Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΎ


 

Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Εκείνη τη μέρα που το γαλάζιο γινόταν πιο ενθαρρυντικό για όσα σκόπευε να κάνει, περπατούσε στις κορυφές των μεγαλύτερων βουνών του πλανήτη αλλά και ταυτόχρονα, είχε στο μυαλό του πως θα μπορούσε να της μιλήσει για μια τόσο μεγάλη απόφαση του. Ή μήπως δεν έπρεπε να το κάνει τώρα; Το σκοτεινό υπόβαθρο της διπλής σκέψης, τον βασάνιζε χρόνια. Είναι ή δεν είναι έτσι; Χρειάζεται δηλαδή να κουράζει τόσο πολύ το μυαλό του για θέματα που μάλλον έπρεπε να θεωρεί υποδεέστερα;
Στην ουσία πίστευε πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά ούτε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον στους άλλους…
Αν αυτό που ομολογούσε στον εαυτό του απερίφραστα, ήταν πως δεν την αγαπούσε ή δεν την αγάπησε ποτέ θα μπορούσε να της το πει κατάμουτρα; Κατά βάθος ήθελε να πιστεύει πως αυτό θα ήταν το καλύτερο αλλά δεν ήθελε να τη λυπήσει. Τα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, οι έρωτες τους, τα κρεβάτια, τα ποτά και τα ξενύχτια τους, οι φίλοι που είχαν γνωρίσει, τα χείλη τους που είχαν ενωθεί τόσες φορές, τα Καλοκαίρια που έρχονταν και έφευγαν τόσο γρήγορα. Τα κλάματα, γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα ενώ μπορούσαν να ήταν αλλιώς.
Πήγαινε σ αυτό το δρόμο τόσες φορές που είχε κουραστεί. Σχημάτισε την τελική απόφαση, θα της έλεγε πως δεν την αγαπούσε πια και έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Καθώς έπαιρνε μια επικίνδυνη στροφή στην άκρη του βουνού, χαμογέλασε που πήρε τελικά την καλύτερη απόφαση. Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού, κοίταξε κάτω, κανείς δεν ερχόταν από εκεί σε κανέναν δεν άρεσε ο γκρεμός αλλά ούτε και η σημερινή μέρα που πίστευε πως θα μπορούσε να ήταν η τελευταία. Εδώ λοιπόν, έπαιρνε τέλος ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του.
Έφτασε στο σπίτι, πάρκαρε το παλιό αυτοκίνητο, βγήκε. Άναψε τσιγάρο κάθισε στα σκαλοπάτια, δε φοβόταν, δεν ένιωθε φόβο γι αυτό που θα έκανε. Έσβησε το τσιγάρο, έστριψε το κλειδί, η πόρτα υποχώρησε όπως λένε οι διανοούμενοι, μπήκε στο σπίτι που τόσο πολύ είχε αγαπήσει. Τα βαριά έπιπλά, οι κουρτίνες θρόισαν, ήταν βράδυ ή πρωί δεν ήξερε αλλά δεν είχε πια και πολλή σημασία. Η κυρία επί των τιμών εμφανίστηκε ανάμεσα από κουρτίνες και αέρηδες και του δήλωσε απερίφραστα πως δεν τον αγαπούσε πια και δεν προτιμούσε να ζήσει μαζί του ούτε λεπτό.
 
Από τα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ μου

 

2 σχόλια:

  1. Mου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρά του Κώστα! Πολύ καλό. Εικόνες και στιγμές δοσμένες με εξαίρετο τρόπο. Στρωτή η γραφή, αποδεκτή. Το διακύβευμα επίσης σημαντικό. Το φινάλε της εισόδου στο σπίτι όλα τα λεφτά.
    Καλησπέρα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...