Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΕΛΆΣΤΕ, ΆΜΑ ΘΈΛΕΤΕ

 


 

΄Όλη η ιστορία άρχισε όταν πήγα να να μου φτιάξει κότσο τα μαλλιά η Χρύσα στο Μαγικό καπέλο. Γεια σου, της είπα και με κάθισε στην καρέκλα, μ έλουσε, με περιποιήθηκε, μου φτιαξε τον κότσο, με κέρασε ένα τσίπουρο κι ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο και βγήκα στο δρόμο. Απόβραδο, σούρουπο κι κόσμος τίγκα στα πεζοδρόμια, εγώ που πήγαινα με τον γαλάζιο κότσο ν ανεμίζει στους ώμους μου; Έφτασα στην Ακαδημίας, δε μ ένοιαζε που θα πήγαινα, περπατούσα ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, όταν ακούστηκε μια κραυγή και είδα έναν άντρα να ορμάει πάνω στη μισόγυμνη γυναίκα του, εξαγριωμένος να φωνάζει, " μη φεύγεις καριόλα, σ αγαπάω!"
Αυτή ήταν μισότρελη, αποκαμωμένη. "Δε σε θέλω πια, φύγε!" φώναζε κι έκλαιγε σπαραχτικά σαν τη Δώρα Σιτζάνη στο Αμάρτησα για το παιδί μου κι εγώ σαν ιππότης που είμαι έπιασα τον άντρα από τους ώμους, τον γύρισα και του είπα, φύγε ρε, δε σε θέλει, ενώ το πλήθος είχε κάνει κύκλο. Αυτός προσπάθησε να μου ρίξει μια μπουνιά, κοιταχτήκαμε άγρια σαν δυο παλιοί κατσερ και ορμήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Όρμησαν κι άλλοι από το πλήθος η γυναίκα που ούρλιαζε βρήκε την ευκαιρία να την κάνει, οπότε εγώ κι ο άντρας της σταματήσαμε λαχανιασμένοι.
-Εντάξει φίλε, μου είπε. Έφυγε. Με λένε Στέλιο, συγνώμη αν σε χτύπησα αλλά την αγαπούσα. Έχεις αγαπήσει ποτέ φίλε;
Τον κοίταζα μέσα από τα μάτια ενός πενηντάρη.
-Ναι, απάντησα πολλές φορές φίλε.
Ωστόσο είχε καταφτάσει ο γνωστός μπάτσος των περιχώρων
-Τι γίνεται εδώ; όλοι μέσα. Εσύ γιατί φοράς ένα παπούτσι; μίλησε σε μένα απειλητικά.
Εγώ κοίταξα κάτω και είδα ανοίγοντας πελώρια τα μάτια μου πως όντως φορούσα ένα παπούτσι και το βαλα στα πόδια ενώ ο μπάτσος των περιχώρων μ έστρωσε στο κυνήγι, μέσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε. Μπήκα στη λεωφόρο για να του ξεφύγω, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, που φρέναραν, οι οδηγοί τραβούσαν τα μαλλιά τους, ένας κόσμος άνω κάτω κι ο μπάτσος να με τραβάει απ τον κότσο, με είχε προλάβει ο πούστης τι να έκανα; Με κάποιον τρόπο του ριξα μια αγκωνιά στη μούρη, γέμισε αίματα, έπεσε στο κέντρο της Ακαδημίας να σφουγγίζεται κι εγώ τότε είδα τη μοναδική μου ελπίδα να ξεφύγω, μια γκόμενα που διάβαινε με μικρή ταχύτητα πάνω σε μια Χάρλει, οπότε πετάχτηκα πίσω στη σέλα της και φώναξα φύγε!
Αυτή γύρισε και με κοίταξε
-Είσαι τρελός, μου είπε. Που πάμε;
Πίσω στο Μαγικό καπέλο, η Χρύσα κούρευε έναν φαλακρό και του λεγε, Γλυκέ μου, είσαι σαν τον Τέλι!
-Ποιος είναι αυτός; ψέλλισε εμένα με λένε Φαλακρό βουνό και είμαι από το Σιατλ. Και μπέρδευε τα πόδια του σε τρία παπούτσια. Μια έβγαζε το ένα και φορούσε το άλλο και τα λοιπά.
-Συμβαίνει κάτι με τα πόδια σου; τον ρώτησε γλυκά
-Όχι, όχι, τίποτε, μια χαρά, κάντε τη δουλειά σας και προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε τρία πόδια ή τρία παπούτσια
-Α, τι ωραία! είσαι κούκλος, ξαναείπε και τον διέταξε να σηκωθεί και μόλις αυτός το έκανε, πρόσεξε πως φορούσε διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα καφέ
Εννοείται πως εγώ είχα ξεχάσει το μαύρο παπούτσι μου.
Σας δημοσιεύω ένα απόσπασμα από την τελευταία κωμωδία που γράφω, μήπως και σκάσει λίγο το χείλι μας, επειδή από δράματα έχουμε φλομώσει. Γελάστε παρακαλώ!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΓΕΛΆΣΤΕ, ΆΜΑ ΘΈΛΕΤΕ

    ΄Όλη η ιστορία άρχισε όταν πήγα να να μου φτιάξει κότσο τα μαλλιά η Χρύσα στο Μαγικό καπέλο. Γεια σου, της είπα και με κάθισε στην καρέκ...