Απέναντι
μου στεκόταν πάντα ένα βουνό, ούτε πολύ
μακριά, μήτε κοντά, είχε περίεργο σχήμα,
πήγαινε σε μια ευθεία κορυφογραμμή,
χαμήλωνε, έφτιαχνε μια καμπύλη κορυφή,
το ψηλότερο σημείο του όπου ήταν η
Χιονίστρα, σχεδόν σαν μια κατωφερή
πλάκα, χιονισμένη ακόμα και τον Αύγουστο
τις περισσότερες φορές κι αυτό το βουνό
δεν ήταν από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας
αλλά εμένα μου φαινόταν τεράστιο αν το
συνέκρινα, μάλιστα με το δικό μου βουνό,
που ήταν σκαρφαλωμένο το Άγριο, μικρό
κι ασήμαντο το είχα ανέβει πολλές φορές
ψάχνοντας σαλιγκάρια ή μαζεύοντας
ρίγανη τις Άνοιξες κι ύστερα ξάπλωνα
στις άσπρες πέτρες να βλέπω τη Χιονίστρα
που μπλέδιζε, γινόταν μπλέ μέσα στην
άχνα ενός και μοναδικού ήλιου.
Είμαι
ένα μπλε βουνό
Ένα μπλε βουνό
Στην
άκρη του κόσμου
Είμαι απάτητο, δεν
έχω την ανάγκη κανενός.
Ο Σταύρος
κοίταζε κι αυτός τη χιονίστρα, κοιταζόμαστε
και μεταξύ μας, ήταν ένας φίλος που
μπορεί να γινόμασταν βλάμηδες, να χύσουμε
ό ένας το αίμα στην παλάμη του άλλου, να
σμίξουμε τον κόσμο μας, παρ ότι φαινόταν
μια ζήλεια στην κορφή της Χιονίστρας.
-Θα
ανέβουμε κάποτε στη Χιονίστρα;
-Είναι
ένα ψηλό βουνό, μπορεί να μη φτάσουμε
ποτέ εκεί. Είπε ο Σταύρος, που θα γινόταν
κάποτε δάσκαλος. Και οι δυο μας εκεί,
στα όρια της αφθαρσίας της ύλης
μαλακιζόμασταν στον αέρα, παίζαμε το
πουλί μας που δεν είχε μεγαλώσει ακόμα.
Η
Μαρία έφυγε τον επόμενο χρόνο, δε θα την
είχα πια δασκάλα και νομίζω πως έκλαψα,
εγώ που δεν έκλαιγα ποτέ. Μου είχε βάλει
το πρώτο δέκα στο ενδεικτικό της Τετάρτης,
πράγμα που με έκανε περήφανο αλλά όχι
πως ήταν και κάτι σημαντικό αφού γνώριζα
πως το άξιζα.
Είχε ξανάρθει ο πατέρας
και σημάδευε τα πουλιά.
Στην
πλατεία έκαναν διαγωνισμό οι μεγάλοι
στη σκοποβολή με ένα καινούργιο φλόμπερ.
Προσπαθούσαν να χτυπήσουν ένα τσιγάρο
σε απόσταση δέκα μέτρων χωρίς κανείς
να το καταφέρνει. Ο Τηλέμαχος, ο Μενέλαος
που είχε γυρίσει από τη Γερμανία και
είχε φτιάξει το καινούργιο ελαιοτριβείο,
ο Πάππου- Λάμπρος παλιός αγωνιστής του
ΕΑΜ, από τις παραδουνάβιες χώρες, ο
Πάντος, και ο Μπαβάρας από το ΕΔΕΣ, που
έκανε όλο αστεία προσπαθώντας να κάνει
όλους, μικρούς και μεγάλους να γελάσουν,
σε ένα αγέλαστο χωριό που πράγματι δε
γελούσε κανένας. Τα αστεία αυτών των
ανθρώπων ήταν χοντρά. Δεν είχαν χιούμορ,
έτσι ο Μπαβάρας έμοιαζε μια όαση μέσα
σ αυτόν τον αγέλαστο κόσμο.
-Θα μου
φέρεις μια πέτσα ορέ! Είπε στον Πάντο
Καραδήμο κι εκείνος συνοφρυώθηκε.
-Τι
πέτσα είναι αυτή ορέ διάολε, πρωί-πρωί;
Πήγαινε στο παζάρι καβάλα στο γαιδούρι
του.
-Από κείνη που βάζουν την πούτσα
μέσα! Θριάμβευσε. Και εννοούσε τα
προφυλακτικά.
-Αααα! Σκατά έφαγα εγώ
πρωί-πρωί και σου μίλησα. Α, να χαθείς
παλιομπαβάρα! Ουουου! Και κέντρισε το
γαιδούρι να φτάσει στο παζάρι.
Ξαναγυρνώντας
στην πλατεία και την σκοποβολή, κανείς
δεν πετύχαινε το τσιγάρο, ο Τηλέμαχος
έριξε την ιδέα να φωνάξουμε τον Φώτη,
τον κουμπάρο μου, είπε και φώναξαν τον
πατέρα μου.
Ο Φώτης μεθυσμένος από
τα χτες, στήριξε το φλόμπερ στον ώμο,
έκλεισε το αριστερό μάτι, σημάδεψε και
πυροβόλησε. Το τσιγάρο κόπηκε στη μέση
από τη βολή κι όλοι πήραν το δρόμο
μελαγχολικοί, πήγαν στο καφενείο να
παίξουν χαρτιά, να πιουν ένα τσίπουρο,
να ξεδώσουν που ένας παρακατιανός ήταν
καλύτερος απ αυτούς στο σημάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου