Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

στο βάθος των δρόμων

 ΄΄


..καβάλησε την παλιά Χάρλει και έτρεξε στο βάθος των δέντρων, στην μαύρη άσφαλτο της παλιάς Ενικής οδού. Πέρασε σε άλλες πολιτείες, περιπλανήθηκε χωρίς κινητό και χωρίς θεό για κάμποσο. Καταλάβαινε περισσότερο τώρα πως το σώμα του έβαζε κανόνες στη ζωή του. Όχι ο εγκέφαλος, το σώμα. Αυτό τον φόβιζε περισσότερο γιατί το σώμα ήταν πιο φθαρτό, έτσι νόμιζε, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πολλά πράγματα δεν ήθελε να παραδεχτεί γιατί να συμβαίνουν έτσι αλλά δε μοιρολατρούσε, έτρωγε το ψωμί του, δούλευε στη γης, εδώ κι εκεί, ο θάνατος της Ρόζας του στάθηκε βαρύ φορτίο στην πλάτη. Στην αρχή θεωρούσε και τον εαυτό του υπεύθυνο αλλά σιγά-σιγά μετρίασε αυτή την άποψη, σκεπτόμενος πως ο καθένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και η Ρόζα τραβώντας εκείνο το μαχαίρι εναντίον του, ποτέ δεν είχε καταλάβει αν θα τον σκότωνε, γιατί πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν; ο ίδιος δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του να κάνει τέτοιες πράξεις, η Ιστορία όμως άλλα τον δίδασκε, πως ο κόσμος του ήταν γεμάτος από φόνους, λεηλασίες, μαζικές καταστροφές, χιλιάδες νεκροί από χέρια άλλων που θα γινόταν κι αυτοί κάποτε νεκροί κι ανάμεσα τους και ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης, που από τις αρχές θεωρούνταν εξαφανισμένος αλλά για τον ίδιο ήταν πεπεισμένος πως ο Αστυνόμος δεν θα ξαναπερπατούσε πάνω ς αυτόν τον πλανήτη, που δεν μπορούσες πια να υπάρχεις χωρίς κινητό, δίχως μέιλ. Οι άνθρωποι είχαν γίνει για άλλη μια φορά ένα νούμερο, ένας αριθμός, με πλαστικό χρήμα, πλαστικές μάσκες, αόριστο τρόπο ζωής, τα νοσοκομεία δεν χωρούσαν άλλους αρρώστους, στα ψυχιατρεία η κατάθλιψη θέριζε νέους και γέρους, φτωχούς και πλούσιους. Οι πιο φοβισμένοι φορούσαν μια αιώνια μάσκα. Κέρινη. Και απλά κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ψώνιζαν στα σούπερ μάρκετ, έπιναν καφέδες στα παζοδρομιακά καφενεία. Τρέχοντας άλλοτε με την Χάρλει ανάμεσα σε νουνά και λαγκάδια, ταξιδεύοντας αργά σε μικρές και μεγάλες πολιτείες, τα αποθέματα των χρημάτων που είχε αποταμιεύσει τέλειωναν. Ώσπου μια μέρα δεν είχε στην τσέπη του ούτε ένα σέντσι. Σταμάτησε σε μια παλιά βρύση κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο. Ήπιε δροσερό νερό με τις φούχτες, άναψε τσιγάρο, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι να απολαύσει κι ένα τσίπουρο. Τα πουλάκια πάνω στον αιωνόβιο πλάτανο, φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Ήταν λευκό μεσημέρι, η ησυχία τράνταζε τον ορίζοντα, πίσω απ τα φυλλώματα των δέντρων. Κανείς δεν υπήρχε σ αυτή την ερημιά.

 

σελίδες από την ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ

    Ένα έργο τέχνης είναι καλό όταν προκαλεί συναισθήματα χαράς, αγάπης, θαυμασμού, ευχαρίστησης και τόσων άλλων. Αν δεχτούμε όμως πως προκα...