Ακούω τους δημοσιογράφους και για πολλοστή φορά εξοργίζομαι με τις προσωπικές λαθεμένες τους απόψεις σε πολλά θέματα και ένα που είναι στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες είναι η κατάργηση της πυγμαχίας και της άρσης βαρών από τους Ολυμπιακούς αγώνες κι αντί να υποστηρίξουν που πάρθηκε, έστω μετά από αιώνες μια σωστή απόφαση γι αυτά τα βάρβαρα αθλήματα-τι άθλημα είναι αυτό που δυο άνθρωποι χτυπάνε ο ένας τα μούτρα του άλλου; απορούν, οι δημοσιογράφοι και λένε μπούρδες περί παραδοσιακών, ευγενών! αθλημάτων. Τι να πει κανείς, σ αυτό τον παράλογο κόσμο μας;
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει η ωραία ζωή, πως εγώ περνάω τώρα τα πάντα και εσείς είσαστε μηδέν-είναι μια ουτοπία δική μας. σκέφτομαι πως αυτό έχει να κάνει άμεσα με την υγεία, ο υπέρτερος υγιής άνθρωπος και, ίσως αυτό να είναι η Αχίλλειος πτέρνα του, το νους υγιής εν σώματι υγιή είναι αξεπέραστο, για τον απλό λόγο πως δεν μπορεί να κάνει σεξ ένας άρρωστος άνθρωπος.
Αυτή ναι που λες μάγκα, μέσες- άκρες η ζωή μας- ξεφτίλα, μικροχαρές, μαλακίες, που και που κανένα μπεκρή μεζέ, κανας γκόμενος, καμιά χαρακιά στο μενού της σεξουαλικής μας απόλαυσης, και τα σήριαλ ενός μαλακισμένου υπόκοσμου μεταξύ, ΠΑΡΆΝΟΜΗΣ ΑΓΆΠΗΣ- τρίχες δηλαδή, τάχα πως επιβιώνουμε ενός πολιτισμού, κι αν καμιά φορά ξεφύγουμε κι ακούσουμε Γώγου, κανέναν Άσιμο, , άιντε και να διαβάσουμε λίγο, Ράιχ και περι αναρχίας Μπακούνιν γιατί ο Κροτόπκιν μας φαίνεται βαρύς, δηλαδή ψευτοκολτούρα εν μέσω πανδημίας και βόρειας νόσου, ανθρώπων δηλαδή σαν εμάς, σαν εσένα και σαν εμένα που δεν νοούμε να καταλάβουμε τίποτα-ούτε γιατί ζήσαμε μηδέ γιατί θα πεθάνουμε.
"Ο άνθρωπος που έφτιαξες δεν μπορεί να περπατήσει γιατί έχει ένα πόδι ή στην καρέκλα που έκανες δεν μπορείς να καθίσεις γιατί είναι στραβή" λέει κάπου ο Καντίνσκι, διδάσκοντας ή προσπαθώντας να εξηγήσει το μέσα [ένδον] και το έξω [μορφή] στην τέχνη και δη την αφηρημένη. Μα τέχνη που γι αυτούς που την εννοούν μόνο τέτοια δεν είναι και για όσους όχι, εντελώς ακαταλαβίστικη και μπορεί οι πολλοί να έχουν δίκιο; αυτοί που δεν καταλαβαίνουν την αφηρημένη τέχνη;
TO MΕΛΛΟΝ ΑΟΡΑΤΟ
Πολλά είδες, πολλά έμαθες, πολλά θα
πάθεις. Έτσι μου είπε
μια τσιγγάνα εν ευθέτω χρόνο πριν από καιρό, όταν ήμουν
πολύ νέος. Τότε δεν της έδωσα και πολύ σημασία. Αργότερα,
όποτε μου ερχόταν στο
νου η σκηνή με την όμορφη τσιγγάνα
να μου κρατάει το χέρι, να με κοιτάζει στα
μάτια,
στραφταλίζοντας τα δικά της, σκεφτόμουν πως αυτό μου θύμιζε
ρήσεις από
σοφούς. Ή στίχους ποιητών. Στίχους από τον όμηρο
όπως: «Πολλών δε ανθρώπων
οίδεν άστεα και νόον έγνω»,
ο πολύπαθος Οδυσσέας. Και μαζί μ αυτό, πάντα
σκεφτόμουν
γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον [τους].
Ανέκαθεν
συνάρπαζε το γεγονός της μαντείας, να μάθουν τι
πρόκειται να τους συμβεί αν
είναι δυνατόν με την
παραμικρότερη λεπτομέρεια. Εμένα αυτό μου φαίνεται,
νοσηρό,
ανόητο, ανιαρό. Συνάμα αφόρητα τραγικό. Τι νόημα έχει να
ξέρεις πως θα
ζήσεις; Πως θα πεθάνεις; Αν δηλαδή πεθάνεις
άρρωστος με αφόρητους πόνους από
αρρώστεια ή το παιδί σου
θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό και άλλες τέτοιες παρόλες;
Οι αρχαίοι λαοί, όλοι ανεξαιρέτως είχαν τους μάντεις, που
δυστυχώς έπρεπε να
προβλέπουν και τα καλά και τα κακά και
τότε αλίμονο τους! Φανταστείτε την
Κασσάνδρα με αυτή την
απίστευτη τιμωρία των θεών να προμαντεύει μόνον τα κακά!
Σήμερα έχουμε τα μέντιουμ, τις χαρτορίχτρες, χίλιες δυο
παραλλαγές αυτής της
ανοησίας. Ανθούν, κοροϊδεύουν,
κοροϊδεύονται, προβλέπουν στα άστρα την μοίρα;
Την τύχη των ανθρώπων. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο, είπαν οι
αρχαίοι
σοφοί. Ρήση με την έννοια στραμμένη στην επιστήμη,
στη ζωή όπως είναι στη ζωή
χωρίς δεισιδαιμονίες και αερικά. Τελειώνοντας με τους κάθε λογής μάγους, θα πω
πως, αυτοί
αιώνια προσπαθούν να φοβίσουν τον απλό ανθρωπάκο γιατί
έτσι θα είναι
πιο εύκολο το έργο τους αλλά και το έργο μιας
ανεκτικής κοινωνίας. Μιας
κοινωνίας στηριγμένης στο μαγικό
κόσμο του Χάρι Πότερ, στον μάγο του Οζ.
Πολύ μ αρέσουν τα σκυλιά που τα φωνάζουν τ αφεντικά τους κι αυτά δεν ακούνε.
Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η
Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που
πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν
τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I
living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν
δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο
με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα
λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα
στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ
αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της
Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα
Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες,
από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι
νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν
αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει.
Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος
να ήταν αυτός; είχε σημασία τα
όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα
με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη
αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε
ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και
ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της
ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω
της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη
να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της
φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.
ΤΕΛΟς
διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντα...