Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Η ΤΎΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ

 


ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΑΛΩΝΙΑ



Πάντα μου προξενούσε σκέψεις, η τύχη των ανθρώπων, μετά το τέλος ενός διηγήματος. Τι έγιναν άραγε, αυτοί που έζησαν καλά;

Όλα τα Καλοκαίρια στους κάμπους ήταν δεμένα με τα’ άλογα και το έρωτα. Τα κουβαλούσε μέσα του, το λιγνό σώμα των εφήβων θεριστάδων και το γεμάτο επιθυμία, βαρβάτο καλπασμό των αλόγων.
Ο Νίκος Δελατόρας πέρναγε σίρριζα, καλπάζοντας έτσι, όταν γύριζε πίσω, με τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου καρφωμένες στις πλάτες του, αφού είχε κουραστεί, όλη μέρα, πάνω στην αλωνιστική μηχανή.

Ήταν το πρώτο Καλοκαίρι που είχαν έρθει οι αλωνιστικές μηχανές κι όλος ο κάμπος ρώταγε, «εσύ δεν θα αλωνίσεις με την μηχανή;»
Μερικοί φοβήθηκαν στην αρχή, μήπως χάσουν την σοδειά τους. Μάλιστα, την πρώτη μέρα, πήρε φωτιά η μηχανή και κατατρόμαξαν να την σβήσουν αλλά σιγά-σιγά, με πρώτο τον Βαγγέλη του Κούφακα που τα έβλεπε όλα αστεία, δέχτηκαν να ξεχάσουν τα πέτρινα αλώνια. Οι μεγαλύτεροι τα θυμούνταν καλύτερα. Οι μικρότεροι, σαν το Νίκο Δελατόρα σαν μια μνήμη ξεχασμένη σε άλλους καιρούς, με άλλους ανθρώπους, διαφορετικούς και παράξενους, καθώς μέσα στο καταμεσήμερο, μ έναν ήλιο ντουφέκι στις γυμνές τους πλάτες και το καμτσίκι στο χέρι, έβαζαν τις φωνές στα άλογα να τρέχουν κυκλικά, πάνω στο πέτρινο αλώνι, όπου είχαν στρωθεί τα δεμάτια του σταριού.
Εκείνη την ημέρα η μηχανή δούλευε ασταμάτητα. Οι τεράστιοι ιμάντες πηγαινοέρχονταν και οι εργάτες μετέφεραν τα δεμάτια στους δύο που δούλευαν πάνω στην μηχανή. Ένας απ αυτούς ήταν ο Νίκος. Έχωνε μέσα στην μπούκα τα δεμάτια, αφού πρώτα με ένα μαχαίρι, έκοβε τα στάχυα που τα έδεναν. Ο άλλος ήταν ο φίλος του ο Κρίκας.
Τις πιο πολλές φορές, το στήσιμο της μηχανής δεν ήταν όσο έπρεπε καλό. Κανονικά, από εκεί που έβγαινε το άχερο, μια μεγάλη, γουρνωτή, σαν από βαρέλι σωλήνα,δεν έπρεπε να φυσάει ο αέρας. Δεν τους έκανε όμως πάντα τα χατίρια κι άλλαζε διεύθυνση, κατά που γούσταρε. Κι έτσι, έτρωγαν όλη τη σκόνη και τα άγανα στο πρόσωπο. Φώναζαν οι εργάτες αλλά το αφεντικό, ο Ζένας,ροχάλιζε ξαπλωμένος κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της γκορτζιάς κι έκανε πως δεν άκουγε. Δεν σύμφερνε να ξεστήσουν και να ξαναστήσουν την μηχανή, θα τους έπαιρνε όλη μέρα.
Ο Νίκος, που ο πατέρας του δεν είχε πολλά χωράφια, αφού μάζευε την δική τους σοδειά, δούλευε στην μηχανή μεροκάματο. Κουραζόταν πολύ αλλά ένιωθε περήφανος κάθε απόγευμα που σχόλναγε. Μόλις έσβηναν οι μηχανές, κατέβαινε πρώτος. Έπαιρνε το λάστιχο με το νερό, φώναζε και τον Κρίκα να αλληλοπλυθούν, να ντύσουν τα καλά τους κι ύστερα να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Κρίκας δεν είχε σπίτι, ούτε ρούχα καινούρια.Δυο αλλαξιές όλες κι όλες που είχαν λειώσει επάνω του.
Ήταν παράξενος τύπος. Κανένας δεν τον ήξερε αλλά και κανένας δεν ενδιαφέρονταν για αυτόν.
Είχε έρθει μαζί με την μηχανή εκείνο το Καλοκαίρι και θα έφευγε μόλις τέλειωναν οι δουλειές στον κάμπο. Και επειδή ήταν πολύ αδύνατος με στραβά πόδια και κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μπουκάλι ρακί, όλοι τον πέρναγαν για χαζό. Μικροί- μεγάλοι τον είχαν για την διασκέδαση τους.
Αυτός δεν μιλούσε ούτε νοιαζόταν γι’ όσα έκαναν και έλεγαν. Σχεδόν έμοιαζε να μην ακούει.
Τα μεσημέρια κοιμόταν κάτω από τα δέντρα. Τα βράδια, πήγαινε σε μια ξεχασμένη καλύβα, που δεν ανήκε σε κανέναν, πάνω στο λόφο. Έτρεχαν τα παιδιά ξωπίσω του σαν μέλισσες και του έπαιρναν το μυαλό. Πολλές φορές του έκλεβαν το μπουκάλι με την ρακή.

Μια τέτοια μέρα, τον ακολούθησε κρυφά ο Νίκος Δελατόρας. Ήταν περίεργος και κάτι τον κέντριζε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο ίδιος, τον είχε συμπαθήσει και δεν νοιαζόταν τι έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασε κοντά, είδε δυο-τρία τσογλανάκια να στέκονται γύρω από τον Κρίκα που ήδη είχε αποκοιμηθεί κι ένα από αυτά, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, λύθηκε στα γέλια και του έφυγε μια γερή, κλαψιάρικη κλανιά. Τρελάθηκαν όλα στα γέλια και το έβαλαν στα πόδια. Σταμάτησαν λίγο παραπέρα, ξανάζησαν το γεγονός, πίνοντας την ρακή. Κάπνισαν κι ένα τσιγάρο στα τρία και μισοζαλισμένα έφυγαν για το ποτάμι. Ήταν, δεν ήταν δωδεκάχρονα.
Ο Κρίκας, κάποια στιγμή ξύπνησε. Απ’ το άνοιγμα της πόρτας, είδε τον Νίκο Δελατόρα να ξεπεζεύει από το άσπρο άλογό του. Σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έψαξε για την ρακή και σαν δεν την βρήκε, κοίταξε το Νίκο με υποψία
-Την πήραν τα παιδιά, δεν τα πρόλαβα, του είπε, ανάβοντας κι αυτός τσιγάρο.
-Τι θέλεις;
-Πρέπει να θέλω κάτι;
-Τότε, μη ρωτάς. Του έκοψε την φόρα.
Πράγματι ήθελε να τον ρωτήσει αλλά αφού ο Κρίκας δεν ήθελε να του ανοιχτεί, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε το βράδυ για κανένα ούζο; Είπε μόνο.
-Πάμε, του απάντησε.
Καβάλησε πάλι το άλογο κι έτρεξε στον κάμπο. Τον χάιδευε ο αέρας κι ένιωθε αυτό που κάθε φορά, μετά το τέλος της δουλειάς, τον έκανε ελεύθερο. Ούρλιαξε στο άλογο και τρέξανε σαν σαΐτες στη σκόνη, στο κουρνιαχτό. Έφτασε στην βρύση, μόλις ο ήλιος χανόταν στην ισιάδα του κάμπου. Ξεπέζεψε κι άφησε τα χαλινάρια του αλόγου να πιει νερό.
Η κόρη του Ζένα, τον περίμενε όρθια, πανέμορφη, να πιει κι αυτός νερό, να δροσιστεί.
-Γιατί έτρεχες έτσι; τον ρώτησε.
Ο Νίκος δεν της απάντησε. Την άρπαξε και κίνησαν για τα πέτρινα αλώνια. Περπάτησαν στο μονοπάτι, που μύριζε κοπριές αλόγων και ζέστη. Μύριζε έρωτα και σκονισμένα σκίνα, πατημένα από τις οπλές των φορτωμένων ζωντανών που πηγαινοέρχονταν όλη μέρα.
Ποτέ δεν είχαν πολύ χρόνο να τα πούνε. Έτσι, βιάστηκαν όταν έφτασαν στ αλώνια να φιληθούν, να προλάβουν να γαμηθούν. Γυμνώθηκαν κατάχαμα, με φιλιά και χάδια, ανάμεσα από άχερα , πάνω στα πέτρινα αλώνια. Λαχταρούσαν την εφηβική τους σάρκα, ίδρωναν τα αγκαλιασμένα κορμιά τους. Ο Νίκος τη σήκωσε όρθια-προτού αγαπηθούν- ήθελε να την βλέπει γυμνή, να απολαμβάνει την οπτική πλευρά του έρωτα. Η Κρήνη ντρεπόταν, κρυβόταν λίγο, γελούσε ναζιάρικα.
-Μη! του έλεγε καθώς εκείνος προσπαθούσε να της τραβήξει τα χέρια από το γυμνό της.
-Άφησε με να σε βλέπω, την παρακάλεσε. Γιατί ντρέπεσαι; Δεν μ’ αγαπάς;
-Πιο πολύ απ την ζωή μου!
-Ε, τότε;
Εκείνο το απόγευμα, τον άφησε να τη δει όσο ήθελε. Να τη χορτάσει. Στο αχνοσούρουπο, θαύμασε το υπέροχο κορμί της, από όλες τις όψεις. Είδε το ωραίο της γυμνό, περιποιημένο, στρουμπουλό και θα θυμόταν σ όλη του τη ζωή αυτή την εικόνα. Ύστερα, γαμήθηκαν μια φορά όρθια κι άλλη μια αγκαλιασμένοι στα πέτρινα αλώνια.
Η Κρήνη ήταν η μοναχοκόρη του Ζένα. Όμορφη και πλούσια. Ο Ζένας είχε κάνει πολλά λεφτά, παλιά με τις μπουλντόζες. Αργότερα αγόρασε, γη, αγόρασε και την αλωνιστική μηχανή. Οι παλιοί το θυμούνταν ακόμα από τότε που έσκαβε τους δρόμους με τις μπουλντόζες. Ο Νίκος δεν τα ήξερε τα παλιά, ενδιαφερόταν βέβαια αλλά όχι και να νοιάζεται από πού είχε έρθει ο Ζένας και πως είχε κάνει τα λεφτά. Μερικοί έλεγαν πως ήταν βρώμικα, ίσως επειδή τον ζήλευαν. Τι ανάγκη είχε αυτό Νίκος Δελατόρας να σκέφτεται για τις φήμες που έλεγαν οι παλιοί; Αυτός απολάμβανε τον έρωτα του με την Κρήνη, που όμως δεν θα διαρκούσε πολύ μια και τον Σεπτέμβριο θα έφευγαν από τον κάμπο.
Αλλά ο Σεπτέμβρης ήταν μακριά ακόμα. Γι’ αυτό, απέφευγε να το σκέφτεται.

Εκείνο το βράδυ που η ζέστη κόλλαγε στο πετσί των ανθρώπων και τα τζιτζίκια συνέχιζαν μέχρι τα μεσάνυχτα τον μονότονο ήχο τους, ο Κρίκας καθόταν μονάχος στο καφενείο. Έπινε το τρίτο καραφάκι, παραμιλούσε, τσεβδίζοντας και μερικές φορές μιλούσε χωρίς να βγαίνει ήχος.
Ο Νίκος Δελατόρας μπήκε μέσα χαρούμενος, κεφάτος. Πήγε κατευθείαν στο τραπέζι του Κρίκα. Δεν έδωσε και πολλή σημασία που τον είδε πιωμένο, εξ άλλου πότε δεν ήταν.
-Θα πιεις άλλο; τον ρώτησε. Κερνάω εγώ;
-Και βέβαια θα πιω τρελός είμαι να μην πιω;
Παράγγειλαν κι άλλο. Έπειτα κι άλλο, ήπιαν τόσο πολύ και καθώς ο Νίκος δεν ήταν τόσο συνηθισμένος, ζαλίστηκε. Τότε, μέσα στο μεθύσι εξομολογήθηκε τον έρωτα του για την Κρίνη.
-Την αγαπάω! του φώναξε.
Ο Κρίκας σαν να ξεμέθυσε.
-Όχι, του είπε. Δεν πρέπει.
-Γιατί δεν πρέπει; τον κοίταξε παραξενεμένος.
Βγήκαν έξω, περπάτησαν στον χωματόδρομο με το φεγγάρι του Αυγούστου πιο λαμπερό από τον ήλιο της ημέρας να μεγαλώνει τις σκιές τους. Σκορπιστήκανε στην αχλή, φτάσανε μέχρι την καλύβα του Κρίκα, αμίλητοι.
-Η γυναίκα μου ήταν αδερφή του Ζένα, του είπε.
-Ήταν; Απόρεσε.
-Ναι, ήταν, γιατί δεν ζει πια. Πέθανε. Όταν παντρευτήκαμε, σε λίγο καιρό άρχισε να πηγαίνει μια με τον έναν και μια με τον άλλον. Κάποιοι την έδειραν πολύ ένα βράδυ και το πρωί γύρισε τρελή. Από τότε τριγυρνούσε στο χωριό κι έδειχνε το γυμνό της στα παιδιά. Ώσπου, την πήγαμε με τον Ζένα στο ίδρυμα, στο τρελάδικο αλλά δεν έζησε πολύ, πέθανε σε ένα χρόνο από άγνωστη αιτία, είπαν οι γιατροί.

Ο Νίκος Δελατόρας ζαλίστηκε πιο πολύ την άλλη μέρα που τα θυμόταν όλα αυτά που του είχε πει ο Κρίκας. Λυπήθηκε πολύ για την κατάντια του φίλου του αλλά άκρη δεν έβγαινε. Οι δυστυχίες των ανθρώπων ήταν πολλές και οι ηλίθιοι οι χωριανοί, κορόιδευαν τον Κρίκα. Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Ο Αύγουστος όμως προχωρούσε στην μεγαλοπρέπεια του. Η Γης είχε σκάσει παντού ρωγμές και τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν φορτωμένα στις φωλιές τους, να προλάβουν τις δουλειές τους. Η σκόνη είχε φτάσει μέχρι τα κότσια των αλόγων και οι άνθρωποι έλεγαν πως έπρεπε να ρίξει τώρα μια βροχή.
Ψιλοσυννέφιασε μια μέρα- είχαν αρχίσει το μάζεμα του καλαμποκιού, με τα στάρια είχαν τελειώσει- και έφτιαχναν μπάλες το άχερο. Πιο αργά το απόγευμα τις φόρτωναν στα άλογα για να τις πάνε στις αποθήκες. Τότε έριξε μερικές χοντρές ψιχάλες. Πέσανε στην διψασμένη γη μαζί με το νέο για τον θάνατο του Κρίκα. Τον είχε κόψει η μηχανή στα δυο, μαζί με τα άχερα.
Ο Νίκος Δελατόρας ήταν ο μόνος που έκλαψε για τον θάνατο του. Μερικοί μάλιστα στην κηδεία γελούσαν λέγοντας αστεία από την ζωή του Κρίκα. Το υ Νίκου του ήρθε να τους ρίξει μπουνιές ανάμεσα στα μάτια.
Ο Ζένας τα μάζεψε πιο γρήγορα απ ότι έπρεπε. Μπήκαν όλα στην πλατφόρμα και το επόμενο πρωί, έφευγαν ανατολικά.
Η Κρήνη, όμορφη μοναχοκόρη του Ζένα, όρθια στην πλατφόρμα, γυρισμένη κατά πίσω, κοίταζε τον κάμπο που χανόταν στην πρωινή αχλή.

Στο βάθος, κάπου εκεί, καβάλα στο άσπρο άλογο κάλπαζε ουρλιάζοντας μέσα στην Καλοκαιριάτικη μπόρα, ο Νίκος Δελατόρας.

ΤΕΛΟΣ







 

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η ΜΥΡΩΔΙΆ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ,,2

 


Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Πως μυρίζουν άραγε δυο κορμιά; Όπως το σπασμένο κλαρί της ροδακινιάς ή το μασημένο χορτάρι ; Το ιδρωμένο μαύρο μια σαραντάρας και το όρθιο ξύλο ενός τριαντάρη;
Η οσμή του μαύρου μοιάζει με αυτή της όξινης βροχής. Η ξυλινότητα με τον αέρα που αποπνέει ένα κοπάδι τράγων. Η οσμή και των δυο φτιάχνει τις μνήμες των ερωτευμένων. Κανείς δε μένει ατιμώρητος, ο έρωτας είναι παντού.

Ήταν άνεργος πάλι εκείνο τον καιρό. Το πλασιεδιλίκι το είχε βαρεθεί, τις περισσότερες φορές, τον έπιανε απελπισία, μόνο που σκεφτόταν να χτυπήσει πόρτες για να πουλήσει εγκυκλοπαίδειες σε καθώς πρέπει κυρίες, να τις γεμίσει ψέματα, γιατί αλλιώς, δεν έπιανε το παραμύθι, ποιο παραμύθι, ένα παραμύθι ήταν όλη του η ζωή και να κοροϊδέψει τα παιδιά, με ψεύτικα δώρα που έταζαν οι Εκδοτικοί οίκοι, δεν του πήγαινε αλλά, αραιά και που, έκανε κανένα μεροκάματο στο ξυλουργείο του Γιάννη που ήθελε να τον κάνει ξυλουργό.
Έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, τριγύριζε σαν παραδομένο σκυλί στην πλατεία Εξαρχείων με πρόσκαιρους φίλους, πότε από δω και πότε από εκεί, ο δρόμος δεν είχε απόλυτη σημασία, ούτε τα πολλά απογευματινά, που δεν είχε τι να κάνει, έπαιζε κανένα μπιλιάρδο στην Ακαδημίας ή στην Μαυρομιχάλη. Τις περισσότερες φορές, έπαιζε με τον Μιχάλη, επειδή τον κέρδιζε όποιος κερδίζει δεν πληρώνει σ αυτή τη ζωή, επειδή αυτός δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα. Ο Μιχάλης ήταν οικοδόμος, γερό παιδί, με αδρά χαρακτηριστικά, ηλιοκαμένος, μαυριδερός, μέρα-νύχτα στο γιαπί, έμοιαζε ότι ήταν άνθρωπος της δουλειάς, έβγαζε λεφτά.
Ένα τέτοιο απογευματινό έπιναν καφέ στην Ακαδημίας.
-Δεν θα παίξουμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Βαριέμαι, θα μ άρεσε καλύτερα μια θάλασσα,του απάντησε.
-Α, έλα, έχω κέφι σήμερα και θα χάσεις..
-Δεν το πιστεύω, τράβηξε τα χείλια του. Πάμε σε μια θάλασσα.
-Σήκω και θα δεις! Δεν πειράζει πληρώνω εγώ, αφού δεν έχεις λεφτά. Χάσω, κερδίσω.
Ήταν εγωιστής, ο Μιχάλης, ήθελε πάντα να κερδίζει. Αυτόν δεν τον ενδιέφερε τόσο η νίκη όσο το παιχνίδι, η διασκέδαση. Μερικές φορές όμως, γινόταν το αντίθετο. Αντί να διασκεδάσει, εκνευριζόταν. Έτσι έγινε και κείνο το απόγευμα. Άρχισαν το παιχνίδι και τίποτε δεν του πήγαινε καλά. Ούτε τις εύκολες καραμπόλες δεν έβγαζε.
-Είσαι εγωιστής! του φώναξε. Θέλεις πάντα να γίνεται το δικό σου! Σου είπα, δεν έγινε η καραμπόλα.
-Έγινε, επέμενε ο Μιχάλης. Δεν είδες καλά και συνέχιζε να παίζει.
-Εγώ δεν είδα καλά! νευρίασε περισσότερο.
-Εσύ, ποιος, εγώ;
-Α, παράτα μας ρε!
-Μη μου μιλάς εμένα έτσι!
Πήγανε να έρθουν στα χέρια.
-Ωοο, τώρα! Μην μου την δίνεις στα νεύρα, θα τσακωθούμε για το μπιλιάρδο;
-Εντάξει, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Πλάκα έκανα, εσύ το πήρες σοβαρά. Θα παίξεις;
Καλμάρισαν και συνέχισαν το παιχνίδι. Έχασε και ο Μιχάλης άρπαξε την ευκαιρία να του τη βγει. Σαν μικρό παιδί έκανε.
-Είδες; Είδες τι ωραία έπαιξα που λες ότι δεν ξέρω μπιλιάρδο;
-Βάζεις τώρα καμιά μπύρα λέω εγώ; παράτα μας με το μπιλιάρδο.
-Να βάλω. Που πάμε;
-Πάμε πλατεία.
Ήπιαν μερικές μπύρες- ο Μιχάλης ήταν γερό ποτήρι, οικοδόμος γαρ- άλλαξε και το δικό του κέφι.
-Θυμάσαι που είχες χάσει το στοίχημα με το τελάρο τις μπύρες; γέλασε ο Μιχάλης.
-Τέτοιο σφουγγάρι που είσαι εσύ, πώς να μη το χανα..Μα να πιεις ένα τελάρο μπύρες.
-Πολύ ήτανε;
Δεν του απάντησε, τι να του λεγε; Πως ένα τελάρο μπύρες ήτανε λίγο; Δεν του απάντησε, πολλές φορές δεν απαντούσε σε αχρείαστα πράγματα και πρόσεξε που απέναντι τους καθόταν δυο γυναίκες. Αστειεύτηκαν λιγάκι μαζί τους-όχι τίποτε σπουδαίο,-έτσι για την πλάκα τους.
-Ρε φίλε, έχω ένα παράπονο, του είπε ξαφνικά ο Μιχάλης.
-Από μένα; απόρεσε.
-Από σένα. Ξέρω ότι έχεις γνωριμίες και μια φορά δεν είπες να με πάρεις μαζί σου, να γνωρίσω κι εγώ καμιά κυρία.
Είχε πράγματι γνωριμίες, περισσότερο με κάποιες κυρίες υψηλού επιπέδου, επειδή ήταν μέλος σε έναν πολιτιστικό σύλλογο. Πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωνε, χορούς επί το πλείστον, κάποιες διαλέξεις, λίγο θέατρο, πολύ μουσική.
-Έλα σε έναν χορό που γίνεται μεθαύριο, του είπε. Αλλά κοίταξε μη με εκθέσεις.
-Αλήθεια; ,ανοιξε τα μάτια ο Μιχάλης. Θα με πάρεις; Όχι, όχι, τι να σε εκθέσω, αφού με ξέρεις τώρα εμένα.. δε με ξέρεις;
-Σε ξέρω. Αλλά εκεί οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί απ' αυτούς που γνωρίζεις. Θέλω να προσέχεις, να είσαι ευγενικός και να μην τα ρίξεις σε όλες τις γυναίκες.
-Εσύ να προσέχεις! Τώρα τελευταία είσαι οξύθυμος! Του απάντησε.

Την βραδιά που γινόταν ο χορός, δεν είχε κέφι, δε θα πήγαινε αν δεν το είχε υποσχεθεί στον Μιχάλη. Βαριόταν, θυμόταν και το οξύθυμος που του είχε πετάξει ο φίλος του, αυτός δεν ήταν ποτέ οξύς συν θυμός, άκου λέξη που βρήκε ο οικοδόμος, συλλογίστηκε!
-Πάμε, του είπε ο Μιχάλης, μη μου το χαλάς τώρα ...
Έφτασαν κατά τις δέκα και η σάλα ήταν γεμάτη, χαιρέτησε τον πρόεδρο, έναν ευγενέστατο κύριο και τη Βίλμα τη γραμματέα του συλλόγου, τους σύστησε τον Μιχάλη ο οποίος έμοιαζε πολύ περήφανος για τον φίλο του.
-Ωραία η Βίλμα, του ψιθύρισε, σαν ο Πάτροκλος στον Αχιλλέα
-Μη βιάζεσαι, πάμε στον μπουφέ να πάρουμε κανένα μεζέ, του απάντησε.
Πήγαν στον μπουφέ, πήραν μεζέδες και κρασί, κάθισαν σε ένα τραπέζι.
-Μην πίνεις πολύ, τον συμβούλεψε. Η βραδιά είναι μεγάλη.
-Δεν πίνω, δεν πίνω, έκανε αναψοκοκκινισμένος, ο Μιχάλης. Πότε θα αρχίσει ο χορός;
-Μετά το φαγητό, του απάντησε και πήρε είδηση μια κυρία που τον έκοβε από απέναντι-τον έκοβε, τι λέξη κι αυτή, σαν μαχαίρι ήταν τα μάτια της. [Υπάρχουν μάτια, μαχαίρια.]
-Εμένα κοιτάζει; έκανε ο Μιχάλης.
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Όχι, του είπε. Δεν κοιτάζει εσένα.
-Την ξέρεις;
-Πρώτη φορά τη βλέπω.
Ήταν μια πολύ όμορφη κυρία, γύρω στα σαράντα, λίγο πιο πριν, όχι μετά και φορούσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα μάξι, στο χρώμα του φούξια, λαμπερό. Στο λαιμό κυμάτιζε καθώς κινούσε τον κόσμο της ένα γαλάζιο φουλάρι, δύο χρώματα που μαζί έκαναν ωραίο σμίξιμο, ενώ μάτια της έβγαζαν φωτιές, το χαμόγελό της, γέμιζε τον περίγυρο.
Ο ξυλουργός δεν είχε καμιά διάθεση, ας ήταν η ομορφότερη του κόσμου, μερικές φορές, δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, τον έπιανε μια ανεξήγητη ανία, μια τρέλα ιερή που θα σκότωνε τον κόσμο του.
-Έλα ρε, κάνε κέφι, άκουσε τον Μιχάλη δίπλα του.
-Κοίτα τον εαυτό σου, του αποκρίθηκε και νευρίασε με τη φούξια κυρία. Δεν έλεγε να πάρει τα μαχαίρια της από πάνω του.
Σηκώθηκε, πήγε να μιλήσει λίγο με τον πρόεδρο. Πάλι εκείνη η αναίτια ανία τον πλάκωνε, πουθενά δεν ήταν καλά, μπορούσε να το βάλει στα πόδια αλλά που θα πήγαινε; Όλος ο κόσμος ήταν μια στάλα, και θα μπορούσε να τον πυροβολήσει, αλλά, ωστόσο, ο Μιχάλης έκανε μια αδέξια κίνηση, χύνοντας το κρασί του στα μπούτια μιας παρακαθήμενης κυρίας.
Το γεγονός δεν ήταν τόσο σημαντικό αλλά τα λόγια που του απηύθυνε η κυρία ήταν άκρως προσβλητικά, καλά σκέφτηκε ο ξυλουργός για τον πυροβολισμό.
-Είσαι γουρούνι! Του είπε δυνατά.
Οι άλλοι γύρω, απόρεσαν, ο Μιχάλης τα χασε για λίγο. Αντάλλαξε μαζί του μια ένοχη ματιά, δεν πειράζει, του έγνεψε αυτός, την ήξερε την κυρία. Ήταν μόνη από χρόνια και της έβγαιναν όλα στραβά. Ο Μιχάλης σε λίγο το είχε ξεχάσει, σηκώθηκε και
  πλησίασε τη Βίλμα, αφού μόνο αυτή είχε γνωρίσει. Έπιασε κουβέντα μαζί της, άλλο που δεν ήθελε η Βίλμα που σαν γραμματέας του συλλόγου ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Αλαφρόμυαλη, πεταχτούλα, έψαχνε τα ξύλα όλου του κόσμου, του Μιχάλη δεν θα έψαχνε ...
Μετά από λίγο όταν τους πλησίασε κι αυτός, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, η Βίλμα του είπε σαν να ήταν προσχεδιασμένο.
-Α, να σου συστήσω την κυρία Μαίρη, που ωστόσο, είχε καταφτάσει.
Ήταν η κυρία με το εντυπωσιακό φούξια..
Γύρισε της έδωσε το χέρι του.
-Χαίρω πολύ! του είπε άκρως ευγενικά.
-Δεν σας γαμάω κυρία μου! της απάντησε εντελώς απροσδόκητα.
Η Μαίρη έμεινε κεραυνόπληκτη, χλόμιασε, άφησε το χέρι του και εξαφανίστηκε, είχε πει τόσο δυνατά , το δεν σας γαμάω κυρία μου, που σχεδόν το άκουσε όλη η σάλα, ακόμα και ο πρόεδρος το άκουσε και ήρθε κοντά του απορημένος.
-Δεν το περίμενα από σένα. Η κυρία Μαίρη, είναι εκλεκτός άνθρωπος. Γιατί το έκανες αυτό; του είπε κι έφυγε μουτρωμένος.
-Εμένα έλεγες να είμαι ευγενικός, άκουσε δίπλα τον Μιχάλη. Κοίτα τι έκανες τώρα..τώρα θα σε διαγράψουν από τον σύλλογο.
-Ναι, καλέ, γιατί είπες τέτοιο πράμα; χαζογέλασε και η Βίλμα.
Ο ίδιος δε θέλησε να δώσει μεγαλύτερη σημασία, δεν υπάρχουν εκλεκτοί άνθρωποι, σκέφτηκε, άλλαξε κουβέντα, μπερδεύτηκαν με άλλες παρέες, το γεγονός όμως είχε πάρει διαστάσεις. Σε λίγο το γνώριζε όλη η χοροεσπερίδα. Σχεδόν τον έδειχναν με το χέρι.
Πάρ' όλα αυτά στην συνέχεια, πέρασαν πολύ ωραία, ο Μιχάλης κόλλησε σα στρείδι για τα καλά με τη Βίλμα, χόρεψαν, ήπιαν , ευχαριστήθηκαν, χόρεψε κι αυτός μαζί τους, χόρεψε και μόνος του, ζεϊμπέκικο, τον χορό των αρκούδων και
κάποια στιγμή, γύρω στις πέντε το πρωί, αποφάσισαν να φύγουν.
Είχαν απομείνει σχεδόν τελευταίοι.
-Γιατί να φύγουμε; είπε τρεκλίζοντας ο Μιχάλης. Ωραία δεν είναι εδώ; κι αγκάλιαζε τη Βίλμα.
-Ρε, πάμε να φύγουμε τώρα, του είπε γελώντας παραπατώντας κι αυτός.

Το πρωί που ξύπνησε, μετάνιωσε για όσα είχε κάνει το βράδυ, όχι ακριβώς αλλά δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει."Να σου πω εγώ γιατί το έκανες" του απάντησε ο εαυτός του. "Είσαι υπερόπτης, εγωίσταρος, γι' αυτό το έκανες. Καβάλησες το καλάμι! Δεν ξέρεις πως καμιά ομορφιά δεν υπάρχει σ αυτόν τον κόσμο"
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί και προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Μα τι είμαι εγώ; Λουκούμι για τις ορέξεις της καθεμιάς; Βαρέθηκα να με κοιτάνε σαν ξερολούκουμο όλες οι πατσαβούρες.."Αυτή δεν ήταν πατσαβούρα και το ξέρεις" αντιστάθηκε το μέσα του.
Κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε για λίγο το άπειρο κι ύστερα ετοιμάστηκε βιαστικά να πάει για δουλειά, είχε υποσχεθεί στον Γιάννη τον μαραγκό, ότι θα πήγαινε να τον βοηθήσει στην δουλειά του. Μεροκάματο δηλαδή αλλά ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη.
Το μαγαζί του ήταν ένα υπόγειο, γεμάτο πριονίδια, κάπου στου Γκύζη. Πήγαινε αρκετές φορές και δούλευε με τον Γιάννη που είχε βαλθεί να τον κάνει ξυλουργό, αυτός ήταν ξυλουργός πριν γεννηθεί.
-Ξυλουργός ή μαραγκός είναι το σωστό; τον ρωτούσε συχνά.
-Το ίδιο είναι, μάθε εσύ την δουλειά και δεν θα μετανιώσεις.
Στην αρχή δεν του άρεσε, αυτός ήθελε να ξυλεύει στο δάσος αλλά μετά είχε συνηθίσει. Του είχε δώσει και κλειδί ο Γιάννης. "Πάρτο, να έρχεσαι όποτε θέλεις να πριονίζεις" του είχε πει.
Έφτασε πριν από τον Γιάννη, που είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσε πια. Έφτιαξε καφέ, κάθισε στο παλιό γραφείο να κάνει πρώτα ένα τσιγάρο και μετά ν αρχίσει δουλειά. Σκεφτόταν πάλι την εντυπωσιακή κυρία με το φούξια και το ανόητο φέρσιμό του.
Δεν είχε προλάβει να το καλοσκεφτεί όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν αυτή.
-Εσύ είσαι λοιπόν! έκανε η Μαίρη
-Εγώ είμαι, είπε απρόβλεπτος.
-Εσύ, λοιπόν δε με τιμάς;
-Πως μιλάτε έτσι!
-Ωραίος είσαι εσύ! Μπράβο! τώρα μου κάνεις και μαθήματα ευγένειας!
Και μετά από λίγη σιωπή.
-Πες μου που είσαι τώρα! είπε με πείσμα. Πες μου που είσαι να έρθω εκεί και να δούμε αν δε με τιμάς!
-Παπαφλέσσα δεκατέσσερα, της απάντησε με ευστροφία. Στου Γκύζη. Και της έκλεισε το τηλέφωνο περισσότερο απορημένος τώρα με τα λεγόμενα της.
Σηκώθηκε και περπάτησε πέρα-δώθε προβληματισμένος." Άϊ στο διάολο" σκέφτηκε. "Σιγά μην έρθει"
Καταπιάστηκε με την δουλειά του, να ξεχαστεί. Άρχισε να τρίβει την πόρτα και τα παράθυρα που ήταν να παραδώσουν σήμερα. Σε λίγο κατέφτασε και ο Γιάννης, δούλεψαν με ρυθμό να τελειώσουν ή δουλειά ήταν επείγουσα.
 Η Μαίρη όμως ήλθε πράγματι. Πάρκαρε μια κόκκινη, σπορ Μερσεντές-τελευταίο μοντέλο, μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε τα λίγα σκαλιά κοιτάζοντας ερευνητικά το χώρο.
Του Γιάννη του έφυγαν τα σκαρπέλα από τα χέρια. Άσπρισαν τα χέρια του, ίδρωσε το παλιό κορμί.
-Τι θέλετε ...πήγε να πει.
Αλλά, ωστόσο η Μαίρη τον είχε δει. Του χαμογέλασε προκλητικά, αινιγματικά.
-Θα τον πιούμε εδώ τον καφέ; τον ρώτησε με νόημα, αγνοόντας το γελαδίσιο υπόστρωμα του Γιάννη.
-Όχι, απάντησε βιαστικά. Γιάννη θα γυρίσω αργότερα.
Αλλά δε γύρισε. Όχι αργότερα, ούτε σε δύο βδομάδες. Τον συνεπήρε η περιπέτεια μαζί της, τον πήρε μαζί της η ζωή που είναι απρόβλεπτη. Όταν βγήκαν από το ξυλουργείο, πήγαν πρώτα από το σπίτι του να αλλάξει ρούχα κι ύστερα για καφέ στην Γλυφάδα, ξέχασαν γρήγορα το γεγονός της προηγούμενης νύχτας κι έγιναν εραστές. Η Μαίρη ήταν μεγαλύτερη του κατά δεκα χρόνια αλλά αυτός-πράγμα περίεργο- την έβλεπε μικρότερη του.
-Πως γίνεται αυτό; γέλασε απορημένη.
-Δεν ξέρω, της απάντησε. Εσένα δεν σου έχει τύχει να βλέπεις ορισμένους μεγαλύτερους σου, σαν μικρότερους;
-Ναι, έχεις δίκιο, συμφώνησε. Μου έχει συμβεί μερικές φορές.
Έμειναν μαζί όλη μέρα. Έφαγαν σε ένα ακριβό εστιατόριο κι ύστερα πήγαν στο σπίτι της. Μια πολυτελέστατη βίλα την Άνω Γλυφάδα. Η Μαίρη έμοιαζε πολύ πλούσια.
-Είμαι πλούσια, του είπε απερίφραστα. Αλλά δε θέλω να σε χάσω.
-Πόσο πλούσια; έκανε αυτός σκεφτικά. [Θα με χάσεις υπόθαλπε το μέσα του]
-Πολύ, θα σου εξηγήσω άλλη φορά.
Ήταν χωρισμένη και είχε μια κόρη που σπούδαζε στην Αγγλία, γιατί του λεγε αυτά; αυτός στην αρχή, ένιωθε άβολα μέσα στην βίλα, πρώτη φορά έμπαινε σε τέτοιο σπίτι. Όσο ήταν έξω, είχε την υπεροχή.
-Θα συνηθίσεις, του είπε και τον φίλησε για πρώτη φορά. Ο κόσμος είναι μια ωραία εικόνα.
Άρχισαν τα χάδια στον καναπέ, προτού γδυθούν εντελώς του πήρε ένα ωραίο καπνό, πως καπνίζουμε μια πίπα;, ψιλοδύσκολη λέξη και, παρ ότι δεν του άρεσε και τόσο ο στοματικός έρωτας, μαζί της ένιωσε αλλιώτικα.
Ύστερα, πήγαν στην στριφογυριστή κρεβατοκάμαρα, αγκαλιάστηκαν πολλές φορές, η Μαίρη έμοιαζε αχόρταγη αλλά κι αυτός δεν πήγαινε πίσω, μέχρι το απόγευμα και το βράδυ, μετά το φαγητό, πάλι τα ίδια. Έρωτας, έρωτας, έρωτας..
-Με πονάει το μυαλό μου, του παραπονέθηκε τάχα κάποια στιγμή.
-Εμένα το ξύλο μου μούλιασε, της ψιθύρισε στο αφτί, ενώ χάιδευε το μαύρο της. Μαύρο, περιποιημένο, μεγάλο, ο έρωτας είναι ανυπόστατο κάποιες στιγμές.
-Όλα είναι υπέροχα μαζί σου, του απάντησε αυτή και κοιμήθηκαν αγκαλιά.
Το πρωί που ξύπνησαν κι έπιναν καφέ στη βεράντα, θυμήθηκε τον Γιάννη και σκυθρώπιασε.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε
-Τίποτε, την απέφυγε.
-Έχω μια ιδέα, του είπε. Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε σκεφτεί απολύτως τίποτα για το πώς θα πέρναγε.
-Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο, της είπε.
-Πάμε κάπου;
-Που; Δεν έχω λεφτά..
-Ας τα λεφτά, έχω εγώ, μη σε νοιάζει. Πάμε Μονεμβασιά;
-Γιατί Μονεμβασιά;
-Έχεις πάει;
-Όχι.
-Έχω ένα ξενοδοχείο εκεί.

Η Μονεμβασιά είναι ένας βράχος μέσα στη θάλασσα, ο Χειμώνας άγριος, μπάτσιζε με ριπές το σκούρο μπλε καθώς ταξίδευαν. Ανοιχτά στο πέλαγος μια μαύρη καταιγίδα, σάρωνε την μελαγχολία των ανθρώπων που έμεναν εκεί. Αυτοί γνώριζαν το καλό και το κακό της. Όσοι είχαν πάει για διακοπές, όπως αυτός, λίγο τους ένοιαζε. Χαίρονταν την άγρια ομορφιά που σκόρπισε απλόχερα η φύση σ' αυτή την άκρη του κόσμου.
-Σου αρέσει; τον ρώτησε η Μαίρη καθισμένη αναπαυτικά στη σαιζ-λογκ.
-Φανταστικά, κούνησε το κεφάλι του, αυτός ένας αρνητής.
-Άρα ήταν ωραία η ιδέα μου.
-Ναι, πολύ ωραία. Αυτή μια ιδεολογική ταυτότητα του καλού κόσμου.
Την κοίταζε και δεν πίστευε πως ήταν μαζί της, πιο ωραίο άνθρωπο δεν είχε γνωρίσει. Απλόχερη, απλή, απέριττη. Αυθόρμητη, ζούσε αυτό που ζούσε, έκανε αυτό που ήθελε. Κι άλλοι είχαν τα λεφτά αλλά δεν ήταν έτσι.
-Σε λατρεύω, της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια.
-Εγώ σε λατρεύω πιο πολύ! παιχνίδισε.
Στα σεξουαλικά της ένστικτα όμως, συνήθως τα βράδια που ξάπλωναν, ήταν διαφορετική. Παθιαζόταν, άλλαζε χαρακτήρα, γινόταν εταίρα, λευτέρωνε το κορμί και το σώμα της,να ξεφύγει από το αδυσώπητο κυνηγητό της ύπαρξης.
Όμως και τα δικά του σεξουαλικά ένστικτα είχαν απογειωθεί. Μερικές φορές γινόταν όλο και πιο βίαιος μαζί της. Μόνο που δεν την χαστούκιζε. Κάποιες μπάτσες όμως στα βουνά, όταν της φιλούσε το σατανικό της, ήταν στη νυχτερινή διάταξη. Η Μαίρη τότε ούρλιαζε και περίμενε πως κι πώς να της πάρει το σκαλπ.
Σκέφτηκε εκείνες τις μέρες την ζωώδικη φύση του έρωτα. Απ΄την μια πλευρά του φαινόταν βρώμικη και δικαίωνε μερικούς που την έκρυβαν επιμελώς. Απ' την άλλη όμως σκέφτηκε, πως δεν την έκρυβαν επειδή έπρεπε αλλά επειδή την φοβούνταν. Φοβούνταν ακόμα και να μιλήσουν γι αυτά που έκαναν και που ένιωθαν στο κρεβάτι. Αυτός θεωρούσε απίστευτο το, άλλα να λένε κι άλλα να κάνουν. Αίφνης, στις περισσότερες συζητήσεις, εμφάνιζαν μόνο την ωραία πλευρά του έρωτα, ποτέ την μυστηριώδη βρωμιά, την ιδρωμένη μυρωδιά δυο ή κι άλλων κορμιών που κυλούσαν ανάμεσα στο πουθενά και στο μηδέν.

Πέρασαν τα Χριστούγεννα και τις μέρες, ενδιάμεσα από την Πρωτοχρονιά, έκαναν μερικές μακρινές βόλτες με την Μερσεντές στα γύρω περίχωρα. Τα βράδια χαρτόπαιζαν στην λέσχη του ξενοδοχείου και σα να βαρέθηκε λίγο. Όχι την Μαίρη αλλά το όλο σκηνικό. Τι θα έκανε; Θα ζούσε ή θα πέθαινε στο βράχο της Μονεμβασιάς;
Το πρωί του Σαββάτου- η πρωτοχρονιά ήταν τη Δευτέρα- ξύπνησε νωρίς. Κατέβηκε από το ξενοδοχείο, πήγε στην μικρή πλατεία, ήπιε καφέ κι αγόρασε ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο για να της το προσφέρει. Κάτι είχε εκείνο το πρωινό, κι έκανε λες και τον κυνηγούσαν. Ανέβηκε το φιδωτό μονοπάτι μέχρι την κορυφή του βράχου, έμεινε δυο λεπτά εκεί-όχι παραπάνω- κι ύστερα γύρισε λαχανιασμένος στο καφενείο, κρατώντας πάντα το τριαντάφυλλο στα χέρια. Την βρήκε να τον περιμένει ήσυχη, μοναδική.
-Που ήσουν; ανησύχησα.
-Πάνω στον βράχο, της είπε ξελαχανιάζοντας και της πρόσφερε το τριαντάφυλλο.
-Σ' ευχαριστώ. Σου πήρα κι εγώ ένα δώρο και του έδωσε
  ένα μικρό πακέτο. Άνοιξέ το.
Το άνοιξε βιαστικά κοιτάζοντας την. Είδε ένα παλιό μενταγιόν, μια δραχμή από την εποχή του Καποδίστρια. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Μαίρη του το κλεισε, αν και δε χρειαζόταν, αυτή παράγραφος είναι υποτονική υποδηλώνει το πίσω των ηρώων.
-Μα αυτό πρέπει να είναι πολύ ακριβό! έκανε.
-Όπως εσύ! του απάντησε. Πίνουμε ένα ποτό; χαμογέλασε.
-Πίνουμε, της είπε και ξέφυγε από το κυνηγητό της ύπαρξης.
Παράγγειλαν. Ήρθαν τα ποτά, τσούγκρισαν ευτυχισμένοι.
-Θέλεις να φύγουμε από δω; τον ρώτησε.
-Που το κατάλαβες; Που να πάμε; Εγώ όπου να πάω με κυνηγάνε.
-Το κατάλαβα. Που θέλεις να πάμε;
-Είναι μακριά, δεν προλαβαίνουμε να πάμε τώρα εκεί που σκέφτομαι. Δεν προλαβαίνουμε την Πρωτοχρονιά.
-Πες το εσύ και βλέπουμε.
-Ήθελα να πάμε στο χωριό μου.
-Που είναι; Δεν μου είπες από πού είσαι ...Νόμιζα ότι είσαι Αθηναίος.
-Όχι, είμαι από ένα χωριό της Ηπείρου. Ένα μικρό χωριό που έχει ακόμα χωματόδρομο. Αν και δεν έχει σημασία από πού είσαι. [Ποιο είναι το δράμα της καταγωγής;]
-Πλατεία έχει; ρώτησε σκεφτική.
-Όλος ο κόσμος μια πλατεία είναι. Έχει. Κι αυτή χαλικόστρωτη. Είναι η μητέρα μου εκεί, είπε νοσταλγικά.
Η Μαίρη σηκώθηκε αποφασιστικά.
-Πάμε, του είπε.
-Που να πάμε; απόρεσε.
-Πάμε και θα δεις.
Πήγαν στο ξενοδοχείο. Η Μαίρη άρχισε τα τηλέφωνα αυτός την παρακολουθούσε με κάποια έκπληξη.
-Όχι στις δυόμισι, δύο ή ώρα να είσαι εδώ με το ελικόπτερο..εντάξει..Βάλτερ; Δυο η ώρα σε περιμένω στην Μονεμβασιά. Ολοκλήρωσε την κουβέντα της κι έκλεισε την γραμμή.
-Έχεις ανέβει σε ελικόπτερο; τον ρώτησε γλυκά.
-Μια φορά, φαντάρος. Το ελικόπτερο είναι σαν το φίδι, ήμουν στις καταδρομές. Μιλάς αλήθεια τώρα;
-Ε, τι ψέματα; Δεν είπες ότι θέλεις να δεις την μητέρα σου; Να κάνουμε πρωτοχρονιά μαζί της; -
-Όμορφος κόσμος αψεγάδιαστα φτιαγμένος. Δεν το πιστεύω! Έχεις και ελικόπτερο;
- Δεν είναι δικό μου. Το νοικιάζω όμως από την αερολέσχη Αθηνών. Άμα θέλεις μπορείς να νοικιάσεις και συ. Ας ετοιμαστούμε, πρέπει να κατέβουμε στη Νέα Μονεμβασιά.
Το ελικόπτερο πήγε πράγματι στις δύο, ανέβηκαν και σε μισή ώρα πετούσαν πάνω από το χωριό του. Προσγειώθηκαν στην πλατεία γεμίζοντας σκόνες και σούφαρα τον κόσμο που είχε βγει έξω από τα σπίτια. Πρώτη φορά προσγειωνόταν ελικόπτερο εκεί. Ανάμεσα από τις σκόνες, ξεχώρισε την μάνα του κι έτρεξε στην αγκαλιά της ενώ η Μαίρη αποχαιρετούσε τον Βάλτερ τον Γερμανό πιλότο. Μάνα και γιος έμεναν ακόμα αγκαλιασμένοι μέχρι να φτάσει κοντά τους.
-Μητέρα, η Μαίρη, είπε αυτός.
-Για σας, τι κάνετε; είπε δίνοντας το χέρι της.
-Γεια σου παιδί μου, τάχασε η γυναικούλα με την εντυπωσιακή εμφάνιση της. Ελάτε, ελάτε παιδιά μου. Τρέχω να ετοιμάσω το σπίτι.
Κι έφυγε όσο γρήγορα μπορούσε. Οι δυο τους ακολούθησαν γελώντας.
-Έπαθε την πλάκα της η μητέρα σου, είπε η Μαίρη.
-Είναι να μην την πάθει; Εδώ πας να τρελάνεις εμένα..
-Δεν παθαίνεις τίποτε εσύ. Ωραίο είναι το χωριό σου, κοίταξε ένα γύρω. Εδώ μεγάλωσες ε;
-Ναι, μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια.

Έμειναν τρεις μέρες εκεί και τους άρεσε. Ελάχιστος κόσμος, ησυχία. Η μητέρα τους περιποιήθηκε σαν βασιλόπουλα. Ήταν θαυμάσια μαγείρισσα και την βοηθούσε και η Μαίρη. Η μητέρα του όλο εύρισκε ευκαιρίες και του ψιθύριζε: "Τούτη να πάρεις παιδάκι μου. Τούτη. Άκου την μάνα σου, φαίνεται είναι καλή." Αυτός γελούσε και δεν της απαντούσε. Τι να της έλεγε; Ότι την γνώριζε μόλις δεκαπέντε μέρες; Ότι τους χώριζαν τα πλούτη; κι όλα αυτά που είχε δει σε παλιές Ελληνικές ταινίες;
Μέσα του όμως είχε αρχίσει να καλλιεργεί την ιδέα πως κάτι έπρεπε να πάρει από την Μαίρη. Σίγουρα αυτό δεν θα ήταν ο γάμος. Αλλά γιατί όχι; Αναρωτιόταν πολλές φορές και τον έτσουζε η ιδέα.
Επέστρεψαν στην Αθήνα με νοικιασμένο αυτοκίνητο και χώρισαν για πρώτη φορά από τότε που γνωριστηκαν, με νοικιασμένη αγάπη.
-Τι θα κάνεις; τον ρώτησε η Μαίρη.
-Θα πάω για δουλειά στο ξυλουργείο, τι άλλο; της είπε.
-Καλά, χαμογέλασε και τον φίλησε. Πήγαινε εκεί τώρα και τα λέμε αργότερα.
-Καλύτερα αύριο, της είπε. Θέλω να μείνω λίγο μόνος.
-Όπως θέλεις.

Ήταν μεσημέρι όταν είχαν φτάσει. Πήγε στο σπίτι του, ταχτοποίησε τα ρούχα του, έβγαλε το ωραίο κουστούμι που του είχε αγοράσει η Μαίρη στην Μονεμβασιά. "Δεν μπορείς να κυκλοφορείς συνέχεια με το ίδιο τζιν"του είχε πει."Να πάρουμε μερικά ρούχα να έχεις να φοράς τις μέρες που θα μείνουμε εδώ."  Και του αγόρασε μια ντουζίνα. Μέχρι κάλτσες εσώρουχα, τα πάντα. Τελικά, ήταν ένα μυστήριο αυτή η Μαίρη. Πως διάολο έγιναν έτσι τα πράγματα, ούτε που το καταλάβαινε. Σκεφτόταν όμως πως θα τελείωνε. Θα τελείωνε γρήγορα, όπως γρήγορα τελειώνουν όλα τα ωραία, όλα τα όνειρα.
Ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Ήθελε να κοιμηθεί και να ξυπνήσει για να δει αν ήταν αληθινά όλα όσα είχε ζήσει τις τελευταίες μέρες.Ευτυχώς ή δυστυχώς, όταν ξύπνησε, αργά το απόγευμα, όλα ήταν όπως
  πριν κοιμηθεί. Και η Μαίρη υπήρχε και αυτός που ήταν ένας άτυχος που είχε πέσει στο δρόμο της.
Έτσι είπε στον Μιχάλη όταν του τα διηγήθηκε μέσες -άκρες στο μπιλιαρδάδικο που συναντήθηκαν λίγο μετά.
Ο Μιχάλης τον κοίταζε με αλλήθωρο μάτι.
-Και είσαι άτυχος εσύ που έπεσες στον δρόμο της..τόνισε μια-μια τις λέξεις. Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται!
Δεν ήθελε να του πει περισσότερα. Ο καθένας έχει την γνώμη του για όλα αλλά αυτό το θέμα ήταν εντελώς προσωπικό.
Έφυγε από τη λέσχη, δεν είχε όρεξη να παίξει, ήθελε να σκεφτεί. Ανέβηκε στον Λυκαβηττό με το τηλεφερίκ. Κάθισε στην καφετέρια να πιει έναν καφέ, σκόρπιος. Κοίταζε την Αθήνα με απλανές βλέμμα και προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματα του. Στην αρχή, του είχε φανεί σαν παιχνίδι, μάλιστα είχε νομίσει πως βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά, αυτή που θα του έλυνε όλα τα προβλήματα. Και προπάντων το οικονομικό. Έκανε όνειρα να ζήσει σαν μαχαραγιάς, πια. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό του: πώς να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια. Και η Μαίρη φαινόταν πως ήταν το κλειδί στην όλη υπόθεση. Πόσα λεφτά να είχε; Αυτός που δεν είχε ποτέ
  πολλά,  ήταν αδύνατο να φανταστεί, τα ασύλληπτα ποσά των δισεκατομμυριούχων
Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να την αφήσει να τον ερωτευθεί. Κανονικά η ιστορία έπρεπε να τελειώσει με την επιστροφή τους, να μείνει μια ωραία περιπέτεια, τίποτε άλλο. Δεν έκανε αυτός για τέτοια πράγματα. Εξ άλλου, δεν την αγαπούσε, δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Άρα καλύτερα ήταν να την αφήσει προτού τα πράγματα φτάσουν αλλού.
Την πήρε τηλέφωνο αποφασισμένος να της τα πει.
-Έρχομαι, που είσαι; στον Λυκαβηττό; Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί. Σε λατρεύω! τον πρόλαβε
-Περίμενε ...πήγε να πει αλλά εκείνη έκλεισε. Τον άφησε μετέωρο με το ακουστικό στο αφτί. Τι της λες τώρα; Αναρωτήθηκε. Αυτός ήθελε να της πει να τελειώσουν κι εκείνη του έλεγε πως τον λατρεύει ...
Πήγε φορτωμένη χιλιάδες αγκαλιές και φιλιά. Τον έπνιξε.
-Μην κάνεις έτσι ...μας βλέπουν, της είπε.
-Ποιος μας βλέπει; Έχουμε να κρύψουμε κάτι; Αλαφιάστηκε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τα δικά του ήταν θλιμμένα. Της Μαίρης αυθόρμητα, απορημένα.
-Τι έχεις; Τον ρώτησε με αγωνία.
-Πρέπει να χωρίσουμε.
-Γιατί πρέπει; απάντησε ήρεμη. Δεν με αγαπάς;
Δεν ήξερε τι να της πει. Την έβλεπε ήρεμη αλλά μέσα της φαινόταν πολύ λυπημένη. Την έπιασε από το χέρι,"πάμε" είπε "να περπατήσουμε λίγο"
 Βγήκαν στην πλακόστρωτη πλατεία, περπάτησαν αμίλητοι. Το σκοτάδι που έπεφτε τους τύλιγε τις ψυχές.
-Λυπάμαι, της είπε. Θα σου πω την αλήθεια. Μου αρέσει να μείνουμε μέχρι εδώ. Δεν θέλω να το χαλάσουμε, με ασχήμιες που θα γίνουν αργότερα. Αυτή, είναι η μια αλήθεια. Η άλλη είναι πως στην αρχή, σε είδα μόνο για τα λεφτά σου ...
-Το ήξερα αυτό, το κατάλαβα..τώρα;
-Τώρα, δεν θέλω τίποτε από σένα.
-Ηλίθια ειλικρίνεια! τράβηξε το χέρι της.
-Ναι, ηλίθια, συναίνεσε.
-Εγώ πίστεψα πως ήσουν αλλιώς. Πως είχες ξεπεράσει, τον μικρό σου εαυτό. Τι θα κάνεις χωρίς τα λεφτά; Βέβαια δεν είναι το παν. Αφού υπάρχουν όμως, είναι ανάγκη να ζήσουμε με αυτά.
-Νομίζω πως δεν θα αντέξω, έχω μάθει διαφορετικά.
-Αυτό φοβάσαι; Και δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύτερο, να ζήσει, να χαρεί; Και λυπείς κι εμένα;
-Δεν με καταλαβαίνεις. Εγώ, είμαι ένας αλήτης στην κυριολεξία. Δεν είμαι δεμένος. Στη Μονεμβασιά ένιωσα κάποιες αλυσίδες να με σφίγγουν. Μου κόπηκε ο αέρας. Όταν νιώθω έτσι, επαναστατώ. Με πιάνουν τάσεις φυγής και τότε δεν με σταματάει τίποτε.
-Θέλεις να σε παρακαλέσω; Να σε κάνω ν' αλλάξεις γνώμη;
-Μην το κάνεις αυτό!
-Μα εγώ σ' αγαπώ! Γιατί με κάνεις να πονάω;
Και τον φίλησε γεμάτη κλάματα.
Έκλαψε κι αυτός. Τα δάκρυα, τα φιλιά τους, μπερδεύτηκαν, τον έκαναν να νιώσει αμήχανα. Πρώτη φορά έκλαιγε. Απ' όταν ήταν παιδί είχε να κλάψει και του φάνηκε απίστευτο να κλαίει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που μόλις πριν από δυο μήνες είχε γνωρίσει.
-Θα μου υποσχεθείς πως θα μείνουμε μαζί; Να ζήσουμε πρώτα κι αν έρθει ή ώρα του χωρισμού, ας γίνει, μα όχι τώρα! του είπε με αναφιλητά.
Δεν ντρεπόταν να γίνει γυναικούλα μπροστά του, ένιωθε πως θα κοπεί η ζωή της αν τον έχανε. Αυτό, του λύγισε τα πόδια.
-Εντάξει, της είπε.
Και κατηφόρισαν απ τον λόφο του Λυκαβηττού. Γλίστρησαν στα σκιερά μονοπάτια μιας άγνωρης αιτίας, που ενώνει ή χωρίζει τους ανθρώπους.

 

 

 

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΚΥΡΊΕς ΤΗς ΤΈΧΝΗΣ

 


ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ



Ο Μάρτιος δεν ήταν ποτέ από τους καλούς του μήνες. Τίποτε δεν του πήγαινε καλά, όλα στραβά κι ανάποδα. Από τα συναισθηματικά, τα οικονομικά, ακόμα και οικογενειακά.
Κανέναν Μάρτη δεν θυμόταν να χαιρόταν. Η μουντάδα που απέπνεε η φύση, το τσαλάκωνε, τον γέμιζε απελπισία.
Σάββατο μεσημέρι, είχε σχολάσει από την δουλειά και καθόταν εκεί στο μικρό γραφείο, μέσα στο ξυλουργείο του και το παρατηρούσε έτσι που ήταν πεντακάθαρο, δείγμα ότι δεν είχε δουλειές. Και την Δευτέρα, είχε να καλύψει μια επιταγή δέκα χιλιάδων ευρώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ, ήταν πολλά λεφτά για εκείνες τις πενιχρές μέρες.
Όταν μπήκε στην γκαλερί έργων τέχνης, ένιωθε λιγάκι ψαρωμένος. Το μεσημέρι δεν είχε κοιμηθεί από την ανησυχία του κι έβλεπε συνέχεια τηλεόραση. Από Ελληνική ταινία του παλιού, καλού κινηματογράφου, μέχρι ποδόσφαιρο που δεν το ανεχόταν. Σπάνια ή σχεδόν καθόλου έβλεπε αθλητικές εκπομπές και μάλιστα ποδόσφαιρο.
Αργότερα είχε πάρει την εφημερίδα και την ξεκοκάλισε, ώσπου έπεσε το μάτι του στις εκθέσεις που εγκαινιάζονταν εκείνη την μέρα. Δεν πήγαινε σε εκθέσεις αλλά, καμιά φορά, που δεν είχε τι να κάνει, όπως απόψε, το αποφάσισε.
Διάλεξε μια, που αναφερόταν σε τοπία και νεκρές φύσεις. Φιλότεχνος ακριβώς δεν ήταν αλλά ούτε και τον άφηναν αδιάφορο μερικά πράγματα γύρω από τις τέχνες. Για παράδειγμα, η γλυπτική του άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί, είχε κάποια σχέση με το επάγγελμα του. Ο ίδιος είχε φτιάξει μερικά ξυλόγλυπτα, που τα επιδείκνυε στους φίλους με κάποια δόση αυταρέσκειας.
Η ζωγραφική και ιδιαίτερα η αφηρημένη, ο Πικάσο και οι ομότεχνοι του, δεν του έλεγαν τίποτε. Προτιμούσε τα κλασσικά έργα. Τοπία, προσωπογραφίες, σκηνές από την φυσική ζωή του ανθρώπου. Τέτοια έργα παρουσίαζε και η έκθεση που είχε διαλέξει να πάει. Και τώρα, μ’ έναν κατάλογο στο χέρι κι ένα ποτήρι κρασί στο άλλο τα μελετούσε ή έκανε πως τα μελετούσε.
Εξ επίτηδες είχε αργήσει να πάει, έτσι που να σπάσει το μεγάλο κοινό-ποτέ δεν του άρεσε η πολυκοσμία, ο συνωστισμός. Είχε μια μικρή δόση αγοραφοβίας.
Πράγματι έτσι συνέβαινε. Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε τώρα εκεί. Ο ζωγράφος, ένας ωραίος τύπος με κοτσίδα και μικρά σοφιστικέ γυαλιά μυωπίας, εξηγούσε σε κάποια κυρία, έναν από τους πίνακες του. Αυτός, με την άκρη του ματιού του πρόσεξε καλύτερα την κυρία. Θα ήταν μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα, Πιο πολύ, προς τα πενήντα φαινόταν αλλά κρατιόταν καλά. Μελαχρινή, ψηλόπυγη, γυμνασμένη. Σαν να αντιλήφτηκε το βλέμμα του, γύρισε και του έριξε μια ανάλογη ματιά. Αυτός, της έκλεισε το μάτι και ούτε που κατάλαβε γιατί το έκανε. Εκείνη, ταρακουνήθηκε που την πρόσεξε ένας νεαρός. Αυτός ήταν τριάντα δυο χρονών και φυσικά για κείνη ήταν νεαρός.
Σε λίγο παράτησε τον ζωγράφο και πήγε κοντά του.
-Γεια σου, του είπε χαμογελαστά, δίνοντας το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια ζεστά.
-Γεια σου, της απάντησε, ενώ παρατηρούσε πως στα χέρια της, που ήταν ρυτιδιασμένα, όπως και ο λαιμός, φαινόταν η ηλικία της.
Ήταν σίγουρα πενηντάρα αλλά δεν τον ενόχλησε. Κάπου στο ασυνείδητο, σκεφτόταν να είχε κάποτε μια τέτοια εμπειρία.
Αφού έκαναν ξανά τον κύκλο των έργων, μιλούσαν και γνωριζόντουσαν. Η Μάρυ, έτσι του είπε πως την έλεγαν, έμοιαζε να ξέρει πολλά γύρω από την τέχνη. Ο άντρας της που ήτανε γλύπτης αλλά τώρα είχε πεθάνει προ πολλού, την είχε μυήσει στα μυστικά σκαλοπάτια των τεχνών.
- Εγώ δεν ξέρω σχεδόν τίποτε.
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ξέρεις άλλα εσύ. Πίνουμε ένα κρασί ακόμα;
Της έγνεψε ναι και κατευθύνθηκαν στο μπαρ της γκαλερί. Κάθισαν και πίνοντας μίλησαν για διάφορα. Η Μάρυ ήταν αριστοκράτισσα. Ξεχώριζε, όπως ξεχωρίζουν αυτές οι γυναίκες μέσα στο πλήθος. Από το ακριβό, εξεζητημένο ντύσιμο, μέχρι το περπάτημα, την ομιλία, τον τρόπο συμπεριφοράς. Αυτός έμοιαζε λιγάκι βλάχος μπροστά της και ντράπηκε.
-Δεν πειράζει, του είπε μισοκοροιδευτικά μια και μιλούσαν για την καταγωγή του.
Αυτό θα το έλεγε συχνά σε όλες τους τις συναντήσεις, έτσι, που, στο τέλος θα καταντούσε να τον χτυπάει στα νεύρα. Προς το παρόν, το διασκέδαζε και περίμενε με κάποιο είδος αγωνίας, πως θα εξελίσσονταν η βραδιά.
-Πάμε για φαγητό; Του πρότεινε. Εγώ κερνάω.
Δεν το δέχτηκε πάρ’ ότι τα οικονομικά του ήταν χάλια, πλήρωσε τον λογαριασμό όπως κάνουν όλοι οι τζέντλεμαν. Την Μάρυ, είχε προλάβει να σκεφτεί, την προόριζε να πληρώσει πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς.

Το σπίτι της, βρισκόταν κάπου στην Κηφισιά, είπαμε ήταν αριστοκράτισσα Και οι αριστοκράτες, κάπου εκεί έμεναν. Μεταξύ Κηφισιάς και Εκάλης. Άιντε κάτι ξεπεσμένοι να κατοικούσαν ακόμα στο Κολωνάκι, χλεύασε.
Πήγαν κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Τον παρέσυρε, δηλαδή, γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να την ρίξει στο πάτωμα. Αλλά η Μάρυ τον έφτιαξε. Του έδειξε τα κάλλη της, του γύρισε ένα πραγματικά ωραίο βουνό. Την πήρε βάναυσα, έως χυδαία και δεν ήξερε γιατί το έκανε έτσι. Μια- δύο, τρεις φορές, ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.

Η Μάρυ διατηρούσε ένα εργαστήρι ζωγραφικής, στην μνήμη του συχωρεμένου άντρα της. Εκεί πέρασε τις περισσότερες από τις επόμενες μέρες του. Τα βράδια, κοιμόταν άλλοτε στο σπίτι της κι άλλοτε στο δικό του. Αλλά στο εργαστήρι του άρεσε περισσότερο. Όταν έλειπε η Μάρυ, είχε παρέα τους μαθητές και τις μαθήτριες του εργαστηρίου. Οι μαθήτριες μάλιστα,τον κοιτούσαν περίεργα, κρυφογελώντας.
Στην αρχή δεν είχε καταλάβει το γιατί. Αργότερα που πήρε μυρωδιά ότι το έκαναν επειδή η Μάρυ έφερνε κατά καιρούς τους εραστές της εκεί και τους επιδείκνυε, ένιωσε λίγο άσχημα. Ώστε είχε γίνει ζιγκολό!
-Ζιγκολό της πλάκας είστε όλοι αγόρι μου! Γελούσε η Μάρυ. Της πλάκας!
Δεν τον ένοιαζε και πολύ ο τίτλος, ούτε αν ήταν ζιγκολό της πλάκας αλλά τι να έκανε; Ήταν η ακάλυπτη επιταγή στη μέση, για την οποία είχε πάρει μια μικρή διορία, ήταν οι δουλειές που τις είχε παρατήσει για να ρίχνει στο πάτωμα την Μάρυ.

Μια μέρα, μετά από ένα κουρασμένο γι’ αυτόν πέσιμο από πάνω της-εκείνη πάντα το απολάμβανε- της ζήτησε να το εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον διαβεβαίωσε πως θα γίνει.
-Ότι θέλει ο «Απόλλων»!
Έτσι τον αποκαλούσε τώρα και τον επιδείκνυε στους φίλους της. Ο Απόλλων, τον σύστηνε και γελούσε Σιβυλλικά. Κι αυτός έκανε Σισύφεια υπομονή, ακολουθώντας την παντού. Στα θέατρα, στις συναυλίες, ακόμα και στην Λυρική όπου σκυλοβαρέθηκε αλλά τι να έκανε; Χρειαζόταν τα λεφτά για να βγει από το αδιέξοδο και η Μάρυ ήταν η μοναδική του σωτηρία. Μερικά πράγματα, επειδή τα ζούσε για πρώτη φορά- ίσως και μοναδική-του άρεσαν. Έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, ντυνόταν τα ακριβότερα ρούχα που φυσικά του τα αγόραζε η Μάρυ,έπεφταν στο δάπεδο, περνούσαν και καλά.
Γενικά, έκανε ότι ήθελε. Σχεδόν μια ονειρεμένη ζωή. Τι άλλο να ζητούσε;
-Όνειρο είναι η ζωή αγόρι μου.Ένα όνειρο. Ζήσε την όσο μπορείς. Μην σκέφτεσαι, του έλεγε συχνά. Άλλοι φροντίζουν για σένα.
Αυτός μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο και σκεφτόταν πως είχε παρεκκλίνει. Πως το είχε παρακάνει.
Έβλεπε πως αυτή η ιστορία θα τελείωνε σύντομα. Το ένιωθε. Γι αυτό προσπαθούσε να της πάρει τα λεφτά και να την κάνει. Ύστερα, θα έβλεπε τι θα έκανε.
-Δέκα χιλιάδες ευρώ; έκανε η Μάρυ. Δεν είναι και λίγα. Τι λες εσύ; Λίγα είναι; Του υπενθύμιζε συχνά.
Αυτός στραβομουτσούνιαζε. Όχι άγαρμπα αλλά στωικά.
-Καλά, μην κάνεις έτσι τον αναπτέρωνε. Αύριο- μεθαύριο θα πάω στην τράπεζα, δεν έχω τόσα μετρητά επάνω μου.
Να σπαταλάει για την διασκέδαση τους, για ρούχα, για οτιδήποτε άλλο, δεν της κακοφαινόταν. Μόλις όμως της μιλούσε για δανεικά, άλλαζε κουβέντα. Κουμπωνόταν.
Αλλά, μια μέρα, αυτός νευρίασε.
-Με κοροϊδεύεις! Της είπε απερίφραστα. Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; Πες καλύτερα, ότι δεν θέλεις ή ότι δεν μπορείς.
Και την έριξε στο φιλότιμο.
-Εντάξει, του είπε. Έλα το απόγευμα στο εργαστήρι να σου τα δώσω.

Το απόγευμα πήγε στην Κηφισιά, μ’ ένα συναίσθημα ευεξίας.Παρκάρισε χαρούμενος την ασκόνα έξω από το εργαστήρι της Μάρυ, ανέβηκε τα λίγα σκαλιά, άνετος, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν ενοχλήθηκε από τα ειρωνικά κρυφόγελα των μαθητριών. Τι σημασία είχαν τώρα αυτά;
Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο της, παραξενεμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε γύρω, εξεταστικά. Πουθενά η Μάρυ. Άναψε τσιγάρο και περίμενε βηματίζοντας. Ύστερα, το μάτι του πήρε το γράμμα πάνω στο γραφείο. Δίπλα, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Έπιασε πρώτα το τριαντάφυλλο και το μύρισε. Μετά, διάβασε το γράμμα αμήχανος.
«Αγόρι μου. Ορισμένα πράγματα, δεν είναι αυτά που φαίνονται. Έτσι κι εγώ, δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Η πλούσια αριστοκράτισσα. Δεν υπάρχει μία.
Άρα, μπορείς να φύγεις, να συνεχίσεις το όνειρό σου.
Έτσι δεν λέγαμε; Πως η ζωή είναι ένα όνειρο; Είσαι λοιπόν, ελεύθερος, να διαλέξεις τον επόμενο θάνατο σου.»

ΤΕΛΟΣ









 

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΠΡΆΣΙΝΟ ΜΉΛΟ

 


έντιμος ακριβώς δεν είμαι με την κυριολεξία της λεξης. Ας πούμε θα μπορούσα αίφνης να κλέψω μια τράπεζα-ποτέ έναν φτωχό, όμως η "ανομία" παραμένει απέναντι σε ένα σύστημα αξιών. Το ίδιο είναι και με τα πιστεύω των άλλων. Δεν μπόρεσα ποτέ να πείσω ένα μουσουλμάνο, ένα χριστιανό πως αυτό που του κάρφωσαν στο μυαλό, είναι ψέμμα!
Δεν έχω δει λογιστή να μοιάζει με ζωγράφο. Έχω δει ζωγράφο να μοιάζει με λογιστή. Δεν είναι το ίδιο όσο κι αν νομίζετε το αντίθετο. Οι ζωγράφοι που μοιάζουν με λογιστές δεν είναι ζωγράφοι. Είναι αρτηριοσκληρωμένοι μπακάληδες που έτυχε να σχεδιάζουν βαρκούλες ν αρμενίζουνε και προσθαφαιρούν τα κέρδη τους.
Από τη μια σκέφτομαι να δίνω στα πουλιά να τρώνε κι απ την άλλη, τα πουλιά, λέω, βρίσκουν να τρώνε μόνα τους. [μελαγχολικός ειδήμων.]
Απορρίπτω γενικά όλες τις αναβολές. Όλες τις ανασφάλειες. Τους μύθους περί ηθικών αξιών-αν κι εδώ θα υπάρχουν ενστάσεις. Τι σεξουαλικές ιδιαιτερότητες των ομοφόβων γυναικών τε και αντρών αν υπάρχουσι εισέτι. Απορρίπτω γενικά τον κόσμο μας: τόσο απλά στον κάλαθο. [Ξέρετε κατά βάση δεν απορρίπτουμε τίποτε αφού αυτό δε σβήνει ποτέ! είναι απίστευτη η μνήμη του εγκεφάλου και του υπολογιστή μας.]
όμως εγώ φιλαράκο δεν είμαι έτσι! Δεν έγινα εγω τσιφλίκι του κάθε κερατά! Εγώ είμαι λεύτερος να πετάξω όπου θέλω!
Ακόμα και στην αναρχία υπάρχει ένα σχέδιο.
Εγώ δεν έχω σχέδιο απόδρασης από έναν κόσμο ηλιθίων.
Δείξε ποιος είσαι. Ίσως εγωϊστικός τίτλος. Μπορεί όμως και παρότρυνση. Ανέβασμα ψυχολογικό σε έναν κόσμο που περισσεύει η κακία; Ο δάσκαλος στο σχολείο πάντα ήθελε να δείχνουμε ποιοι είμαστε και τότε και τώρα. Έτσι για να συνεννοούμαστε καμιά φορά εμείς οι δυο. Εσύ που είσαι μετριόφρων κι εγώ που πετάω στα σύννεφα.
Ο ήχος που κάνει ένα ξινόμηλο όταν το τρως. Χρατςςς. Το πράσινο που κρύβεται πίσω απ το πράσινο. Δύσκολο να εξηγήσεις πολλά πράγματα κι ας λες πως τα έμαθες. Χρατςςς. Αυτόν τον ήχο δεν μπόρεσα να τον εκπορθήσω.
Εμένα μη με φορτώνεις με ευθύνες που δεν έχω
Εγώ ότι ήξερα το έκανα
Βλέπεις είναι πολύ διαφορετικό το εγώ από το εμένα.
Μερικές φορές με μπερδεύουν τα ανάκατα, τα εδώ κι εκεί. Ανάποδες εικόνες, άνθρωποι που περπατάνε στην ευθεία και γυρίζουν μόνο το βλέμμα, φίλοι που χάνονται ύστερα από τόσα χρόνια χωρίς λόγο και λες γιατί; ίσως η πιο βολική απάντηση είναι πως μας βαρέθηκαν ή έχουν τα δικά τους προβλήματα, μα ναι..κάποια ανόητα γιατι δεν απαντιούνται ποτέ.
Ασπρο, μαύρο. Σαν τη νύχτα με τη μέρα. Τη νύχτα ο κόσμος κοιμάται όπως η μικρή τότε Κωνσταντίνα. Τη νύχτα ο κόσμος είναι πιο μεγάλος; Το άσπρο και το μαύρο δεν είναι χρώματα, η επιστήμη προσπαθεί να το ξεδιαλύνει. Η ζωγράφοι δεν το έχουν λύσει, ούτε αυτό ούτε τόσα άλυτα προβλήματα που έχουν. Μαύρο και άσπρο.
κάθε αιώνας αρχίζει με τις διεκδικήσεις του. Σήμερα στις αρχές του ΚΑ! δεν μπορούμε να μιλάμε για το ξαναμοίρασμα της γης, για κολίγους, για βιομηχανική επανάσταση. Γιατί μπορούμε να μιλάμε; ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της αρχής; μήπως αυτός ο αιώνας θα είναι η αρχή για την λύτρωση του ανθρώπου από τις θρησκείες και για όσα κακά έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν; μήπως ο σύγχρονος homo άρχισε ν αντιλαμβάνεται την απεξάρτηση του από τις θρησκείες; Αρκετά δεινά έχουμε από τους [κυρίως] οικονομικούς πολέμους, δε χρειάζεται να πολεμάμε και για τους θεούς.
Γεννήθηκα στη Θεσπρωτία. Είμαι ζωγράφος και συγγραφέας πριν γεννηθώ.
Ζωγράφισα άπειρες φορές τον κόσμο μας και έγραψα πάνω από δεκαπέντε βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θεατρικά, σάτιρες, παραμύθια, σενάρια για τη ζωή και το θάνατο. Ζωγραφίζω και γράφω πάνω απ το ανθρώπινο και μ αρέσει αυτό που κάνω με ή χωρίς τη δική σας έγκριση.
Είναι δύσκολο να νικήσεις τον εαυτό σου, ίσως. Παλεύεις μαζί του μα φαίνεται ανώτερος, δυνατώτερος και με περισσότερες αρετές εξοπλισμένος."Το νικάν εαυτόν πασών των νικών πρώτη τε και αρίστη εστί" είπε ο Δημόκριτος αλλά ακόμα, τόσα χρόνια, τόσους αιώνες μετά, ο εαυτός μας παραμένει αήττητος.
Παγκόσμια ημέρα ... μαξιλαροπόλεμου είχαμε λέει σήμερα. Δεν ξέρω, καλή μου φαίνεται αυτή η γιορτή για αγριεμένους... συζύγους αλλά εγώ σκέφτηκα, επειδή αυτή την ώρα καθαρίζω τα ωραία χόρτα [ζωχούς για την ακρίβεια] που πήρα στη λαϊκή πως, αν δεν υπάρχει παγκόσμια ημέρα της γιορτής των χόρτων. Τι ωραία θα ήταν να γιορτάσουμε τη γιορτή των χόρτων! Ε, πως το ακούτε; καλό θα ήταν να την ξεκινήσουμε αν βρούμε κάποια ελεύθερη ημερομηνία! Ακόμα και οι τσιπούρες έχουν γιορτή δεν είναι κρίμα για τα χόρτα...
Σώμα, κόκκινο.
Μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά . Ανίκητο γυναίκειο σώμα ως φύσις παρέδωκε.
Όποιος θέλει ας πει πως το γυμνό άσεμνο εστί.
[ΔΟΚΙΜΙΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ, Απόσπασμα]

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ

 






ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.



Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κυλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κυλόττες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.

Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.

Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;
  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλλα,πω,πω, κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!» Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας , σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο λευκό, στο άπλετο φως.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΒΡΩ ΚΑΝΈΝΑΝ ΕΚΕΙ

 


 

Tόσα πράγματα που έφτιαξα μου φαίνονται πως πήγαν στα χαμένα. Πέτρες, βιβλία, στίχοι, ξανά βιβλία, τετράδια θεάτρου, πίνακες, σκέψεις. Μολυβιές στο χαρτί, τόσα χρόνια, όλα στο χιόνι. Μυθιστορήματα, χιλιάδες σελίδες, πεντακόσια προχέδια ζωής, νιώθω πως τα παραδίνω όλα στο χάος. Δεν υπάρχει κάποιος που θα τα προσέξει. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον.

Καμιά κρίση ειλικρίνειας δε γλιτώνει τον δημιουργό από τις ανασφάλειες για την τύχη του έργου του. Κι ακόμα, η ζωή αυτή, δεν συγχωρεί τους υπερβολικά ευαίσθητους. Ή δε συγχωρεί κανέναν.Ίσως έχει μεγάλη σημασία να θέλεις ν αποδείξεις κάτι στη ζωή. Το κίνητρο, η διάθεση, η ανάκαρα. Διαφορετικά, έρχεται η νωχέλεια, η αεργία, η κατάθλιψη και πως όλα είναι τα ίδια και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα αλλάξουμε. Φαντάσου μια μέρα να μην κάνεις τίποτα, φαντάσου εκατό μέρες να μην κάνεις τίποτα, θα χεις πεθάνει.

Πάλι θα πίπτει βρόχα...[[πως είναι ο μέλλων του πίπτω;] και ο αγέρας θα διαβαίνει στους δρόμους, ανάμεσα στα σπίτια των ανθρώπων κι εγώ ένας αγέρας ανάμεσα στα χείλη σου που θα κυλάει και το νερό, άσπρο νερό, ως τα λευκά σου χέρια. Ποια είσαι συ που περνάς και δε μας χαιρετάς; άγνωστη με την ομπρέλα του Ιούνη;

Πάλι έπεφτε μικρή βροχή. Στους δρόμους περπατούσε η σκια μας, αδύνατη σκιά σαν η σκέψη μας μιας και ο ουρανός πάντα συννεφιασμένος μας κοιτάζει τούτες τις μέρες. Υπάρχει μικρή σκιά όταν υπάρχουν τα σύννεφα;

Πάλι θα πίπτει βρόχα...

Υπάρχει ειλικρινής τέχνη; "Το σχέδιο είναι η πιο ειλικρινής πλευρά της τέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση εξαπάτησης. Ή είναι καλό ή είναι κακό." Έλεγε ο Σαλβαντόρ Νταλί. Μεγάλο δίκιο. Αλλά σήμερα υπάρχει και ο υπολογιστής που σε ξεγελάει. Κάνει ζωγράφους κι αυτούς που δεν είναι.

Ειλικρινής τέχνη δεν υπάρχει. Ίσως επειδή μεταξύ ανθρώπων και τέχνης μεσολαβεί μια απόσταση που λέγεται αμηχανία! Η αμηχανία που είναι μια κατάσταση συνεχούς αβεβαιότητας.Τι άραγε παριστάνουν αυτά τα έργα; αναρωτιούνται οι περισσότεροι. Τι σημασία έχουν τα ρεύματα στη ζωγραφική; αφηρημένος εξπρεσιονισμός μεταμοντέρνος ιμπρεσιονισμός, νεορεαλισμός; Λένε τίποτα για τον απλό άνθρωπο;

Καλό! δεν το είχα ξανακούσει: το τραπέζι λέει, έχει τέσσερα πόδια, τέσσερα έχει και το γαιδούρι. Άρα το γαιδούρι είναι...τραπέζι! Φοβερή συλλογιστική. [όπως και οι άλλοι που τσακώνονται αν οι άγγελοι είναι αρσενικοί ή θηλυκοί ενώ γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν άγγελοι!] Αυτά τα ολίγα με συνήρπασαν σήμερα.

Δε σημείωσα τίποτε καινούριο σήμερα- είχα άλλες δουλειές. Έπρεπε να προσθέσω ένα ράφι, να τοποθετήσω σωλήνες για τις κουρτίνες, ο ήλιος μπαίνει από παντού ο άτιμος! Και δε με βοηθάει αυτή αντηλιά στο ζωγράφισμα. Τέλειωσα με τις δυο δουλειές κι όταν τελειώνω, νιώθω μια ευχαρίστηση πως κάτι έκανα και δεν πήγε η μέρα μου χαμένη. Ύστερα προς το απόγευμα αργά, πρόσθεσα μερικές πινελιές σ΄ένα μισοτελειωμένο έργο

Δύσκολο πράγμα να λες με λίγα λόγια πολλά. Δε νομίζω πως οι σημερινοί άνθρωποι το καταφέρνουν αυτό που είπε ο Πυθαγόρας: Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε αλλ εν ολίγοις πολλά. Τι να κάνωμε; δεν είμαστε αρχαίοι Έλληνες! [Και είμαστε μάλλον μπλαμπλάδες.]

Ο Τιβέριος κατάστρεψε την Καρχηδόναν εν μια νυχτί , είπε πως δε θα μείνει το άλας επι της γης. Ύβρις.

Καλύτερα να μην βρω κανέναν εκεί γιατί θα σας γαμίσω όλους, Νταβέλης και σια σπίκεν. Όχι δεν επιθυμώ ν ακούσω κλασσική αλλά είναι πρωίας το απαύγασμα, επωνύμως ωμιλών, θα γκρεμίσω την Καρχιδόναν.

Υπάρχει ένα μοιρολατρικό: δεν μπορούμε να κάνουμε μεγαλυτερα πράγματα απ όσα μας έταξε η μοίρα. Μοίρα ίσον χρωματοσωμάτια, ίσον χημική ουσία την ώρα που γεννηθήκαμε και δεν φταίγαμε ή μετέχαμε εμείς σ αυτή τη συνουσία. Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, η μοίρα είναι υλιστική, καθένας μπορεί να τη αναποδογυρίσει γι αυτό πολλοί άνθρωποι είναι ανώτεροι της φύσης.

Και να δεις που θάρθουν να μας πουν

πως ξοδέψαμε νερό δικό τους

ότι κλέψαμε το φως του ήλιου

εμείς που ζήσαμε μόνο με αλάτι!



Να δεις που θάρθουν να μας πουν

πως φταίμε-αυτοί που έζησαν μες το χρυσάφι

ότι εμείς είμαστε υπόλογοι

γιατί κλέψαμε της γης τους το αλάτι.


Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

ΔΕΝ ΑΞΊΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙς ΈΤΣΙ

 


Να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τι να κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.
Αν πρέπει να γαμάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη σάρκα, αρπάζοντας.
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.
[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]
Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.
Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]
Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!
Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.
Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ

 

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

ΙΔΑΝΚΌ Η ΕΛΕΥΕΘΕΡΊΑ

 


ΟΙ ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΕς ΠΡΑΞΕΙς
Ενώ άλλοι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε την ύπαρξη (existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L'existence prιcθde l'essence»).
Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες.
Έχω διαβάσει μόνο τρία βιβλία του Σάρτρ τις ΛΕΞΕΙΣ και τις ΜΥΓΕΣ και ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ. Με τις ΛΕΞΕΙΣ νομίζω του αποδόθηκε το βραβείο Νομπέλ που το αρνήθηκε, με το σκεφτικό πως αν το δεχόταν θα δέσμευε την ελευθερία του. Τις ΜΥΓΕΣ τις διάβασα ένα Καλοκαίρι που έκανα τον γύρο της Πελοποννήσου πάνω σε μια μηχανή σαν ξένοιαστος καβαλάρης. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στις Μυκήνες με ακολουθούσε ένα τσούρμο μύγες, πίσω από την πλάτη του αι μου ήρθε η ιδέα πως γι αυτό έβαλε τον τίτλο αυτόν. Μιλάμε για χιλιάδες μυγάκια! Οι ΜΥΓΕΣ αναφέρονται στον μύθο των Ατρειδών, είναι δηλαδή μια επέκταση της τραγωδίας υπαρξιακά.

Ο Σάρτρ έζησε σχεδόν όλον τον εικοστό αιώνα [1905-1980 ] και ήταν επαναστάτης όπως οφείλει να είναι κάθε σπουδαίος και μεγάλος διανοούμενος. Έγραψε μυθιστορήματα, φιλοσοφικά δοκίμια, μελέτες, θεατρικά έργα. Μα περισσότερο έμεινε σαν φιλόσοφος. Ένας από τους μεγαλύτερους του εικοστού αιώνα. Η θεωρία του υπαρξισμού οφείλεται σ΄αυτόν. Είπε για τον άνθρωπο πως "είναι καταδικασμένος, να είναι ελεύθερος" Και πως ή "ύπαρξη προηγείται της ουσίας". Αν είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερα ο άνθρωπος διαφωνώ με αυτή καθαυτή τη ρήση γιατί πιστεύω πως κανείς άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Βέβαια το θέμα χωράει πολύ συζήτηση. Τι εννοούμε λέγοντας ελεύθερος άνθρωπος; Ποιες είναι οι ελευθερίες του; Νομίζω πως ο άνθρωπος είναι γεμάτος συμπλέγματα και τον περισσότερο χρόνο που έζησε και που ζει πάνω στη γη, το περνάει υποδουλωμένος στους θεούς, πρώτα, στην κακία και τους πολέμους μετά. Θα λεγα πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να πολεμά. Καμία ελευθερία δεν του επιτρέπει αυτό όπως και ο φόβος που είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου. Επίσης αξίωμα είναι για μένα η προφύλαξη του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο. Στην ουσία, λέει ο ένας στον άλλον, "φυλάξου μια μέρα θα σε σκοτώσω." Με βάση τέτοια δεδομένα που είναι η ελευθερία του; Δυστυχώς τα συμπεράσματα αυτά δεν δικαιώνουν τον Σάρτρ. Τώρα, αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας κι αυτό επιδέχεται αμφιβολία αν δεχτούμε τον όρο πως τα πράγματα υπήρχαν πάντα αλλά ο Σάρτρ που αρνήθηκε τα θεία, όχι ακριβώς σαν άθεος, άθρησκος, περισσότερο ουμανιστής υπήρξε, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του. Είχε ως ιδανικό την ελευθερία της δράσης, του άρεσε η ανάληψη της ευθύνης και παραδεχόταν την ανεξαρτησία της συνείδησης










Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

ΜΕΤΆ ΜΑΝΊΑΣ

 


Είχα φτάσει νωρίς στο γραφείο μου. Περισσότερο σχεδιαστήριο ήταν γεμάτο μακέτες, χαρτιά σχεδίων , γραμματοσειρές, μολύβια, διαβήτες, χάρακες. Χρόνια εκεί μέσα σχεδίαζα, έκοβα κι έραβα το μέλλον μιας επιχείρησης που είχα ανοίξει με έναν παλιό φίλο, τον Αρμόδωρο. Καλό παιδί, λίγο βλαχούτσικος αλλά τίμιος και ενεργός.
Μια αδιόρατη αγωνία με κυριαρχούσε καθώς χώθηκα μέσα σε τόνους χαρτιών κι άρχισα να ψάχνω μετα μανίας ένα συγκεκριμένο σχέδιο που ήμουν σίγουρος ότι το είχα σχεδιάσει αλλά και που φαινόταν σίγουρο πως δεν ήταν εκεί. Πέταγα δώθε-κείθε τα χαρτιά νευριασμένος, ο Αρμόδωρος με παρατηρούσε απορημένος και μουρμούριζε κάτι σαν, αφού δεν το έχεις αποτελειώσει τι ψάχνεις τα κομμάτια του; Κάτσε και δούλεψε κι άσε τις δικαιολογίες.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ο τύπος που έψαχνε δικαιολογίες, το ήξερε αυτό κι απορούσα με τη σειρά μου γιατί έμοιαζε να μη μου έχει εμπιστοσύνη. Αυτό πρώτη φορά το έβλεπα στο πρόσωπο του. Συνήθως με καλόπιανε, με κολάκευε, τι μέγας σχεδιαστής είσαι και τέτοια μου λεγε ο συνεταίρος μου. Τώρα το πρόσωπο του είχε στραβώσει, έμοιαζε με κακό φάντασμα, η μύτη του είχε ζαβώσει, τα μάτια του κοκκίνιζαν επικίνδυνα αλλά εμένα δε με ένοιαζε και πολύ αυτό. Εγώ είχα χωθεί μέσα σε ένα πολτό χαρτιού μέχρι το λαιμό και πάλευα με μανία να βρώ το σχέδιο που δεν είχα αποτελειώσει. Ο ιδρώτας έσταζε βροχή από το μέτωπο μου, τα νεύρα μου τεντώνονταν επικίνδυνα ώσπου ο Αρμόδωρος χάθηκε ξαφνικά πίσω από ένα πέπλο μυστηρίου, μέσα σε έναν καπνό, κίτρινο καπνό φτιαγμένο από Λωτοφάγους.
Κοίταζα προς τα εκεί με γυρισμένο το κεφάλι μου λες και είχα στραβολαιμιάσει, λες και δεν μπορούσα να κοιτάξω ξανά μπροστά αφού στη σκέψη πως καταστρεφόμουν αν δεν έβρισκα το σχέδιο που έπρεπε να παραδώσω μέχρι το απόγευμα, μου κοβε τα πόδια. Θυμάμαι πως είχα τόση μανία αλλά και τόση αβεβαιότητα για το τι μπορούσε να είχε γίνει το υπόλοιπο σχέδιο που συμπλήρωνε τη διαφήμιση γνωστής μάρκας οδοντόκρεμας που χρησιμοποιούσα κι εγώ. Κι έτσι χωρίς να το θέλω, βρέθηκα σε μια τουαλέτα να πλένω τα δόντια μου με τη συγκεκριμένη οδοντόπαστα να αιωρείται στο κενό χωρίς εγώ να μπορώ να την πιάσω. Και εκεί που πήδαγα ψηλά, πολύ ψηλά για να τη φτάσω τόσο που να χτυπάω το κεφάλι μου στο μεγάλο ταβάνι, το ταβάνι άνοιξε, χάθηκε, ο ήλιος έλαμμψε κι ένα πεντακάθαρο δάπεδο με τραπεζάκια έξω έκανε την εμφάνιση του στην οθόνη ή στην πραγματικότητα με δυο κορίτσια του γλυκύτερου χαμόγελου, να χαμογελάνε σε μένα που ανταπέδιδα. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς ήταν τόσο όμορφα κορίτσια και η μια μου είπε ναζιάρικα αγγιζοντας με ανατριχιαστικά, ηδονικά στο στήθος, τι θά πάρει ο κύριος; προτιμάτε ένα ουίσκι ή ένα ουζάκι; Ένα ουζάκι, απάντησα εγώ και στη εικόνα του ούζο με τα παγάκια να στραφταλίζουν καθρεφτίζοντας τη μέθη του αχνογάλαζου αλκοόλ, χαμογέλασα και περίμενα. Περίμενα το ούζο που αργούσε ενώ η άλλη κοπέλα όλο κι απομακρύνονταν, όλο και μου χαμογελούσε με υποσχέσεις που δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Ευτυχώς όμως έφτασε η πρώτη με το ουζάκι και τα παγάκια και το απίθωσε στο αέρινο τραπέζι. Άπλωσα κι εγώ το χέρι μου να πιάσω το ποτήρι με τα παγάκια και το ούζο και μόλις το έφερνα στα χείλη μου τα παγάκια εξαφανίζονταν και το ποτήρι ήταν άδειο. Άδειο από ποτό, άδειο από τίποτε. Έκανα αυτή την κίνηση άπειρες φορές, θα είχε ξημερώσει και πάντα το ποτήρι στην αρχή ήταν γεμάτο κι όταν το φερνα στο στόμα μου ήταν άδειο. Άδειο από φωνές, από κοπέλες από στραφταλίζοντα παγάκια και τα χείλια μου ξεραίνονταν, ο ήλιος έσβηνε, τα κορίτσια βασίλευαν σε ένα ξημέρωμα που δεν είχε τελειωμό.


 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...