Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΕΊΧΕ ΑΠΑΡΝΗΘΕΊ ΚΆΠΟΤΕ




Χ
χρόνια έψαχνε-μια ζωή.
Όμως όλα αυτά που έψαχνε ήταν δύσκολα.  Ή δυσκολοεύρετα.
Εκείνο το πρωί της Κυριακής στάθηκε εμβρόντητος μπροστά στο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους. Είδε το χειρόγραφο στη βιτρίνα κι έμεινε να το εξετάζει με θαυμασμό [όχι ανυπόκριτο] και σφιγμένα τα μάτια. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα χαμόγελο πονηριάς εκμεταλλεύσιμης καθώς με την άκρη του ματιού του συνέλαβε την εικόνα του παλαιοπώλη που ξεκίνησε από απέναντι φουριόζος-μυρίστηκε πελάτη, καθώς τον είδε κι αυτός, κουστουμαρισμένο να περιεργάζεται το μαγαζί του. Δεν ήξερε όμως τι έψαχνε, νόμιζε πως ήταν ένας τυχαίος που φορούσε ένα κουστούμι μπλε, σκούρο μπλε, κόκκινο παπιγιόν, ζώνη κορακάτη, παπούτσι μελιτζανί.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης μπήκε στο μαγαζί, δε μίλησε. Έκανε πως ταχτοποιούσε κάποιες γκραβούρες ενώ  η ματιά του τύπου με τα μελιτζανιά παπούτσια έπεσε στην πινακίδα που έγραφε : Οδός Ιπποκράτους και υπότιτλος, « κάντε τη ζωή σας πιο ήρεμη, μετρώντας  τη δυστυχία, πως, αν δεν είσαστε υγιής δεν έχει νόημα να ζείτε!»
Ο Ιπποκράτης  ήταν ο πιο συμπαθής από τους αρχαίους φιλόσοφους επειδή ασχολήθηκε με κάτι πολύ ουσιαστικό, την υγεία των ανθρώπων. Πάντα του άρεσαν οι άνθρωποι που έβλεπαν τη ζωή στα ίσια, που αντιμετώπιζαν καθημερινά το θάνατο.
-Πόσο κοστίζει αυτό; Ρώτησε, όταν μπήκε στο κατάστημα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα να τον κοιτάξει.[Τον παλαιοβιβλιοπώλη.]
-Αυτό! Έκανε ζωηρά. Α, κύριε μου δεν ξέρετε τι μου ζητάτε! Αυτό είναι ένα από τα σπανιότερα είδη που βρέθηκε στην κατοχή μας. Είναι το μοναδικό αντίγραφο γράμματος-το πραγματικό γράμμα  το έχουμε σε θυρίδα- του Καρυωτάκη προς την Μαρία Πολυδούρη. Αυθεντικό κύριε μου. Αυθεντικό γράμμα για την μοναξιά και την αθλιότητα της ζωής!
-Και τι ενδιαφέρει κάποιον αυτή η αθλιότητα;
Τι ενδιαφέρει ένα γράμμα του Καρυωτάκη; Μίλησε προσπαθώντας να μειώσει το γεγονός και το χειρόγραφο.
-Μα τι λέτε! Σεις ένας εκλεπτυσμένος κύριος της καλής κοινωνίας έπρεπε να γνωρίζετε πως τα πάθη μας είναι περισσότερο ελκυστικά από την ευτυχισμένη ζωή μας.
Σήκωσε τα μάτια και τον πρόσεξε με σημασία. Ένα απρόσωπο ανθρωπάκι του φάνηκε. Τι να τον ένοιαζε η φιλοσοφία και η θεωρία του; Αυτός στην πραγματικότητα είχε δώσει ένα ραντεβού σε μια γυναίκα που την ήξερε από χρόνια, για να πιούνε εκεί, έναν καφέ, στο βρώμικο καφενέ που διατηρούσε ο ίδιος ο παλαιοβιβλιοπώλης. Με μια γυναίκα που τον είχε απαρνηθεί κάποτε, λέγοντας πως δεν άξιζε τον έρωτα της. Αυτός δεν επέμενε να της εξηγήσει, είχε καταλάβει, ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε εύκολα. «Είσαι ο τελευταίος μεγάλος που με ερωτεύτηκε» του είχε πει. Αυτός δεν πίστευε πως θα μπορούσε ποτέ να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε ερωτευθεί και του είχαν αρνηθεί τον έρωτα του. Δεν πίστευε πως υπάρχει κάποιος τελευταίος, συνήθως μεγάλος. Ας πούμε ο τελευταίος μεγάλος δικτάτορας πως ήταν ο Αδόλφος.. Όχι, δεν ήταν ο τελευταίος μεγάλος ηθοποιός ο Χόρν, ούτε ο τελευταίος μεγάλος  των ποιητών ο Σολωμός. Πάντα θα υπήρχε ο επόμενος.
Η γυναίκα που τον είχε αρνηθεί άργησε να έρθει. Μα όταν ήρθε σα θεά με τα γαλάζια φορέματα της μοναξιάς, του χάρισε το ωραιότερο χαμόγελο της και του είπε για άλλη μια φορά στο αφτί, πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της μεγάλος έρωτας.
-Θα πιούμε καφέ; Μίλησε έχοντας κατά νου πως θα ψώνιζε εκείνο το αλλοπαρμένο χειρόγραφο του Καρυωτάκη με όσο το δυνατόν μικρότερη τιμή.
-Κερνάει το κατάστημα! Προθυμοποιήθηκε ο παλαιοπώλης και τους έδειξε  το σκοτεινό τραπέζι στο βάθος.
Πίσω απ το σκοτάδι υπήρχαν τα πάντα.  Δυο φλιτζάνια καφέ, μια όμορφη εξαθλιωμένη από τον καιρό γυναίκα, αυτός και το γράμμα του Καρυωτάκη.
-Τι γράφει σ αυτό το γράμμα ο απελπισμένος εραστής; Ρώτησε όταν επιτέλους απολάμβαναν τον καφε στο σκοτάδι η εξαθλιωμένη ομορφιά.
-Δε θυμάμαι, απάντησε. Θα το διαβάσουμε μετά.
-Εγώ θυμάμαι ένα γράμμα της Πολυδούρη. «Τον αγαπώ..τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια.
Ό,τι νιώθω σιμά μου κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του, το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνει.»
Το σκοτάδι είχε γίνει περισσότερο πηχτό.
-Τι σε ενδιαφέρει ένα αξιοθρήνητο κείμενο, προς την αγαπημένη του; τι σε ενδιαφέρει η ζωή ενός χτικιάρη ποιητή;
Αυτή η αλλοπρόσαλλη στάση της, το αλλόκοτο πήγαινε-έλα του άστατου χαραχτήρα της τον εκνεύριζε. Χρόνια τώρα. Τι τον ήθελε εκείνον τον καφέ; Με μια γυναίκα που του χε σκοτίσει την ψυχή τόσα χρόνια;
-Είναι πολλά τα λεφτά! Αξίζει μια περιουσία. Υπάρχει κάποιος που δίνει εκατό χιλιάδες..
-Εκατό χιλιάδες! Χλόμιασε βουτώντας την τελευταία φρυγανιά στο κατακάθι του καφέ. Εκατό χιλιάδες για να διαβάζει κάποιος την αθλιότητα του έρωτα, του βασανισμένου έρωτα δυο ανθρώπων που δεν τους άφησαν να ζήσουν μαζί. Μπορείς να μου πεις γιατί τους το απαγόρεψαν; Αγρίεψε και φώναξε πιο πολύ την τελευταία φράση της.
-Εκατό χιλιάδες, επιβεβαίωσε σαν ηχώ. Άμα τελείωσες τον καφέ σου αποχώρησε, φύγε εσύ, εγώ θα προσπαθήσω ν αγοράσω…
-Θέλεις να πεις να κλέψεις, τον έκοψε ειρωνικά. Εσύ δεν αγοράζεις ποτέ!
-Με προσβάλλεις! Πήγαινε σε παρακαλώ. Δε θέλω να ξαναπιούμε άλλον καφέ μαζί. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος καφές που ήπιαμε μαζί.
Η γυναίκα σηκώθηκε. Τον κοίταξε ψυχρά από πάνω του,
-Εύχομαι να μην ευτυχίσεις ποτέ! του είπε φτύνοντας το αίμα στο σκοτάδι.
Αυτός γύρισε το πρόσωπο του στη νύχτα που φευγε θολή. Όλα για μια στιγμή του φαίνονταν αχρείαστα. 
«Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
                         ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
                         σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη
                                                       της νυχτός
                         κάποιον ποχει πεθάνει.»
Ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν που διάβασε τους στίχους. Γύρισε και τον κοίταξε σκυθρωπά.
-Πόσα λεφτά θέλεις;
-Τα λεφτά! Πφ! έκανε. Τι αξία έχουν τα λεφτά μπροστά στην τραγωδία;
Όλα είναι μια τραγωδία αγαπητέ μου. Θα σου το δώσω το χειρόγραφο, μην αδημονείς, θα σου το δώσω.
Αυτός αναπήδησε στο σκοτάδι. Τα μελιτζανί παπούτσια του έλαμψαν, το φως ενός κεριού άνοιξε το πλάνο. Ο παλαιοβιβλιοπώλης πήγε και γύρισε κρατώντας το πολυκαιρισμένο, το κίτρινο προς την ώχρα φύλλο γραφής. Του δωσε μόνο το αντίτιμο των καφέδων: δυο δραχμές.
Ύστερα πήρε το χειρόγραφο κι έφυγε. Χάθηκε απ τα μάτια της σιωπής κατηφόρισε  όπου κυλούσε ο χρόνος σα νερό. Έφτασε σε ένα άλλο σκοτάδι που κάποιος ωχρός σαν σπειροχαίτη, τον περίμενε.
ΤΕΛΟΣ

2 σχόλια:

  1. Μαρτυρά τη σχολή της γραφής σου Κώστα. Μαζί με την άλλη σου δημιουργία μεγαλώνει αυτήν την όμορφη συλλογή στους δικούς σου κόσμους και σκέψεις.
    Καλησπέρα φίλε και καλή βδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...