Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΛΊΓΟ ΠΡΙΝ, ΛΊΓΟ ΜΕΤΆ

 


 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ [ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΟ΄]
Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

 

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΝΑ ΣΟΥ ΧΑΡΊΣΩ ΈΝΑ ΤΡΈΝΟ ΘΑ ΓΥΡΊΣΕΙς ΠΊΣΩ;

 


 

Έχετε την εντύπωση πως σας συμπαθούν οι άνθρωποι; [Αφέλεια ενός συμπαθούς]

Όταν αρχίζω μια καινούργια θεματολογία στη ζωγραφική, χαίρομαι. Όπως εδώ που όλα θα γίνουν στο στιλ ποπ αρτ. Σχεδιάζοντας τον Τζονι Ντεπ, παρ ότι δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει και τόσο κινηματογραφικά, εδώ μου βγαίνει πολύ όμορφος, πολύ έξυπνος! [Είχε δίκιο κάποιος που είπε πως η μόνη χαρά στη ζωή είναι η αρχή.]

.ή γράφει ο άλλος πέθανε η γυναίκα μου και ο άλλος του κάνει like! χαχαχα!

Υπάρχουν μερικές φορές που περιμένω κάτι κι άλλες φορές που δεν περιμένω τίποτε. Και οι δυο είναι τόσο δυνατές

που δεν ξέρω ποια να διαλέξω.

Ποτέ δεν ξέρεις όταν ανοίγεις μια πόρτα, τι συμβαίνει πίσω της.

Δε δέχομαι κουβέντα από ανθρώπους που δεν έχουν πιάσει πινέλο στα χέρια τους και κάνουν τους επιστήμονες περί των τεχνών όντας κακοσκεπτόμενοι και ανθρωπάκια, γλυφοκολάριοι, κακομούτσουνοι και μεσάζοντες για να βγάλουν κάποιο φράγκο από τους καλλιτέχνες αλλά και από τους ηλίθιους που υποτίθεται ότι διοικούν αυτά τα δρώμενα περί του πολιτισμού.

Μόνο οι μεγάλοι αντέχουν τις σκληρές και "κακές" κριτικές για το έργο τους.

Να σου χαρίσω ένα τρένο, θα γυρίσεις πίσω;

αλλά εγώ σημειώνω τις σκέψεις μου χωρίς να παίρνω το μέρος του ζωγράφου ή του συγγραφέα αποφεύγοντας τις λακκούβες της γλυκανάλατης κολακείας και του ανόητου τι μεγάλος, τι σπουδαίος, και τι υπέροχα είναι τα έργα σας κυρία, και, κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι το μέγεθος ενός καλού και ενός κακού ζωγράφου που επιζητά επιμόνως την καταξίωση μέσω της τέχνης του και αυτό δεν είναι αντίνομο.

Το χειρότερο είναι να ερωτευτείς το μυαλό του άλλου; [εν ζωή φυσικά.]

Εντάξει, το δίκιο είναι με τους δυνατούς της Ιστορίας αλλά όχι και επαναστάτες των πούρων! [η καμπάνα χτυπάει για τους υπερεκτιμημένους Τσε.] Δε συμφωνώ με τους πολλούς τι να κάνουμε; θέλετε μια επανέκδοση του Τσε; εύκολο. Ο Φασούλας δεν απέχει πολύ. Για ξανακοιτάχτε τον!

Οι πιο απαιτητικοί είναι οι φίλοι που μας αγάπησαν και γιατί όχι.

 

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΤΈΒΑ ΑΠ ΤΟ ΔΈΝΤΡΟ

 


 

-Κατέβα ρε απ το δέντρο να κουβεντιάσουμε!
-Όχι, μουρμουρίζει ο Έλληνας των δέντρων. Δεν κατεβαίνω γιατί είσαι κακός, καλύτερα είμαι εδώ πάνω.
-Τέτοιο νούμερο που είσαι ...
-Νατο! είδες; με βρίζεις!
-Τι να μη σε βρίσω ρε, που ασχολείσαι ακόμα με Μακρόνησους, με σώπα όπου ναναι θα σημάνουν οι καμπάνες ...Ποιες καμπάνες θα σημάνουν ρε απρουλιάρη ...ρε τελειώσαν αυτά το πήρες μυρουδιά;
-Μα ...είναι η Ιστορία μας και ανεβαίνει πιο πάνω στα δέντρα. Μασάει πράσινα φύλλα.
-Ποια Ιστορία ρε κορόιδο της τράπουλας, που σε δουλεύουν όλοι χοντρό γαζί! Ποια Ιστορία; αυτή που γράψανε μαζί αριστεροί και δεξιοί και που σήμερα σου τρώνε το μεδούλι με τις ψευτιές τους και οι δυό;
-Οι Αριστεροί δε λέμε ψέμματα, λέει χωρίς σιγουριά τρώγωντας ένα ακόμη πράσινο φύλλο.
-Χαχαχα! σκάω στα γέλια. Αυτοί κι αν σε έχουν γεμίσει μυίγες..
-Μύγες γράφονται με υ πια. Και ξηλώνει μια φλούδα απ τον κορμό.
-Εμένα μ αρέσει με υι.
-Είδες που γίνεσαι κι εσύ παλαιών αρχών; ανέβα στο δέντρο είναι καλύτερα σου λέω!
Τον κοιτάω και τον λυπάμαι.
-Τι φταίει η καημένη η Συρία, μου λέει ξαφνικά
-Δε φταίει; τον ρωτάω με υποψία.
-Μια φτωχιά χώρα είναι, μουρμουρίζει ο μαλάκας. Γιατί να τη χτυπήσει ο Ομπάμα ...
-Φτωχή χώρα και έχει το τρίτο χημικό οπλοστάσιο στον κόσμο; αλλά τόσο βυθισμένος που είσαι στην αγεωγραφοιστορία σου που δε βλέπεις πέρα από τη μύτη σου.
-Έχει το τρίτο χημικό οπλοστάσιο στον κόσμο; επαναλαμβάνει περισσότερο για να το εμπεδώσει. Δεν το ξέρω..
-Άκου ρε μάγκα: κάτσε εκεί πάνω στο δέντρο, του λέω. Μπορεί να έχεις δίκιο, είναι καλύτερη η άγνοια. Και καβαλάω την καμήλα μου
Φεύγω μέχρι που γίνομαι μια κουκκίδα στην έρημο.
[γραμμένο από παλιά αλλά έχει μια σημασία και για το σήμερα.]

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Η ΑΡΙΣΤΕΡΆ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΆς

 


Μην τρέχεις να με υποτιμήσεις προτού μελετήσεις το τελευταίο μου "και". [Επειδή οι ξερόλες γνωρίζουν τα πάντα] Σημαντικό γνώρισμα των σπουδαίων ανθρώπων είναι η επιμελής άσκηση πάνω στο ζητούμενο προτού απαντήσουν. Με αφορμή τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου και τον τρόπο που πολλοί τρέχουν να τον εκμεταλλευτούν. Ναι, υπάρχει μεγάλη εκμετάλλευση και στον θάνατο, αγαπημένοι φίλοι και βλάκες, εσαεί. Ιδιαίτερα στον τομέα της εξαπάτησης του κοινού, της αριστεράς και στο πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν και έπαιξαν τα ρεζιλίκια της αριστεράς αλλά και της δεξιάς που ενσωμάτωσε την αριστερή ιδεολογία για να διατηρείται στην εξουσία, έξω από το πόσο ικανός ήταν ο Μικρούτσικος. Θέλω να πω μ αυτό, ίσως πιο ξεκάθαρα απ ότι θέλετε πως η εξάμβλωση της αριστεράς, η καπήλευση της, πως αλλιώς να το πω, έχει φτάσει στο όριο της. Οι πραγματικοί αριστεροί δεν κέρδισαν τίποτε με αυτό τον τρόπο που την εμφάνισαν οι κατά καιρούς μέντορες της και άμα θέλετε ξεκινώ από την μεταγενέστερη μνήμη της με τους Βελουχιώτηδες, τους Γλέζους, τους επηρμένους ήρωες, τον Σάντα, που αυτός λιγότερο κατάλαβε τι συμβαίνει, και που δυστυχώς εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό και τον οδήγησαν στην σημερινή κατάντια του. Για ποιο λόγο πανηγυρίζουν οι δεξιοί τον θάνατο του Μικρούτσικου; και για ποιον οι αριστεροί που έχασαν ένα δικό τους που τελικά δεν έκανε τίποτε όταν ήταν στην εξουσία; Εγώ δεν πιστεύω σε αγάλματα ούτε σε μαριονέτες που θα αναστήσουν [μακάβρια λέξη] τον ελληνικό λαό από την σήψη στην οποία έχει περιέλθει. Με τον θάνατο ενός ανθρώπου, ικανού να καταλάβει πως δεν μπορούσε να αλλάξει το σύστημα ή τουλάχιστον να επέμβει σ αυτή τη διαδικασία, σοβαρά, οδηγούμαστε στην αποτέλεια, δεν μπορώ να βρώ πιο εύσχημη λέξη, αυτού του ίδιου του συστήματος που αναγκαστικά ανάγεται σε πλούσιους και πτωχούς. Άρα, ένας Μικρούτσικος υποχώρησε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και έμεινε στη μουσική του. Μαθηματική εξακρίβωση πως δεν του αρκούσε η αριστερά αλλά ούτε και η μεσαία τάξη που κατά βάση αποτελεί το στήριγμα εν΄'ος καλλιτέχνη που αρχίζει να έχει εμβέλεια και υπόβαθρο για την ύστερη μνήμη του μια και τα προς το ζην τα έχει εξασφαλίσει. Ένα μείζον ερώτημα προς τους ανθρώπους της αριστερίστικης κουλτούρας είναι πόσο αυτοί σέβονται τους εκπροσώπους της και κατα πόσο καπελώνουν αυτή ακριβώς την ιδεολογία τους.

Ένα παλιό "κειμενάκι" που νομίζω πως αξίζει να ξαναδιαβαστεί

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ [τελευταίο]

 


 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Το ίδιο σκηνικό. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο, μόλις ανοίγουν τα φώτα, δίνουν τα χέρια σε στιγμή αποχαιρετισμού. Ο Άλεξ είναι ντυμένος με ρούχα πολέμου. Δίπλα η Ελμίνα κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό. Ο Άλεξ πηγαίνει προς το μέρος της, αγκαλιάζονται και χαιρετιούνται. Φιλάει επίσης το μωρό και με σίγουρα βήματα φεύγει.
Τα φώτα σβήνουν.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο. Ησυχία. Νέκρα. Κανείς.
Σκοτάδι.
Ανάβουν τα φώτα. Στο κέντρο της σκηνής  ο Άλεξ κρατάει στα μπράτσα του το νεκρό αδερφό του, τον Τζωρτζ. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού. Νεκρός και ζωντανός είναι μπαρουτοκαπνισμένοι απ’ τη σκόνη της μάχης.
ΑΛΕΞ: Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν φταις εσύ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΛΕΞ: Ο Τζωρτζ είναι νεκρός και πίσω απ’ αυτόν χιλιάδες. Ο Τζωρτζ είναι νεκρός. (σιωπή) Προσπάθησα να τον σώσω. Έδωσα μάχη σώμα με σώμα με εχθρούς και φίλους μα δεν τον έσωσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΝΤΡΑΣ: Το πένθος ταιριάζει στους ανθρώπους, το πένθος είναι το χτύπημα της πεταλούδας. Τι απέγινε ο Έντι Μπάρεττ;
ΑΛΕΞ: Ποιος ήταν αυτός;
ΑΝΤΡΑΣ: Χμ, δεν ξέρει τον Έντι Μπάρεττ!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αστέρια για όλους τους νεκρούς του κόσμου. Κανείς δεν ξέρει, τον ‘Εντι Μπάρεττ.
ΑΛΕΞ: Ο Έντι Μπάρεττ; Ο πόλεμος… Ο θεός… Ο θεός του πολέμου… Μπορεί να είναι αυτός ο Έντι Μπάρεττ… Μπορεί κι εγώ… Όχι εγώ δεν είμαι! (φωνάζει) Δεν είμαι εγώ! Εσείς φταίτε για όλα! (δείχνει το κοινό)
ΑΝΤΡΑΣ: (σαρκαστικά) Εμείς φταίμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ρωτάει με αγωνία) Εμείς φταίμε;
ΑΛΕΞ: Όταν έπεσε η χειροβομβίδα και με πήραν τα αέρια βρέθηκα μες στο χαντάκι ανάμεσα σε νεκρούς, μισοπεθαμένους. Κομμένα χέρια, πόδια, μαλλιά… Κάπου εκεί έγινε ησυχία. Κι ήμουνα μόνος. Μόνος με τόσους νεκρούς γύρω μου.
Σηκώθηκα. (σηκώνεται) Και τότε τον είδα. Είδα τον Τζωρτζ με χυμένα άντερα κι ανοιχτά πελώρια μάτια να με κοιτάζει. Με κοίταζε; Δεν ξέρω. Γιατί οι νεκροί μένουν με ανοιχτά τα μάτια; Θέλουν να δουν ίσως λίγο ακόμα… Δεν ξέρω… Δεν έχω να πω τίποτε άλλο… τι άλλο να πω… (κλαίει)
Και με σιγανά βήματα βγαίνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ


Ο δάσκαλος  κρατάει το παιδί στα χέρια του. Στην άλλη άκρη η Ελμίνα. Κάνει μια κίνηση να το πάρει. Ο δάσκαλος τραβιέται.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ‘ξερα πως κάποτε θα γινόταν έτσι. Μόνο ο Άλεξ δεν το καταλάβαινε. Εγώ το έβλεπα στα μάτια σου. Έχω μάθει πια να διαβάζω τα μάτια των ανθρώπων. Τι θέλεις λοιπόν άχρηστε άνθρωπε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Αφού λες πως το ήξερες τότε τι ρωτάς; (παύση)
(σκληρά) Αλλά δεν το ήξερες. Η μάλλον ούτε τώρα το φαντάζεσαι.
ΕΛΜΙΝΑ: Δεν φοβάσαι που θα γυρίσει ο Άλεξ;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Απ’ τον πόλεμο δεν γυρίζει κανένας. Ιδιαίτερα οι γενναίοι. Και ο Άλεξ είναι γενναίος.
ΕΛΜΙΝΑ: Και τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (στυφά) Είπες πως δεν θα ‘ρθεις ποτέ μαζί μου. Κι εγώ είπα πως θα κάμω κομματάκια το παιδί σου αν δεν έρθεις… Λοιπόν αποφάσισες;
ΕΛΜΙΝΑ: Αποφάσισα. Είμαι πιο σκληρή απ’ ότι νομίζεις. Θα μπορούσα ν’ αποποιηθώ την σάρκα μου σα να μη συνέβαινε τίποτε αλλά επειδή πιστεύω πως η σάρκα και η ψυχή ενός ανθρώπου είναι ένα, σου λέω όχι! Χίλιες φορές όχι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είσαι χειρότερη απ’ τη Μήδεια.
Η Ελμίνα ορμάει να του πάρει το παιδί. Εκείνος την απωθεί βίαια και τη ρίχνει κάτω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είπες τι θα μπορούσες να κάνεις αλλά δεν σ΄αφήνει η ανόητη σκέψη του ενός, της μιας αγάπης. Του ανόητου δυτικού τρόπου σκέψης του πολιτισμένου ανθρώπου. (με ζήλια) Τόσα χρόνια σε θαύμαζα. Μπορούσα να χαλάσω τον κόσμο για να σ’ έχω. Θαύμαζα το κορμί σου, το ύψος σου, τα  ανοιχτά σου πόδια, αλλά τα χαιρόταν άλλος. Τώρα σου έκανα φανερή την αγάπη μου αλλά την απέρριψες.
Γι αυτό θα πληρώσεις.
(σκεπτικά) Θα μπορούσα βέβαια να σε σκοτώσω, αλλά δεν θα το κάνω… όχι δεν θα το κάνω. Θα σ’ αφήσω να ζεις με τη φρικτή εικόνα του σκοτωμένου σου παιδιού ανόητη! πόρνη!
Η Ελμίνα προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα καταφέρνει. Πέφτει αποκαμωμένη στο δάπεδο.
 Ο δάσκαλος φεύγει ενώ το φως χαμηλώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στη μια γωνία σ’ ένα τραπέζι ο Έντι με τον πατέρα του, πίνουν κρασί. Πιο δίπλα ο παπάς μόνος κοντά στην πόρτα. Στην άλλη παρέα ο άρχοντας με τον Τζωρτζ τον γιο του και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος. Ο ταβερνιάρης πηγαινοέρχεται σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα ντυμένη άντρας. Επικρατεί σχετική οχλαγωγία. Οι περισσότεροι  είναι χαρούμενοι… ο πόλεμος έχει τελειώσει.
Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της σκηνής. Χύνει το κρασί απ’ την κανάτα, κοιτάζοντας γύρω-γύρω με ύφος σκοτεινό.
ΕΛΜΙΝΑ: Σςςςς!!!!

Ησυχία. Ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

ΕΛΜΙΝΑ: (συνωμοτικά) Θα σας πω μια ιστορία (παύση)  Μη φύγει κανείς!
(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς! Κλείστε τις πόρτες! (φυσάει αγέρας, γίνεται πανδαιμόνιο)  Οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο. Τα φώτα ολάνοιχτα. Ωστόσο πρώτος ο παπάς έχει κινηθεί προς την έξοδο. Η Ελμίνα έχει βγάλει το πιστόλι και τον πυροβολεί. Ο παπάς πέφτει νεκρός. Η Ελμίνα στρέφει το πιστόλι προς το κοινό κι ύστερα στον δάσκαλο που κινείται κι αυτός προς την έξοδο. Πέφτει κι αυτός νεκρός δίπλα στον παπά. Η Ελμίνα αφήνει τ’ αντρικά της ρούχα να πέσουν, λύνει τα μαλλιά της. Το πιστόλι πέφτει δίπλα στους νεκρούς. Τα ρούχα της όλα χάμω. Μένει εντελώς γυμνή. Κατάγυμνη.

 

ΤΕΛΟΣ



 

 

 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 9

 


ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο παίζουν σκάκι. Το φως δυναμώνει. Ο δάσκαλος είναι περίπου 45 χρονών. Αδύναμος, κοκαλιάρης, κακάσχημος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (κάνει την τελευταία κίνηση και γέρνει πίσω την καρέκλα του) Ματ!
ΑΛΕΞ: Κέρδισες. (σηκώνεται)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το σκάκι είναι ακριβώς όπως ο πόλεμος. Θέλει θυσίες, στρατιώτες, αξιωματικούς και βασιλιάδες.
ΑΛΕΞ: Ακριβώς έτσι και οι βασιλιάδες και οι στρατιώτες. Δεν κερδίζουν όμως πάντα οι βασιλιάδες.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Διαφωνώ. Σχεδόν πάντα κερδίζουν. Οι κολίγοι χάνουν τη μάχη όσοι κι αν είναι. Αλλά κάτι σε βασανίζει σήμερα…
ΑΛΕΞ: Δεν άκουσες τις ειδήσεις δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τελευταία δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα.
ΑΛΕΞ: (στεγνά) Ο πόλεμος αρχίζει. Η μάλλον άρχισε. Έπεσαν τα πρώτα κορμιά στα σύνορα. Ο πατέρας μου με τον αδερφό μου μπήκαν στη χώρα σας…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Στη χώρα μας θέλεις να πεις.
ΑΛΕΞ: Εγώ δεν είμαι δικός σας. Είμαι εξόριστος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ναι, αλλά παντρεύτηκες εδώ, έκανες παιδί και ζεις εδώ. Τι θα κάνεις τώρα; Με ποιο πλευρό θα πας; Αυτό δεν σε βασανίζει;
ΑΛΕΞ: Αυτό. Δεν ξέρω τι να κάνω… και πρέπει να βιαστώ…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν υπάρχει δίκιο κι άδικο. Το δίκιο είναι όπλο των φτωχών απέναντι στους δυνατούς.
ΑΛΕΞ: Φιλοσοφίες δάσκαλε. Εγώ φιλόσοφος δεν είμαι. Εσένα που πέρασαν και τα χρόνια, θα σ΄αφήσουν πίσω γιατί δεν είσαι πολεμιστής. Εγώ φαίνεται πως είμαι και μου αρμόζει να βρίσκομαι εκεί.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το ξέρω. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα είναι με ποιους;
ΑΛΕΞ:  Με τους κατατρεγμένους. (σα να το πήρε απόφαση)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (με κάποια χαρά) Έτσι σου πρέπει. Εξ άλλου αυτοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Αυτοί μας πολεμούν. Ο πατέρας σου κι ο αδερφός σου.
ΑΛΕΞ:  Όλοι οι πόλεμοι έχουν και προσωπικό χαρακτήρα. Κάποιος φταίει για κάτι. Κάποιος έκλεψε κάτι… Ο Πάρις την Ελένη… ναι, μη σου φαίνεται αστείο. Δεν είναι μόνο το χρυσό, ο πλούτος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν διαφωνώ μαζί σου. Μάλιστα έχω να προσθέσω σ΄αυτό κι ένα άλλο: την έμφυτη βία. Είδες ποτέ ένα παιδάκι που δεν μιλάει ακόμα, πώς χαστουκίζει κάποιο άλλο;
ΑΛΕΞ: Έχεις δίκιο δάσκαλε, το έχω δει. Η έμφυτη βία. Αλλά τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι τώρα… δεν το αποφάσισες…
ΑΛΕΞ: Δεν είναι τόσο εύκολο…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σίγουρα.
ΑΛΕΞ: Τη μια σκέφτομαι έτσι, την άλλη αλλιώς κι αυτό με σκοτώνει. Ο πατέρας , μου έστειλε μήνυμα να γυρίσω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και λοιπόν; Το ίδιο δεν είναι; Αν πας απέναντι δεν θα πολεμήσεις ενάντια στη γυναίκα σου, τ αδέρφια της και το παιδί σου;
ΑΛΕΞ: Φτάνει δάσκαλε, φτάνει. Δεν έχω ανάγκη τις προσπάθειές σου για να πειστώ. Όπως σου είπα πριν θα πάω με τους κατατρεγμένους. Ενάντια στον πατέρα μου και το αίμα μου.
Τίποτα. Κενό.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Ίδιο σκηνικό. Στην καρέκλα καθισμένη η Ελμίνα, κρατάει στην αγκαλιά το μωρό της και μια κλαίει, μια γελάει. Το νανουρίζει, το φιλάει μια σηκώνεται, μια κάθεται.
ΕΛΜΙΝΑ: Νάνι νάνι το μωρό μου νάνι… (σηκώνεται κοιτάζει ανήσυχη προς την πόρτα) Που είναι τώρα ο πατέρας σου… γιατί αργεί… τώρα που τον έχουμε τόσο ανάγκη. Λείπει… νάνι-νάνι…
ΑΛΕΞ: (απ’ την πόρτα προτού μπει) Ελμίνα! Για το θεό τι έγινε;
Ορμάει και τους αγκαλιάζει. Παίρνει στα χέρια του το παιδί, το σηκώνει ψηλά. Η Ελμίνα πέφτει στην καρέκλα και τον κοιτάζει.
ΑΛΕΞ: Αγόρι μου! Τι πήγαν να σου κάνουν οι άνανδροι ε; τι πήγαν να σου κάνουν… αλλά τώρα μη φοβάσαι τίποτα, είναι ο πατέρας σου εδώ.
ΕΛΜΙΝΑ: Για πόσο όμως Άλεξ;
Ο Άλεξ αφήνει το παιδί. Την κοιτάζει αποσβολωμένος.
ΑΛΕΞ: Μίλησες!!! Μιλάς; (τρέχει κοντά της, την αγκαλιάζει) Δεν το πιστεύω… μου φαίνεται απίστευτο… ω θεέ μου! Πες μου τι έγινε…
Κάθονται στο τραπέζι.
ΕΛΜΙΝΑ: Μίλησα Άλεξ. Πήρα  λαχτάρα και τέτοιον φόβο που μου ξαναγύρισε η λαλιά.
ΑΛΕΞ: Πώς έγινε, πες μου, θέλω να μάθω.
ΕΛΜΙΝΑ: Θα σου πω. Ήμουνα έξω στην αυλή και είχα αφήσει το μωρό να παίζει εδώ. Κάποια στιγμή, είδα μια σκιά να περνάει στο παράθυρο. Έτρεξα αμέσως με όλη μου τη δύναμη και ήρθα. Ήταν ένας μασκοφόρος κι έσκυβε να πάρει το παιδί. Όρμησα πάνω φωνάζοντας ‘’μη!  μη πειράξεις το παιδί’’. Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή. Ήρθαμε στα χέρια να τραβάμε το μωρό !(κλαίει). Αυτός από δω κι εγώ από κει. Τον κλώτσησα, τον χτύπησα, τον δάγκωσα. Έγινε πάλη. Κάποια στιγμή, πήρα το παιδί κι έτρεξα έξω.
ΑΛΕΞ: Αυτός έφυγε;
ΕΛΜΙΝΑ: (αποκαμωμένη) Ναι, έφυγε. Όπως θα φύγεις κι εσύ.
ΑΛΕΞ: (σηκώνεται) Πρέπει.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ξέρω. Δεν σε κακιώνω, αλλά σπαράζω. Σπαράζω και φοβάμαι για σένα και για μας. Τι θ’ απογίνουμε Άλεξ;
ΑΛΕΞ: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς Ελμίνα! Αλοίμονο! Εγώ δεν φοβάμαι για τον εαυτό μου, θα γυρίσω να σαι σίγουρη…
ΕΛΜΙΝΑ: Ο πόλεμος δεν έχει σιγουριά Άλεξ… Άλεξ, φοβάμαι… Φοβάμαι πολύ… γιατί να γίνονται όλα αυτά…
ΑΛΕΞ: (την αγκαλιάζει) Μου ραγίζεις την καρδιά γυναίκα… Ξέρεις πόσο σας αγαπώ… αλλά, η αγάπη του άντρα για την τιμή και την προστασία της πατρίδας και των ιερών, πρέπει να είναι πιο δυνατή! Πρέπει ν’ αντέξουμε, Ελμίνα!
ΕΛΜΙΝΑ: (αδύναμα) Θ’ αντέξουμε;
Χωρίζουν και ξαναγκαλιάζονται.
ΑΛΕΞ: Θ’ αντέξουμε γυναίκα.
Χωρίς ίχνος επιείκειας τα φώτα βουλιάζουν.

 

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

  διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντα...