Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 33




Μόλις στάθηκαν πάλι στα πόδια τους ο Ντάφλος μίλησε πρώτος.
-Γρήγορα είναι, να το σκεφτώ πρώτα, είπε καθίζοντας πάλι. Τι ώρα είναι;
-Αργά. Τρεις, τρεισήμισι τη νύχτα, είπε ο Δούκας προσπαθώντας να κοιτάξει το ρολόι του.
- Θα μείνεις εδώ; Σχεδόν αναρωτήθηκε παρά τον ρωτούσε και κοίταζε γύρω.
-Που να πάω…
-Καλά. Πάρε μια κουβέρτα, ξάπλωσε σε κείνο τον καναπέ. Βολέψου και τα λέμε το πρωί κι έγειρε ο ίδιος να κοιμηθεί στο ντιβάνι με το ποτήρι στο χέρι. Σε λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε.
Ο Δούκας πήγε κοντά να του πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε. Το ποτήρι έπεσε στο δάπεδο, έσπασε. Ο μεταλλικός, γυάλινος θόρυβος, ξύπνησε την Έλεν Νασοπούλου που άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της. Γύρισε, κοίταξε τον Δούκα απορημένη, στον κόσμο της. Έναν κόσμο που όσο πήγαινε ο λαβύρινθος του όλο και μεγάλωνε.  Άπλωνε στην ευθεία, ίσιωνε απελπιστικά, χωρίς μνήμη. Τουλάχιστον φωναχτή.
Ο Δούκας την παρατήρησε κάμποσο καθώς ξανακοιμήθηκε καθιστή δίπλα στο τζάκι και παραξενεύτηκε με τις μικρές και άναρθρες κραυγές που άρχισε να βγάζει. Μπερδεύονταν με τον αέρα που φύσαγε έξω και το ροχαλητό του Ντάφλου: Άουεεεεεείιι!...άουθθθθ, φςςς…έιιιιι…φίουουου…φυυυυυυ…όουουου….φςςςς!

Όλο εκείνο τον καιρό με είχε καταβάλει ο θάνατος του Τασούλη. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι βάραινε μέσα μου σαν υπευθυνότητα. Ναι, λες και ήμουν κι εγώ υπεύθυνος που πέθανε τόσο νέος. Τι τρέλα ήταν αυτή; Τριβέλιζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του, τα όσα είχαμε περάσει μαζί. Το πρωί που ξυπνούσα και πήγαινα να πλυθώ και να χτενιστώ στον καθρέφτη, έβλεπα το πρόσωπο του, φευγαλέα, στο τσακ.
Θα ήταν βέβαια, ο φόβος, ο τρόπος που πέθανε, το αόριστο της ύπαρξης, η μηδαμινότητα, η απελπισία που κάρφωνε στο μυαλό τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ζωής.
Τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο εργαστήρι μου. Ίσως και τις καλύτερες εκείνο το διάστημα Εκεί ξεχνιόμουν δουλεύοντας χωρίς σταματημό, μέχρι αργά τα βράδια. Έτσι απέφευγα να είμαι πολύ με τη Λουτσία, να την έχω συνεχώς δίπλα μου Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι να είμαστε συνέχεια μαζί.. Εκείνη το έβλεπε κι όλο με ρωτούσε γιατί κάνω έτσι, ενώ εμένα με νευρίαζαν αυτές της οι ερωτήσεις, αγρίευα.
-Πως κάνω; απαντούσα. Μια χαρά είμαι…
Ο κόμπος όμως για τον επικείμενο γάμο μας είχε φτάσει στο χτένι. Τέσσερα χρόνια ήμασταν ήδη μαζί, το είχαν χωνέψει και οι γονείς της, γενικά όλο το σόι, αφού τώρα ήμουν κι εγώ κάποιος- όχι ο καθένας. Αυτοκίνητο, εργασία, αναγνώριση, χρήματα, ένας καθώς πρέπει γαμπρός. Εμένα, πάλι, αυτό το γαμπρός δε μου κολλούσε καθόλου. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνος, ο άλλος κόμπος που με είχε πρωτοπιάσει όταν παντρευόταν ο φίλος μου ο Ντάφλος, ερχόταν ξανά σαν αναπαλαίωση των στιγμών.
Σα να ζούσα τα ίδια πράγματα όπως τότε με την Καίτη. Φυσικά η Λουτσία δεν έμοιαζε πουθενά μαζί της- αν και ψέματα μου φαίνεται πως λέω, γιατί οι γυναίκες λίγο πολύ, μοιάζουν μεταξύ τους- αλλά, άλλο ψέμα αυτό; Την αγαπούσα.
-Έχεις βολευτεί μαζί της, αυτό είναι όλο, μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε Έτσι έκανα κι εγώ με τη Βασιλική, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως την αγαπούσα και είδες πως κατάντησα, ολοκλήρωσε μια άποψη. Που με καθήλωσε.
Ο Ντάφλος πάλι, φαινόταν και ήταν σε λήθαργο εκείνο τον καιρό.
- Κάνε ότι θέλεις, μου είπε ένα βράδυ που καθόμασταν στου Λινάτσα. Ίδιος θα είσαι πάντα, δεν αλλάζεις εσύ, σε έχουν πάρει τα γρανάζια άλλων πραγμάτων. Και να παντρευτείς θα χωρίσεις, να μου το θυμηθείς. Δεν κάνεις για τέτοιες ιστορίες.
Είχαν ανοίξει τελικά εκείνο το καφενείο αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή κάτι γινόταν από αυτά που είχαν υπολογίσει, όσο δηλαδή ο Ντάφλος είχε κόψει για λίγο το ποτό και ο Δούκας το χαρτοπαίγνιο, τα μπαράκια . Τότε μπορούσαν να δουλεύουν, να προσέχουν τους πελάτες, να κοιτάνε λίγο τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν πάλι τα ίδια. Ο ένας στουπί, να τσακώνεται χωρίς λόγο με τους πελάτες, ο άλλος ξενύχτι, χαρτί, γυναίκες δηλητήριο και κόντρα ανελέητους τσακωμούς οι τρεις τους μπροστά σε όλους τους πελάτες που δυσανασχετούσαν και δεν σύχναζαν πια εκεί. Και λέω οι τρεις γιατί είχαν πάρει μαζί τους την Φραντζέσκα να τους βοηθάει στη λάντζα κυρίως αλλά και στο σερβίρισμα.
-Να δεις, του είπε ο Δούκας, είναι τσακάλι θα μας ανεβάσει τη δουλειά.
-Ε, τότε να πάρουμε και την Έλεν! πετάχτηκε ο Ντάφλος. Θα τη βάλουμε στη λάντζα, να έχει κι αυτή κάτι να κάνει
Έτσι και έγινε. Η πρώην κυρία υπουργού, η Έλεν Νασοπούλου, δούλευε στη λάντζα ενός μαυρισμένου καφενείου. Αυτό δε θα το φανταζόταν ποτέ για τη μοίρα της, Γιατί, καλά η άλλη, η Φραντζέσκα γι αυτά ήταν γεννημένη. Έτσι την είδα ένα βράδυ που πήγα από εκεί για να δω το κατάντιο των φίλων μου. Τότε τη γνώρισα κι έπαθα. Τι πράγμα ήταν αυτή! Άλλου είδους άνθρωπος, σωστή αντρογυναίκα. Σαραντάρα όμως τώρα πια και το πρόσωπο της είχε σπάσει. Το σώμα της έδειχνε όλα αυτά που είχε τραβήξει, όλα τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ξένα κρεβάτια που είχε πλαγιάσει, τα ονόματα των εραστών που δε θυμόταν πια. Δούλευε στα μπαρ, συντηρούσε και τον Δούκα. Τον Δούκα που πρώτη φορά τον έβλεπα φοβισμένο-ναι φοβισμένο!- μπροστά σε μια γυναίκα.
Ήταν λοιπόν και η Έλεν Νασοπούλου εκεί. Γερασμένη, καμπουριασμένη, κάτασπρη στη λάντζα, να πλένει ποτήρια και να πίνει ούζο, κρασί, κονιάκ, ότι έβρισκε μπροστά της.
Είδα όλη αυτή τη μιζέρια, την κατάντια των φίλων μου, σιχάθηκα για μια ακόμα φορά όσα κουβαλάει η πουτάνα η ζωή.
-Δεν είναι τίποτα, μου μίλησε ο Ντάφλος. Υπάρχουν και χειρότερα.
-Τι έγινε το μουσείο; Τα μεσιτικά και όλα αυτά που είχες φτιάξει; Τον ρώτησα όταν καθίσαμε.
Συνάμα ήρθε και ο Δούκας στο τραπέζι μας.
-Τώρα! πάει, το πήρε το κράτος, απλά καταφέραμε να πάρει μια μικρή σύνταξη η Έλεν. Όσο για τα μεσιτικά, βαρέθηκα…
-Να σου τα πω εγώ Αμβράζη, μπήκε στη μέση ο Δούκας. Να πούμε, συνέχισε κοιτάζοντας ειρωνικά τον Ντάφλο, ο φίλος σου τα κατάφερε έτσι. Αυτός! Τι περιμένεις; Μια ζωή χαμένο κορμί ήταν!
-Μιλάει ο καλύτερος! Τον έδειξε με το χέρι ο Ντάφλος. Κοιτάτε ρε ποιος μιλάει…το σερνικό! Που του πηδιέται η γυναίκα κι αυτός πέρα βρέχει! Το σερνικό
Τα άκουγε  η Φραντζέσκα όλα αυτά, λοξοκοιτούσε τον Δούκα σαν αρπάγη, έτοιμη να του ριχτεί. Ευκαιρία ζητούσε, το έβλεπες στα μάτια της αλλά αυτός συνήθως την απέφευγε, δεν ήθελε να πάει η κουβέντα στα δικά τους. Έτσι, δεν έλεγε τίποτε, καμωνόταν τον ανίδεο, εκτός κι αν είχε πιει. Και εκείνο το βράδυ ήταν ψιλοκοπανισμένος, έβλεπε κι εμένα που του θύμιζα όλο το παρελθόν, ξεσπάθωσε.
-Τι θέλεις μωρή; Κι έκανε να της ρίξει ένα σκαμπίλι αλλά δεν πρόλαβε.
Η Φραντζέσκα τον έσπρωξε τόσο δυνατά που τρέκλισε και τελικά μπερδεύτηκε με την καρέκλα, έπεσε στο μωσαϊκό δάπεδο.
-Κάτσε εκεί! Του φώναξε. Κάτσε εκεί παλιομαλάκα που περιμένεις να σε ζει μια γυναίκα. Κάτσε εκεί! Αυτό σου αξίζει: το χώμα!
Ο Δούκας την κοίταζε από καταγής.
-Κάτσε εκεί και μη βγάλεις μιλιά! Τα ακούς; Αλλά τι να πεις.. τι να πεις που δεν μπορείς να πηδήξεις κιόλας! Πες το ντε! Πες το να το ακούσουν οι φίλοι σου πόσον καιρό έχεις να με πηδήξεις ρε! Σε λίγο θα κατουριέσαι επάνω σου, πέτσα ρε παλιόπουστα!
Πρώτη φορά άκουγα γυναίκα να μιλάει έτσι και τα χασα. Έμεινα αποσβωλομένος. Κοιτούσα μια τον Δούκα που είχε σηκωθεί και είχε καθίσει στην καρέκλα και μια τον Ντάφλο που είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και προσπαθούσε να μου κάνει νεύμα πως δεν έτρεχε τίποτα. Ύστερα σα να τον πήρε ο ύπνος κι αυτόν. Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Έσπασε μερικά ποτήρια, γέμισε το δάπεδο με γυαλιά.
-Τι γίνεται; Του είπα με νεύρα.
-Τίποτα! Σήκωσε το χέρι του καθησυχαστικά.
-Δε φεύγεις τώρα; γύρισε στη Φραντζέσκα. Άιντε, πήγαινε εκί που ξέρεις1
-Που να πάει; Απόρεσα εγώ.
-Θα πάω ρε! Τι νομίζεις πως θα σε φοβηθώ; Σιγά τα μούτρα! Και πήρε την τσάντα να φύγει
Ο Δούκας την πρόλαβε στην αυλή παρασέρνοντας μερικές καρέκλες στο πέρασμα του. Πίσω από τη τζαμαρία τους είδα που κουβέντιασαν για λίγο σα να μη συνέβαινε τίποτε. Ύστερα του δωσε μερικά χαρτονομίσματα, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και τελικά αυτή να φεύγει.
Ούτε σταυρό έκανα, ούτε τίποτε. Δε με έπαιρνε.
Ο Ντάφλος κοιμόταν δίπλα μου. Βαρυανάσαινε. Ο Δούκας ξαναγύρισε
-Κάτσε ρε, μη σε νοιάζει τίποτε, μου είπε σαν με είδε έτοιμο να το βάλω στα πόδια. Αυτά έχει η ζωή, τι νομίζεις πως ζεις σε κανέναν παράδεισο; Δεν ήρθες για να μας δεις και να πιούμε; Ε, λοιπόν, κάτσε! Κι έβαλε ποτά.
-Εγώ, λοιπόν φιλαράκο θα φτιάξω τον κόσμο! Όλοι αυτοί οι χαλέδες θα προσκυνήσουν, άκου τι σου λέει ο Δούκας. Τι νομίζεις πως είναι όλοι αυτοί; Χαλέδες, τρύπες. Τέτοιοι είναι όλοι τους μηδενός εξαιρουμένου. Κατάλαβες Αμβράζη ή ακούς το Ντάφλο; Τι να σου πει ο Ντάφλος; Φλόκια είναι, κατάλαβες; Ενώ εγώ δεν προσκυνάω, εγώ ρε είμαι άλλο σκαρί, δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα. Δε μου αρέσουν οι ηλίθιοι τι να σου πω! Μην είσαι βλάκας, τα ξέρεις αυτά αλλά μαλακίζεσαι κι εσύ, δε βλέπεις που πάμε..
Σταμάτησε. Άρχισε να φτιάχνει τσιγάρο. Μπάφους και τέτοια.
-Θέλεις; Με κοίταξε με νόημα.
-Όχι, του απάντησα. Ξέρεις δεν έχω σχέση μ αυτά.
-Ξέρω, μου απάντησε και φύσηξε  γενναίες τζούρες.
Και τότε τον ξανάπιασε το παραλήρημα. Εγώ το ένιωθα πως πήγαινε χαμένος και λες πως μου ταίριαζε το θάρρος για άλλα πράγματα, είπα πως όλα αυτά δεν έστεργαν, λες και θα με καταλάβαινε. Του είπα πως η ζωή είναι αλλιώτικη, εγώ ήθελα να την δω με άλλον τρόπο. Πίσω από τη σφαίρα, πίσω από τον αδιάφορο εαυτό μας κι ακόμα πίσω από το τίποτε. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο πράγμα αν και φαινόταν πως η ζωή δεν τέλειωνε ή δεν άρχιζε ποτέ.
-Αυτά είναι ψιλά γράμματα για μας. Αυτά είναι για σας, εμείς δεν έχουμε τέτοια όνειρα! Ξύπνησε κάποτε ο Ντάφλος.
Τότε απόρεσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά, σκέφτηκα, αυτοί οι δυο ήταν ίδιοι. Κουφάρια που τα έσπειρε ο δράκος. Μελετημένα πράγματα που ούτε ήξεραν κατά που φυσάει ο άνεμος και τι παράξενο κι αυτό; Παράσερναν κι εμένα. Με πήγαιναν μαζί τους στο χαμό, πάρ ότι είχα δει την εξέλιξη, τον τρόπο να πάμε λίγο παρά πέρα αλλά… όλο αλλά ήταν τώρα η ζωή μας.
-Θα φτιάξω εγώ τον κόσμο, γιατί εσύ είσαι ανίκανος! Μου ξαναθύμισε ο Δούκας.
Μου κόστιζε που με προσφωνούσε έτσι αλλά τι να έκανα; Φίλοι μου ήταν.
-Τι νομίζεις πως είσαι; Πες μου το τώρα ρε μαλάκα! Νομίζεις πως είσαι κάποιος; Πως είσαι κάτι σημαντικό;
Ωραίο κι αυτό! Έλεγα εγώ, ως εκεί είχαμε φτάσει, να δούμε παρακάτω.
-Δεν έχει παρακάτω, ολοκλήρωσε ο Ντάφλος. Μεγάλες κουβέντες Αμβράζη, δε σε παίρνει έτσι. Έτσι είναι, όπως σου τα λέει ο Δούκας. ‘Έμοιασες τώρα και εσύ με εμάς, δεν είσαι ούτε επαναστάτης, ούτε ληστής. Στην ουσία δεν ξέρεις και συ ο ίδιος τι είσαι. Να σου πω εγώ τι είσαι; Ένα κάθαρμα. Ένα κάθαρμα για να μη σου πω τα χειρότερα. Ο υπόνομος ξεβγάζει στη θάλασσα, εσύ που θα πας;

συνεχίζεται

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 32




Συναντήθηκαν κάποτε ξανά οι δυο τους. Πως και τι, παρέμενε μυστήριο. Παράξενα πράγματα, αντιθετικά ήταν αυτά που τους έδεναν, γι αυτό, το μυστήριο των ανθρωπίνων σχέσεων, δικαίωνε την ίδια τη ζωή που από μόνη της υπήρχε αντιφατική
Αυτοί που κάποτε δεν ήθελαν ούτε ν ακούει ο ένας για τον άλλον, τώρα είχαν γίνει κολλητοί Τους ένωσαν τα κοινά συμφέροντα; Πιο πολύ, ίσως η ερωτική σχέση που είχαν με την ίδια γυναίκα, ίσως το ποτό, το ξενύχτι, το μπατιριλίκι του Δούκα, που συνέχεια κοπανούσε το αγγλικό ρητό, πάντα του άρεσε να πετάει το Αγγλικό του για επίδειξη-
misery wants company- ίσως να πήγαινε γάντι στη συνύπαρξη τους που άρχισε εκείνο τον καιρό.
Από τότε που είχε χωρίσει οριστικά με τη Βασιλική και έμεινε στον άσσο, δούλεψε κάποιο διάστημα κοντά στους φορτοεκφορτωτές στη Ζάκυνθο  αλλά σύντομα τους βαρέθηκε και τα παράτησε.
Γύρισε πίσω στην Αθήνα, έμπλεξε με τον υπόκοσμο, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες, τις μεγαλοκυρίες. Ξανάσμιξε με τη Φραντζέσκα, το παιδικό του όνειρο, την παράξενη και ελκυστική Φραντζέσκα, το θηλυκό της νύχτας. Δούλευε στα μπαρ, στην αγκαλιά τους ενός και του άλλου και πάντα πίσω της ο Δούκας σαν το λυκόσκυλο- κάτι σαν ταβατζής. Πράγμα που δεν το ανεχόταν με τίποτε η ίδια και τότε στήνονταν ομηρικοί καβγάδες μεταξύ τους. Ανάμεσα στο ποτό, τσιγαριλίκι, βρώμικες μουσούδες σημαδεμένων ανθρώπων της νύχτας, κυνηγημένοι και οι ίδιοι, πότε εδώ, πότε εκεί, από το ένα σπίτι στο άλλο, αφού σπανίως είχαν να πληρώσουν το νοίκι.
Στο ντύσιμο όμως, πάντα στην πέννα ο Δούκας. Ήθελε να παρουσιάζεται ωραίος, τα κατάφερνε ακόμα και τώρα που σαραντάριζε να μοιάζει εικοσιπεντάρης. Χωρίς καμιά άσπρη τρίχα στα μαλλιά του, πίστευε πάντα πως θα κατακτήσει τον κόσμο. ‘ Θα τους δείξω εγώ ποιος είναι ο Δούκας. Είμαι αρσενικό εγώ ρε! Φοράω παντελόνια, όχι σαν κάτι φούφληδες που κρύβονται! Είμαι αρσενικό!» Επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Για τη φυλακή που είχε κάνει ποτέ δε μιλούσε. Το κρατούσε μυστικό, έτσι που νόμιζες πως ήταν κι αυτό ένα παραμύθι από τα πολλά που έλεγε για να μεγαλώνει το μύθο του. Μόνο η Φραντζέσκα του πέταγε κάποιες στιγμές κατάμουτρα πως θα τον ξανάστελνε στη στενή μ αυτά που έκανε και πως δε θα δούλευε αυτή μια ζωή για να θρέφει ακαμάτες χαρτοπαίχτες. Αυτός όμως συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Ήταν καλός χαρτοπαίχτης αλλά ήθελε να σηκώσει τη μπάγκα, όπως και τη ζωή κι έτσι ήταν σχεδόν πάντα χαμένος.
Ένα λοιπόν τέτοιο βράδυ, άφραγκος, πιωμένος, περνούσε τυχαία, σαν τον δολοφόνο που γυρίζει ξανά στο μέρος του εγκλήματος, δίπλα από το μουσείο της Έλεν Νασοπούλου στην Κηφισιά.
Κοντοστάθηκε για λίγο. Θυμήθηκε εκείνη την παλιά τους ιστορία, αποφάσισε να μπει. Άνοιξε την παλιά σαραβαλιασμένη πόρτα, προχώρησε στον χορταριασμένο κήπο. Όλα έδειχναν πικρή εγκατάλειψη. Που και που κανένα ξεχασμένο άγαλμα, κάποια σπασμένη κορνίζα, κάποιο κομμάτι μάρμαρο που είχαν ξεμείνει εκεί από την εποχή που λειτουργούσε το μουσείο. Στο χώρο του θεάτρου που κάποτε είχε γνωρίσει μικρές και μεγάλες δόξες, στάθηκε καταμεσής στην πλατεία κι έκανε μια χορευτική φιγούρα. Ύστερα χαμογελώντας προχώρησε προς τη τζαμένια είσοδο του χτιρίου.
Πίσω απ την κουρτίνα με μάτι αγριεμένο τον παρακολουθούσε ο Ντάφλος. Αγριεμένο ήταν όλο του το παρουσιαστικό από πάνω μέχρι κάτω. «Τι θέλει αυτός εδώ;» αναρωτήθηκε. «Τι να θέλει άραγε;» μονολόγησε πηγαίνοντας να του ανοίξει. «Σίγουρα καμιά διευκόλυνση, τι άλλο θα μπορούσε να θέλει απ αυτόν ο Δούκας και μάλιστα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
Ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα. Στάθηκε στο άνοιγμα έτοιμος να ξανακλείσει. Ο Δούκας του χαμογελούσε καθώς αυτός συνέχιζε να τον κοιτάζει ερευνητικά.
-Τι θέλεις; Ρώτησε κάπως άγαρμπα.
-Έτσι υποδέχεσαι τους παλιούς φίλους; γέλασε πιο πλατεία ο Δούκας.
-Δεν είμαστε φίλοι. Από πού και ως που φίλοι εμείς οι δυο; Το καλό που σου θέλω είναι να φύγεις γρήγορα. Φύγε! κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο Δούκας τον πρόλαβε. Έβαλε το πόδι στο άνοιγμα, αυτός το δικό του, σπρώχτηκαν με δύναμη, ώμο με ώμο, η πόρτα παρέμεινε μισάνοιχτη. Ήταν φανερό πως ήταν πιο δυνατός σαν πιο νέος που ήταν.
-Τι θέλεις ρε; Παράτησε την προσπάθεια να τον εμποδίσει ο Ντάφλος. Λέγε τι θέλεις, ορίστε πέρνα να δούμε τι θέλεις.
Πέρασε μέσα. Είδε την Έλεν Νασοπούλου που καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στο τζάκι, με το ποτήρι του κρασιού στο χέρι. Τον κοίταξε με μάτι απλανές, αδιάφορο, πιθανώς να μη τον γνώρισε κιόλας. Πήγε κοντά της, πήρε τη μπουκάλα με το κρασί, έψαξε γύρω, βρήκε ένα βρώμικο ποτήρι Το γέμισε και ήπιε μονοκοπανιάς αφού το σήκωσε με νεύμα προς τον Ντάφλο.
-Ρε παλιοκαθίκι! Πήγε να του ορμήσει αυτός.
-Μη! Του σήκωσε το χέρι σαν ασπίδα. Δεν κάνει, είμαστε φίλοι, ας λες εσύ. Δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε. Περασμένα-ξεχασμένα. Εξ άλλου εγώ πάντα σε συμπαθούσα, ας έλεγες εσύ. Εντάξει, έχουμε διαφορετικές πολιτικές ιδέες αλλά άλλο τα πολιτικά. Τι μας νοιάζει  γι αυτούς; Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν και μας, έχουν στην απ έξω.
-Μπα! Άλλαξες; Σαν κάτι να βλέπω πως άλλαξες;
-Τι ν αλλάξω ρε Ντάφλο; Μην είσαι κουτός, ο Δούκας ποτέ δεν του πίστευε. Όλοι τους είναι ρεμάλια, Αριστεροί και Δεκιοί, τι να περιμένεις από αυτούς!
Ο Ντάφλος κάτι πήγε να πει αλλά δεν το περίμενε να είχε γίνει έτσι ο Δούκας. Τον κοίταξε με συμπάθεια, ήταν μεγάλη ψυχή ο Ντάφλος. Είναι γνωστό πως κι αυτός ποτέ δεν συμπάθησε τα γουρούνια της εξουσία. Κωθώνια τους ανέβαζε, παλιοκερατάδες τους κατέβαζε. Έτσι, τον ρώτησε αμήχανα, ποιος ήταν ο σκοπός της επισκέψεως του.
-Γι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ, έκανε και κοίταξε γύρω συνωμοτικά.
-Για λέγε! Απόρεσε και κάθισε στο ντιβάνι.
- Με κυνηγάνε.
-Ποιοι; Έσμιξε τα φρύδια. Οι Αριστεροί; Είπε χαμένα.
-Ποιοι Αριστεροί μωρέ! Έσκασε στα γέλια. Όλο εκεί το μυαλό σου εσένα. Σου το είπα και κάποτε θα το παραδεχτείς και συ πως είναι όλοι ίδιοι. Δεξιοί, κενρώοι, Αριστεροί. Τους τελευταίους τους ανέφερε πιο ειρωνικά κι αυτό έκανε το Ντάφλο να νευριάσει ξανά αλλά δεν έβγαινε πουθενά γι αυτό ηρέμησε πάλι.
Μπορεί να έχεις δίκιο παραδέχτηκε. Αλλά ποιοι σε κυνηγάνε; Σε κυνηγάνε και γελάς;
-Τι θέλεις να κάνω; να βάλω τα κλάματα; Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο, μη νομίζεις. Είναι κάτι παλιά χρέη, κάποιες ακάλυπτες επιταγές…
-Μάλιστα. Για τις επιταγές σε πάνε μέσα…
-Χαίρω πολύ, είπε πικρά
-Και τώρα; τι θέλεις από μένα; Λεφτά δεν υπάρχουν, μα τέλειωσαν.
-Το ξέρω, δε θέλω λεφτά, απλά δεν έχω που να μείνω για λίγο καιρό.
-Δηλαδή ζητάς άσυλο;
-Όπως θες πάρτο. Ζητάω φιλοξενία για λίγο μέχρι να δω τι θα κάνω.
- Ώστε έτσι! Πάνε τα μεγαλεία!
Τώρα; δε σου τα είπε ο φίλος σου ο Αμβράζης; Μη μου πεις πως κι αυτός δεν είναι φίλος σου δε θα σε πιστέψω. Εσίς ήσασταν κώλος και βρακί μια ζωή.
-Ναι, και είμαστε. Έχω λίγο καιρό να τον δω, κάτι μου είχε πει αλλά δεν τα ήξερα τόσο χάλια. Αυτός μεγαλοπιάστηκε τελευταία. Δε μιλάει κι εύκολα για τους άλλους, τον ξέρεις.
-Ναι τον ξέρω, είναι κρυφή πληγή.
-Έχω να τον δω από την κηδεία του Τασούλη…
-Πέθανε; Του φυγε το ποτήρι απ το χέρι, το πρόλαβε στον αέρα. Πότε πέθανε, από τι;
-Ναι, μωρέ, πάει αυτός πέθανε. Που ήσουν εσύ;
-Δεν ήμουν εδώ, δεν ήξερα. Κρίμα. Πως έγινε; Από τι;
-Τι ρωτάς, στρίφτηκε ο Ντάφλος. Πάει αυτός, τέτοια θα λέμε τώρα;
-Πήγες στην κηδεία ε;
-Ε, ναι πήγα, άστα, μηδέν η ζωή, δεν είμαστε τίποτε.
-Καλά, λες, θα βάλεις να πιούμε;
-Βάλε μόνο σου.
Ο Δούκας έβαλε. Γέμισε κι ένα ποτήρι για τον Ντάφλο που σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε για πρώτη φορά φιλικά.
-Γεια μας, του είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του.
--Γεια μας. Αλήθεια είπες πως ο Αμβράζης δεν έρχεται από εδώ;
-Μπα, δεν έρχεται, έχω να τον δω καιρό. Καλά είναι αυτός, δεν παθαίνει τίποτα, είναι κοπρόσκυλο.
-Και η Λουτσία;
-Μαζί του. Τον αφήνει αυτή;
-Παντρεύτηκαν;
-Μπα, δεν παντρεύεται αυτός, δεν είναι κορόιδο σαν εμάς. Μένουν πάντως μαζί, στην υψηλή κοινωνία. Να δεις πως την λέει…χάι..χάι…
-Σοσάιτι. Χάι σοσάιτι, κορδώθηκε ο Δούκας.
-Ναι, έτσι. Αυτό.
-Εκεί ήμουνα κι εγώ κι εσύ… έχει ο καιρός γυρίσματα.
-Ναι, βάλε κρασί, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κούνησε το κεφάλι του.
-Εσύ; Είπε με νόημα ο Δούκας τώρα βάζοντας κρασί.
-Τι εγώ; Τι ρωτάς; Έσμιξε τα φρύδια.
-Έχεις λεφτά; Ή τα φαγες όλα;
-Γι αυτό ήρθες; Είπα κι εγώ…. Και βέβαια έχω, έκανε αλλά δεν έπειθε. Έχω καμιά εικοσαριά..
-… Χιλιάδες; Άνοιξε τα μάτια του. Αυτά δε φτάνουν ούτε για κολατσιό!
-..εκατομμύρια! ολοκλήρωσε ο Ντάφλος.
-Έχεις είκοσι χαρτιά ρε θηρίο; Τόσα πολλά; Αδερφούλη να κάνουμε μια δουλειά, να σωθούμε, έχω ιδέες εγώ!
-Ιδέες έχουν όλοι. Πονήρεψε ο Ντάφλος και βάλθηκε να τον δουλέψει λίγο σαν είδε που τσιμπούσε. Λεφτά να φάνε και οι κότες, για λέγε, τι σκέφτεσαι;
Να, αρπάχτηκε αμέσως ο Δούκας. Μεγάλη ευκαιρία Ντάφλο. Προχτές είχα πάει στη Χαλκίδα, ευκαιρία να σωθούμε και οι δυο σου λέω!
-Όλο μου λες και τίποτα δε λες! έκανε σκασμένος ο άλλος. Για λέγε! Στο ψητό!
-Ναι, αλλά χρειαζόμαστε λεφτά, μούδιασε. Είναι ένα καφενείο…
-Καφενείο! Καφετζήδες θα γίνουμε τώρα Πίθηκα; Άστα δεν κάνουμε..
-Πως δεν κάνουμε; Κάνουμε, άμα σου το λέω εγώ να με πιστεύεις… κάνουμε, αρκεί να είσαι και εσύ μέσα.. είσαι;
-Γιατί δεν το κάνεις μόνο σου;
-Σου είπα, δεν έχω λεφτά, με ένα χαρτί γίνεται η δουλειά…
-Ένα χαρτί; Σοβάρεψε ο Ντάφλος. Πολλά λεφτά!
-Πολλά λεφτά είναι ένα χαρτί; Αφού λες πως ,έχεις είκοσι..
-Μωρέ, άσε τι λέω, τι υπάρχουν να ρωτάς.
Σηκώθηκε επάνω και τον κοίταζε. Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας, του χύθηκε το κρασί καθώς προσπαθούσε να γεμίσει το ποτήρι του. Ο Δούκας τον στήριξε αγκαλιάζοντας τον από τη μέση. Η Έλεν Νασοπούλου γύρισε και τους κοίταξε. Άσπρη, γριά πια κοντά στα εξήντα, γεμάτη ρυτίδες και πίκρα στο μέτωπο, στα χέρια, παντού. Ένας γάτος, άσπρος κι αυτός γουργούριζε στη ζεστασιά, στην ποδιά της.

συνεχίζεται

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 31




Έτσι έγινε κι αυτό το παράξενο.
Έβαλα μια μεγάλη τελεία και μια εξ ίσου μεγάλη παύλα- μ αυτό τον θάνατο τέλειωναν πολλά πράγματα ή άρχιζαν.
Δεν ήξερα στην αρχή αν έπρεπε να λυπηθώ ή να γλεντήσω. Αόριστα με τύλιγαν σκέψεις χαλασμού, ανώφελες ιδέες τύψης, λες και ήμουν ένοχος εγώ με βούλιαζαν στα ρηχά.
Ήταν ένα πρωινό που με πήρε τηλέφωνο η μάνα του Τασούλη, ενώ πίναμε τσικουδιά παρέα με το Ντάφλο. Είχε φέρει ο αφιλότιμος μια νταμιτζάνα από την Κρήτη, σκέτη φωτιά. Αρχίσαμε να την πίνουμε από το πρωί εκείνης της μέρας στο εργαστήρι μου. Ο Ντάφλος καθάρισε μερικές αγκινάρες, τις ανακάτεψε με κουκιά φρέσκα, μπόλικο λεμόνι, « πιες» μου είπε. « Αυτό είναι ποτό, όχι τα ξύδια που πίνουμε στα καφενεία.»
Είχαμε ήδη μισοφτιαχτεί  πρωινιάτικα κι Ντάφλος άρχιζε ν αγριεύει.  Ως συνήθως, τότε τα έβαζε μαζί μου. Πάντα με κάποιον ήθελε να τα βάζει όταν έπινε. Αν δεν έβρισκε κανέναν τα έβαζε με τον εαυτό του. Τώρα είχε βρει εμένα.
-Εσύ φταις! Μου φώναξε ξαφνικά. Τι νομίζεις πως έκανες κάτι τώρα που έβγαλες λεφτά; Τι κουτουράδες ήταν αυτές που έλεγες στη συνέντευξη; Πάρσιμο από το ποδάρι θέλεις και πέταμα στο ρέμα! Είσαι για τα μπάζα συνάδελφε! Για τα μπάζα είμαι κι εγώ, όλοι για τα μπάζα, κατάλαβες;
Εγώ γελούσα, ήξερα πως τα έλεγε όλα αυτά για να με πικάρει, ήθελε κουβέντα να σκοτώσει το χρόνο Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω: όλο χουζούρι γύρευα, όλο έψαχνα τέτοιες ευκαιρίες να μπεκροπίνουμε, δεν είχα καμιά διάθεση για δουλειά.
Σε λίγο βάλαμε στο κασετόφωνο τραγούδια ρεμπέτικα βάλε, τι είναι αυτά που βάζεις!» μου φώναξε σαν άκουσε απαλή μουσική. Έψαξε και βρήκε αυτό που ήθελε. Μερακλωθήκαμε για τα καλά, τόσο που αρχίσαμε το χορό με τα σφηνάκια στα χέρια
-Άιντε βίβα συνάδελφε! Μου φώναζε κάλε λίγο. Αυτό το συνάδελφε μου το είχε κολλήσει τελευταία. Από καιρό σε καιρό, έβρισκε κάποιο παρατσούκλι να μου κολλάει.
-Εβίβα συνάδελφε! Του απάντησα τσουγκρίζοντας.
Ύστερα καθίσαμε χάμω.
Λόγο το λόγο, ποτήρι το ποτήρι, αρπαχτήκαμε, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Τούτο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μεταξύ μας. Αλλά, είχαμε αγριέψει λες και κάτι είχε ο ένας εναντίον του άλλου. Απωθημένα; Που έβγαιναν με το ποτό; Δεν ξέρω.
Εμένα με νευρίαζε ο τρόπος του, η ανημποριά του να κόψει το ποτό και μαζί μ αυτό, με ενοχλούσε που γινόμουν ευάλωτος, τον ακολουθούσα στα βήματα του. Νόμιζα πως έφταιγε αυτός που έπινα μερικές φορές όσο κι αν φαίνεται ανόητο. Τον ίδιο βέβαια, δεν τον ένοιαζε που έπινε, δεν έβαζε μαράζι μέσα του, το περνούσε ντούκου. Τι μου χώθηκε εμένα και του συνέστησα να κάνει πιο μετρημένη ζωή;
-Ποια μετρημένη ζωή και κολοκύθια μου λες ρε! Βρόντηξε το ποτήρι στο δάπεδο, το σπασε. Αυτή που κάνεις εσύ; Αυτό το λες μετρημένη ζωή; Τα ξέρουμε και τα δικά σου! Ίδιος είσαι και συ με μας, τι νομίζεις!
-Εγώ; Να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου! Αγρίεψα και τον κοίταξα με μάτι θολό.
-Εσύ ρε! Που το παίζεις μη μου άπτου! Που το παίζεις κυρία!
-Πρόσεξε τι λες!
-Εσύ να προσέξεις! Και σήκωσε το χέρι να με χτυπήσεικαθώ είχαμε έρθει αντιμέτωποι.
Αρπαχτήκαμε για τα καλά. Πίνακες έπεφταν από εδώ κι από εκεί, ποτήρια, χρώματα, πινέλα και τασάκια γινόταν συνονθύλευμα. Γινόταν ένα εργαστήρι μπουρδέλο. Σμπαράλια και θρύψαλα, συρθήκαμε μέχρι το γραφείο χουφτώνοντας γερά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Μας είχαν φύγει τα τσαγούλια, αίματα στάξανε κι έτσι με σφιγμένα τα σαγόνια του φώναξα:
-Τι θες ρε!
Φαίνεται πως η φωνή μου είχε αγωνία και το κατάλαβε.
-Θα σε σκοτώσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του κι άρπαξε ένα μαχαίρι που βρέθηκε πάνω στο γραφείο.
Φοβήθηκα πραγματικά αλλά δεν το δειξα, Δεν ξέρω γιατί αλλά άμα βλέπω άνθρωπο με όπλο στο χέρι του αγριεύω πολύ. Ο Ντάφλος ήταν τρελαμένος από το ποτό, τον είχε πειράξει που τον είχα χτυπήσει, έτρεχε η μύτη του και η δύναμη του πολλαπλασιαζόταν. Είδα κι έπαθα να του πάρω το μαχαίρι από το χέρι. Ύστερα τον χτύπησε μάλλον πιο δυνατά και άσχημα. Το μάτι του μαύρισε αλλά είχε ακόμα μια δύναμη τεράστια. Μου ξαναόρμησε με τα χέρια, δεν τον χτύπησα άλλο. Κάποια στιγμή λαχανιασμένοι σταματήσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του, εγώ τον κοίταζα και δεν τον αναγνώριζα. Αλλά ούτε και τον εαυτό μου αναγνώριζα. Τι ήταν αυτά που έκανα; Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να τσακώνομαι να μπλέκω σε καβγάδες. Έπειτα προς τι όλη αυτή η εναντίωση Ήμασταν φίλοι τόσα χρόνια, τι διάολο, θα σκοτωνόμασταν τώρα;
Πάνω σ αυτή την κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μουδιασμένος κοιτάζοντας πάντα προς τη μεριά του, μη μου ορμήσει, δεν του είχα πια εμπιστοσύνη, όλα να τα περιμένεις από ανθρώπους σαν το φύραμα του.
Ναι; Ρώτησα φέρνοντας τα ακουστικό στο αφτι.
-Τον κύριο Αμβράζη, παρακαλώ, άκουσα μια βαθιά, αγχώδη φωνή που έμμεσα κάτι μου έλεγε.
-Ο ίδιος, ποια είστε;
-Αχ, παιδάκι μου! Έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Πάει ο Τασούλης, τον χάσαμε!
-Ο Τασούλης… ψέλλισα. Πάει;… πότε;…
-Χτες το βράδυ αγόρι μου. Έπαθε ανακοπή, έτσι είπε ο γιατρός, έτσι δυο λέω. Κι αύριο έχουμε την κηδεία, στις τρεις το μεσημέρι. Να έρθεις παιδί μου, αχ, πάει το παιδί μου, πάει ο φίλος σου. Να έρθεις, δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο, εσύ ήσουν ο καλύτερος φίλος του.
Δεν ήξερα τι να πω, σα να άνοιξε ένα κενό μέσα μου από αναπάντητα πράγματα κι αυτή, η μητέρα του δε μου έλεγε. Έκλεισε το τηλέφωνο, με άφησε με το ακουστικό στο χέρι και ένα σωρό αναπάντητες ερωτήσεις στα χείλη. Πέθανε; Πως πέθανε; Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι; Πριν μια βδομάδα ήμασταν παρέα, μια χαρά ήταν, είχε συνέλθει, τι έγινε σ αυτό το διάστημα;
Στην αναμπουμπούλα της κατάστασης, ο Ντάφλος χτένιζε με μια σπασμένη τσατσάρα τα μαλλιά του και κοίταζε το μαυρισμένο μάτι του στον καθρέφτη.
-Ξέρεις, μου είπε, μη πιστέψεις πως ήθελα να σε σκοτώσω. Εσύ ρε συνάδελφε το πήρες σοβαρά, πήγε ν αστειευθεί αλλά φαινόταν πως τον είχε πειράξει που τον χτύπησα.
-Τασούλης πέθανε, του ανακοίνωσα απλά.
Αποσβολώθηκε. Έμεινε να με κοιτάζει σα να μη με πίστευε.
-Πλάκα μου κάμεις; Κι έβαλε τσικουδιά να πιούμε.
- Ξέρεις να κάνω τέτοιες πλάκες; Ήταν η μητέρα του στο τηλέφωνο. Πέθανε χτες το βράδυ, έτσι μου είπε.
Δε μίλησε, ούτε κι εγώ. Μείναμε έτσι, να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Τι ήταν αυτός που πέθανε; Σκεφτόμουν. Φίλος; Αδερφός; Ξένος; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ εκείνη την ώρα και ούτε μπορούσα. Ήταν όλα μαζεμένα στο κεφάλι μου και είπα του Ντάφλου να με αφήσει μόνο μου. Έτσι έγινε.
Την άλλη μέρα που θα γινόταν η κηδεία, σκέφτηκα να μη πάω στην αρχή αλλά ήρθε ο Ντάφλος και με πήρε με ύφος που δε δεχόταν καμιά αντίρρηση.
-Πάμε, μου είπε.
Είχαμε οι δυο τα μαύρα μας τα χάλια. Εγώ άυπνος με μάτια κόκκινα με μερικούς μώλωπες στο σαγόνι, εκείνος με μάτι μπλάβο, μελανιασμένο μάγουλο απ τις μπουνιές μου, αξύριστος- είχε πιει πάλι ή κρατούσε από τα χτεσινά.
Στην κηδεία δεν ήταν κόσμος πολύς,λίγοι, πολύ λίγοι. Πάντως κάπου εκεί σε μια άκρη πήρε το μάτι μου εκείνη την ξεφωνημένη αδερφή που τους είχα συλλάβει έπ αυτοφώρω να κάνουν έρωτα. Έκλαιγε γοερά και τον λυπήθηκα. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα συμπόνιας και τίποτε άλλο. Δεν είχαμε τι να πούμε οι δυο μας.
Πάνω από τον τάφο του η μάνα του και η αδερφή του έκλαιγαν σπαρακτικά. Ίσως και πέντε έξι άλλα άτομα που δεν γνώριζα. Κάποια στιγμή, με πλησίασε η Έλλη  και με παρακάλεσε να πω δυο λόγια. Μέσα από κάποιους κόμπους και λυγμούς της είπα πως δεν μπορούσα να το κάνω. Κι έτσι μίλησε ο Ντάφλος.
- Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Τασούλη, άρχισε ενώ ρίχναμε μια χούφτα χώμα στον τάφο.
Ύστερα μισομεθυσμένος καθώς ήταν, λιγνός, ασπρουλιάρης με κάτασπρα μαλλιά που ανέμιζαν στο σιγανό αγέρι, συνέχισε ένα μπερδεμένο λογύδριο περί ζωής και θανάτου.
-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς Τασούλη; Ο θεός είναι μεγάλος μα τούτα εδώ που κάνει είναι αδικίες. Δεν έπρεπε να σε πάρει τόσο νέο Γιατί παίρνεις τους νέους κύριε; Ο Τασούλης ήταν μόνο τριάντα έξι χρονών. Και συ Τασούλη τι έψαχνες; Γιατί να πας στα ραδίκια τόσο νέος, γιατί κατέβηκες τόσο χαμηλά, εμείς σε αγαπούσαμε, εμείς θα σε θυμόμαστε όλοι. Τασούλη θα σου βάλουμε μια φωτογραφία μεγάλη από το θέατρο που έπαιζες για να θυμάσαι πς έπαιζες τον παππού που δεν πρόλαβες να γίνεις. Να είσαι πάντα καλός εκεί που βρίσκεσαι φίλε, όπως ήσουν καλός κι εδώ. Αιωνία σου η μνήμη.
Αυτά ήταν μέσες άκρες όλα όσα είπε ο Ντάφλος κι σκεφτόμουν μήπως έκανε καμιά κουτουράδα έτσι μεθυσμένος που ήταν και γίνουμε ρεζίλι, περισσότερο από ότι ήμασταν.
Δεν έγινε τίποτε τέτοιο όμως και φύγαμε. Στην έξοδο του νεκροταφείου μας πρόλαβε η Έλλη.
-Ελάτε, θέλω να σας πω. Θέλω να μιλήσουμε λίγο, στράφηκε περισσότερο σε μένα.
Πήγαμε δίπλα στο καφενεδάκι. Παραγγείλαμε κονιάκ. Ήπιαμε και οι τρεις, η Έλλη έκλαιγε γοερά. Εμένα με νευρίαζε το κλάμα της παρ ότι φαινόταν αληθινό. Τι να μιλήσουμε σκέφτηκα, τι ν α πούμε τώρα; Εγώ που ήξερα πόσο σκληρά του είχαν φερθεί, ενόσω ζούσε, τι να της έλεγα; Με έπιασε μεγαλύτερη νευρικότητα.
-Εγώ τον αγαπούσα, ξέρεις εσύ, άρχισε. Άσχετο τι φαινόταν, ήμασταν αδέρφια, τον αγαπούσα ότι κι αν έκανε, ξέρεις εσύ Αμβράζη. Ο Ντάφλος δεν ξέρω αν τον γνώριζε, αν τον έζησε όπως εσύ. Και λεφτά του έδινα και σπίτι να μείνει του παραχώρησα. Δουλειά προσφέρθηκα να του δώσω στο γραφείο αλλά δε θέλησε. Είχε  εκείνο το πείσμα ενάντια στην οικογένεια. Τι με κοιτάς έτσι Αμβράζη; Στέγνωσε τα δάκρυα της.
-Πώς να σε κοιτάω; Ρώτησα αμήχανα. Δεν ήθελα να της πως τις σκέψεις μου που μάλλον ήταν κακές, ιδιαίτερα εκεί, μετά την κηδεία. Κάποτε θα της τα έσερνα, αν η τύχη το έφερνε να συναντηθούμε γιατί δεν έβλεπα κανένα λόγο να ξαναβρεθούμε.
-Πως έγινε; Ρώτησε για πολλοστή φορά ο Ντάφλος.
-Δεν ξέρω, είπε κι αυτή με ξαφνική αδιαθεσία. Μη με ρωτάτε και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Αυτή τη φορά φαινόταν πως κάτι έκρυβε. Κάτι σχετικό με το θάνατο του Τασούλη, τον τόσο ξαφνικό και τόσο παράξενο. Δε μας είπε, ούτε κι εμείς επιμέναμε. Μείναμε λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί. Ύστερα τη χαιρετήσαμε και πήραμε το δρόμο ο καθένας με τις δικές του σκέψεις. 


συνεχίζεται

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΜΑΣΑΖ ΣΤΟΝ ΉΛΙΟ



Για να δικαιολογήσουμε τον ρόλο της πορνογραφίας, πρέπει να μιλήσουμε ειλικρινά, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος. Από τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, μέχρι το διαδίκτυο, από τα βιβλία, τα κόμικς, έως τις εφημερίδες, όλα βρίθουν από μια σεξουαλικότητα και μια συνεχιζόμενη πάλη, ανάμεσα στη λογοκρισία-σενοτυφία των ανθρώπων και το κράτος που εισπράττει τα ανάλογα τεράστια ποσά! αλλά κατά τ άλλα απαγορεύει την πορνογραφία. Σε όλες τις έγκριτες εφημερίδες υπάρχουν μικρές και μεγάλες αγγελίες υποτιθέμενου μασάζ αλλά μόνο μασάζ δε γίνεται. Ποιος εισαγγελέας καταγγέλλει ή μηνύει το γεγονός; Κακά τα ψέμματα, το σεξ-πορνό, πουλάει. Αν θυμάμαι καλά, στην Κίνα είναι το πρώτο εγχώριο εισπρακτικό προϊόν.
Κι έπειτα, σύμφωνα με τη θεωρία που υποστηρίζει ο Μπορίς Βιαν, τα σύνορα μεταξύ ερωτισμού και πορνογραφίας, πορνογραφίας κι αισχρότητας, αναγνωρισμένης ή μη λογοτεχνίας, είναι πλέον θολά [οι ειδικοί και οι λεπτολόγοι δικαστές το ξέρουν καλά]: η διαφθορά υπάρχει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη κι η απλή περιγραφή ενός δέντρου είναι ικανή να προκαλέσει, σ αυτόν που ο δαίμονας του σεξ γαργαλάει επίμονα, οράματα που το Σατυρικό ή ο Μαρκήσιος Ντε Σάντ- δίκαια καταταγμένος από τον Βιαν άλλοτε μεταξύ των φιλοσόφων κι άλλοτε μεταξύ των κωμικών- είχαν δειλά σκιαγραφήσει.

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ 30



Δεν ξέρω πως και γιατί αλλά όποτε θυμόμουν τον Τασούλη- και τον θυμόμουν συχνά- ερχόταν στο νου μου η πάλη της γάτας με την ακρίδα. Και ποτέ δεν ήταν η γάτα.
Ήταν πια ένα έρμαιο της καταστροφικής, ερωτικής ζωής του. Ένας άνθρωπος που λες και ζούσε μόνο γι αυτό, χωρίς ιδανικά, δίχως κανένα σκοπό να ορίζει τον κόσμο του.
Έφυγε εκείνη την Κυριακή από το πατρικό του σπίτι. Πήγε κι έμενε εκεί στη βρώμικη γκαρσονιέρα, αλλάζοντας τεκνά, κάθε λίγο. Με την πάροδο του χρόνου είχε ασχημύνει, περισσότερο. Βούλιαζε μέσα στα κενά της ανυπαρξίας. Είχε γίνει ένας καθαρά αντεργκράουντ ομοφυλόφιλος.- μια ξεφωνημένη αδερφή. Σαν τον άγγελο, σαν όλους αυτούς που σύχναζαν στη Συγγρού. Ντυνόταν γυναικίστικα, μόνο όταν ήμασταν μαζί προσπαθούσε να κρυφτεί. Μερικές φορές όμως, του ξέφευγε καμιά ερωτική ματιά, κάποια ερωτική διάθεση απέναντι μου. Σκεφτόμουν πως κάποτε θα μου το έλεγε αυτό. Φαινόταν όμως από μακριά η αρνητική μου θέση για κάθε τι τέτοιου είδους σχέσεις κι έτσι έμενε αναπάντητο το ερώτημα μου αν ήταν ερωτευμένος μαζί μου, αν και η Βαριεντίνα μου είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου πως ο Τασούλης με γούσταρε.
Στα μεταξ΄ύ διαστήματα, με έπαιρνε που και που τηλέφωνο η μητέρα του. Μου άρχιζε τα παράπονα. Αχ, παιδί μου, έτσι ο Τασούλης, αλλιώς ο Τασούλης, δεν ξαναπερνάει καθόλου από το σπίτι αλλά εγώ που είμαι μάνα ενδιαφέρομαι και μαθαίνω. Αχ, τι θα κάνω η δόλια μ αυτό το παιδί! Τι να σου πω, εσύ τον βλέπεις καθόλου; Την τελευταία φορά που ήρθε μας μαύρισε στο ξύλο, δεν είναι παιδί αυτός, είναι διάβολος, αχ, τι να κάνω;
Παρ ολίγο να γελάσω στην ιδέα και την εικόνα με τον Τασούλη να τις δέρνει. Φαντάστηκα τη σκηνή αλλά τελικά δε γέλασα, μου φάνηκε ανόητο.
Μου τα έλεγε αυτά η μητέρα του, με τη βραχνή, αγχώδη φωνή της και με έπιανε μια λύπηση. Δεν ήξερα, τι να της πω, δεν μπορούσα να της πω τίποτε. Εκείνη πάντα έμοιαζε σαν κάτι να περίμενε από μένα. Τη ρώτησα γιατί τις έδειρε, μου απάντησε πως γύρευε λεφτά από την πατρική περιουσία για να κάνει αυτά που έκανε με τα άλλα γουρούνια του σιναφιού του. Η φωνή της ήταν σκληρή όταν μου έλεγε όλα αυτά αλλά στον ίδιο ποτέ δε μιλούσε έτσι. Της έδινε κλωτσιές στα πισινά. Αστείο φαινόταν αλλά δεν ήταν.
Της είπα, πως είχε κι αυτός κάποιο δίκιο. Μου απάντησε κάπως εχθρικά πως, αν δεν άλλαζε ζωή, δεν είχε να λάβει τίποτε από αυτούς.
Χωρίς λεφτά, δίχως δουλειά, χωρίς φίλους, σερνόταν σε όλα τα γκέι καταγώγια. Κάπνιζα φτηνά, άφιλτρα τσιγάρα, λερός, ασήμαντος, διάβαινε τα βράδια στα υπόγεια, ντυμένος με παλιά, βρώμικα, ξεφτισμένα ρούχα. Εκείνο το γκρι, πιτσιλωτό μπουφάν που το φορούσε από τότε που τον είχα γνωρίσει, είχε γίνει ένα επάνω του ένα με τον εαυτό του. Πετσί και κόκαλο καθώς είχε γίνει, ξανθός, ασπρουλιάρης, έμοιαζε με κιτρινιάρη γέρο. Ναι, γερνούσε πρόωρα. Γερνούσε πριν της ώρας του, βιαστικά, δεν προλάβαινε το τραίνο. Ποιο τρένο; Αλίμονο, θλίψη και φρίκη κυλούσε η ζωή του, το ποτάμι που λέγαμε, τον παράσερνε στον πέρα κόσμο, τον αλήτευε σε σκοτεινούς διαδρόμους. Σε τέτοιους που τον έμπλεξαν τέσσερις-πέντε σαχλόμαγκες εκείνο το βράδυ, που είχε κάνει το λάθος να τους πάει στη γκαρσονιέρα του. Παλιόμουτρα του κερατά, φασιστοειδείς φάτσες, τατουάζ στα μπράτσα, σκουλαρίκια στ αφτιά. Κάπνισαν χασίς , ήπιαν κανα δυο μπουκάλες κονιάκ, αγρίεψαν περισσότερο. Του την έπεσαν, τον βίασαν, έκαναν ότι έκαναν, τον παράτησαν εκεί καταματωμένο και πρησμένο από το ξύλο.
Έτσι τον βρήκα την επόμενη από το συμβάν που έτυχε να περνάω από εκεί και σκέφτηκα να περάσω να τον δω. Κάθισα στο βρώμικο καναπέ, τον κοίταξα που προσπαθούσε να ανασηκωθεί και δεν τα κατάφερνε. Τον βοήθησα και ξανακάθισα στον καναπέ. Όλο το σκηνικό, κουβέρτες, σεντόνια, και λοιπά, βρωμούσαν ποδαρίλα και σεξ- ποιος ξέρει αν είχαν πλυθεί ποτέ τους.
Σκουπίδια κατάχαμα, περιοδικά, εξώφυλλα πορνό, στον τοίχο καρφωμένες μερικές φωτογραφίες. Σε μια από αυτές ήταν ο ίδιος ντυμένος γυναικεία σε σέξυ, ολόσωμη στάση. Δίπλα κάποιες άλλες από το θέατρο που είχαμε παίξει τότε δε θύμιζαν τίποτε από εκείνον τον Τασούλη , έστω και με βαμμένα κατάξανθα μαλλιά, έστω και γέρο να παίζει τον παππού, τον πατέρα του Μπρικ. Αλλά τι λέω, τώρα του έμοιαζε περισσότερο, τώρα που είχε γίνει γέρος, ρυτιδιασμένος, ανήμπορος λίγο πριν από τα σαράντα του χρόνια. Σε μια άλλη απέναντι, ήταν εικοσάρης, γερός, παχουλούτσικος, χαρούμενος. Πόσο είχε αλλάξει τώρα; δεκαπέντε χρόνια μετά; Ήταν τόσο απρόβλεπτος ο μαρασμός του, τα είχε όλα τόσο παρατημένα: Τη θέληση που είχε πριν, τη διάθεση να δημιουργήσει, να κάνει καριέρα, να σπρώξει τα πράγματα λίγο πάρα πέρα, όπως έλεγε. Τώρα είχε ξεχάσει τα πάντα. Καθόταν εκεί, μαυρισμένος στο ξύλο, ανακούρκουδα, μισόγυμνος, να μυξοκλαίει.
Πρέπει να σε δει κάποιος γιατρός, μίλησα κάποτε.
-Γιατρός; Απόρεσε και με κοίταξε σα φοβισμένο ζώο. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν.
-Ναι, κάποιος γιατρός τέλος πάντων, να σου καθαρίσουν τα τραύματα, να δούμε τι έχεις…
-Δεν πάω εγώ σε γιατρούς, σταμάτησε να κλαίει. Δεν έχω καμιά σχέση μ αυτούς, είμαι μια χαρά, θα μου περάσει και με κοίταξε πιο προσεκτικά, πόσο καλοντυμένος ήμουν. Πάνε καλά οι δουλειές;
Σταμάτησε για λίγο.
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ, τα κατάφερες, είσαι σκληρός, συνέχισε με κάποια δόση ζήλειας.
-Τι κατάφερα; Ρώτησα εγώ με ειλικρίνεια.
-Ε, πως! Σα να πειράχτηκε. Λεφτά, όνομα, αυτοκίνητα, πλούσια γυναίκα, μπήκες στο κλάμπ του κατεστημένου. Αλήθεια τι γίνεται η Λουτσία;
-Μια χαρά είναι, δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες. Όσο για μένα δεν είναι και τόσο ρόδινα όσο φαίνονται.
Έγινε λίγη σιωπή.
-Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα σου, συνέχισα και πετάχτηκε πάνω κουτσαίνοντας.
-Δε με νοιάζει γι αυτή τη σκρόφα! Μούγκρισε. Τα ακούς; Ούτε γι αυτή ούτε για την άλλη. Κι αν είσαι φίλος μου να μη μου ξαναμιλήσεις γι αυτές. Με παράτησαν με έκαναν όπως με έκαναν. Μια ζωή κυνηγημένος, ένα καμένο χαρτί. Η ηλίθια η αδερφή μου και η μαλακισμένη μάνα μου!
Πως μιλάς έτσι για τη μάνα σου; Για την αδερφή σου;
-Έτσι μιλάω ρε! Έκανε περιφρονητικά Δεν τους χρωστάω τίποτε κι αν έγινα ρεμάλι απ αυτούς έγινα. Αλλά βλέπω πως ακολουθάς κι εσύ το δρόμο τους. Έγινες κωλοαστός! σάρκασε. Ο Αμβράζης κωλοαστός!
-Τι ήθελες να κάνω; Τον κοίταξα στα μάτια.
-Δεν ξέρω, είπε τώρα άσκεφτα, δε με νοιάζει, κάνε όπως θέλεις και ξανακάθισε.
Σχεδόν αμέσως σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα και γύρισε με δυο σκουριασμένα κονιάκ.
-Θα τα πιούμε και θα φύγεις, μου είπε. Δε θέλω να ξανάρθεις. Δε θέλω να βλέπεις το χάλι μου, άσε με εμένα, έτσι έγινα εγώ. Τι θέλεις εσύ με τα σκουπίδια; Τράβα, έχεις άλλο δρόμο.
Δεν ήξερα τι να του πω, ούτε τι να κάνω, δεν ήμουν ποτέ ένας καλός παρηγορητής. Μέσα μου λυπόμουν βαθιά για την κατάντια του φίλου μου κι απ την άλλη κάτι σαν αδιαφορία με τσιμπούσε. Τι με νοιάζει εμένα; Ψυχανεμίστηκα. Δεν μπορώ να σώσω εγώ τον κόσμο, έτσι σκέφτηκα και ντράπηκα. Παλαιότερα ποτέ δε σκεφτόμουν έτσι. Τώρα έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές στα πράσα. Γινόμουν βολεψάκιας, ας τον κόσμο να κουρεύεται, έλεγα. Μετάπτωση σημαντική, κούραση μαζί με απογοήτευση από τους ανθρώπους. Κούραση, θες κι ανημποριά. Πάντως πολύ λυπήθηκα και τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ.
-Τα ήπιαμε, φύγε τώρα, μου είπε πονεμένα κοιτάζοντας με στα μάτια.
-Μου έδωσε το χέρι, γύρισε την πλάτη να μη δω που έκλαιγε. Του έδωσα εγώ το δικό μου, χαιρετηθήκαμε και ήταν σα να τον έβλεπα για πρώτη και τελευταία φορά. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μάτσο χιλιάρικα, τα ακούμπησα στο τραπέζι και με σιγανά βήματα έφυγα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 29






Η μητέρα του είχε ένα πλεχτό πανέρι γεμάτο με σύνεργα ραφτικής που το γυρόφερνε σε όλο το σπίτι. Απ την κουζίνα στο σαλόνι, απ την κρεβατοκάμαρα στο μπαλκόνι κι ύστερα πάλι στην κουζίνα. Εκεί μέσα σ αυτό το πανέρι, έβρισκες ότι ήθελες: Κουβαρίστρες, βελονάκια, κουμπιά διαφόρων ειδών, φερμουάρ και όλα τα τέτοια. Καθόταν με τις ώρες δίπλα στην τηλεόραση, έπλεκε και χάζευε αφηρημένα στην οθόνη. Συνήθως δεν πρόσεχε τι έβλεπε, απλά την είχε ανοιχτή σα συντροφιά, με την ιδέα να ξεπερνάει τον καιρό της, τις σκοτούρες που είχε στο μυαλό για τον γιο της.
Τον περισσότερο καιρό από τότε που είχε φύγει ο Τασούλης, τον περνούσε μόνη της. Η κόρη της η Έλλη σπάνια ερχόταν κι αυτή- κάποιες Κυριακές μεσημέρια για να φάνε παρέα και να τα πούνε λίγο. Έτσι η καλύτερη παρέα της ήταν το πανέρι, η τηλεόραση και μια λιάρα γάτα, η Λίγκα.
Όταν έβγαινε για ψώνια-μια φορά τη βδομάδα- την έπαιρνε για παρέα. Βάδιζε αργά, συνήθως δε μιλούσε σε κανέναν ή κουνούσε μόνο το κεφάλι, συγκαταβατικά, στις καλημέρες που της απηύθυνε ο μπακάλης, ο μανάβης, οι γείτονες.
Σπανιότατα ήταν χαρούμενη. Πώς να χαιρόταν με όλα αυτά που της τύχαιναν; Από τότε που είχε πεθάνει ο άντρας της -αλλά  κι αυτός μιλούσε σπάνια μιλούσε- και είχε πάρει το δρόμο που πήρε ο γιος της, τα πράγματα χειροτέρευαν. Την έτρωγε η μοναξιά, η απογοήτευση.
Όμως εκείνη την Κυριακή είχε λόγους να είναι χαρούμενη. Την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε πει πως θα πήγαινε για φαγητό. Είχε συνεννοηθεί με την Έλλη να περάσουν από το πατρικό για φαγητό
-Αμάν Παναγίτσα μου και πότε! Ανέκραξε με την ψυχή της και βάλθηκε να συγυρίσει όλο το σπίτι με φροντίδα για να τους υποδεχτεί. Η ώρα πέρασε γρήγορα, έφτιαξε φρικασέ που ήξερε πως τους άρεσε, σαλάτα, πατάτες, τυριά. Έστρωσε την τραπεζαρία, έβαλε τα καλά σερβίτσια και τους περίμενε. Πήρε και το πανέρι με τα σύνεργα της για το πλέξιμο κι άρχισε τη μονότονη εργασία της σιγοτραγουδώντας με την βραχνή φωνή της.
Πρώτος έφτασε ο Τασούλης. Ντυμένος άσχημα, βρώμικα. Το λερωμένο πουκάμισο κρεμόταν γύρω από ένα τρισάθλιο τζιν, τα λευκά του παπούτσια μουντζουρωμένα σα μικρού παιδιού που έπαιζε μπάλα. Η μάνα του το πρόσεξε αμέσως αυτό, δεν της άρεσε, σούφρωσε με απογοήτευση τα χείλη της. Κούνησε και το κεφάλι καθώς τον υποδεχόταν στην Αυλή. Το σπίτι τους ήταν μια παλιά μονοκατοικία με αυλή, δέντρα, κήπο.
-Τι έγινε μάνα; Της είπε αυτός και την παραμέρισε να περάσει.
Ήταν Μάρτιος μήνας βροχερός, κρύος. Ο Τασούλης είχε βραχεί. Τις περισσότερες φορές κυκλοφορούσε με τα πόδια, δεν τον ένοιαζε ούτε η βροχή, ούτε το κρύο εκείνο τον καιρό. Περπατούσε ώρες ολόκληρες στο δρόμο, μέχρι να φτάσει εκεί που ήθελε, όπως τώρα που είχε έρθει από τα Πατήσια στου Γκύζη.
Κοίταξε τη μάνα του με νεύρα καθώς εκείνη πήρε μια πετσέτα και του σκούπιζε το πρόσωπο, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «βράχηκες παιδάκι μου!»
-Ναι, βράχηκα μάνα, της απάντησε. Είναι ‘έτοιμο το φαγητό; Η άλλη που είναι; Δε φάνηκε ακόμα;
-Εσύ είπες πως θάρθει… ξέρω εγώ; Έκανε μουδιασμένη. Γιατί βιάζεσαι παιδάκι μου, τόσον καιρό είχες να έρθεις στο σπίτι σου να δεις τη μάνα σου….
-Δε βιάζομαι, έχουμε να κουβεντιάσουμε
-Τι να πείτε; Τον κοίταξε αλαφιασμένη τώρα. Μην αρχίσετε πάλι τα ίδια και τσακωθείτε. Άκουσε με Τασούλη, δε σου φταίει τίποτε η Έλλη αν ο πατέρα σου τα άφησε όλα σε κείνη. Εσύ να κοιτάξεις να διορθωθείς…
-Τι να διορθώσω; Την έκοψε με νεύρα. Εσείς μου καταστρέψατε τη ζωή! Άστα τώρα αυτά, έλα, κάτσε να φάμε!
-Μα να έρθει και η αδερφή σου…
-Άστη αυτή, έχει να φάει, θα έρθει μη σκας, κάτσε.
Η μάνα του σέρβιρε το φαγητό, κάθισαν κι άρχισαν να τρώνε ανόρεχτα. Ο Τασούλης μασούσε ανόρεχτα, λες και δεν τον ένοιαζε αν έτρωγε ή δεν έτρωγε, Σα να μασούσε ξύλα. Η μάνα του τον παρατηρούσε σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της, περίμενε να έρθει η κόρη της που δεν άργησε.
Μπήκε μέσα με αέρα ντίβας, περιποιημένη, ντυμένη στο σικ. Απίθωσε την ομπρέλα της, φιλήθηκε με τη μάνα της που σηκώθηκε να την υποδεχτεί, κάνοντας κι ένα νεύμα με νόημα ούτως ώστε να δει τον Τασούλη, που δεν είχε σηκώσει τα μάτια του να δει την αδερφή του.
-Γεια σου αδερφούλη, του είπε και τον φίλησε στο μάγουλο ενώ εκείνος τραβήχτηκε σα να τον τσίμπησε μύγα.
-Τι έπαθες ρε! Του ρίχτηκε αμέσως επιθετικά. Μύγα σε τσίμπησε; Δεν είπαμε από το τηλέφωνο πως θ αλλάξεις; Τι χάλια είναι αυτά; Πάλι τα ίδια αρχίζεις;
-Άμα μου δώσεις αυτά που δικαιούμαι, θ αλλάξω. Αυτό δε σου είπα;
-Πρώτα θ αλλάξεις στάση για τη ζωή, θα γίνεις ένας κανονικός άνθρωπος και μετά θα δεις αν εμείς δε σε αγαπάμε όπως λες.
- Ναι, το ξέρω. Το βλέπω, μη νομίζετε! Γέλασε ειρωνικά. Ψοφάτε για μένα, σας βλέπω.
-Τώρα τι να του πω; Γύρισε στη μάνα της η Έλλη. Κάθισε να φάμε μητέρα.
Κάθισαν αλλά ήδη η χαρά τους ήταν τελειωμένη κι έτσι ανόρεχτα, βουβά κύλισε λίγη ώρα. Έβλεπε κανείς πως η διάθεση για συμφιλίωση μεταξύ τους πήγαινε χαμένη.
-Θα έρθεις να μείνεις στο σπίτι σου παιδί μου; Ρώτησε επιτέλους κάποια στιγμή η μάνα του.
-Τι να έρθω να κάνω εδώ; Να βλέπω τα μούτρα σας; Να σας ακούω να μουρμουρίζετε συνέχεια για μένα;
Δεν του άρεσε η προοπτική, δεν τον βόλευε. Ποτέ δεν του άρεσε να μείνει μαζί τους και γι αυτό έφταιγε το ερωτικό του πρόβλημα. Που θα κουβαλούσε τους εραστές του; αν ήταν γυναίκες δε θα υπήρχε πρόβλημα αλλά τώρα; Τίποτα, ήθελε ένα χώρο δικό του, να μην υπάρχει κανείς άλλος και ιδιαίτερα η μάνα του και η αδερφή του.
-Να έρθεις να μείνεις εδώ, μην κοιτάς έτσι τη μαμά. Κι έπειτα να έρθεις και στο γραφείο. Σου είπα: θα σε προσλάβω υπάλληλο και συμφώνησες, τώρα γιατί το αλλάζεις;
-Δεν έρχομαι! Πείσμωσε. Αν έχετε να μου δώσετε σε μετρητά όσα μου ανήκουν, ακόμα και με λιγότερα, φεύγω. Φεύγω και δεν πρόκειται να σας ξαναδώ. Αυτό είναι το καλύτερο δε βλέπω να υπάρχει άλλη λύση για μας.
-Δεν ξέρεις τι λες! είσαι ηλίθιος όπως ήσουν πάντα. Για ποια μετρητά μιλάς; Ο πατέρας δεν άφησε δραχμή μετρητό και το ξέρεις. Εκείνα τα χτήματα και το οικόπεδο υπάρχουν, όπως κι αυτό εδώ το πατρικό μας σπίτι. Τι θες, δηλαδή, να σου τα δώσουμε να τα σπαταλήσεις άσκοπα και να μείνουμε όλοι στο δρόμο; Δε σφάξανε!
Του έλεγε ψέματα για τα μετρητά κι αυτό τον φούντωσε, τον έκανε μπαρούτι. Ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει πως άφηνε στο όνομα της μητέρας του, αρκετά μετρητά στην τράπεζα και τώρα αυτές οι δυο τον κορόιδευαν.  Τσίριξε λίγο αδερφίστικα με νεύρα και πετάχτηκε επάνω. Έσκασε ένα δυνατό σκαμπίλι στην Έλλη, την έσυρε στο δάπεδο καθώς εκείνη έπεσε. Πρόλαβε να της δώσει μερικές μπουνιές, κλωτσιές και στη μάνα του που μπήκε στη μέση να τους χωρίσει.
Στο μάλε-βράσε της περίπτωσης, ανάμεσα από νυχιές, σε τραβήγματα, κάποια στιγμή η Έλλη λευτερώθηκε. Με μάτι μπλάβο, γεμάτο θυμό, γεμάτο λύσσα, έχωσε μια γερή μούντζα στα μούτρα του Τασούλη. Ύστερα τράβηξε αναμαλλιασμένη, γεμάτη αίματα να φύγει. Από την πόρτα τους φώναξε πως δεν επρόκειτο να ξαναπατήσει το πόδι της εκεί, μέχρι να πεθάνουν.
Ο Τασούλης έκρυψε το πρόσωπο  του με τα δυο του χέρια, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, γεμάτος νυχιές ενώ η μάνα του πήγε κοντά του, έκανε να του μιλήσει, μα σιώπησε.
-Φύγε! Μούγκρισε μέσα από αναφιλητά και δάκρυα. Φύγε! Ή καλύτερα να φύγω εγώ.
Εκείνη πήγε να τον σταματήσει.
-Σκάσε! Της είπε. Μη μιλάς! Εσύ φταις για όλα! Δε φεύγω τώρα, μη φοβάσαι, θα πάω έξω στην αυλή. Φτιάξε μου έναν καφέ.
Βγήκε έξω, περπάτησε δίπλα στη ροδακινιά που έσταζε ακόμα στάλες βροχής, αν και η βροχή είχε σταματήσει από ώρα.
Κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Πίσω από τα λερωμένα σύννεφα, είδε έναν λαμπρό ήλιο να ξεπροβάλλει.. Σκούπισε τα αίματα, πήρε βαθιές ανάσες σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται. Πλησίασε κοντά του και η Λίγκα η γάτα της μάνας του. Τη χάιδεψε λίγο κι ύστερα την είδε ξαφνικά, να κάνει ένα σάλτο πάνω στη ροδακινιά. Παραξενεμένος προσπάθησε να δει το θήραμα της. Ήταν μια μεγάλη ακρίδα, σταχτιά, προς το χρώμα των βράχων. Η ακρίδα πήδηξε πιο πέρα, ξέφυγε από το θανατηφόρο χτύπημα της Λίγκας, που μισοκλείνοντας τα μάτια της έκατσε στα πισινά της πόδια, πάνω στο κλωνάρι κι άρχισε να την παραμονεύει. Ήξερε το θύμα της, το έδειχνε η σιγουριά στις κινήσεις της- δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως μπορούσε να της ξεφύγει.
Η ακρίδα έμεινε για λίγο στην ίδια θέση. Ύστερα πετάχτηκε στο διπλανό πεύκο να κρυφτεί αλλά η Λίγκα την είδε.Ήταν ένα μικρό, λιγό πεύκο που είχε φυτέψει πρόσφατα η μανα του. Κατέβηκε ήρεμα, αθόρυβα από τη ροδακινιά, έφτασε στον κορμό του πεύκου, κοίταξε ψηλά ψάχνοντας τρόπο ν ανέβει. Γύριζε από δω, κοίταζε από εκεί, μα πάντα η εγρήγορση αντιφέγγιζε στα πράσινα μάτια της. Δεν έχανε καμιά κίνηση της ακρίδας.
Ήρθε η μητέρα του, ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι μα δεν της έδωσε σημασία. Σαν να μην υπήρχε καθόλου, έμεινε προσηλωμένος στη γάτα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο. Η μάνα του μπήκε στο σπίτι.
Ήταν μια όμορφη, τιγρέ γατούλα η Λίγκα. Ο Τασούλης απόρεσε, σχεδόν μαγεμένος από την σιγουριά της. Τι διάολο, σκέφτηκε. Η ακρίδα έχει φτερά, θα πετάξει. Δεν πρόλαβε όμως. Ταυτόχρονα με τη σκέψη του η Λίγκα ανέβηκε στην πλάτη της καρέκλας του, ζυγιάστηκε, κι από εκεί έδωσε το μεγάλο σάλτο.
Χτύπησε την ακρίδα με τα νύχια της. Δεν την γράπωσε, την έριξε δίπλα στον μαντρότοιχο κι άρχισε να παίζει μαζί της το κρυφτούλι, κάτι σαν ένα παιχνίδι μεταξύ δυνατών και αδυνάτων. Την πετούσε από εδώ, την παρατούσε από εκεί, αδιάφορη τάχα, προσπαθούσε να της δώσει το δικαίωμα ν ανοίξει τα μαδημένα φτερά της. Την γύριζε ανάσκελα, μόλις την έβλεπε που πήγαινε να ορθωθεί, καμώνοντας η ίδια την ανέμελη, ξαφνικά την μάζευε με τα πόδια και την πήγαινε κουτρουβαλώντας την, πηδώντας, γρυλίζοντας στο μάκρος του διαδρόμου, στο πλακόστρωτο της αυλής.
Θα την φάει τώρα, σκέφτηκε ο Τασούλης ανάβοντας άλλο τσιγάρο. Αυτό δε θέλει; Η Λίγκα όμως, ήρεμα, σχεδόν βασανιστικά έπαιζε το παιχνίδι του αργού θανάτου διαμελίζοντας το θύμα της. Ύστερα την παράτησε μισοπεθαμένη στην άλλη γωνιά και ήρθε κοντά του. Τον κοίτα με μάτια σαν της γάτας κι αυτός ανατρίχιασε. Είπε να πάει να πάει να πιάσει την ακρίδα μήπως και την έσωνε αλλά κίνησε μαζί του αμέσως και η Λίγκα, απειλητική. Άπλωσε το χέρι να την πιάσει από τα πόδια και του όρμησε Του την πήρε από τα δάχτυλα, χώθηκε μαζί της κάτω από τα πόδια του τραπεζιού, μπλέχτηκαν κι αυτά με τα δικά της. Ο Τασούλης είδε να της κόβει ένα κομμάτι απ την ουρά. Μετά μασούλησε τα φτερά της, ενώ η ακρίδα προσπαθούσε ακόμη να κουνηθεί, να φύγει. Αλλά δεν μπορούσε, ίσχυε ο νόμος του δυνατότερου. Νόμος κι αυτός! Το μεγάλο ζώο τρώει τα μικρά. Τα πολλά μικρά, ένα μεγάλο. Το λιοντάρι τις αντιλόπες, η γάτα τις ακρίδες, οι ακρίδες τα σιτάρια, ο άνθρωπος τις ακρίδες, τα λιοντάρια, τις γάτες, τα ποντίκια, τα σιτάρια.
Δεν ήξερε πόση ώρα γινόταν αυτό το άγριο παιχνίδι, πόση ώρα η Λίγκα ξεψάχνιζε τη ζωντανή ακόμα ακρίδα. Ως και το τελευταίο της χνούδι, κουνιόταν, προσπαθούσε να σωθεί.
Τελικά άφησε μόνο το κεφάλι. Ύστερα στάθηκε στα πίσω πόδια κι έγλειφε τα μουστάκια της. Τον έπιασαν κι αυτόν κάτι νεύρα που της έδωσε μια γερή κλωτσιά. Όσο την πρόλαβε δηλαδή, γιατί, σαν λάστιχο, σπρωγμένη κι απ την κλωτσιά, ξέφυγε πιο πέρα. Όχι πολύ μακριά, λίγο πιο εκεί. Ακούμπησε πάλι στην ίδια θέση-την αιώνια θέση της γάτα- και αμέριμνη τον παρακολουθούσε.

Συνεχίζεται

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...