Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε κανένας και το έκανα μόνος μου. Είναι σπουδαίο να μπορεί να μένει κανείς μόνος του στην ερημιά. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του, συγκρούεται με το καλό και το κακό, τρώει, μυρμήγκια, καμιά σαύρα που κυνηγάει την ουρά της, αυτή απομένει στο χέρι, έχετε φάει ποτέ σαύρα; εγώ ποτέ, εκτός από την τελευταία πρασινοκίτρινη που δεν έλεγε να φύγει από το σκηνικό μου, οπότε την έβρασα σε ένα τσουκάλι, σαν μοναχικός τυχοδιώκτης, να πιω το ζουμί της, να πάρω δύναμη, αφού πια δεν είχε τι άλλο να φάω, εκτός κι αν έτρωγα τον Μπίλλυ, τον Εγγλέζο, μια χούφτα άνθρωπο και το βλεπα στα μάτια του που τρεμόπαιζαν πως φοβόταν ότι θα τον έτρωγα, τελικά και είπε πως μετάνιωσε που είχε έρθει μαζί μου, μ εμένα δηλαδή, σ αυτή την κόλαση, παρέα με έναν άνθρωπο σαν εμένα, δασύτριχο και σκιερό, με ορέξεις πεινασμένου θηρίου, έτοιμο να εκραγεί, έτοιμο να πεθάνει, που πεινούσε, που πείναγε για όλα, για τροφή, για σκέψη, για νωτιαίο ανθρώπινο μυελό, σαν αυτό που έχουν τα κόκαλα μικρού ζαρκαδιού, που σε κάνουν να γλείφεις το μεδούλι, να γλείφεις τις άκρες απο τα μάτια της μικρής γυναίκας, με τις μεγάλες ρόγες στην αμμουδιά και τις πατούσες ενός μαύρου που είχε είκοσι και πλέον χρόνια να πλυθεί, επειδή το νερό παντού είναι ακριβό τώρα κι ο θεός της μοναξιάς δεν είχε ακόμα ανακαλύψει το αντίδοτο στο τσίμπημα ενός σκορπιού στο νου, γιατί ο θεός στην μοναξιά δεν υπάρχει, άρα τι μπορεί να φοβηθεί ο σκορπιός, χωρίς ανθρώπους ο θεός είναι άχρηστος, τα ζώα δεν έχουν φτιάξει θρησκείες και περνάνε καλύτερα απο τους ανθρώπους, καλά το έγραψε ο Όργουελ, ο Τζόρτζ, ναι αυτός ο πούστης, που βρήκε και τον μεγάλο αδερφό για να μας καταδιώκει, εσαεί, τι είναι αυτό που μας καταδιώκει-ακόμα και στην ερημιά χρειάζεσαι χρήμα για να φας,- κι επειδή ο Μπίλης ο Εγγλέζος το κουνούσε το παραδάκι, μου αγόρασε ένα τρένο, πάρτο μου είπε για να ταξιδεύεις σ όλον τον κόσμο, σε όποια γης έχει φαί να φας αλλά μην με τρως σε παρακαλώ πάρε το τρένο, ναι, να το πάρω είπα εγώ αλλά οι σιδηροτροχιές δεν τρώγονται, μα σου είπα, επέμενε εκείνος, θα βρεις φαί σε άλλες χώρες και το καλοσκέφτηκα, έπιασα οδηγός στο τρένο, με ταχύτητες μαγνητικές, να πάω σε άλλον πλανήτη, όπου τα όντα σαν εμένα, δεν θα είχαν ανάγκη να τρώνε φαί νόστιμο κι έτσι, φτάνοντας εκεί, έφαα όλες, ναι, έφαα, όλες τις ράγες του τρένου ούτως ώστε να μην μπορώ να γυρίσω πίσω, να μην μπορέσω να σας ξαναδώ ποτέ μου.
Μας έχει στριμώξει η AI . Μας στριμώχνει κι η Αμερική με συνεχείς πολέμους, η ακρίβεια στα ύψη, τι να σου κάνει κι η τεχνική νοημοσύνη, τη ρώτησα και μου απάντησε πως πρέπει ν αυξήσω τα...εισοδήματα μου! ευχαριστώ AI, εγώ είμαι ένας φτωχός και μόνος ζωγράφος, οι άνθρωποι δεν αγοράζουν πια πίνακες τι να κάμω; ν αλλάξεις επάγγελμα, μου είπε κι εγώ έβαλα τα κλάματα και να δεις που με συμμερίστηκε: μην κλαις! όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι στην ψάθα πέθαναν.
Η ιδέα για μια κοινωνία των ίσων εγκαταλείφτηκε από τη γενιά μας. Οι επόμενες γενεές δε θα έχουν τέτοιου είδους φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Δεν είναι που δε μ αρέσει η θάλασσα και τα μεζεδάκια στ ακρογιάλι όταν ξαρμυρισμένοι, ολόφρεσκοι από το ιώδιο αναζωογονημένοι από τον ήλιο, αράζαμε να πιούμε ένα ούζο, ένα ποτήρι κρασί και όλοι ήμασταν ευτυχισμένα παιδιά. Όχι, δεν είναι αυτό, ποτέ δε θα σταματήσω ν αγαπώ τ αλμυρό νερό της, το πάφλασμα των κυμάτων, τον ίσκιο των δέντρων την απόλαυση του αφρού της καθώς θα απλώνω τα πόδια μέσα της. Γιατί αυτό είναι η θάλασσα: κάτι που θέλει να μπεις μέσα του σαν θηρίο, να βουλιάξεις στο κύμα, να παλέψεις με τον καρχαρία και να τον νικήσεις,
Ένας πίνακας είναι οι λεπτομέρειες του, τα επί μέρους στοιχεία που τον αναδεικνύουν. Μια μικρή ΑΝΑΔΡΟΜΉ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ μας ζωγράφισα εδώ, χωρίς μοντέλο, μηδέ για τα πουλιά ούτε για τα σίδερα που μας σκλάβωσαν, ή τον τροχό που τον γυρίζουν όπως θέλουν άλλοι αντί για μας, ούτε για τα λουλούδια, και περισσότερο για το κλειδωμένο κουτί της Πανδώρας με το κανάτι του κρασιού να γλιστράει πάνω του, μη αφήνοντας ούτε την ελπίδα να βγει έξω, που όμως υπάρχει, -η ελπίδα- μόνο στη γνώση που απεικονίζεται με το βιβλίο, αν και οι πολλοί άνθρωποι το απαξιούν. Η μικρή ΑΝΑΔΡΟΜΉ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ μας, ενώνει λίγες ευτυχίες του ανθρώπου, κάτι που προσπαθεί να μας δώσει χαρά που τόσο λείπει.
Πάντως, για να πούμε και κάτι σοβαρό απόψε, είναι παράξενο το θέμα της αγάπης μεταξύ άντρα και γυναίκας. Και ιδίως το τελείωμα, όταν πια δεν είσαι μαζί με κάποιον που αγάπησες σφόδρα και τώρα δεν είναι τίποτε για σένα και δε σε νοιάζει που κοιμάται. Είναι αυτή η αγάπη, μιλάμε γι αυτή την αγάπη, όχι για το πως αγαπάς όλον τον κόσμο, αυτή που σ έτσουζε που σε έκανε ν ανατριχιάζεις μόνο που σκεφτόσουν ότι μπορεί αύριο να μην είμαστε μαζί. Δυνατό συναίσθημα. Οι ερωτευμένοι συνήθως ντρέπονται. Έχουν παράπονο ο ένας απ τον άλλον, γιατί με άφησες, γιατί σε άφησα κι αν γινόταν αλλιώς θα μέναμε για πάντα μαζί. Αγαπάς μια γυναίκα για λίγο; έναν άντρα που τον νοιάζεσαι, που ξάπλωσες μαζί του τόσα βράδια κι ύστερα τίποτε; είναι κάπως δύσκολο, όπως και να το κάνεις. Και τι μένει απ αυτές τις αγάπες;
Εμείς ζήσαμε με ψέματα, γιατί να μη ζήσεις κι εσύ; Ωραία αρχή για να πούμε άλλο δραματικό μυθιστόρημα της ζωή μας. Της ζωής μου.
Τα ψέματα αφορούν εδώ τα κοινωνικά αγαθά, ότι ήταν πολύ λίγα, σχεδόν ανύπαρκτα. Μπαλωμένα πανταλόνια, σχισμένα παπούτσια, πολλές φορές ξυπόλυτα παιδιά-δύσκολο να το καταλάβουν αυτό οι σημερινές γενιές, πως δηλαδή γίνεται ένα παιδί να γυρνούσε στους κάμπους και στα βουνά ξυπόλυτο. Η επιβίωση χαρακτηριστικό από τα ισχυρότερα του ανθρώπου, το ένστικτο της, είναι αυτό που μας έφερε μέχρι την ΑΙ. Προσπαθώ να βρω κάποια άκρη στον ανθρώπινο κυκεώνα, πάντα με ερέθιζε να εξακριβώσω έστω μια κουκίδα, στο σύνολο της γνώσης, αυτών που γνωρίζουν και αυτών που δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι. Θλιβερή συνείδηση!
Γράφω ακατάστατα περί αυτών που εγκλωβίζουν τον ανθρώπινο νου και δεν τον αφήνουν να συλλάβει έστω λίγο από την πραγματικότητα.
Ποια είναι η πραγματικότητα; Αυτή που ζούμε; αυτή που θέλουμε να είναι; ή αυτή που ονειρευόμαστε; Υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε; Η πραγματικότητα είναι απλή, λένε οι υλιστές: υπάρχουμε για ένα χρονικό διάστημα, σαν οντότητα, εγώ ή εσύ. Το ίδιο για άπειρον αριθμόν που περπάτησαν πάνω στον πλανήτη μας. Προσπαθώ να έχω μια στρογγυλεμένη άποψη όλων των σοφών, την γνώση των οποίων συμμάζευα τόσα χρόνια, πιστεύοντας πως μόνο μέσω αυτών μπορούσα να πλησιάσω την αλήθεια.
Και κατέληξα πως ο άνθρωπος είναι οριστικά ένα δυστυχισμένο πλάσμα.
Τι να πεις;
Μερικά πράγματα είναι αμετάκλητα . Αυτό μας δείχνει μια απολυτότητα για τους νόμους της ύπαρξης και πως τα πάντα δεν είναι σχετικά. Όπως ισχυρίζονται πολλοί. Οι νόμοι της ύλης είναι απόλυτοι για την ανθρώπινη ζωή. Υπάρχει η γέννηση κι ο θάνατος, σταθερά σημεία. Το μεταξύ διάστημα το λέμε ζωή. Ξεκινάμε από μια άβυσσο και καταλήγουμε σε μια άλλη άβυσσο, είπε χαρακτηριστικά ο Καζαντζάκης. Δε γνωρίζουμε τίποτε για την άβυσσο κι αυτά περί ωκεάνιος θάλασσας είναι μυθολογίες. Τουναντίον γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα για την ανθρώπινη ζωή. Το δράμα ξεκινά απ τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε πως δε θα υπάρξουμε ποτέ πια. Τίποτε πιο απόλυτο. απόλυτο! Και δεν υπάρχει πιο ανόητος λόγος απ αυτόν της Χριστιανικής θρησκείας, περί ανάστασης νεκρών. Και μόνο απ αυτό καταλαβαίνει κανείς πόσο χαζούς υπηκόους έχει αυτή η θρησκεία.
Βέβαια η ανθρώπινη ζωή συνεχίζει να παραμένει άλυτο μυστήριο παρ όλες τις προόδους των επιστημών σε όλους τους τομείς.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.00...