Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Ρε σεις...απλά πράγματα. Η κριτική σας να γίνεται πάνω σ αυτά που γράφω και δημοσιεύω και όχι στο "ποιος είσαι εσύ", αν έχω πτυχία, αν είμαι σοφός ή βλάκας, ή ταυτόχρονα και τα δυο. [Και κάτι ακόμα: πως μιλάτε και μάλιστα απαξιωτικά για το έργο κάποιου που δεν έχετε καν διαβάσει; πόσο μάλλον μελετήσει!]
Κανείς δεν είναι ότι δηλώνει. Είναι ότι δείχνουν τα έργα του. Δεν μπορείς να δηλώνεις ζωγράφος χωρίς να έχεις ζωγραφίσει, δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να έχεις κάνει παγκόσμια κριτική-λέω μερικά πράγματα, τυχαία, επειδή πολλοί ηλίθιοι χωρίς να με έχουν διαβάσει αραδιάζουν ανοησίες. Κανείς, λοιπόν δεν είναι ότι δηλώνει, χρειάζονται αποδείξεις. Ο χρόνος είναι κάτι που τελειώνει, λέει ο Μπάροουζ. Η καχυποψία, ο φόβος, η αυτοεπιβεβαίωση, οι άκαμπτες προκαταλήψεις για το σωστό και το λάθος, συνεχίζει. Είναι όμως κάτι που τελειώνει ο χρόνος; μόνο σοβαρές υποθέσεις. Δεν είναι δικαιολογίες, ο θάνατος αποδεικνύει ότι έκανες. Όσον αφορά την κριτική, όλοι μπορούμε να την κάνουμε ανεξέλεγκτα, δικαίωμα του καθενός, σύμφωνα με τις γνώσεις του, και τις γνώσεις του άλλου. Ο χρόνος, λοιπόν, είναι κάτι που τελειώνει και η μορφή, θα λεγα εγώ, ίσως κάτι πιο απόλυτο από τον χρόνο; είδες πόσα βγαίνουν συνομιλώντας! πρέπει μια στιγμή να νιώσεις ελεύθερος από ότι δήποτε. Αλλά δεν είναι εύκολο. Κανείς δεν είναι ελεύθερος!
-Δεν
πρόκειται ν αγοράσει άλλο σπίτι, είπε
στον Αστυνόμο σκουπίζοντας τα δάκρυα.
Ξαναέφυγε μη κοιτάζοντας πίσω.
-Γιατί
τόση τραγωδία;
ρώτησε
πίνοντας μια γουλιά κρασί.
-Δεν υπάρχει
τραγωδία, μίλησε ο Παράμετρος. Απλώς
όπως ξέρεις οι γυναίκες τα μεγαλοποιούν.
Ο
άλλος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν ξέρω
από γυναίκες! Γέλασε. Ξεκαρδίστηκε.
Έπεσε στο πάτωμα, λέρωσε το κουστούμι
του, σηκώθηκε. Ξεσκονίστηκε.
-Εσείς
οι Εβραίοι φταίτε για όλα, τι έκανες
τώρα;
-Για ποια όλα φταίνε οι Εβραίοι;
επειδή γκρέμισαν τον κόσμο και τον
ξανάφτιαξαν; Έχασες όλη την περιουσία
σου και κάθεσαι και φιλοσοφείς;
-Ξέρεις
μια μέρα στο
Λουτράκι, στο
καζίνο..
-Πας και στο καζίνο; τον
έκοψε
-...μια βραδιά στο καζίνο, συνέχισε
απτόητος, είχα χάσει τα τελευταία μου
οχτώ εκατομμύρια.
Η Ρόζα ξαναμπαίνει
με
ολάνοιχτα μάτια.
-Δεν έχουμε πια
χρήματα, είμαστε φτωχοί; φώναξε.
-Εσύ
δεν είχες τίποτε για να χάσεις, απάντησε
σκληρά ο Παράμετρος. Που λες, γύρισε
στον Αστυνόμο, έχασα οχτώ τελευταία
εκατομμύρια..
-Και τι έκανες;
-Βγήκα
έξω πήρα δανεικά από το παιδί στην είσοδο
ν αγοράσω τσιγάρα και πήρα το δρόμο για
την Αθήνα. Γύρισα με τα πόδια και σε όλο
το δρόμο μονολογούσα πως δε θα ξαναπάω
στο καζίνο
-Ήρθες με τα πόδια απ το
Λουτράκι; δεν
το πιστεύω! Και δεν ξαναπήγες; πάλι
έσκασε στα γέλια ο Αστυνόμος.
Αυτή
τη φορά δεν κυλίστηκε χάμω, απλά γούρλωσε
τα μάτια, έβαλε τις παλάμες του στο
πρόσωπο και κοίταξε από πολύ κοντά το
πρόσωπο του Παράμετρου. Ήρθαν πολύ
κοντά, ακούμπησαν τα μάγουλα τους.
-Δεν
ξαναπήγα Αστυνόμε, βλέπεις κρατάω το
λόγο μου, απάντησε πικρά.
Η Ρόζα
περπάτησε σιγά- σιγά προς το μέρος του.
Είχε ένα ύφος πολύ λυπημένο, πήγε
κοντά του κάθισε δίπλα στον καναπέ και
τον αγκάλιασε.
-Δεν πειράζει αγάπη
μου εσύ να είσαι καλά και θα τα φτιάξουμε
όλα. Ύστερα του πήρε απ το χέρι το ποτήρι
και ήπιε το υπόλοιπο του κρασιού. Θα
δουλέψω κι εγώ!
-Τι θα κάνεις;
-Ξεχνάς
ότι είμαι ηθοποιός. Είμαι η Τζένη Καρέζη
της Γιουγκοσλαβίας! Είπε και έκανε μια
στροφή γύρω από τον εαυτό της με ύφος
και στιλ μεγάλης ντίβας.
-Αλήθεια
λέει; ρώτησε ο Αστυνόμος.
-Δείξτου
φωτογραφίες Ρόζα, απάντησε ο Παράμετρος.
Η
Ρόζα σηκώθηκε πήρε από δόπλα το κινητό
της και έδειξε πολλές φωτογραφίες στον
Αστυνόμου που κοίταζε μια τις φωτογραφίες
και μια την ίδια τη Ρόζα για να διαπιστώνει
πως ήταν αυτή που έβλεπε και στα βίντεο
που του δειχνε.
δυο σελίδες απ το τελευταίο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
ΜΕΤΑΞΥ ΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ
-Κατάλαβες ψυχάκια;
-Εμένα μιλάς;
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ;[κοιταζω γύρω, κοιτάζει κι αυτός]
-Βλέπεις τίποτα άλλο; Γιατί εσύ όλο κατι περίεργο θα δεις..
-Βλέπω την ψυχολογία της μάζας πεσμένη.
-Εγώ την πούτσα σου βλέπω πεσμένη, ο άλλος.
-Τι άλλο θα βλεπες εσύ! Τι σχέση έχει η φούτσα με την ψυχολογία της μάζας, [με ψάχνει ερευνητικά]
-Άκου μπακαλόμαγκα: Εγω, τα ξέρω όλα και μην μου κάνεις κήρυγμά. Η ψυχολογία της μάζας έχει να κάνει με την ελπίδα, με το όνειρο. Αυτη την ώρα ο Έλληνας δεν μπορεί να ονειρευτεί..
-Γιατί;[τον κόβω] Μήπως και πριν που ονειρευόταν του βγαιναν τα όνειρα;
-Δεν έχει σημασία αυτό μαλάκα. Σημασία έχει πως ο κάθε μικροαστός φτιάχνεται με την ελπίδα πως κάποτε θα κάνει το πέρασμα στην ανωτέρα τάξη. Ο Κάθε μικρέμπορας, ψιλικατζής ονειρεύεται να φτιάξει σουπερ μάρκετ..
-Και ο κάθε ταρίφαρμαν ελπίζει να φτιάξει στόλο! τον ξανακόβω.
-Ταρίφαρμαν; ψιλομπερδεύεται, ξύνει την κεφάλα του.Πετάει έξω τα χείλια του. Τέλος πάντων εσυ μια ζωή πετάγεσαι σαν πούτσα..
-Α, για να σου πώ! σηκώνω το χέρι μου και του καταφέρνω μια καραγκιοζίδικη φάπα. Δεν ουρλιάζει.
-Ενταξει ρε! κατάλαβα, εννοείς τους ταξιτζήδες. Για βλάκα με περνάς; Εχουν κι απεργία μέρες τώρα...Ε, ναι ο καπιταλισμός επιτρέπει στην μάζα το όνειρο, της δίνει κίνητρο πως θα καταφέρει το όνειρο. Κι επειδη μερικοί το καταφέρνουν...
-Ενας στο εκατομμύριο; στρίβω το μούτρο μου.
-Μπορεί και λιγώτερο.
-Δε βλέπουν πως οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί;
-Δεν βλέπουν τέτοια αυτοί.Επανέρχομαι στην ψυχολογία της μάζας. Να τώρα οι ιδιοκτήτες ταρίφαρμαν που λες εσύ, ξεκινούν απ όλα τα μέρη να έρθουν στην Αθήνα. Κα κάνουν την ήδη κολασμένη ζωή μας χειρότερη. Εσύ θα συμφωνήσεις γι αυτό το κομβόι;
-Εγω δεν είμαι ταρίφας.
-Αν ήσουν ρε πούστη μου![νευριάζει, του ξαναχώνω σφαλιάρα, κάθεται στ΄αυγά του]
-Οχι, δεν θα πήγαινα ρε. Γιατι εγω δεν είμαι μάζα..
-Και τι είσαι συ; μου λέει και τρέχει παραπέρα κοιτάζοντας με λυκίσιο μάτι.
-Εγω είμαι η μονάδα. Ξεχωρίζω. Δεν γίνομαι μπάζο.
-Και νομίζεις ότι αυτα που λες και γράφεις πως ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο, την μάζα;
-Ε, ναι..ανοίγω τα μάτια μου και του απαντάω φυσικά.
-Ε, πάρτες! κι μου ορμάει ο τρισάθλιος και με κάνει μαύρον στις μπουνιές.
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...
Χειμώνας
λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο
έμπαζε από παντού
όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν
επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου.
Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την
πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά.
Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε
φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που
ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα
σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να
ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας
μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι
ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην
κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή
μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν
άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά
αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά
κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα.
Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον
για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ
συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή.
Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν
ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως
στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και
κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα
σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου
έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του
βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που
περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό
λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός
ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη
ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή
δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί
αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως
αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε
το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη
και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω
τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια
με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να
κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο
να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει
η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν
αλλά
σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση.
Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι
βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις
το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με
ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα
τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να
παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο
ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια
φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος
με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας
έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα
κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς
ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι
κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε
μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές.
Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν
ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο
έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου
μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην
πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα
μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα,
να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το
κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ
που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή
του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι
αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά
του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν
ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές
φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε
να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις
διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την
είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα.
Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα!
ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και
ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα
τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε
Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος
έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν.
Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και
έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με
τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα
αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια
μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη
ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι
για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση
μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με
ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα
τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να
φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ
να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι
αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει
να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα
εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα
έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με
ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος
και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να
χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω
από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα
στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε.
Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία,
μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να
προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα,
μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα
αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να,
μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.
Το τρένο
για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως
ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν
ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει
άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός
είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ
συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα
ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη
κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν
ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω
τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά
απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα.
Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση
'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον
Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος
στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα
απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα
μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν
οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω
να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε
ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία
μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω.
Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι,
δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι
έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις
γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα
το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με
λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια
και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε
δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή
μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα
μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα,
ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο
αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ
γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά;
γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε
πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι
δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου
είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά
δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε
είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος
της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν
και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την
πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα
και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα,
βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη
φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω
το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός
και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της
ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι,
έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό.
Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός
φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη
στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι.
Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα
ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε
σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι,
εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε
δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο
της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα;
κι έβγαλε
ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε,
κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω
Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό
είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε
λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ
λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.
Το κόκκινο
χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς
δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα
του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος
στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο
κόκκινο χιόνι
Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.
Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:
"Θέλω
να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το
ακίνητο σημείο μου,
σε
έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*
Χειροκρότησα.
Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου
απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά.
Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της
έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με
τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι
σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού
μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το
πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα
να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να
φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες,
στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με
γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής
τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής
μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η
Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε
η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους
να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη,
είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι.
Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την
κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες
τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν
αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι;
Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι
θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην
κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για
βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως
θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε
έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο
είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να
μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ
απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και
φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο
τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν
αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα
σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της
κόλασης που συναντιόνταν σε
μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε
τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει.
Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να
προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας
φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις
λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει
και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι,
μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη
ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι
σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια
μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα
που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος
από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη
ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο
γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν
μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από
του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε.
Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή
πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας
είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και
τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή
ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να
με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις
έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή,
όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες
μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών
παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν
προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό.
Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα
ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το
γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους,
είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και
κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα
ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την
πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα,
ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος.
Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια
ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να
μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.
Στριμωχτήκαμε
από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να
φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα
την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα
μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα
με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε
σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα
μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια,
καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα
άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να
φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου,
είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι
καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός;
Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα
παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα
εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει,
να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο
στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη
στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά
αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε!
μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι
Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το
γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο
ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η
απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα!
Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά
άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν.
Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος
σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη
μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα
τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε,
αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν
την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την
ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε
αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο
τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη
μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη
διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι
θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά
στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα
πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με
κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον
εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα
σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου
δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι
ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα
μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια
της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η
ανάσα της με
δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα,
κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου
χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον
δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα
εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου
του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα
μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του
τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα
ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια
έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν
τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν
παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας
επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως
ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες.
Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε
από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα
ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της
Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό,
στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν
όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς
κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά.
Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά
τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων
παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που
λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο.
Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι.
Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την
προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια
σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα
αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα
μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο
αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου,
έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με
την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις!
Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως
δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο
αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι
πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά
βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.
Μια στάλα
όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο
έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει
τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα
αγαπήσαμε το θάνατο
έλα
, έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με
θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω
τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι
έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό
μου όχι *.*
Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.
* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.
**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.
ΤΕΛΟς
Τι να πεις; Μερικά πράγματα είναι αμετάκλητα . Αυτό μας δείχνει μια απολυτότητα για τους νόμους της ύπαρξης και πως τα πάντα δεν είναι ...