώς το φως λιγόστευε κι ήταν αλλιώς ωραία να σε σκέφτομαι.
Να λογίζομαι ένα θύμα του εαυτού σου
και είναι δύσκολο να το καταλάβουμε αυτό.
Πως είμαστε ένα κομμάτι της πέτρας και της μοναξιάς-αλλά περήφανα ωραία!
κοίταζες πάντα ανάμεσα από το χρώμα του κλάματος,
όμως ακόμα κι εκεί στου Μεταξουργείου το μέρος,
όπου οι ανθρώπινες δυστυχίες κυλούν στο πεζοδρόμιο,
όπου η πείνα του Χάμσουν, ξανάρχεται σαν μητέρα,
όπως η Μήδεια των ανθρώπων να σφίγγει τις πνοές.
Και θα μπορούσαμε να ταξιδεύουμε συνέχεια πάνω στον φαλακρό λόφο,
λέγοντας πως είναι σπουδαίο να ταξιδεύουμε μαζί,
όταν οι άλλοι θέλουν να μας χωρίσουν.
Εσύ θα έλεγες πως πρέπει να είμαι ευχαριστημένος επειδή ήμουν μαζί σου
στο Μεταξουργείο και αλλού,
γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο ή και δε θέλουν ν ανταμώνουν πολύ!
Το ξέρεις πως οι άνθρωποι αντέχουν τη μοναξιά πιο λέφτεροι από τα πουλιά;

 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΠΟΥΤΣΆΔΙΚΟ

 

 


Πέρναγε κάθε βδομάδα έξω από το μαγαζί μου η Αντωνία, και με ρωτούσε χαμογελαστή: τι κάνει ο Γιάννης; Στεκόταν στην πόρτα μπροστά στη βιτρίνα, έκανε βήμα μέσα και μετά πάλι έξω, έβγαζε τα τσιγάρα με τα πιπάκια κι άναβε. Διατηρούσα ένα παπουτσάδικο, επιδιορθώσεις, τακούνια και λοιπά, στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου, χρόνια τώρα αλλά ποτέ δεν έμαθα, ούτε ρώτησα, γιατί είχαν βάλει αυτά τα ονόματα σ αυτούς τους δρόμους. Εξ άλλου τι μ ένοιαζε; χρόνια τσαγκάρης τώρα- μη νομίζετε πως είμαι και μεγάλος, πλησιάζω τα σαράντα πέντε- μια χαρά ήμουν, τίποτα δε μου έλειψε κι ας φαίνεται παρακατιανό το επάγγελμά μου. Το μόνο που μου έλλειπε τελευταία ήταν η συντροφιά μιας γυναίκας, μια και είχα χωρίσει με την δικιά μου μερικούς μήνες πριν, οριστικά. Έτσι, αμυδρά μες το μυαλό μου έπαιζε και η Αντωνία σαν μια υποψήφια. Ομορφούλα ήταν, χήρα με ένα γιο αλλά δεν πείραζε κι γω είχα ένα κορίτσι. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μου έλεγε καλημέρα, εκτός κι αν της το υπενθύμιζα, με κοίταζε όμως στα μάτια όταν άναβε την πίπα της και επαναλάμβανε αν πέρασε ο Γιάννης. Αν της απαντούσα όχι, σα να την πείραζε. Θα κοιμάται, έλεγε. Μπα, μου είπε πως έχει δουλειές. Χα! ο Γιάννης δουλειές, στράβωνε τα χείλη. Τι δουλειές να έχει αυτός; άιντε πάω να φύγω, αν τον δεις πες του χαιρετίσματα. Κι έφευγε σε πέντε -δέκα λεπτά. Έβγαινα στην πόρτα να την παρακολουθήσω πως περπατούσε, δε γύριζε πίσω- ίσια μπροστά κοιτούσε μήπως χύσει τον τραχανά. Αμάν ρε Αντωνία, της είπα μια μέρα. Γύρνα και λίγο το κεφάλι όταν περπατάς. Πότε; που; ζωντάνεψε. Προχθές σε φώναζα στην Ιπποκράτους... Αααα, δε θα σε είδα. Πέρασε ο Γιάννης; Τι κάνει ο Γιαννούλης; Πάλι τα ίδια, σκέφτηκα. Την επόμενη φορά που θα ερχόταν εκτός από την πρόταση που θα της έκανα να βγούμε θα την ρωτούσα πρώτα αν τα είχε ποτέ με το Γιάννη και μετά αν ήθελε να τα φτιάξουμε. Φυσικά εγώ δεν ήξερα κανέναν τέτοιον Γιάννη, απλά στην αρχή το είχα πάρει για παιχνίδι και το συνέχιζα γιατί έπιανα λίγο κουβέντα μαζί της, αφού τίποτε άλλο δε λέγαμε. Αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισα να ξεδιαλύνω το πράγμα. Μόλις την είδα και είπαμε τα σχετικά, την πέρασα μέσα, στο μικρό σαλόνι σχεδόν με το ζόρι. Έλα, να τα πούμε λίγο, της είπα. Τι στέκεσαι όλο στην πόρτα. Εντάξει, είπε κι άναψε τσιγάρο. Άναψα κι εγώ που έψαχνα τα μάτια της αλλά δεν μου τα δινε, τα χαμήλωνε. Τι κάνει ο Γιάννης; τον είδες; άρχισε. Όχι, δεν τον είδα, άστον τον Γιάννη τώρα, τι να της έλεγα πως δεν γνώριζα κανέναν τέτοιον Γιάννη; Μπα, θα την έχανα. Λοιπόν Αντωνία, κοίτα εμένα μου αρέσεις, τόλμησα. Θέλω να γνωριστούμε καλύτερα, μιλάω σοβαρά. Η Αντωνία σήκωσε τα μάτια, τράβηξε μια γερή τζούρα από την πίπα της, την φύσηξε στο ταβάνι. Έσιαξε τη φούστα της κι ενώ εγώ την κοιτούσα με αγωνία, σηκώθηκε, περπάτησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε, γύρισε με κοίταξε γλυκά στα μάτια και μου είπε. Άμα δεις το Γιάννη, πες του χαιρετίσματα.
απ τα μικρά διηγήματα μου

 

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

ΣΟΥΡΟΎΠΩΝΕ.

 


Σουρούπωνε
ή έβρεχε
Όταν χαράζει
είναι η καλύτερη ώρα.
Έχετε δει πως μπλεδίζει το σκοτάδι;
Χάραζε-όταν νυχτώνει είναι η χειρότερη ώρα
Λένε
Οι άνθρωποι που ξημερώνουν
πως το φως είναι η ζωή
Δεν ξέρουν πως και το φως δεν είναι χάδι;
Νύχτωνε
Η βροχή σταμάτησε;
 
[ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ μου.]

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

ΑΤΟΠΊΑ

 


 

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΊΑ ΤΗς ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ. Τίτλος βιβλίου. Τι να γράψω; Λάσλο Κρασναχορκάι . Ελάχιστοι από εσάς μπορούν να προφέρουν τ όνομα του, πόσο μάλλον να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, ούτε κι εγώ τον ήξερα, ίσως είχα διαβάσει κάπου, κάποιες βασανιστικές του εκφράσεις αλλά τώρα που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έριξα μερικά βλέφαρα στις κριτικές, σε κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία του. Ο τύπος είναι μισάνθρωπος, κατεβάζει πολύ χαμηλά το πήχη της όποιος καλυτέρευσης, κανένα έργο του δεν έχει χαπι εντ. Η ελπίδα αποτελεί σφάλμα, μας τονίζει κάπου και αλλού καταστρέφει το σύμπαν με μια υπαρξιακή αναζήτηση τύπου Κάφκα και κοντά στον Όργουελ, σε δυστοπικούς χώρους. Ενδιαφέρον. Θα διαβάσω βιβλία του; 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΜΠΡΟΣ- ΠΊΣΩ

 


Ρε αλευροπίτουρες, θα πέσω απ το τρένο, δεν γίνεται αλλιώς.
 Τι είναι αυτά που σας ταίζουνε κάθε μέρα και δεν μεγαλώνει 
το πουλί σας; Αντρών τε και γυναικών; περισσότερο των αντρών τε,
 που κάνουν και τους νταήδες.Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; έτοιμο το 
΄χουνε στο στόμα. Ποιος είσαι ρε μεγάλε; Σιγά μην σε κατεβάσω
 απ το τρένο, γιατί τέτοιος μαλάκας που είσαι, τέτοια σε ταίζουνε...
 Εμ, τι περίμενες; χαβιάρι; φάε τώρα μαύρο αχινό και βούλωστο! 
Μην βγάλεις μιλιά, γιατί όσο μιλάς τόσο σου μπαίνει. Κι αφου δεν 
ξέρεις τίποτε για τους ανθρώπους της ερήμου τι σε νοιάζει πόσοι σκοτώθηκαν κι όλο ρωτάς; Σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες, λες
 κι
 απορείς, πως σκοτώνονται τόσο εύκολα οι Αραβάδες; Ναι, οι 
Αραβάδες ρε, αυτοί που κατοικούνε αιώνες στην άμμο και τρώνε 
από δαύτη. Περιμένουν μάλιστα, να περάσει από κει και κανένας 
Λώρενς της Αραβίας[ τον έπαιζε αυτός ο πούστης ο Πήτερ Οτούλ, μέγιστος ηθοποιός] μήπως και τους αλλάξει τον αδόξαστο στην επανάσταση. Αλλά που να καταλάβεις εσύ από επανάσταση. 
Εσύ έμεινες ακόμα στο 1821, ενώ οι Αραβάδες, που είναι πιο
 πίσω, τον γάμησαν τον Καντάφι. Αϊτή την σκατόφατσα τόσων 
χρόνων δικτάτορα.
 Αλλά έχουν οι καιροί γυρίσματα και θα τα φάει
 τα μούτρα του ο Καντάφι. Δεν το πιστεύω πως τον είχε υμνήσει 
ο μεγάλος Αντρέας Παπανδρέου, θα μου πεις εδώ ύμνησε ο Τάσος Λειβαδίτης τον Στάλιν, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Αλλάζουν 
καθ οδόν.

Κατάλαβες τώρα αλευροπίτουρα; Δεν τρέχει κάστανο πόσοι Λίβυοι σκοτώθηκαν. Για τα μάτια του κόσμου. Πως λέμε ήρθε μια γριά απ΄το Βόλο και της έκοψαν τον κώλο; Έτσι.

Αν, όμως ρε αλευρωμένε Έλληνα του μεσονυχτίου σκοτωνόταν 
κατά τύχη κανένας δυτικοευρωπαίος, ξέρεις τι θα γινόταν στην 
Λιβύη; Θα της έκαιγαν όλον τον κώλο ...Δέκα χιλιάδες νεκρούς!
 σιγά τα αίματα. Δεν κοστίζουν τίποτα αυτοί. Φωνάζει ο κάθε 
Βαρεμένος στο τηλεκάναλο κάποιον άλλον Ελληνίδα που γεννήθηκε
 εκεί και τον ρωτάει όλη η χάβρα του πάνελ:Πείτε μας την γνώμη 
σας θα φύγουν οι Λίβυοι απ τη χώρα τους; Και καίγεται ο κωλαράκος τους μήπως ανηφορίσει κανένα εκατομμύριο κατά πάνω στας Ευρώπας. 
Και περιμένουν απάντηση από τον ανθρωπάκο που πήγε μετανάστης 
στην χώρα της άμμου, και τον έχωσαν χρόνια κάτω απ΄αυτήν στα 
ορυχεία, να τους εξηγήσει την κατάσταση. Είναι να μην βαράς 
το κεφάλι σου στον τοίχο;








Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

ΜΉΛΟ Ή ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ;

 


 

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε το μήλο, λιγότερο το πορτοκάλι. Το μήλο ήταν η ποίηση. Το ξινό πορτοκάλι, αγουροπράσινο στις αρχές του Φθινοπώρου, μου έτσουζε τα μάτια με δυσκόλευε να διαλέξω: να γράφω ή να μη γράφω; Και για ποιόν; Είχαμε δυο πορτοκαλιές στην άκρη στο περιβόλι. Το νερό ποτέ δεν τους έφτανε παρ ότι ο πατέρας έκανε τα πάντα για να καρποφορήσουν, μόνο κάτι μικρά πορτοκάλια έβγαζαν που δεν τρώγονταν. Τόσο στιφός και πικρός γινόταν ο χυμός τους, τόσο δύσκολος, στριφνός κι αδυσώπητος ο δρόμος της γραφής, της ζωγραφικής, της δημιουργίας και πάντα εκείνο το ανελέητο για ποιόν; γιατί; Αξίζει;
Κι έπειτα τα μήλα ήταν στον κάμπο, σε ένα άλλο χωράφι που δεν ήταν δικό μας. Ξένο. Δε μ ένοιαζε, περνούσα από εκεί, έκοβα δυο τρία, τα άγουρα μου άρεσαν περισσότερο. Τα τραγανούσα, πέταγα τις φλούδες μακριά , έφτυνα το άχρηστο. Ήταν πολύ νόστιμα, σαν τα άγουρα στήθη της Τασίας που μου λεγε μη γράφεις, μη ζωγραφίζεις. Αργότερα τ αγαπούσε και τα δυο. Εγώ ακόμα δεν ξέρω αν τ αγαπώ. "Όχι ψέμματα, φίλε!" λέω στον εαυτό μου. "Σου άρεσαν και τα δυο και τα μήλα και τα πορτοκάλια, όμως η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη. Η πίκρα αχώνευτη."
Τα μήλα και τα πορτοκάλια με τα άπειρα κουκούτσια τους. Μαύρα των μήλων σαν γραμματάκια στη σειρά. Των πορτοκαλιών, γλυφά, καλλυμένα με υγρό, πετάγονταν απ΄τα χείλη πιο εύκολα. Μα τίποτε δεν είναι εύκολο. Αν πεις γράφεις για τον εαυτό σου, θα πουν εγωϊστής, δεν αξίζει , αν πεις ζωγραφίζεις για τον κόσμο, θα πουν και ποιος είσαι εσύ; ποιος σου είπε πως θέλουμε να ζωγραφίζεις για μας;
Μαύρα μήλα κι μπλέ πορτοκάλια.

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΑΝΆΛΥΣΗ

 

 


Ανάλυση για ένα έργο μου, στην πραγματικότητα σημαίνει πολλά. εδώ ο κλονισμός του ανθρώπου είναι γυναίκειος-θα μπορούσε να είναι άντρας, έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα; ο κλονισμός της ανθρώπινης ουσίας, ο άνθρωπος μόνος που συναντάει ντουβάρια, είναι τόσο απλό να το δείξεις;. η άλλη αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν τον τρόμο του σεισμού και της φυλακής γι αυτό έφτιαξα το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα στο βάθος. φαντάζεσαι να είσαι μόνος με τα ντουβάρια; ζωγραφίζω με μια ιδέα όχι πως θα καλυτερεύω τον κόσμο, ούτε πως θα αφήσω ένα μήνυμα, χτες ο άλλος μου είπε πως δεν είμαστε φίλοι και το τόνισε τρεις φορές, όντως δεν είμαστε φίλοι αλλά γι αυτόν τον πίνακα μπορώ να πω πολλά ή όπως μου ζητάτε να μην πω τίποτε και να αφήσω να μιλάει ο πίνακας και έχετε δίκιο-πάντα οι άλλοι έχουν δίκιο και να σου πω μια άλλη αλήθεια για αυτό το έργο; παρ ότι είναι μελαγχολικό και απόμερο εκπέμπει μια τρύπια αισιοδοξία [η ζωγραφική δεν είναι παίξε γέλασε, είναι αγώνας μεταξύ δούλων και αφεντικών, όπου ο ζωγράφος οφείλει να είναι ο Σπάρτακος] και άρα, πίσω από κάθε έργο πρέπει να υπάρχει ένα αποτέλεσμα, αλλιώς δεν έχει νόημα η ζωγραφική, εκτός αν πρόκειται για ένα πορτρέτο αλλά και εκεί δεικνύεται η δεινότητα του ζωγράφου που έχει επίγνωση. τώρα γιατί σας τα λέω αυτά; έχουν νόημα οι επεξηγήσεις πάνω στα έργα; το πιθανότερο τον πολύ κόσμο να μη τον ενδιαφέρουν καθόλου αλλά για μας έχουν ιδιαίτερη αξία και εννοώ τους ζωγράφους, τους δημιουργούς που κάθονται και μελετούν την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

ΠΆΝΤΑ Ή ΠΟΤΈ

 

 


Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ

 


 

Όταν καμιά φορά
το δειλινό σε θυμάμαι
-λινά φορέματα
που ο αγέρας τα φυσά και φαίνεται το ξέκωλο-
πόσο δε θα ξανάθελα ν αγκαλιαστούμε
γιατί ποτέ δεν ξέχασα το ξέμουνο σου.
Κι όταν πολλές φορές, το σχισμένο τζιν
άφηνε επίτηδες, εκεί ανάμεσα
τη λεπτή ισορροπία σάρκας και ιδέας
θυμάμαι πως δε σ ένοιαζε!
Γελούσες που το βλέμμα κοίταζε εκεί
που οι σχισμές ανοίγουν για ν ανταμώσουν τους κόσμους
Στο ξέμουνο.
[Αυτή η ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ τους
δεν άφηνε περιθώρια για λάθη και εντροπές.]
ποιήμΑτα Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

ΔΕ ΜΕΤΑΝΙΏΝΩ

 


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Δε θεωρώ τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" κανένα αριστούργημα.
 Ούτε φυσικά τον Τσιτσάνη μεγάλο δημιουργό.
 Γενικά το ρεμπέτικο τραγούδι, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων δε νομίζω πως προσφέρει 
κάτι στον σύγχρονο Έλληνα.

Και θα διαφωνήσω με όλους όσους ύμνησαν 
αυτά τα 
σαχλοτράγουδα,[ Η.Πετρόπουλος και σία.
 Μεγάλος συγγραφέας 
ο Ηλίας αλλά στα συγκεκριμένα ατύχησε.] τα "φτιαγμένα" 
άσματα που γαλούχησαν μια ολόκληρη γενιά με ιδανικά του
 τύπου είμαι μάγκας και νταής, δέρνω τη γυναίκα μου, θα κάνω 
ντου βρε πονηρή, και χιλιάδες λέξεις και σχεδιάσματα του
 πεζοδρομίου που πολλοί φαντασμένοι του λαού θεώρησαν φοβερά σπουδαία τη γνώση του πεζοδρομίου, εγώ σπούδασα στο 
πεζοδρόμιο, λένε με καμάρι τα σκεπάρνια και μετέδωσαν σ αυτούς 
τους αχαΐρευτους ρεμπέτες μια αίγλη με σκοπό να αποχαυνώσουν 
τον Ελληνικό λαό στη σούρα και τη μαστούρα. Και φυσικά ο κάθε χασικλής έχει να παινεύεται γι αυτή του την κατάντια, τους 
ναργιλέδες και όλη αυτή τη βρώμα της Ανατολίτικης χαμέρπειας, 
τους οντάδες και τους σελέμηδες. Κι έπειτα πιστεύει πως τον
 έκαναν Ευρωπαίο ο βλάκας ο Έλληνας.

 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΊΣΘΗΣΗ ΜΙΑς ΩΡΑΊΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΆΣ.

 

 


Από μικρό παΐδι, θυμάμαι, πολύ μικρός, με μπέρδευαν η όσφρηση και η γεύση. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι οσφραινόμουν και τι γευόμουν. Αργά αλλά σταθερά κατάλαβα πως όσφρηση, γίνεται με τη μύτη. Η γεύση με την γλώσσα; Οσφραίνομαι από μακριά τις αναποδιές έλεγε ο πατέρας. Γεύομαι ένα ποτήρι κρασί-τότε δε μου άρεσε ούτε η μυρωδιά του ούτε η ξινοπικράδα του. Σκεφτόμουν, αν οσφραινόμουν ή γευόμουν ένα μήλο. Ή και τα δύο; Όπως, αν μύριζα τον αέρα, το άρωμα μιας γυναίκας, του σώματος την όσφρηση, του έρωτα τη μυρωδιά και την γεύση. Όπως την μπόχα μιας υπονόμου ή την αίσθηση μιας ωραίας ζωγραφιάς που την έτρωγα με τα μάτια μου.



ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;

Πάντα είχαμε στο μυαλό μας να γίνουμε ή να μείνουμε αθάνατοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν αυτό; Και γιατί θέλουν να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων; τι είναι τόσο ελκυστικό, τόσο ηδονικό στην κατά κάποιο τρόπο αθανασία ενός ονόματος; Υπάρχει κανείς απο σας που δεν θέλει να τον θυμούνται οι άνθρωποι; Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Ρεαλιστικά, κανείς δεν είναι αθάνατος. Αν υπάρχει ενας τρόπος και ίσως μοναδικός είναι ν αφήσει έργο: Να, λένε αυτό το έκανε ο Λαβουαζιέ,[νόμος της αφθαρσίας της ύλης] ή ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε ο μεγαλύτερος επαναστάτης ή ακόμα-για να μην αδικήσουμε τας γυναίκας- η μανταμ Κιουρί ανακάλυψε το ράδιο. Αθάνατος γίνεται κανείς με τα έργα του αυτήν την εκατομμυριοστή επιστρoφή.

Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.

.

Κάνει πολύ ζέστη. Κουφόβραση.  Οι άθρωποι δεν κοιμούντται. Κανένας ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω στους δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε άλλους, γίναμε πολλοί. Πολλοί που ξέρουν τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η  τσέπη μου έγινε στενή  λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου  και γεμίζουυν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν. Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε; Έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε εμείς  κι από παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου χιμήξουν. Γιατί το έγραψα αυτό; ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας με κατατρέχει από παλιά. Από τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν  και ίσως γιατί  κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες,  να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν και κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι κι αντί να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.α πίσω που να θυμίζει  τον καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα,  δεν χωράμε να περάσουμε ένας  με έναν,  τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας,  κάνε παρά πέρα ρε μαύρε,  με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το  μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος πάντων αυτή η ζωή  μας, δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό το μικρό φύλλο που τσαλάκωσες το μεσημέρι, ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν τις ξαναδιαβάσεις,  τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν έχουν  αξία  οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα γίνονται. Και παρ όλα αυτά, φοβάμαι το ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτα. Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι από χτες;




 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΜΟΥ ΈΛΕΙΠΑΝ ΤΑ ΛΊΓΑ

 

 

 
Πάντα σου έλειπαν τα λίγα
Το κωλόχαρτο για να πιάσεις δουλειά
Το κρασί λίγο, το ψωμί λίγο
Το χαρτί στην τουαλέτα, το κρεμμύδι για τη σαλάτα
Οι φωνές για την τρελή, δίπλα στη μοναξιά
-η μοναξιά ήταν πολλή.
Α, ρε Γιάννη κι εσύ!
Οι γρίλιες μικρές για να κοιτάξεις έξω
το νερό που κυλούσε στο ρυάκι
ποτέ δε γινόταν κρασί.
Το κωλόχαρτο τέλειωνε, η φυλακή μίκραινε
δεν έβγαινες ποτέ απο εκεί. Εκεί!
Πίσω απ τα σίδερα- μέσα απ΄τα σίδερα
Άσε, από αγάπη πάντα είχαμε λίγη
με το χιλιοστόγραμμο, στάχτη από καμένα κορμιά
χόβολη από αλισβερίσια-το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο...
Ναι, το ψέμα ήταν πολύ
Χόρταινες από το βλέμμα του ψεύτη
που είχε πολύ ψωμί, πολύ τυρί, πολύ αγάπη.
Εμεις δεν είχαμε τίποτε
Ψίχουλα έπεφταν καταγής, έχεις φάει ποτέ τη μπουκιά που σου πεσε;
Α, ρε Γιάννη κι εσύ...Πάντα έλειπε το κωλόχαρτο.

ΤΖΟΚΌΝΤΑ 2

  Ζωγραφίζοντας τη "ΔΙΚΉ ΜΟΥ" Τζοκόντα.. Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί, είναι ένα σύγχρονο συμπέρασμα. Δε διαφωνώ μηδέ συμφ...