Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

Α, ρε ΠΟΎΣΤΗ!

 



Ω, η απίστευτη μοίρα των ανθρώπων που αγάπησαν όσο λίγοι την αλήθεια.
Πάντως, έχετε πλάκα ορε αλευροπίτουρες. Ωραίοι είσαστε! Κάνω καμιά βόλτα που και που στην αρχική σελίδα και τρελαίνομαι με τις ευφυολογίες, τα τεχνάσματα σας. Είναι εντυπωσιακή η παραγωγή του σπέρματος και του ωαρίου σας. Η φαιά ουσία καταναλώνεται, κυρία μου, σπαταλιέται χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Α, ρε πούστη Ζούκενμπεργκ τι μας έκανες! Εν μέρει, νόμιζα πως θα προηγούνταν αι κυρίαι αλλά το αντρικό γένος συνεχίζει να σπάει καρύδια. Ο συναγωνισμός είναι ανελέητος [καλό είναι αυτό] και οι μπουνιές κάτω από τα αρχίδια δίνουν και παίρνουν. Προηγούνται τα αρχαία ρητά, ο Ηράκλειτος, α, τον αρχέγονο μαλάκα, και ο ο Επίκουρος, ο των ηδονών κράτει και έπονται οι ανοσιολογίες οι συγκριτικές τάσεις, τα ποιήματα έρπονται, αι πολιτικαί αναλύσεις, ιδιαζόντως απεχθείς, τα άσματα κυριαρχούν και αι τέχναι πενίας κατεργάζονται. Ω, και εφόσον τα αρέσειν πέφτουν όπως η βρόχα, ιδιαίτερα στα βαριά ονόματα όπου πίπτουν όλαι αι κυρίαι [ τι γελάς κυρία μου;] αφιλοκερδώς να μουνουχίσουν τις οξείες αντιλήψεις του γράφοντος που λογικά θα κορδώνεται πίσω από την οθόνη του και γενικά γίνεται το μάλε - βράσε στο ασύμμετρο αυτό γεγονός που λέγεται προσωπικό βιβλίο. Δια ταύτα διατελώ υπεύθυνος δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Διεύρυνση συνείδησης. Υπάρχει αυτό το πράγμα;
Ισχυόμορφη πραγματικότητα.
Η αποτυχία χρειάζεται παραδοχή, αλλιώς δε χωνεύεται
Πρέπει να παραδεχτούμε πως ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αποτέλεσμα ενός αγώνα που στηρίζεται στο ψέμα. Κατά βάση εξελισσόμαστε σε μεγάλους απατεώνες και όποιος δεν μπορεί να λέει ψέματα, ή να παραδεχτεί αυτό το αξίωμα, σημαίνει πως δεν είναι καλός ψεύτης.
Η αλήθεια κατάματα δε βλεπεται.
Πρέπει να διδάξουμε το λύκο να μην τρώει τα πρόβατα;
Καθ έδρας ομιλών, χτίζεται δίκαιον.
Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.
Ενταξει μωρε, ξερω. Είστε όλοι ηλίθιοι.
Τις περισσότερες φορές η αντίληψη που έχουμε για τη ζωή απορρίπτερται ανεπιστρεπτί.
Το ότι αρκετοί μεγιστάνες του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο όταν αισθάνονται προς το τέλος της ζωής τους πως κατασπατάλησαν ανούσια το χρόνο τους σε απολαύσεις και επιδίδονται σε χορηγίες, σε στηρίξεις καλλιτεχνών και επιστημόνων, δε μου λέει τίποτε. Ας είχαν το μυαλό να το καταλάβουν νεώτεροι ή το καλύτερο, οι πολιτείες να τους αφαιρούσαν αυτή την τάχα φιλανθρωπία.
Πάντα είχαμε στο μυαλό μας να γίνουμε ή να μείνουμε αθάνατοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν αυτό; Και γιατί θέλουν να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων; τι είναι τόσο ελκυστικό, τόσο ηδονικό στην κατά κάποιο τρόπο αθανασία ενός ονόματος; Υπάρχει κανείς απο σας που δεν θέλει να τον θυμούνται οι άνθρωποι; Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Ρεαλιστικά, κανείς δεν είναι αθάνατος. Αν υπάρχει ενας τρόπος και ίσως μοναδικός είναι ν αφήσει έργο: Να, λένε αυτό το έκανε ο Λαβουαζιέ,[νόμος της αφθαρσίας της ύλης] ή ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε ο μεγαλύτερος επαναστάτης ή ακόμα-για να μην αδικήσουμε τας γυναίκας- η μανταμ Κιουρί ανακάλυψε το ράδιο. Αθάνατος γίνεται κανείς με τα έργα του αυτή την εκατομμυριοστή επιστρoφή.
Πάψε να θεωρείς τους άλλους ανόητους.
Η τέλεια ερώτηση: Γιατί η τελεία πάει έξω από τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό μέσα; Ο Μπαμπινιώτης δεν μπόρεσε ν απαντήσει όσο ήταν υπουργός πολιτισμού.
Εμενα δε μου αρέσουν τα αμύγδαλα που σπάνε με το χέρι. Κι αυτοι επιμένουν να μας ταίζουν ζάχαρη και μέλι.
Η Χρυσή Αυγή λένε έγινε γιατί έχουμε κανά Πολιτικής! Φοβερή ανακάλυψη των πολιτικών μας ένθεν και ένθεν στα φοβερά παράθυρα της Ελληνικής δημοσιογραφίας.
Είναι λυπηρό να απορρίπτεις έναν φίλο, μια φίλη μετά από χρόνια και να λες, κοίτα πόσο πίσω έμεινε! Αυτή η αίσθηση της απόρριψης, μέσα μου, για κάποιους που θεωρούσα ανώτερους, κάποιου επιπέδου τέλος πάντων, με συνθλίβει. Εχω πολλούς τέτοιους φίλους που κατα καιρούς τους βλέπω και απορώ πως επιμένουν στερεότυπα σε πράγματα που έχουν αλλάξει άρδην, με έναν εγωισμό που καταδυκνύει την ασχετοσύνη τους.
ΒΑΡΙΕΜΑΙ...σφόδρα τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ και λένε τα ίδια πράγματα, χωρίς να μπορείς να τους σταματήσεις. Βαριέμαι να περιμένω στη στάση του λεωφορείου, να είμαι ένας αριθμός στην τράπεζα είτε πρόκειται να πάρω, πόσο μάλλον να δώσω λεφτά. Βαριέμαι αλύπητα τις ανοργασμικές γκόμενες που δεν καυλώνουν ποτέ και ανελέητα τους ανήξερους ειδήμονες [αν κάποιος γνωρίζει το αντικείμενο του με συναρπάζει να τον ακούσω]. Βαριέμαι τους εντελώς αμίλητους κι αυτούς που σου κλείνουν το δρόμο με απίστευτη νωθρότητα και τέλος, βαριέμαι να μένω ακούνητος χωρίς να κάνω τίποτα, κοιτάζοντας το κενό ή το ταβάνι.
[Από τις σημειώσεις μου]

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΈΧΝΕς ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΠΙΑ ΤΡΕΛΟΊ!

 

 


Είναι τόσο απλό: τα όπλα σκοτώνουν. Πρώτα οπλίζουμε το χέρι κι ύστερα αναζητούμε ευθύνες. Αργότερα θρηνούμε σαν καλοί χριστιανοί.
Είμαστε όλοι ένα ωραίο εξώφυλλο. Ποτέ δε μας ενδιαφέρει το περιεχόμενο. Μια λεζάντα που κρεμάστηκε στο περίπτερο.
Παρακολούθησα κάποτε σε μια αρένα, στην Ισπανία μια ταυρομαχία. Αυτό το βάρβαρο θέαμα που μοιάζει με τα Ρωμαϊκά φρικώδη θεάματα στις παλαίστρες και στους στίβους του Κολοσσαίου. Και τότε το κοινό ούρλιαζε με κατακόκκινα μάτια υπέρ της θανάτωσης του νικημένου. Και τότε όταν έβλεπα τον ταυρομάχο να βασανίζει τον άτυχο ταύρο, ο κόσμος γύρω μου φώναζε ολέ, χειροκροτούσε το Τορέρο. Βέβαια το κόκκινο πανί δεν ερέθιζε μόνο τον δυστυχή ταύρο αλλά και τα δυστυχισμένα όντα στις κερκίδες. Παρατήρησα τα πρόσωπα τους, τις συσπάσεις ηδονής, ευχαρίστησης και με έπιασε θλίψη. Θα έφευγα.
Πριν γεννηθείς δεν ήσουνα κάτι
κι όταν πεθάνεις δεν θα είσαι τίποτα.
Η ελπίδα δικαιοσύνης είναι η γνώση. Δεν υπάρχει καμιά ισοπέδωση, ούτε πεσιμιστικό είναι. Αν περιμένεις να σε σώσουν οι θεοί, έχασες το μεγαλύτερο μέρος της εμπιστοσύνης στον εαυτό σου. Τα όνειρα του ανθρώπου δεν είναι αυτά που νομίζεις εσύ, αυτόν τον κόσμο τον γνωρίζουμε.
Έχουμε συνηθίσει ν αποκαλούμε «τρελούς» τους καλλιτέχνες. Παλαιότερα αυτό με νευρίαζε και έμπαινα στη διαδικασία της απολογίας και της υπεράσπισης γιατί οι καλλιτέχνες δεν είναι τρελοί. Όχι πως σήμερα δε με πειράζει, απλά δεν απολογούμαι. Βέβαια, οι σοβαροί άνθρωποι δεν το κάνουν αυτό ποτέ αλλά το πλείστον του κόσμου σου κολλάει πολύ εύκολα το τρελός καλλιτέχνης. Και τι εννοούν άραγε μέσα στο μυαλό τους; πως καταλαβαίνουν αυτή την τρέλα; Μήπως επειδή ο καλλιτέχνης αποτελεί κάτι ξεχωριστό, κάτι ακαταλαβίστικο γι αυτούς αλλά τόσο κατανοητό για εκείνον;
Δυστυχώς ο κόσμος μας άλλαξε. Δεν είναι σαν την παλιά, καλή Ελληνική ταινία, όπου στο τέλος της είχαμε πάντα έναν ευτυχισμένο γάμο, του Βέγγου με την Άννα Φόνσου. Αυτή η διαφορά του τότε με το τώρα είναι φανερή. Στην Ελληνική πραγματικότητα, δεν υπάρχει happy end. Είναι άραγε καλύτερα τώρα; Η σύγκριση είναι δικιά σας ή καλύτερα, αυτών που έζησαν τις δυο τελευταίες γενιές.
Για να είμαι σύγχρονος σπατάλησα μια εικόνα από παλιά του εαυτού μου και πολλές ιδέες. Τι είναι ακριβώς ένας σύγχρονος άνθρωπος; Σύγχρονος σημαίνει αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή. Ή κάτι που γίνεται την ίδια χρονική περίοδο ή που είναι της ίδιας ηλικίας. Ταυτόχρονος κατά μία αντίληψη και ν ανήκω στη σημερινή εποχή, μοντέρνος. Είμαι όμως εγώ της σημερινής εποχής; Αφού δεν ξέρω τι γίνεται ακριβώς στην Αμερική στην Ιαπωνία, που λένε πως πάνε πενήντα- εκατό χρόνια μπροστά, άρα εγώ είμαι πίσω, καθόλου σύγχρονος και μάλλον αναχρονιστικός. [Τον μόνο συγχρονισμό που κατάφερα να κάνω στη ζωή μου, ήταν με ολίγιστες κυρίες στο κρεββάτι- να έρθεις δηλαδή σε ταυτόχρονο οργασμό και μη νομίζεις πως αυτό είναι εύκολο.]
Μου λέει ένας φίλος εντελώς ξαφνικά. Σε αγαπάω εσένα ή όχι... Για να πω την αλήθεια σε εκτιμάω. Κι αυτό είναι πιο ισχυρό, πιο σπουδαίο.
Για να πω την αλήθεια κι εγώ, τέτοιες εξομολογήσεις από άντρες σπανίζουν, χωρίς καμιά ιδιοτέλεια.


Τρίτη 31 Μαΐου 2022

ΤΖΡΡΡΡΡ!

 


Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ήταν ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως να μην ήταν σημαντικές αφού εγω τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμησε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεςι μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της . Πρέπει, είπα εγώ συνεχίζοντας να κατουράω, τζζζρρρρ! και να κοιτάζω τις ρωγμές του χρόνου στον τοίχο.

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΘΡΗΝΏ ΩΣ ΙΝΔΙΆΝΟΣ

 


Θρηνώ ως Ινδιάνος
όρθιο ή καθιστό άλογο
γελώ όπως ο νάνος
κι αγαπώ το παράλογο

Κλαίω όπως η Μάρθα
σε θολή, γαλάζια οθόνη
ξέχασα από που ήρθα
και είμαι για πάντα μόνη

Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας 
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα

Λυπάμαι ως άρρωστος
εραστής, ωραίας Αρετής
ξακουστός κι άληστος
όπως ο μεγάλος απρεπής

Ωστόσο πρέπει να θυμηθώ
τι αγαπούσα πριν τη δόξα;
εύκολα μπορώ ν αρνηθώ
τίποτα δεν είναι, μια λόξα!

Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας 
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα

Πρέπει να πω την αλήθεια
που ξέρω για τον φονιά
όμως φοβάμαι από συνήθεια
έτσι δε λέω, λέξη καμιά

Άλλοτε κλαίω και για μένα
είμαι ένα τίποτε, μια λίγη σκόνη
που κύλισε εδώ, σιγά, χαμένα
και ποτέ δεν ξέφυγε απ την αγχόνη

Αλλά ποιος ξέρει τον ξένο χρόνο;
ποιος λυπάται για μας ή για σένα;
όλα γινήκαν δικά σου, αλίμονο!
της μοίρας σου, λένε τα γραμμένα

Γι αυτό θα γράψω, μόνο δυο λέξεις
υπέρ του Ινδιάνου και της μνήμης 
όσα δεν μπόρεσες  μόνος να τρέξεις
σε έναν κόσμο αόριστης λήθης

ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ




Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

ΣΚΑΛΠ




Μου άρεσε παλιά ο κόσμος ήταν μια φρούδα σκόνη
Όταν το απόγευμα έβγαινες στο Αχίλλειο
Εκείνο το τεράστιο πράσινο κάλυπτε σαν εσάρπα τη μνήμη πως θα είμαστε καλύτεροι.
Ή χειρότεροι το βέλτιστο
Μου άρεσε παλιά ο κόσμος, ήταν μια μικρούλα, μικρούλα αράχνη να κατεβαίνει στα δάχτυλα σου.
Έτσι, αργά πάνω στο φύλλο της κίτρινης σκαμνιάς. Κίτρινης
[Έλαμπε τόσο το φως, κύκλωνε την αφράτη αύριο]
Πέρναγε πάνω της η μνήμη ενός καλύτερου κόσμου
πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
ένα γάβ που κλείδωνε την πόρτα μας
μια καριόλα γυναίκα που αγάπησες τότε. Καριόλα.
Το σκοτάδι ήτανε τρύπιο, φώναζε το βράδυ μια ξυνή γριά
Έπαιρνε το σκάλπ κόκκινων ανθρώπων.[ Ινδιάνοι θα ήταν σκορπισμένοι στο αρχιπέλαγος Γκουλάκ.]
Η κίτρινη σκόνη του φωτός αψεγάδιαστη ύφους, σκότωνε την όποια αισιοδοξία μας για το μέλλον των παιδιών
Μελετώντας το ψήλωμα του τείχους για να μην περάσουν οι Μυρμιδόνες
Ανέβαινε η μικρούλα-μικρούλα αράχνη στη ραχοκοκαλιά
Έτρεμε το φύλλο της λεύκας κι εμένα αυτός ο κόσμος μου άρεσε.
Σπουδαίο ήταν ν αλλάξουμε φορεσιά να βάλουμε ένα καινούριο κουστούμι
αν μιλούσαμε σαν φίλοι από παλιά-χωρίς ίχνος οικειότητας
Θα λέγαμε ή θα τρώγαμε κάτω από το δέντρο της ματαιοδοξίας.
Το κέντρο του κόσμου είμαστε εμείς μια πέτρα
ριγμένη στο αρχιπέλαγος- πόσες φορές παφλάζει πάνω στο μπλε.
Κι ανήμποροι, λεφτερωμένοι από έναν θεό γλυκύτητας [ ο εμπαιγμός της τύχης είναι φανερός ]
Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη γυναίκα της Ζάκυθος
αιώνες πριν η ραχοκοκαλιά να στρίβει στη γωνία.
Πόσο λοιπόν ν αντέχουμε ακόμα;
Οι τρύπιες πατούσες μας αντηχούσαν στο αρχιπέλαγος. Τακ-τάκ!
Είχα καιρό να σκέφτομαι αλλιώτικα

κοντά στο χείλος του γκρεμού. 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

ΣΤΙΣ ΆΚΡΕΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΎ

 

 


Η πολλή ευτυχία με τρομάζει. Έχω συνηθίσει στη δυστυχία μου.
Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να κλείσει ένα βιβλίο που το θεωρεί κακό και να μην το ξανανοίξει ποτέ. Να το πετάξει στα σκουπίδια. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μιλάμε πάντοτε για ένα βιβλίο που έχει γράψει αυτός. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι να ψυχαγωγήσει το κοινό, να δημιουργήσει το ενδιαφέρον του κοινού, να κερδίσει χρήματα. Μπορεί να γίνει αθάνατος, διάσημος να μπει στην Ακαδημία, να φορέσει την τήβεννο. Όμως αυτός αγαπάει τις λέξεις, τη λογοτεχνία.
Ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει επανάσταση στην Ελλάδα: Να βγει ένας τρελός κυβερνήτης που να κλείσει τα καφενεία.
Οι άνθρωποι πολεμούν ακόμα και με τα μάτια.
Αν αναλύσομε τη ζωή, είναι θέμα δεξιοτήτων, άσχετο αν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Αν μπορούσες να το κάνεις καλύτερα, τότε θα μιλούσαμε για σένα και όχι για τον μέγα Αλέξανδρο.
Μοναχικός.
Βάζει το κρασί στο χαμηλό τραπέζι. Ένα σεντόνι έχει στρωθεί αντί για τραπεζομάντιλο. Δυο φέτες μουχλιασμένο τυρί, το στριφτό τσιγάρο τρώει τα καπνισμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Η τελευταία κόφτρα καίει στα χείλη, το πετάει και σκέφτεται το επόμενο. Σηκώνεται, μαζεύει απ το δάπεδο λίγο κρέας που δεν το τρώνε ούτε οι σκύλοι -το παραμύθι του αρχίζει- το ακουμπάει στη λαδόχαρτα με προσοχή. Λίγδες και μόχθοι στρώνονται στην εικόνα, μια ντομάτα άπλυτη ποιος ξέρεις από πότε, ένα σάπιο σκόρδο, το τρανζίστορ ουρλιάζει την ευθύτητα του, ναι, πρέπει να φάει σκόρδο, το σάπιο σκόρδο κάνει καλό στις αναμνήσεις, γλείφει τα δάχτυλα, το σώμα, την ψυχή του, ρουφάει κρασί, θυμάται τη φυλακή, χαμογελάει κάτω.
Ποτέ δε με ενδιέφεραν σημαντικά οι γιορτές και μάλιστα όσες έχουν σχέση με τις θρησκείες. Μου θύμιζαν πρωτόγονο που προσκυνάει τα τοτέμ. Από υποκρισία προς το σύστημα, όσο ήμουν μικρός, μετείχα αναγκαστικά σε κάποιες διεργασίες. Τώρα δε γιορτάζω τίποτα.
Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχυσμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Βέβαια, το παιχνίδι αποτελεί ένα μέρος της χαράς στη ζωή μου. Μου αρέσουν όλα τα παιχνίδια κι εννοώ εδώ όχι μόνο τα πνευματικά, απόλαυση είναι για μένα να παίζω με τις ώρες ρακέτα, να τρέχω στα βουνά και στις θάλασσες, το ποδόσφαιρο και ότι έχει σχέση με τον αθλητισμό, όπως οι πνευματικές ασκήσεις, το διάβασμα, το γράψιμο, η ζωγραφική.
 
στις άκρες των βιβλίων μου-σημειώσεις.

 

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Ο ΆΝΕΜΟΣ ΦΥΣΆΕΙ ΑΚΌΜΑ

 


ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΛΛΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΦΥΣΑΕΙ ΑΚΟΜΑ.
 
Πάνω στον λόφο έκοψαν τα δέντρα οι υλοτόμοι
Τα δέντρα δεν υπάρχουν πια
Αλλά ο άνεμος φυσάει ακόμα.
Εμείς περπατούσαμε κι αυτόν τον καιρό με πατερίτσες
Είχε σπάσει το πόδι μας ένας θεός που δεν τον ξέραμε και
χωρίς κανέναν λόγο ανεβαίναμε αυτόν τον λόφο που δεν είχε δέντρα.
Μόνο χώμα, πέτρες, κόκκινο χώμα σαν το αίμα των φίλων που δεν ζούνε πια.
Είναι λυπηρό να πεθαίνουν οι φίλοι και να μένουμε εμείς
Τι θα κάνουμε χωρίς τους φίλους;
Και οι υλοτόμοι ήταν κάποιοι φίλοι που αγαπούσαν το δάσος
Δεν είναι που θέλω να σου πω κάτι σπουδαίο για τον άνεμο
Ούτε και τα δέντρα με ενδιαφέρουν τόσο πολύ
Ξέρω πως κι εσύ πούστη, τα αγαπάς αυτά τα πράγματα
Είσαι όμοιος με μένα
με τον άνεμο που φυσάει ακόμα
Μπορείς ν ανέβεις μαζί του όπου θέλεις
Θα σε πάει στα πέρατα της γης
γιατί αυτό θέλεις.
Δεν είναι που δεν έχουμε πόδια, ούτε που θέλω να σου πω κάτι σπουδαίο. Πούστη.
Απλά γυρνάω στα ίδια λόγια.
Είναι κάτι σφήνες από παλιά
Τότε που στις Μυκήνες βασίλευε ο Αγαμέμνων
Και η Κλυταιμνήστρα ορμήνευε τον Αίγισθο
Ίδια είναι, όλα παλιά, ο λόφος με τις λεύκες, το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μας
Ω! πούστη μου, τα ρούχα που ήθελες να φορέσεις δεν ήταν δικά σου
Ούτε το αληθινό σπαθί σου
ούτε ο λόφος που δεν είχε δέντρα αλλά ο άνεμος που σφυρίζει ακόμα.
Γιατί σφυρίζει ο άνεμος;
Είναι που έχω παιδικές απορίες κι αν ανέβαινα μια φορά περισσότερο εκεί, το
έκανα για να σε συναντήσω

 

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΙΩΝ ΚΑΙ ΦΛΏΡΑ

 


Βραδάκι ήταν, ο καιρός δεν έλεγε τίποτε. Πήρα το αυτοκίνητο μου να πάω στο πουθενά. Οδηγούσα το σαράβαλο μου σε δρόμους ξένους, δεν είχα τι να κάνω. Έβαλα μουσική, δε με ευχαρίστησε, άνοιξα στη διαπασών το Στέλλα μωρ Στέλλα, κακιά κοπέλα, θυμήθηκα κάποια πραγματική Στέλλα που είχα γνωρίσει πριν χρόνια. Χάιδεψα τα γένια μου που τη θυμήθηκα; καλή ήταν είχαμε περάσει μερικούς μήνες μαζί, ύστερα χάθηκε, παντρεύτηκε κάποιον Βαγγέλη. Εγώ παρέμενα ανύπαντρος, μεγάλωνα όμως κι αυτό μου κακοφαινόταν. Πλησίαζα τα σαράντα δύο, γυναίκες; πολλές είχα αλλά εκείνη τη μία, τη μοναδική δεν την είχα βρει ακόμα. Και που να την εύρισκα; όλο στα κακόφημα καταγώγια της πόλης σύχναζα με κάτι αργοπορημένους φίλους σαν τον Περικλή που τον είδα μόλις πάρκαρα να κάθεται στο ακριανό τραπέζι του λεριασμένου καφενείου στην πέρα γειτονιά. Τον καλησπέρισα, δε μου απάντησε, μιλούσε στο κινητό,...με κάποια κοπέλα, με τη Φλώρα μιλάω μου είπε, θες να της πεις καλησπέρα; εγώ; παραξενεύτηκα, που την ξέρω την κυρία; Μίλα της ! μου έγνεψε σαν να μου έλεγε, μην κάνεις το βλάκα..σαν να μην καταλάβαινα, σαν να ήμουν από χωριό και μου την έδωσε. Μίλησα με μια άγνωστη φωνή, είπε πως της άρεσε η δικιά μου, πήγαινε να την πάρεις έλεγε σιγανά ο Περικλής από δίπλα κι εγω ασυναίσθητα κανόνισα να πάω να την πάρω κάτω απ το λιμάνι που περίμενε. Έκλεισα το κινητό και γύρισα στο φίλο μου. Άσε με του είπα, εγώ ήρθα να πιω ένα ποτό, δεν πάω πουθενά! Ποια είναι αυτή; καμιά ξενέρωτη; και τι με νοιάζει εμένα που είναι μόνη της απόψε! να πάω; Πήγαινε! επέμενε ο Περικής, είναι καλή και κατεβάσαμε στα γρήγορα δυο τεκίλες. Ας πάω αν και βαριέμαι, αν και δεν έχω εμπιστοσύνη στην κρίση των άλλων για το ποια είναι καλή. Πήρα το σαράβαλο και κίνησα. Έφτασα στο λιμάνι, πήγα στο απέναντι περίπτςερο που είπε πως θα στεκόταν, μια ξανθιά είχε πει πως ήταν με μπλέ Καλοκαιρινά ρούχα. Η Φλώρα. Ναι, Φλώρα. Εγώ σταμάτησα λίγο παράμερα να τη δω, μήπως ήταν κανένα σούργελο και δεν είχα καμιά διάθεση για τέτοια. Από τη φωνή όμως δε φαινόταν για τέτοια και μόλις την είδα, έπαθα! Ένα θεοκόριτσο, μια όμορφη γυναίκα με περίμενε στο περίπτερο κι εγώ καθόμουν σαν χαζός να την κοιτάζω!
Μπήκε στο κάθισμα δίπλα μου, δε με κοίταζε συνέχεια. Εγώ την έβλεπα προφίλ. Με λένε Ίων, είπα. Χαχα, γέλασε, λουλούδι είσαι; εμένα ξέρεις το όνομα μου γέλασε πάλι κι έσφιξε τα γόνατα της με τις δεμένες παλάμες της. Είχε σκύψει και με κοίταζε αστραφτερή από χαμηλή λήψη. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στο δάπεδο του αυτοκινητου. Είσαι πολύ γλυκιά! της χαμογέλασα και ξεκίνησα σίγουρος για το που θα πήγαινα και τι θα έκανα μαζί της. Περάσαμε το λιμάνι, σε πανοραμικό πλάνο, άναψε τσιγάρο, ήταν πολύ ευχάριστη, όπως κι εγώ για κείνη. Φτ'ασαμε στο βρώμικο καφενέ, δε στραβομουτσούνιασε, κάθισε αφού χαιρετήθηκαν με τον Περικλή. Ως εδώ όλα καλά, σκεφτόμουν και λέγαμε διάφορα, πίνοντας ένα ποτό ακόμα. Εγώ, παρότι είχα διάθεση να πιω παραπάνω εκείνο το βράδυ, συγκρατήθηκα. Σε λίγο ο Περικλής αφού κατάλαβε πως περίσσευε, καμώθηκε πως είχε κάπου να πάει. Έφυγε, μας άφησε μόνους. Πάμε να φύγουμε από εδώ; μιλήσαμε ή σκεφτήκαμε κι οι δυο ταυτόχρονα, πλησιάζοντας τα πρόσωπα μας. Οι δυό ανάσες έσμιξαν, α, τι ωραία!είπα και είπε.
-Τι ωραία που είναι η ζωή! Ίων; δεν είναι ωραία η ζωή; αναφώνησε εντελώς ξεδιάντροπα στο σκοτάδι και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της να με φιλήσει
-Ναι, είπα κι εγώ, ρουφώντας μια πικροδάφνη από τα ζεστά χείλη. Ναιααα! είναι πολύ ωραία η ρουφιάνα! Πάμε!
-Φύγαμεεεε και μστριφογύρισε στα πεδιλά της σαν κοπέλα του μπαλέτου
Μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο, φτάσαμε στην παραλία της πόλης με τα πολλά μαγαζιά, τα φώτα, τις φωνές των ανθρώπων. Ήπιαμε κάπου ένα ακόμα ποτό και επειδή βιαβόμασταν για την ωραία ζωή, περπατήσαμε στην παραλία. Καθώς το κ΄ύμα βούρκωνε πίσω από τα βούρλα, της ανασήκωσα το λινό φουστάνι. Της κατέβασα το κυλοτάκι. Ενα από τα πιο ηδονικά μέρη όλης της διαδικασίας και κεί, όρθια. πισωκολλητά, σεβαστήκαμε το σπουδαίο του έρωτα. Ύστερα, φύγαμε κι απο εκεί, αναψοκοκκινισμένοι συνθέμελα. Φτάσαμε σε κάποιο κρεβάτι, σε κάποιο ξενοδοχείο, ούτε μας ένοιαζε που. Κι ώρα πέρασε γοργά. Είχε φτάσει τρεις, όταν σηκωθήκαμε, να πάμε κάπου, για ένα ποτό, να μη χωρίσουμε, να ήμασταν μαζί λίγο ακόμα.
-Ναι, ίων, πάμε εκεί που θέλεις εσύ.
Μπήκανε στο λιμάνι, ένα σκοτεινό μαγαζί, δε σκεφτόμουν τίποτα, γιατί να σκεφτώ; Καθίσαμε στα σκοτεινά να κοιταχτούμε. Στο ημίφως το γκαρσόνι μας σερβίρησε και μας κοίταξε μάλλον περίεργα. Περισσότερο τη Φλώρα. Ήπιαμε μια στάλα ποτό και σφίχτηκε πάνω μου.
-Πάμε να φύγουμε από δω Ίων! είπε παρακαλεστά.
-Γιατί; απόρεσα κι άνοιξα τα χέρια μου. Μη φοβάσαι..
-Πάμε Ίων..
Μα δεν προλάβαμε. Τα φώτα άναψαν όλα και γύρω μας όρθιοι καμιά δεκαριά άντρες μας κοιτούσαν. Τι τρέχει; σηκώθηκα προς το μέρος τους. Κανείς δε μίλησε. Γέλασαν όλοι μαζί απαίσια, περπατώντας κύκλο γύρω-γύρω μας. Το γέλιο βρόντησε απειλιτικό. ο πρώτος με χτύπησε άξαφνα από πίσω κι ύστερα, έκαναν πιο γρήγορες κινήσεις, δεν πρόλαβα ν αμυνθώ με χτύπησαν στο πρόσωπο, γέμισα αίματα, κύλισα χάμω, στο δάπεδο ενώ η Φλώρα ούλιαζε: Ίωωωων!
Άκουγα τη φωνή της, δεν έβλεπα, είχα τυφλωθεί από τα χτυπήματα, ένα ολόκληρο μαύρο πλάκωνε την ύπαρξή μου, ταξίδευα στο κενό, χανόμουν στο υπερπέραν κι όταν το μαχαίρι μπήχτηκε στην καρδιά μου, κατάλαβα το τελευταίο μου αίμα ν αναπηδά στο στήθος μου ενώ ακουγόταν στον αέρα η σπαραχτική φωνή της Φλώρας!
-Ίωωωωωωωωων!
Από τα διηγήματα που έγραφα τότε. Σήμερα επ ουδενί λόγο θα έγραφα έτσι.

 

ΓΑΜΙΣΤΆ

 


Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΓΙΟΡΤΆΖΩ

 


 γιορτάζω, όχι επειδή με λένε Κώστα, ξέρω πως αυτός ο μέγας! Κωνσταντίνος υπήρξε ένα κάθαρμα, οπότε δεν μπορώ εξ αυτής της άποψης να χαίρομαι. εμπεριέχει ένα περίεργο συναίσθημα η γιορτή του καθενός μας, εξ αιτίας πως μας κάνει να νιώθουμε μοναδικοί ενώ δεν είμαστε, αλλά ότι όλοι φίλοι και εχθροί μας χρονοπολλιάζουν, τι λέξη! σκέφτομαι να γιορτάζω κάθε μέρα, αλλάζοντας δηλαδή τ όνομα μου σύμφωνα με τον κάθε εορτάζοντα, έτσι κι αλλιώς έχουμε χιλιάδες αγίους και ονόματα, οπότε έτσι θα είμαι κάθε μέρα γιορτινός. Τι ωραία!

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΔΈΚΑ ΕΠΤΆ ΜΑΊΩΝ

 

 


Δεκαεφτά Μαϊων σήμερα. Ωραία να είναι μια κοπέλα δεκαεπτά Μαϊων. Ή και κάποιος ανήρ. Είναι η εξάντληση της νεότητας-δεκαεπτά χρονών περνάς σαν αέρας, δε σε σταματάει τίποτε. Έχω κάποια φωτογραφία δεκαεπτά χρονών, ας τη θυμηθώ-ακριβώς όμως δεκαεπτά.

 

Το μέλλον στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Αν σκεφτούμε καλά είναι παράξενο που πιστεύουμε πως το μέλλον είναι κάτι που μπορεί να χαθεί. Πως μπορεί να χάσουμε κάτι που δεν υπάρχει. Προσπαθώ να συνδυάσω τη ματαιότητα της πράξης του Σίσυφου, δηλαδή το κουβάλημα της πέτρας και το ξανακύλισμα της. Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του. Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Υποθέτουμε πως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να έχουμε κάτι.Σε ορισμένες περιπτώσεις, στην Αμερικάνικη Δύση του δέκατου ένατου αιώνα, υπόσχονταν στους έποικους ότι θα είχαν τόση έκταση γης όση μπορούσαν να καλύψουν με το άλογο σε μια ημέρα! Αυτή η διαδικασία λεγόταν "αρπαγή γης", μας πληροφορεί ο Mark Rowlands.
Φαντάζεσθε ήδη και γνωρίζετε τι επακολούθησε. Μπορούμε ν αρπάξουμε ό,τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή-το νόημα της ζωής. Όλη μας η ζωή είναι η αρπαγή γης που μοιάζει με το κουβάλημα της πέτρας του Σίσυφου.
 

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

ΑΙΣΙΟΔΟΞΊΑ

 


Διάλεξα έναν μεγάλο ποιητή για να συμφωνήσω
ή να διαφωνήσω μαζί του. «Αυτά τα πρωινά ταξίδια
στο μέλλον ήταν εφικτά»
Διάλεξα έναν ποιητή
Να συγκεράσουμε τις σκέψεις μας
Να πιούμε ένα ρούμι
Φτιαγμένο από χρόνιο κώνειο.
Η αγάπη του μέλλοντος θα είναι επιρρεπής
Στην αισιοδοξία
Τόσο πολύ διαφωνήσαμε στις υπογεγραμμένες
Γιατί η υπόληψή μας κρεμόταν σε ένα σχοινί
Το τραβήξαμε, όταν είχαμε ρυμουλκήσει
Το καράβι στο γκρεμό
Χαλασμένοι από μια έννοια ευεληξίας*
Η διαφωνία μας ήταν στα δέντρα
 
*σωστά είναι γραμμένο: από το ευ-λήγω.
Πρόκειται για τον Σεφέρη. Στίχοι που έγραφα τότε.

 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ψυχόβλακας

 


Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος,[ εκτός αν είναι υποκείμενον ]

Φυσικά η πιο ηλίθια θρησκεία ο μωαμεθανισμός.

Γιατί δεν ζωγραφίζουν οι όμορφες γυναίκες; Φαντάζεστε την Μέριλιν με πινέλα;

Αν μου πεις πως είσαι έξυπνος και χριστιανός θα σε λυπηθώ.

Αν μια μέρα της ζωής σου δεν έχεις τι να κάνεις, έχεις αποτύχει.

Μερικές φορές θέλω να ζωγραφίσω χωρίς να λερωθώ, χωρίς να βάψω τα χέρια μου κόκκινα. Κι άλλες να κλαίω χωρίς να δάκρυα, δίχως να πρασινίσει το μάτι μου για όσα δεν μπόρεσα.



Μερος πεμπτο

Μερικοί νομίζουν πως αν φωνάζουν δυνατά, θα τους ακούσουν.

Απόλυτα μεταξύ θεών και ανθρώπου. Βασανισμένος κάτω από τη φοβέρα του θεού. Υποτίθεται πως ήταν άθρησκος αλλά δεν ήταν ποτέ ή δεν κατάφερε να ξεφύγει. Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Οι περισσότεροι στο διαδίκτυο προσπαθούμε να μοιάσουμε του Αϊνστάιν που μου θυμίζει βοσκό της Σαμοθράκης, όπου συμβουλεύει με σοφά λόγια τα πρόβατα του.

Δεν αρκεί να είσαι καλός ζωγράφος για να γίνεις μεγάλος ζωγράφος.

Μεταξύ ενός που κάνει τον έξυπνο κι άλλου που έχει μειωμένη αντίληψη, ποιον προτιμάτε για παρέα; Προσωπικά δεν μπορώ τους εξυπνάκηδες.

Έχω πει δεν είμαι φιλόλογος, οπότε κάνω λάθη, λίγα ή πολλά..[συνήθως ένα στις χίλιες λέξεις.]

Η αμφιβολία άμα ριζώσει στο μυαλό, δε βγαίνει, ούτε με αποδείξεις. Απίστευτο;

Ποτέ μου δε μίσησα το άφταστο

Ήταν δηλητήριο που χρειάστηκα για λίγο.

Μα φύσηξε το πρώτο Φθινοπωρινό αεράκι

κι άλλαξε η όψη του βιβλίου..

Πίσω απ το ύφασμα κρύβεται οριστικά η μετριοφάνεια μας. Η προσβολή της λήθης σαν απειλή της ευγένειας.

Μάλιστα.

Είμαστε πολύ ευγενείς.

Μη βάζετε τίτλους στα έργα σας. Έτσι κι αλλιώς τα νέα παιδιά πετάνε στους δρόμους τα κάδρα όταν πεθάνουν οι παππούδες.

Μια κριτική είναι αξιόλογη όταν μπορεί να διαβαστεί από αδιάφορους.

Ναι, η ποίηση από αυτή την άποψη είναι δυσπρόσιτη, η κατανόηση του θεατή της εικόνας χωρίς υπογραφή-πχ, Πικάσο, Τσαρούχης, Μαγκρίτ, και η ποίηση χωρίς Έλιοτ, Σεφέρης.Λόρκα κλπ. Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να τονίσω την ιδιαιτερότητα κάποιων κριτικών να κάνουν έργα τέχνης, λογοτεχνήματα, τις κριτικές των, έτσι που κάποιος άσχετος; με το εκάστοτε θέμα να μπορεί να διαβάσει.[Σε συσχετισμό άμεσο με τη μη παραδοχή του εύγε! πόσο καλός είσαι! τι μεγάλος και τι υπέροχος που άλλωστε ποιον θα ενδιαφέρουν σαν αμάσητη τροφή;]

Λυπάμαι πραγματικά τους ανθρώπους που τους αρέσει ν ακούνε μόνο μπράβο.

Με ενοχλεί που έχουμε χάσει την αυτοπεποίθηση μας, το χαμόγελο, την προσμονή, για κάτι καλύτερο.

Για να πας μπροστά στη ζωή σου πρέπει να έχεις μελετήσει σωστά τις ανάγκες του ανθρώπινου σώματος. Είναι μια πρωταρχική, κυριαρχική σκέψη στην πρωινή μου γυμναστική-όχι τίποτε σπουδαίο, ανεβοκατεβαίνω στο λόφο του Στρέφη κάνω πέντε στροφές στο μικρό γήπεδο, περπατώ στους γύρω, έρημους δρόμους.


Σάββατο 14 Μαΐου 2022

ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ

 



Αναμετάδοση

Πικρό το τσιγάρο, το σ΄αγαπώ στην άκρη του δρόμου
Φαντάρος που γύρισε και δεν θα ξαναπάει
Μικρή η ζωή, το φιλί, τα σ΄αγαπώ, τα λάικ επ΄ώμου
Κερδισμένος-χαμένος είναι αυτός που γαμάει

ΑΚΑΤΑΝΌΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΉ ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, 

 


ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά. 


 


 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...