Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 41




Η φτώχεια που ήθελε την καλοπέραση της, τα πλούτη που αγαπούσαν μερικοί άνθρωποι, η αγάπη και ο τρόπος να γίνει καλύτερη  η ζωή, η εναγώνια προσπάθεια μου να καταλάβω μερικά από αυτά, ίσως λίγα περισσότερα απ όσα μπορούσα κι έτσι έχανα όλη αυτή την πραγματικότητα, τους φίλους, τους αδερφούς, ότι είχα και δεν είχα, τη γυναίκα που αγαπούσα και είχα διώξει, αλήθεια γιατί μετανιώνουμε τόσο εύκολα; Όλα αυτά ή μερικά από αυτά με έκαναν να μην αναγνωρίζω ή τουλάχιστον να μη καταλαβαίνω τι ήταν τελικά ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Μέρες και μήνες μετά τη φουρτούνα και την συμφορά του χωρισμού έκανα να συνέλθω, γιατί, συνέχεια σκεφτόμουν πόσο μου έλειπε, τώρα πια που τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη φέρει πίσω.
Κάποιο βράδυ, μέσα στο γενικό συνονθύλευμα της ζωής μου, ανάμεσα από κραιπάλη, άνοστες γυναίκες, καινούργιους ζητιάνους της φιλίας μου, την πήρα τηλέφωνο και μου το κλεισε. «Δε σε ξέρω» μου είπε. «Δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα.» Κλικ!
Αν θυμάμαι καλά, θα ήμουν γερά πιωμένος και περιγέλασα αλλά αργότερα μελαγχόλησα τόσο πολύ με εκείνο το «δεν ξέρω κανέναν σαν εσένα» που ήπια κι άλλο. Κι ύστερα πήρα νυχτιάτικα τους δρόμους. Πάντα τους δρόμους έπαιρνα κι όπου με έβγαζαν. Για τη δουλειά δεν είχα πια κουράγιο, ούτε ζωγράφιζα ούτε έκανα κάτι άλλο. Σπαταλούσα μόνο ότι είχα και δεν είχα, έπινα, γυρνούσα, διασκέδαζα με γυναίκες της μιας νύχτας. Αλήθεια, αυτές ποτέ δεν τις βλέπεις μέρα, μυστήριο πράμα, λες και φοβούνται το φως, όπως οι νυχτερίδες, έτσι είπα σε μια Ντίνα που πρόλαβε να με αγαπήσει. Να έρθεις και καμιά μέρα να βρεθούμε! Ήρθε και ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Από τότε όσες φορές την συνάντησα ήτανε νύχτα. Μεσάνυχτα.
Από το πατρικό μου σπίτι περνούσα σπάνια. Σπανιότατα. Σα να είχα ξεχάσει πως είχα έναν πατέρα και μια μητέρα, κατάκοιτους σχεδόν γονείς, ανήμποροι να ψευτοζούνε με τις ψωροσυντάξεις, αμίλητοι πια στις μοναξιές τους. Φαίνεται, πάντως πως θα μάθαιναν τα κατορθώματα μου, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και τα λοιπά, επειδή όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει κι επειδή πάντα θα υπάρχουν οι καλοθελητές πληροφοριοδότες, ειδικά όταν πρόκειται για το λεγόμενο κακό
Σιγά-σιγά, λιγόστευαν τα χρήματα που είχα συμμαζέψει, οι τραπεζικοί μου λογαριασμοί άδειαζαν, το βλεπα με λύπη που θα καταντούσα σε βάθος χρόνου αλλά μυαλό δεν έβαζα.  Γύριζα στα καταγώγια της πόλης των Αθηνών, μερόνυχτα, στα μπαρ, με εφήμερους περιπατητές, φιλόσοφους, άφραγκους, ασίγαρους, όλα τα α και αγαπούσα αυτόν τον τρόπο που ζούσα. Έλεγα μάλιστα αδιόρθωτα, εγωιστικά πως δεν αλλάζω, δεν πρόκειται ν αλλάξω! Έτσι θα ζούσα από τούδε και εντεύθεν κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως, αφού είχα επιλέξει αυτή την ακολουθία, γιατί τώρα μετάνιωνα οικτρά; Λίγες φορές, ελάχιστες, αποφάσιζα με το νου πως θα ξαναφτιάξουν τα πράγματα, αλλά ο Θεοφάνης που έβλεπε την κατρακύλα μου, μία από τις πέντε ή έξι φορές που συναντηθήκαμε στο εργαστήρι, μου το είπε ξεκάθαρα: «Δεν πας καλά. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει αλλά αν είσαι τόσο κακός εγωιστής θα πας χαμένος!» Αυτή τη πρώτη φορά ήταν σχετικά ελαστικός απέναντι μου. Την επόμενη μου είπε φανερά ενοχλημένος να μην ξαναπάω εκεί και πως έληξε η συνεργασία μας.
Για όλα αυτά που μου είπε, είχε δίκιο ο άνθρωπος. Τι να με έκανε πια; Στην αγορά είχα πέσει στα αζήτητα, κανένας πια δε μιλούσε για τον ζωγράφο Αμβράζη-Αντώνιο-Αλμύρα. Στους δρόμους δε με χαιρετούσαν, δε με ήξεραν πια, ούτε ποιος ήμουν, ούτε που πήγαινα. Είχαν εξουδετερώσει το αντίκτυπο μου και με συνέθλιβε η ανικανότητα μου να επανέλθω. Είχα αλλάξει και φυσιογνωμικά, εντάξει πάντα με μούσι αλλά τώρα ήταν γένια απεριποίητα και τα μαλλιά μου ήταν δεμένη  μεγάλη κοτσίδα στην πλάτη, αλλά αυτό έλεγα δεν είχε σημασία. Σημασία είχε που όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω, το χέρι μου μισότρεμε, το μυαλό μου κουνούσε, διασαλευόταν η ακινησία της ύπαρξης κι εγώ στεκόμουν σε μια οπτασία  περασμένης ζωής στο διάφανο και το έβαζα στα πόδια κυνηγημένος από αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω: τη συνέχεια. Ποια θα ήταν αυτή αν μη τι άλλο όχι διαφορετική από τη διάγνωση του Θεοφάνη, ήταν εύκολο να τη δεις αλλά εγώ δεν την έβλεπα.
Ο Θεοφάνης στην τελευταία μας συνάντηση, όταν πια είχαν τελειώσει όλα τα λεφτά μου, πήγα να του ζητήσω δανεικά και μόνο που δε με κυνήγησε, δε μου έριξε καπέλο, πίνακες, παλέτες, καβαλέτα.
Ήταν εκεί και η αδερφή του, η Κάθριν, που κάποτε με είχε ερωτευθεί. Ξεραμένη, κατάβαφη, κωλαράκια μπλε ανούσια , με κέρασε προτού έρθει ο Θεοφάνης. Μου ξαναθύμισε πως εκείνη με ήθελε ακόμη, εγώ τρελάθηκα περισσότερο με την τρέλα που κουβαλούσε, Και τα έλεγε όλα αυτά σοβαρά η Κάθριν. Έλεγε πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, αλλά δεν έγινε ποτέ επειδή έφταιγα εγώ και πως τώρα μπορούσα να επανορθώσω. Εγώ χαμογελούσα δεν ήξερα τι να της πω, να της χαλάσω ένα ψεύτικο όνειρο αλλά όταν ήρθε ο Θεοφάνης και με είδε σ αυτή την κατάντια με τα λερωμένα κι ασιδέρωτα ρούχα-αλήθεια τι είχαν γίνει τόσα ρούχα, τόσα παλτά, τόσα παντελόνια, γραβάτες;- αυτός που ήταν ένα φιλήσυχο ανθρωπάκι, αγρίεψε.
-Κοίτα ρε πως κατάντησε! Δε ντρέπεσαι καθόλου; Που έπρεπε να έχεις τον κόσμο στα πόδια σου; Πήγαινε και μη ξανάρθεις! Από μένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε έτσι που κατάντησες.
Αλλά εμένα δε με ενδιέφερε η γνώμη του. Δε με ενδιέφερε η γνώμη κανενός και παρ ότι δεν αγαπούσα αυτόν τον εαυτό μου, τραβούσα μέσα σ αυτή τη μιζέρια. Χτύπησα κάμποσες πόρτες ακόμη, που κάποτε είχα ευεργετήσει, όμως είναι γνωστό το αποτέλεσμα σ αυτές τις περιπτώσεις. Κανένας δε σε θέλει. Ψεύτικες υποσχέσεις, ανόρεχτα έως βλαβερά πειράματα, απέναντι στη θρυλούμενη συμπόνια και κοινωνικότητα των ανθρώπων. Αυτοί αν ήταν εύκολο θα ήθελαν να με ποδοπατήσουν, στο γκρεμό να με έβλεπαν, να μου έδιναν μια κλωτσιά παραπάνω.
Έτσι αναγκάστηκα να πουλήσω και το αυτοκίνητο μου, αυτό πια μου είχε απομείνει, καθώς δεν μπορούσα να το συντηρώ κιόλας.. Το πούλησα για μερικές εκατοντάδες χιλιάρικα ενώ το είχα αγοράσει εκατομμύρια.
Για λίγο νόμισα πως κάτι θα γίνει, έκανα κάποιες ψεύτικες προσπάθειες να βρω δουλειά αλλά μετά από κανένα μήνα άκαρπων δοκιμασιών τα παράτησα πάλι. Τίποτα δε γινόταν Φαίνεται πως δεν μπορούσα να δώσω το απαιτούμενο ενδιαφέρον κι έτσι η ζωγραφική και η ζωή μου πήγαιναν στράφι . Τη ζωγραφική μάλλον θα την είχα διαγράψει εντελώς. Για να πω την αλήθεια, μόλις σκεφτόμουν πινέλα, χρώματα, καβαλέτα, με έπιανε πανικός.
Μια μέρα, απόγευμα μπορεί να ήταν, δε θυμάμαι καλά, πήρε το μάτι μου σαν οπτασία, την Λουτσία, αγκαλιά με κάποιον άντρα. Ήταν αυτή; Αγκαλιάζονταν, έτρεχαν, γελαστοί σε ένα πάρκο, γεμάτο δέντρα, παγκάκια, λουλούδια κι ένα πλήθος ανθρώπων γύρω τους. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι, πιο πολύ η Λουτσία, ξένοιαστη στη μέση ενός γαλάζιου κόσμου.
Τότε λυπήθηκα πολύ. Ζήλεψα αν και ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Θα ήταν όμως αλήθεια επειδή η Λουτσία δεν ήταν από τις γυναίκες που θα έμεναν για πολύ καιρό μόνες. Αλίμονο! Η πιο ανόητη σκέψη όλων των εραστών είναι αυτή: πως κάποτε θα γύριζε πίσω. Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ όσο κι αν αυτό φαινόταν ηλίθιο. Αν ήταν δυνατόν! Η πιο ανόητη σκέψη μου ήταν πως θα με περίμενε ξανά. Τόσο απίθανο ήταν αυτό που σκεφτόμουν και παρ όλα αυτά, όσο κι αν ήθελα να το ξεχάσω, δεν μπορούσα. «Μην είσαι βλάκας Αμβράζη» έλεγα στον εαυτό μου «Η ζήλια είναι επώδυνο συναίσθημα αλλά αφού εσύ την έδιωξες, τι ήθελες να κάνει;» «Θα μπορούσε να περιμένει!» επέμενε με πείσμα ο εαυτός μου και ο πόνος μαζί με τη λύπη γινόταν τεράστιος. Αναθυμόμουν τι είχα και τι έχασα, στον ύπνο μου πεταγόμουν επάνω, ρίχνοντας όλα τα βάρη στον εαυτό μου. Το πρόσωπο της η περπατησιά, το κορμί της έρχονταν συνέχεια μπρος μου. Τίποτα όμως δεν ήταν  ικανό να γυρίσει πίσω- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, ηχούσαν στα αφτιά μου οι κουβέντες του πατέρα μου και των φίλων που επέμεναν πως δεν έπρεπε να κάνω αυτό το θλιβερό λάθος.
Αργότερα κακόπεσα ακόμα περισσότερο.
Χωρίς σκοπούς και στόχους, κανένας δε ζει, το ήξερα, το ψυχανεμιζόμουν και κάπου προσπαθούσα να πάρω κουράγιο. Τέλειωσαν όμως όλα κάποτε. Και τα χρήματα και οι σκέψεις, άδειασαν σε μια μεγάλη θάλασσα.
Βούλιαξα.
Στο κενό, μετέωρος, πως έπρεπε να κάνω κάτι αλλά τι;
Περπατώντας στον υπόγειο σιδηρόδρομο-πως είχα βρεθεί εκεί;- ζήτησα τσιγάρο από κάποιον καλοντυμένο κύριο. Με κοίταξε με λύπηση, προτείνοντας μου ολόκληρο το πακέτο. «Ο Αμβράζης δεν είσαι;» είπε. Εγώ έγνεψα όχι. «Δεν είσαι ο ζωγράφος Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας;» επέμενε και με κοίταζε στα μάτια χωρίς ν αφήνει το πακέτο. «Όχι κύριε, σας είπα δεν είμαι, ίσως να του μοιάζω, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο που λέτε. Θα μου δώσετε το τσιγάρο;» «Πάρε όλο το πακέτο!» χαμογέλασε κι έφυγε.
Εγώ κάθισα δίπλα στις ράγες, άναψα τσιγάρο, χλωμός στο κλάμα. Έκλαψα πολύ μα πάλι δεν έβγαινε τίποτα. Ότι φοβόμουν ξαναγυρνούσε μέσα μου κι αυτό ήταν πιο πολύ ο θάνατος.. Τριγύριζε σαν μέλισσα, βούιζε στο κεφάλι μου η φωνή του και τρομαγμένος μπήκα στο τρένο. Είχα αποφασίσει να πάω στον Ντάφλο, στον φίλο ου τον Ντάφλο που ήξερα πως ήταν πέρα από το ποτάμι. Όταν είχε φύγει, μου είχε πει, πως όποτε ήθελα, μπορούσα να πάω! «Άνευ δεύτερης κουβέντας! Μη το σκεφτείς καθόλου συνάδελφε! Εγώ θα σε περιμένω,» είχε τελειώσει.

συνεχίζεται

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 40




Πήγε κοντά της προσπαθώντας να θυμηθεί πόσα χρόνια είχε να τον κοιτάξει στα μάτια αφού σχεδόν δεν είχαν επικοινωνία. Απλά τον ακολουθούσε σαν πιστό σκυλάκι. Έτρωγε ότι της έδινε, δεν μπορούσε να φάει και πολλά πράγματα αφού είχε γίνει φαφούτα, έπινε κρασί, σπάνια μιλούσαν απλά ο Ντάφλος έλεγε κι αυτή μερικές φορές κουνούσε το κεφάλι της.
-Αύριο θέλω να με βοηθήσεις να χτίσω το πεζούλι στον πάνω βράχο. Πέφτουν τα χώματα και μας χαλάνε τον κήπο, της είπε με κάποια σημασία.
Η Έλεν δε μίλησε, πιθανώς δεν καταλάβαινε πια, ήταν σαν φυτό αλλά, τουλάχιστον αυτή τη φορά, έγνεψε καταφατικά, κατεβάζοντας το κεφάλι της μπροστά.
-Πάω τώρα να φτιάξω τα χόρτα να φάμε. Ψόφησα στην πείνα, εσύ πεινάς;
Πάλι δεν πήρε απάντηση. «Τι τη ρωτάω τώρα;» σκέφτηκε  καθώς μάζευε τα χόρτα που είχαν πέσει έξω από τη σακούλα. Αφού τα μάζεψε όλα, πήγε έξω στη βρύση να τα πλύνει, να τα καθαρίσει. Άναψε πρώτα φωτιά να είναι έτοιμη για να τα βράσει και άρχισε να τα καθαρίζει με ένα μισοσκουριασμένο σουγιά που είχε κρεμασμένο στη μέση του από μια αλυσίδα- όταν περπατούσε τον έχωνε στην τσέπη του παντελονιού. Σκουριασμένο ήταν και το μυαλό του, έχοντας συνέχεια μέσα του την Έλεν. Δεν έπρεπε να την κουβαλήσει μαζί του εκεί στην ερημιά του. Όχι δεν έπρεπε, μα το είχε κάνει. Μετάνιωνε οικτρά αλλά πάλι να την άφηνε στην πόλη σ αυτό το χάλι, μόνη, αβοήθητη, δεν το μπορούσε. Δεν το μπορούσε γιατί είχε σκεφτεί πως, σίγουρα θα την πήγαιναν στο τρελάδικο. Ίσως όμως αυτό να ήταν το καλύτερο Ίσως εκεί να έβρισκε την ησυχία της κι αυτός τη λησμονιά της ή και αντίστροφα. Τώρα, όπως είχαν έρθει τα πράγματα κάτι έπρεπε να κάνει. Η Έλεν ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, είχε γίνει ένα ζωντανό φυτό αλλά ο θάνατος δε θα την έπαιρνε εύκολα κι έτσι θα τυραννιόταν μέχρι να πεθάνει και θα τυραννούσε κι αυτόν. Τα βλεπε, το καταλάβαινε. Ο ίδιος είχε  με αυτή την ιδέα, την ιδέα του θανάτου αλλά αυτή; Αυτή που δεν είχε πια άλλο νόημα να ζει; Ποια θλίψη, ποια καταφρόνεση και ποιος πόνος την άντεχε; Έτσι που είχε απομείνει, πετσί και κόκκαλο, μια χούφτα άνθρωπος, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά, πέντε τρίχες δώθε-κείθε, τι λογίζονταν; Ρυτίδες, σαπισμένα χέρια και πόδια γεμάτα πληγές και το κυριότερο που είχε χαμένο το λογικό της. Δεν ήταν πια ούτε ζώο ούτε άνθρωπος κι ο Ντάφλος λυπόταν πολύ για τον άνθρωπο του. «Τι διάολο θε μου!» συλλογίστηκε. «Όλα για τους ανθρώπους τα έδωσες. Όλα τούτα, γύρω-γύρω, φύση, χαρά, ομορφιά, έρωτας, όλα καλά είναι. Τον πόνο, τις πληγές, τα βάσανα τι τα ήθελες; Δε μας έκανες από πέτρα; Ας όριζες να ζούσαμε λίγα χρόνια και καλά. Πέτρινα όμως, χωρίς πόνο δίχως αρρώστιες.
Τέλειωσε με τα χόρτα, σκούπισε μπαϊλντισμένος τα χέρια στο παντελόνι του. Έκλεισε το σουγιά τον έβαλε στην τσέπη Ξεκρέμασε ένα τσουκάλι από τον τοίχο, το μισογέμισε νερό. Έβαλε την πυροστιά πάνω στη θράκα απίθωσε πάνω της το τσουκάλι με το νερό. Περίμενε να πάρει μια βράση κι έριξε τα χόρτα, τα ανακάτεψε, έκλεισε το καπάκι. Πήρε το σκαμνί, το μπουκάλι με το κρασί κάθισε κοντά στη φωτιά. Έπινε και παρακολουθούσε τα χόρτα που έβραζαν.

Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς. Σηκώθηκε, πλύθηκε, έφτιαξε ένα βιαστικό καφέ. Το έβαλε στο παγούρι, πήρε τον κασμά, τα σφυριά, ανέβηκε στον πάνω βράχο. Ακούμπησε τα εργαλεία, ήπιε μια στάλα καφέ, έστριψε τσιγάρο παρατηρώντας το ύψος του βράχου που ήταν αρκετό ίσως πάνω από είκοσι μέτρα. Καπνίζοντας το τσιγάρο στάθηκε στο χείλος, κοίταξε την καθετότητα. Είδε το κόκκινο χρώμα στην καρδιά του και σκέφτηκε άθελα πως το κόκκινο αντιπροσώπευε τον θάνατο, μαζί με το μαύρο που ανακατωνόταν εκεί.
Ήρεμος αφού τελείωσε το τσιγάρο άρχισε να σκάβει το θεμέλιο για το πεζούλι αφού χάραξε πρώτα τις γραμμές, δούλεψε με ρυθμό κανα δυο ώρες. Ίδρωσε, μούσκεψε, ολοκλήρωσε το σκάψιμο, μέχρι που έβγαλε ο ήλιος κέρατα. «Καιρός είναι να πάω να ξυπνήσω την Έλεν να με βοηθήσει να κουβαλήσουμε την πέτρα» μονολόγησε.
Κατηφόρισε. Μπήκε στο σπίτι, την είδε που καθόταν μάλλον ήρεμη κι έπινε μια κούπα κρασί. «Πάμε, έχω σκάψει το θεμέλιο. Πάμε να με βοηθήσεις να μαζέψουμε πέτρες από γύρω.»
Της έπιασε το χέρι τη βοήθησε ν ανέβουν. Ξεκίνησαν να μαζεύουν πέτρες. Η Έλεν κουβαλούσε τις μικρές. Πολύ μικρές, σαν αυτές που φτιάχνουν καλιμπούτσια τα παιδιά και τις έριχνε όπου ήθελε. Δίπλα ή μέσα στο θεμέλιο. Ο Ντάφλος τις μεγάλες, ήταν καλός χτίστης, προχώρησαν κάμποσο, γέμισε ο λάκκος, έστρωσε καλά το θεμέλιο ή βάση. Ο ήλιος έκαιγε λες και ήταν Καλοκαίρι, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπο, στο κορμί Ντάφλου, όταν πλησίασαν στον βράχο να γεμίσουν κι εκεί.
-Κοίταξε… της είπε. Έλα να δεις και την τράβηξε κοντά του, όρθια στην άκρη του βράχου.
Την αγκάλιασε από τον ώμο, αγνάντεψαν λίγο κάτω. Η Έλεν γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός χλόμιασε αλλά άντεξε. Την ξαναγύρισε να βλέπει στο βάθος, πέρα μακριά στον κάμπο κι ύστερα, σαν άθελα, την έσπρωξε απαλά.
Η Έλεν έπεσε στο κενό, γκρεμίστηκε στα πλευρά του βράχου, ξαναχτύπησε εκεί στο κόκκινο του θανάτου, κουτρουβάλησε λίγο ακόμα στα χορτάρια του κήπου. Κάποτε σταμάτησε έμεινε ακίνητη, μάζα μαύρη, κόκαλα και συμφορά στην ησυχία της ανυπαρξίας.
Ο Ντάφλος έμεινε κι αυτός ακίνητος να την κοιτάζει από το ύψος. Τα μάτια του ήταν θολά, το στόμα ξεραμένο. Σκούπισε τα μάτια με τον βραχίονα, τον έτσουξαν καθώς αναμίχτηκαν με τον ιδρώτα. Ύστερα έκανε το σταυρό του σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό.
Ζώστηκε βιαστικά καλύτερα το παντελόνι του, ίσιωσε τα μαλλιά, πήρε το δρόμο για την ταβέρνα της Κυρα-Φωτεινής.
Έφτασε και μπήκε όσο πιο ήρεμος μπορούσε. Τρεις-τέσσερις χωρικοί κουτσόπιναν στη γωνιά. Κάθισε κι εκείνος σε ένα τραπεζάκι, παράγγειλε  διπλό τσίπουρο που το έφερε ο Φοράδας.
-Πιες κι εσύ, κερνάω εγώ, του είπε.
-Τσου! Ανασήκωσε το κεφάλι του αυτός.
-Πιες σου είπα! συνέχισε σα να έδινε διαταγή Φέρε ένα ακόμα για μένα και το κατέβασε μονομιάς. Κέρασε και τους ανθρώπους από μένα. Κυρά-Φωτεινή! Έλα γιατί τούτος δεν παίρνει χαμπάρι.
Η Κυρά-Φωτεινή βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Πήγε στο τραπέζι αγριοκοιτάζοντας τον φοράδα που είχε καθίσει.
-Βάλε σε όλους, πιες κι εσύ κάτι, είπε ο Νττάφλος.
-Εντάξει Ντάφλο, είπε κι έφυγε να εκτελέσει την παραγγελία.
Έβαλε στους άλλους να πιουν έφερε και δυο ακόμα δικά τους. Τσούγκρισε με τον Φοράδα, οι άλλοι φώναξαν στην υγειά σου από τη γωνία.
Τα έκανε συχνά αυτά ο Ντάφλος,  ήταν το σκαρί του έτσι δεν παραξενεύτηκε κανείς. Και αφού πέραση λίγη ώρα ακόμα, τόση που πρόλαβε να ρουφήξει δυο-τρία, σηκώθηκε κι έφυγε. Ανηφόρισε, έφτασε στο αγρόκτημα. Πήγε κοντά στο ακούνητο κουφάρι της Έλεν που ήταν καταματωμένο παντού. Έπιασε το πρόσωπο του με φρίκη, γύρισε αλλού, έβγαλε μια μεγάλη κραυγή.
-Άουουουουουου!
Αχολόγησε ο τόπος, αντιβούισε στο βράχο, στη ρεματιά, στη γέφυρα και πέρα ακόμη. Μονομιάς,-ταυτόχρονα-κίνησε τρέχοντας κατά την ταβέρνα. Έφτασε, μπήκε μέσα μούσκεμα στον ιδρώτα, στάθηκε στη μέση με ανοιχτά τα πόδια. Οι άλλοι είχαν ακούσει την κραυγή και είχαν μισοσηκωθεί.
-Έπεσε από το βράχο, είπε με λυγμούς. Σκοτώθηκε, έπεσε από το βράχο η γυναίκα μου! Και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 39




Πέρασε κοντά από τον πόρο εκεί που το νερό ήταν ρηχό, χάρηκε την ηρεμία της μέρας. Πλύθηκε λίγο στο πρόσωπο κι ύστερα βάζοντας το χέρι αντήλιο, κοίταξε πιο πέρα, εκεί που έκτιζαν την καινούρια γέφυρα.
Ένας μεγάλος οργασμός επικρατούσε, ένα μελισσολόι ανθρώπων εργάζονταν πυρετωδώς. Λάσπες, καλούπια, σίδερα, μεγάλα κίτρινα μηχανήματα, εργάτες και εργολάβοι κινούνταν ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να χτίσουν το καινούργιο γιοφύρι λίγο πιο πάνω από το παλιό.
«Γιατί δεν το άφηναν έτσι;» αναρωτήθηκε ο Ντάφλος. «Το παλιό ήταν πιο καλό, πιο ωραίο αλλά βέβαια τώρα είχε γκρεμισθεί κάμποσο κομμάτι στη μέση. Αλλά κι αυτή τη γέφυρα που φτιάχνουν τώρα, πάνω από δυο χρόνια προσπαθούν να τη στηρίξουν, μου φαίνεται πως θα ξαναπέσει. Χμ, ωραίος εργολάβος είναι αυτός! Σήμερα, σ αυτή την εποχή που ζούμε να πέφτουν τα γεφύρια που χτίζει! Τι διάολο, στοιχειωμένο είναι!»
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήγαινε προς το αγρόκτημα. Ήταν το τελευταίο κομμάτι που του είχε απομείνει από τότε που έκανε τα μεσιτικά- δίπλα στην παλιά μισογκρεμισμένη γέφυρα. Το είχε περικλείσει με συρματόπλεγμα αγκαθωτό και σιγά-σιγά προσπάθησε να μαστορέψει το παλιό κτίσμα που υπήρχε. Ένα τετράγωνο ντουβάρι από πλίθες, ασβέστες, άχερα.
Όταν έκλεισε το καφενείο που φτιάξανε με τον Δούκα, πήρε την Έλεν και με έναν φίλο του μεταφορέα κουβάλησε εκεί όλα τους τα τζιμπράγκαλα. Παλιές καρέκλες ψάθινες, σαραβαλιασμένα τραπέζια, τέντες, μαχαιροπήρουνα, σάπιες κουβέρτες. Ακόμα, δύο ράντσα που τα επιδιόρθωσε με ηλεκτροσυγκόλληση, καθώς και ένα παλιό βαρέλι για κρασί. Αυτό ήταν τώρα το πλέον απαραίτητο για τον ίδιο, πόσο δε μάλλον για την Έλεν. Μόλις το σκέφτηκε, ανατρίχιασε. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού ένα πλακέ μπουκάλι με τσίπουρο. Ρούφηξε μια γερή γουλιά.
Τελευταία είχε παραγίνει το πράγμα. Είχε παρακουραστεί να τη βλέπει στην τρέλα της και τον πονούσε αφάνταστα η καρδιά του όταν άκουγε τα ακατάληπτα λόγια της ή καλύτερα τα παραμιλητά της.
Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις που του ερχόταν στο μυαλό-όπως να τη σκοτώσει για λόγους ευθανασίας- και προχώρησε. Πέρασε δίπλα από τη γέφυρα, χαιρέτησε απέναντι τον εργολάβο.
-Τι γίνεται; Του φώναξε. Τελειώνει το έργο;
-Τελειώνει όπου να ναι, σε κανένα χρόνο. Εσένα τι σε κόφτει; Βιάζεσαι να περάσεις από εδώ; Τον ειρωνεύτηκε ο άλλος.
-Εσύ να δω πότε θα περάσεις! Του ανταπάντησε. Γιοφύρι της Άρτας το κατάντησες! Και χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές για να μην ακούει τις βρισιές που ξεφούρνισε ο εργολάβος.
Πηγαίνοντας για το αγρόκτημα, μάζευε λίγα χόρτα. Τα ήξερε και του άρεσαν, ειδικά τα άγρια ραδίκια. Αφού μάζεψε κάμποσα σε μια νάιλον σακούλα, κάθισε σε μια πέτρα να στρίψει τσιγάρο. Το έστριψε και προτού το ανάψει τράβηξε άλλη μια γουλιά τσίπουρο από το πλακέ μπουκάλι. Το οινόπνευμα του καψε το λαιμό, ξερόβηξε άσχημα, συνήλθε, άναψε το τσιγάρο.
-Ουφ! Έκανε φωναχτά.
Μέσα στην ησυχία ακούστηκε σαν πιστολιά.
-Τι διάολο θεέ μου! Όλοι οι τρελοί σ αυτή την άκρη του κόσμου μαζεύτηκαν;
Και συνέχισε να πίνει και να καπνίζει στην ερημιά.

Ωστόσο, η μέρα είχε ανακάμψει, γύριζε προς το απόγευμα, όταν ο Φοράδας αφού είχε κάνει  τη δουλειά του, να ρίξει δηλαδή το καράβι του στο νερό και να το ακολουθήσει κάμποσο, είχε ξαναγυρίσει προς το αγρόκτημα του Ντάφλου.
Άνοιξε τη λιάσα-εξώπορτα, μπλέχτηκαν λίγο με τα συρματοπλέγματα τα ατσούμπαλα πόδια του μα αφού τα κατάφερε, έφτασε και σταμάτησε μπρος από το μπλε κτίσμα. Πεινούσε σαν αδέσποτο σκυλί και σκέφτηκε πως ο Ντάφλος θα του έδινε κάτι να φάει. Αργότερα θα πήγαινε στην Κυρά-Φωτεινή.
Προχώρησε, έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα, στάθηκε στο άνοιγμα της. Στο μισοσκόταδο είδε την Έλεν Νασοπούλου, ανάμεσα από σκουπίδια, τεντζερέδια, αποφάγια, λιγδιασμένα ρούχα και μπουκάλια από κρασί.
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Το μάτι της γυάλισε.
-Φύγε! Έγρουξε.
-Λίγο ψωμί, έκανε παρακαλετά ο Φοράδας.
Δεν έχει! Δεν έχει φως, δε βλέπω, φύγε! Φώναξε πιο στριγγά. Ανάθεμα τη μάνα που σε γέννησε κερατά. Κερατάδες ήταν όλοι, βλάκες, ανόητοι, σαν εσένα σαν τη νύφη και το γαμπρό. Η νύφη δεν είναι εδώ…έφυγε με το Δούκα. Εσύ γιατί ήρθες; Φύγε πήγαινε από εκεί που ήρθες. Πήγαινε στο διάολο! Στο διάολο να πάτε όλοι ! Θέλετε να με ξεκάμετε. Να μου πάρετε το μουσείο, όλοι, ο Παλιοδούκας. Όχι, δε θα το πάρετε! Δε θα το πάρεις! Χέστηδες όλοι γαμώ τα υπουργεία σας! Και σένα Αλμύρα δε σε θέλω, τι με κοιτάς; Δε θέλω και σένα, δεν είσαι καλός, τι με κοιτάς;
Και σταμάτησε απότομα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι μπροστά της σα να ήθελε να διώξει τις εικόνες ή κάτι. Ύστερα ήπιε κρασί. Το μισό της χύθηκε στο στήθος.
-Λίγο ψωμί… γούρλωσε τα μάτια του περισσότερο ο Φοράδας και πλησίασε περισσότερο.
Και σαν η άλλη δε μιλούσε, έσκυψε και πήρε ένα ξεροκόμματο από τα αποφάγια. Φοβισμένος, στάθηκε λίγο παραπέρα προσπαθώντας να το δαγκώσει. Κατάφερε να μασουλίσει μια δυο μπουκιές ενώ ταυτόχρονα έριχνε ματιές γύρω μην έρθει κανένας.
Θέλεις ένα καράβι; Γύρισε πάλι κοντά της κι έβγαλε από την τσέπη του την πελεκημένη πευκόφλουδα.
Η Έλεν δεν τον άκουσε ή δεν ήθελε ν ακούει τίποτε πια. Σηκώθηκε, άρχισε να βγάζει το μαύρο φουστάνι της, λερωμένο και τρισάθλιο ποιος ξέρει από πόσα χρόνια. Τα κατάφερε. Έμεινε με το εσώρουχο, σχισμένο, τρυπημένο σαν από ποντίκια. Ύστερα, γύρισε την πλάτη προς τον Φοράδα, έσκυψε και με τα δυο της χέρια ανασήκωσε τα εσώρουχα δείχνοντας του τα γερασμένα οπίσθια της-από κάτω δε φορούσε τίποτε άλλο.
Αυτός γούρλωσε τα μάτια πιο πολύ, έσκυψε να δει καλύτερα. Ύστερα φοβισμένος έκανε να φύγει αλλά αντ αυτού, έμενε εκεί μαγνητισμένος να βλέπει.
Ανυποψίαστος με ένα χαρούμενο σφύριγμα στα χείλη και την νάιλον σακούλα με τα ραδίκια στο χέρι, κατέφτασε ο Ντάφλος.
Μόλις είδε την κατάσταση του κόπηκε το σφύριγμα, του φυγε η σακούλα από το χέρι. Μετά, γύρισε τα σφιγμένα μάτια του μια στον Φοράδα που έτρεμε και μια στην Έλεν που σερνόταν αδιάφορη στη γωνιά της. Κανείς δε μιλούσε. Τι να πει;
Ο Ντάφλος έμεινε κάμποσες στιγμές έτσι, με τα νεύρα τεντωμένα και σιγά-σιγά, καθώς οι άλλοι δεν έκαναν τίποτε, ημέρεψε. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε αργά, μειδίασε προκαλώντας στον εαυτό του μεγαλύτερο γέλιο, σχεδόν σαρκαστικό, που τελικά έγινε τρανταχτό.
Ο Φοράδας γελούσε κι αυτός. Γελούσε χαζά, ηλίθια αλλά γελούσε.
Ώσπου ο Ντάφλος σταμάτησε. Πήγε κοντά του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Έλα, του είπε να σου δώσω λίγο φρέσκο ψωμί και τυρί.
Πήγε στο ψυγείο στο βάθος, έκοψε ένα κομμάτι τυρί λίγη φέτα και μισή φραντζόλα ψωμί. Γύρισε και του τα έδωσε.
-Άιντε τώρα, πήγαινε, φάε το ψωμοτύρι, πήρες και το μάτι σου! πήγαινε στα καράβια μη σου βουλιάξουν.
Άλλο που δεν ήθελε ν ακούσει ο Φοράδας. Βούτηξε το ψωμοτύρι, αμολήθηκε στον κατήφορο, ανοικονόμητος, χοντρόκωλος να παρασέρνει ότι έβρισκε στο διάβα του: πέτρες, χώματα και σκόνη, κάτω από το γελαστό βλέμμα του Ντάφλου που είχε βγει στην πόρτα και τον παρατηρούσε μέχρι να χαθεί στο βάθος. Ύστερα γύρισε μέσα. Είδε την Έλεν ή αυτό που είχε απομείνει από αυτή. Είχε ντύσει το μαύρο της φόρεμα και τον κοίταζε και κείνη. 


συνεχίζεται

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 38



Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα τα νερά του. Σε μερικές μεριές, γινόταν ορμητικό αλλά εκεί, στον κάμπο, έπαιρνε τις στροφές του λυγερό, όμορφο, φιδίσιο που λένε.
Άνοιξη, χαρά θεού ήταν. Ο κάμπος καταπράσινος, το ελαφρύ αέρι θρόιζε τα σπαρτά του. Βούιζε ο τόπος από τις μέλισσες, τα χιλιάδες μαμουνάκια έδειχναν πως πράγματι άνοιγε η ζωή.
Κάποιος άνθρωπος έτρεχε παράλληλα στη μια όχθη, πότε τσαλαβουτώντας στο νερό και πότε-πότε, όπου δεν τον βόλευε, στην όχθη. Έτρεχε ακολουθώντας την κοίτη, φανερά προσηλωμένος στην κάθε κίνηση του νερού, ιδιαίτερα στα πράγματα που παρέσερνε στη δίνη του. Ίσως κιόλας να είχε βάλει και κάποιο δικό του κορμό ή σανίδα σωτηρίας για τους ναυαγούς, που δεν έπρεπε να χαθεί προτού φτάσει στη θάλασσα.
-Η θάλασσα έχει πολύ νερό! Φώναζε. Νερό! νερό!  νερό! Είναι δικό μου το νερό!
Κάθε μέρα έκανε αυτή τη διαδρομή. Από τον πόρο που ήταν ρηχά, μέχρι τη θάλασσα κι ύστερα πάλι πίσω, βρεγμένος, μούσκεμα και λασπωμένος. Συνήθως και ματωμένος.
Ο Φοράδας, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος μας, είχε φτάσει στο ποτάμι κανένα χρόνο πριν. Κυνηγημένος από περίγελο των ανθρώπων στο νησί του, είπε στη μάνα του πως θα έφευγε. Κανένας δεν τον πίστεψε αλλά αυτός τελικά τα είχε καταφέρει. Μετά από περιπλανήσεις στις πόλεις, όπου ζητιάνευε και έκανε μικρομεταφορές, έφτασε κάποτε στο ποτάμι, στον πόρο Ρούχα. Ρούχα πολλά και πράγματα δεν είχε. Ένα-δυο πουκάμισα, ένα μπουφάν πέτσινο, δυο παντελόνια που το χρώμα τος είχα αλλάξει κάτω από τα γόνατα από το καθημερινό τσαλαβούτημα στο νερό.
Τα πόδια του που μπορεί να είχαν αρχίσει να βγάζουν πτερύγια αλλά ούτε αυτό τον ένοιαζε πολύ. Αυτός είχε το νερό του και μια παράγκα δίπλα στο ποτάμι. Τίποτε άλλο.
Την παράγκα την έφτιαξε μόνος του στην όχθη με ότι είχε βρει μπροστά του. Χαρτόνια, σύρματα, τσίγκους, παλιά καδρόνια, σχοινιά. Την έκανε έτσι που να μοιάζει με σχεδία, επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει πως κάποτε ήταν ναυτικός και πως είχε ναυαγήσει πολλές φορές, όπως όλοι οι ναυτικοί. Στο τελευταίο ναυάγιο είχε ναυαγήσει και το μυαλό του.
Έτσι λοιπόν, τώρα είχε ριζώσει στην άκρη του ποταμού και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε κοντά του. Πολλές φορές βουτούσε, τον έπαιρναν οι δίνες και οι γαλαζοπράσινοι κύκλοι του νερού, εκεί που βάθαινε. Τι καταλάβαινε; Ίσως τίποτε, ίσως την ευχαρίστηση της ησυχίας, της μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους.
Το μεγαλύτερο του πρόβλημα ήταν που δεν μπόρεσε να φτιάξει τα καράβια του, τον στόλο του γιατί έτσι έλεγε όταν τον ρωτούσε κανένας τι φτιάχνει.
-Φτιάχνω καράβια, είμαι ναυπηγός!
Κι έκοβε με ένα παλιό μαχαίρι φλούδες από τους κορμούς των πεύκων και προσπαθούσε να τους δώσει το σχήμα των καραβιών.
Φυσικά δεν τα κατάφερνε, όμως αυτού του άρεσαν, έτσι όπως τα έφτιαχνε. Κάθε μέρα, έριχνε στο ρέμα του ποταμού κι από ένα καράβι. Ύστερα τρέχοντας το ακολουθούσε από την όχθη, τρέχοντας, μέχρι το Δέλτα, μέχρι τη θάλασσα που δεν ήταν πολύ μακριά. Εκεί στο Δέλτα είχε δημιουργηθεί ένας μεγάλος βιότοπος. Υπήρχαν άγρια άλογα, πάρα πολλά πουλιά, ζώα, που είχαν βρει εκεί καταφύγιο  για να ξεφύγουν από το κυνηγητό τόσων αιώνων από τους ανθρώπους.
Θα είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που είχε φτάσει στο ποτάμι. Λίγο πιο κάτω από την παράγκα του υπήρχε το μοναδικό ταβερνάκι της περιοχής. Ήταν σε ένα παλιό χτίριο, μισό ξύλινο, μισό πέτρινο. Ήταν βαμμένο πράσινο-κόκκινο, ωραίο, μοναχικό που το διατηρούσε η Κυρά-Φωτεινή.
Εκεί βολευόταν  από φαγητό ο Φοράδας. Πήγαινε, τη βοηθούσε, έκανε μικροθελήματα, τη βοηθούσε στις δουλειές κι εκείνη σε ανταπόδοση του έδινε ένα πιάτο φαΐ και όχι μόνο: Έτρωγε κανένα γλυκό, έπινε καφέδες, γκαζόζες και στο τέλος του δινε και κανένα χαρτζιλίκι η κυρα-Φωτεινή. Κάπου-κάπου εκνευριζόταν που τον είχε συνέχεια μες τα πόδια της και τον απόπαιρνε με ένα σκουπόξυλο.
-Φεύγα μωρέ!, μες στα πόδια μου όλη μέρα! Που κακό χρόνο να έχεις! Άιντε, πήγαινε και πουθενά αλλού, πήγαινε στο ποτάμι διάλε, ανάθεμα την ώρα που μου κουβαλήθηκες εδώ!
Ο Φοράδας τότε δε μιλούσε καθόλου. Ζάρωνε στη γωνιά, ήσυχος, απονήρευτος, λες και δεν έτρεχε τίποτε. Μάλιστα μόλις απομακρυνόταν η Κυρά, εκλιπαρούσε κανέναν πελάτη για τσιγάρο. Το ήξεραν όλοι αυτό δεν ήταν δα και πολλή η πελατεία κι έτσι άμα τον έβλεπαν να πλησιάζει, του έδιναν. Το παιρνε αυτός με λαχτάρα και κινούσε για το ποτάμι
Μια μέρα, εκεί που έφτιαχνε τα καράβια του, είδε έναν άγνωστο άνθρωπο να στέκεται στην πόρτα της παράγκας του. Πενηνταπεντάρης θα ήταν με μεγάλα άσπρα μαλλιά, λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο. Φορούσε φθαρμένα ρούχα, παλιατζίδικα, γεμισμένα με χρώματα, εδώ κι εκεί.
Τον παρατηρούσε που σκάλιζε την πευκόφλουδα και γέλας.
-Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
Ο Φοράδας δε μίλησε, τι να έλεγε; Ύστερα όμως χαζογέλασε και του απάντησε.
-Καράβια, δε βλέπεις;
Ο Ντάφλος, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος με τα φθαρμένα ρούχα, κατάλαβε. Κατάλαβε τι σόι ιστορία ήταν ο Φοράδας.
-Και τι θα τα κάνεις τα καράβια; Ξαναρώτησε σοβαρά.
-Θα ταξιδέψω, μουρμούρισε, πετώντας τα χείλη του έξω. Εγώ ήμουν ναύτης, καπετάνιος…
Σταμάτησε, λες και τον χτύπησε κάτι, πέταξε το μαχαίρι, την φλούδα πέρα. Το πρόσωπο του αγρίεψε, η μνήμη του δούλεψε πίσω, πολύ πίσω, όταν πραγματικά ταξίδευε. Μούτσος, σχεδόν παιδί αμούστακο.
-Τι έπαθες ρε; Παραξενεύτηκε ο Ντάφλος
Ο Φοράδας σχεδόν άφριζε, από το στόμα του έτρεχαν σάλια, αίμα από το μέτωπο του αφού είχε κουτουλήσει στο καδρόνι
-Τρελός είσαι; Να φωνάξω να σε πάρουν μέσα; Είπε κάνοντας να φύγει ο Ντάφλος.
Πρόσεξε όμως το λυπημένο ύφος που είχε πάρει τώρα, σταμάτησε. Γύρισε πίσω, κάθισε σε ένα σπασμένο σκαμνί, απέναντι του. Κοιτάχτηκαν με νόημα και ο Φοράδας άρχισε να του διηγείται την ιστορία του. Ανάμεσα από αίματα, κλάματα, μορφασμούς θυμήθηκε εκείνη την άγρια νύχτα που όλο το πλήρωμα τον κορόιδευε και τον χλεύαζε, λίγο προτού ξεσπάσει η μεγάλη φουρτούνα. Χαλούσε ο θεός τον κόσμο και κάποιος λοστρόμος προσπαθούσε να τον βιάσει στο αμπάρι, όταν το καράβι προσέκρουσε σε ύφαλο, τσακίστηκε και βρέθηκαν όλοι στο νερό. Αυτός κολύμπησε μια μέρα ώσπου τον ξέρασε το κύμα σε κάποια αμμουδιά.
-Κακομοίρη! Λες αλήθεια ρε;
-Ναι, κακομοίρη, χιχίρησε. Αλήθεια, λέω.
-Πότε ήρθες εδώ;
-Από το νησί… δεν ξέρω..
-Και τι θα κάνεις;
-Σου είπα φτιάχνω καράβια, θέλεις ένα; Και πήγε να του δώσει ένα.
Εντάξει, θα το πάρω. Πόσο κάνει;
-Τίποτα… πάρτο να ταξιδέψεις κι εσύ.
-Πως σε λένε; Εμένα με λένε Ντάφλο, εσένα;
Ο Φοράδας σάστισε. Σπάνια του έκαναν μια τέτοια ερώτηση. Γούρλωσε τα μάτια του, πήγε να πει «Φοράδα» αλλά μετά σα να θύμωσε προσπαθούσε να θυμιθεί τα όνομα του
-Δεν ξέρω, είπε τελικά. Φοράδα με φωνάζουν όλοι.
-Δεν ξέρεις τα όνομα σου; πως διάολο γίνεται αυτό; Απόρεσε αστειευόμενος πάλι ο Ντάφλος
-Να, ναι, ξέρω… Φοράδα δε σου είπα; Έτσι με λέει και η Κυρά-Φωτεινή.
-Α, πας εκεί στην ταβέρνα; Α, τώρα κατάλαβα, τη βοηθάς εκεί και σου δίνει να τρως ε;
-Ναι, εκεί πάω. Θα το πάρεις το καράβι;
-Εντάξει Φοράδα, δόστο μου
Να πάρτο, είμαστε φίλοι ε; χαζογέλασε πάλι.
Το πήρε στα χέρια του, το αχνοκοίταξε. «Ναι, είμαστε» του είπε κι έφυγε βιαστικός.. Πέταξε ένα «γεια» κι ένα ακόμα πιο βιαστικό «έχω δουλειά εδώ πιο πάνω στο κτήμα» και πήρε το μονοπάτι τρέχοντας.

συνεχίζεται

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 37



Μα δε γλιτώνεις όπου και να πας.
Όνειρο ή πραγματικότητα;
Παράξενο όνειρο, ζωγραφίζοντας τον αγώνα των ανθρώπων. Θα πέθαινα μια μέρα απελπισμένος επειδή δεν θ α μάθαινα γιατί ήρθα εδώ.

Θα ήταν ένα βροχερό πρωινό, που είχα θυμηθεί, πάλι την ιστορία μας. Είχα αναλογιστεί πολλάκις, εκείνες τις μεταφυσικές συναντήσεις μας. Μεταφυσικές στο έπακρον ή πιθανώς, τρελές. Όσο τις θυμάμαι, σκουριάζει το μυαλό μου από την αδυναμία να ξαναγυρίσουν πίσω. Τόση νοσταλγία είχα που ακόμα και τώρα, τρέφομαι με αυτές τις αυταπάτες και βλέπω τη Λουτσία να ξεφυτρώνει δίπλα μου, να με αγαπάει, να μου μιλάει, να με σκέφτεται. Να με σκέφτεται όπως πριν μερικά χρόνια, τότε που την αγαπούσα κι εγώ. Εκείνη, πιθανώς σπρωγμένη από τους δικούς της, είχε φύγει για τη Φλωρεντία. Δεν ήθελα να την αδικήσω, επειδή, όλα μετρούσαν εις βάρος μου. Εις βάρος μου γιατί ήμουν ένας τσέτουλας, ένας μηδέν. Ένας αποτυχημένος ζωγράφος που αναζητούσε κάτι αλλά δεν το έβρισκε. Έφτανε όμως ο πόθος ή θέληση να είμαστε μαζί, τόσο κοινός.
Θα είχε λείψει περίπου κανένα μήνα και εμένα με είχε φάει η αγωνία, που να είναι, τι να κάνει. Τόσο συνυφασμένος ήμουν μαζί της που όλο αυτό το διάστημα, σύχναζα καθημερινά στα μέρη που είχαμε περπατήσει, μην τυχόν και τη συναντήσω. Να τη συναντήσω, να την δω γιατί ήταν μεγάλη η απουσία της.
Η αναζήτηση μου αυτή, κατέληξε εκείνο το βροχερό πρωινό, στις στύλες του Ολυμπίου Διός-πρέπει να ψάξω τη λέξη στήλος- Εκεί, δίπλα σε κάτι ερείπια, κάτω από μια κεραμιδένια πλάκα, είχαμε αφήσει ένα σημείωμα. Εγώ είχα γράψει από τη μια μεριά, σ αγαπώ, Αλμύρας και η Λουτσία από την άλλη για πάντα μαζί, Σουρτούκα. Σουρτούκα ήταν το παρατσούκλι που της είχα κολλήσει έτσι αυθαίρετα και γελούσε ευχαριστημένη όταν την αποκαλούσα με αυτό τον τρόπο. Φαίνεται πως θα της άρεσε γιατί δεν εξηγείται διαφορετικά να το υπογράφει, τουλάχιστον στην αλληλογραφία μας, με αυτό το όνομα: Σουρτούκα! Τι σήμαινε ακριβώς, ούτε κι εγώ ήξερα. Ή το άλλο. Βαρβουρούκα. Ή το άλλο που όλοι οι ερωτευμένοι ψάχνουν να βρουν εκφράσεις για το αντικείμενο του πόθου τους. [Αν και δε μου αρέσει το αντικείμενο του πόθου.]
Όταν σήκωσα την πέτρα και πήρα στα χέρια μου το λερωμένο σημείωμα της αγάπης μας, με πιάσανε τα νεύρα και πήγα να το σκίσω αλλά μετάνιωσα. Για πάντα μαζί! Γέλασα σαρδόνια, ποτέ δεν έμαθα να τη γράφω αυτή τη λέξη, και τοποθέτησα το σημείωμα κάτω από την πέτρα. Φαντάζομαι πως θα είναι ακόμα εκεί.
Ύστερα πήρα τους δρόμους συντετριμμένος. Στη μεγάλη λεωφόρο, σκέφτηκα, πως η γυναίκα είναι ναι λεωφόρος. Ανοιχτή, πλατιά, διάτρητη. Καθώς περπατούσα, να δεις που σιγά-σιγά, άρχισα να πιστεύω πως η Λουτσία ήταν κάπου εκεί, κάπου κοντά  μου. Τόση ήταν η πεποίθηση μου, που ακόμα και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τρομάζω. Λέω πως πρέπει να ήμουν τρελός ή το λιγότερο, αν το έλεγα πουθενά, σίγουρα θα με περνούσαν για τρελό.
Παρ όλα αυτά έτσι έγινε.
Άρπαξα στο φτερό, φευγαλέα τη μορφή της, μέσα  στο λεωφορείο. Τρελάθηκα από τη χαρά μου, έβαλα όλα τα δυνατά μου να το προλάβω.. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη πλάι στο λεωφορείο, αδιάφορος για ότι συνέβαινε γύρω μου. Είχε πολλή κίνηση, το όχημα κινιόταν σχετικά αργά κι έτσι εγώ σήκωνα το χέρι, την χαιρετούσα, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα με δει. Όντως με είδε και ήταν και αυτής η μεγάλη λαχτάρα. Αντάμωσαν τα μάτια μας και ο πόθος να είμαστε μαζί μεγάλωνε την ανυπομονησία.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και τρέχοντας ήρθε. Αγκαλιαστήκαμε μέσα στο περίεργο πλήθος. Οι τσάντες της είχαν πεταχτεί πέρα στον πεζόδρομο, ενώ εγώ τη σήκωνα, την γυρόφερνα στα χέρια μου. Θυμάμαι ακόμα πως δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε με τίποτε κι άλλοτε γελούσαμε και άλλοτε κλαίγαμε.
Αυτή ήταν η μια φορά. Η άλλη που ήταν πιο πρόσφατη σε κάποιο ξαφνικό χωρισμό μας, πάλι έτυχε μια τέτοια συνάντηση. Μου το είχε διηγηθεί η ίδια κι έλεγε πόσο σίγουρη ήταν εκείνο το απογευματινό στην παραλία, σε μια παραλία που δεν είχα πάει ποτέ εγώ, θα ήμουν εκεί και με έψαχνε μέσα στον κόσμο.
Πράγματι βρεθήκαμε και ήταν πάλι η έκπληξη μου, ακόμα και τώρα, μεγαλύτερη. Εγώ που δεν πίστευα ποτέ σε μεταφυσικά πράγματα, έλεγα πως αυτές οι δυο συναντήσεις μας, ήταν συντελειακές. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, πως είχαμε γεννηθεί ο ένας για τον άλλον-για αυτό και μας ήρθαν σφεντόνα, όλα όσα έγιναν μετά.
Το μεσημεράκι εκείνο που συνέβη το αναπάντεχο, είχα πάει να την πάρω με το αυτοκίνητο, να τελειώσει κάποιες δουλειές της. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε κουβεντιάσει και συμφωνήσει πως το ερχόμενο Σάββατο θα πήγαινα να τη ζητήσω επίσημα από τους δικούς της. Κανονίζανε τις λεπτομέρειες, έτσι θα γίνει το ένα, έτσι το άλλο και η Λουτσία ήταν ενθουσιασμένη.
-Θα δεις αγάπη μου πόσο θα χαρούν ο μπαμπάς και η μαμά, που σε αγαπάνε, μη νομίζεις. Το ξέρεις πως καθημερινά με ρωτάνε για σένα;
-Δεν το πιστεύω! Πήγα να την πειράξω
-Α, δεν έχεις δίκιο! Πείσμωσε. Άμα σου το λέω να με πιστεύεις. Και οι δύο σε αγαπάνε και περιμένουν ένα λόγο σου για να γίνεις παιδί τους. Έτσι μου είπε η μαμά.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι ανήσυχος, ενώ δίπλα μου η Λουτσία με ένα χαμόγελο ευτυχισμένης μπέμπας στα χείλη. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα με προσοχή μη την ξυπνήσω. Νυχτοπερπατώντας πήγα στο μπαρ.
Κοπάνισα ένα-δυο ποτά, κάπνισα μερικά απανωτά τσιγάρα. Ανόρεχτα έριξα μερικές ψεύτικες ματιές σε ένα περιοδικό τέχνης που βρέθηκε εκεί. Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα, πήγε σχεδόν πέντε όταν τελικά πήρα την απόφαση να φτάσω πάλι στην κρεβατοκάμαρα μας και να ξαπλώσω πλάι της. Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Έτσι που με κρατούσε σφιχτά, σα να φοβόταν μη φύγω, ξυπνήσαμε το πρωί. Όπως και να είχε όμως το θέμα, εγώ είχα πάρει την απόφαση μου από μέρες: θα έφευγα. Δεν έκανα εγώ για τέτοια πράγματα.
Το μεσημέρι λοιπόν, όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο έξω από το πατρικό της σπίτι για να την αφήσω κι ενώ περίπου δυο ώρες που ήμασταν μαζί, δε λέγαμε και πολλά, της είπα πως έπρεπε να μιλήσουμε.
-Τι να πούμε; Με κοίταξε και τα μάτια της τρεμόπαιξαν από κάποιον αόριστο φόβο.
Είδε το σοβαρό μου ύφος, κατάλαβε. Σοβαρό και λυπημένο γιατί πράγματι έτσι ήμουν.
-Δεν υπάρχει αγάπη πια; Με ρώτησε και για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, είδα πως τα μάτια της είχαν κάπως βαθουλώσει.
Το δροσερό χρώμα του προσώπου της είχε πάρει μια αχνάδα προς το άσπρο και είχε αρχίσει να μοιάζει στη μάνα της. Έτσι δε λένε; Άμα θέλεις να δεις πως θα είναι η γυναίκα σου μετά από τριάντα χρόνια να παρατηρήσεις τη μάνα της. Αλλά τι σκεφτόμουν τώρα; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
-Δεν είσαι σοβαρός Αμβράζη, την άκουσα να μου λέει.
-Παραείμαι σοβαρός! Αντιτάχτηκα. Δεν είναι που δεν σε αγαπώ, αυτό το γνωρίζεις καλά, αλλά…
-Ξέρω, ξέρω, δεν κάνεις γι αυτά, το γάμο και τα λοιπά, το γνωστό παραμύθι. Τα ίδια που έκανες με όλες, κάνεις και με μένα. Φύγε λοιπόν.
-Αυτό είναι αλήθεια. Δεν κάνω γι αυτά. Εσύ όμως θέλεις οικογένεια, παιδιά. Εγώ δε θέλω- γι αυτό φεύγω.
-Εντάξει, απάντησε με περηφάνια. Να ξέρεις όμως πως αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Κοιταχτήκαμε ύστερα στα μάτια. Ύστερα βγήκε αθόρυβα. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω που προχωρούσε χωρίς να γυρίσει να με ξανακοιτάξει και κόμπιασα.. Ήθελα να τη φωνάξω να γυρίσει, το ένιωσα δυνατά αλλά δεν το έκανα. Τι νόημα θα είχε; Αντιλόγησα, καθώς εκείνη χάθηκε πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού της και φαντάστηκα πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ, πράγμα που ήταν αληθινό. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου, ξεκίνησα για το δρόμο που δεν είχε γυρισμό.

συνεχίζεται

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...