Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ








Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες –Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις…
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών. Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς…τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το ‘χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους.
Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική…ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος…ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ;…πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ’ ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν –Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει.
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν –Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.
ΤΕΛΟΣ


Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

ΝΙΚΟΛΑΣ


Καλλιδρομίου 55.

Κάποιος κρεμάστηκε εδώ*, τίποτα παραπάνω.
Ασύμμετρο. Αν ήταν σπουδαίος
Περιμένω το χειρότερο. Ή όχι
Οι άνθρωποι που δεν έχουν τι να πουν, περνάνε δίπλα μου
Εγώ, καπνίζω τσιγάρο και τους βλέπω
Είναι ωραίοι οι άνθρωποι, ψεύτικοι
Ψάχνουν να βρουν τη μεγάλη ευτυχία.
Εγώ τους κοιτάζω γιατί ξέρω ότι δε θα τη βρουν.
Οι άνθρωποι, τα μεγαλύτερα στοιχίδια.
Καπνίζω τσιγάρο και δε με νοιάζει που με βλέπουν
Μια ξεραμένη γυναίκα πέρασε, με την τσάντα στην πλάτη
Πέρασε, δεν κοιτάζει πουθενά
Είναι μια εξαντλημένη γυναίκα
Πού θα πάει; που θα κοιμηθεί; ποιός θα τη γαμήσει;
Άσπρο χαρτί.
Σπάτουλα. Τι λέξη κι αυτή. Χώρος προσώπων, χρώματα που δεν ανέχονται τη μοναξιά. Όλα θέλουν να πουν κάτι. Όλοι.
Η σπάτουλα. Σπαθίζει. Τις ιδέες, το χρόνο πλάι στο σκούρο-μπλε, το κόκκινο παρέχει φθόνο. Οι ώχρες λίγες, έλειωσαν στο σωληνάριο. Η μοναξιά στο κόκκινο. Γειάσου Άσιμε.
Ο προαγωγός, ή ο παραγωγός;
να ΄μουν ο ένας άλλος
να μην ήμουνα εγώς.
Πήγα για να φύγω μα
δεν έπαιρνε εμπρός
ήταν ένα κάλλος
στους ποταμούς Αιγός.



*Ο Νικόλας Άσιμος

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

ΟΥΊΣΚΙ Ή ΒΌΤΚΑ;




ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ


Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.
Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμα κυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.
ΤΕΛΟΣ



Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΤΣΙΓΆΡΟ ΣΤΟ ΌΣΤΡΑΚΟ





Από την πρώτη φορά πού είδε τη φωτογραφία, στο προφίλ της στο φεις μπουκ, την ερωτεύτηκε. Πως συμβαίνει στη ζωή; Όταν συναντάς έναν άγνωστο, μια άγνωστη σε μια παρέα κάποιο βράδυ που πηγαίνετε για ποτό; Έτσι ακριβώς. Όταν όμως συναντάς το άτομο που πρόκειται να ζήσεις, να έχεις μια ιστορία μαζί του, τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Ο Μάικ τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ζήσει μια και ήταν ήδη σαράντα χρονών. Στη ζωή είναι αλλιώς, είπε στον εαυτό του. Πίσω απ τις οθόνες πως να ερωτευτείς; Του φαινόταν απίθανο, έως απίστευτα τραγικό και τίναξε τη στάχτη απ το τσιγάρο του στο όστρακο. Που το είχε βρει αυτό το όστρακο; Αλλά τόσα χρόνια που του άρεσε η θάλασσα, τα νησιά τα ταξίδια, κάπου δε θα μάζευε ένα όστρακο για να το κάνει σταχτοθηκη; Ναι, το θυμήθηκε. Ήταν απο το Καλοκαίρι του 2002 στα Κύθηρα. Τότε ζούσε με την Καίτη την παρ ολίγο γυναίκα του, τώρα ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα. Ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρω, μονολόγησε αλλά μόλις είδα τη φωτογραφία της, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησε κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα πάντα γι αυτήν. Ξεκίνησε από τις πληροφορίες. Έψαξε πρώτα να βρει πόσο χρονών ήταν. Τζίφος. Έγραφε πως γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια ένα. Πλάκα έκανε η κυρία κι έτρεξε παρακάτω να δει αν ήταν ελεύτερη. Ελεύθερη, ω, ναι, το είδε και ηρέμησε. Η Ντίνα ήταν ελεύθερη. Κοίταξε το επάγγελμα. Φιλόλογος. Εδώ κόμπιασε λίγο, αυτός ήταν ηλεκτρολόγος, μάστορας, ταιριάζει με μια φιλόλογο; Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, του είπε στο πρώτο τους τσάτ κι αυτός έτρεμε. Ναι, δίκιο έχεις της απάντησε αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει πόσο χρονών ήταν. Άσε, σκέφτηκε, πρώτη φορά ήταν που μιλήσαμε και ξαναγύρισε στις πληροφορίες που δεν τον φώτισαν και πολύ. Μόνο στις μουσικές προτιμήσεις ταίριαζαν απ ότι κατάλαβε, αυτή έπαιζε σκάκι, ο Μάικ τάβλι, δεν πειράζει, του έγραψε σε ένα μήνυμα, άμα έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις θα μονοτονίσουμε, καλύτερα να είμαστε λίγο διαφορετικοί. Για όλα έβρισκε λύσεις η Ντίνα. Η Κωνσταντίνα που έλεγε πως ήταν από την Αθήνα κι ο Μαικ έγραφε πως η καταγωγή του ήταν από το Μελιγαλά. Χα! κορόιδεψε εκείνη και σα να την έβλεπε που φύσηξε τη μύτη της. Χα! απ το Μελιγαλά! να το αλλάξεις στην ανάγκη να πεις ένα ψέμα και κάπου εκεί τσίνιξε λίγο ο Μάικ. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και του φάνηκε πως τα πράγματα θα γινόταν όπως και με τις άλλες εδώ μέσα. Το ξανασκέφτηκε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο στο μπαλκόνι του. Έπρεπε να φύγει, κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή, οχτώ, εντάξει, είχε ώρα ακόμη. Κοίταξε πέρα τον Υμηττό έτσι πως το είχαν καταντήσει. Βουνό ήταν αυτό; και ξαναγύρισε στο ποντίκι. Έπαιζε με το βέλος, που σταμάτησε ξαφνικά στην Μαρίνα. Στραβομουτσούνιασε. Ήταν απο τις πρώτες που είχε γνωρίσει στο φεις. Μελαχρινή, σοβαρή, πανέμορφη φαινόταν στις φωτογραφίες και τον φλέρταρε με την πρώτη. Θυμήθηκε πως έκαναν πολλά όνειρα, πολλές νύχτες και μέρες, ώσπου εκείνη αραίωσε και τώρα δεν έλεγαν ούτε καλημέρα χωρίς να ξέρει το γιατί. Απορούσε που δεν την είχε διαγράψει από τους φίλους του και το ξανασκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Έσυρε το βέλος στη διαγραφή αλλά δείλιασε. Αστην, ας υπάρχει σκέφτηκε, να μου θυμίζει πως οι γυναίκες εδώ μέσα, όπως και στη ζωή, είναι ψεύτικες όλες. Όλες εκτός από την Ντίνα. Α, όλα κι όλα η Ντίνα ήταν αλλιώτικη, ήταν γυναίκα με αρχές, με ήθος. Αφηρημένα ξαναγύρισε στην αρχική σελίδα. Είδε πως του αφιέρωνε ανοιχτά, [αυτό δεν έλεγε κάτι;] ένα παλιό τραγούδι. Ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Άναψε κι άλλο τσιγάρο ακούγοντας το, φύσηξε τον καπνό μέσα κι έξω από την οθόνη. Λογάριασε πως ο έρωτας στο διαδίκτυο, είναι όπως ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Τεράστιο το ένα, απέραντο το άλλο, τι να κανε; Πως να βρισκε το ταιρι του σε ένα αρχιπέλαγος; Τέλειωσε με το τσιγάρο, έκλεισε την οθόνη βιαστικά και βγήκε.
 Η Ντίνα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που έδειχνε τα πάντα, δεν μπορούσες να του κρύψεις τίποτα. Στεκόταν εκεί ολόγυμνη και κοίταζε το κορμί της. Δε ντρεπόταν, της άρεσε να βλέπει το ωραίο σώμα της. Ήταν τριανταένα χρονώ, αψεγάδιαστη κι αυτό της άρεσε πολύ. Έκανε μια αστεία γκριμάτσα, πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, ζούληξε τη μύτη της που την θεωρούσε μεγάλη και κάποτε, μικρή, είχε σκεφτεί να την κόψει. Ταυτόχρονα στο μυαλό της ήρθε ο Μάικ. Τον σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία, τον είδε στη φαντασία της, όπως ήταν σ αυτή τη φωτογραφία που είχε στο φεις μπουκ. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι της , σα να ήθελε να ξαστερώσει. Ή ώρα ήταν εννιά. Εννιά το βράδυ. Γυμνή όπως ήταν γύρισε στο σαλόνι. Στο μυαλό της δεν ήταν ο Μάικ τώρα, ήρθε ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής της. Χαμογέλασε που τόσα είχε να θυμηθεί μαζί του. Πέρασε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, στάθηκε λίγο μετέωρη, άνοιξε τον υπολογιστή. Κοίταξε να δει αν ήταν ο Μάικ μέσα. Όχι δεν ήταν. Καλύτερα σκέφτηκε, θα του γραφε ένα ωραίο μήνυμα ανάμεσα από πασχαλιές που της είχε πει, ότι του άρεσαν. Τι να του γραφε όμως;  Πήγε στα μηνύματα, έσυρε το βέλος, διάλεξε ένα μπουκέτο πασχαλιές κι έγραψε από κάτω:" Όλα είναι τόσο ωραία, γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει;" Πάτησε κοινοποίηση, το μήνυμα έφυγε σαν περιστέρι κι η Ντίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πήγε στην αρχική σελίδα, έβαλε μουσική, ο ήχος του Βιβάλντι γέμισε το σαλόνι. Αντάλλαξε μερικές καλησπέρες με κάποιες φίλες της που στην ουσία δεν τις χώνευε αλλά από τις οθόνες ήταν υποχρεωμένη να είναι ευγενικιά, μίλησε και σε μερικούς επίδοξους σαλιάρηδες εραστές της δεκάρας, όπως τους αποκαλούσε από μέσα της και από έξω της αν χρειαζόταν, έτσι για να περάσει η ώρα, μέχρι να πήγαινε δέκα που θα ερχόταν ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής. Της άρεσε που έκανε έρωτα μαζί του, δε φανταζόταν ποτέ τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ήταν υποχρεωμένη από τη φύση της να σέβεται όσα της έδιναν με υπομονή και σύνεση. Στον έρωτα όμως δεν υπάρχει σύνεση! μονολόγησε δυνατά και το γραψε σε κάποιον Τάκη που την φλέρταρε χρόνια τώρα στην οθόνη. Συμφωνώ μαζί σου κι άλλες τέτοιες μπούρδες της απάντησε ο ξενέρωτος. Γιατί τα έκανε αυτά; Δεν ξέρω, μονολόγησε σκεφτική. Δεν ήταν καμιά του πεταμού η Ντίνα, φαινόταν έξυπνη γυναίκα εκτός από το όμορφη. Αυτό το όμορφη την κόλλαγε στον τοίχο και ο Μάικ της το είχε πει καθαρά: οι μπάνικοι δεν πάνε καλά στη ζωή τους. Δυσανασχέτησε μ αυτή τη σκέψη. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει αργά. Ήταν ο Δημήτρης, μόνο αυτός άνοιγε τόσο αργά, τόσα γλυκά κι έμπαινε στο άνοιγμα γελαστός. Και το νερό ξανακύλησε στο ίδιο ποτάμι. Όρμησε στην αγκαλιά του και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα.

Πήγε στη δουλειά του ανόρεχτα και κείνη τη μέρα. Τίποτα δεν του φτιαχνε το κέφι, πως είναι μερικές φορές που δε σου φτάνει τίποτα;  Όλα του φαινόταν πληκτικά. Ακόμα και οι πασχαλιές που τόσο αγαπούσε, στο μήνυμα της Ντίνας, ούτε αυτες του άρεσαν. Είμαι βαρεμένος , σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος με μια φωτογραφία ξανά και νευρίασε περισσότερο όταν θυμήθηκε μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια να βρει σύντροφο μέσα από το δίκτυο. Κάποια ανεπαίσθητη Μάρθα που έμενε στο Βέλγιο και περίπου δυο μήνες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Εκείνη να δεις τι του λεγε και τι έκανε! Δεν τον άφηνε στιγμή μόνο του. Όταν δεν ήταν στο δίκτυο του έστελνε μηνύματα στο κινητό. Πέρασε όμως ο καιρός και σιγά-σιγά έστριψε κι αυτή για άλλες πολιτείες και ο Μάικ δεν μπορούσε να συνεχίσει να θυμάται πόσες Μάρθες είχε απορρίψει και πόσες Νίτσες τον είχαν στείλει για τσάι. Και να πεις πως ήταν κανένας άσχημος! Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο Μάικ, πως διάολο τα κατάφερνε έτσι, δεν μπορούσε να το καταλάβει και γι αυτό ήταν νευριασμένος εκείνη τη μέρα. Το ξανασκέφτηκε και είπε πως δεν έπρεπε να τη χάσει με τίποτα.  Εξ άλλου εκείνη του είχε κάνει την ερώτηση γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει...τι εννοούσε άραγε; Πότε έπρεπε να είναι μαζί; Αυτός της είχε προτείνει να συναντηθούν κι εκείνη είχε αρνηθεί λέγοντας πως ήταν νωρίς ακόμη, άρα; Άρα μάλλον παίζει μαζί μου, μονολόγησε δυνατά. Τι είπες; συνοφρυώθηκε ο προϊστάμενος του από το απέναντι γραφείο και τον κοίταζε εξεταστικά. Δεν είναι τίποτε, έγνεψε. Μήπως είσαι ερωτευμένος; συνέχισε ξύνοντας ένα φις με το δοκιμαστικό και του Μάικ του γυάλισε το μάτι. Μόνο οι ερωτευμένοι χάσκουν έτσι γνωμάτευσε ο προϊστάμενος και ο Μάικ δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι, να μπει στον υπολογιστή και να την δει, να μιλήσει μαζί της. Δεν μπορούσε στιγμή χωρίς αυτήν και κοίταξε τον υπολογιστή του προϊστάμενου. Να μπω λίγο; του γνεψε. Έλα, τον εξέτασε περίεργα σμίγοντας τα χείλη μπρός και έξω. Όρμησε στον υπολογιστή, ο προϊστάμενος πήγε να κατουρήσει, ίσως, έτσι θα ήταν καλύτερα, ο Μάικ χτύπησε τους κωδικούς γρήγορα μπήκε στο προφίλ του, κοίταξε στη συνομιλία, τίποτε, η Ντίνα έλειπε. Ε, ναι, ρε, είπε στον εαυτό του. Η γυναίκα δουλεύει το ξέχασες; Ναι, αλλά και άλλες μέρες που δούλευε ήταν μέσα. Ε, τώρα δεν είναι, του απάντησε κάποιος ή κάποια που δεν τους ήξερε.  Κοίταξε γύρω του, δεν τους είδε, ήταν καλά κρυμμένοι οι άνθρωποι, δε φαίνονται όταν τους χρειάζεσαι, αλλά τι τον ένοιαζε; Αυτός άλλα έπρεπε να κάνει τώρα. Σκέφτηκε να της γράψει ένα μήνυμα κι αστραπιαία του πέρασε απο το μυαλό το σ αγαπώ, μα πως να της το λεγε; Με τα πλήκτρα; Η αγάπη εκφράζεται με όλους τους τρόπους, τι θα πει με τα πλήκτρα; αναρωτήθηκε και της το γραψε. Απλά, όμορφα με κεφαλαία, Σ΄ΑΓΑΠΩ. Το κοίταξε ευχαριστημένος κι έκανε την αποστολή, πάτησε εντερ. Αυτό ήταν, τώρα η Ντίνα θα ήξερε.
ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Η ΗΔΟΝΉ ΤΟΥ ΠΑΝΙΚΟΎ




ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.


Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κiλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κιλότες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.
Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.
Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλα, πω,πω,  κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!»  Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας, σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά  στο λευκό, στο άπλετο φως.
Τέλος



Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΦΟΡΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΑΝΑΠΟΔΑ....






Βράδυ, θεοσκότεινο. Τα νεύρα μου τεντωμένα. Τσίτα. Στο μπαλκόνι μας ο γέρο Μπαντκρεπ, γρυλίζει ανήσυχα. Ποιος είναι; Ποιος να είναι, κανείς. Τον κοιτάζω λίγο, έτσι πως γέρασε και δεν τον λυπάμαι. Εδώ μεγάλωσα εγώ. Μπαίνω μέσα. Η Αμαντέα με κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Τα νεύρα της είναι τσίτα. Η υπερένταση της κοκκινίζει τα μάτια. Προσπάθησε να ηρεμήσεις! της φώναξα. Αντί απάντησης ένα παπούτσι περνάει σύρριζα στο αυτί μου. Αν με έβρισκε μπορεί να με κούφαινε αλλά δε με βρήκε. Πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από το τραπέζι. Αμαντέα, της φώναξα και δεν άντεξα. όρμησα και την άρπαξα από τα μαλλιά. Ήταν χοντρή, είχε γίνει χοντρή, τα τελευταία χρόνια δεν πρόσεχε καθόλου τη σιλουέτα της. Αυτή με άρπαξε από τον λαιμό κυλιστήκαμε στον καναπέ, στο δάπεδο, πως γίνονται έτσι οι άνθρωποι πρόλαβα να σκεφτώ, γιατί με μισείς ρε; Είχαν γίνει πολύ άσχημα τα πράγματα, κάθε μέρα τσακωνόμαστε. Με το παραμικρό σα να ψάχναμε αιτία. Εγώ είπα να χωρίσουμε, εκείνη όχι. Όσο κι αν προσπάθησα δεν την έπεισα πως είχα δίκιο. Ύστερα ηρεμήσαμε κάπως, ο Μπάντκρεπ σταμάτησε να γρυλίζει, εμείς σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ωραία στιγμή του χωρισμού, στο μυαλό μου ένα τρένο, στο μυαλό της ένα μονοπάτι. Εγώ κρατούσα τη βαλίτσα στο χέρι. Η Αμαντέα δεν έκλαιγε. Φιληθήκαμε για τελευταία φορά.
Καθόμουν στο μπαλκόνι. Είχαμε ένα πολύ ωραίο μπαλκόνι που έβλεπε στον Υμηττό. Τόσο κοντά, που τα δέντρα του κρέμονται σχεδόν στα κάγκελα μας. Πότισες τα λουλούδια; με ρώτησε η Αμαντέα με κάποιο χαμόγελο. Έβαλες στον Μπαντκρεπ να φάει. Ύστερα κάθισε απέναντι μου. Συμβαίνει κάτι Αγησίλαε; Οι γυναίκες πάντα καταλαβαίνουν πως κάτι συμβαίνει. Όλο διαταγές είσαι, της χαμογέλασα. Μμμ, διαταγές! μιμήθηκε τη φωνή μου. Πάντα έλεγες πως αυτές είναι οι δικές σου δουλειές μέσα στο σπίτι. Τις άλλες τις άφηνες για μένα. Καμιά φορά φτάνει η στιγμή να τα βαριέσαι όλα, της απάντησα. Κι εμένα; είπε όλη παράπονο, λαχταρισμένη. Όχι, της χάιδεψα τα μαλλιά. Εσένα δε θα σε βαρεθώ ποτέ.. Αλήθεια μου λες; ζωντάνεψε τα μάτια της που είχαν αρχίσει να κάνουν ρυτίδες. Όχι, πως είχε μεγαλώσει πολύ αλλά είχε μεγαλώσει. Όπως και να το κάνεις και συ μεγάλωσες. Δε βλέπεις τους γκρίζους κροτάφους σου; με κάρφωσε. Πράγματι, τελευταία άσπριζαν ταχύτατα. Εντάξει όμως, είναι γοητεία, μου χαμογέλασε. Πάμε για πρωινό έξω, στη Γλυφάδα; πρότεινα, σαν πάλι άρχιζα να βαριέμαι. Η Αμαντέα σηκώθηκε κι αυτή κάπως βαριεστημένα. Πήγαμε στο Πλάζα καφέ, πήραμε το πρωινό μας αμίλητοι. Το πολύ ν ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες κι επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Εγώ αποτελείωσα το πότισμα κι εκείνη μαγείρευε ψιλοτραγουδώντας. Ύστερα ήρθε έξω. Να σου πω; στάθηκε στο άνοιγμα με νόημα. Σήκωσα τα μάτια, κατάλαβα. Παλιό παιχνίδι, δε μου άρεσε και μου άρεσε. Πήγα κοντά της, παρασυρθήκαμε στο κρεβάτι. Κάναμε έναν έρωτα χωρίς πάθος.
Ο Μπάντκρεπ ήταν ένα τέλειο κουτάβι. Ακόμα κι εγώ που δεν αγαπούσα τα ζώα τόσο, όσο η Αμαντέα, συμφώνησα να τον κρατήσουμε κοντά μαςνα μεγαλώσει. Ήταν μια ηλιόλουστη Καλοκαιρινή μέρα. Η Αμαντέα ήταν πανέμορφη. Τα μαλλιά της κυλούσαν στους λευκούς της ώμους, τα μάτια της πρασίνιζαν χιλιάδες αχτίνες. Είσαι μία, μοναδική, αξιαγάπητη, της φώναξα. Και συ είσαι ένας, μοναδικός, αξιαγάπητος, μου απάντησε. Με αγαπούσε. Ήξερε πως την αγαπούσα κιεγώ. Ένιωθα κοντά της να πετάω.  Σ ευχαριστώ, μου είπε μέσα στο αυτοκίνητο και με φίλησε πίσω από το αφτί. Ανατρίχιασα καθώς οδηγούσα. Μη! θα σκοτωθούμε, διαμαρτυρήθηκα. Δε με νοιάζει! αναφώνησε. Αν σκοτωθούμε παρέα, δε με νοιάζει τίποτε αλλά τώρα ζούμε! Και με αγκάλιασε ολόκληρο έτσι που μου φυγε το τιμόνι, το αυτοκίνητο έκανε ζιγκ-ζαγκ και το σταμάτησα στου δρόμου την άκρη, μέρα μεσημέρι. Δε μας ένοιαζε. Κάναμε έρωτα, το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε, ο Μπάντκρεπ μας κοίταζε και χαμογελούσε. Ναι, χαμογελούσε. Χαμογελούν και τα σκυλιά όταν βλέπουν τ αφεντικά τους ευτυχισμένα.
Το πατρικό σπίτι της Αμαντέας ήταν απέναντι από το δικό μου. Από όταν ήμασταν μικροί δε νομίζω πως της είχα δείξει ενδιαφέρον. Ούτε κι εκείνη, έτσι νόμιζα. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήταν έτσι. Ήταν Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη που δεν είχα τι να κάμω και στεκόμουν αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, ύστερα είπα να πάω στον Υμηττό να δω το λιοβασίλεμα. Όλα πήγαιναν καλά, είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα πιάσει δουλειά σε μια περίφημη θέση. Οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες, χαρούμενες, ευτυχισμένες. Πως είμαστε μερικές φορές χαρούμενοι, ευτυχισμένοι; έτσι. Στάθηκα πάνω σε ένα βράχο και κοίταζα. Ωραίο το ηλιοβασίλεμα! Μα εσύ, είσαι πιο ωραίος, την άκουσα να μου λέει και γύρισα έκπληκτος. Ήταν η Αμαντέα. Σταματημένη δυο μέτρα μακριά μου με ένα γαλάζιο φόρεμα να θροΐζει στο απογευματινό αεράκι. Ή όπως ανέβαινα πήρε το μάτι μου μια λιγνή σιλουέτα, γυναικεία, να κοιτάζει προς τη δύση. Πήγα αθόρυβα πίσω της. Η Αμαντέα δεν ξαφνιάστηκε. Γύρισε και με κοίταξε δυο μέτρα μακριά μου. Πανέμορφη, θρόιζε στο απογευματινό αεράκι. Ένιωθα χτύπους στην καρδιά, αυθόρμητα της έπιασα το χέρι. Περπατήσαμε στο σούρουπο, ανάμεσα στις ασφάκες. Δεν κατεβήκαμε. Αποφασίσαμε με τα μάτια ν ανέβουμε. Ο ήλιος βασίλευε κι εμείς δίναμε το πρώτο μας φιλί. Ίσως, να βρίσκαμε κάτι στην κορυφή του βουνού.
ΤΕΛΟς
.


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΣΧΙΣΜΈΝΟ ΔΈΝΤΡΟ






Έκλεψα δυο λεμόνια από τη λεμονιά και μου είπε πως δεν έχουμε να πούμε τίποτα, εμείς οι δύο. Η λεμονιά ήταν κάποτε δικιά μου-κι εγώ εκεινής. Τίποτε δε μας χώριζε παρά μονάχα ένα ποτάμι. 'Ένα ποτάμι με χρυσό νερό.
Ξέρεις τι μου κάνει τη ζημιά ρε φίλε; όχι που δυο οι άνθρωποι χωρίζουν,- τουλάχιστον αυτοί που δεν αγαπιούνται, που σκοτώνονται, καλά κάνουν. Τη ζημιά μου την κάνει που χωρίζουν κι αυτοί που αγαπιούνται! Αυτό είναι το χειρότερο, το πιο οδυνηρό φίλη μου. Γίνεται αυτό; Κι όμως συμβαίνει πάρα πολλές φορές στο μεσοβέζικο Δυτικό πολιτισμό μας. Ο αναγκαστικός χωρισμός δυο ανθρώπων που αγαπιούνται έχει συνήθως οικονομικά κίνητρα. Διαφορά κοινωνικών τάξεων και τα λοιπά. Πως όμως γίνεται αυτό; όπως ένα κορμός δέντρου σχίζεται στα δύο από το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Έτσι φαντάζομαι πως θα νιώθουν αυτοί που χωρίζουν ενώ αγαπιούνται. Κι αυτός ο πόνος του χωρισμού όπως και να είναι πονάει. Τις περισσότερες φορές, έστω για τον ένα από τους δυο, γίνεται δράμα. Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες βδομάδες είναι αβάσταχτα σκληρές. Δε θέλεις ούτε να ζήσεις ούτε να πεθάνεις. Κι ορισμένοι δεν αντέχουν, πεθαίνουν.



Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΞΈΜΟΥΝΟ





Όταν καμιά φορά
το δειλινό σε θυμάμαι
-λινά φορέματα

που ο αγέρας τα φυσά και φαίνεται το ξέκωλο-
πόσο δε θα ξανάθελα ν αγκαλιαστούμε
γιατί ποτέ δεν ξέχασα το ξέμουνο σου.
Κι όταν πολλές φορές, το σχισμένο τζιν
άφηνε επίτηδες, εκεί ανάμεσα
τη λεπτή ισορροπία σάρκας και ιδέας
θυμάμαι πως δε σ ένοιαζε!
Γελούσες που το βλέμμα κοίταζε εκεί
που οι σχισμές ανοίγουν για ν ανταμώσουν τους κόσμους
Στο ξέμουνο.
[Αυτή η ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ τους
δεν άφηνε περιθώρια για λάθη και εντροπές.]


ποιήμΑτα Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

FOR A FIEW AMMOS MORE





 Στην άκρη του μικρού τοίχου, ήταν αφημένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο τοποθετημένο έτσι, λες αδιόρατα από χέρι μαγικό, έδινε την εντύπωση πως κάτι ήθελε να πει. Πάντα ένα μοναχικό τριαντάφυλλο, κάτι έχει να πει, μια ιστορία προφανώς,κι επειδή ο ήλιος αργούσε να βγει ακόμα, οι δροσοσταλίδες πάνω στο κόκκινο πέταλο, φάνταζαν λαμπερές σταγόνες ασημιού. Το αχνογαλαζο του πρωινού, σ αυτή την πλευρά του Σαρωνικού στο Καβούρι, όταν έλειπε όλος αυτός ο πολύβουος κόσμος ήταν υπέροχο. Μια μοναξιά απερίγραπτη, ένας κόσμος ολόκληρος δικός σου. Η θάλασσα ακέραια, γαληνεμένη, δεν πάφλαζε ούτε στεναγμός. Ποιος όμως να είχε αφήσει εκεί, αυτό το δροσερό τριαντάφυλλο; Γιατί κάποιος το είχε αφήσει εκεί, δεν ήταν πεταμένο, φαινόταν. Την πρώτη φορά που το είδα, δεν ξαφνιάστηκα τόσο πολύ. Του ριξα μια αδιάφορη ματιά-τι με νοιάζει έμενα για τριαντάφυλλα, σκέφτηκα- και βούτηξα στη θάλασσα. Απόλαυσα το πρωινό νερό, σε όλη την μεγαλοπρέπεια του. Βγήκα και ξαναπήγα στο πικρό τοίχο όπου είχα στημένο το μαγαζάκι μου. Γιατί, εμένα που με λένε Αρτέμη, είμαι μικροπωλητής σ αυτή την άκρη του κόσμου. Δεν ήταν πολλά χρόνια που έκανα αυτή τη δουλειά και μου την είχε μάθει ο Γύφτος. Ο φίλος μου ο Γιώργος. Δεν ήταν γύφτος αλλά τόσα χρόνια κοντά στη θάλασσα είχε πάρει οριστικά μαύρο χρώμα χειμώνα-Καλοκαίρι και όλοι πια έτσι τον φώναζαν και να δεις που του άρεσε, δεν τον πείραζε. Εγώ του είπα, αν με φώναζαν γύφτο θα τους σκότωνα. Εσύ, μου απάντησε ατάραχος, καπνίζοντας το αιώνιο στριφτό του. Εσύ, δεν είσαι εγώ, άραξε στα κιλά σου μπόι. Εγώ, ήμουνα το μπόι, ο Αρτέμης που είχα πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και επειδή δεν τα παιρνα τα γράμματα, μόνος μου αποφάσισα να βγω στο πεζοδρόμιο και να μάθω τα κόλπα του. Έγινα μικροπωλητής εδώ κι εκεί. Έτρεχα στα παζάρια, στο Μοναστηράκι, στον Πειραιά, στον Σχιστό, στις λαικές αγορές. Τα Καλοκαίρια όμως άραζα εδώ στο Καβούρι από τότε που γνώρισα τον Γύφτο. Γίναμε κολλητοί μα πάντα κάτι με φόβιζε στην εμφάνιση του, στον ωμό τρόπο που έβλεπε την ζωή. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει άνθρωπο αν ένιωθε πως θίγονταν τα συμφέροντά του, ήταν έτοιμος να κλέψει- τον είχα πιάσει πολλές φορές να κλέβει πορτοφόλια λουόμενων-κι εμένα δε μου άρεσαν αυτά τα πράγματα. Εγώ, ήθελα να είμαι τίμιος, να βγάζω το ψωμί μου τίμια, να φτιάξω τη ζωή μου, να παντρευτώ κάποτε, να κάνω παιδιά. Ο Γύφτος, βέβαια, τα κορόιδευε όλα αυτά. Για κοίτα ρε, έναν άνθρωπο που θέλει να παντρευτεί! έλεγε και με έδειχνε και ποτέ δεν καταλάβαινα αν με αγαπούσε ή μου τα λεγε όλα αυτά από συμφέρον. Από συμφέρον γιατί την δουλειά στην παραλία εγώ την έβγαζα. Ο Γύφτος καθόταν στην παράγκα του όλη μέρα και τα βραδιά γυρόφερνε με τις πουτάνες. Πουτάνες να δουν τα μάτια σου! Κοντές, χοντρές, άσχημες οι περισσότερες, ρημάδια μιας ζωής. Φέτος όμως, όλως παράξενο, είχε φέρει και δυο-τρεις πολύ όμορφες, μικρούλες. Η μια από αυτές μου γυάλισε στο μάτι. Την κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε. Την έλεγαν Ασήμω αλλά τίποτα παραπέρα. Κοίταζε τη δουλειά σου εσύ Αρτέμη, μη σε νοιάζει γι αυτά, έχεις καιρό, άσε με μένα, ξέρω εγώ τι κάνω! μου έλεγε συνέχεια. Απ΄όλες αυτές και όλους αυτούς που βλέπεις γύρω μου, ζω, μου είπε μια άλλη μέρα. Μάθε και συ να εκμεταλλεύεσαι τους ανθρώπους, τα καθάρματα κι έλα μετά να τα πούμε. Εγώ έχω φτύσει αίμα για να φτιάξω το παλάτι μου-παλάτι έλεγε την παράγκα που ήταν στριμωγμένη σε έναν χωμάτινο λόφο και δίπλα σε ένα τεράστιο πεύκο- τι νομίζεις θα παραδώσω τα όπλα έτσι; όχι, αγόρι μου, τα όπλα δεν τα παραδίδεις ποτέ! Μολών λαβέ! κι ακόνιζε ένα μαχαίρι που όποτε το έβλεπα με έπιανε ανατριχίλα. Έχεις σκοτώσει άνθρωπο; τον ρώτησα μια μέρα. Μπορεί, κούνησε αδιόρατα τα βλέφαρα. Αιντε τράβα τώρα, δεν βλέπεις το μωράκι που ζητάει κάτι να πιει; Μωράκια έλεγε τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες ανεξαιρέτως. Αλλά ήταν και καλός, δεν μπορώ να πω. Με πλήρωνε κανονικά, ήταν δίκαιος και με το παραπάνω με τους συνεργάτες του. Τους δικούς σου , πρέπει να τους προσέχεις, να τους έχεις στα όπα, γιατί αλλιώς, την έκατσες τη βάρκα, κατάλαβες Αρτέμη; Αιντε, πήγαινε να φέρεις τον πάγο. Κι έτρεχα εγώ παντού, με το μηχανάκι, με τα πόδια, με ότι μπορούσα. Έβγαζα όμως κάθε Καλοκαίρι τρελά λεφτά. Που θα τα βγαζες αυτά τα λεφτά ρε κακομοίρη! κορδώνονταν όταν κάναμε απολογισμούς πέρα τον Οκτώβρη. Και ήταν μια αλήθεια αυτή.
Το φετινό Καλοκαίρι, δεν είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά, φτώχεια, κρίση κι ο Γύφτος όλο γκρίνιαζε. Που θα πάει αυτή κωλοδουλειά με τους παρτάκηδες τους πολιτικούς; Κι άρχιζε να βγάζει λόγο στους παραλουόμενους. Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που άρχισε να μου έρχεται κάθε χάραμα εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένα ωραίο τριαντάφυλλο, δροσερό, μεγάλο, αφημένο σίγουρα επίτηδες. Ποιος ή ποια είχαν λόγο ή λόγους να το αφήνουν εκεί κάθε πρωί; Δεν ήξερα τι να υποθέσω, το κοίταζα και δεν τολμούσα να το αγγίξω.
Κοίταξα πέρα τη θάλασσα που αργούλιαζε σαν λυπημένος σκύλος. Έτσι ένιωθα κι εγώ καθώς σουρούπωνε στο Καβούρι κι όλα τα υπέροχα πράγματα, ενός κόσμου αφημένου σε μια μυστήρια γαλήνη, ήταν κάτι που με συνάρπαζε στη ζωή μου. Αυτη η μοναξιά, αυτη η δική μου λύπη, ο αγέρας που γέμιζε τα πνευμόνια μου, όλα ήταν σαν να μην ξαναπερνούσαν ποτέ. Τόσο μοναδικά, όπως και τα υπέροχα κόκκινα τριαντάφυλλα μου. Ποιος να μου τα στελνε άραγε; και καθώς το είχα σκεφτεί για πολλοστη φορά, πήρα την απόφαση να παρακολουθούσα το μέρος, να ερχόμουν αύριο το πρωί πριν απ όλους, πριν κι απ το σκοτάδι και δεν μπορεί..θα έβλεπα το χέρι που τοποθετούσε τα τριαντάφυλλα για μένα. Ναι, έτσι θα έκανα. Κι αν δεν το είχα κάνει ως τώρα, ήταν που δεν ήθελα να χάσω αυτη την μαγεία, αυτο το μυστήριο, του ποιος και γιατί σκεφτόταν κάτι για μένα και έκανε αυτή την πράξη. Αλλά εκείνο το βράδυ το είχα πάρει απόφαση.Τι κοιτας σαν χαμένος τη θάλασσα ρε μπόι; με ξέκοψε απο τις σκέψεις μου ο Γύφτος. Άειντε, τέλειωσες με τις δουλειές; κοπάνα τη! πήγαινε να αράξεις γιατι σε βλέπω πολύ κουρασμένον εφέτος κι έξυνε μια βέργα λυγαριάς με το ακονισμένο μαχαίρι του. Δεν του είπα τίποτε, μισόβλεπα μόνο το σκληρό προφιλ του που τώρα βούταγε στη θάλασσα, ξανάβγαινε και χωνόταν ξανά στο νερό. Ήταν δεινός κολυμβητής. Ξεμπέρδεψα κι εγω με τις δουλειές κι όρμησα ξωπίσω του. Τον έφτασα, γύρισε με είδε. Πάμε; μου γνεψε. Πάμε, συναίνεσα. Κάναμε κόντρες, φεύγαμε σαν δελφίνια, ολόγυμνοι στο σκοτάδι που τύλιγε την θάλασσα και τον κόσμο μας. Κάποτε-κάποτε μας ένοιαζε ποιος θα νικήσει. Τις πιο πολλές φορές όχι. Απόψε όμως η κόντρα φάνηκε γεμάτη πείσμα, σαν να θέλαμε κάτι ν αποδείξει ο ένας στον άλλον, πήγαμε μέχρι τη Φλέβα και γυρίσαμε. Τερμάτισα πρώτος κι αυτό δεν του άρεσε. Γέρασα φαίνεται, αποφάνθηκε σκουπίζοντας το πρόσωπο με μια πετσέτα. Πόσον καιρό είχες να με κερδίσεις μπόι; Δε θυμάμαι, του απάντησα. Είχαμε διαφορά δέκα χρόνια. Ο Γύφτος σαράντα, εγώ στα τριάντα. Τον άφησα στην παράγκα κι έφυγα παρ ότι μου είπε να κάτσω για κρασί. Άστο αύριο του είπα, είμαι κουρασμένος. Δεν παθαίνεις τίποτα εσύ, γέλασε και κατέβασε μια κούπα.
Όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Στριφογυρνούσα στο κρεββάτι σαν διάολος, μια με παιρνε ο ύπνος μια όχι. Τελικά, γύρω στις πέντε ντύθηκα κι έφυγα βιαστικός. Έφτασα στην παράγκα, άφησα τη μηχανή πιο πέρα και συνέχισα με τα πόδια. Κρύφτηκα πίσω από τα πρωινά αρμυρίκια που θροιζαν την αλμύρα στο πρόσωπο μου και παρακολουθούσα το σημείο, εκεί στο μικρο τοιχάκι που μου άφηναν το τριαντάφυλλο. Πρώτα άκουσα έναν παφλασμό στη θάλασσα, σαν αυτόν που πέφτει ένα κορμί-κοιταζα αλλά δεν έβλεπα τίποτε. Κι ύστερα, διαγράφηκε σαν αστραπή η σκιά ενός γυναικείου σώματος που σκουπιζόταν με μια πετσέτα στην άκρη της θάλασσας. Εγώ σώπαινα, κρατούσα την ανάσα μου. Αυτη ήταν. Η Ασήμω.Δεν μπορεί παρά να ήταν αυτή. Πράγματι, αφού την έχασα για λίγο από τα μάτια μου, ξαναφάνηκε τυλιγμένη με την πετσέτα και το τριαντάφυλλο στο χέρι να πηγαίνει και να το αφήνει απαλά στον τοίχο μου και μετα να χώνεται στην παράγκα του Γύφτου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ και καλά κείνη την ώρα αλλά αργότερα,όταν ο ήλιος είχε υψωθεί στον ουρανό και δούλευα πυρετωδώς σκεφτόμουν την Ασήμω, την πανέμορφη Ασήμω που ήταν πουτάνα και άφηνε σε μένα μια χούφτα τριαντάφυλλα τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι να κάμω αλλά εκείνη ήρθε και μου μίλησε κείνη τη μέρα. Τι θα κάνεις το βράδυ ρε όμορφε; κι έπαιζε με τα μάτια της στα δικά μου. Τίποτε, είπα αχνά. Εσύ μου στέλνεις τα τριαντάφυλλα; Ε, ναι, ρε μάγκα εγώ σου τα στέλνω,αν δεν σου αρέσουν να μας το πεις! Όχι,όχι, δεν είναι αυτό, διαμαρτυρήθηκα Ε, πάμε τότε καμιά βόλτα; εχω ρεπό σήμερα, είσαι; Είμαι, είπα γιατί να μην είμαι; Ωραία, πέρνα στις δέκα από την στροφή να με πάρεις και μου δειξε πέρα το γύρισμα του δρόμου. Κι έφυγε. Μ άφησε μόνο μου όλη μέρα να σκέφτομαι. Ρε, που έμπλεξα, μονολογούσα από τη μια αλλά τι πειράζει, τι σε νοιάζει; μήπως θα την παντρευτείς; Όχι, αλλά να αυτο δεν έψαχνες; αυτό δε νόμιζες πως μπορούσε να γίνει, μου λεγε ο εαυτός μου από την άλλη. Κοίτα όμως που είχε ρομαντισμό η πουτα..δαγκώθηκα, δεν ήθελα να την λέω έτσι και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να γίνει κι αυτό, αρκεί να το ήθελε, αρκεί να ήθελε ν αλλάξει ζωή. Όλοι οι άντρες όταν γνωρίσουν μια πουτάνα, προσπαθούν να την φέρουν στον ίσιο δρόμο, σκέφτηκα και γέλασα με την αφέλεια μας, το βράδυ που βγήκα με την Ασήμω έξω και της το είπα καθώς τρώγαμε. Γιατί ν αλλάξω ρε Αρτέμη; δεν σου αρέσω έτσι κατά πως είμαι; Ε, τότε να στρίβω μωρ αδερφέ μου! Κι έκανε να σηκωθεί. Μα δεν την άφησα. Την πρόλαβα κι αυτό ήταν. Από εκείνο το βράδυ την ερωτεύτηκα κι έχασα τον ύπνο μου. Δεν υπάρχει χειρότερη δυστυχία από αυτή. Από τη μια να σου αρέσει κάτι κι απ την άλλη να πρέπει να το διώξεις, να το χάσεις. Ο καιρός περνούσε, τα τριαντάφυλλα είχαν χαθεί, τι το θελα ν ανακαλύψω ποιος μου τα στελνε; και το χειρότερο που δεν ήξερα ως τα χτες, ήταν που η Ασήμω ήταν αδερφή του Γύφτου. Κεραμίδα μου ρθε στην κεφάλα..Τι, μου λες ρε! της είπα οργισμένος Αυτό έπρεπε να μου το είχες πει από την αρχή. Δεν τα λέμε αυτά αγοράκι, τα λέμε; ο Γύφτος μου προμηθεύει πελατεία, τι σε νοιάζει εσένα. Αν μ ένοιαζε λέει; μαύρα κοράκια με ζώσανε και πάνω που ήμουν έτοιμος να της κάνω πρόταση να τα παρατήσει και να παντρευτούμε σκοντάφτω. Σκοντάφτω σε μεγάλο ύφαλο, αιντε να βγάλεις άκρη με τον γύφτο, σκέφτηκα οδυνηρά. Ήμουν σίγουρος πως θ αρνιόταν. Άσε που θα γελούσε μέρες επειδή ήξερε τα όνειρα μου να παντρευτώ μια κοπελίτσα, μια γυναικούλα να κάνω σπιτικό. Κι όμως, παρ όλα αυτά αποφάσισα να του το πω με την σύμφωνη γνώμη της Ασήμως. Το και το αδερφέ μου του πα, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη που είχαμε γυρίσει απο μια κόντρα μέχρι τις Φλέβες. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και οι σκιές έπεφταν στην άμμο που καθόμασταν οι τρεις μας. Ο Γύφτος πετάχτηκε πάνω, ούρλιαξε σα θεριό, με κοίταξε στα μάτια με τέτοιο θυμό και μίσος που δεν είχα ξαναδεί.Αλλά δε φοβήθηκα, είχα το δίκιο με το μέρος μου, αλλά το δίκιο δεν κερδίζει πάντα. Ο Γύφτος μου όρμησε αναμαλλιασμένος, ήταν γερός, πιο σωματώδης από μένα και κυλιστήκαμε στην άμμο. Παλέψαμε γερά κάτω από τ αγωνιώδη βλέμματα της Ασήμως. Γιατί παλεύαμε; εγώ τουλάχιστον για να αμυνθώ, να σώσω τον Αρτέμη, έτσι κατα πως είχαν έρθει τα πράγματα και τον χτύπησα στο πρόσωπο. Μάτωσε, μάτωσε και η άμμος, κόλλησε στα σώματα μας στο μυαλό μας βουλιάξαμε στην άκρη της θάλασσας καθώς ο Γύφτος είχε βγάλει τώρα το μαχαίρι κι όρμησε να μου το στρίψει στην καρδιά. Πρόλαβα όμως και το στριψα εγω στην δικιά του, την άρρωστη καρδιά,  κι έπεσε νεκρός, στην άμμο, δίπλα σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, καθώς η θάλασσα αργούρλιαζε πέρα σαν ένας λυπημένος σκύλος.
ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΓΚΡΙΖΟΠΡΆΣΙΝΑ ΜΆΤΙΑ







Η ζωή μερικές φορές, είναι βαρετή για ανθρώπους ειδικά  σαν εμένα. Και το λέω αυτό επειδή από μικρό παιδί τα είχα όλα. Γεννημένος στην Γλυφάδα, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια, από γένος αριστοκρατικό, πλούσιο, Τσιλιμηταίοι έλεγαν όλοι κι έτρεμε το σαγόνι τους από φθόνο. Ο πατέρας μου, γνωστός αρχιτέκτονας, είχε σχεδιάσει τα μισά από τα πιο ωραία κτίρια των Αθηνών και όχι μόνο: Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Πεκίνο, ήταν διάσημος. Η μητέρα μου ήταν κτηματίας. Η μισή γλυφάδα δικιά της από κληρονομιά. Λεφτά να φάνε κι οι κότες.
Έτσι, εμένα που με είχανε μοναχοπαίδι και άρα ήμουν μοναδικός κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, με προόριζαν για πολιτικό. Σπούδασα στα καλύτερα κολέγια των Αθηνών κι ύστερα μεταπτυχιακά, ντοκτορά και τέτοιες αηδίες στη Ζυρίχη, όπου τελευταία, γύρω στα τριάντα μου, τελείωσα πολιτικές επιστήμες.. Εγκαταστάθηκα σε ένα πολυτελές, ιδιόκτητο γραφείο, τοποθέτησα μια σπουδαία επιγραφή στην πόρτα: Τσιλιμηταίος Εμμανουήλ. Πολιτικός επιστήμων.
Η εξωτερική μου εμφάνιση σπουδαία. Γύρω στο ένα ογδόντα ύψος, βάρος εβδομήντα πέντε κιλά. Σταθερά. Πρόσωπο γωνιώδες, από αυτά που λένε πως έχουν φωτογένεια. Μάτια γκριζοπράσινα, λαμπερά. Πηγούνι θεληματικό, όχι ακριβώς τετράγωνο. Γενικά είμαι ένα καλοβαλμένο, ωραίο πρόσωπο. Πρόσωπο και μυαλό. Φυσικά δεν δούλεψα ποτέ μου. Η δουλειά είναι για τα κατώτερα όντα, τους πληβείους. Κι όσο κι αν φαίνεται ρατσιστικό, αυτή είναι η αλήθεια. Ούτε με την πολιτική που σπούδασα, ασχολήθηκα. Τι ανάγκη είχα εγώ για όπλα αυτά; είμαι ένας βολεμένος άνθρωπος που του άρεσαν δυο πράγματα: οι γυναίκες και οι άντρες.
Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, έπινα τον μελαγχολικό εσπρέσο μου στο καφέ του Αστέρα Βουλιαγμένης, αυτό το γκέτο των πλουσίων. Δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα, καμιά αφορμή δεν μου δινόταν. Έτσι, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου-είμαι μανιώδης καπνιστής όπως οι περισσότεροι ηλίθιοι άνθρωποι. Ποτά δεν πίνω, τα θεωρώ επικίνδυνα για όλους τους ανθρώπους. Όπως και για τα ζώα. Θα είχε περάσει ώρα πολλή-ίσως κανένας αιώνας- κι ενώ συνέχιζα να πίνω τον εσπρέσο μου, δίπλα μου ξεφύτρωσε σαν από πουθενά, ένας φτωχός, πούστης κι άσχημος. Πως διάολο είχε εισχωρήσει στο γκέτο; Πως ξέφυγε από τους φύλακες; Αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία, αυτοί οι άνθρωποι μου προξενούν αηδία. Σιχαμάρα.
-Νομίζεις πως είσαι κάτι σπουδαίο, μου είπε απερίφραστα με φωνή αντρική, τραχιά.
-Σε μένα μιλάς; απόρησα.
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; έσμιξε τα φιδίσια μάτια του.
Σκέφτηκα να φύγω αλλά γιατί;
-Πάρε δρόμο! του απάντησα εξ ίσου σκληρά.
Γέλασε σαρδόνια.
-Και να φύγω, εσύ δεν γλιτώνεις, είπε χαλαρά λες και δεν συνέβαινε τίποτε.
-Από ποιον; από σένα; χλεύασα.
-Από τον εαυτό σου. Γι΄αυτό ηρέμησε.
Έπιασα σκεφτικός το πηγούνι μου και τον παρατήρησα καλύτερα. Τι ποντικίσια φάτσα ήταν αυτή; Ίσια μαλλιά σαν πράσα, κακοχτενισμένα. Στόμα σαν μια σχισμή, πέντε τρίχες φύτρωναν εδω κι εκεί, σε ένα μαυριδερό σαγόνι. Σώμα λιγνό, νευρώδες, άτριχο. Φορούσε ένα μαγιό, από αυτά που λέμε κουραδοκόφτη, φαινόταν όλο το κωλαράκι του κι έσταζε νερά ενώ εγώ φορούσα Αρμάνι την τελευταία μόδα κατευθείαν από το Μιλάνο.
-Από τη θάλασσα ήρθες; τον ρώτησα.
-Οι φτωχοί από κει έρχονται, αφού συνήθως απαγορεύεται η είσοδος στα μέρη σας.
-Ξέρεις ότι μπορώ να φωνάξω να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές;
-Δε θα το κάμεις, είπε με πεποίθηση.
-Γιατί;
-Επειδή θέλεις ν αλλάξεις πρόσωπο. Επειδή, δεν σου αρέσει αυτό που είσαι κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω σ΄αυτό.
-Πως και πότε θα γίνει αυτό; είπα ξαφνιασμένος, γιατί πράγματι τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουν να γίνω κάτι άλλο.
-Μην έχεις αγωνία, θα σε βρω εγώ. Δουλεύω σε ινστιτούτο αλλαγής φύλου.
Από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών, που μπέρδεψα τα μπούτια μου με μια συνομήλικη ξαδέρφη, κατάλαβα τη διαφορά των δύο φύλων. Του αρσενικού και του θηλυκού, του άντρα και της γυναίκας. Απο τότε θυμάμαι πως με συνάρπαζε η ιδέα πως μπορείς να γίνεις το άλλο. Δηλαδή, εγώ σαν άντρας να μπορούσα να νιώσω τι ακριβώς αισθάνεται μια γυναίκα. Ο φόβος είναι άραγε ίδιος ή μια γυναίκα φοβάται περισσότερο; Η υπόσταση του σώματος μπροστά στον καθρέφτη, τι αναλογία ηδονής, χαράς, μίσους ευτυχίας, προσδίδει στη γυναίκα; Σαν αυτούσιο αρσενικό που ήμουν, γνώριζα ή τουλάχιστον πίστευα πως γνώριζα τι ακριβώς ένιωθα απέναντι στο σώμα μου και στο μυαλό μου. Το θηλυκό όμως; Λένε πως οι γυναίκες είναι πονηρές. Πως σκέφτονται αλλιώτικα από τους άντρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό και ποιος μπορεί να το βεβαιώσει απόλυτα αν δεν έχει βρεθεί και στις δύο πλευρές;. Όμως το συναρπαστικότερο μέρος αυτής της σύγκρισης, ήταν πρώτα η ηδονή κι ύστερα η εξίσωση των ειδών εγκεφάλου. Και η περιβόητη ισότητα των δύο φύλων, κατέληγε στον αδυσώπητο αγώνα του φεμινιστικού κινήματος. Γιατί μια γυναίκα να θέλει να εξισωθεί με τον άντρα; Τι νόημα είχε αυτό, αφού αποτελούν δυο αντίθετα πράγματα και ως εκ τούτου εξυπηρετούν διαφορετικούς κανόνες της ζωής.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Γυμνός στο τεράστιο σαλόνι περιφερόμουν εδώ κι εκεί. Πολλές φορές έπιανα τα στήθια μου να δω μήπως μεγάλωσαν και το πέος μου που βρισκόταν σε ακατάσχετη στύση από φόβο ενστίκτου μήπως αλλοτριωθεί σε αιδοίο. Ήταν όμως κι αυτός ο άτριχος σπουργίτης που είχε εμφανιστεί από το πουθενά να μου σπαράζει το μυαλό. Τι στο διάολο ήθελε; Εγώ ήμουν ένας βολεμένος μεγαλοαστός, ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στην εμβέλεια της πραγματικότητας, θα μου άλλαζε ένα τυχαίο γεγονός τη ζωή μου; Ή μήπως κατά βάθος, πράγμα που δεν ήθελα να ομολογήσω, ήθελα ν γίνω γκέι; Να αποποιηθώ δηλαδή τη φύση μου. Αλλά ποια ήταν η φύση μου; αναρωτήθηκα φωναχτά στον καθρέφτη. Ήμουν ένας ερμαφρόδιτος παπαγάλος ή μια ξεφωνημένη κολοσούσα;
Πέρασαν δυο-τρεις μέρες. Συνηθισμένος στις μεγαλοαστικές μου ασχολίες, ξεχάστηκα. Ή μάλλον, σκέφτηκα, τελειωτικά, πως το γεγονός ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Πως δεν υπήρξε δηλαδή, κανένας ξεπουπουλιασμένος σπουργίτης που με είχε επισκεφτεί στην παραλία του Αστέρα Βουλιαγμένης. Έτσι, όταν εμφανίστηκε πάλι ξαφνικά από το βυθό της θάλασσας, δεν το πίστεψα.
Ήταν πρωί αυτή τη φορά κι απολάμβανα την ζέστη ενός ωραίου Φθινοπωρινού ήλιου.
-Είσαι έτοιμος; με ρώτησε
-Έτοιμος για πού;
-Ξέχασες; θα πάμε στο ινστιτούτο αλλαγής φύλων. Όπως συμφωνήσαμε, δεν είναι τίποτα φοβερό, θα δεις.
-Μιλάς σοβαρά; πήγα ν αστειευτώ. Και πότε συμφωνήσαμε;
-Πολύ σοβαρά! με αντέκρουσε με σκιώδη φωνή.
-Μήπως δεν πρέπει; έκανα αμφιταλαντευόμενος
-Ξέχνα το! Πρέπει να γίνει. Εξ άλλου, λεφτά έχεις, τι φοβάσαι;
-Δεν είναι αυτό..έκανα μια άλλη μορφή αντίρρησης σκεπτόμενος πως, άμα έχεις λεφτά, όλα είναι τέλεια, όλα είναι λυμένα.
-Πάμε, πάμε έκανε αποφασιστικά και με πήρε από το μπράτσο.
Η χειρουργική επέμβαση δεν διήρκεσε πολύ. Ίσως τέσσερις-πέντε ώρες. Εγώ δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, όπως δεν καταλαβαίνει κανείς, όταν βρίσκεται ναρκωμένος στο χειρουργικό κρεββάτι.
Άμα ξύπνησα, οι γιατροί έτριβαν τα χέρια τους.
-Μπράβο! είπαν. Όλα έγιναν στην εντέλεια.
Και με άφησαν μόνο μου.
Ή μάλλον μόνη μου.
Καθώς συνερχόμουν από την νάρκωση, έβαλα τα χέρια μου στο στήθος. Αναμαλλιασμένος χούφτωσα δυο υπέροχα γυναικεία στήθη. Ύστερα κατέβασα το χέρι μου χαμηλά.Στην αρχή δεν κατάλαβα αν έπιανα πέος ή κλειτορίδα.
Δυστυχώς ήταν κλειτορίδα.
Ή ευτυχώς.
Τώρα ήμουν μια τέλεια γυναίκα.
-Ν΄αφήσεις τα μαλλιά σου να μακρύνουν, άκουσα μια νοσοκόμα που εισέβαλε ξαφνικά στο θάλαμο. Θα είσαι πανέμορφη. Μια κούκλα!
-Αποτρίχωση; ψέλλισα πιάνοντας τα γένια μου.
-Μη σε νοιάζει! κελάρυσε. Σε λίγες μέρες δε θα βγαίνουν πια.
Κι έφυγε αφήνοντας με μόνη στην συμφορά μου.
Εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, αφήνοντας με μετέωρο να χάσκω στο μακρύ βυθό της θάλασσας και της ανθρώπινης διάστασης.
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

ΔΈΚΑ ΧΡΌΝΙΑ ΠΑΡΈΑ.





Καλημέρα σας.
Δέκα χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές μας, παρ ότι η ζωή μας είναι σκληρή έως απάνθρωπη αρκετές φορές. Γελάσαμε πολύ, δημιουργήσαμε, φτιάξαμε και χάσαμε φιλίες και έρωτες, ειρωνευτήκαμε, πειράξαμε ο ένας τον άλλον.
Γυρνώντας σε πολλές παλιές αναρτήσεις και δημοσιεύματα στο ΔΙΑΣΧΙΖΩ και εδώ, χτες τη νύχτα, είδα τους φοβερούς διαλόγους, τα όμορφα σχόλια, τις αντεκλίσεις μεταξύ αρκετών από σας που συνεχίζουν να είναι εδώ αλλά και άλλων που έχουν φύγει και μας διαβάζουν...κρυφά!
Διαπιστώσεις ωραίες αλλά και πικρές μερικές φορές για κάποιους που δε μας κατάλαβαν ή που θέλησαν να δείξουν εμπάθεια, ίσως εξ αιτίας του αιχμηρού μου λόγου, ίσως επειδή αυτά έχει η ζωή που ποτέ δεν είναι ρόδινη και ευτυχισμένη.
Βεβαίως και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε εδώ, σίγουρα με τους περισσότερους από εσάς δε θα έχω τη χαρά να τους συναντήσω από κοντά και να τους σφίξω το χέρι αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο όταν φεύγετε και επανέρχεστε ακόμη και μετά από χρόνια, η φωνή του καθενός σας μου λέει πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ο ένας την ανάγκη του άλλου κι αυτό είναι μια μεγάλη εξωτερίκευση των αισθημάτων μας, κόντρα σε όλες τις δυστροπίες της κρίσης, λοιπόν, φωνάξτε, μπράβο στην επικοινωνία των ανθρώπων, μπράβο σε όσους παλεύουν για την καλυτέρευση αυτού του κόσμου!
Να είστε όλοι καλά!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΎΚΟΛΟ Ν ΑΛΛΆΞΕΙς ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ.







Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι που σου σπάνε τα νεύρα, στα κάνουν τσατάλια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου. Τέλος πάντων, είχα μια γυναίκα εκείνον τον καιρό. Ευανθία την έλεγαν, χοντρή, ασουλούπωτη, την είχα γνωρίσει στο σταθμό του μετρό. Καθόμουν εκεί και περίμενα το βαγόνι όταν μου μίλησε.
-Εσείς πάτε στον Πειραιά; με ρώτησε χωρίς λόγο.
Εγώ που είμαι στρατιωτικός υπάλληλος, είχα διαμορφώσει την στρατιωτική πειθαρχεία μέσα μου και έξω μου. Με λένε Χρήστο Ευγενόπουλο, για να συστηθούμε κιόλας. Είμαι λεπτός, αδύνατος μπορώ να πω, κι αυτή η γυναίκα μου ζάλισε τον έρωτα. Εγώ δεν είμαι για πολλά. Τα σύκα- σύκα και η σκάφη σκάφη, να πούμε. Τώρα τι ήθελε αυτή χοντρή κυρία;
-Ναι, της είπα, πάω στον Πειραιά.
-Α, τι ωραία! αναφώνησε. Τότε θα πάμε παρέα. Και με πιασε αγκαζέ.
Ήμουν τότε περίπου σαράντα δυο χρονών. Τον γάμο τον σιχαινόμουν. Παιδιά δεν ήθελα να κάνω με τίποτα, τι ανάγκη είχα; Σιγά-σιγά, όμως,  μου κάθισε στο σβέρκο η Ευανθία. Την πήγα στο σπίτι της, ήρθε στο δικό μου, τη γάμησα με το ζόρι. Ανάθεμα την ώρα που το κανα και τη γνώρισα, τι δουλειά είχα εγώ στον Πειραιά; Τέλος πάντων η Ευανθία είχε και μερικά σκυλιά. Πέντε -έξι, δε θυμάμαι και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Δε ροχάλιζε, πράγμα περίεργο για χοντρή, κοιμόταν σαν πουλάκι. Τι κοιμόμασταν δηλαδή, κοιμόντουσαν αυτοί, γιατί εγώ είχα χάσει τον ύπνο μου όλον αυτόν τον καιρό. Παρ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η Ευανθία δούλευε στη λαϊκή. Είχε έναν πάγκο και πουλούσε αγγούρια, μελιτζάνες και τα λοιπά. Να δεις που πήγαινα κι εγώ εκεί, στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον πάγκο να μη με δούνε οι γνωστοί κι αρχίσουν τα πειράγματα. Ρε το Χρήστο, που κατάντησε! Ντρεπόμουν αλλά η Ευανθία, μου έκανε όλες τις χάρες: Πίπες, πίτες, με χαρτζιλίκωνε κιόλας γιατί εγώ τρεις κι εξήντα έπαιρνα ενώ αυτή έβγαζε του κόσμου τα λεφτά στη λαϊκή. Μου πήρε καινούριο κουστούμι κι απ την αγάπη μας ομόρφυνε κιόλας. Γελούσε ολόκληρη αλλά χοντρή ρε παιδί μου, τι να σου πω, άλλο πράγμα.
-Πρέπει να χάσεις κιλά, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Αααα! δε με θέλεις, θα πάω να σκοτωθώ, θα πάω στη μάνα μου, να της το πω.
-Αλήθεια λες; τη ρώτησα με ορθάνοιχτα μάτια. Έχεις μάνα;
-Εμ, τι, δεν έχω; απόρησε και με κοίταζε με τα γαλάζια μάτια της. Δε με γέννησε μάνα εμένα;
-Μην κλαις μωρή, της είπα και την συμπονούσα ειλικρινά. Αν μου ορκιστείς πως θα χάσεις είκοσι κιλά μπορεί να σε παντρευτώ.
-Αλήθεια λες; και μου όρμησε πάνω μου, εκατόν είκοσι κιλά βουνό. Με σύνθλιψε.
-Πως θα τα χάσω;
-Θα πάμε στη θάλασσα, μου ήρθε μια ιδέα ξαφνικά. Εκεί θα περπατάμε στην άμμο, μέρα-νύχτα. Που θα πάει; θα τα χάσεις.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Πήραμε και δυο ρακέτες να παίζουμε. Τακ-τουκ, τακ-τουκ το μπαλάκι όλα τα Σαββατοκύριακα. Ωραία ήταν η Ευανθία, ομόρφαινε από την αγάπη μας. Μου αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, γαμώ το κέρατο μου μ αυτή τη γυναίκα που γνώρισα μια μέρα στο μετρό. Τι το ήθελα να πάω εκείνη τη μέρα στον Πειραιά; Τα σκυλιά, της είπα θα τα διώξεις, τι να κάνω Χρήστο μου, ότι πεις εκείνη. Και τα διωξε. Μείναμε μόνοι, χωρίς σκυλιά. Πηγαίναμε στη θάλασσα αλλά κιλά δεν έχανε. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα, τίποτε. Τη γαμούσα με μανία μήπως κι αλλάξει παρελθόν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με είχε ρέψει η σκύλα. Ήμουν που ήμουν αδύνατος, με είχε κάνει τσίρο, δε βλεπόμουν.
-Να βάλεις κανένα κιλό αγόρι μου, τι θα γίνει με σένα; έμπασες. Εμένα λες να χάσω κιλά αλλά εσύ πρέπει να πάρεις και με πλάκωνε με τα μπούτια της που ήταν δυο φορές σαν εμένα. Έτσι αποφάσισα εκείνο τον καιρό ν αλλάξω χαραχτήρα.
Δεν είναι εύκολο όμως, ν αλλάξεις, χαραχτήρα. Τόσα χρόνια είχα συνηθίσει τον εαυτό μου έτσι. Με το μουστακάκι μου περιποιημένο, τα κοντά μαλλάκια μου, ωραίος ήμουν αλλά τώρα με την Ευανθία που είχα μπλέξει τα πράγματα σκούραιναν. Είχα βαλθεί να την ξεπαχύνω.
-Μέχρι να χωρίσουμε θα σε κάνω εγώ λιανή σαν την βέργα, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Ααααα! δε με θέλεις! γιατί θα χωρίσουμε αφού εγώ σ αγαπάω!
-Σκάσε μωρή, της λέω, ήμασταν στο δρόμο, μας έβλεπε ο κόσμος. Πάντα με ενοχλούσε να με βλέπει ο κόσμος, ήμουν ένα μυστήριο τρένο- δεν έσκαγε. Πήγαμε σπίτι της στον Πειραιά- αυτός ο Πειραιάς με φαγε πια- κι αναγκάστηκα να την γαμήσω αλλιώς δε σταμάταγε το κλάμα.. Ανάμεσα κάπου εκεί, της είπα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ και ησύχασε για καμιά βδομάδα. Μου πήρε μια καινούρια γραβάτα που την φοράω ακόμη για να τη θυμάμαι. Έτσι λοιπόν, περνάγαμε περίφημα. Πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα με τα μπαλάκια μας και τις ρακέτες. Τάκα-τουκ, τακα τουκ, ξέρετε πέρα δώθε το μπαλάκι. Μετά τρώγαμε στα μπιφτεκάδικα, στη Γλυφάδα και αλλού. Έτρωγα εγώ δηλαδή, γιατί Ευανθία, Χρήστο, μου είπε, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, για να με παντρευτείς και δεν έβαζε τίποτε πια στο στόμα της. Την κοίταζα κι απορούσα, δεν μπορούσα να της επαναλαμβάνω πως ήμουν εναντίον του γάμου, έβαζε τα κλάματα. Και να δεις που σιγά-σιγά, άρχισε ν αδυνατίζει, ενώ εγώ πάχαινα. Ότι έχανε εκείνη το έπαιρνα εγώ. Έχει πλάκα έλεγα μέσα μου, να αδυνατίσει αυτή και να γίνω εγώ χοντρός. Δεν το βάσταγε η ψυχή μου αλλά τα πράγματα έτσι έγιναν. Η Ευανθία αρρώστησε από την πολλή δίαιτα, βαθούλωσαν τα ματάκια της, έρεψε. Αντίθετα εγώ, ο Χρήστος Ευγενόπουλος μέσα σε ένα χρόνο πήρα είκοσι κιλά, ίσως και περισσότερα, πλησίαζα τα ενενήντα, εγώ που ήμουν πάντα γύρω στα εξήντα πέντε κιλά. Ή Ευανθία μου άλλαξε όλα τα ρούχα, δε με χώραγαν πια τα κουστούμια μου.
-Δεν πειράζει Χρήστο, μου έλεγε, εσύ να είσαι καλά. Πως να ήμουν καλά έτσι που είχα καταντήσει; Έκανα κοιλιές, σταματήσαμε τις ρακέτες, οι φίλοι και οι γνωστοί με κορόιδευαν, εμ, το αιδοίο αυτά κάνει, ας πρόσεχες, μου είπε ένας κολλητός μου στην υπηρεσία. Πήγα να τον βουτήξω, έγινε σαματάς, μας ξεχώρισαν κάτι άλλοι και από τότε δε μιλιόμαστε, γίναμε μαλλιά-κουβάρι. Γύρισα στο σπίτι, με είδε η Ευανθία έτσι- μου είχε ρίξει μια μπουνιά στο δεξί μάτι ο άτιμος- κι έβαλε πάλι τα κλάματα.
-Αααά! ποιος σε έκανε έτσι Χρήστο μου και δώστου ν ουρλιάζει. 
Είχε γίνει μια σταλιά, φάε κάτι μωρή, της έλεγα, φτάνει πια με τις δίαιτες. Δεν την μπορούσα πια άλλο, τι να κανα;
-Καλύτερα που ήσουν χοντρή, της πέταξα μια μέρα. Ήμασταν στην Λαϊκή και με κοίταξε περίεργα. Απόρησε με τα καμώματα μου, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε για πάντα από κοντά μου.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Να ζει άραγε ή να πέθανε σε καμιά γωνιά.
ΤΕΛΟς

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...