Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΦΎΛΟ ΤΗΣ ΑΚΑΚΊΑΣ



Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τα πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχροα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταΐζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς


1 σχόλιο:

  1. Ενδιαφέρον, παράξενο. Πάντα ο λόγος και η γραφή σου είναι ασταμάτητη, χωρίς όρια και άναρχη. Θυμίζει εικόνες του David Lynch στις αναζητήσεις του.
    Καλό Σαββατοκύριακο Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...