Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΚΩΛΌΧΑΡΤΟ

 


Πάντα σου έλειπαν τα λίγα
Το κωλόχαρτο για να πιάσεις δουλειά
Το κρασί λίγο, το ψωμί λίγο
Το χαρτί στην τουαλέτα, το κρεμμύδι για τη σαλάτα
Οι φωνές για την τρελή, δίπλα στη μοναξιά
-η μοναξιά ήταν πολλή.
Α, ρε Γιάννη κι εσύ!
Οι γρίλιες μικρές για να κοιτάξεις έξω
το νερό που κυλούσε στο ρυάκι
ποτέ δε γινόταν κρασί.
Το κωλόχαρτο τέλειωνε, η φυλακή μίκραινε
δεν έβγαινες ποτέ απο εκεί. Εκεί!
Πίσω απ τα σίδερα- μέσα απ΄τα σίδερα
Άσε, από αγάπη πάντα είχαμε λίγη
με το χιλιοστόγραμμο, στάχτη από καμένα κορμιά
χόβολη από αλισβερίσια-το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο...
Ναι, το ψέμα ήταν πολύ
Χόρταινες από το βλέμμα του ψεύτη
που είχε πολύ ψωμί, πολύ τυρί, πολύ αγάπη.
Εμεις δεν είχαμε τίποτε
Ψίχουλα έπεφταν καταγής, έχεις φάει ποτέ τη μπουκιά που σου πεσε;
Α, ρε Γιάννη κι εσύ...Πάντα έλειπε το κωλόχαρτο.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ηθική

 


-Μου άρεσε η μεταμφίεση των γυναικών, είπα στον Τούμα, το παίξιμο του Σαίξπηρ και με κοίταζε ξαφνιασμένος.
-Δεν το έχω διαβάσει, φέρτο εδώ. Με κοίταξε με μάτια παράξενο μίσους, δεν ήταν άνθρωπος αυτός, ήταν σκουλήκι φαρμακερό, έχιδνα που σφύριζε έριχνε το φαρμάκι του απέναντι στη βάρβαρη ζωή των χωρικών ή και της Ελλάδας που ήθελε να την αλλάξει, όταν το διάβασε και μου το επέστρεψε, μου είπε πως είχα δίκιο κι αρχίσαμε κάτι άλλο, κάτι σαν να με δίδασκε την ηθοποιία, με ανέβασε πάνω στο θρανίο να απαγγείλω, κάθε μου λέξη τη διόρθωνε, ορθοφωνώντας, αν και η δική του φωνή ήταν ξερή, καθαρή όμως και η δικιά μου άλλαζε χρώματα από εκείνη τη μέρα που πήγαινα στην εκκλησία σαν ψαλτόπαιδο με τον Παπά-Σπύρο να μου διδάσκει τους ύμνους, με ήχους πλάγιους, πρώτους και δεύτερους, ώσπου ένα απόγευμα συνάντησα τον γιο του, έναν αρχιμάστορα της φωνής να ψέλνει στο δάσος, τον Γιώργο Καραδήμο, μια αλλιώτικη φυσιογνωμία, μια σπάνια φωνή, ένα ταλέντο αξεπέραστο, παβουγαδικεζονι άκουγα από πάνω του και δεν κουνήθηκε από την παρουσία μου, αφού με είδε, κατάλαβε πως ήμουν εγώ, δεν πειράχτηκε, αλλά μια-δυο μελλοντικές κόντρες υπήρξαν μεταξύ μας που άλλα περίμενα να γίνει κι άλλα έγινε, εισαγγελέας παρ Αρείω πάγο, αυτός που ήταν ένα κάποιο ίνδαλμα για τη μικρή κοινωνία του Άγριου και όλοι τον είχαν σαν πρότυπο.
συνεχίζεται

Επιστρέφοντας ένα σούρουπο από την εκκλησία που βρισκόταν λίγο έξω από χωριό, ίσως χίλια μέτρα χωρίς σπίτια ανάμεσα τους, είχα μια πρώτη μεγάλη κόντρα με τον Παπά-Σπύρο, βαδίζοντας αργά, μετρώντας ο ένας τα βήματα του άλλου, δεν ήξερα αν μ αγαπούσε ή μονάχα τη βολή του ήθελε, ένα παπαδοπαίδι με καθαρή φωνή, αυτός να βγαίνει στην ωραία πύλη και να μου δείχνει την ακολουθία των ήχων με φωνή και χέρια κι εγώ στο μανουάλι ν ακολουθώ τον τρόπο του, έτσι περπατώντας μεταξύ Άγριου και θεού, του είπα πως εγώ δεν πίστευα σε τίποτε απ όλα αυτά, δεν τρόμαξε, ίσως το περίμενε, δεν έλεγε μεγάλα λόγια, έκανε ένα καθήκον περισσότερο σαν νεκροθάφτης, δεν ήταν υπέρμαχος της ορθοδοξίας αν και Καραδήμος, καταλάβαινε την εξουσία του, ίσως με μια απάθεια για τα πάθη της Χρισιανοσύνης, λίγο άθεος μου φάνηκε αλλά δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί, δεν ήταν διαβασμένος πέρα από τα εκκλησιαστικά βιβλία, αμόρφωτος, γομάρι, όχι το δέμας, παρ όλα αυτά δίκαιος όσο μπορούσε.
-Δεν πιστεύεις στο θεό; Με ρώτησε.
-Όχι, του απάντησα σταθερά. Τουλάχιστον δεν πιστεύω στον δικό σας θεό. Μπορεί ο Βούδας να είναι καλύτερος θεός. Ακόμα καλύτερος ο Δίας.
-Σε έναν άλλο θεό; Έσκυψε ως Αριστοτέλης προς το δεξί μου ώμο συμβουλευτικά, τότε κατάλαβα πως με σεβόταν και πάντα ήμουν συμβατικός απέναντί του, επειδή καταλάβαινα την παραδεχτικότητα του να μην μπορεί ν αλλάξει τον κόσμο και παρέμενε στα καθεστώτα και από τότε δεν του ξαναφίλησα ποτέ το χέρι, νιώθοντας πως ήταν μια υποκρισία ή κάτι άλλο, γιατί να φιλάμε το χέρι του παπά; Ακόμα και του Παπαφλέσσα αυτού του οργισμένου επαναστάτη, που είχε αρχίσει να με συναρπάζει με την φλογερότητα του, κάνοντας ήδη την Ιστορία της Ελληνικής επανάστασης στο σχολείο, στην Πέμπτη τάξη πια, άριστος μαθητής ενός εξαίσιου δάσκαλου που έπαιζε στα δάχτυλά του την εξουσία του, ντυμένος πάντα με τη γραβάτα και τα κουστούμια που τα σιδέρωνε επιμελώς η χοντρή γυναίκα του αλλά τι άλλο θα ήταν η ζωή μου χωρίς τον Παπαφλέσσα και τον Κολοκοτρώνη που δεν τον μίσησα ή δεν τον αγάπησα ποτέ σαν τον Κανάρη μα δεν έφταιγε ο Γέρος του Μωριά, μόνο, για όσα συνέβηκαν τότε και ίσως ο Μάρκο Μπότσαρης να γινόταν πιο αρεστός με τον ξαφνικό του θάνατο, άραγε πόσα πράγματα να έρχονται στο νου κινώντας αυτές τις μνήμες και αργότερα ούτε τον Αντρούτσο θα συμπονούσα σαν αίτιο του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Στερεοελλαδιτών και Πελοπονήσιων με ανάμεσό τους τον αντιπαθητικό στη φάτσα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, και το βδελυρό, όπως έλεγαν, Κωλέττη, και εξίσου μεγάλη κόντρα αναπτύχτηκε δυο σημαντικές στιγμές μεταξύ εμένα και του Γιώργου Καραδήμου που σπούδαζε ήδη στην Ακαδημία, που είχε φιλοτεχνήσει ένα σκίτσο ίσως του Γεννάδιου, ή με μολύβι και ο Τούμας το είχε κρεμάσει σαν πρότυπο στον τοίχο της αίθουσας να το βλέπουμε όλα τα παιδιά σαν υπόδειγμα ζωγραφικής, δε λέω, είχε έναν καλούτσικο τρόπο σκίασης, μα αχνό, σαν μια αντιγραφή και δεν τον παραδέχτηκα σαν ζωγράφο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, παρά μόνο ένας φτωχός εισαγγελέας, αυτός ένα τεράστιο μέγεθος της φωνής, έψελνε ήδη στην μητρόπολη παρέα με τους Δεσποτάδες αλλά μέχρις εκεί, τίποτε άλλο μια καρικατούρα, ενός γνήσιου Καραδήμου που έκανε παρέα με τον Νικηφόρο Τάτση και τον αδερφό μου τον Σωτήρη Πλιάτσικα, ξεσπώντας ή χαραμίζοντας ατέλειωτες ώρες σε ανέκδοτα και ανούσιες ιστορίες και ήταν και ο Θόδωρας του Κώσταγιάνη, μια παράδοξη ιστορία ενός μελιστάλλακτου έφηβου που συντάραξε αργότερα το Άγριο με την αυτοκτονία του, και ο δε Νικηφόρος, παράξενη μορφή, που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, ρεπόρτερ και τα λοιπά, απάρτιζαν κάτι από τα ινδάλματα των νέων του Άγριου, μεταξύ αυτών και τρεις γυναίκες, πανέμορφες συνομίλικες, την αδερφή μου Έφη, την Γιαννούλα Καραδήμου και την Αγαθή του Τάτση, έτσι που μια μέρα συνέλαβα τον Αντώνη στο δάσος να ακολουθεί την Γιαννούλα, πανέξυπνη γυναίκα που χαραμίστηκε με κάποιον που δεν της έπρεπε, κόρη του παπά, μελαχρινή, και ο Αντώνης που ήδη είχε μεγαλώσει η πόσθη του να την ακολουθεί στο δάσος κάνοντας άσεμνες κινήσεις με το μπράτσο του, την έχω ακριβώς αυτή την εικόνα καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, στην ασπρούλα συκιά του θείου που σπάνια πήγαινα επειδή ήταν απαγορευτικό να κλέβεις, στο Άγριο οι κλέφτες τιμωρούνταν με δυο ημέρες στο κατώι και αξίζει εδώ να πω, πριν αρχίσει ο μεγάλος μου έρωτας με τη Λεφτερία από το γένος των Μπαβαραίων που μας θεωρούσαν παρακατιανό σόι, αλλά εμάς μας άρεσε πολύ να κοιταζόμαστε στα μάτια και να πιανόμαστε από τα χέρια όταν συναντιόμασταν.

 

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΦΥΊΕΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΊΖΟΥΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΟΥΣ

 


Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κριτικές για μικρές θεατρικές παραστάσεις ή μιλώντας από καθέδρας για την τοπική αθλητική ομάδα. Κάποιοι προχειρογράφοντας, έχουν αποκτήσει σπίτι στην Καραϊβική, αφήνοντας καθ οδόν πίσω τους, επιρρήματα που σφύζουν από ενέργεια, ξύλινους χαραχτήρες και ελεεινές προτάσεις στην παθητική φωνή. Άλλοι απεραντολογούν σε ποιητικές βραδιές με ελεύθερη συμμετοχή, φορώντας μαύρο ζιβάγκο και τσαλακωμένο χακί παντελόνι. Εκστομίζουν στιχουργήματα για τα «οργισμένα λεσβιακά μου στήθη» και το «γερτό στενοσόκακο που κραύγασα τα όνομα της μητέρας μου».
Τάδε έφη ο Στίβεν Κινγκ στο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗς-ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑς ΤΕΧΝΗς,που είναι όντως ένα ωραίο βιβλίο, χρήσιμο, ιδιαίτερα για Νεοέλληνες συγγραφείς και συγγραφάρες γυναίκες.
Αυτά πέρα από την Αμερική και μάλιστα από έναν συγγραφέα που δεν τον έχουν και σε καμιά περίοπτη θέση οι Έλληνες κουλτουριάρηδες. [Τελικά αυτή η ατέλειωτη Σαββοπουλοκουλτούρα δε λέει να τελειώσει στην Ελλάδα]. Μίλησα σε κάποιον φίλο με τέτοια χαρακτηριστικά και πέταξε τα χείλη του έξω, αντίθετα με μένα, που σαφώς είμαι σκληρότατος στις κριτικές μου, που βρήκα καταπληκτικό το συγκεκριμένο βιβλίο του. Είναι ένα δείγμα πως μπορεί να γράφει κανείς μεγάλα νοήματα χωρίς να χάνεται σε αοριστολογίες, με απλές, κατανοητές λέξεις. Να λέει δηλαδή τα πράγματα με τα όνομα τους στην τέχνη του γραψίματος. Αυτό, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς το καταφέρνουν σήμερα. Να γράφουν απλά αλλά χωρίς να μπουρδολογούν. Θα μου πεις, βέβαια, ποιοι Έλληνες συγγραφείς και σε ποιο κοινό αναφέρεσαι και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί συγγραφείς στη σημερινή Ελλάδα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι θα έχεις δίκιο.Ούτε συγγραφείς έχουμε, ούτε αναγνωστικό κοινό. Εδώ έχουμε μεγάλο συγγραφέα τον Τατσόπουλο και την Λένα Μαντά και μ αυτούς πρέπει ν ασχολούμαστε. [Λογικά θα υπάρχουν κάποιοι «κρυμμένοι» με βάση το νόμο των πιθανοτήτων που θα τους «ανακαλύψουμε» αργότερα-όταν θα έχουν σβήσει την άθλια ζωή τους.]

Αλλά παραδεχόμαστε πως όντως υπάρχουν κακοί συγγραφείς που αποτελούν τη βάση στη σχετική πυραμίδα που ισχύει σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο, σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω απ όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, ο Φόκνερ, οι Γέιτς, ο Μπέρναντ Σο. [Σημειώνει μόνο αγγλόφωνες μεγαλοφυΐες!] Είναι οι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που για να τον κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να τον κατακτήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητες μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή [τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο] συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν με το πρότυπο μιας εποχής.
Φυσικά και δε συμφωνώ σε πολλά με τον Κινγκ,-ας πούμε δε θεωρώ τον Φόκνερ μεγάλο συγγραφέα- τα περισσότερα όμως είναι σαφέστατα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου με δύο θέσεις που και οι δύο είναι απλές. Η πρώτη είναι ότι το καλό γράψιμο συνίσταται στο να κατέχεις τέλεια τα βασικά [λεξιλόγιο, γραμματική, στοιχεία ύφους] και κατόπιν να γεμίσεις το τρίτο επίπεδο της εργαλειοθήκης σου με τα κατάλληλα εργαλεία. Η δεύτερη είναι ότι, ενώ είναι αδύνατον ένας κακός συγγραφέας να γίνει επαρκής κι ενώ είναι εξ ίσου αδύνατον ένας καλός συγγραφέας να γίνει σπουδαίος, είναι δυνατόν, με πολλή σκληρή δουλειά, αφοσίωση και έγκαιρη βοήθεια, ένας απλώς επαρκής συγγραφέας να γίνει καλός.
Όπως έχουμε αντιληφθεί ο Κίνγκ ξεχωρίζει τους συγγραφείς σε κακούς, καλούς και μεγαλοφυΐες.
Στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους μεγαλοφυΐες και ξεχνούν πως οι μεγαλοφυΐες το αγνοούν.



 

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

ΈΡΧΕΣΑΙ Ή ΦΕΎΓΕΙΣ; 2

 


Μονοπάτια βρίσκεις πολλά
στη ζωή. Δρόμους μεγάλους ν ανοίγονται, λίγους κι οι
λεωφόροι είναι πάντα κλειστοί
για τους φτωχούς.
Με μια βαλίτσα στο χέρι,
έξι το πρωί τι ψάχνεις στο
σταθμό Λαρίσης;
Έρχεσαι ή φεύγεις; Φεύγεις βεβαίως.
Σάπια παπούτσια, σκονισμένες φωνές γύρω σου,
λαθραία τσιγάρα-λαθραία και η ζωή. Και μόνο κάτι
μαύροι παίζουν μπάλα εξι η ώρα το πρωί στις παιδικές χαρές,
ενώ οι άλλοι κοιμούνται κατάχαμα. Στο τσιμέντο.
Τι τους νοιάζει;

Πάντα οι σταθμοί όριζαν τη ζωή μας. Δρόμους βρίσκεις
πολλούς στο σταθμό Λαρίσης Παίρνεις έναν και φεύγεις.
Γιατί Λαρίσης όμως; Δεν το ψαξα και δεν το βρήκα αυτό
το μονοπάτι. Πάντως μια ευτυχία υπάρχει αφού λείπουν οι
ταρίφες. Οι περισσότεροι με σκουντουφλισμένα τα μάτια.
Μια παρέα Γερμαναράδων τρεκλίζουν με τις πρωινές μπύρες
στο χέρι. Τους κοιτάω, ενώ σκέφτομαι πως είναι μια αυταπάτη
πως θα ταξιδέψω πάλι. Απο αυτόν τον νοσταλγικό σταθμό θα
πάρω ένα τρένο για την Σαλονίκη. Αλλά τίποτε τώρα δεν είναι
όπως παλιά. Παλιά που έφευγε το τρένο, έφευγες κι εσύ,
Μοσχολιού κι ο κόσμος όλος μια σταλιά. Μες το μυαλό σου
ένα τρένο. Το τρένο της φυγής.

Έρχεσαι ή φεύγεις;



 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ

 

 


Είστε κορόιδα όλοι, δεν υπάρχει σύνταγμα στην Ελλάδα. Οι νόμοι καταστρατηγούνται ανάλογα της μιας ή της άλλης ολιγαρχίας που διοικείται από εξωτερικούς παράγοντες. Τα πρόσωπα της φτηνής εξουσίας τύπου Μητσοτάκη, Τσίπρα, Καραμανλή κλπ, διοχετεύουν αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης με γνώμονα την επιδίωξη να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Κανένα ενδιαφέρον δεν έχει ποιος θα διαχειρίζεται το τηλεοπτικό μενού, τα πρόσωπα ούτως ή άλλως θα είναι περίπου τα ίδια. Εδώ ο κόσμος καίγεται και η μαϊμού χαϊδεύεται. Ας αφήσουν ελεύθερη την διεκδίκηση των μέσων ενημέρωσης όπως μπορεί να λειτουργήσει η αγορά χωρίς να θεωρούν αυτό το μεγαλύτερο γεγονός που απασχολεί τον Ελληνικό λαό. Προς το παρόν δε φαίνεται κανένα φίμωμα του τύπου, τα ραδιόφωνα, οι εφημερίδες, το διαδίκτυο λειτουργούν και ο καθένας μπορεί να λέει και να γράφει τη μπούρδα του. Το πρόβλημα του Ελληνικού κόσμου είναι αλλού. Μην είστε κορόιδα, δεν υπάρχει σύνταγμα στην Ελλαδίτσα. 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

δυσκολία

 



Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ
[Διαβάζοντας ένα κείμενο του άθλιου
Τσβάιχ για τον άθλιο Νίτσε.]
 
Ω, η απίστευτη μοίρα των ανθρώπων που
αγάπησαν όσο λίγοι την αλήθεια.
Δεν υπάρχει κανείς για να τον ακούσει,
κανένας να του αποκριθεί
Να του απευθύνει το λόγο
και το πιο τρομερό, ναι Στέφαν Τσβάιχ
κανείς δεν τον ακούει. Δεν είναι φριχτό;
Απομόνωση, μοναξιά ανελέητη
χωρίς φως, χωρίς θεό
πέρα και πριν από το χρόνο.
Ο Νίτσε
Μόνος στη σκηνή του πεπρωμένου
μόνος στο απόλυτο κενό -θανάσιμη τέχνη.
Μόνος με τον εαυτό του
Ένας κόσμος τεράστια άδειος
Άναρθρες κραυγές του πνεύματος
πέρα απ το χρόνο και τον κόσμο
Ακατανίκητη έλξη του θανάτου
νικημένος από τη σιωπή του κόσμου
Tίποτα από όσα αναστατώνουν το πνεύμα
σαν κάποιος που ζει από καιρό μόνος,
ν αλλάξει την ιδέα της γνώσης.
Ποτέ στο δρόμο του ένας χαιρετισμός
-κανείς μας δεν είναι έτσι.
Δηλητήρια και φάρμακα, νεύρα τεντωμένα
το Χλωράλ κυκλοφορεί με τις φούχτες
Σορέντο, Τορίνο, Μάρινμπαντ
τρώγεται από τον εαυτό του. Κόσμοι νεκροί.
Ουδείς.
Εγκατάλειψη, φτώχια, παγερό γκρίζο.
Άρρωστος μια ζωή, αϋπνίες, φριχτές κραυγές
[Την αιώνια ζωτικότητα όχι την αιώνια ζωή
καταραμένος να σκέφτεται αδιάκοπα.
Κάθε μεγάλος σπρώχνεται, πιέζεται, μαρτυράει
Μέχρι που διπλώνεται μέσα στη μοναξιά του.]
[ποίηση Κώστα Πλιάτσικα.]

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΆΡΧΗς ΛΙΑΠΚΙΝ

 

 


Βγήκα στο δρόμο, τίποτα σπουδαίο δεν είχα στο μυαλό μου.
Ψιλόβροχο, κρύο να ξυρίζει την ψυχή. Που να πήγαινα; δεν
είχα κανέναν προορισμό- μα και ποιος είναι ο προορισμός του
ανθρώπου; Στη δεξιά μασχάλη μου κρατούσα τον Συνταγμα-
τάρχη Λιάπκιν, του Μιχάλη Καραγάτση. Το ξαναδιάβαζα μετα
απο χρόνια πάλι και σκέφτηκα πόσο διαφορετικό είναι τώρα το
διάβασμα. Σαν παιδί με τραβούσε η περιπέτεια των ηρώων
περισσότερο, να δω τι θα γίνει, να φτάσω στο τέλος. Τώρα δε με ενδιαφέρει αυτό, μελετάω σελίδες, αποσπάσματα, εξετάζω τη
γλώσσα, ξεκρίνω τη φιλοσοφία του συγγραφέα,
 κρατάω
σημειώσεις-πάντα το έκανα αυτό- τα βιβλία που δεν έχουν
σημειώσεις μένουν αδιάβαστα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, να
προφυλάξω τον Καραγάτση περισσότερο, κατέβαινα την
Καλλιδρομίου προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δε βιαζόμουν,
πήγαινα αργά, άνοιξα το βιβλίο στη μέση του δρόμου. "Το φως σκορπίστηκε παντού, η γη τίναζε πάνωθε της τις μολυσμένες
πνοές της νύχτας και ξυπνούσε απλή, λιτή, αγνή, ενάρετη και
τίμια γόνιμη. Πάνω από τις στέγες της Φιλιππούπολης ανέβαιναν
καπνοί σταχτογάλανοι, τα λελέκια κροτάλιζαν τα μακριά τους
ράμφη."
  Διάβασα μια -δυο τυχαίες φράσεις, κοίταξε, λέω τι
περιγραφές έκανε. Το κλεισα να προχωρήσω γιατί ένα αυτοκίνητο κορνάριζε, κάποιος βιαστικός- με το δίκιο του ο άνθρωπος, δεν
διαβάζει στη μέση του δρόμου ο κόσμος- και οι λίγοι περαστικοί
είδαν αστείο το γεγονός. Δεν έδωσα άλλη σημασία, συνέχισα το
δρόμο μου και βρήκα προορισμό στο τέρμα της Καλλιδρομίου,
σε ένα παλιό καφενείο. Χώθηκα εκεί, κάθισα σε ένα τραπέζι.
 
Ψυχή δεν είχε μέσα. Περίμενα κάποιος να εμφανιστεί, άναψα το
τσιγάρο μου, πέρασαν τρία-πέντε λεπτά. Τίποτα, κανείς. Χτύπησα παλαμάκια, κοίταξα στο βάθος, μπα, λέω θα έχει πάει καμιά
εξωτερική παραγγελία, ο καφετζής. Το τσιγάρο τελείωνε, άναψα
δεύτερο και ξανασκέφτηκα πως δεν είχα προορισμό σ αυτή τη ζωή.
Και εξάλλου, άμα είχα γίνει γιατρός και γιάτρευα τις πληγές των
ανθρώπων ή των ζώων και των φυτών, κάτι πήγαινε κι ερχόταν.
Ή παπάς που μου λεγε μικρόν η μάνα μου, να τους ξομολογάω
και τέλος πάντων, κάποιο ωφέλιμο επάγγελμα. Κι έτσι
ανεπάγγελτος που γράφει η ταυτότητα μου, τι να κανα;
Ξαναχτύπησα παλαμάκια κι αντήχησαν πολλά στο άδειο καφενείο. Σηκώθηκα, πήγα στο βάθος, δε φώναξα-κατάλαβα πως δεν υπήρχε
κανείς. Είδα το βαρέλι με το κρασί, άνοιξα τη βρύση, έβαλα ένα
μσόκιλο. Πήγα στο τραπέζι μου, γέμιζα το ποτηράκι και το έπινα.






Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΤΈΣ Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΤΤΗΜΈΝΟΥς;

 

 


Χωρίς ανθρώπους ο θεός είναι άχρηστος, τα ζώα δεν έχουν φτιάξει θρησκείες.

.. αυτοί που κυβερνούν τον κόσμο είναι θεοφοβούμενοι και αν θες θεόπληκτοι. Ποτέ ένας άθεος δεν υποκρίνεται. Άρα δεν πηγαίνει σε εκκλησίες, δεν ανάβει καντήλια κλπ για οποιαδήποτε εξουσία.Οι περισσότεροι ηγέτες πάνε με τον κόσμο για να τα έχουν καλά μαζί του και με τον θεό του.

Εδώ ταιριάζει αυτό που σκέφτηκα για αύριο: δε με νοιάζει ότι κι αν συμβεί,θα κοροϊδεύω τον χρόνο-θάνατο,αφήνοντας τα ίχνη πίσω μου.

Και το καλύτερο! θέλω να είσαι εδώ και να μην είσαι!

Και το παράξενο είναι, πως και γιατί οι άνθρωποι συνεργάζονται-σου φαίνεται απλό αλλά δεν είναι.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνονται μεταξύ τους-απλά συνυπάρχουν μόνοι τους.

Όταν ξεκινάς για κάπου πρέπει να ξέρεις τι θα βρεις;

Έχετε ανθρώπους που σας αγαπάνε;

Η αγάπη είναι ένα οφελιμιστικό είδος. Έχει να κάνει περισσότερο με το πάρε-δώσε. Δεν αγαπάμε τίποτε, πέρα και έξω από αυτό. Μπορεί μα μη σας βολεύει αλλά έτσι είναι.

Εγώ νομίζω, πως όποιος κατορθώσει να έχει τις λιγότερες πληγές στο σώμα του θα επιβιώσει.

Δε μ αρέσουν αυτά και τα δυο: η ψυχή είναι φθαρτή, το σώμα άρχει της νόησης. Στην ουσία δεν υπάρχει ψυχή, απλά υπάρχει ένας εγκέφαλος.

Το πρόβλημα των ανθρώπων που ξέρουν πως θα πεθάνουν είναι μοναδικό βίωμα κακίας.

Απόψε δε θάρθει κανείς να μας δει. Θα μείνουμε μόνοι στο σκοτάδι.

Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως δεν τους αξίζει ο σύντροφος που έχουν!

ΠΡΟΣΌΝΤΑ ΕΝΟς ΔΊΚΑΙΟΥ ΆΝΤΡΑ.

Ελεύθερος, απολιτικοποιημένος, ανήσυχο πνεύμα, χωρίς παράλογες συμπεριφορές.

Δύσκολες ιδιότητες, σπάνια προτερήματα: γενναίος, δίκαιος στην όψη και την τομή του λόγου. Μεγάλα ψυχικά χαρίσματα, ανιδιοτέλεια. Εκτίμηση της φιλίας, τιμή και σεβασμός στη γυναίκα.

Αλτρουιστική συμπεριφορά, μεγαλοθυμία, σκληρότητα αποφάσεων, ενίοτε διπλωμάτης, πράγμα δύσκολο για τον χαρακτήρα του. Υποστηρικτής των αδυνάτων, όχι φιλάνθρωπος με την ψεύτικη ετικέτα του καπιταλισμού.

Ηδονισμός, χαμόγελο νεότητος, ακραιφνής, ρηξικέλευθος, ειρωνικός με τους απέναντι ευρισκόμενους που χλευάζουν. Η επανάσταση του είναι διαρκής και η γεναιοδωρία μαζί με την απλοχεριά, σπάνια προτερήματα. Συνεπής, άρχοντας.

Ευελιξία, αθλητισμός με προσοχή στο σώμα και στο πνεύμα.

Υπάρχει κανείς;

Θα εκμηδενίσω τη φιλοσοφία, να σκεφτόμαστε όπως χτες.

Ε, τώρα! μου επιτρέπεις να πω πως λες βλακείες! ποιον απλό κόσμο βρε; σου είπε κανείς ότι εγώ είμαι ο απλός κόσμος; ίσα-ίσα το αντίθετο. Μιλάνε μια ξένη γλώσσα προς εσένα και είναι φυσικό. Θα γελάσουν με τις θέσεις σου και θα πουν άσε το παιδί έχει δίκιο. Μην τρομάζεις, απλά δεν τα διδάχτηκες. Δεν ξέρεις τι είναι ο Μπέρκλει, δεν μελέτησες τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Πούλιτζερ, δεν στάθηκες στον Έκο,δεν διάβασες και προσπαθείς μόνος σου επειδή άκουσες πέντε αρχαιοελληνικά ονόματα να βγάλεις συμπεράσματα. Όταν δεν έχουμε μελετήσει νομίζουμε πως ο κόσμος είναι αυτός που λέμε εμείς. Δυστυχώς ο κόσμος της επιστήμης και της φιλοσοφίας, η μελέτη, όλων όσων είπαν αυτοί, είναι απαραίτητη για να μπορέσεις να εξάγεις καινούργια συμπεράσματα.

Με τους νικητές ή με τους ηττημένους;

Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνεις ή τι θέλεις. Κάνεις ότι θέλεις ή ότι πρέπει;

Καμιά φορά, δε θέλω τίποτα. Και τότε είμαι ελεύθερος.

Τα δέντρα μεγαλώνουν μόνα τους. Τα παιδιά μας όχι.

Να μια αδικία απαρχής.

Ακούστε μάγκες, σ αυτή τη ζωή όση ποίηση και να γράφεις, άμα δεν έχεις τύχη θα τρως κάθε μέρα μακαρόνια αστέγνωτα.

Ε, ναι, είναι αδιαμφισβήτητο, μετά την πτώση της αρχαίας Ελλάδας στους Ρωμαίους ουδένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος υπήρξε. Πάντα υπό τις επιρροές των μεγάλων δυνάμεων. Δυστυχώς. [Εν τέλει, κάποιες μικρές εκλάμψεις, βεβαίως υπήρξαν.]

Αν καμιά φορά φοβάσαι τον θάνατο, ή τους ανθρώπους, μάθε πως οι δεύτεροι είναι χειρότεροι.

Ας σκεφτούμε καλύτερα. [Δε θα μιλήσω γι αυτούς που δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους.] Είμαι ακαταλαβίστικος, είπαν οι πολλοί. Και κερδίζει πάντα η πλειοψηφία.Σε έναν κόσμο τρελό, καλά είναι και ένας μόνος του.

Έχω μια απορία, από τις πολλές: αυτοί που κάνουν τατουάζ σ όλο τους το κορμί πως νιώθουν; Εμένα μου φαίνεται αρρωστημένο, δεν μπορώ να τους καταλάβω, διάσημους και μη. Δηλαδή με την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου ή και αντίθετα άντρα, που έχει στιγματίσει έτσι το κορμί του, την ύπαρξη του, πως να κάνεις σεξ;

Είναι ομοφυλόφιλος ο Ροζ Πάνθηρας;

 

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

ΑΝ ΔΑΓΚΏΣΩ ΈΝΑ ΜΉΛΟ

 


Μια πιατέλα με φρούτα, -στην άκρη, δεξιά στο παλιό, ξύλινο τραπέζι- μήλα πορτοκάλια, σταφύλια, δεξιά κι αριστερά από ένα λεμόνι. Ωραίο λεμόνι! Κίτρινο, αφράτο, ζωντανό. Μου αρέσουν τα λεμόνια, πάντα προσέχω να υπάρχουν εδώ κι εκει. Τα σταφύλια άσπρα, ασπροπράσινα, να κάνουν αντίθεση με το κόκκινο του μήλου και το κίτρινο των πορτοκαλιών. Ξανατοποθετώ τα φρούτα με περισσή φροντίδα, τα ραντίζω με λίγο νερό, να φαίνονται δροσερά, κατευθείαν κομμένα απ τα δέντρα του κήπου.
Στο κέντρο του τραπεζιού ένας μπρούτζινος μαστραπάς γεμάτος κόκκινο κρασί να ξεχειλίζει. Ξεχασμένος εδώ απ τον καιρό του παππού, από άλλη εποχή- ο χρόνος ζωγραφίζεται πάνω του. Μια μεγάλη κυλίδα απλώνεται, δίπλα στα δυο επίσης μπακιρένια ποτήρια, παλιού καιρού με χερούλι. Αριστερά το μεγάλο αφύσικα ανθοδοχείο, γεμάτο Χρυσάνθεμα. Τα μοβ λουλούδια ταιριάζουν πολύ όμορφα με το σκούρο πράσινο των φύλλων. Χαϊδεύω τα Χρυσάνθεμα, αυτά μόνο και νομίζω πως κάτι λείπει. Α, ναι, το πήλινο πιάτο με το ψωμί. Κόβω το μισό ψωμί φέτες, μαύρο ψωμί, πολυκαιρισμένο, σχεδόν έχει μουχλιάσει. Να φαίνεται σε μερικά σημεία το κυανούν υπόχρωμα της μούχλας και μ αυτά λέω να τελειώσω τη σύνθεση. Θα μου πεις ψωμί χωρίς φαί γίνεται; Γίνεται. Και το κρασί σκέτο; Αν δαγκώσω ένα μήλο και το αφήσω μισοδαγκωμένο στην πιατέλα θα δηλώσει παρουσία. Ποιος δάγκωσε το μήλο;. Το πιάνω στο χέρι μου και μετανιώνω. Το ξαναβάζω στη θέση του. Όχι δεν πρέπει να δηλώσω παρουσία ή τουλάχιστον μια τέτοια παρουσία. Αν έβαζα εκεί δίπλα στο ποτήρι το τσιμπούκι μου να καπνίζει; Θα φαίνεται ο καπνός ν ανεβαίνει και τότε τι σόϊ νεκρή φύση θα γίνει; Όχι. Κοιτάζω προς τη βιβλιοθήκη, ωραία ιδέα, λέω και πιάνω έναν χρυσόδετο τόμο. Στέκομαι και εξετάζω που μπορώ να τον τοποθετήσω. Σηκώνω το ένα ποτήρι και τον βάζω από κάτω του. Ωραία! Βιβλίο και κρασί, αυτό είναι, νομίζω πως είμαι έτοιμος. Χαμηλώνω το φωτισμό, να εξομοιωθούν οι αντιθέσεις στις σκιές, το χαμηλό φως κρύβει λίγο την ασχήμια των πραγμάτων. Έτσι είναι πιο ωραία. Μπορώ τώρα να φωνάξω τον ζωγράφο ν αρχίσει τη δουλειά του. Εγώ τέλειωσα τη δικιά μου.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

ΠΟΡΤΟΚΑΛΈΝΙΑ

 


Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
και άλλες γράφοντας με κιμωλία
λόγια παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
ή άλλα λόγια του Ιουλίου
Αλλιώς οι αναγραμματισμοί του: ΩΡΕΣ, ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΡΙΝΑ, ΙΌΛΗΣ; ΑΘΑΝΑΣΊΑ, ΕΛΎΤΗΣ! Ξαναμελέτησα όλο το ΑΞΙΟΝ ΕΤΣΙ και άκουσα τη μουσική του Μίκη, μετά από χρόνια. Αν δεν είχε κι αυτή τη μεταφυσική, τους δαίμονες που τον πλήγωναν, Εβραϊκές ταυτότητες και επικλήσεις της παναγίες κλπ, θα ήταν καλύτερος αλλά δε θα έπαιρνε το Νόμπελ.
 
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά. Το είπε κάποιος που δε θυμάμαι τ όνομα του. Ψέματα. Είπε κι άλλα αυτός που πέθανε τριάντα επτά χρονών, Εγώ ζω ακόμα, είμαι εξήντα εφτα μισο και "οι συννεφιές μαζεύονταν πάνω στο πέλαγος το φτιαγμένο από τα καυτά δάκρυα μια αιωνιότητας". Το μόνο που δεν καταλαβαίνεται είναι η ομοφυλοφιλία του, ο καταραμένος τρόπος από έμπορος όπλων μέχρι ποιητής. "Πορτοκαλένια χείλη, νερά και θλίψεις ανεβείτε και δώστε ζωή στους κατακλυσμούς" Ακαταλαβίστικος. Ξαναδιαβάζω την κριτική του Υβ Μπονφουά για το ΜΙΑ ΕΠΟΧΉ ΣΤΗΝ ΚΌΛΑΣΗ, χωρίς να έχει αγαπήσει γυναίκες!, χωρίς πατρίδα,, "περιμένω να γίνω ένας πολύ κακός τρελός" και ούτως ή άλλως υπάρχει ένας κόσμος του που όσο και να τον ψάχνεις δεν μπορείς μα μην αγαπήσεις τον αυθρμητισμό του ποιητή.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

ΌΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Ο ΔΡΌΜΟΣ

 


Έχω ένα χωριό και πηγαίνω μερικές φορές το χρόνο να δω τους ανθρώπους μου. Λίγοι έχουν απομείνει εκεί, άνθρωποι με πολλές μνήμες από τον πόλεμο. Χτές πήγα και μόλις έφτασα, πάρκαρα τη σακαράκα μου στο κτήμα και πήγαινα με τα πόδια για το σπίτι. Έτσι έκανα γιατί η μάνα μου άκουγε το βου, αυτοκινήτου κι έβγαινε στη ράχη, σφουγγίζοντας τα χέρια στην ποδιά να με καλωσορίσει. Αυτή τη φορά ήθελα να της κάνω έκπληξη. Έλα όμως που ο δρόμος όλο και μάκραινε! Περπατούσα και περπατούσα και τελειωμό δεν είχε. Τι δρόμος ήταν αυτός; Εγώ ποτέ δεν τον θυμόμουν έτσι; Κάπου πιο πέρα, συνάντησα το Σωτήρη κι αφού χαιρετηθήκαμε, τα λέγαμε βαδίζοντας. Μου φάνηκε πιο νέος, σαν όπως τότε που ήταν παιδί και παίζαμε μπάλα. Έτσι, είμαι κι εγώ; τον ρώτησα. Ναι μου απάντησε κι εγώ απόρεσα. Ύστερα, μετά από λίγο, αυτός έστριψε για τον κάμπο. Γεια, είπε θα τα ξαναπούμε και χάθηκε από τα μάτια μου. Ο δρόμος δεν τελείωνε, τα βράχια συνεχίζονταν, πουθενά το χωριό. Έκοψα ένα κλωνάρι σκίνο-τι ωραία που μύριζε! και εκεί ήρθε δίπλα μου, χαμογελαστή η πρώτη κοπέλα μου, η Αντωνία. Ήταν πολύ όμορφη, ξανθιά, καλοσυνάτη, λυγερόκορμη. Με φίλησε στο μάγουλο, την φίλησα στα χείλη. Ταχύναμε το βήμα να φτάσουμε στο σπίτι μου. Εκεί πήγαινε κι εκείνη, ήθελε να δει τη μάνα μου. Φτάσαμε έξω το σπίτι, παλιό πάντα, χτυπημένο χρόνια από τους αγέρηδες. Η μυρουδιά, ψημένου κρέατος έσπασε τα ρουθούνια μας. Η μάνα μου μαγείρευε στον παλιό φούρνο, που είχε χτίσει ο πατέρας, χρόνια πολλά πίσω. Αλλά τώρα εκείνος είχε πεθάνει πριν αρκετό καιρό. Κατεβήκαμε τα λίγα σκαλιά, περπατήσαμε στην πλακόστρωτη αυλή, χωθήκαμε στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάρει θέση δίπλα στο τζάκι. Πήγαμε δίπλα της, την φιλήσαμε ο ένας από δω κι η άλλη από κει. Να σου γνωρίσω τη γυναίκα μου, της είπα, σα να μη γνωρίζονταν και η Αντωνία βρήκε ένα ρόδο που το φύτεψε στο αφτί της μητέρας μου, που ήταν λίγο απόμακρη. Ύστερα, βγήκα έξω στην αυλή. Πήγα στο φούρνο που τώρα, είχε μαυρίσει κι οι μυρουδιές του ψημένου άνηθου, είχαν εξαφανισθεί. Άνοιξα την είσοδο, κοίταξα μέσα. Μόνο στάχτη και κρύο. Τίποτα άλλο. Γύρισα μέσα στο σπίτι. Κανείς.
[Μικρά Διηγήματα του Κώστα Πλιάτσικα.]

 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

ΚΟΝΚΙΣΤΑΔΌΡΕς

 


 

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ Η ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ



Ήρθαν οι άλλοι κι έφυγαν

Έμεινε η πατημασιά του ήχου

Κι εγώ, μέσα του γυρόφερνα

Του σκιερού μεγάλου τοίχου.

Καθώς η μέρα τραβούσε το απόγευμα με το τσιγκέλι και ο ήλιος έσταζε τις τελευταίες φωτιές, στα πληγωμένα δέντρα, ορκιζόταν στους θεούς, πως δεν θα το ξανάκανε. Το έλεγε αυτό, σκυφτός με τις παλάμες γυρισμένες κατά πρόσωπο και νόμιζε πως δεν του αρκούσε: Μέσα του βαθιά, πίστευε το αντίθετο. Πως θα το ξανάκανε. Έτσι, ενοχλήθηκε με την ευκολία που τον απαρνιόταν ο εαυτός του. Γι αυτό θέλησε να του εναντιωθεί. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα κρέμασε στο δέντρο-δεν ήξερε, τι δέντρο ήταν και δεν τον απασχολούσε. Το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα,να τραβήξει το πιστόλι του και να τα πυροβολήσει.

Αυτά έφταιγαν για όλα !

Ή το κεφάλι ή τα πόδια.

Και πυροβόλησε.

Προς το σούρουπο, δυο άντρες με χλαίνες παλιές, ίσως από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στέκονταν πάνω από το πτώμα του. Κοίταζαν με δυσπιστία, μια τα κρεμασμένα παπούτσια, μια τον καταγής. Δεν είπαν τίποτα. Κοιτάχτηκαν μόνο, σε κοντινό πλάνο, έσμιξαν τα φρύδια, σήκωσαν τους ώμους κι έφυγαν. Τι τους ένοιαζε αυτούς;

Είχε γνωρίσει μια γυναίκα.
Που την είχε γνωρίσει; Δεν θυμόταν.
Ξεκίνησαν για ένα ταξίδι. Κάπου τους περίμεναν να τους κάνουν έξωση. Ένας ήταν γνωστός ηθοποιός που έκανε τον μπάτσο. Υπογράφει ότι θα πληρώσει μετά από δέκα χρόνια. Ύστερα πηδάει αυτήν που γνώρισε στον δρόμο, σαν άλογο κι αυτή μοιάζει με φοράδα. Δεν χορταίνουν.
Μετά, βρίσκονται σε φιλικό σπίτι-αδερφού, γαμπρού, ίσως πεθερού κ.λ.π. Πάνε επίσκεψη κι αυτός ρωτάει, γιατί πήγαν εκεί και ξαφνικά, παίρνει το μηχανάκι να πάει κάπου αλλού.Τρέχει, περνάει βουνά και καταράχια και σαν παίρνει αυτό που ήθελε, βιάζεται να γυρίσει πίσω. Παθαίνει βλάβη, σαν να μην έχει βενζίνη, σταματάει, κοιτάζει πίσω του και βλέπει να λείπει το μισό μηχανάκι. Γυρίζει σε μια πλατεία-τα παιδιά έχουν προλάβει και αποτρώνε τα τελευταία σίδερα από το μηχανάκι του. Αφού τους δίνει μερικά χαστούκια, κοιτάζει τα μισοφαγωμένα σίδερα αμήχανος.
Βάζει τα κλάματα. Τι να κάνω τώρα; Μονολογεί και βιάζεται. Βιάζεται πολύ να φύγει, πρέπει να τελειώσει τις δουλειές του. Πρέπει να δει και την γυναίκα, την Γεωργία που πήδησε στον δρόμο και κλαίει. Κλαίει πολύ.


Μπαίνει σε ένα μαγαζί μισοκλαμένος, σφουγγίζει τα μάτια και του λένε πως αυτό που ακούνε είναι ρέκβιεμ,-τι είναι ρέκβιεμ, ρωτάει και του απαντάνε, συναυλία. Είναι καμιά δεκαριά αυτοί που ακούνε. Ακούνε απαλή, ροζ μουσική, κόκκινη μουσική αλλά αυτός βιάζεται να φύγει, να πάει στον σταθμό για να πάρει ένα περίεργο τραίνο. Βλέπει το χώμα να φεύγει κάτω από τα πόδια του, όταν έρχεται το τραίνο και παρατάει την θέση του στις ράγες που κλείνουν πίσω του. Μέσα στο τρένο ήταν μια άλλη γυναίκα που έμοιαζε με την Γεωργία ή ήταν αυτή; Ήταν πολύ όμορφη η Γεωργία. Όμορφη κι απατηλή σαν άγγελος. Άγγελος στοργικός που του χαϊδεύει τα μαλλιά και στάζει μέλι από την μύτη. Ούτε που θυμάται που την γνώρισε, γιατί την γνώρισε και προσπαθεί να θυμηθεί την αρχή της γνωριμίας τους. Όσες φορές κι αν προσπάθησε, σκόνταφτε σε ένα κενό. Ένα κενό μνήμης και μετά, έλεγε στον εαυτό του ένα, <δεν πειράζει> και τελείωνε το πράγμα. Αλλά όταν ξεκίνησαν εκείνο το ταξίδι στην επαρχία, γνωρίζονταν καλά. Πολύ καλά. Προχωρούσαν και μιλούσαν στον δρόμο σα να ήταν από χρόνια ζευγάρι. Αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, έπειτα εκείνη τον έπιανε αγκαζέ και προχωρούσαν ξανά για κάπου. Το ταξίδι ήταν μακρινό αλλά η κωμόπολη πολύ κοντά και θα το ολοκλήρωναν με τα πόδια. Δεν τον πείραζε, δεν ένιωθε καμιά κούραση. Ίσα-ίσα, μόνο χαρά και αγαλλίαση. Τι χαρά ήταν αυτή! Να περπατάει με την γυναίκα των ονείρων του! Μέχρι και τις φακίδες που λάτρευε από παιδί, είχε φυτεμένες στα μαγουλά της και γύρω από την μύτη, που δεν έσταζε πια μέλι- το μέλι κυλούσε τώρα στο στήθος της, στις ρόγες κι αυτός το έγλειφε, ρουφούντας τις ρόγες σαν καλοκαιρινό άγουρο σταφύλι που τον έκανε να μισοκλείνει τα μάτια από το τσούξιμο. Όταν κατέβηκαν από το τρένο κατευθύνθηκαν προς ένα σπίτι, που, πράγμα περίεργο, έμοιαζε με κάποιο δικό του που είχε νοικιάσει από παλιά, από παλαιότερα, τώρα θαρρείς. Έβγαλε τα κλειδιά ν’ ανοίξει την πόρτα, μα δεν άνοιγε και η Γεωργία τον κοίταζε παραξενεμένη που δεν μπορούσε ν ανοίξει το σπίτι του. Του πήρε τα κλειδιά μέσα από τα χέρια, δίνοντας μια κλωτσιά, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον έσπρωξε μέσα έτσι που να πέσει και να γυρίσει ανάσκελα με ορθάνοιχτα μάτια να την κοιτάζει που στεκόταν με ανοιχτά πόδια στο άνοιγμα. Διαγραφόταν το μισάνοιχτο στόμα της, γεμάτο προσμονή γι’ αυτό που τόσο ήθελε κι εκείνος αλλά όταν τον σήκωσε από κάτω σαν πούπουλο και πέταξαν μπουφάν, τσάντες και ότι άλλο μπορούσαν στο χολ, όρμησαν στο σαλόνι και τότε τους είδαν. Ήταν καμιά δεκαριά και τους περίμεναν αμίλητοι γύρω από το τζάκι, [μα, δεν είχε τζάκι αυτό ο σπίτι..] κι ένιωσαν λίγη ντροπή που ήταν γυμνοί μπροστά σε τόσους ανθρώπους, που ήταν καθισμένοι σαν σε παλιά φωτογραφία. Ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα, ο πατέρας, τα παιδιά, δυο τρία ξαδέρφια και παραπέρα ο μπάτσος με το πηλήκιο μεσούντος του περασμένου αιώνος. Έμειναν κοκαλωμένοι να τους κοιτάζουν, πιο πολύ αυτός, γιατί η γυναίκα του-γυναίκα του ήταν;- δεν έμοιαζε να την νοιάζει και πολύ τώρα. Τι να την ένοιαζε; Δικό της ήταν το σπίτι; Δεν πα να έπαιρνε φωτιά… Κι αυτός τι να έκανε τώρα; Αφού ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, προσπάθησε να θυμηθεί, σε ποιες και πόσες ταινίες, είχε δει τον συγκεκριμένο ηθοποιό να κάνει τον μπάτσο. Δεν τα κατάφερε- πάντως ήταν γνωστότατος ηθοποιός και κάποτε θα τον θυμόταν. Προς το παρόν ο μπάτσος σηκώθηκε από την φωτογραφία, πήγε κοντά του και του έδειξε ένα επίσημο χαρτί, επικυρωμένο, χαρτοσημασμένο , όλα τα εις –μένο, με λογαριασμούς και τα τοιαύτα. Ήταν τα χρωστούμενα και η έξωση από το σπίτι και οι άλλοι, από την φωτογραφία τον κοίταζαν συνοφρυωμένοι, επιτιμητικά και πιο πολύ η γριά. Ο μπάτσος τον πήρε από το μπράτσο, συνωμοτικά και τον οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, για να είναι μόνοι τους γι’ αυτά που θα έλεγαν.

-Βλέπεις; Άνοιξε κάποτε το στόμα του, δείχνοντας του τα χαρτιά.
Αυτός δεν μίλησε, τι να έλεγε, τα ήξερε αλλά τώρα; Τώρα έτυχε, που είχε βρει την γυναίκα των ονείρων του; Προσπάθησε να του τα πει, να του εξηγήσει αλλά ο μπάτσος τον κοίταζε με στόμα ανοιχτό.

-Δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά που μου λες, του είπε. Εγώ δεν ξέρω από παιδιά που τρώνε σίδερα, ούτε τρένα που πετάνε στους ουρανούς. Βάλε εδώ μια υπογραφή να τελειώνουμε γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές.
Του δειξε που να υπογράψει, υπόγραψε με τρεμάμενο χέρι κι ο μπάτσος έφυγε.
Όταν γύρισε στο σαλόνι είχαν φύγει όλοι, λες και είχαν εξαφανιστεί. Μόνο η γυναίκα του τον περίμενε, μισοντυμένη, μισογδυμένη, τυλιγμένη με μια χλαμύδα ή ένα σεντόνι ή κάτι τέτοιο. Αρπαχτήκανε, σχεδόν καβαλλητά, βγήκαν στον δρόμο, γυμνοί, ημίγυμνοι, γύρω από το καφενείο και την γαμούσε καθώς προχωρούσαν. Ένιωθε μια απέραντη ηδονή που γαμιόντουσαν στον δρόμο χωρίς να τους βλέπει κανείς; Ή έκαναν πως δεν τους έβλεπαν; Γιατί, κόσμος περνούσε πολύς και κάτι αλάνια έπαιζαν και φωνασκούσαν. Αυτό έγινε βιαστικά και κράτησε πολύ,- σχήμα οξύμωρο,- σκέφτηκε και την ξανακαβάλλησε, κοιτώντας πέρα μακριά και είδε μια χλαίνη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κρεμασμένη σε ένα δέντρο, ακακία ή κάτι τέτοιο.Πάντως πλάτανος δεν ήταν. Στον ώμο της χλαίνης ήταν κρεμασμένο ένα παλιό Μ1

Προχώρησε κατά εκεί, η γυναίκα εξαφανίστηκε, πήρε το όπλο, σημάδεψε και πυροβόλησε, Δυό-τρεις μπεκάτσες πέσανε. Ένας άνεμος φύσηξε, τις πήρε μακριά, αφήνοντας μόνο τα μπαρουτοκαπνισμένα πούπουλα τους, γα γεμίζουν τον τόπο και τον ουρανό. Στην αρχή ήταν μπλε, μετά μόβισαν. Ύστερα έγιναν όλα κατακόκκινα. Γέμισε ο κόσμος κόκκινο.

Κι αυτός, έμεινε ακίνητος στη μέση του μεγάλου κόκκινου.



ΤΕΛΟΣ

 

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Ο ΚΡΌΤΟΣ ΤΩΝ ΛΌΓΩΝ

 



Μια γυναίκα στεκόταν στο μισοσκόταδο γυμνή.

Δύσκολο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, είπε η Μαριλένα, καθώς ο Τζον την κοίταζε από το φεγγάρι, νέος ήταν μπορούσε να πηδήξει από κει πάνω αλλά ο κόσμος ήταν το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της η Μαριλένα και η ανοησία του Ντικ, ή του Παναγιώτη και του Βασίλη, ίσως και η Αντωνία, καλοβαλμένη να πλησιάζει έναν-έναν τους εραστές του Τζον, δεν έχω έρεισμα, είπε και ο κρότος των λόγων έκανε στροφές για να περάσει από αυτό το ποτάμι, είναι αδύνατος ο μύθος, εγώ δεν είμαι για έτσι, στέγνωσε ένα πικρό ύφος, για να με κερδίσεις χρειάζεται να φας πολύ μέλι. Εγώ δεν είμαι για έτσι, υποννοούσε μια ιδιαιτερότηα ύπαρξης, πως δεν άξιζε να της συμπεριφέρονται ούτως οι άντρες ή και οι γυναίκες, αν την θεωρούσαν υποδιέστερη αλλά δεν μπορούσε ν αλλάξει την εικόνα, η εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε, τίποτε άλλο και παρα πέρα.
Ο Μπεν και ο Τζωρζ ήταν από το Μπέρμιγχαμ ο ένας χοντρός και ο άλλος υπόχοντρος, αδυσώπητοι χτυπούσαν ρυθμικά τα δάχτυλα τος στο ξύλο περιμένοντας με αδημονία το επόμενο. Το κεφάλι τους μετρούσε τον ρυθμό.
Βββ.
Κι αμέσως η Μαριλένα τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στο στήθος που ο Τζον το κατάλαβε σαν ερωτικό αντίκρισμα και θα ήταν καλύτερα ν αποχωρήσει απ τη σκηνή, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε. Σκοτείνιαζε οικειοθελώς. Πολλοί είμαστε μόνοι. Μόνοι, όταν χρειαζόμαστε άλλον έναν.
Τι κάνεις εκεί;
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, κοιτάω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ή πλέκω με τον άνεμο λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι μόνος σε έναν κόσμο που υπάρχουν πολλοί, είπε ο Ντικ και κανείς δεν του απάντησε και μόνο η Μαριλένα στεκόταν ακόμα γυμνή στο σκοτάδι που έπεφτε ραγδαία στους ώμους, στα χέρια και λίγο πιο κάτω από εκεί που ήθελε να μην υπάρχει η ντροπή, ίσως και η αγάπη, να είπες μια δύσκολη λέξη και είναι καλύτερα να μην πάει παρα πέρα ένας – ένας με μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ ο Μπεν και ο Τζωρτζ σταμάτησαν να χτυπούν τα δάχτυλα τους στο ξύλο και μουσικομανείς άνοιξαν τα αυφτιά τους ν ακούσουν όσαν ήθελαν να πουν, πάντα σε φόρμα. Ο Τζον και η Μαριλένα, άφησαν έναν πνιχτό ουρλιαχτό για την πεποίθηση τους πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτοί οι δυο να ενωθούν ποτέ, Γιάννη, είπε η Μαριλένα, καλύτερα να μείνουμε φίλοι, δεν πειράζει που με είδες γυμνή, εγώ δε σε είδα, αλλά μ αρέσεις, είσαι όμορφος, λάμπεις σ ένα σκοτάδι που υπάρχω εγώ, εγώ και οι άλλοι, που ορκίζονται στην τιμή τους, εγώ δεν έχω τιμή, αξίζω πολλά, δεν είμαι για έτσι.

Στο μισοσκόταδο, ο Γιάννης, ρουφούσε τις ρόγες ενός σταφυλιού, σάλπιζε την τρυφεράδα, πως κάποτε θα ήταν για πάντα δικιά του, όχι η τρυφεράδα, νέος ήταν εκ γεννετής ηλίθιος, έπρεπε, οπωσδήποτε να ενηλικιωθεί, να γίνει πιότερο έξυπνος, φορώντας μια κουκούλα μέχρι επάνω, δεν έλεγε και τίποτε μια Μαριλένα στο σκοτάδι, α, μια πουτάνα του σοκακιού, ζζζ, άκουγε ακόμα τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα σε κορμούς πεύκων με γυαλιστερά μάτια, αλλά ένιωθε τόσο μόνος και θαρραλέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν είναι νέοι, αψίκοροι και βγήκε απ το μικρό πορτάκι, το τόσο δα, αναψοκοκκινισμένος που παράβλεψε τους νόμους της οικειότητας, βλέποντας ολόγυμνη την Μαριλένα, που παρ όλα αυτά, είπε πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα.
Γγγγ.
Τρία τσίπουρα! Παράγγειλε ο Τζον ή ο Γιάννης κι όλοι έμειναν κάγκελο κι άναψαν τσιγάρο με ευχαρίστηση, αγαλλιάζοντας σαν άγγελλοι, ήσσονες με μικρά γόνατα, χαλύβδηνοι, σιδερένιοι με μυώδεις γάμπες, ο μύθος συνεχίζει να μην υπάρχει, τι πιο πολύ αξίζει στη ζωή, εξόν από μια γυμνή γυναίκα που την είδες στο σκοτάδι ν ανεβάζει τα εσώρουχα της, ακόμα και ο θεός κολάζεται μ αυτό το άσπρο και το μαύρο των θηλυκών αισθημάτων, άρα πάμε καλά! Πάμε καλά!Για να πάρεις όμως πρέπει να ζητήσεις κι άμα ζητήσεις δεν ξέρεις αν θα σου το δώσουν, εκεί που το ποτό είναι φτηνό κι εκεί που η σάρκα είναι τρίφτηνη, έξω βρέχει και ποια είναι η γνώμη σου για τους εραστές είπε ο ένας από τους δυο χοντρούς, εμένα δε μου λένε τίποτε αυτοί που ερωτεύονται σφόδρα και ξεχνούν τα προβλήματα, ξεχνούν τα πάντα και νομίζουν πως ο κόσμος ανήκει μόνο σ αυτούς, έτσι είναι όσοι ερωτεύονται, έξω συνέχιζε να βρέχει, χωρίς λόγο, πάντα βρέχει χωρίς λόγο και οι άνθρωποι κρύβονται απ τη βροχή κι απ το χιόνι, έχοντας λίγη χαρά επειδή είναι μόνοι, έτσι ολοκλήρωσε μια άποψη για τη βροχή, τίποτε δε σκέφτομαι, απάντησε ο Ντικ που ήταν ξεχασμένος σε μια γωνιά περιπτέρου κι ανάλογου ύφους, αυτό ακριβώς ήταν το έναυσμα ν ανάψει μια φωτιά, χωρίς λόγο, έτσι επειδή μας άρεσε αυτό. Τίποτε άλλο. Αυτό. Η Μαριλένα και ο Τζον δεν έζησαν ποτέ μαζί, εκτός από αυτές τις πρόσκαιρες εικασίες του ενός για το σώμα του άλλου, για να μην ειπωθούν περισσότερα χυδαία για τα γόνατα μιας γυναίκας και τους ώμους ενός άντρα ή για τα μαλλιά της που έπεφταν σαν στάχυα στους λιγνούς και σαρκώδεις λόφους, ευρυμαθείς όπως τους αποκαλούσαν μερικοί, ένα γοητευτικό μέρος αυτών, ήταν, να φύγουν μακριά ο ένας από τον άλλον λες και δεν άντεξαν να ήταν μαζί, ευρυμαθείς και εγκρατείς, για να δεις πως αλλάζει η ιστορία, ένα βλέμμα αρκεί για ν αλλάξει το παν, αυτό ήταν εκείνο που επόθουν, τίποτε δε σκέφτομαι, είπε ο Τζον και η Μαριλένα έμεινε για πάντα γυμνή, μετέωρη σε έναν κόσμο όπως τον φανταζόμαστε όλοι.

ΤΕΛΟΣ





 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΆΤΗ ΣΤΟΝ ΦΑΚΌ

 


 

Μερικές φωτογραφίες μας σημαδεύουν ολόκληρη ζωή. Ίσως η στιγμή που μας συνέλαβε ο φακός, τα συναισθήματα που θέλουμε να φανερώσουμε, ο τρόπος του πως μας βλέπουν οι άλλοι και πως κοιτάμε εμείς τον κόσμο. Μπορεί να είναι μοναδικές, λες και τραβήχτηκαν για κάποιο σκοπό αλλιώς δεν εξηγείται που τις ξεχωρίζουμε για να μας θυμίζουν ωραίες ή άσχημες στιγμές από το παρελθόν, γιατί, μια φωτογραφία δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από παρελθόν, που όσο περνάνε τα χρόνια μας θυμίζει αδυσώπητα, πόσο περαστικοί υπάρχουμε σ αυτό τον τόπο κι ακόμα πως η σάρκα μας αλλάζει απίστευτα γρήγορα, πως όλα συμβαίνουν ξαφνικά, όπως ξαφνικά γεννηθήκαμε και ήρθαμε μόνοι σ αυτόν τον κόσμο, που όταν πεθάνουμε ούτε αυτή θα μείνει και άρα, μερικές φωτογραφίες είναι ωραίες μόνο για τη ζωή, για τη χαρά, για την όλβια νιότη.
Αυτές οι φωτογραφίες που μας χαρακτηρίζουν είναι λίγες, όπως αυτή εδώ που είναι μια αντιπροσωπευτική δικιά μου και πολύς κόσμος με έχει ταυτίσει μ αυτήν. Θυμάμαι πως την είχε τραβήξει ο Νίκος Κουγιούφας, ένας φίλος παλιός. Δάσκαλος, καλόκαρδος, πότης και ερασιτέχνης φωτογράφος με μέτρια χαρακτηριστικά προσώπου, μάλλον απ αυτούς τους τύπους που μερικοί ονομάζουν κακάσχημους, ιδιαίτερα κάτι γυναίκες, αλλά ο Νίκος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το πως ήταν η μορφή του, έβγαζε φωτογραφίες όλη την παρέα, ιδιαίτερα κι εμένα χωρίς ποτέ να στήνει το σκηνικό ή να συμβουλεύει πως να ποζάρουμε κι έτσι δε θυμάμαι πως προέκυψε το τσιμπούκι που ναι μεν κάπνιζα εκείνο τον καιρό για λίγο αλλά ποτέ δεν υπήρξε αξεσουάρ της παρουσίας και της εμφάνισης μου-όσο για το τι σκεφτόμουν τη στιγμή που άστραφτε το φλας, είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς απόλυτα, απλώς θυμάμαι πως ήμουν σε δύσκολες μέρες για τη ζωή και το μέλλον.

 

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

ΠΛΟΎΣΙΟΙ ΕΝΑΝΤΊΟΝ ΦΤΩΧΏΝ 2

 

 


Πάντως, για να πούμε και κάτι σοβαρό απόψε, είναι παράξενο το θέμα της αγάπης μεταξύ άντρα και γυναίκας. Και ιδίως το τελείωμα, όταν πια δεν είσαι μαζί με κάποιον που αγάπησες σφόδρα και τώρα δεν είναι τίποτε για σένα και δε σε νοιάζει που κοιμάται. Είναι αυτή η αγάπη, μιλάμε γι αυτή την αγάπη, όχι για το πως αγαπάς όλον τον κόσμο, αυτή που σ έτσουζε που σε έκανε ν ανατριχιάζεις μόνο που σκεφτόσουν ότι μπορεί αύριο να μην είμαστε μαζί. Δυνατό συναίσθημα. Οι ερωτευμένοι συνήθως ντρέπονται. Έχουν παράπονο ο ένας απ τον άλλον, γιατί με άφησες, γιατί σε άφησα κι αν γινόταν αλλιώς θα μέναμε για πάντα μαζί. Αγαπάς μια γυναίκα για λίγο; έναν άντρα που τον νοιάζεσαι, που ξάπλωσες μαζί του τόσα βράδια κι ύστερα τίποτε; είναι κάπως δύσκολο, όπως και να το κάνεις. Και τι μένει απ αυτές τις αγάπες;

Ρε, ένα περίεργο μεσημεριάτικο δράμα. Όλες οι πρώην μου θέλουν να με βάλουν στο ίσιο δρόμο του θεού.

Η μεγαλύτερη έκπληξη μου ήταν, όταν κατάλαβα πως οι άλλοι είναι πιο δυστυχισμένοι από μένα.

Αβυσσαλέα μίσος. Πλούσιοι εναντίον φτωχών.

Για πρωινό δεν είναι κι άσχημα. Μου αρέσει το έξυπνο μυαλό λίγων ανθρώπων και το ωραίο σώμα πολλών γυναικών.

Όλες τις γυναίκες μου τις λέγανε Μαρίες. Ένα μυστήριο πράγμα. Το πιο αμαρτωλό γυναίκειο όνομα στον κόσμο.

Ένας συγγραφέας αποτυγχάνει όταν οι απόψεις του δεν ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο.

Στο σχολείο, λοιπόν, μας δίδαξαν και πολλά άχρηστα έως επικίνδυνα πράγματα. Ένα από αυτά είναι τα θρησκευτικά μαθήματα που μας έχωσαν σφήνα στον εγκέφαλο μας, την Εβραϊκή μυθολογία, και όλες τις δαιμονοληψίες και δεισιδαιμονίες αυτού του λαού. Τι αποκομίζει ένας μαθητής να διδάσκεται δώδεκα χρόνια την Ιουδαϊκή μυθολογία; Την ηθική εξάρτηση από λιβάνια και καντήλια.

Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τους άλλους, όταν δεν μπορούν ν ακολουθήσουν τη σκέψη τους.

Αν ένας άνθρωπος βρεθεί κατώτερος από το ύψος του, νομίζω πως δεν επανέρχεται. [Είναι αυτό που λέμε, ξέπεσες στα μάτια μου.]

Μερικά πράγματα γίνονται αλλά δε λέγονται. Άρα, πρέπει κάτι να μένει κρυφό. Ας πούμε, ο θεός.

Tόσα πράγματα που έφτιαξα μου φαίνονται πως πήγαν στα χαμένα. Πέτρες, βιβλία, στίχοι, ξανά βιβλία, τετράδια θεάτρου, πίνακες, σκέψεις. Μολυβιές στο χαρτί, τόσα χρόνια, όλα στο χιόνι. Μυθιστορήματα, χιλιάδες σελίδες, πεντακόσια προχέδια ζωής, νιώθω πως τα παραδίνω όλα στο χάος. Δεν υπάρχει κάποιος που θα τα προσέξει. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον.

Καμιά κρίση ειλικρίνειας δε γλιτώνει τον δημιουργό από τις ανασφάλειες για την τύχη του έργου του. Κι ακόμα, η ζωή αυτή, δεν συγχωρεί τους υπερβολικά ευαίσθητους. Ή δε συγχωρεί κανέναν.

Μια ζωή ζούσα με κόκκους άμμου να κυλάνε γοργά

τώρα φαντάζουν όλα τόσο στατικά, τρομακτικά ακίνητα

ανακάθομαι στο κρεβάτι και ψηλαφίζω στο κομοδίνο

κάπου εδώ ξέχασα μία κλεψύδρα, πρέπει να τη βρω

και να τη γυρίσω...

 

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...