Είναι ασύλληπτες οι σκέψεις ενός πραγματικά τυραγνισμένου ανθρώπου. Εκατό χρόνια γεννημένος πριν απο μένα,[1853-1954] μου φύτεψε απο μικρό παιδί την ακέραια φυσιογνωμία του στο μυαλό, μου μετέδωσε την αγωνία για την τέχνη και τη ζωή. Διαβάζοντας ξανά αυτές τις επιστολές προς τον αδερφό του Τεό, με πιάνει μια σφοδρή μελαγχολία, μια λύπη για την τραγικότητα και των δυο- ο Τεό πέθανε ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Βίνσεντ- αλλά και με γεμίζει με κάποια δύναμη, ο τρόπος που αυτός ο άνθρωπος έζησε τα λιγοστά του χρόνια. Περιπλανώμενος στην κεντρική Ευρώπη, αλήτης στα χωράφια της Ερλ, ανάμεσα σε στάχυα, σε κάμπους με ένα καββαλέτο στο χέρι, έναν καμβά, μερικά χρώματα, ζωγράφιζε αδιάκοπα τις λιγνές στιγμές του βίου απλών ανθρώπων-"θέλησα να προσπαθήσω ευσυνείδητα ν΄αποδώσω κι εγώ την εντύπωση, πως αυτοί οι άνθρωποι, που κάτω απ την λάμπα, τρώνε τις πατάτες με τα χέρια, που τα χώνουν μέσα στο πιάτο, δούλεψαν μ΄αυτά και την γη."- γράφει στον αδερφό του- και μου φαίνεται πολύ κοντινό σε μένα, που τα παιδικα και εφηβικά μου χρόνια τα έζησα στους κάμπους, στα χωράφια, ανάμεσα απο ζωντανά κι ανθρώπους με χοντρά χέρια, που έτσι ακριβώς τα βούταγαν στο πιάτο με τις ελιές, προτού πιάσουν το αλέτρι. "Το καρμίνιο είναι το χρώμα του κόκκινου κρασιού κι είναι ζεστό και σπιθοβόλο σαν το κρασί. Επίσης και το πράσινο σμαραγδί. Δεν κάνουμε οικονομία με το να μη χρησιμοποιούμε αυτά τα χρώματα. Το κάδμιο επίσης. Νομίζω πως νιώθεις αρκετά την σημασία ναμαι αληθινός, για να μπορέσω να σου μιλώ ελεύθερα. Για τον λόγο που όταν ζωγραφίζω χωριάτισσες, θέλω ναναι χωριάτισσες, για το ίδιο λόγο κι όταν είναι πόρνες, θέλω ναχουν έκφραση πόρνης". Λόγια και σκέψεις ρεαλιστικές, αιτήματα προς τον αδερφό του, να του στέλνει υλικά. Πόσες φορές μου λείπει το άσπρο, μου λείπει το μπλέ κι η ώχρα, τα πινέλα έχουν φθαρεί και οι καμβάδες είναι ακριβοί ακόμα και μια γόμα κάποτε δεν βρίσκεται πουθενά, ένα κουράγιο να πεις γιατί ζωγραφίζεις, μια φωνή που να μην λέει, μην ζωγραφίζεις, εδώ η ζωή είναι αλλού, δεν σου δίνουν φαί αυτα τα πράγματα που φτιάχνεις, χαραμίζεις τη ζωή σου. Είναι η τέχνη πραγματικά απο τους πιο δύσκολους δρόμους. Μερικοί άνθρωποι σαν εμένα δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν κι ας με βασανίζει η φτώχεια, η ανημπόρια, η τρέλλα του μυαλού, η αποσιώπηση της συμφοράς, το κρύψιμο μιας "χαμένης αξιοπρέπειας" η επαιτεία του χρήματος, για ένα κομμάτι ψωμί. Έχω κάνει αρκετές αντιγραφες απο έργα του για παραγγελίες και θυμάμαι την πρώτη φορά που ζωγράφισα τα ηλιοτρόπια του, ένιωσα πραγματικά μια περίεργη αίσθηση για την ποικιλότητα των ζωντανών χρωμάτων του, ακόμα μια αίσθηση φοβερής απλότητας, ένα γέμισμα δημιουργικό και τότε ακριβώς σκέφτηκα πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί από όλους.
ΑΠΟΒΟΛΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η Ελλάδα είναι μια λαικίστικη χώρα. Δεν πιστεύει στις αξίες.
[ Μπονζούρ και μπόν φιλέ μαντάμ ]
Δεν έχετε φάει μπουνιά απο καγκουρώ.
Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο, περισσότερο από είκοσι χρόνια.
Το Λονδίνο είναι ταυτόχρονα η πιο φιλική πόλη και η ..λιγότερο φιλική! Η Αθήνα μετέχει μόνο στην βρωμιά. Απο έρευνα στο ιντερνετ.
[ Καλά, τόσα χρόνια δεν παινευόμαστε πως είμαστε Ευρωπαίοι;]
Ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν πάω σινεμά,δεν πάω όπερα, δεν πάω θέατρο, δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δεν δουλεύω, δεν γαμάω.
Πρώτος στο μασάζ προσώπου, ο Γιουκονούκου Τανάκα.
Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο τριάντα χρόνια.
Απο τους ζωγράφους, μόνο ο Τσόκλης και ο Φασιανός επέζησαν του μνημονιαίου κατακλυσμού.
Να ξαναδιαβάσετε την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, της Άλκης Ζέη. Αν προλάβετε γιατί τα 200.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν. Φοβερό βιβλίο. Μπορείτε να στολίσετε με αυτο την βιβλιοθήκη σας.
Την νύχτα/όταν έπεσε να κοιμηθεί/ξέχασε να κουρντίσει/το ξυπνητήρι/Δεν ξύπνησε ποτέ. ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ
Μόνο ο Πρέκας και ο Παπαθεμελής, μόνο αυτοί θα μπορούσαν να μας σώσουν. Μόνο. [Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα οι σπηλιές στα Μάταλα.]
Α! και ο Θεοδωράκης.
Μην ξεχάσω τον Ιστορικό Τατσόπουλο. Τον Πέτρο.
Έχετε φάει ποτέ μπουνιά απο καγκουρώ;
Κάποιος δεν αγόραζε βιβλίο ποτέ.
Επειδή είναι επίκαιρο και καθημερινό θέμα, έκανα μερικές σκέψεις γύρω από τον διάλογο και την συζήτηση. Ο Διάλογος είναι κατ εξοχήν η συνομιλία, μάλλον ή ήττον ήρεμη, χωρίς οξείς διαξιφισμούς όπου οι συνομιλούντες προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν για την ορθότητα των λεγομένων τους, τον ή τους συνομιλητές. Στον διάλογο ο καλός συνομιλητής ακούει πρώτα τα λεγόμενα και ύστερα απαντάει αφού ταυτόχρονα πρέπει να σκέφτεται την ερώτηση ή τοποθέτηση του άλλου, δεν διακόπτει, δεν εμπλέκει τη φωνή του με αυτή των άλλων. Η καθαρότητα της φωνής, η ηρεμία των τόνων κάνουν έναν διαλεγόμενο συμπαθή ή αντίθετα αντιπαθή όταν προσπαθεί συνέχεια να διακόπτει τον ειρμό της κουβέντας. Δέον να ειπωθεί εδώ πως ο χρόνος ομιλίας εναπόκειται στη συναίνεση των δυο μερών, λαμβανομένου υπ όψι του καθενός πως δεν κάνει μονόλογο.
Η συζήτηση διαφέρει ως προς τον διάλογο παρ ότι πολλοί δεν το ξεχωρίζουν. Στη συζήτηση γίνεται εξέταση διαφόρων απόψεων για ένα θέμα, διερευνάται από κοινού η λύση ενός ζητήματος και συνηθέστερα καταλήγει σε λογομαχία δυο ή περισσοτέρων ατόμων. Και στη συζήτηση και στον διάλογο θεωρώ πρώτιστη αξία το ακούειν. Το πλείστον των ανθρώπων αδημονούν να πάρουν το λόγο χωρίς να έχουν προσέξει τι είπε ο συνομιλητής κι έτσι δημιουργούνται παρεξηγήσεις εκ του μηδενός έτσι που να μη βγαίνει άκρη. Πολλοί δε, πιστεύουν πως αν ανεβάζουν τον τόνο της φωνής μπορούν να επιβληθούν στον περίγυρο. [ τότε ο Στέντορας θα ήτο ο καλύτερος συνομιλητής.]
Παρακολουθώντας δε, αυτό τον καιρό, ιδιαίτερα στην τηλεόραση τους σύγχρονους πολιτικούς μας, τα συμπεράσματα μου είναι οικτρά. Οι ομιλητές είναι κάκιστοι χειριστές του λόγου, επαναλαμβάνουν διαρκώς τις ίδιες λέξεις και απόψεις, στερεότυπα, διακόπτουν, δεν ακούν ή βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου και κατ επέκτασιν δεν είναι γνώστες του θέματος που διαλέγονται. Αποτέλεσμα όλων των κακών αυτών, είναι η πρόσφατη ταυρομαχία-γρονθομαχία μεταξύ ανδρών τε και γυναικών ενώπιον όλου του κόσμου, μεταξύ Λιάνας Κανέλλη και Κασιδιάρη. Όταν δεν βάζεις γλώσσα μέσα [Κανέλλη] κι όταν δεν μπορείς να συγκρατήσεις τα νεύρα σου σε ένα δημόσιο διάλογο-συζήτηση, η ευτελής κατάληξη είναι η προσδοκώμενη: ύβρεις, απειλές, εκατέρωθεν και χειροδικία. Εν ολίγοις, έχω την πενιχράν εντύπωσιν πως απέχομεν μακράν των ημών προγόνων που είχαν εντάξει τον διάλογο στις τέχνες κι έτσι διέπρεψαν. Διατελώ υπεύθυνος για την καταγραφή των παραπάνω.
Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.
Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξαναφέραν σ αυτή ττη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.
Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.
Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις; απόρεσα, παρατώντας τα πινέλα.
Σαν πελάτης
μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης
επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε,
πέρασα και χτές, δεν ήσουν εδώ και κάθισε
σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε
καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα
πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενω εγώ
έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω
στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως
τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα
καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και
δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν
αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα
χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι
να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε
βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω
δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος
επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο
εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε.
Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα
τους καφέδες απο απέναντι, πάνε τα πέντε
ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα
αστραπιαία τα έκανα εγω- πως αν δεν
εύρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα
έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης
χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το
κινητό του βούιζε και απαντούσε
ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή
μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε
εντολές για το χρηματιστήριο, μου
πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη
ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι
δουλειές στη μέση.
Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές
στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη,
πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το
απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε
να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε,
γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα
το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο
καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να
κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω
κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή
μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς
σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι,
άμα σου λέω. Εγω τους τα πήρα. Πρόλαβα.
Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Απο
που; απόρεσα.
-Έλα ρε! Εδω πιο κάτω
είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε.
Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω
να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να
κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Εχω σκεφτεί
να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες
σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε
στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να
βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο
που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους
πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα
τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να
μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο
πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα
τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά
οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά
έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό
πίνακες, επι πέντε πενήντα χιλιάδες
ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό
να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις
την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να
κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι
χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα
Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα
μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδω στον
ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο
μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω απο κει να
τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και
ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος
δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές
του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των
πινάκων, για το περιεχόμενο και μου
δειχνε κάποιους
έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους
τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με
θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις
καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές;
αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπά, του
απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την
δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν,
είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει
να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα
τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή.
Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το
χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες
του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το
πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι
το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος.
Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδω δεν έβγαλες
πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του
τόκλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω
ενοχές. Όχι, τό είχα, αλλά το ταξί το
πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για
ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο
ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι
κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα
λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες
μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο
μηπως το ξέχασα σπίτι. Ελα Χριστίνα για
κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι
μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε
κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου
λεφτα πάνω μου και πρέπει να πάω στον
Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου
είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε
να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως
μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη,
έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα
στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα,
ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω
και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου
λεγε δεν τράχει τίποτα κι εγω σκεφτόμουν,
ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη,
εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε
το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω
στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια.
Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα.
Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει
τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε
ξαφνικά. Όχι, εγνεψα. Να με πέταγες μέχρι
τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο
τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε,
γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ
να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά
δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί,
έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα
ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα
τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφου ήξερα
πως δεν είχα.
-Δεν έχω ρε
γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα
..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του
ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος
που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα
μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα
και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει,
μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου
πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και
δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές,
σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα
λεφτά.
-Οπως είπαμε, πέντε με πεντέμιση
να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γειά.
-Γεια,
είπα κι εγω και βγήκα στην πόρτα να το
παρακολουθήσω που που έστριψε στην
Καλλιδρομίου και χάθηκε απο τα μάτια
μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι
έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα,
έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα
ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός.
Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας
το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς
μου, για τά έξοδα και πόσα θα μου έμεναν
απο αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ,
υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα
σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα
ξελάσπωνα απο τα χρέη και το κυριότερο
θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα
μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα
να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να
χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε
είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα,
άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το
απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι,
πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα
μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις
για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο
που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο
που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης,
εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα
γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση
με τη γυναίκα του δάσους και τα
χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό
τζίνι. Κάθησα στο καβαλέτο αλλά δεν μου
βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον
Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού
φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο
παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και
μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν
περνούσε απο το μυαλό μου πως μπορούσε
να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει
δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος,
κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να
ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα
-Γιάννη το γνωστο ταβερνείο στην Μπενάκη,
να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο.
Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από
παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο
γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε,
να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή
είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και
περίμενα προκαταβολή το απόγευμα.
Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε,
κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου
φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα
και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα
τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το
Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη
βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη,
βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα
είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε
ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες
τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο
Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια
στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόδο
ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι
λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία
για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι
σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις
και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες;
δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε
ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα,
μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν
τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα,
κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα.
Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε
πέντε. Πήγε πεντέμισυ, κάπνιζα το ένα
τσιγάρο μετα από το άλλο κι όσο περνούσε
η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι,
εξήμισυ. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο
Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό
κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο.
Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε.
Πράγματι. Η κρύα φωή της κασέτας με
πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν
χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει
για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα
στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα
μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα
φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου
σιγά-σιγά καταγάλιαζε. Έφερα πίσω όλες
τις στιγμές της συνάντησης μου με τον
μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα.
Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος
ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει
πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με
κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα
καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να
ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε
ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του
χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη
για άλλα τόσα κι εγω δεν είχα μία.
Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα
περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά
να την πάω στους γιατρούς.
ΤΕΛΟς
Οι Φιλιάτες ήταν μια παλιά κωμόπολη, με ξενοδοχεία, δυο-τρία, με Δήμαρχο, με νοσοκομείο, με φαρμακείο, αρκετά μαγαζιά με ρούχα, περίπτερο, βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, είχε και πολλούς γύφτους γι αυτό και το αποκαλούσαν Γυφτοφίλιατο, -στην άλλη άκρη με τα τσαντήρια τους και τα άλογα που ήταν βασικό ζωεμπόριο εκείνες τις εποχές.
Ο Τάσο –Καλέσης δε μιλούσε πολύ, έλεγε μόνο όσα έπρεπε, δούλευε σα σκλάβος μέσα σ εκείνη την τρύπα στο έμπα, της πόλης, λίγο μετά το βεντζινάδικο, όταν με παρουσίασε σ αυτόν ο πατέρας μου δεν κατάλαβα ή δεν άκουσα τι είπαν, το μόνο που κατάλαβα ήταν πως ο Καλέσης ήταν καλός άνθρωπος και θα ήμουν κατά κάποιο τρόπο προστατευόμενος του, άρα έπρεπε να τον εμπιστεύομαι, αυτός θα είχε επαφή με τους καθηγητές, θα έπαιρνε τους ελέγχους μου και θα συνεργαζόταν με τη μητέρα μου μια και ο Φώτης Πλιάτσικας θα ταξίδευε ακόμα μια φορά πίσω στη Γερμανία.
Μετά από τη γνωριμία με τον Τάσο Καλέση, ο πατέρας μου με πήγε στο ραφείο του Γεωργίου που δε θυμάμαι το μικρό του όνομα, ενός συνομήλικου του και συμφώνησαν να μας νοικιάσει ένα μικρό δωμάτιο όπου θα έμενα και πήγαν στο καπηλειό να πιούνε το κρασί τους. Ο πατέρας μου μέθυσε, τον πήγα σέρνοντας μέχρι το πρακτορείο για να πάρει το λεωφορείο και γυρνώντας για την καινούρια μου κατοικία, προς την ανηφόρα, το σπίτι με τα νοικιαζόμενα δωμάτια ήταν στην κορυφή του λόφου, όταν μπήκα στο πολύ μικρό δωμάτιο, με ένα ντιβάνι, χωρίς ντουλάπα, χωρίς τίποτε άλλο, με μια εξωτερική τουαλέτα κοινόχρηστη από τους νοικάρηδες, που θα άρχιζα σιγά-σιγά να τους γνωρίζω, μαθητές οι περισσότεροι, με πρώτους τον Αριστείδη Μπαβάρα, τον Σωτήρη Καραδήμο που οι σχέσεις μου μεταξύ μας είχαν ψυχρανθεί κι έτσι ξεκινούσα την νέα μου ζωή, μόνος, κατάμονος.
Με τα πολιτικά δεν ασχολούμουν, για την ακρίβεια δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά, εκτός από την πραγματική έννοια της πολιτικής, όχι με την πολιτικολογία κι έτσι άκουγα εκείνο τον καιρό του 1966-67, για τον Καραμανλή, την Ένωση κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου που τον έλεγαν γέρο της Δημοκρατίας άνευ λόγου, τον Κανελλόπουλο που δεν μπορούσε να φτιάξει κυβέρνηση, το βασιλιά Κωνσταντίνο, που ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε η παρουσία του, την ΕΔΑ, που εκπροσωπούσε τους κομμουνιστές, κάπως είχα αρχίσει ν αριστερίζω, έτσι από ένστικτο και από μια πλαστή αλήθεια πως οι φτωχοί όφειλαν να είναι κομμουνιστές.
Ο Τάσο- Καλέσης, ο φτωχός σαμαράς ήταν τέτοιος. Κομμουνιστής. Ο Γεωργίου δεξιός και οι δυο, όμως μετριοπαθείς, χαμηλών τόνων άνθρωποι.
Ω, είμαι ένας κομμουνιστής γιατί δεν έχει να φάει!
Οι κομμουνιστές είναι φτωχοί. Οι δεξιοί είναι πλούσιοι.
Είναι καλοί άνθρωποι. Ο ι κομμουνιστές είναι συμμορίτες
που έσφαξαν τον κόσμο με κονσερβοκούτι.
Οι δεξιοί νίκησαν τους κομμουνιστές.
Την πρώτη φορά που βρέθηκα μόνος σε εκείνο το δωμάτιο, δεν το πολυσκέφτηκα, έπρεπε να γίνω ένας πρακτικός άνθρωπος, έπρεπε να προστατεύω τον εαυτό μου, μόνος μου από τότε που γεννήθηκα, αυτό γινόταν μια συμβουλή μέσα μου κι έξω μου, χωρίς κλάματα και μυξομουρμούρες κι άρχισα να μελετώ τα καινούρια μου βιβλία που ήταν πιο ογκωδέστερα από εκείνα που διάβαζα στο Άγριο. Τώρα πια είχα ηλεκτρικό, τσαφ! Άναβα τον διακόπτη και το δωμάτιο πλημμύριζε φως. Τι ωραία ήταν! Να έχεις κατευθείαν φως χωρίς ν ανάβεις τη λάμπα με το φυτίλι, χωρίς να μυρίζεις πετρέλαιο, που μου έφερνε αναγούλα και το άφηνα αναμμένο όλες τις νύχτες, είναι αλήθεια πως αρκετές φορές φοβόμουν το σκοτάδι αλλά ανέβαινε επάνω η κυρία Γεωργίου και μου φώναζε.
-Σβήσε το φως! Τρεις η ώρα μεσάνυχτα.
Το σβηνα, δεν απαντούσα, τι να λεγα; Και το άναβα ξανά ύστερα από πέντε λεπτά, φως-φανάρι που έλεγε συνέχεια ο Βίκτωρ Ουγκό, στους Αθλίους που είχα αρχίσει να διαβάζω εκείνες τις μέρες, τι μέρες, το τελείωσα σε ένα εικοσιτετράωρο κι ύστερα το ξαναμελετούσα, γιατί μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Αγιάννης, η Τιτίκα και ο Μάριος, ενώ δεν μπορούσα να καταλάβω τις κακίες του Ιαβέρη.
Οι πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές, ένας για κάθε μάθημα, όχι όπως είχα μάθει στο Άγριο, οι καινούριοι συμμαθητές, καμιά σαρανταριά σε κάθε τμήμα, ο καθένας με το επώνυμο του, όχι με το μικρό, ο Πλιάτσικας, ο Τσούνης, ο Στολάκης, ο Μιγκας, η Παπαθανασίου, η Γεωργίου, τα καινούρια κορίτσια, όμορφα, καθαροντυμένα με τις μπλε ποδιές τους κάτω απ το γόνατο, όμορφα και διαφορετικά από τη Λεφτερία και την Σταυρούλα του χωριού.
Είχα γραφτεί στο κέντρο Νεότητος, εκεί πήγαιναν όλα τα χωριατόπαιδα που δεν ήταν από τους Φιλιάτες, εκτός από τα πλουσιότερα που έμεναν στο οικοτροφείο του Ζούλα, κάτι σαν ιδιωτικό μέρος, και περνούσαν καλύτερα από εμάς και τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Εκεί στο κέντρο Νεότητος τρώγαμε τα μεσημέρια, πηγαίναμε στα σπίτια για λίγη ξεκούραση και από τις τέσσερις μέχρι τις οκτώ το βράδυ, ξανά στα θρανία να μελετούμε τα μαθήματα της επόμενης μέρας υπό την επίβλεψη των καθηγητών. Διευθύντρια στο κέντρο ήταν η κυρία Δέσποινα, ποτέ δεν έμαθα το επίθετο της, μια μελαχρινή σαραντάρα, που της είχε στραβώσει το στόμα, ή είχε γεννηθεί έτσι, ανύπαντρη, γεροντοκόρη αλλά πολύ γλυκιά κυρία που μου έδειχνε μια υπερβολική στοργή, ίσως γιατί καταλάβαινε την αγάπη μου για τα βιβλία, πράγμα που κι αυτή ένιωθε, μέσα σ εκείνη τη μεγάλη βιβλιοθήκη στον πάνω όροφο του κέντρου, όπου πήγαινα συχνά-πυκνά να δανειστώ βιβλία.
Οι καθηγητές ήταν όλοι σοβαροί, ντυμένοι με τις γραβάτες τους, ο Γυμνασιάρχης άψογος καιροφυλακτούσε, ερχόταν στις τάξεις για να παρακολουθήσει επ όλιγον την παράδοση των καθηγητών κι εμείς κάναμε ησυχία, όταν έμπαινε βλοσυρός. Λεγόταν Αθανάσιος Ντάγκας, κοντός, ανύπαντρος, μαθηματικός, παρέδιδε άψογα το μάθημα του, ακριβοδίκαιος κι αυτός όπως και ο πρώτος μου φιλόλογος, ο Στέργιος Τατσιόπουλος, που άμεσα τα παιδιά τον είχαν βγάλει ο μεθύστακας επειδή τα απογεύματα έπινε τα ουζάκια του στα καφενεία, χωρίς να πολυνοιάζεται αν τον έβλεπαν οι συνάδελφοι του και ο πολύς κόσμος που έβγαινε βόλτα κάθε απόγευμα στην πλατεία. Αυτός ο Τατσιόπουλος, εξαίρετος, πολυμαθής μας έκανε Αρχαία,Ιστορία και έκθεση, τα λεγόμενα Νέα, με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, μου έβαζε τους μεγαλύτερους βαθμούς. Τους πρώτους βαθμούς που πήγε και πήρε ο κηδεμόνας μου Τάσο-Καλέσης και όταν μου τους έδειξε, χαμογελούσε, πράγμα σπάνιο γι αυτόν. Ιστορία είκοσι, γυμναστική, θρησκευτικά, επίσης, δεκαεννέα Αρχαία, όπως και έκθεση, δεκαεφτά Φυσική και Χημεία αλλά εννέα! Στα μαθηματικά, παρ όλα αυτά με μέσο όρο δεκαεπτά και κάτι, ήμουν ο πρώτος μαθητής στο τμήμα μου και στα δυο τμήματα της Πρώτης Γυμνασίου αλλά αυτό το εννέα πολύ με είχε στεναχωρήσει. Στραβομουτσούνιασα, γιατί να μου το κάνει αυτό Ντάγκας, αφού ήμουν ο πρώτος μαθητής, ω, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής χωρίς να είμαι σπασίκλας, όπως ήταν συνήθως οι πρώτοι μαθητές, όπως και ο δεύτερος στη δική μου τάξη, ο Στολάκης που μούτρωσε επειδή τον είχα ξεπεράσει, αυτόν τον γιο ενός εύπορου Φιλιατιώτη που ο πατέρας του έκανε παρέα με τον Δήμαρχο και γενικά την αστική τάξη της κωμόπολης αλλά εμένα δε με ένοιαζε.
Α, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής και η μητέρα μου έκλαψε όταν της έδειξα τον έλεγχο, την Πέμπτη στη Λαϊκή, κάθε Πέμπτη γινόταν Λαϊκή αγορά στον κεντρικό δρόμο, όπου πουλούσαν απ όλα τα γύρω χωριά την πραμάτεια τους συνήθως οι γυναικούλες τα λαχανικά τους αλλά και διάφοροι άλλοι έμποροι με πολλά μπιχλιμπίδια, καραμέλες και παιχνίδια, και, θυμάμαι που με ενοχλούσε, με πείραζε που η μητέρα μου ήταν αναγκασμένη να στέκεται εκεί για να μαζέψει κανένα δίφραγκο για να μου δώσει χαρτζιλίκι, ένα δίφραγκο για όλη τη βδομάδα, ενώ τα άλλα παιδιά έπαιρναν τουλάχιστον ένα τάλιρο την ημέρα για ν αγοράσουν γλυκά από το ζαχαροπλαστείο, τυρόπιτες από τον επιστάτη στον προθάλαμο του Γυμνασίου και κοκκορέτσι ή σουβλάκι τα απογεύματα. Εγώ δεν ήμουν ούτε λιχούδης, ούτε τίποτε λαίμαργος, λιτοδίαιτος από τότε, λες και δε με ένοιαζε το φαγητό, έτρωγα μόνο για να συντηρώ το σώμα μου, τίποτε άλλο.
-Να, πάρε, μου δωσε ένα τάλιρο εκείνη την Πέμπτη που της έδειξα τον έλεγχο. Περήφανη, σκούπισε τα δάκρυα της, με φίλησε και την πήγα μέχρι το πρακτορείο το μεσημέρι να πάρει το λεωφορείο για το χωριό.
-Να προσέχεις παιδάκι μου! με συμβούλευε. Να κοιτάς τα γράμματα σου και τίποτε άλλου. Ακούς;
Τι να άκουγα; Μόνος σε έναν κόσμο θανάσιμο, έκανα του κεφαλιού μου. Έπαιζα μπάλα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο, έπαιζα και πραγματική μπάλα στο γήπεδο, έτρεχα ακόμα με κοντά παντελονάκια, σε λίγο θα φορούσα μακριά και ένιωσα άβολα όταν την επόμενη μέρα που πήραμε τους ελέγχους μπήκε στην τάξη ο Ντάγκας και ρώτησε με ένα μειλίχιο ύφος ποιος ήταν ο πρώτος μαθητής. Ο Πλιάτσικας, είπαν κάμποσα παιδιά και ο Ντάγκας με σήκωσε επάνω.
-Συγχαρητήρια! Μου είπε. Μπράβο! Πόσο σου έχω Μαθηματικά;
-Εννέα, κύριε καθηγητά, απάντησα αμήχανα.
-Εννέα; Άνοιξε τα μάτια του. Α, θα το διορθώσουμε, θα το διορθώσουμε στο επόμενο δίμηνο.
Και από τότε μου έβαζε δεκαπέντε, χωρίς να το αξίζω αφού είχα αρχίσει να παραμελώ το μάθημα των μαθηματικών.
απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΥΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ
ΠΟΙΟΥΣ
ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ Η ΤΈΧΝΗ; Στην πραγματικότητα μόνο τους δημιουργούς κι αυτούς
που ασχολούνται γύρω απ αυτήν για να οικονομήσουν. Από τους άλλους, τον
πολύ κόσμο, ουσιαστικά ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα. Και η
ζωγραφική ιδιαίτερα αυτή και η λογοτεχνία βρίσκονται σε τρομακτικά
χαμηλό επίπεδο όσον αφορά τη στατιστική κι ας μιλήσω για τα Εξάρχεια
όπου ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια. Διατηρώ το εργαστήρι ανοιχτό, ο
κόσμος που περνά έχει άμεση αντίληψη τι γίνεται, βλέπει τα έργα
και τον ζωγράφο να εργάζεται ζωντανά, για να μην πω live και χάσω τον
ειρμό της σκέψης μου, κι έτσι η επαφή μπορεί να είναι απόλυτα άμεση. Απ
ότι έχω υπολογίσει περίπου 2% δείχνουν ενδιαφέρον! κι αυτοί ποικίλλουν
όσον αφορά την κοινωνική τους τάξη. Και τα επαγγέλματα τους. Για ποια
τέχνη να ενδιαφέρεται ο Μπάμπης ο ταξιτζής; ο Μανώλης ο χασάπης, ο
ψιλικατζής, ο δικηγόρος, αυτοί οι δικηγόροι και οι γιατροί είναι οι πιο
α-κουλτουρωτοι άνθρωποι! ο Γιάννης ο σεκιουριτάς, και η μανικιουρίστα, ο
καφετζής που μου είπε πως έχει ν ανοίξει βιβλίο πενήντα! χρόνια, οπότε
καταλαβαίνετε για ποιο ανώτερο βιοτικό μιλάμε, για ποιο μορφωτικό
επίπεδο των Ελλήνων σε μια, υποτίθεται από τις πιο κουλτουριάρικες
συνοικίες της Αθήνας. Οι άνθρωποι, βέβαια, δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν,
και πως να τους ενδιαφέρει κάτι για το οποίο έχουν πλήρη άγνοια; στις
λογοτεχνικές βραδιές, συνήθως παρίστανται κάποιοι φίλοι του
παρουσιαζόμενου και στις εκθέσεις ζωγραφικές το ίδιο και το ίδιο κοινό,
που χρόνια τώρα συναντάς σ αυτούς τους χώρους και ιδιαίτερα στις
ομαδικές όπου οι παρουσιαζόμενοι ζωγράφοι και ζωγράφες,
αλληλολιβανίζονται μεταξύ τους! μιλάω τώρα για το πλήθος των εκδηλώσεων
και όχι για κάποιες λίγες που έχουν την τύχη και το χρήμα να
διαφημίζονται μέσω του τύπου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου κι ακόμα
ένα ατού το όνομα του γκλαμουρίστα καλλιτέχνη, του ευνοούμενου από το
κοινό. Χειρότεροι ακόμη είναι οι πολιτικοί που έχω συναντήσει εδώ γύρω.
Αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι, άμουσοι, υπερφίαλοι, ξερόλες. Έτσι, λοιπόν,
απομένουν μόνο οι φοιτητές, η νεολαία γενικότερα, που όμως και αυτοί μη
νομίζετε πως έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Στα ίδια επίπεδα κινούνται
άιντε ν ανέβουν δυο-τρεις ποσοστιαίες μονάδες, τα δε νεότερα παιδιά του
Γυμνασίου-Λυκείου, άστα να πάνε! δε γνωρίζουν τίποτε για τις τέχνες και
μιλάω για τις κάπως πιο προβεβλημένες, ζωγραφική και Λογοτεχνία και
ίσως, μόνο η μουσική έχεις ένα μεγάλο κοινό-μιλώντας βέβαια για την
λαϊκή μουσική. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να συζητήσεις τίποτε
περί τέχνης, περί ιδιαίτερης ιστορίας και πολιτικής, όχι πολιτικολογίας
σ αυτή ο Έλληνας είναι εξπέρ, όπως και για τον σινεμά, καθόλου το
θέατρο και αν τους πεις κάτι για Λυρική σκηνή μόνο έμετο δεν κάνουν!
Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...