Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 6

 


 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

Στο σπίτι του παπά. Μπορεί να είναι το ίδιο με το προηγούμενο σκηνικό με κάποιες παραλλαγές. Το φως είναι άπλετο. Στη μία άκρη ο παπάς με γυρισμένες τις πλάτες στον Έντι που βρίσκεται στο κέντρο.

ΠΑΠΑΣ: ‘Ώστε έχεις πως σε γελάω καλό μου παιδί…

ΕΝΤΙ: (τον κόβει) Μη με λες παιδί. Και γύρισε το πρόσωπό σου να σε βλέπω.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς να γυρίσει) Το βλέπω… μεγάλωσες. Ίδιος ο πατέρας σου είσαι. Αψύς. Πες μου λοιπόν γιατί δεν με πιστεύεις; (γυρίζει) Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, δεν πιστεύεις όλους αυτούς! (δείχνει το κοινό) Όλοι τούτοι είναι μάρτυρές μου. Δεν βλέπεις τα μάτια τους πως γυαλίζουν; …

ΕΝΤΙ: (με πόνο) Το βλέπω παπά. Το είδα, το συνάντησα και στο δρόμο. Είδα τη σιχασιά στα μούτρα τους για το πρόσωπό μου και την οικογένειά μου…

ΠΑΠΑΣ: Αμ τότε;

ΕΝΤΙ: (με θυμό) Τούτο όμως μου φαίνεται έργο δικό σου! Δεν ξέρω τι έτρεξε αλλά αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που αναγκαστήκαμε να σε εμπιστευτούμε. Γι αυτό σου λέω τούτο: είμαι βέβαιος πως όλα είναι έργο δικό σου!

ΠΑΠΑΣ: Χάνεις τα λόγια σου προσπαθώντας να με κατηγορήσεις. Αλλού πρέπει να κοιτάς. (παύση). Να πάρεις τη δαιμονισμένη όσο πιο γρήγορα γίνεται από εδώ. Πάρτη στην άλλη χώρα, όσο πιο μακριά γίνεται. Αυτό θα σε συμβούλευα…

ΕΝΤΙ: (μέσα απ’ τα δόντια του) Ξέρω τις συμβουλές σου άτιμε.

ΠΑΠΑΣ: (σαν να μην άκουσε) Έτσι θα γλιτώσεις το αίμα σου. Δεν έχετε άλλο λόγο σ’ αυτή τη χώρα εσύ και η οικογένειά σου!

ΕΝΤΙ: (κάνει να του χιμήξει) Πρόσεξε τα λόγια σου παπά!

ΠΑΠΑΣ: (κι αυτός πάει να του ορμήσει).  Με φοβερίζεις;

Σχεδόν έρχονται στα χέρια, αλληλοαπωθούνται.

ΠΑΠΑΣ: Πάρτη και φύγε από εδώ!
Ησυχία. Τα φώτα αναβοσβήνουν στα πρόσωπα τους.

Ξαφνικά μπαίνει ορμητικά η Ελμίνα. Στέκεται ανάμεσά τους και πιο κοντά στον αδερφό της. Τον αναγνωρίζει και τα δύο αδέρφια σφιχταγκαλιάζονται. Έπειτα χωρίζουν.

ΕΛΜΙΝΑ: Έντι!

ΕΝΤΙ: Αδερφούλα μου!

ΕΛΜΙΝΑ: Πάμε να φύγουμε από εδώ, πάμε. (ρίχνει ένα βλέμμα λύπης στον παπά) Πάμε να φύγουμε από δω Έντι. Τόσα χρόνια περίμενα, γιατί άργησες; …

ΕΝΤΙ: (τη θαυμάζει που έχει γίνει πολύ όμορφη) Εσύ έγινες θεά! (παύση. Θυμάται την εντολή του πατέρα του) Ω, θεέ μου πώς γίνεται τώρα αυτό;

ΕΛΜΙΝΑ: (απορημένη) Ποιο είναι αυτό Έντι; Τι θέλεις να κάνεις που δεν γίνεται;

ΕΝΤΙ: (συνέρχεται) Πάμε Ελμίνα, πάμε. Όσο για σένα… (σφίγγει τα δόντια στον παπά που τόση ώρα έχει γυρισμένη την πλάτη)

ΕΛΜΙΝΑ: Ας τον Έντι. Υπάρχει δίκην οφθαλμός.

ΕΝΤΙ: Έχεις δίκιο Ελμίνα, πάμε. Όσο πιο γρήγορα φύγουμε, τόσο καλύτερα, να φύγουμε απ’ αυτόν τον αέρα.

Φεύγουν. Ο παπάς γυρίζει προς το κοινό.

ΠΑΠΑΣ: Έφυγαν οι αναθεματισμένοι! Γλίτωσα μια για πάντα από δαύτους.

(βηματίζει) Τούτος ο μικρός έγινε διάβολος. Το έχει το σόι φαίνεται. (παύση) Τι θα την κάνει άραγε: Αλλά τι με νοιάζει, εγώ γλίτωσα. Άσε τους άλλους να καίγονται όπως κάηκα κι εγώ.

Με σίγουρα βήματα βγαίνει. Τα φώτα χαμηλώνουν.

 συνεχίζεται

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Καλύβα σαραβαλιασμένη στο δάσος. Μερικές πέτρες, άχυρα σκόρπα, ξύλα και στάχτες. Αποκαΐδια μιας άλλης εποχής.

Φτάνει ο Έντι κατάκοπος, αναμαλλιασμένος, ρακένδυτος. Ακολουθεί η Ελμίνα στην ίδια κατάσταση.

ΕΛΜΙΝΑ: (λαχανιασμένη) Γιατί σταματήσαμε εδώ Έντι;

ΕΝΤΙ: (κάθεται σε μια πέτρα, εξετάζει τον χώρο) Να ξεκουραστούμε, κάθισε.

ΕΛΜΙΝΑ: (μοιάζει τρομαγμένη) Κάτι με φοβίζει αδερφέ μου! Κάτι με φοβίζει στο βλέμμα σου.

ΕΝΤΙ: (την καθησυχάζει) Τι λες Ελμίνα; Τι έχει το βλέμμα μου; Ξεκουράσου σε παρακαλώ γιατί έχουμε πολύ δρόμο.

ΕΛΜΙΝΑ: Πολύ δρόμο… Είναι τόσο μακριά η χώρα μας; Θέλω να πω η άλλη χώρα. (παύση) Τώρα εμείς είμαστε χωρίς πατρίδα…

ΕΝΤΙ: Χωρίς πατρίδα… κανείς δεν έχει πατρίδα αλλά να έλλειπε μόνο αυτή…  όμως κάθισε σε παρακαλώ. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση μετά από όλα αυτά!

ΕΛΜΙΝΑ: (κάθεται χάμω αγκαλιαστά μ’ έναν κορμό απορημένη) Δηλαδή θα κοιμηθούμε; Πόσο θα μείνουμε εδώ; που θα πάμε μετά; Φοβάμαι Έντι! Πες μου…

ΕΝΤΙ: Τώρα ξεφύγαμε απ’ τον κίνδυνο. Είμαστε κοντά στα σύνορα, μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ. Γι αυτό κοιμήσου εσύ… Μπορεί κι εμένα να με πάρει για λίγο αλλά θέλω να ‘χω το νου μου. Στην ερημιά είμαστε.

Η Ελμίνα κλείνει τα μάτια. Γρήγορα, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη καθώς είναι, την παίρνει ο ύπνος.

Ο Έντι σηκώνεται με προσοχή και σιγανά πάει αντίθετα στην άκρη της καλύβας. Πιάνει το κεφάλι του με οδύνη, ξαπλώνει μπρούμυτα και κλαίει. Κάποια στιγμή σηκώνεται. Σκουπίζει τα δάκρυα και πηγαίνει κοντά στην Ελμίνα που κοιμάται ήσυχα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. Εκείνη αναδεύει λίγο. Ο Έντι οπισθοχωρεί ταραγμένος. Ύστερα γυρίζει και με αργά βήματα βγαίνει απ’ την καλύβα.

Τα φώτα χαμηλώνουν. Σβήνουν.

 

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 5

 


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως.

Μπαίνει ο Έντι Μπάρεττ ενώ ο πατέρας του βρίσκεται ήδη εκεί. Κρατάει ένα γράμμα που διαβάζει και ξανδιαβάζει. Έπειτα σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει το γιο του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με συντριβή) Έζησα τόσα χρόνια τίμιος. [παύση] Σας μεγάλωσα με κόπο, με αρχές... κα τώρα... τώρα έρχεται η απολαβή μου, έρχεται να με ντροπιάσει το ίδιο μου το παιδι...

ΕΝΤΙ: Τι τρέχει πατέρα, τι είναι;..

ΠΑΡΕΡΑΣ: Η κόρη μου και αδερφή σου Έντι, έγινε το μίασμα της οικογένειας! Αυτό τρέχει, πάρε διάβασε.

Ο Έντι  παίρνει το γράμμα και διαβάζει.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Διάβασε… εγώ δεν ξέρω πού να κρυφτώ, που να κρύψω το πρόσωπό μου, να μη με βλέπει κανείς. Ο παπάς το λέει καθαρά – τι με κοιτάς, δε διάβασες; Πουλάει το κορμί της σαν τη χειρότερη πόρνη! Ξελόγιασε όλους τους άντρες της χώρας. Θεέ μου τι καταστροφή… (κλαίει)

ΕΝΤΙ: (μοιάζει να μην το πιστεύει) Δεν μπορεί… θα είναι ψέματα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βουίζει ο τόπος κι εσύ λες πως είναι ψέματα; Όλος ο κόσμος λέει ψέματα; Εδώ μας παρακαλάει να πάμε να την πάρουμε για να τη γλιτώσουμε απ’ τον λιθοβολισμό κι εσύ λες… (παύση, κουνάει το κεφάλι του) Χμ, έχει δίκιο ο παπάς. Εγώ του έχω εμπιστοσύνη, τον ξέρω τόσα χρόνια δεν μπορεί να μωράθηκε ξαφνικά. (παύση) Γι αυτό βιάσου!

ΕΝΤΙ: Τι θες να κάνω πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο κόσμος βουλιάζει απ’ τη συμφορά κι εσύ ρωτάς τι να κάνεις. Έντι, έγινες άντρας πια, κατάλαβέ το! Θα κάνεις αυτό που πρέπει…

Ο Έντι απορεί, κάτι υποψιάζεται αλλά…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σκληρά) Είναι προσταγή! Σε διατάζω μ’ ακούς; Σε διατάζω.

Ο Έντι φοβάται γι αυτό που θ’ ακούσει, κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα πας και θα τη σκοτώσεις!

ΕΝΤΙ: (ψελλίζει) Τι λες πατέρα;

Ο πατέρας του τον πλησιάζει και τον κοιτάζει κατά πρόσωπο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σχεδόν σφυριχτά, με τεντωμένα νεύρα) Θα πας και θα την σκοτώσεις Έντι Μπάρεττ! Δεν αξίζει να ζει. Θα την σκοτώσεις και θα φέρεις το αίμα της πίσω σαν απόδειξη πως ξέπλυνες τη ντροπή μας.

ΕΝΤΙ: (προσπαθεί ν’ αντιδράσει) Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα πατέρα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη μου λες πως δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράξη. Θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ! Αυτό είναι το σωστό… αλλιώς, τι περιμένεις… να τη σκοτώσουν εκείνοι οι άνανδροι; Τι περιμένεις… να γίνουμε περισσότερο ρεζίλι των σκυλιών; … (παύση) Κι ύστερα, αν δεν πας εσύ, θα πάω εγώ ο ίδιος! Και τότε θα είναι χειρότερα για σένα. Διάλεξε!

ΕΝΤΙ: (με περίσκεψη, σιγανά) Θα πάω πατέρα. Θα κάνω αυτό που θέλεις.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα κάνεις το σωστό και το δίκαιο να λες! Φύγε τώρα, μην αργείς.

Ο Έντι φεύγει. Ο πατέρας του σηκώνεται, κι αργά – αργά βγαίνει κι αυτός. Το φως σιγοσβήνει με το πεταμένο γράμμα να σέρνεται στο δάπεδο σαν από μαγικό σχοινί.

 

 

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 3

 


 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Στο σπίτι του παπά.

Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια. Η Ελμίνα έχει γίνει γυναίκα. Ίσως η ομορφότερη των γυναικών. Ανάλαφρη σαν οπτασία, γαλήνια και δυνατή με τρόπους άμεμπτους, διαβαίνει και σφυρίζουν οι αγέρηδες. Έξυπνη και σταθερή, πιστή στις αδιάβλητες-διαχρονικές αξίες του ανθρώπου, ίσως περισσότερο απ’ όσο πρέπει.

Τα φώτα ανάβουν. Μπαίνει η Ελμίνα ανάλαφρα, σχεδόν νυχτοπατώντας. Σταματάει και συλλογιέται. Το ύφος της πάντα σοβαρό σχεδόν βλοσυρό αυτήν την ώρα.

Αφουγκράζεται. Κρατάει την ανάσα της κι ύστερα πηγαίνει στο παράθυρο. Κοιτάει έξω. Γυρίζει. Έρχεται και κοιτάει κατάφατσα το κοινό. Τα φώτα χαμηλώνουν. Σκοτάδι. Σιωπή.

Μπαίνει ο παπάς βλοσυρός, τα φώτα ανάβουν. Η Ελμίνα λείπει.

ΠΑΠΑΣ: (κοιτάζει γύρω του, δεν βλέπει κανέναν) Πού να πήγαν; (παύση)

Κάπου θα έχουν κρυφτεί, όπως όλοι κρυβόμαστε. σαν τα ποντίκια στις υποχθόνιες φωλιές μας (κουνάει το κεφάλι). Μα εγώ ξέρω τι κάνουν δε θα με γελάσουν εμένα! [κοιτάζει κατάφατσα το κοινό]

Δεν θα με γελάσουν δυο γυναίκες.

Δυο γυναίκες! Η γυναίκα μου και τούτη εδώ η καταραμένη που έβαλα στον κόρφο μου (με συμφορά). Τι ήταν τούτο που με βρήκε θεέ μου; Δεν γλιτώνω από δαύτη, θα νε φάει το μαράζι της. (παύση). Πέντε χρόνια τώρα με τυραννάει η σκέψη της, από τότε που ήταν παιδούλα και την ακούμπησαν στην αγκαλιά μου.

Πηγαίνει και κάθεται στο τραπέζι.

Έννοια σου όμως και θα την κανονίσω. ‘Εχω λάβει τα μέτρα μου, μη νομίζεις.

‘Εσπειρα κι όλας τον σπόρο της ζήλειας και της καχυποψίας. Πιο πολύ της διαφθοράς. Αυτό είναι που κεντρίζει τους ανθρώπους,  η διαφθορά ! (γελάει σαρδόνια). Τώρα όλοι ξέρουν πως είναι μια ξελογιάστρα! Μια ξεδιάντροπη που ξεμυάλισε όλους τους άντρες της χώρας. Τίμιους και μη.

(παύση). Με ανάβει όμως ο πόθος. Φωτιά που μου καίει τα σωθικά! (παύση) Θα κάμω όμως μια προσπάθεια ακόμα μήπως και τη σώσω, γιατί τώρα, μόνο εγώ μπορώ να τη σώσω από τον όχλο και την οργή του πατέρα της. Σκέφτομαι τι μούτρα θα έκανε μόλις διάβασε το τελευταίο μου γράμμα... (σηκώνεται, κοιτάει γύρω) Μμμ... σα να ρχεται... (ξανακάθεται)

Μπαίνει η Ελμίνα. Στέκεται παράμερα, δεν τον κοιτάει.

ΠΑΠΑΣ: (με ανάλογο ύφος) Υπήρξα πάντα λογικός και συνεπής. Τόσα χρόνια που σε είχα κοντά μου δεν σου έλλειψε τίποτα.

ΕΛΜΙΝΑ: Αυτό δεν εξηγεί τη λογική και τη συνέπεια.

ΠΑΠΑΣ: (μπερδεύεται) Ποια λογική... και ποια συνέπεια...

ΕΛΜΙΝΑ: Είδες; Χάνεις τα λόγια σου... Φταίνε όσα έκανες και πόσα θέλεις να κάνεις στο μέλλον.

ΠΑΠΑΣ: Τι ήθελες να κάνω; Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που σ’ εγκατελειψαν οι δικοί σου...

ΕΛΜΙΝΑ: Δεν μ’ εγκατέλειψε κανείς.

ΠΑΠΑΣ: Τό πιστεύεις;

ΕΛΜΙΝΑ: Το πιστεύω. Τώρα μεγάλωσα, δεν είμαι το παιδάκι που κορόιδευες. Ούτε μια φορά δεν μου διάβασες ένα γράμμα τους. Μόλις έρχονταν τα εξαφάνιζες... κι ύστερα ποτέ δεν έμαθα τι τους απαντούσες, τι ψέματα τους αράδιαζες! Ναι, είμαι σίγουρη, δεν με γελάς, όσο και να κρύβεσαι. Γιατί κρύβεσαι;

ΠΑΠΑΣ: Έβγαλες μεγάλη γλώσσα και ο θεός...

ΕΛΜΙΝΑ: (τον κόβει) Ας τον θεό!!

ΠΑΠΑΣ: (πως δεν άκουσε) ...θα  σε τιμωρήσει. Ο θεός είναι μεγάλος και θ’αποδείξει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο.

ΕΛΜΙΝΑ: (παγερά) Δεν με γελάς παπά!

ΠΑΠΑΣ: Εγώ σε γελάω; Που σ’ έχω σαν τα μάτια της ψυχής μου;  Πιο πάνω απ’ ότι υπάρχει και δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο;

ΕΛΜΙΝΑ: Τι λόγος ξεδιάντροπος! Δεν μ’ ενδιαφέρει.

ΠΑΠΑΣ: Αυτό έιναι που μ’ εξοργίζει! Ότι άλλο και να έλεγες, θα το δεχόμουν. Όμως με υποτιμάς. Υποτιμάς την αγάπη μου και το ανδρισμό μου.

ΕΛΜΙΝΑ: Επειδή δεν δέχομαι τον έρωτά σου;

ΠΑΠΑΣ: (αναστενάζει) Αχ... άκουσέ με Ελμίνα, άκουσέ με μια φορά.

Αν θέλεις εσύ, και στο λέω για τελευταία φορά, όλα μπορεί να φτιάξουν. Αν δεχτείς να γίνεις γυναίκα μου, γιατί αυτό σου ζήτησα σαν τίμιος άντρας και σου το είπα μάλιστα πως εγκαταλείπω οριστικά τη γυναίκα μου και πως ακόμα και το ράσο ν’ αρνηθώ για σένα...

ΕΛΜΙΝΑ: Αυτά είναι τα χειρότερα. Εγκαταλείπεις τη γυναίκα σου για μιαν άλλη!

Είναι σωστό αυτό; Εξ’ άλλου, τόσα χρόνια που μου έκανες κόλαση τη ζωή, με τον παράφορο έρωτα σου, τον κρυφό και τίμιο όπως λές, τόσα χρόνια σου απαντούσα όχι. Και μια ακόμα φορά τώρα: όχι! Ο τελευταίος άντρας να έμενες στη γη δε θα ερχόμουν μαζί σου! Αυτή είναι η απόφασή μου.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς δισταγμό) Να δεις ποια θα είναι η τιμωρία σου.

ΕΛΜΙΝΑ: Τι είπες;

ΠΑΠΑΣ: (ανήξερα) Τι είπα...

ΕΛΜΙΝΑ: Κατάλαβα τι είπες παπά αλλά δεν θα με νικήσεις! Δεν θα με νικήσει κανένας! Πόσο μάλλον εσύ, ένας ανελέητος...

ΠΑΠΑΣ: (ειρωνικά) Που σε λατρεύει τόσα χρόνια...

ΕΛΜΙΝΑ: Δεν ακούω τι λες. Δεν σε ακούω καθόλου. Εσύ πρόδωσες την εμπιστοσύνη του πατέρα μου και του αδερφού μου, δεν θα προδώσεις τώρα την αγάπη και τον έρωτα; Δεν θα προδώσεις την ομορφιά της ζωής αφού δεν σέβεσαι τη φιλία; Εσύ δεν έχεις ιερό και όσιο αλλά... τι σου λέω τώρα όλα αυτά. Ένα μένει να σου πω οριστικά: Δεν πρόκειται να γίνω ποτέ δική σου. Άδικα κουβεντιάζεις.

ΠΑΠΑΣ: (σπάει, εκλιπαρεί) Ελμίνα, σε παρακαλώ... Σε ικετεύω (σχεδόν πέφτει στα πόδια της)

ΕΛΜΙΝΑ: (δεν τον λυπάται) Σήκω επάνω. Δεν μπορώ να σε βλέπω να σέρνεσαι σαν σκουλήκι.

ΠΑΠΑΣ: (αντιδρά) Σκουλήκι... σκουλήκι εγώ. (σηκώνεται) Κοίταξέ με καλά μικρή πόρνη και ξαναπές με σκουλήκι για  να δεις τι έχεις να πάθεις!

ΕΛΜΙΝΑ: (προσπαθεί να καταλάβει) Με τρομάζεις! Με φοβίζει το ύφος σου, άνανδρε άνθρωπε και δεν ξέρω τι μου σκαρώνεις αλλά, πάλι τι μπορείς να κάνεις... τίποτε. Σε λίγο θα έρθει ο αδερφός μου να με πάρει για πάντα από δω. Έρχεται σε λίγο, τον βλέπω σαν καβαλάρη που φθάνει να με γλιτώσει από τα δόλια χέρια σου.

ΠΑΠΑΣ: Έννοια σου και δεν θα πας πουθενά.

ΕΛΜΙΝΑ: Με απειλείς;

ΠΑΠΑΣ: Εγώ σε απειλώ; Εγώ δεν απειλώ κανέναν. Είμαι αντιπρόσωπος του θεού στη γη και σαν τέτοιος θα κάνω το καθήκον μου. Και αφού θέλεις την αλήθεια, θα σου την πω: Πες μου τι θα απαντήσεις σ΄όλους αυτούς; (δείχνει το κοινό) Ποιον θα πιστέψουν, εμένα ή εσένα; Αυτοί ξέρουν την αλήθεια και το μίσος τους είναι αδυσώπητο, γιατί αυτοί ξέρουν ποια είσαι...

ΕΛΜΙΝΑ: (χαμένη ξαφνικά) Ποια είμαι;

ΧΟΡΟΣ: Ποια είμαι; Ποια είμαι;

ΠΑΠΑΣ: (καγχάζει) Είσαι ένα δαιμονικό, μια ξελογιάστρα! Έκανες τα μάτια των αντρών της πολιτείας να γυαλίζουν. Παντρεμένους κι ανύπαντρους τους πήρες τα μυαλά.

ΕΛΜΙΝΑ: Εγώ;

ΠΑΠΑΣ: (δεν την ακούει)... κι έρχονται τώρα όλοι,  όλος ο όχλος, τους ακούς;

(ακούγονται ποδοβολητά, οχλαγωγία , φωνές)

ΧΟΡΟΣ: Θάνατος στο δαιμονικό! Θάνατος!!

ΠΑΠΑΣ: Τι θα πεις τώρα σ’ όλους αυτούς;  (δείχνει πάλι το κοινό) Αυτοί έχουν έτοιμες τις πέτρες να σε λιθοβολήσουν απαίσια πόρνη!

ΧΟΡΟΣ: Θάνατος στο δαιμονικό! Θάνατος!!

(ξανά ποδοβολητά, οχλαγωγία, φωνές)

Ησυχία.

ΕΛΜΙΝΑ: (με απόγνωση)  Έκανες τέτοιο πράγμα;

ΠΑΠΑΣ: Εγώ δεν έκανα τίποτε. Είπα μόνο την αλήθεια.

Τα φώτα χαμηλώνουν σιγά-σιγά.

συνεχίζεται

 

 

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 2

 


 

                            

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στην μια γωνία σε τραπέζι με κούτσουρα καθίσματα, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του, καθισμένοι, πίνουν κρασί. Στην άλλη πλευρά ο άρχοντας με τα παιδιά του, τον Τζωρτζ και τον Άλεξ και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος τρώνε και πίνουν επίσης. Ο παπάς στο μοναχικό τραπέζι. Ο ταβερνιάρης όρθιος, πηγαινοέρχεται, σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα, ντυμένη άνδρας. Επικρατεί οχλαγωγία. Οι περισσότεροι είναι χαρούμενοι ο πόλεμος έχει τελειώσει. Ή καλύτερα έχει γίνει ανακωχή, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελειώνει. Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της ταβέρνας, χύνει το κρασί κοιτάζοντας ένα γύρο όλους, με ύφος σκοτεινό.

ΕΛΜΙΝΑ: Σςςς!

Ησυχία ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

.....θα σας πω μια ιστορία (παύση)

μοιάζει με μύθο αλλά δεν είναι (παύση)

Μόνο, που δεν πρέπει να φύγει κανείς.

(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς!

Κλέιστε τις πόρτες!! (στον ταβερνιάρη επιτακτικά.]

Φυσάει αέρας, γίνεται πανδαιμόνιο, οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο, τα φώτα χαμηλώνουν και σβήνουν σ’ ένα μακρινό μπουμπουνητό.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

 

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του κοντοστέκονται. Είναι απόγευμα προς το σούρουπο. Ο Έντι είναι έφηβος, ωραίος και μελαγχολικός.

Κι ο πατέρας του είναι λυπημένος, αλλά δεν μοιάζει άνθρωπος που δέχεται εύκολα τη μοίρα του. Είναι από κείνους που θέλουν να την ορίζουν, πόσο μάλλον την οικογένεια.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έτσι τα έφερε ο καιρός, Έντι. Ο καιρός και η μοίρα. Τη μοίρα όμως, την διατάζουν οι άνθρωποι. Τον καιρό τον αλλάζουν τα γεγονότα. (παύση)

Εμείς γεννηθήκαμε φτωχοί και τούτοι πλούσιοι ([δείχνει το ανάκτορο). Τόσα έχουν να χαρούν, μα δεν τους πρέπουν.

ΕΝΤΙ: Με ποιους τα βαλες πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με ποιους τα βαλες πατέρα! (απορεί, τον ησυχάζει)

Με κανέναν, μη φοβάσαι. Αλλά να, σου έλεγα για τη μοίρα που γεννάει άλλους πλούσιους και άρχοντες κι άλλους φτωχούς και ασήμαντους. Για όλους όμως, μόνο η καρδιά και το μυαλό μετράει. Και για μένα ακόμα πιο πολύ, η αξιοπρέπεια και η ηθική.  Αυτά κάνουν τον άνθρωπο κι όχι τα πλούτη και οι τίτλοι.

ΕΝΤΙ: (απορεί) Καλά όλα αυτά... αλλά γιατί τώρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη βιάζεσαι. Έχουν τη σημασία τους γι’ αυτό που θα σου πω τώρα.

ΕΝΤΙ: Λοιπόν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μας διέταξαν να πάμε στη γειτονική χώρα.

ΕΝΤΙ: Μας διέταξαν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι παιδί μου. Οι ανώτεροι. Είπαν πως είναι ανάγκη να εργαστούμε εκεί για το καλό της πατρίδας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε.

Ο Έντι δεν μιλάει.

... Στην απόφαση όμως αυτή, υπάρχει και μια άλλη που πρέπει να δώσεις προσοχή και απάντηση: Η Ελμίνα θα μείνει εδώ.

ΕΝΤΙ: (ξαφνιάζεται) Εδώ; Πού εδώ... μόνη της;

ΠΑΤΕΡΑΣ: (χαμογελάει) Ξέρω πόσο την αγαπάς την αδελφή σου αλλα μη φοβάσαι. Είναι όμως ακόμα μικρή και η ανάγκη να συνεχίσει τα γράμματα, μεγαλύτερη. Εξ’ άλλου τη φροντίδα της θα την αναλάβουν σοβαρά χέρια.

ΕΝΤΙ: (συνοφρυώνεται) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα είναι υπό τη φροντίδα του κράτους και στην κηδεμονία του παπά... Βλέπεις, πέθανε και η μητέρα σου πέρυσι και μας άφησε μόνους.

ΕΝΤΙ: (μελαγχολικά) Πέρασε κι όλας ένας χρόνος χωρίς τη μητέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ξέρω πως την αγαπούσατε κι εσύ και η Ελμίνα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Άλλες όμως οι βουλές των ανθρώπων κι άλλες των θεών.

ΕΝΤΙ: (ασυλλόγιστα) Τώρα δεν έχουμε κανέναν.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (επιτακτικά) Μη σκέπτεσαι έτσι, η ζωή είναι μπροστά! Είμαι εγώ εδώ. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. (παύση)

Να, κοίτα, έρχεται ο παππάς έρχεται ο παπάς. Να τον ρωτήσουμε επ’ ευκαιρία αν δέχεται να κρατήσει την Ελμίνα.

Από αντίθετα έρχεται ο παπάς. Είναι περίπου 50 χρονών, αρκετά νεότερος απ’ τον πατέρα του Έντι. Τα γένια του είναι κοντά και περιποιημένα. Το ύφος του δεν προδίδει ανώφελα τον κακό του χαρακτήρα και είναι μάλλον κατ’ ανάγκη άσχημος. Δεν είναι ο καθ’ έξιν κακός προϋπάρχει η γενεσιουργός κακία.

ΠΑΠΑΣ: Καλησπέρα (δίνει το χέρι του στον πατέρα του Έντι, ο οποίος το ασπάζεται. Έπειτα χαιρετάει και τον Έντι που αρνείται με τρόπο να τον ασπαστεί. Ο πατέρας του, τον κοιτάει καχύποπτα. Ο παπάς δε δίνει σημασία)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όλα καλά, πάτερ;

ΠΑΠΑΣ: Όλα καλά. Εσείς;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλά είναι παπά καλά. Μόνο που έφθασε η ώρα να σε

αποχαιρετήσουμε.

ΠΑΠΑΣ: (με ενδιαφέρον) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν θυμάσαι που σου είχα πει για την απόφαση της πολιτείας;

Ο παπάς μοιάζει να θυμάται,  γνέφει ναι.

...Η απόφασή τους είναι οριστική. Μεθαύριο το πρωί ο Έντι κι εγώ αναχωρούμε για τη γείτονα χώρα. Η κόρη μου όμως πρέπει να μείνει εδώ κοντά σου, όπως μου υποσχέθηκες.

ΠΑΠΑΣ: Ώστε είναι οριστικό! Το αποφάσισες!

ΠΑΤΕΡΑΣ: (παγερά) Είναι διαταγή παπά. Μην το ξεχνάς.

ΠΑΠΑΣ: Ναι, βέβαια. Εγώ τι να πω. Αφού έτσι είναι οι βουλές του Κυρίου, ας γίνει.

Όσο για την Ελμίνα εγώ δεν ξεχνάω τι σου είπα. Θα την έχω σαν παιδί μου. (παύση)

Εγώ παιδιά δεν έχω βλέπεις ο Θεός δεν μας έδωσε. Σε βεβαιώνω λοιπόν για μια ακόμη φορά πως με χαρά μου θα γίνει αυτό που ζητάς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (δύσπιστα) Δεν πιστεύω να είναι πολύς ο χρόνος.

ΠΑΠΑΣ: (υστερόβουλα) Ποτέ δεν ξέρεις...

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σαν να μη τον άκουσε) Ένα-δύο χρόνια το πολύ είπανε και, ή θα την πάρουμε κοντά μας ή θα γυρίσουμε πίσω. Να σου υπενθυμίσω μόνο πως θέλω να μας ενημερώνεις συνεχώς.

ΠΑΠΑΣ: (καθησυχαστικά) Δεν χρειάζεται να το λες. Εμένα είναι χαρά μου να σ’ εξυπηρετήσω. Είθε να πάνε όλα καλά. 

συνεχίζεται

 

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...