Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

ΑΓΡΙΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

 

 


 

Το λεωφορείο έτρεχε, κυλούσε τις ρόδες του στην άσφαλτο, βρωμούσε τσιγαρίλα και ανάσες πολλών επιβατών που οι περισσότεροι έκαναν εμετό, εμένα είχε σταματήσει πια να με πιάνει, ένιωθα κάποια αναγούλα αλλά δεν έκανα εμετό. Είχα βγάλει ένα πεντακοσάρικο από τα μεροκάματα στου παπά-Σπύρου, η μητέρα με αποχαιρέτησε με δάκρυα, πάντα αυτοί οι αποχαιρετισμοί ήταν γεμάτοι συγκίνηση, λες και θα πηγαίναμε στην Αυστραλία, λες και δε θα ξαναβλεπόμασταν και είχα πάρει το λεωφορείο της γραμμής Φιλιάτες-Αθήνα. Τι να έκανα πια στο Άγριο; Είχα στην κωλότσεπη τη σύσταση ενός φίλου που προ-ακολούθησε την ίδια κατάσταση  μ εμένα αφού συνεννοηθήκαμε να με φιλοξενούσε τον πρώτο καιρό, μια και κανένα από τα αδέρφια μου δεν έμενε πια εκεί, ο Χάρης με τον Δημήτρη και τον Αντώνη είχαν πάει στη Γερμανία, ο Σωτήρης ήταν στρατιώτης κάπου εκεί γύρω, δε θυμάμαι να τον συνάντησα ποτέ, έτσι κι αλλιώς αυτός ήταν ο πιο αδιάφορος για ότι συνέβαινε στην οικογένεια και προστάτευε μόνο τον εαυτό του. Είχα τη σύσταση ενός φίλου που είχε περίπου ίδια κατάληξη μ εμένα και είχαμε συνεννοηθεί να με φιλοξενήσει τον πρώτο καιρό μια και κανένα από τα αδέρφια μου δεν έμενε πια στην Αθήνα. Στην Αθήνα την πόλη των πόλεων, το κέντρο του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ω, Αθήνα, έρχομαι.
Έρχομαι και μπορεί να μη ξαναφύγω ποτέ!
Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετικά, απ ότι τα είχα υπολογίσει, στην τσέπη μου είχα μόνο δυο κατοστάρικα, μια σχεδόν άδεια βαλίτσα, τρία ρουχαλάκια ένα ζευγάρι παπούτσια και φτάνοντας γύρω στις τέσσερις το πρωί στο Μπραχάμι με το ταξί που με παράτησε στη Θουκιδίδου 64, ένιωσα φτωχός και κρύος ο Σεπτέμβρης ήταν στα τελειώματα του και προσπάθησα να βρω στα κουδούνια το όνομα του φίλου μου αλλά μάταια, δεν υπήρχε πουθενά τα όνομα του. Απογοητευμένος είπα να φύγω αλλά που θα πήγαινα; Και ασυναίσθητα περιεργάστηκα το μαγαζί με τα μισοκατεβασμένα ρολά  στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Τα τζάμια ήταν βαμμένα μ αυτό το άσπρο και κάπου μια τρύπα άφηνε να δεις στο εσωτερικό του. Κόλλησα το μάτι μου και στο μισοσκόταδο διέκρινα πάνω σε ένα ράντσο τον φίλο μου να κοιμάται, εδώ είμαστε μονολόγησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας και χτύπησα το τζάμι. Ξύπνησε κάποτε ο Βασίλης, Βασίλη τον έλεγαν, τώρα θυμήθηκα τα όνομα του, αγκαλιαστήκαμε, με καλωσόρισε, ήταν βρώμικος κι αξύριστος ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, φαλακρούλης από τότε, ντουβάρι ασοβάτιστο.
-Ήρθες!
-Ήρθα, του απάντησα.

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Συναρπαστικότητα της γραφής. Μυθιστόρημα

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΈΒΓΩ ΑΠΌ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ

  

 
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
 
Μα πιστεύω και έχω ακούσει τους περισσότερους ανθρώπους να υπεραμύνονται της έκφρασης αυτής. Στην ουσία: μα πως ζεις έτσι!
 
Υπάρχουν και άντρες που δεν είναι και τόσο..αρσενικοί. Ή τουλάχιστον έτσι αποφαίνεται η Ιστορία. Αλλά ωστόσο θα μπορούσα ν αντικρούσω και αλλιώς: ποιοι είναι οι λίγοι άντρες κατά τη γνώμη σου; ανέφερε χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χρώμα, χρωμόσωμα, μέγεθος πέους, άνοιγμα εγκεφάλου...
 
Απλά να σου πω μια αλήθεια: δε μου αρέσει η έκφραση με κάλυψε ο τάδε! νομίζω πως δεν έχει τι να πει αυτός που το λέει. [εγώ δεν την χρησιμοποιώ ποτέ αυτή την έκφραση] Με την τύχη μου πάντα είμαι σοβαρός κυρία.
 
Ο πιο σωστός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει ότι έχει χάσει την αξιοπρέπεια του.
 
Απλά ήξερα από τότε τι με περιμένει. Η εικόνα είναι μια απομίμηση εποχής. Η μητέρα μου με κοτσίδες, ύφος αιχμηρό-για όσα δεν έγιναν όπως επρεπε- μια γυναίκα με πυγμή, με πείσμα, όμορφη όσο ποτέ, το βλέμμα απίστευτο στο δικο μου, δεν έχω να πω κάτι άλλο για εκείνη που με γέννησε. Ο πατέρας βλοσυρός, ως έπρεπε, μια κοινωνία περασμένων ηθών, που εμεις απλά την βλέπουμε πάλι σαν παραμύθι, όπως θα βλέπουν οι επόμενοι εμάς.

Η κουβέντα της νύχτας είναι καλύτερη από της μέρας; Και ποιά ώρα άραγε, να διαλέξεις για να συνομιλήσεις με έναν άνθρωπο; Μάλλον δεν έχει καμιά σημασία κι ανάλογα το θέμα επιλέγεις. Αρκεί να έχεις επιλέξει τον σωστό κουβεντιαστή. Ας πούμε με τον διευθυντή σου να συζητήσεις στις έξι το πρωί.
Ας πούμε φίλε πως κάποιος είπε αυτή τη σαχλαμάρα: Μόνο όσοι δε δουλεύουν ζουν. Την παίρνουν οι άλλοι και την περιφέρουν στο δίκτυο σαν βασική φιλοσοφία της ζωής. Δηλαδή τι θα κάνεις εσύ αν δεν δουλεύεις φίλη μου; Θα κάαθεσαι;. Ουδόλως πιστεύω πως το κάααθομαι μας δίνει μια ευτυχισμένη ζωή.

Ο χωρισμός δεν έχει να κάνει με την αγάπη. Μπορείς να χωρίσεις με μια γυναίκα και να την αγαπάς. Νομίζω άλλα πράγματα συμβάλλουν στον χωρισμό. Ασυνεννοησία, ζήλιες, γκρίνιες, οικονομικά προβλήματα, η εύρεση άλλου συντρόφου, [ανέντιμο] κ.α.

Παγωνιάς. Κάνει κρύο κάνει τσίφι και τα λοιπά αλλά γιατί να έβγω από το σπίτι μου; ν ανέβω στο βουνό να πιάσω το χιόνι.... Αυτός ο παγωνιάς, το ξεροβόρι, ωραία λέξη αλήθεια, κοκκινίζει τις μύτες όσων λένε ψέμματα. Κι εγώ ανήκω σ αυτούς.

Πάντως, εγώ νομίζω πως όσο πιο αργά κατανοείς ορισμένα πράγματα, τόσο πιο καλά ζεις μέχρι τότε που δεν τα είχες ανακαλύψει!

Φιλαράκια και φιλίτσες, μπήκε η αρκούδα μες την καλύβα μας και πρέπει να τη βγάλουμε έξω. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε μαζί της.[ Έχετε κοιμηθεί με αρκούδα;] 
Η κριτική είναι ελεύθερη σε μια δημοκρατική χώρα. Η καλή και η κακή. Όλοι μπορούμε να κρίνουμε, μπορούμε να πούμε ευθέως δε μου αρέσει αυτό το έργο ζωγραφικής, αυτό το θεατρικό είναι καλό, εκείνο το βιβλίο είναι κάκιστο. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο[ επώνυμο] δεν έπραξε καλά. Στην Αμερική χώρα ελευθερίας! μπορείς και να δυσφημίσεις: Η κόκα κόλα είναι σκατά. Γι αυτό πίνω Πέπσυ.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΛΙΒΆΔΙ ΜΕ ΤΙς ΠΑΠΑΡΟΎΝΕΣ

 


    Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
    όλα φαίνονταν καλά.
    Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
    ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
    Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
    Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
    υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
    Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
    έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
    Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
    όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
    Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
    μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
    Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
    πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
    Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
    όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
    Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
    ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
    ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
    να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
    Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
    νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
    Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
    και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
    Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
    μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
    ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
    Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
    -να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
    απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
    Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
    στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
    η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
    καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
    είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
    Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
    Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
    Εν ολίγοις
    κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
    μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
    Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
    Ο κόσμος δεν είναι κακός;
    Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
    η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
    Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
    Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
    Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
    με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
    Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
    Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
    Εσύ κι εγώ.
    ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

    12 σχόλια


    Ολυμπία Βλαχοπούλου
    Αφιερώνω μια φωτογραφία μου. ..δεν έχω λόγια!
    Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
    1

  • ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Γειάσου Ολυμπία, ωραίο το ηλιοβασίλεμα; [μπορεί να είναι και ανατολή!]



  • Ολυμπία Βλαχοπούλου
    καλησπερα Κωστα , ανατολη ειναι !




  • Elisabeth Maousidou
    Καλησπέρα, διαβάζω, διαβάζω και το ποίημα αγγίζει την ψυχή μου, και αμέσως μου έρχεται η σκέψη ,πως ως τώρα δεν είχα διαβάσει αυτό το Αριστούργημα,.. και ποίος να το έγραψε.. Φτάνοντας στο τέλος είδα ότι ήταν δικό σου Κώστα. Τα
    συγχαρητήρια
    μου, εξαιρετικό!! Έχω διαβάσει πολλή ποίηση από παιδί ,ως τώρα εκεί βρίσκω παρηγοριά .


    ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Ελισάβετ, έχω γράψει ίσως πάνω από διακόσια ποιήματα που δεν έχω εκδώσει μέχρι τώρα, νομίζω δοθείσης ευκαιρίας θα το κάνω. Ευχαριστώ για τα ωραία σου λόγια. [Νομίζω πως πρέπει να σεβαστούμε περισσότερο την ποίηση.]


  • Elisabeth Maousidou
    Εγώ διάβασα 3 φορές το ποίημα σου Κωστα, έχει δομή, πολύ σωστές στροφές, ειναι πολύ καλογραμμένο.



  • ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
    Νομίζω πως όταν αναδιαβάζουμε κάτι, σημαίνει πως μας αρέσει. Κι εγώ μελετώ πολλές φορές τα γραπτά μου και πιστεύω πως αν δεν αρέσουν σε μένα, δε θα αρέσουν και στους άλλους. Είναι μια χρόνια σχέση με όλα τα κείμενα φυσικά ωραίων ποιητών και συγγραφέων που μας προσφέρουν μια απόλαυση, έστω μια μικρή ευτυχία.


    Chrysa Hamba
    ειναι απλα υπεροχο

 

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ

 


 

Εντέλει κάθισε η Λουτσία να πιούμε τον καφέ μας στο βρώμικο καφενείο κι εγώ ένιωσα πως κέρδισα μια μικρή μάχη- έστω μικρή. Κουβεντιάσαμε αρκετά σε ανεβασμένους τόνους, συνήθως δεν κουβεντιάζαμε, τσακωνόμαστε αλλά όλο και κάπου βρίσκαμε τρόπους να επανερχόμαστε. Έτσι και τότε. Μόλις έπιασε η βροχή, εκείνη η παράξενη Φθινοπωριάτικη νεροποντή, χαμογελάσαμε και πήραμε τους δρόμους. Κατεβήκαμε κάτω, στο βάθος, στην ερημιά. Τη λαχταρούσα- όπως κι εκείνη εμένα. Της χάιδευα τα βρεγμένα μαλλιά και κείνη με κοίταζε στα μάτια ώρες πολλές, ατέλειωτες.
Είχε νυχτώσει, η βροχή συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν αποφασίσαμε να σηκωθούμε, με τη γλύκα του έρωτα μες στη βροχή, στην άκρη της θάλασσας, μέσα στα μάτια μας, να δηλώνουν όλα αυτά μια μεγάλη και μια μικρή ευτυχία. Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες και υπήρχαν πολλές, που ζήσαμε με τη Λουτσία. Ήταν οι ώρες, που λες και στον κόσμο, ζούσαμε μόνο εμείς. Κανένας άλλος. Έξω από κάθε είδους ενοχές και προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκεί που κάθομαι, στη βεράντα ή μπροστά στο καβαλέτο μου, έρχονται ζωντανά τα γαλάζια της μάτια να μου θυμίζουν τις υπέροχες μέρες της νιότης.
Μαζί της είχα γίνει πολύ ρομαντικός. Της μάζευα λουλούδια, πέτρες, κοχύλια στην αμμουδιά, της έπαιρνα μικρά δωράκια. Αυτές ήταν οι κρυφές χαρές μου, εμένα που πίστευα πως ποτέ δε θα έκανα τέτοια πράγματα, μια και θεωρούσα τον εαυτό μου πιο ρεαλιστή. Αυτό έγινε μόνο εκείνη την εποχή, γιατί, ανέκαθεν έλεγα πως ο άντρας πρέπει να είναι άντρας και να μη παιδιαρίζει με ερωτικά σαχλοπράγματα. ‘Εξ άλλου έλεγα ακόμα, πως ο άντρας που δεν έχει ξεπεράσει το ερωτικό του πρόβλημα κι ενώ είναι ήδη τριάντα χρονών, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ένας πετυχημένος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο, πως αυτό είναι ταμπού και πως ο άντρας πρέπει να είναι τρυφερός, ότι μπορεί να κλαίει.
Διαφωνούσα και θα διαφωνώ πάντα- ήταν δικές μου σκέψεις που όσο κι αν μεγάλωνα, δε θα τις άλλαζα. Σεβόμουν τον εαυτό μου κι αυτό μου άρεσε, αν έχανα αυτό το κομμάτι, το παζλ της ζωής μου δε θα είχε κανένα νόημα.
Το νόημα της ζωής.
Και ήρθε μια από τις επόμενες μέρες το μαντάτο ενός θανάτου να μας το ξαναθυμίσει πιο έντονα. Ο θάνατος του συνταγματάρχη Παπαγέρωφ Νικολάου.
Εμάς πιθανώς, ούτε κρύο, ούτε ζέστη μας έκανε η είδηση αλλά της Βασιλικής της κόστισε. Πατέρας της ήταν κι έκλαιγε με τις ώρες και μένα για να πω κάποια αλήθεια με ψυχοπόνεσε, άνθρωπος ήταν και με είχε βοηθήσει κάποτε.
-Πέθανε χτες τα χαράματα, μου είπε ο Δούκας. Πρέπει να φύγουμε.
Η Βασιλική δίπλα του δεν έβγαζε μιλιά. Κόκκινη, κλαμένη, στο μαύρο της το χάλι. Ο Δούκας σχετικά αδιάφορος, έκανε ότι έκανε από ανάγκη και περισσή δυσφορία. «Τώρα έτυχε κι αυτό;» είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόταν.
-Εμείς θα φύγουμε, επανέλαβε σαν ηχώ. Δεν ξέρω αν θέλεις να έρθεις αλλά πρέπει κάποιος να μείνει εδώ, στο μαγαζί. Τι λες;
-Δεν ξέρω, του απάντησα. Ήθελα να έρθω, πέθανε ένας άνθρωπος που καλώς ή κακώς, κάποτε μας είχε βοηθήσει. Αλλά έτσι όπως είναι οι καταστάσεις, είναι και η Λουτσία εδώ, τι να πω….
-Γιατί, τι θα πάθει; με ειρωνεύτηκε και δε μου άρεσε. Θα πάθει τίποτε αν λείψεις; συνέχισε. Τέλος πάντων εμείς φεύγουμε, πάμε Βασιλική. Θα επιστρέψουμε σε τρεις –τέσσερις μέρες. Έχε το νου σου στις δουλειές.
Έφυγαν.
Σαν έμεινα μόνος, θυμήθηκα κάμποσες στιγμές που είχαμε ζήσει στη Ρόδο με τον συνταγματάρχη και τη μια έλεγα δε βαριέσαι, πέθανε τώρα ο άνθρωπος ας συγχωρεθούν οι πράξεις του και απ την άλλη θυμόμουν τις κακίες του, περισσότερο όταν με έδιωξε κι εμένα κι έλεγα πάλι, τέτοιος ήταν, παρόμοιο τέλος θα είχε. Παλιάνθρωπος υπήρξε ο συνταγματάρχης, συμφωνούσε και ο Δούκας όπως οι πιο πολλοί που τον ήξεραν. Αλλά όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, τα μισά τουλάχιστον συγχωρούνται αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν συμφωνούσα. Γιατί δηλαδή; Τι νόημα είχε αυτή η συγχώρεση; Έτσι κι αλλιώς ούτε θα τον ενδιέφεραν πια. Γι αυτό το έβλεπα άσκοπο αλλά τέλος πάντων ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι.
Ο Δούκας με τη Βασιλική γύρισαν πράγματι σε τρεις μέρες. Δεν κουβεντιάσαμε άλλο για τον συνταγματάρχη αλλά για τα δικά μας. Βγήκαμε ένα από τα επόμενα βράδια οι δυο μας να τα πούμε. Πήγαμε στο Αγκάσι σε ένα ταβερνείο. Ο καιρός στένευε και ήθελα να μιλήσω μαζί του.
-Μείνε σε παρακαλώ, είπα στη Λουτσία. Έχουμε να κουβεντιάσουμε τα δικά μας, δε νομίζω πως θα σε ενδιαφέρουν.
Έδειξε να καταλαβαίνει αλλά πάλι μούτρωσε. Δεν ήθελε να την αφήνω μόνη, ίσως με αγαπούσε παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Ο Δούκας ήταν πολύ λυπημένος. Τσιμπούσε ανόρεχτα τους μεζέδες, έπινε το κρασί συλλογισμένος. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σωπαίναμε σα να μη μπορούσαμε να μιλήσουμε κι από πού ν αρχίσουμε.
-Αυτός τα είχε φάει τα ψωμιά του Αλμύρα, εννοώντας τον συνταγματάρχη. Εμείς οι ζωντανοί τι κάνουμε; Είπε σε κάποια αόριστη στιγμή
-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πιο πολύ για ν ανοίξει η κουβέντα μας.
Τον είδα που τον έπιανε το παράπονο, το πάθαινε συχνά τελευταία. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο απελπισμένο, τόσο απογοητευμένο.
-Τι με ρωτάς; Έκανε πικρόχολα. Όλα στραβά μου πήγανε. Πάνε όλα φίλε το καταλαβαίνεις αυτό; Κουράστηκα πολύ για να τα φτιάξω και τα χάνω σε τόσο λίγο χρόνο. Αύριο, μεθαύριο θα έρθουν από εδώ οι τραπεζικοί για κατασχέσεις. Δε γλιτώνω, στο τσακ προλαβαίνω να γλιτώσω τη φυλακή. Ευτυχώς που δε με κυνηγάνε και οι έμποροι αλλιώς θα πήγαινα σίγουρα μέσα.
-Χρωστάς τόσα πολλά; Απόρεσα. Πως έγιναν, θέλω να πω, πως τα κατάφερες…
-Δεν ξέρω, έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω. Τώρα δε διορθώνεται τίποτε.
Είχα αντιληφτεί από καιρό πως η κατάσταση του ήταν σχεδόν τραγική αλλά έλεγα πως έστω την τελευταία στιγμή, κάτι θα έκανε για να προλάβει το μεγαλύτερο κακό.
-Δεν τα ξέρεις καλά σε δικαιολογώ. Άμα σε πάρει όμως ο κατήφορος, δύσκολα σταματάς. Κι εμένα με πήρε από τότε που έγινε αυτή η ιστορία, με το γαμπρό μου, τον Τσάβαλο. Από τότε πήγαν όλα στραβά, τίποτε δεν έμεινε όρθιο.
Είχαμε συναισθηματική φόρτιση κι ένιωθα πως θα τον έχανα τον φίλο μου για καιρό.

  Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τον ομώνυμο τίτλο

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

  διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντα...