Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

ΒΡΩΜΙΚΗ ΘΆΛΑΣΣΑ

 


 

ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ

 

                                    Αίγινα 17 Αυγούστου 1988

Βρώμικη θάλασσα

Βρώμικοι άνθρωποι κουλουριασμένοι στο χώμα

Ξαπλωμένες γυναίκες

Εδώ την μνήμη μου χάλασα

 

                                    Ύστερα η επιθυμία των άλλων

Στη ρηχή θάλασσα πλένονταν

Όλα τα βρώμικα κορμιά των βοτσάλων

[Με την γνωστή μουσική

τις πολλές κόκκινες φακίδες

όλα αυτά που ηδονίστηκες

ήταν αυτά που είδες]

Βρώμικη θάλασσα

Κουλουριασμένη στο χώμα

Όλα αυτά που γέλασα

«Ι’ αμ τθικινγκ εμπάουτ γιου»

το μικρό κομμάτι του φιδιού

και το νερό βρώμικο

να τριγυρνάει στην παραλία

Τι λέγανε όλοι αυτοί;

Ποιοι ρωτούσαν «τι κάνεις σήμερα;»

Τα παιδιά έπαιζαν κι αυτά στην άμμο

Κίτρινη, ασπρουδερή άμμο, κολλημένη στα πόδια, στα χέρια

Στα χέρια η δύναμη των παιδιών για την κακία

Ακόμα, στα μάτια των ίδιων παιδιών

Μια κοπέλα στην μοναχική ελιά

Έτριβε τα βυζιά και την φιλούσε ο αγέρας.

 

Βρώμικα και τα γκαρσόνια

Που έκλεβαν τις τουρίστριες

Όπως οι καθισμένοι στα κασόνια

Με τα φρούτα και τα λαχανικά

 

Αυτοί οι άνθρωποι που σκέφτονταν το μεροκάματο

Αυτοί οι ίδιοι γελούσαν σατανικά

 

Βρώμικα τα γκαρσόνια

Νεκρή η ρηχή θάλασσα

Αυτόν τον κόσμο που χάλασα

Μια πόλη πανάσχημη

Ποτέ να μην φτάσεις σ΄αυτήν!

Ο ήλιος και το χώμα βύζαιναν τον τρόμο

Καθένας να σέβεται τον δικό του νόμο

 

Αλλά, μακρύ και δύσκολο το γλυκό χορτάρι

Όταν ρώταγαν οι άλλοι πως περνάμε

«ΟΥΝΤΑ ΠΑΡΑΣΟΛΕ! ΟΥΝΤΑ ΠΑΡΑΣΟΛΕ!»

Ξέραμε να διακρίνουμε τα μικρά δωμάτια

Ξεχασμένοι πάνω σε μια κίτρινη βάρκα

Με έναν ήλιο μετέωρο

Έναν θάνατο άωρο.

 

Τι ξέραμε λοιπόν εμείς απ’ όλα αυτά;

 

Ο πόνος γινόταν μουσική

Το παιδί γιατί

Το γατί κρεβάτι

Είναι αυτό που λείπει, το κάτι

Είναι όλοι φευγάτοι

Όπως οι μεγάλοι γάτοι

Αυτοί δεν κάνουν κράτει

Ξέρουν τα μεγάλα κράτη

Είναι αυτοί οι τεράστιοι οι αφράτοι!

Που κοιτάζουν με μάτι

Μήπως δούνε κάτι

Που γίνεται μουσική

Το παιδί γιατί

Το γατί κρεβάτι

Είναι αυτό που λείπει, το κάτι

 

Βρώμικη θάλασσα, βρώμικοι άνθρωποι

Γυναίκες που τις πονάνε τα πόδια

Βγαίνοντας από την παραλία

Γυναίκες κόκκινες, χοντρές, αλλόκοτες, όμορφες!

Όμορφες! Να, μια λέξη που ταιριάζει στο ύφος.

Πόσο θα θέλαμε να βρισκόμαστε αλλού!

Και όσο θα μάκραιναν οι τόποι

-από ποιο σημείο θα μπορούσαμε να τους δούμε-

 όταν εμείς θα ταξιδεύαμε για αλλού…

 

Θα ζήσουμε τον σπαραγμό των λέξεων

 

Τι κρίμα που δεν είσαι εδώ;

 

Θα ήθελα να έβλεπες την ομορφιά του πλήθους

Τον έρημο γέρο να ρωτάει

«Δέσποινα είσαι εδώ; κανένα κοκαλάκι, το πρωί βγήκε έξω, δεν μπορούσα να τον πιάσω, τον γαύρο άστον για άλλη φορά.» τι κρίμα που δεν είσαι εδώ.

Θα ζωγράφιζες αυτούς που κολυμπούσαν διαβάζοντας

Υπήρχαν μερικοί.

Μέρα μεσημέρι, ξάπλα στον ήλιο

Εσύ θα τους γνώριζες καλύτερα

Έμοιαζαν με τους δικούς μας ανθρώπους

Τον Αντώνη, την Κική, τον Σωτήρη

 

Τι κρίμα να μην ξέρεις πως σε θυμάμαι!

Εγώ που πάντα μακριά σου θα’μαι

Ένα κύμα, ένας πικρός αγέρας

Μια ματιά, στην ήσυχη πλέον θάλασσα

Μ’ ένα μάτι μπλάβο πια, για όλα αυτά που χάλασα.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...