Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 8

 


ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα φως της ημέρας.
Ησυχία.
Ξαφνικά ορμάει μέσα ο Άλεξ. Είναι νέος στην ακμή του, δυνατός και ωραίος, ντυμένος με στρατιωτικές φόρμες. Κρατάει ναι κυνηγητική καραμπίνα. Πίσω του, ακολουθεί ο αδερφός του ο Τζωρτζ. Λίγο μικρότερος. Ίδια ντυμένος αυτός και κρατάει επίσης καραμπίνα. Είναι πιο λεπτοκαμωμένος μάλλον ψηλός και ισχνός. Η Ελμίνα στριμωγμένη στο βάθος, κρύβεται στα δέρματα.
ΑΛΕΞ: Δεν μπορεί! Εδώ μέσα χώθηκε. (στον Τζωρτζ) Την είδες κι εσύ;
ΤΖΩΡΤΖ: (αποκαμωμένος, σταματάει να ψάχνει). Μας ξέφυγε, είναι πονηρές οι αλεπούδες.
ΑΛΕΞ: Ποιες αλεπούδες… (συνεχίζει να ψάχνει)… κάπου εδώ θα κρύφτηκε.
Ξαφνικά την ανακαλύπτει και στρέφει το όπλο κατά πάνω της. Τα μάτια τους συναντιούνται, κοιτάζονται. Ύστερα εκείνη τρέμοντας σηκώνεται στη γωνιά.
ΑΛΕΞ: Εεε!!
ΤΖΩΡΤΖ: Τι είναι; ( στρέφει και βλέπει) Αυτή είναι άλλου είδους αλεπού αδερφέ μου.
Πάει κοντά της το όπλο του (σχεδόν ακουμπάει στο πρόσωπό της)
ΤΖΩΡΤΖ: (αινιγματικά) Ποια είσαι;
ΑΛΕΞ: (του γυρνάει την κάνη απ’ το πρόσωπό της) Ηρέμησε Τζωρτζ, δεν βλέπεις που τρέμει;
ΤΖΩΡΤΖ: (σκεπτικά) Δε μ΄αρέσει καθόλου.
ΑΛΕΞ: (με υπονοούμενο χαμόγελο) Δε νομίζω να λες την αλήθεια… αλλά για στάσου… (σοβαρεύεται, κατεβάζει το όπλο) Πες μας λοιπόν, ποια είσαι. (παύση). Δε μιλάς; Τι γίνεται; (στον Τζωρτζ)
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν κατάλαβες;
ΑΛΕΞ: Εσύ κατάλαβες;

ΤΖΩΡΤΖ: Είναι μουγκή, είναι ένα ζώο…
ΑΛΕΞ: (έκπληκτος) Λες;
ΤΖΩΡΤΖ: (στυφά) Λέω. Καλύτερα να φύγουμε. (υστερόβουλα)
ΑΛΕΞ: (πιο έκπληκτος) Είσαι σοβαρός; Τι είναι αυτά που λες. Δεν το περίμενα από σένα.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι. Καλύτερα να φύγουμε. Δεν τη βλέπεις; (την κοιτάζει) θα μας βάλει σε μπελάδες.
ΑΛΕΞ: Θα την πάρω μαζί μου! (αποφασιστικά)
ΤΖΩΡΤΖ: Πού; (παύση) Και θα ρθει;
ΑΛΕΞ: (Σαν να μην τον άκουσε, πάει κοντά στην Ελμίνα. Έχει αρχίσει να μαγνητίζεται από την αγριάδα και την ομορφιά της. Της χαμογελάει.) Άκουσέ με σε παρακαλώ. (Κάνει να της αγγίξει το χέρι, εκείνη τραβιέται, όχι τόσο φοβισμένη όσο στην αρχή!)
ΤΖΩΡΤΖ: (ανυπόμονα) Χάνεις τον καιρό σου! Δεν βλέπεις πως είναι ένα ζώο;
Η Ελμίνα κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
ΑΛΕΞ: (με χαρά) Να, το είδα! Κούνησες αρνητικά το κεφάλι σου! (στον Τζωρτζ) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της!
ΤΖΩΡΤΖ: (ειρωνικό χαμόγελο) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Πάμε να φύγουμε σου λέω… μη κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της (γελάει)
ΑΛΕΞ: (νευριάζει) Πάντα κυνικός ήσουνα! Δεν μπορώ να σε καταλάβω Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Μη με καταλαβαίνεις Άλεξ!
ΑΛΕΞ: Πώς θα την αφήσουμε εδώ; Ένας άνθρωπος είναι και πρέπει να τον βοηθήσουμε.
ΤΖΩΡΤΖ: Μόνο γι αυτό;
ΑΛΕΞ: (τον εξετάζει) Τι υπονοείς;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρω. Εσύ πάντα του κεφαλιού σου έκανες. Με άκουσες ποτέ, για να μ’ ακούσεις τώρα; Κάνε ότι καταλαβαίνεις κι αν μπορείς.
ΑΛΕΞ: Απορώ που δεν θέλεις να βοηθήσεις…
ΤΖΩΡΤΖ: (τον κόβει) Σου είπα θα μας βάλει σε μπελάδες. Θα το δεις!
ΑΛΕΞ: (με πείσμα) Εγώ θα την πάρω μαζί μου ότι κι αν γίνει. (στην Ελμίνα) Θα έρθεις μαζί μου; Πες μου θα ρθεις; Έλα… θα σε κάνω βασίλισσα!
Η Ελμίνα δείχνει με νοήματα πως είναι βασίλισσα του δάσους, έχει ξεθαρρέψει. ΑΛΕΞ… εννοώ πραγματική βασίλισσα. Δεν το πιστεύεις αλλά είμαστε γιοι βασιλιά. Ο πατέρας μου είναι άρχοντας τούτης της χώρας! Να φόρεσε τούτο το δαχτυλίδι.
Προσπαθεί να της περάσει το δαχτυλίδι που έχει βγάλει απ’ το δάχτυλό του, στο δικό της, εκείνη ξαφνιάζεται, αναποφάσιστη αλλά δεν αρνείται.
ΤΖΩΡΤΖ: (έκπληκτος) Τι κάνεις εκεί; Της χάρισες το δαχτυλίδι της μητέρας; Αυτό, που όμοιό του έχει χαρίσει μόνο κα σε μένα; (τον κοιτάζει εχθρικά) Εγώ φεύγω! (έχει φθάσει ήδη στην έξοδο)
ΑΛΕΞ: (στην Ελμίνα) Έλα πάμε κι εμείς. (της δίνει το χέρι)
Η Ελμίνα διστακτικά, αποσβολωμένη τον ακολουθεί.
Τα φώτα σβήνουν. Το κοινό χαλαρώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Μπροστά στο παλάτι.
Ο Άλεξ και η Ελμίνα πιασμένοι αντικριστά απ’ τα χέρια, ακούνητοι σαν αγάλματα του Ροντέν.
Στην άλλη πλευρά, ο άρχοντας με τον Τζώρτζ σαν απομίμηση Εγγονοπουλικού καμβά μοιάζουν να συνομιλούν αλλά και όχι. Ξαφνικά ο Άλεξ αφήνει την Ελμίνα και έρχεται προς το μέρος τους. Η Ελμίνα στέκεται με σταυρωμένα χέρια.
ΑΛΕΞ: Ώστε έτσι!
ΤΖΩΡΤΖ: Ας τον να φύγει πατέρα!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (μ επιβολή) Μη μιλάς εσύ! (γυρνάει στον Άλεξ) Όταν ένας γιος και μάλιστα ο πρωτότοκος παρατάει τον πατέρα του και την οικογένειά του για χάρη μιας γυναίκας είναι αχάριστος!
ΑΛΕΞ: (ήρεμα) Μην λες τέτοια λόγια πατέρα. Σας αγαπώ και σας σέβομαι. Δεν μπορώ όμως να κάνω διαφορετικά αφού δεν συμφωνείτε με αυτό το γάμο.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (τον κόβει) Να συμφωνήσω να πάρεις μια μουγκή; Ένα ζώο του δάσους; Ε, όχι αυτό είναι απαράδεκτο! (η Ελμίνα φεύγει)
ΑΛΕΞ: (ανεβάζει τον τόνο) Δεν είναι μουγκή, κάποτε θα μιλήσει και έχει όνομα: την λένε Ελμίνα!
ΤΖΩΡΤΖ: (σιβυλλικά) Σου το έγραψε στον τοίχο;
ΑΛΕΞ: Έγινες ανόητος Τζωρτζ;
ΤΖΩΡΤΖ: (κάνει να του ορμήσει) Θα…
Ο άρχοντας μπαίνει στη μέση.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (στον Τζωρτζ) Δεν σου είπα να μη μιλάς; Πρέπει να σέβεσαι τον μεγαλύτερο αδερφό σου! Όσο φια σένα Άλεξ αφού έτσι αποφάσισες, φύγε! Φύγε, αλλά κάποτε θα μετανιώσεις οικτρά γι’ αυτό που κάνεις!
ΑΛΕΞ: Δεν θέλω μαθήματα πατέρα, ούτε μετάνοιες. Ξέρω τι θέλω και τι ζητάω.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Ξέρεις εσύ τι ζητάς; Παντρολογιέσαι νε μια μουγκή ενώ οι εχθροί μας περικυκλώνουν;
ΑΛΕΞ: Δεν μας περικυκλώνει κανένας εχθρός. Εσείς θέλετε να κάνετε έναν άδικο πόλεμο εναντίον της γείτονας χώρας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Λες τον πατέρα σου άδικο;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρει τι λέει, τα έχει χάσει απ’ τον έρωτα!!
ΑΛΕΞ: (καγχάζει) Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μα αυτοί λεηλατούν τα σύνορά μας…
ΑΛΕΞ: Δεν υπάρχουν σύνορα.
ΤΖΩΡΤΖ: Αρπάζουν τις γυναίκες μας. Φτιάχνουν καινούρια όπλα.
ΑΛΕΞ: Τα περισσότερα όπλα τα έχουμε εμείς. Εμείς είμαστε η δυνατή χώρα. Η πιο δυνατή του κόσμου. Γιατί να πολεμήσουμε; Υπάρχουν άλλοι τρόποι να λύσουμε τα προβλήματά μας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις! Όταν όμως έρθεις στη θέση μου, να κυβερνήσεις αυτή τη χώρα, θα δεις πως τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Τότε μόνο θα καταλάβεις πως η μόνη λύση είναι ο πόλεμος και όχι οι παντρειές!
ΑΛΕΞ: Ξέρω ότι δεν σας πείθω. Ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον τρόπο. Γι αυτό φεύγω. Φεύγω και σας αφήνω στην ευτυχία σας. Ο πόλεμος είναι η ευτυχία σας και θα έρθει. Θα έρθει αδυσώπητος, χειρότερος από ποτέ, γιατί το θέλετε εσείς. Με τις πλεκτάνες όμως δε θα κερδίσετε. Βλέπετε οι μικροί, σηκώνουν ξανά το κεφάλι κάθε εκατονταετία. Αυτή τη φορά δεν είναι ο Σπάρτακος ούτε ο Σαλαντίν. Είναι οι μυριάδες καταπιεσμένοι που δεν έχουν όνομα. Κι όταν αυτοί σηκώνουν το μαχαίρι η οργή τους δεν σταματάει πουθενά.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μήπως παρανόησες;
ΤΖΩΡΤΖ: Τα ‘χει χαμένα… Θυμήθηκε τώρα τον Σπάρτακο και τον Σαλαντίν…
ΑΛΕΞ: (πάει προς την έξοδο) Πείτε ό,τι θέλετε. Εγώ παίρνω την Ελμίνα και φεύγω.
Γεια σας. (κάνει υπόκλιση και με σταθερά βήματα φεύγει) Οι άλλοι δύο κοιτάζονται αμήχανα.
Τα φώτα σβήνουν.

 

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 7

 

 


ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Πάνω στο τραπέζι, ένα μπουκάλι με αίμα. Μπαίνει ο Έντι Μπάρετ. Φοράει πάντα τα κουρελιασμένα ρούχα και είναι φανερά αναστατωμένος.

ΕΝΤΙ: Τι έκανα τώρα εγώ;

ΧΟΡΟΣ: (ρυθμικά) Μια τρύπα στο νερό! Μια τρύπα στο νερό!

ΕΝΤΙ: (κοιτάζει ολούθε) Είναι το ίδιο. Σαν να τη σκότωσα!

ΑΝΔΡΑΣ: Δεν είναι το ίδιο! τη σκότωσες.

ΕΝΤΙ: Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μπορούσα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Πήρες το αίμα του τράγου να το δείξεις στον πατέρα σου. Νομίζεις πως θα τον ξεγελάσεις.

ΕΝΤΙ: Ναι, αλλά θα γυρίσω να την πάρω. Ορκίζομαι στο Θεό.

ΑΝΔΡΑΣ: Η Ελμίνα έφυγε. Η Ελμίνα έχει φύγει. Η Ελμίνα χάθηκε στο δάσος.

ΕΝΤΙ: (παίρνει στα χέρια του το αίμα, τρέμει). Τούτο είναι το αίμα της αδερφής μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπορείς ν’ αγοράσεις κι άλλο στην αγορά. Υπάρχει αίμα αθώων που θα ρέει παντοτινά. Το αίμα είναι γλυκό, κόκκινο και πικρό!

ΧΟΡΟΣ: Το αίμα! Το αίμα των αθώων!

ΑΝΔΡΑΣ: Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος. Δεν έκαμες τίποτε κακό, κανείς δεν κάνει τίποτε. Όλα περνάνε πολύ εύκολα, όλα ξεχνιούνται. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που βλέπεις κι αυτό που χάνεται δε χάνεται. Τρέχει παντού, ανεβαίνει βουνά, λαγκάδια, διαβαίνει λίμνες, πάει στον ουρανό, περνάει  ποτάμια, κυλάει, βουίζει, σπέρνει καταιγίδες. Γοργά σα βέλος σχίζει το χρόνο, κομματιάζει τα μάτια, σπάζει τα θρύψαλα, σβήνει στην ησυχία τον αέρα!
Ησυχία απέραντη. Ο Έντι συνέρχεται κάπως. Αφήνει το αίμα στο τραπέζι. Μπαίνει ο πατέρας του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γύρισες;

ΕΝΤΙ: Γύρισα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι έκαμες; Πες μου τι έκαμες… Τι ρούχα είναι αυτά; Πες μου…

ΕΝΤΙ: (παγερά) Έκανα αυτό που έπρεπε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με τρόμο) Δηλαδή; Τη σκότωσες…

ΕΝΤΙ: Ναι, τη σκότωσα.

Ο πατέρας του συντρίβεται. Βάζει τα κλάματα, σπάει, πέφτει. Ο Έντι μοιάζει να μην τον συμμερίζεται. Παίρνει πάλι το αίμα να του το προσφέρει.

ΕΝΤΙ: Πάρε το αίμα της! Εσύ το ζήτησες!

Ο πατέρας του σηκώνει τα μάτια και τα χέρια στο Θεό.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο Θεός!

ΕΝΤΙ: Όχι ο Θεός! Εσύ!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με κατηγορείς;

ΕΝΤΙ: Ναι, σε κατηγορώ. Εσύ έφταιξες για όλα. Ακόμα και που περπατώ εσύ φταις. Μ’ έφερες σ αυτόν τον κόσμο που τον έφτιαξες πριν από μένα, όπως ήθελες εσύ. Με δίδαξες πώς να τρώω, να πίνω, να δουλεύω και (παύση) να σκοτώνω! Αυτά με δίδαξες. Κι εγώ, θα τα διδάξω στο γιο μου. Θα του μάθω ακριβώς τα ίδια πράγματα. Τα ίδια ακριβώς, να είσαι περήφανος γι αυτό!

Τα φώτα σβήνουν.
Σκοτάδι.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα η Ελμίνα ντυμένη με εξωτικά ρούχα. Η μορφή της άγρια, τα μαλλιά της αχτένιστα, οι κινήσεις της ζωώδεις. Ακούγονται βρυχηθμοί, ουρλιαχτά λύκων και σκύλων.                                                                                                 Η Ελμίνα έχει γίνει άλαλη – άγλωσση. Ακούει και καταλαβαίνει αλλά μόνο κραυγές και μιμήσεις ζώων βγαίνουν από τα χείλη της. Ένα κρεμασμένο χορτόσχοινο δεσπόζει κεντρικά. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού κρατούν αντίστοιχα ένα τύμπανο κι ένα κοντάρι.
ΑΝΔΡΑΣ: (χτυπάει το τύμπανο) Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς τους ανθρώπους;
Η Ελμίνα χαιδεύει ένα ζώο τίγρη ή γάτα. Το αγκαλιάζει και, μια αγριεύει μια αφαιρείται.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το λιοντάρι δεν τρώει το λιοντάρι. Το φίδι δεν τρώει το φίδι.
ΑΝΔΡΑΣ: Καλύτερα με τα ψάρια παρά με τους ανθρώπους. Είμαι ελεύθερος εδώ στο ποτάμι να τριγυρνώ στο δάσος, να μυρίζω τις οσμές, με το λύκο να κάνω παρέα. Είμαι ελεύθερος όπως και η Ελμίνα!
Η Ελμίνα κάνει ένα πέρασμα με το χορτόσχοινο. Αιωρείται χαρούμενη. Η γυναίκα ρίχνει το ακόντιο (το καρφώνει) σ’ ένα κορμό. Η Ελμίνα τρέχει και το πιάνει. Σηκώνεται και μένει ακίνητη σε μια στάση πολεμιστή, έτοιμη να πετάξει το ακόντιο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (θλιμμένα) Δεν είναι ελεύθερη.
Η Ελμίνα κουνάει θετικά το κεφάλι της.
…Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του.
ΑΝΔΡΑΣ: Ο άνθρωπος φοβάται τον εαυτό του.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τρέμει το κατάβαθο της ψυχής του.
ΑΝΔΡΑΣ: Πιο πολύ φοβάται το θάνατο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το δικό του θάνατο;
ΑΝΔΡΑΣ: Φοβάται την ώρα του θανάτου, ερχόμαστε από ένα σκοτάδι, καταλήγουμε σ’ ένα σκοτάδι. Δεν ζούμε πριν γεννηθούμε και δεν πεθαίνουμε πριν ζήσουμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (τραγουδιστά) Άνεμος, άνεμος, άνεμος η ζωή.
ΑΝΔΡΑΣ: (το ίδιο) Ανέμη, ανέμη που τύλιξε τον κόσμο η ζωή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τύλιξε τον κόσμο.
ΑΝΔΡΑΣ: Ένας – ένας, πεθαίνουμε στο δάσος, ένας – ένας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας – ένας.
Κι έτσι αποχωρούν. Μένει η Ελμίνα να παρατάει το ακόντιο και να χαϊδεύει την τίγρη ή τη γάτα και να κυλιέται στο χώμα μαζί της ενώ, ακούγονται ξανά βρυχηθμοί και κραυγές ζώων.
Τα φώτα χαμηλώνουν.

 

 

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 6

 


 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

Στο σπίτι του παπά. Μπορεί να είναι το ίδιο με το προηγούμενο σκηνικό με κάποιες παραλλαγές. Το φως είναι άπλετο. Στη μία άκρη ο παπάς με γυρισμένες τις πλάτες στον Έντι που βρίσκεται στο κέντρο.

ΠΑΠΑΣ: ‘Ώστε έχεις πως σε γελάω καλό μου παιδί…

ΕΝΤΙ: (τον κόβει) Μη με λες παιδί. Και γύρισε το πρόσωπό σου να σε βλέπω.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς να γυρίσει) Το βλέπω… μεγάλωσες. Ίδιος ο πατέρας σου είσαι. Αψύς. Πες μου λοιπόν γιατί δεν με πιστεύεις; (γυρίζει) Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, δεν πιστεύεις όλους αυτούς! (δείχνει το κοινό) Όλοι τούτοι είναι μάρτυρές μου. Δεν βλέπεις τα μάτια τους πως γυαλίζουν; …

ΕΝΤΙ: (με πόνο) Το βλέπω παπά. Το είδα, το συνάντησα και στο δρόμο. Είδα τη σιχασιά στα μούτρα τους για το πρόσωπό μου και την οικογένειά μου…

ΠΑΠΑΣ: Αμ τότε;

ΕΝΤΙ: (με θυμό) Τούτο όμως μου φαίνεται έργο δικό σου! Δεν ξέρω τι έτρεξε αλλά αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που αναγκαστήκαμε να σε εμπιστευτούμε. Γι αυτό σου λέω τούτο: είμαι βέβαιος πως όλα είναι έργο δικό σου!

ΠΑΠΑΣ: Χάνεις τα λόγια σου προσπαθώντας να με κατηγορήσεις. Αλλού πρέπει να κοιτάς. (παύση). Να πάρεις τη δαιμονισμένη όσο πιο γρήγορα γίνεται από εδώ. Πάρτη στην άλλη χώρα, όσο πιο μακριά γίνεται. Αυτό θα σε συμβούλευα…

ΕΝΤΙ: (μέσα απ’ τα δόντια του) Ξέρω τις συμβουλές σου άτιμε.

ΠΑΠΑΣ: (σαν να μην άκουσε) Έτσι θα γλιτώσεις το αίμα σου. Δεν έχετε άλλο λόγο σ’ αυτή τη χώρα εσύ και η οικογένειά σου!

ΕΝΤΙ: (κάνει να του χιμήξει) Πρόσεξε τα λόγια σου παπά!

ΠΑΠΑΣ: (κι αυτός πάει να του ορμήσει).  Με φοβερίζεις;

Σχεδόν έρχονται στα χέρια, αλληλοαπωθούνται.

ΠΑΠΑΣ: Πάρτη και φύγε από εδώ!
Ησυχία. Τα φώτα αναβοσβήνουν στα πρόσωπα τους.

Ξαφνικά μπαίνει ορμητικά η Ελμίνα. Στέκεται ανάμεσά τους και πιο κοντά στον αδερφό της. Τον αναγνωρίζει και τα δύο αδέρφια σφιχταγκαλιάζονται. Έπειτα χωρίζουν.

ΕΛΜΙΝΑ: Έντι!

ΕΝΤΙ: Αδερφούλα μου!

ΕΛΜΙΝΑ: Πάμε να φύγουμε από εδώ, πάμε. (ρίχνει ένα βλέμμα λύπης στον παπά) Πάμε να φύγουμε από δω Έντι. Τόσα χρόνια περίμενα, γιατί άργησες; …

ΕΝΤΙ: (τη θαυμάζει που έχει γίνει πολύ όμορφη) Εσύ έγινες θεά! (παύση. Θυμάται την εντολή του πατέρα του) Ω, θεέ μου πώς γίνεται τώρα αυτό;

ΕΛΜΙΝΑ: (απορημένη) Ποιο είναι αυτό Έντι; Τι θέλεις να κάνεις που δεν γίνεται;

ΕΝΤΙ: (συνέρχεται) Πάμε Ελμίνα, πάμε. Όσο για σένα… (σφίγγει τα δόντια στον παπά που τόση ώρα έχει γυρισμένη την πλάτη)

ΕΛΜΙΝΑ: Ας τον Έντι. Υπάρχει δίκην οφθαλμός.

ΕΝΤΙ: Έχεις δίκιο Ελμίνα, πάμε. Όσο πιο γρήγορα φύγουμε, τόσο καλύτερα, να φύγουμε απ’ αυτόν τον αέρα.

Φεύγουν. Ο παπάς γυρίζει προς το κοινό.

ΠΑΠΑΣ: Έφυγαν οι αναθεματισμένοι! Γλίτωσα μια για πάντα από δαύτους.

(βηματίζει) Τούτος ο μικρός έγινε διάβολος. Το έχει το σόι φαίνεται. (παύση) Τι θα την κάνει άραγε: Αλλά τι με νοιάζει, εγώ γλίτωσα. Άσε τους άλλους να καίγονται όπως κάηκα κι εγώ.

Με σίγουρα βήματα βγαίνει. Τα φώτα χαμηλώνουν.

 συνεχίζεται

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Καλύβα σαραβαλιασμένη στο δάσος. Μερικές πέτρες, άχυρα σκόρπα, ξύλα και στάχτες. Αποκαΐδια μιας άλλης εποχής.

Φτάνει ο Έντι κατάκοπος, αναμαλλιασμένος, ρακένδυτος. Ακολουθεί η Ελμίνα στην ίδια κατάσταση.

ΕΛΜΙΝΑ: (λαχανιασμένη) Γιατί σταματήσαμε εδώ Έντι;

ΕΝΤΙ: (κάθεται σε μια πέτρα, εξετάζει τον χώρο) Να ξεκουραστούμε, κάθισε.

ΕΛΜΙΝΑ: (μοιάζει τρομαγμένη) Κάτι με φοβίζει αδερφέ μου! Κάτι με φοβίζει στο βλέμμα σου.

ΕΝΤΙ: (την καθησυχάζει) Τι λες Ελμίνα; Τι έχει το βλέμμα μου; Ξεκουράσου σε παρακαλώ γιατί έχουμε πολύ δρόμο.

ΕΛΜΙΝΑ: Πολύ δρόμο… Είναι τόσο μακριά η χώρα μας; Θέλω να πω η άλλη χώρα. (παύση) Τώρα εμείς είμαστε χωρίς πατρίδα…

ΕΝΤΙ: Χωρίς πατρίδα… κανείς δεν έχει πατρίδα αλλά να έλλειπε μόνο αυτή…  όμως κάθισε σε παρακαλώ. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση μετά από όλα αυτά!

ΕΛΜΙΝΑ: (κάθεται χάμω αγκαλιαστά μ’ έναν κορμό απορημένη) Δηλαδή θα κοιμηθούμε; Πόσο θα μείνουμε εδώ; που θα πάμε μετά; Φοβάμαι Έντι! Πες μου…

ΕΝΤΙ: Τώρα ξεφύγαμε απ’ τον κίνδυνο. Είμαστε κοντά στα σύνορα, μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ. Γι αυτό κοιμήσου εσύ… Μπορεί κι εμένα να με πάρει για λίγο αλλά θέλω να ‘χω το νου μου. Στην ερημιά είμαστε.

Η Ελμίνα κλείνει τα μάτια. Γρήγορα, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη καθώς είναι, την παίρνει ο ύπνος.

Ο Έντι σηκώνεται με προσοχή και σιγανά πάει αντίθετα στην άκρη της καλύβας. Πιάνει το κεφάλι του με οδύνη, ξαπλώνει μπρούμυτα και κλαίει. Κάποια στιγμή σηκώνεται. Σκουπίζει τα δάκρυα και πηγαίνει κοντά στην Ελμίνα που κοιμάται ήσυχα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. Εκείνη αναδεύει λίγο. Ο Έντι οπισθοχωρεί ταραγμένος. Ύστερα γυρίζει και με αργά βήματα βγαίνει απ’ την καλύβα.

Τα φώτα χαμηλώνουν. Σβήνουν.

 

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 5

 


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως.

Μπαίνει ο Έντι Μπάρεττ ενώ ο πατέρας του βρίσκεται ήδη εκεί. Κρατάει ένα γράμμα που διαβάζει και ξανδιαβάζει. Έπειτα σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει το γιο του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με συντριβή) Έζησα τόσα χρόνια τίμιος. [παύση] Σας μεγάλωσα με κόπο, με αρχές... κα τώρα... τώρα έρχεται η απολαβή μου, έρχεται να με ντροπιάσει το ίδιο μου το παιδι...

ΕΝΤΙ: Τι τρέχει πατέρα, τι είναι;..

ΠΑΡΕΡΑΣ: Η κόρη μου και αδερφή σου Έντι, έγινε το μίασμα της οικογένειας! Αυτό τρέχει, πάρε διάβασε.

Ο Έντι  παίρνει το γράμμα και διαβάζει.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Διάβασε… εγώ δεν ξέρω πού να κρυφτώ, που να κρύψω το πρόσωπό μου, να μη με βλέπει κανείς. Ο παπάς το λέει καθαρά – τι με κοιτάς, δε διάβασες; Πουλάει το κορμί της σαν τη χειρότερη πόρνη! Ξελόγιασε όλους τους άντρες της χώρας. Θεέ μου τι καταστροφή… (κλαίει)

ΕΝΤΙ: (μοιάζει να μην το πιστεύει) Δεν μπορεί… θα είναι ψέματα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βουίζει ο τόπος κι εσύ λες πως είναι ψέματα; Όλος ο κόσμος λέει ψέματα; Εδώ μας παρακαλάει να πάμε να την πάρουμε για να τη γλιτώσουμε απ’ τον λιθοβολισμό κι εσύ λες… (παύση, κουνάει το κεφάλι του) Χμ, έχει δίκιο ο παπάς. Εγώ του έχω εμπιστοσύνη, τον ξέρω τόσα χρόνια δεν μπορεί να μωράθηκε ξαφνικά. (παύση) Γι αυτό βιάσου!

ΕΝΤΙ: Τι θες να κάνω πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο κόσμος βουλιάζει απ’ τη συμφορά κι εσύ ρωτάς τι να κάνεις. Έντι, έγινες άντρας πια, κατάλαβέ το! Θα κάνεις αυτό που πρέπει…

Ο Έντι απορεί, κάτι υποψιάζεται αλλά…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σκληρά) Είναι προσταγή! Σε διατάζω μ’ ακούς; Σε διατάζω.

Ο Έντι φοβάται γι αυτό που θ’ ακούσει, κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα πας και θα τη σκοτώσεις!

ΕΝΤΙ: (ψελλίζει) Τι λες πατέρα;

Ο πατέρας του τον πλησιάζει και τον κοιτάζει κατά πρόσωπο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σχεδόν σφυριχτά, με τεντωμένα νεύρα) Θα πας και θα την σκοτώσεις Έντι Μπάρεττ! Δεν αξίζει να ζει. Θα την σκοτώσεις και θα φέρεις το αίμα της πίσω σαν απόδειξη πως ξέπλυνες τη ντροπή μας.

ΕΝΤΙ: (προσπαθεί ν’ αντιδράσει) Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα πατέρα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη μου λες πως δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράξη. Θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ! Αυτό είναι το σωστό… αλλιώς, τι περιμένεις… να τη σκοτώσουν εκείνοι οι άνανδροι; Τι περιμένεις… να γίνουμε περισσότερο ρεζίλι των σκυλιών; … (παύση) Κι ύστερα, αν δεν πας εσύ, θα πάω εγώ ο ίδιος! Και τότε θα είναι χειρότερα για σένα. Διάλεξε!

ΕΝΤΙ: (με περίσκεψη, σιγανά) Θα πάω πατέρα. Θα κάνω αυτό που θέλεις.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα κάνεις το σωστό και το δίκαιο να λες! Φύγε τώρα, μην αργείς.

Ο Έντι φεύγει. Ο πατέρας του σηκώνεται, κι αργά – αργά βγαίνει κι αυτός. Το φως σιγοσβήνει με το πεταμένο γράμμα να σέρνεται στο δάπεδο σαν από μαγικό σχοινί.

 

 

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

  διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντα...