Ένα σπίτι μεγάλο όπως το ονειρευόταν, στην άκρη του γυαλιστερού κόσμου, -τζαμένιες ψευδαισθήσεις και το ξέρεις, κάποιος στίχος σφηνώθηκε ανάμεσα σ αυτή την πολυτέλεια, σ αυτή τη χλιδή που ονειρευόταν από παιδί η Αρχοντούλα Πέρκινς και στην πραγματικότητα που θρόιζε τα ωραία δέντρα στην αυλή. Στην αυλή όπου υπήρχε μόνο πράσινο και δεν υπήρχαν ζώα. Η Αρχοντούλα σιχαινόταν τα ζώα. Τα ζώα και τους ανθρώπους. Αγαπούσε τη μοναξιά και το πράσινο, μόνο αυτά τα δυο ήταν η ευτυχία της σ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο της.
Όλα αυτά τα είχε φτιάξει μόνη της, εξ άλλου δεν είχε και κανέναν σ αυτόν τον κόσμο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ή είχαν σκοτωθεί σε μακάβριο ατύχημα. Κάποια ξαδέρφια φρόντισε να τα ξεφορτωθεί αλλάζοντας το πατρικό της από Περκινιάδη σε Πέρκινς, επειδή της άρεσε αυτός ο Άντονι, ο Άντονι Πέρκινς σε εκείνα τα σαδιστικά Ψυχώ που έπαιζε όταν ζούσε.
Ήταν πρωί τα Αυγούστου που η μοναξιά της μεγαλούπολης χτυπούσε κόκκινο, να είσαι μόνος σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά αυτό επιθυμούσε αυτό αγαπούσε. Τίποτε άλλο, το μεγάλο σαλόνι, όπου μπορούσε να παίζει, να χορεύει ν ακούει Ραχμάνινοφ, ααα αυτός ο Ραχμάνινοφ της είχε φάει τη ζωή. Την όμορφη ζωή πάνω ακριβώς στα τριάνταένα της χρόνια, παρθένα που δε χάριζε σε κανέναν τον υμένα της, όμορφη σαν νεράιδα που χαμογελούσε πάνω απ το ρυάκι, που κελάρυζε ανάμεσα από τα χαλίκια σαν λέξεις υδάτινες, τόση ήταν η ευτυχία της!
Ο άνθρωπος είχε φτάσει εκεί πριν από λίγο. Χτύπησε το κουδούνι με τον δείχτη και λέω με τον δείχτη γιατί συνήθως χτυπάμε το κουδούνι με τον μεσαίο δάχτυλο. Ο δάχτυλος του δαχτύλου και περίμενε. Κανείς. Ο ήλιος στραφτάλιζε τις ακτίνες στο απέραντο γαλάζιο. Ξαναχτύπησε. Η Αρχοντούλα επάνω αναρωτήθηκε ποιος να ήταν; δε θυμόταν να είχε καλέσει κάποιον. Ποιος είναι; φώναξε!
-Ο ταχυδρόμοοοοοοοος! ακούστηκε η φωνή κι από μέσα και από έξω. [Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις σε ένα σπίτι, όλοι ανοίγουν στους ταχυδρόμους.]
Α, ο ταχυδρόμος .... μισόσμιξε τα νεραιδένια χείλη της, άνοιξε και την πόρτα. Περίμενε κανένα γράμμα; Μήπως κάποια κάρτα ή μια επιταγή; Δε θυμόταν. Όχι, δεν περίμενε τίποτε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ ευχαριστημένη που δε φοβόταν τίποτε στη ζωή της. Άπλωσε το χέρι, έπιασε την τσαγέρα, έβαλε λίγο τσάι Τενερίφης στο πορσελάνινο φλιτζάνι, μισή κουταλιά μέλι φθονερού μελισσοκόμου από το Πήλιο, γιατί φθονερού; Έχει κάποια σημασία αλλά τέλος πάντων, δίπλα υπήρχε ένας φάκελος που τον έσκισε πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο τσάι της.
Ω, Γουίλλυ έπρεπε να ήσουν εδώ
είσαι η λατρεία μου
εσύ κι ένας σκίουρος,
έλεγε η σημείωση στην κάρτα του φακέλου αλλά ποιος ήταν ο Γουίλλυ; Και γιατί αγαπούσε τους σκίουρους; Αυτή δεν αγαπούσε κανένα ζώο!
Χαμογέλασε λοξά με το κοροϊδευτικό της βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που είχαν λατρέψει όλοι οι καθρέφτες.
Ωστόσο ο άνθρωπος που χτύπησε το κουδούνι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας γυμνός. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο του, την αξιοπρέπεια του, δεν ήταν ούτε όμορφος, μηδέ άσχημος και οι αφαλοί της Αρχοντούλας λύθηκαν. Τι θα της έκανε τώρα αυτός ο απαίσιος; Τα ρούχα της έπεσαν στο μεγάλο σαλόνι, το κρυστάλλινο γέλιο της πάγωσε στην ατμόσφαιρα, το βαλς του Μπάχ, είχε αλλάξει το σιντι από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι, γέμισε τον αέρα, η δαντελλένια κυλόττα άφησε να φανεί το χνούδι, το χνούδι γλίστρησε στη σχισμή, μαζί με το λαχταριστό κρέας, ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο σπίτι της, μπήκε μέσα στη σάρκα της, ο ταχυδρόμος χτυπούσε πάντα δυο φορές μαζί μ αυτόν τον αδιόρθωτο Τζακ Νίκολσον, ο καινούριος φάκελος έπεσε στο δάπεδο του μεγάλου σαλονιού της Αρχοντούλας Πέρκινς.
Άθελά του, άθελα του φακέλου; Φύσηξε ο άνεμος; Ο άνεμος πάντα φυσάει κάποτε κι έδειξε την οπή του κόσμου. Ήταν ωραία η οπή απέναντι απ τον καθρέφτη, ωραίο ήταν και το νούμερο, πέντε ίσως έξι χιλιάδες ευρώ για μια ώρα, για μια νύχτα σε ένα μαγεμένο κόσμο, για μέρα στον παράδεισο, δεν ήταν και ευκαταφρόνητο ποσό έστω και για κάποια σαν την παρθένα Αρχοντούλα που αγαπούσε τα δέντρα και δεν αγαπούσε τα ζώα.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ.
ΤΕΛΟς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου