Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ΑΠΟΒΟΛΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ. [Έχετε φάει μπουνιά από καγκουρό;]






Η Ελλάδα είναι μια λαϊκίστικη χώρα. Δεν πιστεύει στις αξίες.
[ Μπονζούρ και μπόν φιλέ μαντάμ ]
Δεν έχετε φάει μπουνιά από καγκουρό.

Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο, περισσότερο από 
είκοσι χρόνια.

Το Λονδίνο είναι ταυτόχρονα η πιο φιλική πόλη και η ..λιγότερο
 φιλική! Η Αθήνα μετέχει μόνο στη βρωμιά. 
Από έρευνα στο ίντερνετ.
[ Καλά, τόσα χρόνια δεν παινευόμαστε πως είμαστε Ευρωπαίοι;]

Ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν πάω σινεμά, δεν πάω όπερα, 
δεν πάω θέατρο, δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δε δουλεύω, δε γαμάω.

Πρώτος στο μασάζ προσώπου, ο Γιουκονούκου Τανάκα.
Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο τριάντα χρόνια.

Από τους ζωγράφους, μόνο ο Τσόκλης και ο Φασιανός επέζησαν
 του μνημονιαίου κατακλυσμού.

Να ξαναδιαβάσετε την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, της Άλκης
 Ζέη. Αν προλάβετε γιατί τα 200.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν. 
Φοβερό βιβλίο. Μπορείτε να στολίσετε με αυτό την βιβλιοθήκη σας.
[Τη νύχτα/όταν έπεσε να κοιμηθεί/ξέχασε να κουρντίσει το 
ξυπνητήρι/Δεν ξύπνησε ποτέ.] ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ

Μόνο ο Πρέκας και ο Παπαθεμελής, μόνο αυτοί θα μπορούσαν να
 μας σώσουν. Μόνο. [Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα οι σπηλιές στα
 Μάταλα.]
Α! και ο Θεοδωράκης.

Μην ξεχάσω τον Ιστορικό Τατσόπουλο. Τον Πέτρο.

Έχετε φάει ποτέ μπουνιά από καγκουρό;

Κάποιος δεν αγόραζε βιβλίο ποτέ.



Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ Στάχτες ΤΩΝ ΟΝΕΊΡΩΝ Μας

Πάλι γέμισε σκουπίδια η παλιά αυλή
πίσω απ την εσώπορτα, ανάμεσα στις ραφές μεταξύ τοίχου και σοβά, 
εκεί που στριμώχνονται οι φασαρίες και οι στάχτες των ονείρων μας

Η μία λύπη διαδέχεται την άλλη
δεν είναι και τόσο κακό να λυπάσαι, επειδή έχασες το μεγάλο τρένο
όταν ακόμα ήσουν νέος, έλπιζες  να το βρεις στον επόμενο σταθμό.

Πάλι η βροχή είχε σταματήσει
όταν πήρες την απόφαση να μείνεις μόνος με τη σκόνη των ονείρων σου
επειδή ο θόρυβος που κάνουν οι αγάπες σε ενοχλούσε-στο βάθος κήπος

γεμάτος σταφύλι και κρασί.
Ποτέ δεν κατόρθωσες να φύγεις να πας μακριά, ίσως να βρεις άλλη στάχτη
δε νομίζω πως ήσουν δειλός, ίσα-ίσα, μάλιστα, περιφρονούσες τον φόβο!

Μα η στάχτη των ονείρων μας
 κοκκίνιζε τα μάγουλα των κοριτσιών
τα χείλη τόσων θαλασσών και τα νερά
έσκαγαν μ ορμή στην προκυμαία σας
Πάνω στον άσπρο αφρό των λιμανιών
οι γλάροι, άσπρα πουλιά, λευκά πουλιά
φιλούσαν τρυφερά το ασπροπαίδι μας
γλυκό φιλί, πικρό φιλί των γυναικών

που αγαπήσαμε με πάθος.

Πάλι έβρεχε  στο μαρμάρινο παρτέρι
ανάμεσα από τα μικρά χώματα, πάνω στις μανταρινιές, εκεί που θυμάσαι
να κλάψεις επειδή κάποια ξέχασε να σημειώσει τον παραλήπτη στο γράμμα

που δεν έλαβες ποτέ.
Δεν είναι και τόσο άσχημο να μη σ αγαπούν όλοι, αλλά χωρίς να σ αγαπά μία
δεν μπορείς να ταξιδέψεις πουθενά, άμοιρε! θνητέ που νόμισες πως τα είχες όλα.

Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη
δεν ξέρω αν έπρεπε ν αλλάξω τη ζωή μου με μια καλύτερη που έχουν οι άλλοι
μα χαίρομαι στ αλήθεια εγώ, επειδή κατάφερα να ξεφύγω απ του κυνηγού το όπλο.

Κι αν χωρίς να κλίνουμε το κεφάλι δεξιά 
αποφασίσαμε να χορεύουμε τον χορό που μας χτυπούν τα τύμπανα, είναι πολύ άσχημο 
να υποκύπτεις στους νόμους της βαρύτητας, χωρίς ίχνος αντίστασης πως κάτι άλλο συμβαίνει.




Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΔΆΚΡΥ ΤΗΣ ΜΑΪΜΟΎΣ





Ώ, έως φιλοσοφείν

Ας προσπαθήσουμε να πούμε μερικές αλήθειες. Η πρώτη λέει 
πως ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει και ούτε μαθαίνει καμιά 
αλήθεια. Άρα, πίσω από αυτό θα είναι πάντα ένα τραγικό ον. Προσπαθήστε να ισομοιράσετε εδώ, την ζωή ενός νεογνού
 που πέθανε λίγο μετα την γέννα, ενός έφηβου Αφρικανού 
που ζει στην έρημο, ενός ηλίθιου μεγιστάνα Αμερικανού 
μεσήλικα κι ενός Ρώσου επιστήμονα που τέλειωσε τη ζωή
 του από πάρκινσον σε ηλικία 92 ετών. Ποιός από αυτούς
 κατάλαβε κάτι ή περισσότερα; Το νεογνό, εζησε μερικά 
λεπτά, ίσως και μερικές ώρες αυτό είμαστε σίγουροι πως
 δεν έμαθε καμιά αλήθεια. Ο έφηβος Αφρικανός, που ζει 
στην έρημο, γνωρίζει μόνο την καμήλα του. Αυτή είναι ο
 θεός και ο τάφος του. Δεν υπάρχουν γι αυτόν κανένας 
Βούδας και κανένας Χριστός αφού δεν τους γνωρίζει. 
Δεν τους δίδαξε κανείς σ αυτόν, Αυτή είναι μια μεγάλη
 αλήθεια:  Ότι δεν γνωρίζουμε δεν υπάρχει. Η όαση του 
Αφρικανού, δεν εμπεριέχει καμιά πλήξη Ευρωπαίων ή 
Αλβανών που ήλθαν να εργαστούν στην Ελλάδα ή και 
αλλού, χωρίς να τους νοιάζει ποτέ ποιος κυβερνάει την 
Ελλάδα. Δεν ξέρουν τίποτα και ούτε τους ενδιαφέρει να
 μάθουν. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ουδεμία σχέση έχει
 με την νόηση. Πίσω από αυτό, δέχομαι σαν αξίωμα, πως
 το σύνολο των ανθρώπων, δεν μπορεί να συλλάβει καμιά
 αλήθεια. Όποιος έχει αντίρρηση να την εκφράσει ευθέως.
 Ο Αμερικανός ηλίθιος μεγιστάνας που οικονόμησε χρήμα, δημιουργώντας αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ξέρει τίποτα πάρα
 πέρα από αυτό; Καζίνο, ουίσκι και όλος ο κόσμος είναι 
δικός του. Να κάνει παιδιά, να κάνει εγγόνια, ν αφήσει
 κληρονόμους, να πεθάνει κύριος, επειδή νομίζει πως 
κύριος είναι αυτός που έχει λεφτά. Και ερχόμαστε τώρα στον εννενήνταδυάχρονο Ρώσο πανεπιστήμονα που τέλειωσε τη
 ζωή του σε κάποιο υπερσύγχρονο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
 Τί έγινε μ αυτόν;. Μια ζωή πίσω απ τα θρανία, μελέτες διατριβές, θεωρίες, πρακτική. Ο Ρώσος πανεπιστήμονος ήταν πίσω από 
τα θρανία μια ζωή. Μια ζωή στερημένη ερωτικά, ένα άψυχο
 παρελθόν, ένα αβέβαιο χημικό μέλλον. Θα μπορούσε να ήταν 
και αλλιώς, όπως ακριβώς σκεφτήκατε. Όπως θέλετε εσείς 
άλλωστε υπάρχουν άπειροι Ρώσοι πανεπιστήμονες. Η ζωή τους στηριγμένη στο κέρδος της γνώσης. Η ζωή των άλλων στηριγμένη
 στη γνώση του καθηγητή, ένα απίστευτο τυχαίο γεγονός. Ή μια απίστευτη συγκυρία καταστάσεων για το ποιος έγινε τι, ποιος 
γεννήθηκε που. Και ποιος πέθανε κάτω από πόσες και ποιες 
συνθήκες. Αν δηλαδή ήσουν ένας Τούρκος που πέθανε από το 
σπαθί του Νικηταρά η ένας τυχαίος Ούννος που σκοτώθηκε 
στη μάχη των Εθνών, ποιο ήταν το αποκομιδείν σου από αυτή
 τη ζωή; Αν περνώντας το δρόμο σε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο 
και μείνεις ανάπηρος, κουλός, γκαβός και όλα τα συναφή και
 τελικά πεθαίνεις από το τσίμπημα μιας πεταλούδας,-εκατομμύρια
 πεθαίνουν το χρόνο από τσιμπήματα εντόμων- δεν έχει σημασία
 αν είσαι γέρων ή νέος, όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα μπροστά
 στην έκρηξη μιας βόμβας στη Χιροσίμα όπου πέθαναν ακαριαία διακόσιες χιλιάδες  γιαπωνέζοι, σε ένα λεπτό και οι Αμερικάνοι
 θα πουν τι αξία έχει η ζωή ενός Γιαπωνέζου και αντίθετα.
Οι τέσσερις άνθρωποί μου πέθαναν. Κανείς δεν τους θυμάται πια.
 Κανείς από αυτούς δεν γνώρισε καμιά αλήθεια. Σκεφτείτε τον
 εαυτό σας και ποιες αλήθειες ανακαλύψατε για τη ζωή. Απαντήστε ειλικρινά όμως, όχι κουραφέξαλα.
Και ξαναγυρίζουμε πάλι στους τέσσερις σαν ομάδα, την οποία 
επέλεξα τυχαία. Υπάρχουν άπειρες τέτοιες αναφορές και 
καταστάσεις. Στην ουσία, πιθανότατα, κανείς άνθρωπος δε 
γνωρίζει γιατί έζησε. Όποιος απαντήσει θετικά σε αυτό-ότι ξέρει-
 θα θεωρηθεί τουλάχιστον αναξιοπρεπής. Η ζωή των ανθρώπων 
είναι μια αλυσιδωτή συγκυρία συμπτώσεων. Σκεφτείτε πόσοι 
ειδών θάνατοι υπάρχουν. Το νεογνό έζησε έναν από αυτούς. 
Ο Αφρικανός έφηβος πέθανε υπερασπιζόμενος την καμήλα του 
από ριπές όπλων που πούλησε ο Αμερικανός μεσήλικας 
επιχειρηματίας, στην κατασκευή των οποίων μετείχε ο Ρώσος πανεπιστήμονας. Υπάρχουν λοιπόν άπειρες τέτοιες υποθέσεις. Η κεντρική ιδέα μου, εδώ, είναι ν αποδείξω πως κανείς δεν 
συλλαμβάνει την αλήθεια. Δεν θα πάω στην μεταφυσική, 
να ψάξω δικαιολογίες και νομίζω πως το μέγιστο των αστών
 το γνωρίζει αυτό αλλά δεν το παραδέχεται για διάφορους
 λόγους και αιτίες. Οι περισσότεροι των αστών, που ζούνε 
λέγοντας τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Καλημέρα. Έλα να 
πιούμε καφέ. Γιατί άργησες και όταν φεύγει δεν ξέρει τι άλλο 
να του πει.
Είπα πως η τοποθέτηση αυτών των ανθρώπων εδώ, είναι εντελώς
 τυχαία ερριμμένη. Στις τέσσερις αυτές κατηγορίες μπορούν 
να ενταχτούν χιλιάδες υποκατηγορίες. Η βασικότερη αιτία της
 μη αναγνώρισης, έστω μιας αιτίας, της ύπαρξης μιας αλήθειας, 
είναι η αγνωσία. Αλλά τι νόημα θα έχει η γνώση να είναι κάτοχος
 των πολλών; Υποτίθεται πως σήμερα είναι αλλά το πλείστο των
 πολλών δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται, πέρα από την οικογένεια του,
 το παιδί τους και που θα το θάψουν. Υπάρχει μια ανοησία στην 
ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. 
Αιτία χωρίς αιτία. Άλλα ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει
 αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; 
Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι
 πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν 
επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν 
γυρίζει πίσω, Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον 
ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί 
τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει 
να πεθάνεις.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

ΕΠΕΙΔΉ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΑΚΌΜΑ


Προσθήκη λεζάντας Η ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΟΎΝΗ


Να πάρεις το σπαθί να σκοτώνεις ανθρώπους και να γίνεσαι μέγας, μου φαίνεται εντελώς ανόητο, γι αυτό, τελικά δεν επικροτώ κανέναν απ αυτούς- επειδή δεν έχεις σκοτώσει ακόμα έναν άνθρωπο δε θα με πιστέψεις, δεν επιδέχομαι απριόρι την ανθρώπινη ιστορία, σαν συνέχειας παράδειγμα. 
Μελέτησα πάραυτα την ανθρώπινη ιστορία, τι θέλω να πω εδώ, σκεπτόμενος σοβαρά περί τούτου; το ανθρώπινο είδος είναι μοχθηρό; καταχθόνιο; κι αν έτσι συνέβαινε και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε θα συνεχίσουμε να σκοτώνουμε ένας τον άλλον, μια ουσία που δεν ήθελα ποτέ να παραδεχτώ. Λογικά δεν υπάρχει εξήγηση, σκέφτομαι περισσότερο απ όσο πρέπει, γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν τους ομοίους τους κι ύστερα να τους συμπονούν, επειδή ο ένας μισεί τον άλλον ή είναι αντίθετος. Αυτό, καθαυτό το παράδειγμα δε λέει τίποτε, το ανθρώπινο είδος είναι στηριγμένο στην ωμότητα, από μικρό παιδί, ως γεννήθηκα μου φόρτωσαν όλες αυτές τις απειλές και την απορία, πορκουά; θα μου πεις είμαι αιθεροβάμων και δεν ξέρω τι λέω, μα τότε γιατί εγώ είμαι και υπάρχω σαν ένας σημερινός άνθρωπος; δεν κάνω κανένα κήρυγμα, αλτρουιστικό, δεν είμαι κανένας Κοσμάς, επιμένω πως οι άνθρωποι είναι σπάνιο είδος και δεν είναι, δεν μπορούν να καταστραφούν ολοσχερώς. Σκέφτομαι γιατί ήρθα και που πάω σ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο της Ιστορίας, ένα μέλος κι εγώ αυτού του δυσοίωνου και παράξενου, μήπως είμαι μέτοχος κι εγώ και πως θα γινόταν άλλωστε να μην είσαι ένοχος ενώ ξέρεις πως έγιναν τα πράγματα. Ο ψυχρός ανθρακωρύχος λέει, ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν! μα ποιοι είναι οι άλλοι; ει μη εμείς! τελικά το κείμενο μου φαίνεται κολακευτικό για το ανθρώπινο είδος, αυτό που λέμε χόμο, που ανήκω νι εγώ και νιώθω σαν ηλίθιος που υπάρχω για πράγματα που φαίνονται απλά και δεν επιλύονται.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΣΕ ΚΟΡΟΔΕΎΟΥΝ ΦΊΛΕ




Λοιπόν, ναυτικοί του γλυκού νερού, κι αντάρτισσες των πόλεων, σε λάθος πεζοδρόμιο περπατάτε, 

να πάτε στο απέναντι, μα ήμασταν στο απέναντι και μας είπαν, πως το...απέναντι είναι αυτό εδώ!
 αλλά νομίζεις κιόλας πως αυτός που περπατάει δίπλα σου ή σε κωλοσπρώχνει στο τρόλεϊ, είναι 

έλληνος, ντεν είναι κι εκεί έξω πέφτεις, μια ζωή έξω πέφτεις και πως να μην πέφτεις, αφοί 
παίρνεις πεντακόσια εξήντα τρία ευρώ τον μήνα και από αυτά τα εκατόν ογδόντα είναι για
 εισιτήρια,τα εκατόν είκοσι για έναν καφέ και μια κωλοτυρόπιτα, το ενοίκιο σου είναι 

τρακόσια, μέχρι εδώ είσαι ήδη χρεωμένος τριάντα εφτά ευρώ, το ρεύμα και το νερό μένει 
απλήρωτο, αν καπνίζεις θέλεις κάνα κατοπενηντάρι, αν έχεις γκόμενα,ποια θα σε κοιτάξει 
ρε φουκαρά,που πρέπει να αγοράζεις βερεσέ καπότες,και πως να πας σε ένα γάμο,ενός φίλου, 
ενός αδερφού ρε παλιομαλάκα, στην κηδεία της μάνας που πέθανε, όπως πέθανε πέρα στον πέρα 
κάμπο που είναι οι ελιές, πέρα στην πέρα χώρα και θέλεις ένα κάρο λεφτά για να την θάψεις, θέλεις

 καμιά φορά να γελάσει και σένα το χειλάκι σου και ξεγελιέσαι επειδή κέρδισες εκατό ευρό στο 
γαμημένο το στοίχημα και κερνάς τους φίλους ένα ποτό και μετανιώνεις την ώρα και την στιγμή 
που γεννήθηκες στη χώρα του φωτός, γιατί μέχρι τώρα ενάμισι εκατομμύριο υπάλληλοι είναι 
καταχρεωμένοι σε κάρτες σε τράπεζες, και από το μισθό τους λαμβάνουν εκατόν πενήντα εξ

ευρό το δεκαπενθήμερο, τόσα που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, μάλιστα κυρία μου για να
 πας στη λαϊκή 
θέλεις, πενήντα τη βδομάδα,στον κρεοπώλη, άστο πας το Πάσχα, επειδή χρειάζεται να τρώμε, 
κανονικά για τους φτωχούς έπρεπε να φροντίσει ο κάλος θεός τους να γεννιούνται χωρίς κώλο 
για να μην έχουν ανάγκη να χέζουν κι έπειτα έρχεται ο πρωθυπουργός, 
αυτός ο Μητσοτάκις ή

ο πάσα ένας  που θα είναι αύριο, μπορεί κι η Παπαρήγα, μετα απο διακόσια χρόνια που θα είναι 
ακόμα αρχηγός του ΚΚΕ, να σου πιπιλίσει το μυαλό πως όλα πάνε καλά, γι΄αυτό σου λέω δεν 

περπατάμε καλά, Πλιάτσικας σπικιγκ νάου, σε κοροιδεύουνε φίλε, σου πετάνε στραγάλι στο στόμα
 και συ το χάφτεις κι ασχολείσαι με το γάμο των βασιλιάδων, ενώ θα έπρεπε να τους αγνοήσεις

και να κατέβεις στους δρόμους, στα πάρκα, στις αγορές, να σκοτώσεις ή 
να σκοτωθείς για το δίκιο 
σου, για την μπουκιά που σου παίρνουν απ το στόμα, αυτά τα ρεμάλια οι μεγαλοαστοί, 
αυτοί οι 
Δημοκράτες του κώλου, αλλά όσο πιο σκληρά σου τα λέω, 
εσύ μασάς την ίδια τσίχλα, την πετάς
 και την ξαναμαζεύεις απο τα σκουπίδια, λέγοντας, ένα, τι μπορώ 
να κάνω εγώ; εγώ είμαι ένας 
φιλήσυχος καταναλωτής, της εξουσίας των, μπορώ εγώ να τα βάλω
 με το κεφάλαιο; κι έτσι, μην 
αλλάζεις πεζοδρόμιο, μείνε εδώ, στο απέναντι μπαλκόνι να κοιτάς 
τον ουρανό που χάσκει όνειρο 
μακρινό, πως κάποτε θα άγγιζες τα όρια της μικρής ευτυχίας αυτού 
του κόσμου, αυτού του τόπου.





Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Η ΑΚΑΚΊΑ



Πολλές φορές τ απογεύματα
ανέβαινα την ανηφόρα πίσω από την πλατεία.
Με χαιρετούσαν πολλοί άνθρωποι
ακόμα κι αυτοί που δεν ήξεραν τ΄όνομα μου
Τι σημασία έχουν τα ονόματα
ένας άνθρωπος που διαβαίνει κάπου πηγαίνει
Περνούσαν τότε και ζευγάρια πιασμένα από το χέρι
και ήταν σα να έφεγγε μια αχτίδα ανάμεσα από τα φύλλα της ακακίας
Εγώ χαμογελούσα με τις άκρες των ματιών και των χειλιών
Καθώς αυτοί έφευγαν στη στροφή αφήνοντας μια χούφτα σκόνη
στα μάτια, πηγαίνοντας πιο πέρα τη ζωή
που κυλούσε ανάμεσα από πράσινα
έως πορτοκαλιά χρώματα της μοναξιάς
Εγώ έμενα ακόμα εκεί παρέα με την μνήμη
 των σφιχτοδεμένων χεριών τους 
ενώ η ακακία θρόιζε στο γκρίζο που σουρούπωνε αποδείλι.

ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ο ΓΡΥΛΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ






ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ.

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1984 ΓΛΥΦΑΔΑ

ΜΑΤΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Ας γράψουμε μια φανταστική ιστορία για γρύλους.
Τι κάνει όμως μια ιστορία φανταστική; Ρώτησε
  Άλλωστε ποιος τους ξέρει τους γρύλους.
Κανένας δεν τους ξέρει τους γρύλους. Ακόμα κι αυτός ο βραδινός ήχος μέσα στους θάμνους, μοιάζει να βγαίνει από τους θάμνους. Θέλω να πω, πως δεν ξέρεις από πού έρχεται αυτός ο ήχος. Από το πουθενά.
Κανένας δεν τους ξέρει λοιπόν τους γρύλους. Πολλοί μάλιστα,  τους γράφουν γλύρους, ή τους φωνάζουν λγύρους. Ούτε κι εγώ τους ξέρω καλά και ούτε θυμάμαι αν έχουν τέσσερα ή δυο πόδια ή αν έχουν πόδια κι αν σκέφτονται ποτέ.
«Το παν είναι να σκέψη» είπε και δεν ήξερε αν κάνουν έρωτα κι αν υπάρχουν τέλος πάντων αυτοί οι γρύλοι.
Ο γρύλος Γιάννης, όμως, τους ήξερε καλά τους γρύλους. Ήταν το σινάφι του
«Το παν είναι να ξέρεις, είπε κι αποκοιμήθηκε έναν αιώνα.
Οι γρύλοι, λοιπόν, λένε πως μοιάζουν με τα τριζόνια. Δεν σκέφτονται καθόλου, δεν ξέρουν τίποτε κι όλο τριζωνίζουν ή γρυλίζουν. Γνωρίζετε κι εσείς άλλωστε, πως όλα τα καλοκαιρινά βράδια, λίγο πριν μεσονυχτίσει και σωπάσουν οι χαρές, οι γρύλοι, λένε πάντα εκείνο το μονότονο τραγούδι και κρύβονται.
«Το παν είναι να ξέρεις να κρύβεσαι» είπε και μετάνιωσε.

 Όλα τα πράγματα θαρρείς πως είχαν την αρχή τους. Άξια για τον κόπο του τέλους και της βιασύνης.
Τον τρόπο να γνωρίσει όλα τα πράγματα, πριν πεθάνει, μελετούσε ο γρύλος Γιάννης. Γι’ αυτό μιλούσε για το τέλος αλλά δεν τον βόλευε η βιασύνη. Ήθελε όλα να γίνονται αργά. Πολύ αργά, σχεδόν βασανιστικά.
Ο πατέρας του ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, είχε κι αυτός περίπου τις ίδιες απόψεις και ήταν μαραγκός. Μάλλον άσχετος με τα σανίδια και τα σκεπάρνια αλλά όλο και κάτι κατάφερνε να φτιάχνει.
«Τι φτιάχνεις;» τον ρώτησε μια μέρα που τον βρήκε να μαστορεύει ο μικρός τότε γρύλος Γιάννης.
«Μια σανίδα σωτηρίας» του απάντησε.
Ο γρύλος Γιάννης δεν το κατάλαβε και σιώπησε για έναν αιώνα και τρεις μέρες.
Ο πατέρας του συνέχιζε να φτιάχνει βαρέλια. Βαρέλια για κρασί και κουβέντες. Έφτιαχνε ατέλειωτες κουβέντες. Τις έβαζε στη σειρά κι έφτανε μέχρι πέρα στους λόφους. Αυτό το είχε κληρονομήσει δίκαια και ο γιος του. Έτσι, πολλές φορές, τους έπιανε το ξημέρωμα στην παραλία να περπατάνε κουβεντιάζοντας. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας, με μια φουσκωτή σακούλα στον ώμο, γεμάτη χιλιάδες μικροπράγματα, μικροεργαλεία, και πίσω ακολουθούσε ο γιος. Μιλούσε ο πατέρας κι επαναλάμβανε ο γιος.
Τι έλεγαν;
Ούτε κι αυτοί ήξεραν. Πάντως, μιλούσαν δυνατά, ασταμάτητα, ακατάληπτα, νοητά:
«Ή έβρεχε ο θεός την ημέρα που γεννήθηκε ο κόσμος, μασουλώντας το αιώνιο βότσαλο της άμμου ή το παράθυρο άνοιξε ξαφνικά και αναπάντεχα. Η μέρα είχε σκοτάδι και το σκοτάδι φως που είχε χαθεί από προσώπου Αβραάμ από προσώπου θείου και ιερού την ώρα που εποίησε την εικόνα του ο μεγαλοδύναμος. Τα λόγια είχαν χαθεί και τα ζώα, με τα μαλλιά όρθια, μελετούσαν τα βήματα του Ιησού, στην έρημο, όταν τα δικά τους είχαν λιγοστέψει..»
Ο λόγος τους ήταν άναρθρος και άναρχος. Τις περισσότερες φορές απαισιόδοξος. Τόσο που, όσοι μεγάλωναν εκεί δίπλα τους, δύσκολα άντεχαν τόση απελπισία και μοναξιά. «Ήταν σαν μια μικρή σχισμή μεταξύ ραχοκοκαλιάς και συνείδησης» είχε πει κάποτε ο γρύλος Γιάννης που, πρέπει να ομολογήσουμε, πως αυτός, δεν την γούσταρε και τόσο πολύ την απαισιοδοξία.
Αυτός ήθελε να γίνει ένας χαρούμενος γρύλος.
Πέθανε όμως κάποτε ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου, ο πατέρας του γρύλου Γιάννη  κι έτσι έμεινε αυτός ο μοναδικός μαραγκός στην παραλία.
Ο Γρύλος Γιάννης καταγόταν από  αρχοντικό σόι που τώρα όμως είχε ξεπέσει καθώς, σαν τελευταίος απόγονος των γρύλων, παρουσίασε σημάδια αυτοεξόντωσης και καταστροφής όλων, όσων οι προηγούμενοι γρύλοι με μεγάλο κόπο είχαν δημιουργήσει.
Ο πατέρας του, ο γρύλος Νικόλαος του Νικολάου και η μητέρα του, η Ρεβέκκα των αετών, είχαν απατηθεί, πιστεύοντας πως όταν τον γέννησαν ότι είχαν πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο τους. Επειδή είχαν κουραστεί πολλά χρόνια στο κρεβάτι, μάλλον από μια σχετική ανικανότητα που βάραινε κληρονομικά την Ρεβέκκα  των αετών την νεώτερη. Το μεγάλο κακό άρχισε όταν ο γρύλος Γιάννης, τριών ή τεσσάρων χρόνων τράβηξε για πρώτη φορά το αυτί του παπά της ενορίας των αυτοεξόριστων. Ο κόσμος δεν του το συγχώρησε ποτέ αυτό κι αρνήθηκε να εντάξει τον μικρό στον οίκο των αυτοεξόριστων.
Δεν τον πείραξε όμως αυτό γιατί ήταν ένας έξυπνος γρύλος. Προτού μεγαλώσει το σκεφτόταν πολλές φορές και το πίστευε ακράδαντα. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία πως ήταν έξυπνος, αφού πάντα έβαζε τους άλλους να του πλύνουν τα πόδια, να του βάφουν τα παπούτσια, να του κόβουν τα νύχια και να του σιδερώνουν τα πουκάμισα, γιατί δεν υπήρχε μεγαλύτερο βάσανο από αυτό. Μην του έλεγες να σιδερώσει, μπορούσε να κάνει δέκα μέρες να φάει. Τέτοια αποστροφή είχε. Ήθελε να πει μ’ αυτό πως δεν τα καταφέρνουμε όλοι σε όλα τα πράγματα και μάλλον είχε δίκιο. Εξ άλλου, είπαμε, πως ήταν ο τελευταίος γρύλος και φυσικά είχε κληρονομήσει όλη την ευφυΐα και την ομορφιά του σιναφιού. Γι αυτό το τελευταίο παινευόταν περισσότερο, για την ομορφιά του. Ήταν ωραίος στον  καθρέφτη του ποταμού, όταν έσκυβε να πιει νερό, παιχνίδιζε πανέμορφα τα μάτια του που είχαν το χρώμα της βροχής. Του άρεσε να κοιτάζεται, καθόταν ώρες πολλές να βλέπει τον εαυτό του κι έτσι όταν τον σύγκρινε με τους άλλους, έβλεπε πως είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο πιο ο ωραίος γρύλος. Δεν ήξερε όμως αν υπάρχουν ωραίοι και για ποιο λόγο γινόταν άλλοι ωραίοι κι άλλοι άσχημοι. Αυτό, παρέμενε μια αμφιβολία από τις πολλές που δεν έλυσε ποτέ του. Και μια άλλη απ’ αυτές, ήταν που δεν γνώριζε τι ήταν η αξία. Τι άξιζε περισσότερο μια οκά φασόλια ή μια ουγκιά χρυσάφι. Αργότερα, μεγαλώνοντας αμφισβήτησε όλες τις αξίες. Έκανε πολλά που θεωρήθηκαν ανόητα από τους άλλους και τα ίδια αυτά τα πράγματα τον ανάγκασαν να γίνει στο τέλος της ζωής του έρημος και μόνος μαραγκός στην παραλία.
Τα περισσότερα βράδια κοιμόταν μεθυσμένος στην παράγκα του που βρωμούσε από χρόνια ποδαρίλα. Αυτό δεν ήταν κληρονομικό των γρύλων αλλά το είχε δημιουργήσει ο ίδιος επειδή δεν πλενόταν ούτε ξυριζόταν ποτέ. «Τα γένια και τα ποδάρια μοιάζουν με την αλήθεια της ζωής των ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν την φιλία» έλεγε σαρκάζοντας. Πριν την φιλία ήταν πολλά άλλα πράγματα κι ο γρύλος Γιάννης που δεν είχε ζήσει αυτή την εποχή αλλά την φανταζόταν πίστευε πως τελικά χωρίς φίλους δεν είναι ωραία η ζωή. Έτσι προσπαθούσε τώρα να αποκτήσει φίλους. Τα δέντρα, τα ζώα, τις πέτρες. Κι όλο έψαχνε. « Όποιος ψάχνει κάτι βρίσκει» έλεγε και περπατούσε συνέχεια στην παραλία, μέρα νύχτα.
Οι περιπλανήσεις του ήταν μικρές και σύντομες. Δεν ξεμάκραιναν από εκατό εκατοστά σ΄αυτή την παραλία του Νότου. Την παραλία που είχε δυο κομμάτια βράχους, ύψους τριών εκατοστών, δυο δέντρα, λίγο ψηλότερα και άμμο. Πολύ άμμο που κάποτε θέλησε να μετρήσει τους κόκκους της αλλά μετά από προσπάθεια δεκαπέντε και πλέον χρόνων, παραδέχτηκε πως όλα τα πράγματα στη ζωή παραμένουν αμέτρητα.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΩΡΑΊΑ ΤΑ ΛΈΕΙ ΚΑΛΈ!






Μόλις τους στρίμωξαν και τους τέσσερις στο κελί ο καθένας έξυνε τον κόσμο του, η Μέλανυ με τη Μελανή κοιτάζονταν σε έναν αόρατο καθρέφτη, ο Πετράν κρατούσε το πονεμένο του μάτι και ο Νταής έκλαιγε στη γωνιά και στον καναπέ ένας χασικλής ντυμένος με παρδαλά ρούχα, μεσήλικας, στραβοχυμένος έπαιζε τον μπαγλαμά του.
-Βάλτε μου δυο καναβουριέεες! Τον ίσκιο τους να ρίχνουν ...
-Σταμάτα ρε! φώναξε ο Πετράν.
-Γιατί ενοχλείται ο κύριος; Δε σου αρέσει το άσμα; Να σε πω το ρεφρέ θα σου αρέσει. Κανείς δε θέλω νάρθει-καντήλι μα μου ανάψει-ούτε κι αυτή που αγαπώ-για μένανε να κλάψει!
-Σταμάτα γιατί σε λίγο θα κλάψεις εσύ! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ωραία τα λέει καλέ! Αφήστε τον να μας πει το άσμα του, είπε η Μελανή.
-Σας αρέσει μανδάμ; Σηκώθηκε και πήγε να μυρίσει το άρωμα των δυο γυναικών ενώ οι άλλοι δυο προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν και οι δυο γυναίκες κρυφογελούσαν η μια στην άλλη.
-Γυναίκα σου ε; ρώτησε με κάποιο φιλικό ύφος ο Πετράν.
-Όχι, κοπέλα μου, πρόκειται να παντρευτούμε, ανταπόδωσε το φιλικό ύφος.
-Ωχ, την έβαψες!
-Τι είπες;
-Όχι, τίποτα, τίποτα ... καλά θα κάνεις ... καλά θα κάνεις. Εσένα γιατί σε φέρανε εδώ; γύρισε στον χασικλή.
-Εμένα;
-Εσένα.
-Εγώ κύριος κουβαλούσα ένα σακί να το πάω στην πεθερά και ο κύριος από κει με συνέλαβε κι έδειξε το όργανο που παρακολουθούσε απ το παραθυράκι του κελλιού έξω από τον διάδρομο.
-Επειδή κουβαλούσες το σακί;
-Μάλιστα κύριος, εμάς τους φτωχούς μας έχουνε του κλώτσου και του μπάτσου, δια ασήμαντον αιτίαν μας κουβαλάνε στο τμήμα.
-Και τι είχες στο σακί; Άνοιξε τα μάτια του ο αγαθός νταής.
-Εγώ είχα πάει στη λαική να πάρω πατάτες να το πάω στην πεθερά μου που είναι από τον Κορυδαλλό, έτσι; Εκεί μένουμε από τότε που μας έφερε σ αυτό τον παλιόκοσμο ο πατέρας μου ο Δημητρός που ήτανε από τη Μάνη, έτσι; πάει τώρα πέθανε ο φουκαράς, έτσι; και μας άφησε ορφανά στους πέντε δρόμους, εμένα και την αδερφή μου που παντρεύτηκε ένα καλό παιδί τον Μήτσο που δουλεύει στη λαική, έτσι; εκεί που είχα πάει να πάρω το σακί με τις πατάτες να το πάω στην πεθερά μου, έτσι; Δηλαδής τώρα επειδή δεν έχουμε να φάμε, ξέρεις πόσο καιρό τρώει μια οικογένεια με ένα σακί πατάτες; Έτσι; Αλλά το όργανο από εδώ θεώρησε καλό να μου κάνει έλεγχο στο σακί, τι δουλειά έχει να κάνει το όργανο; Έτσι; Να συλλαμβάνει τους φτωχούς ανθρώπους και να τους χώνει στη φυλακή; Έτσι; Κι έβαλε τα κλάματα.
-Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω εγώ δυο σακιά πατάτες, μισόκλαψε και ο Πετράν προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
-Θα σου πάρω κι εγώ δυο σακιά φασόλια, εντάξει είσαι; Μην κλαις! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ναι, ναι! Να του πάρουμε και δυο σακιά μακαρόνια! Φώναξαν με ενθουσιασμό οι δυο Μελανές.
Ωστόσο το όργανο είχε ξεκλειδώσει την πόρτα του κελλιού και πρόσταξε τα δυο ζευγάρια να τον ακολουθήσουν.
-Περάστε, τους είπε. Σας θέλει ο αστυνόμος.
-Κι εμένα; Απόρεσε ο χασικλής.
-Εσύ να σκάσεις και να περιμένεις, θα ρθει κι η σειρά σου!
Αυτός πήρε το μπαγλαμά και συνέχισε το άσμα του ενώ οι άλλοι ανέβηκαν στο γραφείο του αστυνόμου.
-Τους έφερα κυρ- αστυνόμε με θέλετε τίποτε άλλο;
-Όχι, όχι παδί μου, σήκωσε το βλέμμα του από τον υπολογιστή ο αστυνόμος ένας κοντόχοντρος πενηντάρης με κοιλίτσα και τα τοιαύτα.
- Για πείτε μου τι συνέβη; Ρώτησε ενώ ταυτόχρονα είχε γουρλώσει τα μάτια από την ομοιότητα των δυο γυναικών.
Οι τέσσερις άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί έτσι που να γίνεται χάβρα Ιουδαίων και να μη καταλαβαίνει κανείς τι έλεγαν, ο καθένας όπως είχε ζήσει τα γεγονότα. Ο αστυνόμους βούλωνε τα αφτιά του, προσπαθούσε να επιβάλει την ησυχία ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησαν κι έγινε ησυχία.
-Κατάλαβες κυριε μοίραρχε; Πλησίασε στο γραφείο ο Πετράν. Εμείς δεν κάναμε τίποτε..
-Ναι, κύριε πτέραρχε, τίποτε δεν κάναμε, ψέλλισε και ο νταής.
-Καλά, καλά, αυτό θα το δείξει η ανάκριση. Πηγαίνετε στη θέση σας! Έλα εδώ εσύ! Κι έδειξε τη Μέλανυ.
-Εγώ; Έδειξε τον εαυτό της.
-Ναι, εσύ. Και καθώς αυτή πήγε μπροστά στο γραφείο τη ρώτησε.
-Πως σε λένε;
-Μέλανυ.
-Μέλανυ, τι;
-Ααα! Μέλανυ, τι άλλο..
-Επίθετο δεν έχεις; Δώσε μου την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, Μέλανυ Γκρίνουιτς, ενώ του έδινε την ταυτότητα της.
-Ρολόι είσαι; Πες όλο τα όνομα σου ελληνίδα δεν είσαι;
-Πως ...πως ...Μέλανυ Γκρίνουτς- Καβαλάρη. Ο άντρας μου ο κύριος Πετράν κι έδειξε τον.
-Μέλανυ Γκρίνουιτς Καβαλάρη, μουρμούριζε ο αστυνόμος ενώ έγραφε στον υπολογιστή τα στοιχεία. Ύστερα φώναξε και την Μελανή η οποία πήγε και στάθηκε δίπλα στην Μέλανυ.
-Εσένα;
-Τι εμένα; Απόρεσε η Μελανή.
-Πως σε λένε! Μην κάνεις την κουφή, θα με τρελάνετε όλοι σήμερα εδώ! τ όνομα σου! και δώσε μου κι εσύ την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, ορίστε πάρτε την, Μελανή με λένε.
Ο αστυνόμος σήκωσε μισοτρελαμένος τα μάτια του.
-Εσύ είσαι η Μελανή; Είπε κι έδειχνε τη Μέλανυ.
-Όχι, εγώ είμαι η Μέλανυ! Διαμαρτυρόταν αυτή.
- Κι εσύ η Μέλανυ; Κι έδειχνε την Μελανή.
-Να σας εξηγήσω εγώ; Πήγαινε κοντά ο Πετράν. Εμένα η γυναίκα μου είναι η Μελανή κι έδειχνη την Μέλανυ!
-Πήγαινε πίσω εσύ ρε! θάρθει κι η σειρά σου!
-Κι ενώ ο Πετράν πήγαινε πίσω ερχόταν ο νταής.
-Να σας τα πω εγώ κύριε ταξίαρχε, δεν έγινε τίποτε, μια παρεξήγηση.
-Παρεξήγηση; Τι παρεξήγηση; Εδώ ήρθε ο άνθρωπος που έχει το μαγαζί να σας κάνει μήνυση και λέει πως σπάσατε πέντε τραπέζια, είκοσι καρέκλες, πενήντα μαχαιροπήρουνα..
-Σπάνε και τα μαχαιροπήρουνα..απόρησε ο νταής.
-Πήγαινε πίσω! Διέταξε ο αστυνόμος. Θάρθει κι η σειρά σου αφού τελειώσω με τις δυο μελανές! Για πες εσύ Μέλανυ.
-Τίποτε κυριε υπουργέ, εμείς είχαμε πάει για δυο ουζάκια. Ε, ήρθαν και οι άλλοι να πιούνε άλλα δυο κι έγινε ότι έγινε..
-Εσύ τον χτύπησες αυτόν; Κι έδειξε τον νταή.
-Ε, ναι, τον χτύπησα! Έπεσε πάνω στο χέρι μου. Έτσι δεν είναι; και γύρισε στον νταή.
-Ναι, έτσι, έτσι, δεν έγινε τίποτα κύριε ταξιάρχη! Χτύπησα και σε μια γωνία.
-Σιγά μη με πεις και αρχάγγελο! Τέλος πάντων δε βρίσκω άκρη με σας. Αστυφύλαξ!
-Διατάξτε! Μπήκε αυτός καμαρωτός.
-Πάρτους πίσω στο κελλί και φέρε μου τον άλλον ...
-Μάλιστα έκανε αυτός και έσπρωξε προς την έξοδο τα ζευγάρια που διαμαρτύρονταν. Τους πήγε πάλι στο κελλί και την στιγμή που έβγαινε από την πόρτα ο χασικλής, ο Πετράν πρόλαβε να τον ρωτήσει.
-Τι πατάτες είχε το σακί ρε;
-Καναβουρίστικες, απλές πατάτες κύριος, τι ήθελες να έχει;
[συνεχίζεται]

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΚΙ ΆΜΑ ΠΆΘΕΙς ΕΣΎ ΚΑΤΆΘΛΙΨΗ ΘΑ ΠΕΘΆΝΕΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ;







Ο Πέτρος Καβαλάρης ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. Έπαιρνε συχνά το ποδήλατο του κι έκανε βόλτα στην πόλη. Συνήθως μερικά απογεύματα κατέβαινε μέχρι το Παλιό Φάληρο, καθόταν σ ένα παγκάκι απέναντι απ τη θάλασσα και χαμογελούσε.
Χαμογελούσε γιατί ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που σπάνια μελαγχολούσε. Η ζωή του κυλούσε κανονικά, εργαζόταν στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων του Ζερβο και τα λοιπά, σαν λογιστής, έπαιρνε το μισθό του και τον ξόδευε για όλες τις μικρές χαρές της ζωής.
Ασχημούλης ήταν, κοντός το δέμας με μάτια μαύρα, σπινθηροβόλα, τριαντάρης, είχε κι ένα αυτοκίνητο παλιό μάρκας Ρενό, αντίκα του 1972μ κι οι φίλοι του τον φώναζαν Πετράν.
Το απόγευμα ο Πετράν αφού είχε κοιμηθεί, ξύπνησε ελαφρώς αναστατωμένος. Σκεφτόταν την αυριανή μέρα που θα πήγαινε με τη Μέλανυ στον Ζερβό και λοιπά και κάτι δεν του πήγαινε καλά.
Η Μέλανυ δίπλα του τον αγκάλιαζε.
-Άσε με τώρα, έκανε με δυσφορία. Σήκω να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα.
-Να κάνουμε πρώτα ένα παιδί;
-Πότε; Τώρα;-
-Τώρα αγάπη μου!
-Όρεξη που την έχεις! Δε γίνονται τα παιδιά τέτοιες ώρες..
-Τι έχουν οι ώρες; Έκανε και τον κουλούριασε κάτω απ το σεντόνι. Όλες οι ώρες ίδιες είναι μωρό μου. Έλα!
Αργότερα κατεβαίνοντας με το Ρενο προς το Φάληρο σκέφτηκε πως αν έπιανε αυτό το παιδί θα γεννιόταν βαριεστημένο και το είπε στη Μέλανυ μόλις κάθισαν σε ένα μοναχικό ταβερνάκι να πιούνε ένα ουζάκι.
-Αχ! Πως μ αρέσει αυτό το ουζάκι εδώ! δεν είναι χάρμα Πετράν μου; Το παιδί μας θα γεννηθεί μια χαρά! Πανέξυπνο αφού θα μοιάζει με σένα!
-Κι είμαι έξυπνος εγώ; Βλάκας είμαι.
Η Μέλανυ δεν απάντησε, του δειξε με το βλέμμα πως δεν ήταν βλάκας, μισοκλείνοντας ναζιάρικα τα δικά της. Το γκαρσόν τους έφερε τα ούζα και το μεζέ. Τσούγκρισαν τα λευκόχροα ποτήρια, κοιτάχτηκαν στα μάτια ευτυχισμένοι, ήπιαν μια γουλιά.
-Λοιπόν; Έκανε η Μέλανυ. Μίλησες μ τ αφεντικό σου;
-Ε, ναι μίλησα, τι θέλεις τώρα κι εσύ να πιάσεις δουλειά; Καλά δεν περνάμε με το μισθό μου;
-Καλά περνάμε, δε λέω αλλά δεν μπορείς να μου κάνεις όλα μου τα χατίρια..
-Εγώ; Δεν μπορώ να σου κάνω τα χατίρια σου; πες τι δεν μπορώ..
-Να δεν μπορείς ν αλλάξουμε αυτοκίνητο, μείναμε με το Ρενό ...
-Μια χαρά είναι το ρενό.
-Ούτε εκείνο το φόρεμα μπορείς να μου αγοράσεις. Να ξέρεις αν δεν πιάσω δουλειά να τα αγοράσω με δικά μου λεφτά θα βάλω τον χοντρούλη να μου το πάρει!
-Ποιο φόρεμα ... ποιος είναι ο χοντρούλης; Θορυβήθηκε ο Πετράν.
-Έλα, μην κάνεις έτσι σε παιδεύω. Ένας χοντρούλης εκεί στο Κολωνάκι, άστον αυτόν, θα μου το πάρεις;
-Μα είναι ακριβό, πόσο κάνει είπαμε; Στρίφτηκε.
-Ακριβό; Σιγά τα χίλια ευρό.
-Χίλια ευρό! Έπιασε το μούτρο του.
-Είδες! Είδες! Πετάχτηκε. Θα έρθω στη δουλειά και με τον πρώτο μισθό μου θα το αγοράσω μόνη μου. Αλλά για πες μου, πες μου πως είναι αυτό τα αφεντικό σου; πενηντάρης, μου χεις πει..
-Πενήντα πέντε.
-Και είναι καλός;
-Κάλος.
-Στριμμένος;
-Έχει τις βίδες του, του τις στρίβει ο Θωμάς.
-Ο Ζεν πρεμιέ; Ο φίλος σου; χαχαχα! ωραίος είναι ο Θωμάς. Να πιούμε άλλο ένα ουζάκι;
-Πιες εσύ, εγώ οδηγώ..
-Έλα με δυο ουζάκια δεν πιάνει το αλκοτέστ.. γκαρσόν! φώναξε. Φέρε μας δυο ακόμα.
Το γκαρσόν πήγε από πάνω τους.
-Από το ίδιο ούζο μαντάμ;
-Από το ίδιο, γιατί έχετε άλλον τενεκέ; Τον περιέπαιξε η Μέλανυ.
-Όχι.
-Ε, τότε τι ρωτάς!
-Μπορούμε να παραγγείλουμε από τη Βοστόνη.
-Έχετε σύνδεση με τη Βοστόνη; Είπε ηλίθια ο Πετράν.
-Απ το ιντερνετ κύριε! Μιλάμε κι έφτασε επί τόπου!
-Σε παρακαλώ! Φέρε μας δυο ίδια ουζάκια και να είστε πιο ευγενικοί.
-Μάλιστα κύριε! Έφτασαν! Είπε μουτρωμένα το γκαρσόν.
-Τι σου είναι κι αυτά τα γκαρσόνια ...
-Ε, άστον να κάνει τη δουλειά του, για πες μου; τι λέγαμε; Αααα, αλήθεια πως τον λένε τον αφεντικό σου; αλήθεια δε μου χεις πει ποτέ τα όνομα του ...
-Τι το θέλεις είναι και σιδηρόδρομος..
-Ε, πέστο, να μην ξέρω τα όνομα του; αγένεια δεν είναι;
-Ζερβοκιακινίδη, τον λένε.
Ζερβοκιακινίδη! Πετάχτηκε πάνω η Μέλανυ. Όχι! Τι μου λες!
-Τι κάνεις έτσι, ησύχασε.
-Τι να ησυχάσω, ξέρεις πως λένε αυτόν που του ριξα την πάστα στα μούτρα;
-Ε, πως τον λένε ...
-Ζερβο και τα λοιπά, σωριάστηκε στο τραπέζι ... Αχ, ρε Πετράν, όλα σε μας συμβαίνουν κι έβαλε τα κλάματα. Είμαστε άτυχοι Πετράν. Πάει το φόρεμα.
-Ποιο φόρεμα ... τι μου λες; στο αφεντικό μου πέταξες την πάστα; Έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
Η Μέλανυ σκούπισε τα δάκρυα και του το κλεισε, ενώ το γκαρσόν απίθωνε τα καινούργια ούζα στο τραπέζι.
-Τα ούζα σας, είπε. Στην υγειά σας!
Η Μέλανυ τον κοίταξε όπως τον κοίταξε και ο Πετράν προσπαθούσε να συνέλθει.
-Τι κάνουμε τώρα, είπε και ρούφηξε το ούζο μονοκοπανιάς.
-Μη..τι κάνεις εκεί..πήγε να της πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε.
Τον πρόλαβε ένας νταής από το διπλανό τραπέζι αρπάζοντας του το χέρι.
-Τι συμβαίνει κύριος; Γιατί κάνετε την όμορφη κυρία να κλαίει;
-Άσε μας ρε! τι σε νοιάζει εσένα, ο Ρομπέν των δασών είσαι;
-Σας συμπεριφέρεται βάναυσα ο μίστερ; Θα τον κανονίσω εγώ! Είπε ο νταής και σέρβιρε μια μπουνιά στον Πετράν.
Το μάτι του Πετράν θόλωσε, η Μέλανυ σέρβιρε μια άλλη μπουνιά στον νταή, το τραπέζι αναποδογυρίστηκε, το μάτι του νταή μελάνιασε, ο κόσμος πήρε γρήγορες στροφές κι όλοι μαζί βρέθηκαν στο δρόμο να ψάχνουν ποιοι είναι.
Η Μέλανυ Γκρίνουιτς ήταν μια ψηλή Ελληνοκαναδέζα που είχε γεννηθεί στον Καναδά αλλά είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα. Στα είκοσι πέντε της χρόνια, τέλειωσε πανεπιστημιακές σπουδές ιδιαιτέρας γραμματέως, υψηλών προδιαγραφών κι έβλεπε τα όνειρα της να πηγαίνουν χαμένα στην Ελλάδα της κρίσης. Γνώρισε τον Πετράν μια μέρα και ύστερα από πέντε μήνες σχέσης αποφάσισε να τον παντρευτεί. Της άρεσαν τα όνειρα του, ταίριαζαν με τα δικά της.
-Πετράν τι θα γίνουμε; Τον ρώτησε όταν κάθισαν μεσάνυχτα σε ένα παγκάκι μετά τα επεισόδια στην ταβέρνα με τα ούζα.
-Τίποτα.
-Θα γίνουμε τίποτα; Με αγωνία.
-Όχι, δε θα γίνουμε τίποτα.
Η Μέλανυ χάιδεψε το πονεμένο του μάτι.
-Πονάς;
-Ε, λίγο..
-Του ριξα όμως κι εγώ μια..
-Ρε Μέλανυ ... πότε θα ηρεμήσεις;
-Γιατί να ηρεμήσω; ... ο κόσμος είναι κακός. Να τώρα αυτός ο Ζερβό και τα λοιπά.. τι θα κάνουμε τώρα;
-Λοιπόν, άκου, δε θα πούμε τίποτα, άσε θα τα μπαλώσω εγώ. Καλύτερα έτσι, θα βρεις αλλού δουλειά, εντάξει; Μη χάσω κι εγώ τη δικιά μου και μείνουμε στο δρόμο. Εσύ δε θα εμφανιστείς ποτέ στον Ζερβο και τα λοιπά.
-Καλά! Ότι πεις αγάπη μου! είσαι ο καλύτερος άντρας του κόσμου!

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΓΈΛΙΟ ΚΆΝΕΙ ΚΑΛΌ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ




Ο κύριος Ζερβοκιακινίδης μπήκε βαριεστημένος στο γραφείο του, εκείνη τη Δευτέρα και δεν απάντησε σε καμιά καλημέρα δεν χαμογέλασε σε κανέναν από το προσωπικό του. Κάθισε στη στριφογυριστή καρέκλα κι άνοιξε τον υπολογιστή. Πρόσεξε πως ο καφές του δεν είχε έρθει ακόμα και φώναξε την Ιωάννα την αδερφή του που την είχε σαν υπηρεσία του τόσα χρόνια. Η Ιωάννα μια στραβοκάνα, ανύπαντρη πενηντάρα μπήκε φουριόζα βροντώντας την πόρτα πίσω της ήταν η μόνη που του αντιμιλούσε εκεί μέσα.
-Τι θες βρε; στάθηκε πάνω απ το κεφάλι του σα χάρος.
-Σου χω πει χιλιάδες φορές να μη βροντάς την πόρτα! της φώναξε. Που είναι ο καφές μου;
-Δεν έχουμε καφέ, τέλειωσε.
-Τι παει να πει δεν έχουμε καφέ; γιατί σε χω εδώ μέσα; για να τρυγυρνάς στους υπαλλήλους μου και να κοτσομπολεύεις;
-Δε μ άφησες λεφτά το Σάββατο...φέρε λεφτά! Το προσπερνώ το σχόλιο σου! φέρε λεφτά!
-Και δεν είχες ένα ευρώ να πάρεις καφέ; έκανε ψάχνοντας στην τσέπη του για ψιλά.
-Δεν κάνει ένα ευρώ ο καφές.
-Πόσο κάνει; Απορημένος
- Εξακόσια ένα!
-Εξακόσια ένα; αποχαυνωμένος.
-Το προσπερνώ. Ξεχνάς που δε μου πλήρωσες τον δέκατο τρίτο μισθό μου, με έχεις δω μέσα σα σκλάβα σαράντα χρόνια και συ γυρνάς με τις τσούλες..
-Σκάσε μωρή! θα μας ακούσουν.
-Αυτό θέλω κι εγώ να μας ακούσουν! φέρε τα λεφτά μου!
Ο Ζερβο και τα λοιπά, φώναξε τον λογιστή του.
-Πετράν, έλα μέσα.
Ο Πετράν άνοιξε την πόρτα και στάθηκε προσοχή.
-Με φωνάξατε;
-Άκου δω: δος της εξακόσια ευρό..
-Εξακόσια ένα! τον έκοψε η Ιωάννα.
-Δος της εξακόσια ένα κι εσύ να μου φέρεις τον καφέ σε ένα λεπτό! τ ακούς; στην Ιωάννα.
-Μάλιστα αφεντικό, ψέλλισε ο Πετράν. Και ξέρετε ήθελα να σας μιλήσω κάποια στιγμή.
-Εμένα; τι να μου πεις; για πες..
-Να, για τη γυναίκα μου που σας μίλησα να την πάρετε για γραμματέα σας..
-Ώχ! σου χω πει πως δε θέλω οικογενειακές καταστάσεις εδώ μέσα
-Μα είναι πολύ καλή στη δουλειά της..
-Καλά έλα μετά.
-Ευχαριστώ, έκανε ο Πετράν και βγήκε ακολουθούμενος από την Ιωάννα που κλείνοντας την πόρτα γύρισε και του είπε στρυφνά κουνώντας το κεφάλι της..
-Έχεις τα νεύρα σου γιατί δεν έχεις τη γραμματέα σου να μαχμουρλίζεις!
Ο Πετράν με την Ιωάννα έφτασαν στο λογιστήριο και καθίζοντας άνοιξε τα χαρτιά του.
-Μη τα σκαλίζεις αυτά, δεν τον άκουσες;δοσε μου εμένα τα λεφτά μου και κάνε τη δουλειά σου μετά.
-Πρέπει να υπογράψεις κυρία Ιωάννα!
-Ευχαριστώ που με λες κυρία! έκανε ναζιάρικα. Κανένας άλλος δε με λέει κυρία, συνέχισε με παράπονο βάβοντας τα κλάμματα.
-Μην κλαις κυρία Ιωάννα.
-Καλά, το προσπερνώ, σφούγγισε τα δάκρια παίρνοντας τα εξακόσια ευρό.
-Ξεχάσατε το ένα ευρώ..έκανε ο Πετράν
-Κράτησε το καλέ μου! επειδή με είπες κυρία! κι έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της τόσο που ο Πετράν αναπήδησε ξαφνιασμένος.
-Τι κυρία κι αυτή! μονολόγησε κάνοντας το σταυρό του.
Ωστόσο κείνη τη στιγμή μπήκε ο Θωμάς οδηγώντας
  ένα μικρό αυτοκινητάκι απο αυτά που κάνουν βόλτες τα μικρά παιδάκια. Ο Πετράν έμεινε να τον κοιτάζει που πάρκαρε.
-Τι είναι αυτό ρε Θωμά;
-Το τελευταίο μοντέλο της Φίατ, ηλεκτρικό, μονοθέσιο, σε λίγο όλοι με ένα τέτοιο θα κυκλοφορούμε!
-Καλά τώρα, πάρτο και φύγε γιατί έχω δουλειά.
-Μια ζωή ανημέρωτος,
-Φύγε Θωμά, έχω δουλειά.
-Πως κάνεις έτσι; δουλειά, δολειά, δουλειά...έχεις γίνει δούλος εδώ μέσα. Κάτσε λιγάκι να τα πούμε!
-Τι να πούμε, φύγε.
-Του μίλησες;
-Ποιανού;
-Του Ζερβο και λοιπά.
-Α, ναι του είπα..
-Και τι σου είπε;
-Να πάω μετά.
-Α, μετά...απογοητευμένος. Μέχρι το μετά θα έχει πάρει άλλη γραμματέα αυτός. Πριν από λίγο μπήκε μια ξανθθιά στο γραφείο του.
-Ξανθιά; θορυβημένος. Ε, τότε να πάω τώρα1
-Πήγαινε καυμένε, τι τον φοβάσαι!
-Εγώ; τον φοβάμαι....φύγε εσύ και θα πάω μόλις τελειώσω μια λογιστική πράξη...

Ο Θωμάς φεύγει ο Πετράν βιαστικά τελειώνει  γρήγορα και βιαστικός βγαίνει απ το γραφείο του. Φτάνει έξω από το γραφείο του Ζερβο και λοιπά, στρώνει τη γραβάτα του και χτυπάει την πόρτα.
-Εμπρός! ακούγεται η φωνή του Ζερβο και λοιπά, που μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο του επιχειρηματία.
-Ωστε λες να την πάρω ε; είσαι σίγουρος.
-Οπωσδήποτε και μη καθυστερείς, ακούγεται η φωνή απ το τηλέφωνο.
-Εντάξει, θα το κάνω κλείσε τώρα κι ακούμπησε το ακουστικό στη συσκευή, ενώ ο Πετράν είχε μπει και στεκόταν προσοχή.
-Τι τρέχει Πετράν;
-Ώστε θα την πάρετε!
-Ε, ναι, βέβαια..σχεδόν το χω αποφασίσει. Βέβαια τα λεφτά είναι πολλά..
-Μπα, δεν είναι πολλά! δεν είναι πολλά...θα τα βγάζει τα λεφτά της.
-Ναι, δε λέω...είναι ψηλή, έχει μεγάλα μπαλκόνια..
-Ε, ψηλή είναι αλλά όχι και μεγάλα...κανονικά κύριε διευθυντά.

-Τα χεις δει εσύ; ξαφνιασμένος. Θέλω να πω τα ξέρεις τα στηθαία..
-Τα στηθαία; για τα μπαλκόνια λέγατε...
-Ε, δε φταίνε τα μπαλκόνια αλλά εσύ πως τα ξέρεις;
-Ε, πως κύριε διευθυντά, να μη ξέρω τα μπαλκόνια της γυναίκας μου;
-Τα μπαλκόνια της γυναίκα σου..ψάχνεται. Τι λες μωρέ! για τη γυναίκα σου με ρωτάς αν την πάρω.
-Ε, ναι για ποια άλλη; απορημένος.
-Φύγε μωρέ! άει χάσου! εγώ μιλούσα για την πολυκατοικία που θέλω ν αγοράσω...
-Ω..συγνώμη...με τη γυναίκα μου τι θα γίνει; θέλει να εργαστεί οπωσδήποτε λέει.
-Καλά, πήγαινε τώρα, φέρτην αύριο να τη δοκιμάσω..
-Μα τι είναι η Μέλανυ, φρούτο για να το δοκιμάσετε.
-Όλες οι γυναίκες φρούτα είναι..πήγαινε τώρα και μη με σκοτίζεις! φέρτην αύριο να δούμε τι ψάρια πιάνει..
-Μα δεν πιάνει ψάρια! γραμματέας είναι,ξέρει πέντε γλώσσες..
-Πέντε; ανοίγει τα μάτια του. εγώ δεν ξέρω καμία.
-Ναι μα εσείς δεν είστε γραμματέας
-Τι είμαι εγώ;
-Ψάρι
-Εγώ είμαι ψάρι; απορημένος.
-Κολιός...πονηρά.
-Φύγε Πετράν γιατί δεν τοχω σε τίποτα να σε απολύσω!
-Φεύγω. Όπως είπαμε αφεντικό θα τη φέρω αύριο κι έκλεισε την πόρτα σιγανά. Υπόκωφα.

συνεχίζεται

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΤΑΞΙΘΈΤΕς




0 Πετράν  είχε γυρίσει από νωρίς στο σπίτι, μπήκε στο σαλόνι, βραδάκι ήταν, έψαξε για τη Μέλανυ στην κουζίνα, στην τουαλέτα, παντού, η Μέλανυ πουθενά, έτσι λίγο απεγνωσμένος πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι να πιει ένα ποτό και να την περιμένει. Έβαλε ποτό παγάκια, ήπιε ένα-δυο-τρία πέρναγε η ώρα. Στο τρίτο ποτό άνοιξε το ραδιόφωνο ν ακούσει μουσική, έφτιαξε κάπως το κέφι του κι όταν είχε πιει όλο σχεδόν το μπουκάλι και αφού η Μέλανυ αργούσε ακόμη, πήγε στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσει και να την περιμένει.
Η Μέλανυ άνοιξε την πόρτα αργοπορημένη και μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέποντας το άδειο μπουκάλι και το μισογεμάτο ποτήρι κατάχαμα στο δάπεδο έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξε από δω κοίταξε από κει, πουθενά ο Πετράν.
-Πετράν! Φώναξε. Που είσαι αγάπη μου;
Τίποτε. Ησυχία.
-Πετράν άσε τα κόλπα! που πήγες αγάπη μου; κι ανασήκωσε τις κουβέρτες να δει κάτω απ το κρεβάτι όπου ο Πετράν κοιμόταν του καλού καιρού.
-Έλα έξω ρε!
Ο Πετραν αργοκουνήθηκε, μισοξύπνησε.
-Άσε με, κοιμάμαι, πέσε κι εσύ, μουρμούρισε.
-Που να πέσω;
-Εδώ στο κρεβάτι, δίπλα μου.
-Το κρεβάτι είναι εκεί;
-Γιατί; έφυγε το κρεβάτι;
-Έλα έξω ρε! και προσπάθησε να τον σύρει τραβώντας τον απ το χέρι.
-Άσε με εδώ καλά είμαι, γιατί θέλεις να ξεβολέψεις έναν άνθρωπο; Και ξαναχώθηκε πάλι πίσω.
Η Μέλανυ φρύαξε αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση. Άστον κα κοιμηθεί εκεί, σκέφτηκε. Έβαλε το κομπινεζόν της, κοίταξε το αραχνοΰφαντο σώμα της στον καθρέφτη και την έπεσε μ ένα πήδημα στην άπλα της κρεβατοκάμαρας.
Το πρωί όταν ξύπνησαν ο Πετραν είχε βρεθεί στην αγκαλιά της κι η Μέλανυ τον κοίταζε περίεργα. Ο Πετράν δε θυμόταν τίποτα.
-Μ αγαπάς; Την αγκάλιασε κι αυτή εκείνον.
-Σε λατρεύω μωρό μου! είσαι ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου και τον φίλησε.
-Τι ώρα είναι; πετάχτηκε ο Πετράν.
-Μην κάνεις έτσι προλαβαίνουμε να πιούμε καφέ, μέχρι να φύγεις για τη δουλειά, θα τον φτιάξεις εσύ μωρό μου;
-Αφού ξέρεις δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ μας ... έκανε και σηκώθηκε.
-Το ξέρω, γέλασε και σηκώθηκε κι αυτή να πάει στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί.
Ο Πετράν πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τους καφέδες.
-Δε βαριέμαι, που λες να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι ν ανάβω το γκαζάκι.
-Ε, σιγά το γκαζάκι! Απαντούσε απ την τουαλέτα.
-Μετά βαριέμαι ν ανοίξω τα καφεκούτια!
-Ε, σιγά τα καφεκούτια, έχουμε τα καλύτερα!
-Να μετρήσω το νερό στο τζιβέ και τις κουταλιές της ζάχαρης και του καφέ.
-Ε, σιγά τις κουταλιές! Δυο καφέ ενάμισι ζάχαρη. Μη σου πέσει παραπάνω κακομοίρη μου!
Ο Πετράν μετρούσε τις κουταλιές, ύστερα ανακάτωνε το μείγμα και περίμενε πάνω απ το γκαζάκι να φουσκώσει το καϊμάκι.
-Όχι δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι να περιμένω τη στιγμή που θα φουσκώσει και να τον βγάλω στο τσακ! Φοβάμαι μη δεν το προλάβω και καεί.. κατάλαβες;
- Κατάλαβα μωρό μου! είπε η Μέλανυ ερχόμενη φρέσκια στην κουζίνα, ενώ αυτός γέμιζε στο τσακ τα φλιτζάνια.
-Ίδρωσες;
-Ε, τι εύκολο είναι να φτιάξεις δυο καφέδες! Σκούπισε τον ιδρώτα που έλουζε το μέτωπο του.
Ύστερα σέρβιρε τους καφέδες στο σαλόνι με ένα μπισκοτάκι στον καθένα.
Κάθισαν ν απολαύσουν τον καφέ τους μη μιλώντας για λίγο.
-Ξέρεις τσακώθηκα με έναν καραγκιόζη χτες στο Κολωνάκι, είπε ρουφώντας μια γουλιά κι ο Πετράν τσουρουφλίστηκε με το τσιγάρο του.
-Ποιος ήταν αυτός ο κακομοίρης;
-Καλά το είπες: κακομοίρης! Δεν έχει σημασία, άστο, το ξέχασα αλλά αν το ξαναπετύχω θα του βγάλω τα μαλλιά τρίχα-τρίχα!
-Είχε μαλλιά;
-Μπα, φαλακρός ήταν!
Ο Πετράν την κοίταξε όπως την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Μέλανυ του το κλεισε.
-Πάω να φύγω εγώ τώρα, πάω στη δουλειά.
-Ωραία! μη ξεχάσεις να μιλήσεις στ αφεντικό σου για να με πάρει για γραμματέα του, εντάξει;
-Όχι, θα του το πω, έκανε σφίγγοντας τη γραβάτα του.
-Να του το πεις οπωσδήποτε! Ξέρεις πόσο θέλω να δουλέψω.

Συνεχίζεται


ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...