Μεγάλα γράμματα. Ρεκλάμα. Σινεμά Μαργαρίτα 1972. Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΤΡΌΤΣΚΙ. Σε πρώτο πλάνο ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Τρότσκι, πίσω του ο δολοφόνος Αλέν Ντελόν. Ανάμεσα τους η σπαρακτική Ρόμι Σνάιντερ. Το έργο παιζόταν επί μήνες στους Αθηναϊκούς κινηματογράφους κι εγώ περνούσα αδιάφορος κάτω και απέναντι από τις ρεκλάμες. Κινηματογραφόφιλος ήμουν, έβλεπα μέχρι και δυο ταινίες μ ένα εισιτήριο, καουμπόικα, σοφτ πορνό, Μπρους Λι, πιτσιρικάς ήμουν ακόμα. Που και που διάλεγα και κάποιες ποιοτικές, του καλού σινεμά όπως έλεγαν τότε οι κουλτουριάρηδες. Τον Ντελόν δεν τον είχα δει στη μεγάλη οθόνη, τον είχα δει σε πολλές φωτογραφίες στα περιοδικά και μπορώ να πω πως στην αρχή δε με ενδιέφερε, επειδή τον υμνούσαν περισσότερο για την ομορφιά του και όχι για την υποκριτική του τέχνη. Τον άντρα να τον εξυμνείς για τις αρετές του, έλεγα. Αν είναι γενναίος, δίκαιος, υπερασπιστής των φτωχών, ιππότης. Όχι επειδή είναι όμορφος, έτσι έλεγα τότε επειδή ήμουν κι εγώ ένας ωραίος άντρας και δε μου άρεσε όταν άντρες, γυναίκες, παιδιά με λάτρευαν γι αυτή μου την ιδιότητα. Η πιθανότητα να μου άρεσε ο Αλέν Ντελόν, ελάχιστη. Συμπαθούσα πιο πολύ τον Μπελμοντό, τον Ζαν- Λουί Τρεντινιάν, τον Ζαν Γκαμπεν.
Αφού το έργο παιζόταν επί μήνες στους κινηματογράφους. με βαριά βήματα αγόρασα εισιτήριο και πήγα να το δω. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πραγματικά σοκ! Ο Μπάρτον και ο Ντελόν έδιναν ένα ρεσιτάλ στο πανί κι εγώ παραδέχτηκα πως είχα άδικο για όσα σκεφτόμουν για τον Ντελόν- ο Μπάρτον έτσι κι αλλιώς ήταν στις προτιμήσεις μου σαν σπουδαίος ηθοποιός.
Έκτοτε έβλεπα όλες τις ταινίες του Γάλλου σταρ και τσακωνόμουν με τους φίλους μου που με περιέπαιζαν ειρωνικά γι αυτή μου την προτίμηση, λέγοντας πως αυτός άξιζε μόνο για την ομορφιά του.
Στην Ακρόπολη ανέβαινα πολύ συχνά και οι βόλτες μου με παρέα ή και μόνος στην Πλάκα, δε σταμάτησαν ποτέ. Τον Αλέν Ντελόν συνάντησα σε μια απ αυτές περίπου γύρω στο 1980. Καθόμουν στο καφενεδάκι στα ριζά της Ακρόπολης όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο. Μου χαμογέλασε, κάθισε στο τραπέζι απέναντί μου. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, ακριβώς είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια φιλικά, μου δωσε το χέρι. Χαμογέλασε.
-Δε θα με κεράσεις ένα ποτήρι κρασί; είπε και χωρίς να περιμένει πήρε ένα ποτήρι από το διπλανό τραπέζι, το γέμισε και τσούγκρίσαμε.
Ήταν πολύ φιλικός κι εγώ στην αρχή λίγο σαστισμένος.
-Ζωγράφε, είπε, μάθε να είσαι ο εαυτός σου!
- Από ποια ταινία σου είναι αυτό; ρώτησα.
-Δεν έχει σημασία, μου το μαθε ο πρώτος μου σκηνοθέτης. Λοιπόν; πως θέλεις να σταθώ για να με ζωγραφίσεις;
-Σαν τον ήρωα που ξέρει πάντα πως να πεθαίνει! είπα μια δικιά του θέση.
-Σ αυτό καλύτερος ήταν ο κύριος Κλάιν, επειδή αγαπούσε τη ζωγραφική, όπως κι εγώ. Ποτέ όμως δε θα κατάφερνα να γίνω ζωγράφος..
-Δεν έχασες τίποτε...μουρμούρισα.
-Μη το λες αυτό! επαναστάτησε. Είναι πολύ σπουδαία η τέχνη σου..
-Ξέρεις... του είπα. Δεν έχω πάει σε καμιά σχολή!
-Ε, και; ανασήκωσε τους ώμους του. Μήπως εγώ πάτησα ποτέ σε καμιά σχολή θεάτρου; ή κινηματογράφου..τίποτα. Απ τον πόλεμο της Ινδοκίνας κατευθείαν στα γυρίσματα.
-Ναι, αλλά γιατί διάλεξες εμένα να σε ζωγραφίσω;
-Είδα τις φωτογραφίες σου κι εσένα. Έχεις νοοτροπία αλήτη, σ αυτό μοιάζουμε. όταν έπαιξα τον Ρίπλει στο Γυμνοί στον ήλιο, κατάλαβα πως ο κόσμος δεν είναι τίποτε.
-Δηλαδή;
-Να, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις αρκεί να σ αγαπάνε οι γυναίκες. Αν έχεις την αγάπη τους δε χάνεις ποτέ.
Ωστόσο γύρω μας είχαν μαζευτεί εκατοντάδες. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Ο θόρυβος απ τις φωνές τους τρομερός, δύσκολα θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Αλλά για έναν Ντελόν όλα ήταν εύκολα. Πιαστήκαμε γερά με τις παλάμες, τα δάχτυλα ίδρωσαν, βάλαμε φτερά στα πόδια, σπάσαμε το πλήθος που ούρλιαζε, χαθήκαμε στο χάος των αρχαίων βημάτων.