Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ 2

 

 


Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Οι άνθρωποι πάντοτε μου προξενούσαν μια αλγεινή εντύπωση.
Από μικρό παιδί, σκεφτόμουν γιατί να ζούνε τόσοι άνθρωποι. Άνθρωποι χωρίς καρδιά. Κοντοί, κουτσοί, στραβοί, ανισόρροποι. Φάτσες που δεν γουστάρεις να δεις πουθενά. Γκαρσόνια, που στριφογυρίζουν, γκόμενες[γυναίκες!] που δεν έχουν μυαλό παρά μόνο για τον έρωτα, παιδάκια που σου σπάνε τα νεύρα, γιατί ξέρεις πως κάποτε θα μεγαλώσουν.
Τι αξία έχει να ζούνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εξυπηρετούνε κανένα λόγο;
Ένας άνθρωπος μονάχα έπρεπε να υπάρχει: Εγώ.

Καθισμένος στη στριφογυριστή  πολυθρόνα, μέσα στο υπέροχο γραφείο μου, ανασκάλευα τα χειρόγραφα μου. Άναβα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου, έπινα μαύρη βότκα. Συγγραφέας γαρ. Όλοι οι συγγραφείς πίνουνε. Εκτός από κάτι ξενέρωτους Καζαντζάκηδες.[Η χολή που στάζει δεν είναι δικιά μου.]Στο σκοτεινό, πίσω μέρος του μυαλού μου, ήθελα να ξεκαθαρίσω την ατμόσφαιρα. Να σμίξω το φως με το σκοτάδι, να αφαιρέσω κι απ’ τα δυο τους ανθρώπους. Πιο  πολύ τους ανθρώπους.
Προσπαθούσα λοιπόν, μέρες τώρα μου είχε καρφωθεί ή ιδέα, να βρω έναν πιο εύλογο τρόπο για να οικειοποιηθώ την άποψη, πως δεν χρειαζόταν να υπάρχουν όλοι αυτοί.
Η γραμματέας μου στο βάθος καθισμένη στο γραφείο της, διόρθωνε κάποιες σελίδες μου στον υπολογιστή της. Σηκώθηκα αποφασισμένος και πήγα κοντά της. Την κοίταξα και ανασήκωσε τα μάτια.
Μάτια κουρασμένα, επουσιώδη. Χέρια λευκά, πρόσωπο κέρινο, ασυμμάζευτο. Επίτηδες την είχα διαλέξει έτσι, μέσα από ένα τσούρμο υποψήφιες.
Τι είναι κύριε Κρίστο; Με ρώτησε σβησμένα.
-Τίποτα, της είπα. Μια ιδέα μόνο; Εσύ τι λες , αν σκοτώσω όλον τον κόσμο;
-Στη συνέχεια του βιβλίου; Αναπήδησε ακόμα πιο αχνά, λίγο.
-Όχι, στην πραγματικότητα.
-Και μπορείτε; Γέλασε ακόμα αχνότερα.
-Ο συγγραφέας όλα τα μπορεί.
-Σ’ αυτό συμφωνώ.
Μόλις το είπε αυτό κι έσκυψε στη δουλειά της, ένα μυρμήγκιασμα κύλησε στη ραχοκοκαλιά μου. Ο πρώτος που έπρεπε να σκοτώσω ήταν αυτή. Την παρατήρησα λίγο ακόμα άφωνος και πισωπάτησα προς το γραφείο μου. Άναψα ένα άλλο τσιγάρο, ρούφηξα λίγη μαύρη βότκα. Μ’ έπιασε μια μικρή απελπισία, έχασα την όρεξη για να γράψω αλλά δεν λύγισα. Αυτό, γιατί πάντα είχα μες το μυαλό μου μαύρες σκέψεις.
Για να μην υποθέσει όμως κανείς πως τα λέω όλα αυτά εξ αιτίας κάποιας απογοήτευσης ή αποτυχίας, οφείλω να πω, πως στην ζωή μου όλα πήγαιναν ρολόι. Και πηγαίνουν.
Τα βιβλία μου γίνονται ανάρπαστα. Το αναγνωστικό κοινό[σιχαίνομαι την έκφραση] περιμένει πως και πως το επόμενο βιβλίο μου. Το βιβλίο του Κρίστο Αγκάθινου.
Κρίστο Αγκάθινος δεν είναι το πραγματικό μου. Στην ουσία κανείς, εκτός από πέντε –δέκα συγγενείς, δεν γνωρίζει, πως ο Νίκος Μπουρμπουλιάρης και ο Κρίστο Αγκάθινος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Εγώ.
Τις περισσότερες φορές, γράφω ιστοριούλες, τύπου Άρλεκιν. Αυτά που γουστάρει το κοινό.[Πάλι αυτή η ανούσια λέξη]
Βαριεστημένος, σηκώθηκα από την στρογγυλή μου θέση. Δεν είχα διάθεση να συνεχίσω το γράψιμο. Εξ άλλου δεν καιγόμουν εγώ. Οι εκδότες μου  και ο κόσμος ναι. Εγώ όχι.
Σκέφτηκα κάπου να πήγαινα. Η ώρα ήταν προχωρημένη, γύρω στις εντεκάμισι το βράδυ.. Γνωστούς δεν ήθελα να συναντήσω, ιδιαίτερα κάτι σαλιάρηδες, αποτυχημένους και μη του σιναφιού. Άρρωστοι άνθρωποι, καρφωμένοι στην ιδέα να κάνουν μια επιτυχία, ένα μπέστ-σέλερ.
Ακόμα χειρότεροι οι κριτικοί. Άνθρωποι για κλωτσιές. Αποτυχημένοι συγγραφείς που στάζουν φαρμάκι ή γλίτσα, ανάλογα.
Ενώ εγώ είμαι ένας ακραιφνής, ζωντανός πενηντάρης άνθρωπος με αποκρυσταλλωμένες ιδέες για την ζωή, για την φιλοσοφία. Τι δουλειά είχα με όλους αυτούς τους σκατιάρηδες;
Έτσι σκοτεινιασμένος, πήρα το αυτοκίνητο μου να πάω μια μακρινή βόλτα. Ασυναίσθητα οδήγησα στις βραδινές λεωφόρους. Όλως περιέργως δεν είχε πολύ κίνηση. Βγήκα γρήγορα στην Εθνική από την Κηφισιά και κατευθύνθηκα προς την Χαλκίδα. Νοστάλγησα την πατρίδα. Ηεπιστροφή, ο νόστος είχε πάντα μια σημασία για τους ήρωες.
Έβαλα κάποιον σιγανό Ραχμάνινωφ, να μου τριβιλίζει το μυαλό και τα’ αφτιά, μα πάντα είχα κατά νου την αρχική μου έμμονη ιδέα: Πως θα εξαφάνιζα όλους τους ανθρώπους. Κατέφυγα για λίγο στον ακαιριώδη Νίτσε και τον ιδεάνθρωπο του. Νοστάλγησα και τον Μπέρκλευ με την ουτοπία του πως τα πάντα είναι διπλή παράσταση στο μυαλό μας, μα τον απέρριψα. Το είχε κάνει άλλωστε πολύ εύκολα, ο ασυγχώρητος Καρλ Μαρξ, λέγοντας στο «Αντιντίριγκ», πως για τα πράγματα μπορεί να ισχύει, για τους ανθρώπους ‘όχι. Δεν μπορεί να μην υπάρχεις εσύ για μένα κι εγώ για σένα. Είναι άτοπο. Άρα υπάρχουμε και οι δυο. Εσύ κι εγώ. Υπάρχουμε όλοι. Έξι δις άνθρωποι. Αυτοί που πέθαναν δεν υπάρχουν. Το βάρος της ψυχής τους θα γκρέμιζε την γη. Για φαντάσου να ζούσε έστω κι ένα γραμμάριο απ’ όλους αυτούς που έζησαν;
Με τις σκέψεις και τον Ραχμάνινωφ, έφτασα στα τρελά νερά. Άραξα στην γέφυρα που αυτά τα νερά, πηγαίνουν έξι ώρες πάνω κι έξι ώρες κάτω. Παράγγειλα πετροσωλήνες και ούζο. Έτρωγα και έπινα σαν ένας ηλίθιος άνθρωπος. Ένας ευτυχισμένος ζωντανός.
Απέναντι μου καθόταν ένα άλλος ηλίθιος. Έτρωγε και έπινε σαν ζώο. Χοντρός, τεράστιος, βουβαλώδης. Γεμάτος τρίχες ακόμα και στα παχουλεμένα , γυμνά μπράτσα του.. Τον κοίταζα, και μου ερχόταν να σηκωθώ, να πάω κοντά του ξαφνικά και να του μπήξω το μαχαίρι στην καρδιά.! Αν ήξερα πως θα το πετύχαινα με την μια, θα το έκανα. Αλλά με τόσο λίπος μέσα σ’ αυτό το τσουβάλι, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι θα συμβεί..
Όπως καταβρόχθιζε ότι πήγαινε στο τραπέζι του, έβγαζε άναρθρες λεπτές κραυγές ευχαρίστησης. Λες και γαμούσε. Ή γαμιόταν.
Κάποτε τέλειωσε με βρυχηθμούς λιονταριού. ΄Η καλύτερα ύαινας. Ναι, ύαινας. Γιατί, όλα αυτά τα σάπια κρέατα, μόνο ένα τέτοιο ζώο θα μπορούσε να τα καταβροχθίσει.
Ρούφηξε το εικοστό λίτρο μπύρας κι άφησε τον αφρό της να κυλήσει στο δασώδες στήθος, στο ανοιχτό πουκάμισο. Ύστερα, σφουγγίζοντας τα χείλια του, ήρθε ακάλεστος στο τραπέζι μου.
-Σε ξέρω εσένα, μου είπε με την λεπτή, τσιριχτή, γυναικεία φωνή. Δεν είσαι ο Κρίστο Αγκάθινος;
-Τι σημασία έχει; τον κοίταξα με σιχασιά.
-Έχει γιατί νομίζεις πως κάποιος είσαι.
-Εσύ δεν είσαι κάποιος; Αντιπρότεινα.
-Μην πας να ξεφύγεις! με αντέκοψε απειλητικά. Απόψε θα πεθάνεις.
-Και πως θα γίνει αυτό; ρώτησα ήσυχα.
-Θα σε σκοτώσω εγώ. Προτού προλάβεις να σκοτώσεις εσύ όλους τους ανθρώπους.
Με έπιανε στον βρόντο μου.
Αλλά δεν φοβήθηκα, όσο χοντρός και να ήταν, φαινόταν του χεριού μου. Εξ  άλλου είχα το πιστόλι μου στην μασχάλη. Ποτέ δεν το ξεχνούσα, γιατί με ένα όπλο στην τσέπη σου, αισθάνεσαι πιο ασφαλής.
-Δεν θα προλάβεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γράπωσε το δεξί μου χέρι με το δικό του σαν τανάλια.
Ο κόσμος είχε φύγει από το μαγαζί. Κοίταξα γύρω μου και μόνο τα γκαρσόνια στο βάθος συμμάζευαν τα τραπέζια για να κλείσουν. Στο τελευταίο που καθόμασταν εμείς, υπήρχε μισοσκόταδο. Κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν.
Χωρίς φόβο και με το ένστικτο πως ήμουν δυνατότερος από αυτόν, τίναξα το χέρι του από πάνω μου..Ταυτόχρονα με το αριστερό, έβγαλα το σαρανταπεντάρι. Του το κάρφωσα στη μούρη.
-Προχώρα! του είπα.
Γρυλίζοντας σαν σκυλί σηκώθηκε.
-Θα περάσουμε την γέφυρα ήσυχα, του είπα γλυκά, με το όπλο καρφωμένο στα πλευρά του. Σαν δυο καλοί φίλοι. Μην κάνεις καμιά εξυπνάδα. Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν κάμεις καμιά εξυπνάδα.Προχώρα!
Καθώς αποχωρούσαμε, τα γκαρσόνια φώναζαν, κάτι σαν « ε, κύριοι ξεχάσατε το λογαριασμό» αλλά ποιος τους άκουγε.
Περάσαμε την γέφυρα αμίλητοι. Στρίψαμε δεξιά, στην παραλία, στον χωματόδρομο. Ησυχία. Η ώρα ήταν τρεις. Χειμώνας καιρός κι η θάλασσα αργούλιαζε. Έξι ώρες πάνω, έξι ώρες κάτω.
-Γιατί θέλεις να με σκοτώσεις; Τον γύρισα πάντα σημαδεύοντας τον. Ποιος είσαι εσύ;
-Είμαι όλοι οι άνθρωποι. Αυτούς που εσύ θέλεις να εξαφανίσεις. Εδώ μέσα, συνέχισε σχίζοντας το λευκό του πουκάμισο και δείχνοντας το στήθος του, κατοικούνε όλοι. Χτύπα λοιπόν!
-Το λες για να σε λυπηθώ;
-Το λέω με την γνώση, πως όλος ο κόσμος τούτη την ώρα, είμαστε εσύ κι εγώ. Ένας από τους δυο μας πρέπει να πεθάνει. Κι αυτός θα είσαι εσύ! Κι έφτυσε στο σκοτάδι.
Το σάλιο του γέμισε τον αγέρα. Η μπόχα του καταραμένου σαρκοφάγου, γέμισε την πλευρά της άγριας θάλασσας, που υποχωρούσε προς τον βορρά. Τα νερά άλλαζαν γοργά, πρώτη φορά τύχαινε να παρακολουθεί την αλλαγή τους. Τεράστιες ψιχάλες χώριζαν τον κόσμο μας.
Αυτό ήταν το τελευταίο που πρόλαβα να σκεφτώ. Αυτό που δεν πρόλαβα ήταν το τεράστιο χέρι του που έπεσε σαν οβίδα στον σβέρκο μου. Σωριάστηκα κατάχαμα, το πιστόλι έφυγε από τα χέρια μου. Σύρθηκα λίγο κι έμεινα ακούνητος, άψυχος στην βρεγμένη παραλία, βορειοδυτικά της Χαλκίδας.

Όταν συνήλθα δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ήξερα πως κανένας δρόμος δεν έβγαζε πουθενά. Μούσκεψα ως το κόκαλο, το κρύο έκοβε φέτες όσα είχαν συμβεί και το μυαλό μου πονούσε αλλά έπρεπ να πάρω έναν δρόμο. Πονούσε και ο σβέρκος μου που είχε κάνει ένα τεράστιο καρούμπαλο. Το έπιασα με συμφορά, αναμοχλεύοντας την μνήμη μου. Που στο διάολο ήταν ο χοντρός; Και γιατί δεν με είχε σκοτώσει;
Το πιστόλι ήταν δίπλα μου, κύλησε καθώς πήγα να σηκωθώ. Το πιασα σκοτωμένος,  το σκούπισα. Σκέφτηκα να το πετάξω αλλά μετάνιωσα. Το τοποθέτησα πάλι στη μασχάλη μου.
Η βροχή είχε σταματήσει. Κοίταξα το ρολόι μου. Οχτώ παρά τέταρτο. Χάραζε ένας απέραντος ουρανός, γαλάζιος, μετά την νυχτερινή καταιγίδα, κι εγώ είχα μείνει λιπόθυμος περίπου τρεις ώρες. Πως δεν με κατασπάραξαν οι ύαινες; Οι λύκοι και οι νυχτόβιοι γύπες; Α, ήμουν πολύ τυχερός φαίνεται. Α λάκι μεν.
Πήρα τον δρόμο σιγά-σιγά προς την παραλία. Κανείς δε υπήρχε. Μέχρι να περάσω την γέφυρα και να φτάσω στον κόσμο, σκεφτόμουν τον χοντρό. Αν δεν υπήρχε το καρούμπαλο στο σβέρκο μου, θα νόμιζα πως το είχα ονειρευτεί. Αλλά τώρα;
Πήγα στο αυτοκίνητο μου άλλαξα ρούχα. Πάντα κουβαλούσα μαζί μου μερικά. Ύστερα κάθισα σε ένα καφέ, κοντά στη γέφυρα. Παράγγειλα εσπρέσο, ρούφηξα, άναψα τσιγάρο, ψιλοσυνήλθα.
Τότε εμφανίστηκε πάλι ο χοντρός. Γελώντας, ήρθε προς το μέρος μου. Κάθισε απέναντί μου.
–Γιατί δεν με σκότωσες;τον ρώτησα.
-Πλάκα μου κάνεις; Να γλιτώσω το λογαριασμό ήθελα, χαχάνισε. Ξέρεις πόσα είχα παραγγείλει; Τουλάχιστον διακόσια εύρο. Κι εγώ είμαι φτωχός Εσύ θα με σκότωνες αλήθεια; Δεν το πιστεύω.
-Ναι, αλλά με χτύπησες άσχημα, παραπονέθηκα.
-Δεν είναι τίποτα, ήδη έχει περάσει, ψαχούλεψε το σβέρκο μου
-Πως ήξερες ότι θέλω να σκοτώσω όλο τον κόσμο.
-Τυχαία το είπα. Εξ άλλου τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται. Θ κεράσεις καφέ;
-Ότι θέλεις.
Ήρθε ο καφές, άναψε απανωτά δυο-τρία τσιγάρα, αμίλητος. Ύστερα, μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά στο αυτί μου:

-Υπάρχει ένας καθρέφτης μπροστά σου. Βλέπεις το είδωλό σου απέναντι. Πυροβόλησε το. Έτσι, αφού θα σκοτώσεις τον εαυτό σου, οι άλλοι δεν θα υπάρχουν πια.

ΤΕΛΟς

 

 

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

ΈΝΑ ΦΙΛΊ ΣΤΟ ΜΆΓΟΥΛΟ



Έχω ένα χωριό και πηγαίνω μερικές φορές το χρόνο να δω τους ανθρώπους μου. Λίγοι έχουν απομείνει εκεί, άνθρωποι με πολλές μνήμες από τον πόλεμο. Χτες πήγα και μόλις έφτασα, πάρκαρα τη σακαράκα μου στο κτήμα και πήγαινα με τα πόδια για το σπίτι. Έτσι έκανα γιατί η μάνα μου άκουγε το βου, αυτοκινήτου κι έβγαινε στη ράχη, σφουγγίζοντας τα χέρια στην ποδιά να με καλωσορίσει. Αυτή τη φορά ήθελα να της κάνω έκπληξη. Έλα όμως που ο δρόμος όλο και μάκραινε! Περπατούσα και περπατούσα και τελειωμό δεν είχε. Τι δρόμος ήταν αυτός; Εγώ ποτέ δεν τον θυμόμουν έτσι; Κάπου πιο πέρα, συνάντησα το Σωτήρη κι αφού χαιρετηθήκαμε, τα λέγαμε βαδίζοντας. Μου φάνηκε πιο νέος, σαν όπως τότε που ήταν παιδί και παίζαμε μπάλα. Έτσι, είμαι κι εγώ; τον ρώτησα. Ναι μου απάντησε κι εγώ απόρησα. Ύστερα, μετά από λίγο, αυτός έστριψε για τον κάμπο. Γεια, είπε θα τα ξαναπούμε και χάθηκε από τα μάτια μου. Ο δρόμος δεν τελείωνε, τα βράχια συνεχίζονταν, πουθενά το χωριό. Έκοψα ένα κλωνάρι σκίνο-τι ωραία που μύριζε! και εκεί ήρθε δίπλα μου, χαμογελαστή η πρώτη κοπέλα μου, η Αντωνία. Ήταν πολύ όμορφη, ξανθιά, καλοσυνάτη, λυγερόκορμη. Με φίλησε στο μάγουλο, την φίλησα στα χείλη. Ταχύναμε το βήμα να φτάσουμε στο σπίτι μου. Εκεί πήγαινε κι εκείνη, ήθελε να δει τη μάνα μου. Φτάσαμε έξω το σπίτι, παλιό πάντα, χτυπημένο χρόνια από τους αγέρηδες. Η μυρουδιά, ψημένου κρέατος έσπασε τα ρουθούνια μας. Η μάνα μου μαγείρευε στον παλιό φούρνο, που είχε χτίσει ο πατέρας, χρόνια πολλά πίσω. Αλλά τώρα εκείνος είχε πεθάνει πριν αρκετό καιρό. Κατεβήκαμε τα λίγα σκαλιά, περπατήσαμε στην πλακόστρωτη αυλή, χωθήκαμε στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάρει θέση δίπλα στο τζάκι. Πήγαμε δίπλα της, την φιλήσαμε ο ένας από δω κι η άλλη από κει. Να σου γνωρίσω τη γυναίκα μου, της είπα, σα να μη γνωρίζονταν και η Αντωνία βρήκε ένα ρόδο που το φύτεψε στο αφτί της μητέρας μου, που ήταν λίγο απόμακρη. Ύστερα, βγήκα έξω στην αυλή. Πήγα στο φούρνο που τώρα, είχε μαυρίσει κι οι μυρουδιές του ψημένου άνηθου, είχαν εξαφανισθεί. Άνοιξα την είσοδο, κοίταξα μέσα. Μόνο στάχτη και κρύο. Τίποτα άλλο. Γύρισα μέσα στο σπίτι. Κανείς.
[Μικρά Διηγήματα του Κώστα Πλιάτσικα.]

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

ΕΕΘΝΙΚΟΊ ΉΡΩΕΣ

 


 

-Ρε μαλάκα, μου λέει ο άλλος. Νιώθω αηδία και βαρεμάρα.
-Γράψε ένα τραγούδι, τον κοιτάζω με υψηλή ματιά
-Είσαι μαλάκας, τι να σου πω, έχεις ακούσει το τραγούδι των Πυξ Λαξ;
-Όχι του απαντώ. Έπρεπε;
-Χάνεις.
-Τι; λάδια; κοιτάζω γύρω μου.
-Παραείσαι μαλάκας! με υποτιμάει.
-Γιατί ρε φίλε; διαμαρτύρομαι ο μαλάκας
-Μη φωνάζεις, μου λέει. Εδώ μαλάκας είναι ο Πρέκας, ο Λαζόπουλος, ο Άδωνις, ο Βελόπουλος, ο Θεοδωράκης ...
-Τόσοι πολλοί; απορώ. Εγώ αυτούς τους έχω για Εθνικούς σωτήρες.
-Χαχα! σκάει στα γέλια. Δε φτάνει που είσαι μαλάκας, είσαι και νούμερο. Αλλά τέτοιος μαλάκας που είσαι τι να σου πω. Η μεγαλύτερη μαλάκω της Ελλάδας ξέρεις ποια είναι; με ρωτάει,
-Η Ήρα; τον αντιρωτώ κι ανοίγει το βλέμμα του.
-Όχι, απαντάει παρ ότι σε βρίσκω ψιλοδιαβασμένο, σου λέω όχι. Η μεγαλύτερη μαλάκω όλων των εποχών στην Ελλάδα είναι η Λιάνα η Κανέλλη.
-Τι λες; τον κοιτάζω με θαυμασμό. Για τη Μπουμπουλίνα τι γνώμη έχεις;
-Αυτή ήταν ψωλομαζώχτρα, άσχημη, κοντή και κακιασμένη, μου απαντάει.
-Μα, ήταν Εθνική ηρωίδα! τολμάω.
-Γιατί άμα είσαι Εθνικός Ήρωας απαγορεύεται να είσαι μαλάκας;
-Α, εσύ βρίζεις τα πάντα, πάω να φύγω γιατί φοβάμαι μη με κλείσουν μέσα.
-Μη φοβάσαι, με κοιτάζει πιο υποτιμητικά. Εσύ είσαι πολύ μικρός μαλάκας για να ασχοληθούν μαζί σου.
 

 

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΤΖΗΝ

 


Δεν πήρα τίποτα μαζί μου
Ούτε το μαύρο τζιν που σου άρεσε τόσο
Ούτε την λύπη σου που έφευγα.
Σκέφτηκα μονάχα πως το Καλοκαίρι
Θα βρισκα μια καινούρια αγάπη
..κι έπειτα, λίγος είναι ο τόπος
μπορεί να χαθούμε σε τόσο λίγο τόπο;
Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Δεν πήρα επίτηδες τίποτε μαζί μου
επειδή ήταν σίγουρο πως θα ξαναγυρίσω
-το μαύρο τζιν σχισμένο στο δεξί γόνατο
μην ξεχάσεις να το ράψεις-
αν και πάντα μου άρεσαν οι σχισμές
εκεί που κρύβουν οι άνθρωποι τις ανημπόριες τους.
Δεν πήρα τίποτε μαζί μου.

ΠΟΙΗΣΗ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

ΡΙΚΆΡΝΤΟ ΜΠΛΟΥΜ

 



Είχα διαβάσει πρώτα ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ. ΄Υστερα έπιασα τον ΟΔΥΣΣΕΑ. Τον παράτησα μετά από κάποιο βαθμό δυσχέρειας. Ήμουν μικρός και ο σουρρεαλισμός μου φαινόταν δύσκολος, ακαταλαβίστικος. Προτιμούσα τα ρεαλιστικά - κλασσικά κείμενα. Ουγκώ, Σαίξπηρ. Μπαλζάκ, Μικρό ήρωα, Μάσκα, ότι εύρισκα μπροστά μου αλλά από σουρρεαλισμό, νόμιζα πως με κοροιδεύουν αυτοί οι συγγραφείς. Ύστερα από λίγα χρόνια κι αφού είχα σχεδόν ξεμπερδέψει με όλη τη λεγόμενη κλασσική λογοτεχνία, ξαναγύρισα στον μαγευτικό κόσμο των ονείρων του υπερρεαλισμού. Άνοιξα τον ΟΔΥΣΣΕΑ του Τζόυς αυτού του μαγευτικού συγγραφέα και τρελάθηκα.
Μπα, ποιος είναι ο τύπος με το αδιάβροχο; Κοίτα ντύσιμο, ωραία πράματα! Τι ετοιμάζεται να φάει; Μη λες τίποτα. Είναι δυναμωτικός ζωμός, στο ορκίζομαι. Πράγματι το έχει μεγάλη ανάγκη. Γνωρίζεις τα Ρούσσικα τσαρούχια; Το γέρο σκουληκιάρη του Ρίτσμοντ; Όλο φούρκα! Νόμιζε ότι είχε ένα καντάρι μολύβι στην ξερή του. Απατηλή παραφροσύνη....
...Έπ! βουλώστε τον καταπιώνα σας, πλαάφ! πλαάφ! Πήρε φωτιά. Νατους που έρχονται. Οι πυροσβέστες! Στρίβουμε. Απ την οδό Μάουντ. Εσύ δε θάρθεις; Τρέχουμε, τριποδισμός, καλπασμός. Πφφάφ! [Απ τον Οδυσσέα, τυχαία αποσπάσματα]
Στις αρχές του 1900 να γράφει τέτοια πράγματα; Βέβαια η μεγάλη άνθιση του σουρρεαλισμού τότε αρχίζει. Η Οδύσσεια του κυρίου Μπλούμ αρχίζει μια μέρα- την 16η Ιουνίου 1904- είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος του Οδυσσέα κατα τον Τζόυς. 800σελίδες για ένα εικοσιτετράωρο. Ο Τζόυς που είχε άλλα εννέα αδέρφια γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882. Πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει γιατρός αλλά σε ένα χρόνο τα παράτησε και γύρισε στο Δουβλίνο. Έκτοτε άρχισε μια πορεία αυτοεξορίας που θα διαρκέσει μέχρι το θάνατο του. Κάνει διάφορες δουλειές βιοποριστικές και για να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο συναντά τεράστιες δυσκολίες. Πάνω από σαράντα εκδοτικοί οίκοι τον είχαν απορρίψει. Ναι, παντού σε όλο τον κόσμο οι εκδότες την ίδια μούρη έχουν. Ο Τζόυς πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Σήμερα τα βιβλία του εκδίδονται σε όλον τον κόσμο. Συνήθης μοίρα των μεγάλων συγγραφέων.
Τι μου ήρθε σήμερα με τον Μπλούμ; Με τον Τζόυς ήθελα να πω, ή τον Στήβεν, που τελικά κατεβαίνει και στον΄Άδη, συναντάει την Κίρκη ταις Λαιστρυγόναις και ταις Κύκλωπαις; Τίποτε σπουδαίο, βρέχει ασταμάτητα και ο σκύλος μου αρρώστησε. Το άτομο που κάθισε απέναντι μου ήτο ένας μεμψίμοιρος κόλαξ, κοκαλιάρης, με ένα τεράστιο μυτερό πηγούνι, πελώριο στόμα, στρογγύλους οφθαλμούς, βελονωτά μαλλιά και γένεια μαύρα, κατάμαυρα, μπλάκ, πολύ μπλάκ, Αφρικάνος δεν ήταν, μάλλον Ευρωπαίος χλιδέστατος, κοκκινισμένος στα μούτρα από τη μπύρα, το ουίσκυ ή ότι άλλο εύρισκε μπροστά του. Ο σκύλος μου τελικά ψόφησε, Τα κακάρωσε δεν έχω άλλον σκύλο, ούτε θα αγοράσω, αφού ο Αζώρ πέθανε χτες το πρωί και δεν ξέρω πότε θα τελειώσω την ανάγνωση του Οδυσσέα. Μα δεν τελειώνει ποτέ αυτή η ανάγνωση με πληροφόρησε ένας αναγνώστης του ιδίου θέματος με μένα. Είναι ένα ατέλειωτο βιβλίο, συνέχισε κι εγώ τον παράτησα στην άκρη του γκρεμού να σπαρταράει κάτω και πίσω από τις σελίδες του Οδυσσέα. Καλημέρα σας.
Από τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, το τελευταίο μου μυθιστόρημα.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

ΑΝΤΊΝΟΜΟ

 



Πήγα χτες το βράδυ σε μια έκθεση ζωγραφικής Ο χώρος είναι στην αίθουσα τέχνης της πρεσβείας της Βενεζουέλας στην Αθήνα και ήμουν περίεργος να δω τα έργα μιας γυναίκας, αν και δεν έχω εμπιστοσύνη στην γυναικεία ζωγραφική, όχι από λόγους ρατσισμού ή αντιφεμινισμού αλλά από βασικές αιτίες ότι οι γυναίκες υστερούσαν ή υστερούν απέναντι στα ιερά τέρατα των αντρών στην ζωγραφική και μια από τις διαπιστώσεις μου ήταν πως η σύγχρονη ζωγραφική οδηγείται σε κάτι σαν απομίμηση, κάτι σαν φωτοσοπ, μια αντιγραφή μια τέλεια τεχνική εξάρτηση, σαν από κομπιούτερ ζωγραφισμένα ή εκτυπωμένα, έτσι που να λείπει το χέρι του ζωγράφου, απλώς να επιμένει η παράσταση της αντιγραφής, έτσι συμβαίνει σε παγκόσμιο σκηνικό, δηλαδή η ζωγραφική κατακτήθηκε από αυτόν τον τρόπο, της μίμησης, χωρίς έστω ένα λάθος, αν και η φίλη μας κάνει μερικά και ίσως αυτό την καθιστά λίγο επικίνδυνη για την παγκόσμια ζωγραφική, όμως τα έργα συνεχίζουν να είναι άψυχα, δεν ξέρω αν αυτό θέλουν να κάνουν και να οδηγήσουν οι σχολές καλών τεχνών, ήτοι να παράγουν αντίγραφα ρομποτικής τέχνης, κατά συρροή δολοφόνων της χαράς να σχεδιάζω επειδή γουστάρω, επειδή έτσι μου ήρθε πως το δέντρο είναι μεγαλύτερο από το βουνό, δίχως την τελειότητα μιας προτροπής γιατί η ζωγραφική δεν είναι φωτογραφία και χρειάζεται το λάθος του ανθρώπινου χεριού και, φυσικά, πιστεύω πως η καινούρια φίλη μου θα μου κακιώσει που σημειώνω αυτά, επειδή πρώτον δεν την ήξερα, δεύτερον επειδή είναι αναγνωρισμένη τεχνίτρια και τρίτον με την άποψη του ποιος είσαι εσύ που μας τα λες αυτά, αλλά εγώ σημειώνω τις σκέψεις μου χωρίς να παίρνω το μέρος του ζωγράφου ή του συγγραφέα αποφεύγοντας τις λακκούβες της γλυκανάλατης κολακείας και του ανόητου τι μεγάλος, τι σπουδαίος, και τι υπέροχα είναι τα έργα σας κυρία, και, κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι το μέγεθος ενός καλού και ενός κακού ζωγράφου που επιζητά επιμόνως την καταξίωση μέσω της τέχνης του και αυτό δεν είναι αντίνομο.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

ΠΟΥΘΕΝΙΈΣ

 


Ο Λάκης Λαζόπουλος με έχει απασχολήσει κατά καιρούς. Το φαινόμενο Λαζόπουλος και ο καλλιτέχνης. <Μάλιστα κυρία μου!> η αγαπημένη ατάκα του, πάνει αμέσως τόπο. Σου μιλάει σα να σε ξέρει χρόνια σα να παίζατε βόλους μαζί. Δεν μοιάζει να φοβάται τίποτα, γράφει τα κείμενα στο μαξιλάρι-δεν έχει υπολογιστή ή δεν τον χρησιμοποιεί. Βέβαια έχει κάνει πολλά και θα κάνει κι άλλα  ... αυγά και φυσικά φθονείται όπως κάθε επιτυχημένος. Η Ελλάδα δεν χωράει πολλούς Λαζόπουλος, σας πρόλαβε ο Λάκης. Η σάτιρα του είναι επαρκής, ραφινάτη, η γλώττα του μειλίχια, μελιστάλακτη, κουδονοπιπεράτη[κουβαλάει ακόμα κουδούνια από την Θεσσαλία. εεεεέι... μπρρρ!]Σαν μορφή δεν είναι δύσκολη-εννοώ να τον σκιτσάρεις-βγαίνει μάλλον εύκολα, γιατί έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ζωγραφίζοντας τον προσπάθησα να καταλάβω τι κρύβει, πίσω απ το χαμόγελο και το μισοκατεβασμένο φρύδι, ανακάλυψα μάλλον λεπτες ευαισθησίες, νήματα δύσκολα για τον κοινό νου και πολλοί νομίζουν οτι τα έχουν αλλά δεν....Φυσικά είναι πανέξυπνος. Έχω ζωγραφίσει και σκιτσάρει χιλιάδες ανθρώπους -προσωπικότητες και μη-και έχω βγάλει αρκετά συμπεράσματα μεσ από αυτή την διαδικασία. Ένα από αυτά να διακρίνω μέσα από μια φωτογραφία που μελετώ για σκίτσο, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του εκάστοτε προσώπου. Ο Λάκης λοιπόν-προσωπικά δεν τον ξέρω, δεν τον έχω δει από κοντά-διακατέχεται από ακατάσχετη...συχνοουρία. Δεν ξέρω πόσες φορες την ημέρα πάει στην τουαλέτα αλλά θα πηγαίνει, δε θα πηγαίνει; Κι έπειτα δεν κλείνει την πόρτα πίσω του. Χέζει με ανοιχτή την πόρτα για να μυρίζουν όλοι τις κουράδες του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη του επιτυχία. Να είναι φανερός, να λέει να εδώ είμαι εγώ, βαράτε όλοι ρε πούστηδες να δούμε ποιος θα φάει τις περισσότερες. Στην πολιτική είναι ..στούρνος..στουρνάρι [ πέτρα ατσούμπαλη, μα κοφτερή, στιλπνάτη]. Τριγυρίζει εκει σιαδίπλα από την Αριστερά, σιαπέρα από τον συνασπισμό, τους τα χώνει πάντως, δε μασάει αλλά του καταχωρούν ότι λέει πολλά και βγάζει πολλά. Εσυ δε βγάζεις κυρία μου; και πως ζεις..ε, δεν βγάζεις την κυλόττα όταν πας να κοιμηθείς;. Αυτά. Βέβαια ένας Λαζόπουλος δεν κλίνεται σε πέντε αράδες[εγώ λέω δεν κλίνεται ποτέ, δεν έχει πληθυντικο ας πούμε, οι Λαζόπουλοι]για αυτό κλείνω εγώ το μικρό σημείωμα αυτής της προσωπογραφίας. Γεια σας.

ΠΟΙΟΥς ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ Η ΤΈΧΝΗ



Στην πραγματικότητα μόνο τους δημιουργούς κι αυτούς που ασχολούνται γύρω απ αυτήν για να οικονομήσουν. Από τους άλλους, τον πολύ κόσμο, ουσιαστικά ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα. Και η ζωγραφική ιδιαίτερα αυτή και η λογοτεχνία βρίσκονται σε τρομακτικά χαμηλό επίπεδο όσον αφορά τη στατιστική κι ας μιλήσω για τα Εξάρχεια όπου ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια. Διατηρώ το εργαστήρι ανοιχτό, ο κόσμος που περνά έχει άμεση αντίληψη τι γίνεται, βλέπει τα έργα και τον ζωγράφο να εργάζεται ζωντανά, για να μην πω live και χάσω τον ειρμό της σκέψης μου, κι έτσι η επαφή μπορεί να είναι απόλυτα άμεση. Απ ότι έχω υπολογίσει περίπου 2% δείχνουν ενδιαφέρον! κι αυτοί ποικίλλουν όσον αφορά την κοινωνική τους τάξη. Και τα επαγγέλματα τους. Για ποια τέχνη να ενδιαφέρεται ο Μπάμπης ο ταξιτζής; ο Μανώλης ο χασάπης, ο ψιλικατζής, ο δικηγόρος, αυτοί οι δικηγόροι και οι γιατροί είναι οι πιο α-κουλτουρωτοι άνθρωποι! ο Γιάννης ο σεκιουριτάς, και η μανικιουρίστα, ο καφετζής που μου είπε πως έχει ν ανοίξει βιβλίο πενήντα! χρόνια, οπότε καταλαβαίνετε για ποιο ανώτερο βιοτικό μιλάμε, για ποιο μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων σε μια, υποτίθεται από τις πιο κουλτουριάρικες συνοικίες της Αθήνας. Οι άνθρωποι, βέβαια, δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν, και πως να τους ενδιαφέρει κάτι για το οποίο έχουν πλήρη άγνοια; στις λογοτεχνικές βραδιές, συνήθως παρίστανται κάποιοι φίλοι του παρουσιαζόμενου και στις εκθέσεις ζωγραφικές το ίδιο και το ίδιο κοινό, που χρόνια τώρα συναντάς σ αυτούς τους χώρους και ιδιαίτερα στις ομαδικές όπου οι παρουσιαζόμενοι ζωγράφοι και ζωγράφες, αλληλολιβανίζονται μεταξύ τους! μιλάω τώρα για το πλήθος των εκδηλώσεων και όχι για κάποιες λίγες που έχουν την τύχη και το χρήμα να διαφημίζονται μέσω του τύπου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου κι ακόμα ένα ατού το όνομα του γκλαμουρίστα καλλιτέχνη, του ευνοούμενου από το κοινό. Χειρότεροι ακόμη είναι οι πολιτικοί που έχω συναντήσει εδώ γύρω. Αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι, άμουσοι, υπερφίαλοι, ξερόλες. Έτσι, λοιπόν, απομένουν μόνο οι φοιτητές, η νεολαία γενικότερα, που όμως και αυτοί μη νομίζετε πως έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Στα ίδια επίπεδα κινούνται άιντε ν ανέβουν δυο-τρεις ποσοστιαίες μονάδες, τα δε νεότερα παιδιά του Γυμνασίου-Λυκείου, άστα να πάνε! δε γνωρίζουν τίποτε για τις τέχνες και μιλάω για τις κάπως πιο προβεβλημένες, ζωγραφική και Λογοτεχνία και ίσως, μόνο η μουσική έχεις ένα μεγάλο κοινό-μιλώντας βέβαια για την λαϊκή μουσική. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να συζητήσεις τίποτε περί τέχνης, περί ιδιαίτερης ιστορίας και πολιτικής, όχι πολιτικολογίας σ αυτή ο Έλληνας είναι εξπέρ, όπως και για τον σινεμά, καθόλου το θέατρο και αν τους πεις κάτι για Λυρική σκηνή μόνο έμετο δεν κάνουν!

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΑ 2

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΑ



Ποτέ δεν του άρεσαν τα μπλεξίματα, από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών δεν ήθελε να μπλέκεται στα πόδια των αλλων. Ιδιαίτερα για τις ερωτικές του σχέσεις ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν πήγαινε με παντρεμένες, δε χαιδευόταν με τις ξαδέρφες, δεν κοίταζε στα μάτια τις συντρόφισσες των φίλων.
Και τώρα που είχε μεγαλώσει, πλησίαζε τα τριάντα, ακόμα περισσότερο τηρούσε αυτούς τους δικούς του ηθικούς κανόνες και ήταν ήσυχος από αυτή την πλευρά γιατί έβλεπε τι μπλεξίματα τράβαγαν όσοι μπερδεύονταν στα μπούτια των διπλανών τους.
Τελευταία μέρα του Ιουνίου ήταν, Κυριακή, τριάντα του μηνός. Την προηγούμενη είχε κλείσει το ξυλουργείο του- φέτος θα έκανε διακοπές όλον τον Ιούλιο, σε αντίθεση με τα περισσότερα χρόνια που πήγαινε τον Αύγουστο. Αλλά είχε βαρεθεί πια τον Αύγουστο. Όλο Αύγουστο, Αύγουστο, έλεγε μέσα του. Φέτος θα πάω ή Ιούλιο ή Σεπτέμβριο. Και επειδή οι δουλειές του είχαν πάει περίφημα, αποφάσισε να το κλείσει τον Ιούλιο.
Σφάλισε τις πόρτες, κατέβασε τα ρολά, έγραψε στο χαρτάκι: Γειά σας φίλοι μου. Πάω διακοπές. Ο ξυλουργός θα είναι κοντά σας από την πρώτη Αυγούστου. Το κόλλησε στο τζάμι από μέσα για να μη το σχίσουν οι ζηλόφθονοι.
Μόλις ξύπνησε την Κυριακή το πρωί, έφτιαξε έναν ευτυχισμένο καφέ, βγήκε στο μπαλκόνινα τον πιει με την ησυχία του. Ξένοιαστος από τη βαβούρα της δουλειάς, λέφτερος από γυναίκα, μόνος με τον εαυτό του, ένιωθε υπέροχα στα τριάντα του χρόνια. Κι άρχισε να σκέφτεται που θα πήγαινε, ποιος να ήταν ο προορισμός του για τις διακοπές.
Στο νου του ήρθαν τα νησιά, η Ρόδος, η Σύρος, η Κέρκυρα κι άλλα. Είχε πάει όμως στα περισσότερα απ αυτά, κάτι άλλο σκεφτόταν να έκανε τούτες τις διακοπές. Στο νου του έφερε να πήγαινε στο χωριό του, είχε να πατήσει πέντε χρόνια, να έβλεπε και τους γέρους του γονείς. Το γυρόφερε λίγο ακόμη στο μυαλό του και είπε πως δεν ήταν άσχημη ιδέα. Εξ άλλου το χωριό του η Ασίνη στην Αργολίδα, δεν ήταν κανένα απομονωμένο χωριουδάκι. Δίπλα του το Τολό, η Ερμιόνη, απέναντι τα νησιά του Αργοσαρωνικού, θα έκανε ότι ήθελε, ναι εκεί θα πήγαινε, με βάση την Ασίνη θα έκανε το γύρω της Αργολίδας, το γύρω της Πελοπονήσου, με τη μηχανή του. Δε θα έπαιρνε αυτοκίνητο, αμα χρειαζόταν θα χρησιμοποιούσε τη σακαράκα του γέρου του.
Έφτασε στο χωριό το επόμενο βράδυ που είχαν πανηγύρι. Δεν το θυμόταν, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις γιορτές και τα πανηγύρια. Τους βρήκε όλους εκεί. Τους γονείς του, φίλους και ξαδέρφια. Ξαφνιάστηκαν όλοι που είχαν χρόνια να τον δουν. Άραξε τη σκονισμένη χάρλει Ντάβινσον, έβγαλε το κράνος, είδε την παρέα του πατέρα του, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν. Δάκρυσε κι ο ξυλουργός λίγο, κοιτάζοντας ένα γύρω, κι ακούγοντας τη λαική ορχήστρα με τα κλαρίνα να βουίζουν τον τόπο, τα κορμιά να λικνίζονται στο χορό. Ένα μεγάλο κύκλο όλοι, νέοι και νέες, γέροι και γριές απολάμβαναν αυτό που τους χάριζε η ζωή.
Έφερε στο νου του αστραπιαία τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Δεν είχαν αλλάξει και πολύ τα πράγματα, σχεδόν ίδια, ίδιες φάτσες έβλεπε, απλά όλοι είχαν μεγαλώσει κατά τι.
Δίπλα ο πατέρας του τον σκούντησε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με το κρασί. Τη στιγμή που τσούγκριζε και έκανε να φέρει το ποτήρι στα χείλη, ένιωσε δυο γυναικεία χέρια να του κλείνουν τα μάτια. Το μισό κρασί χύθηκε, προλαβε να πιει λίγο.
-Ποιος είναι! Ρώτησε αιφνιδιασμένος.
Κανείς δε μίλησε. Το σκοτάδι κύλησε μέσα στη βροντώδη μουσική αλλά αυτός ένιωσε σαν να ήταν μόνος μ αυτά τα χέρια που του έκρυβαν το φως. Πέρασε ένα λεπτό. Δυσανασχέτησε, δεν του άρεσε το άγνωστο.
-Ποιος είναι; Ξαναρώτησε κάπως νευρικά.
-Βρέστην, άκουσε τον πατέρα του να του λέει από δίπλα, ενώ τα χέρια του χάιδευαν τα μάτια. Ναι, του χάιδευαν. Ένιωσε τα υγρά δάχτυλα ν απλώνονται στο μέτωπο του, ώσπου κάποια στιγμή, τον άφησαν.
Γύρισε και την είδε. Ήταν η ξαδέρφη του η Νίκη. Όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα. Αγκαλιάστηκαν και την θυμήθηκε αστραπιαία. Όλα αστραπιαία τα έκανε ο ξυλουργός.
Ήταν πέντε η έξι χρόνια μικρότερη του, χυμώδης, επιθετική. Τον φίλησε στο στόμα κατευθείαν ερωτικά. Με το ζόρι την ξεκόλλησε από πάνω του, ενώ είχαν έρθει τα σώματα τους σε επαφή κι ένιωσε ντροπιασμένος που κάτι φούσκωσε στο παντελόνι του. Προτού καθίσουν, αναψοκοκκινισμένοι, διόρθωσε το παντελόνι του και σ αυτή του την προσπάθεια, άγγιξε λίγο δίπλα από το μουνί της.
-Τη θυμάσαι τη Νίκη; Ρώτησε η μάνα του.
-Πως δεν την θυμάται; Είπε κάπως ενοχλημένος ο πατέρας του. Ποιος την ξεχνάει τη Νίκη.
-Ναι, βέβαια, πως, έκανε ο ξυλουργός. Δεύτερα ή τρίτα ξαδέρφια είμαστε; Τη ρώτησε κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια με κάποια νεύρα.
-Πρώτα, του απάντησε με νάζι, με σιγουριά.
Συνέχισαν να μιλάνε διάφορα, όλοι μαζί. Ήρθαν στο τραπέζι κι άλλοι, φίλοι, γνωστοί να τον χαιρετήσουν. Τον σήκωσαν στο χορό, χόρεψε μαζί τους, με την Νίκη να είναι πάντα δίπλα, να τον κοιτάζει, κι αυτός να προσπαθεί να την αποφύγει, χωρίς να δημιουργήσει επεισόδιο. Αναγκαστικά την κράτησε να χορέψει πρώτη, ήταν απίστευτη χορεύτρια, το κορμί της γλιστρούσε σα φίδι, σα λυγερό δέντρο στον άνεμο. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί πως ήταν πανέμορφη, πως δεν έπρεπε να ήταν ξαδέρφη του κι έσκυβε τα μάτια στην πλακόστρωτη πίστα της πλατείας του χωριού όπου γινόταν το γλέντι.
Ξανακάθισαν στο τραπέζι τους, οι γονείς του είπαν πως είχαν κουραστεί κι έπρεπε να πάνε για ύπνο.
Έφυγαν.
Έμειναν οι δυο τους στο τραπέζι.
- Θα με πας στο σπίτι; Τον ρώτησε μετά από κάμποση σιωπή.
-Θα σε πάω, φύγαμε;
Έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε η βουή του κλαρίνου να τους ακολουθεί καθώς έτρεχαν στο χωματόδρομο για το σπίτι της.
Κατέβηκαν. Χωρίς να πουν τίποτα προχώρησαν στο σκοτάδι. Δίχως να συνεννοηθούν μπήκαν στην αποθήκη σανού που είχαν οι γονείς της για τα ζωντανά. Του ξυλουργού του μύρισε ο σανός,του μύρισε μουνί, ένιωσε σαν άλογο, παρ ολίγο να χλιμιντρίσει. Η Νίκη ανάσαινε χαμηλά, πιάστηκαν αγκαλιά, έπεσαν στο σανό, λύθηκαν τα κουμπιά, έσπασαν τα φερμουάρ, τα κορμιά έγιναν ένα. Μπήκε μέσα της δυνατά, έσχισε τη σάρκα που έτριζε, η Νίκη ούρλιαζε σιγανά, τύλιγε τα πόδια της στη μέση του, στο στέρνο, στο λαιμό, αυτός ορμητικά, πιο βαθιά, μέχρι την άκρη του πάτου της ηδονής, μέχρι το στόμα της, ώσπου όλα να γίνουν κατακόκκινα, κατακίτρινα, ολόασπρα, όταν τα κορμιά τελειώνουν, όταν ξαναγυρνάνε ανάσκελα και τα μάτια κλείνουν ευτυχισμένα.

 

Ένα άγανο γυρόφερνε στα χείλη του, κιτρινωπό, προς την ώχρα καμμένο απ του ήλιου τη φωτιά. Η γεύση του ξυλώδης, δεν μπορούσες να χορτάσεις μ αυτό, όσο κι αν το μασούσες. Το μάσησε λίγο ακόμη στα γερά του δόντια κι ύστερα το φτυσε δίπλα.
Ήταν το απομεσήμερο της άλλης μέρας που είχε πάρει τους δρόμους αρκετά συννεφιασμένος από τις πράξεις του την περασμένη νύχτα. Αφού έκανε ένα μακρινό γύρω στον Αργολικό κάμπο, σταμάτησε στην Αρχαία Ασίνη να πιει ένα καφέ. Άραξε τη μηχανή, έβγαλε το κράνος, πήρε το άγανο, κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Παράγγειλε τον καφέ του και περίμενε. Απέναντι τα αρχαία ερείπια της Ασίνης. Πέτρες μεγάλες, πέτρες που θα χρειάζονταν γίγαντες για να τις χτίσουν, πέτρες Ελληνικές με μεγάλη Ιστορία. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα για τον τόπο του, θυμόταν μόνο που ο δάσκαλος στο σχολείο τους έλεγε πως έπρεπε να είναι περήφανοι που γεννήθηκαν σ αυτό τον πανάρχαιο τόπο. Εντύπωση του είχε κάνει το γεγονός ότι οι Αργείοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ασίνη -που ήταν μεγάλη πόλη και σύμμαχος τους- επειδή στράφηκαν εναντίον τους και τους πολέμησαν μαζί με τους Σπαρτιάτες. Τι περίμεναν; γέλασε πικρά από μέσα του. Είχαν κάνει μια προδοσία και οι προδοσία στη ζωή πληρώνεται. Ότι απόμεινε από την αρχαία Ασίνη ήταν αυτές οι λιγοστές σκόρπιες πέτρες, που τις έδερνε αλύπητα ο Καλοκαιρινός ήλιος.
Ήρθε ο καφες του, ρούφηξε την πίκρα του φραπέ, άναψε τσιγάρο. Είχε μετανιώσει γι αυτό που έκανε. Είχε πατήσει μια από τις πιο ουσιώδης αρχές του προσωπικού του κανόνα. Έδιωξε με το ζόρι της εικόνες από το μυαλό του, τις εικόνες της ηδονής που ήταν όντως καταπληκτικές όπως παραδέχτηκε για εκατοστή φορά αλλά που έπρεπε να τις ξεχάσει. Τις εικόνες που κυλίστηκε στο σκοτάδι με τη Νίκη, που ήταν πρώτη του ξαδέρφη. Δεν έπρεπε να το κάνει αλλά τώρα είχε γίνει και χρειαζόταν να επανορθώσει αλλιώς θα γινόταν σκάνδαλο στο χωριό. Πως θα κοιτούσε στα μάτια τον πατέρα του που μέχρι τότε τον είχε καμάρι για τις αρχές του και γενικότερα τη σταση του στη ζωή; Ή τη μάνα του που θα έβαζε τα κλάματα; Όχι, έπρεπε να προλάβει το κακό. Χωρίς να το καταλάβει γιατί, είχε μια έντονη ανησυχία που προερχόταν από τον χαρακτήρα της Νίκης που φαινόταν αυθόρμητη, γκροτέσκα, χωρίς φραγμούς ηθικούς, χωρίς τέτοιες ηθικολογίες.
Τέλειωσε τον καφέ βιαστικά. Ανέβηκε στη μηχανή. Σα σίφουνας έφτασε στο χωριό, πήγε κατευθείαν στο σπίτι της. Δεν ήταν εκεί. Τον καλοδέχτηκε ο θείος του ο Νίκανδρος, αδερφός του πατέρα του.
-Έλα, κάθισε, να πιούμε καφέ, του είπε. Η Νίκη κάπου εδώ γύρω θα είναι, άργησε να ξυπνήσει μετά από το χτεσινό γλέντι. Τα ήπιατε γερά,έμαθα.
-Ναι, τα ήπιαμε, απάντησε καθίζοντας.
Ή θεία του έφερε τους καφέδες, κάθισε κι αυτή μαζί τους, κουβέντιαζαν διάφορα.
-Ξέρεις που πάντα σ αγαπάμε ε; του λεγε συχνά ο θειος.
-Σαν παιδί μας σε έχουμε, συμπλήρωνε η θεία, αλλά έφυγες μακριά, πότε θα γυρίσεις πίσω;
-Δε θα γυρίσω θεία, της είπε απλά. Που είναι η Νίκη; Θα έρθει;
-Θα έρθει, μην ανησυχείς, θα μείνεις μέρες δε θα μείνεις; Έχετε καιρό να τα πείτε, κάτσε να σε δούμε κι εμείς λίγο.
Τι να καθόταν που ένιωθε πως βρισκόταν πάνω στη φωτιά; Αν δεν σιγουρευόταν για την εχεμύθεια της δε θα ηρεμούσε. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Τα ήθη και τα έθιμα εκεί στο χωριό ήταν παλιά, δε χωρούσαν τέτοιες αναλγησίες, τις θεωρούσαν έγκλημα, μέχρι που είχαν λιθοβολήσει μια πόρνη τη Σοφία, που είχε ξελογιάσει μερικούς νέους του χωριού. Τη θυμόταν αυτή την κακομοίρα που τελικά δεν τη γλίτωσε την τρέλα. Μετά το λιθοβολισμό,στο τσάκ την πρόλαβαν να μη πεθάνει, την έστειλαν στο ψυχιατρείο.Ένας από τους νέους που είχ «ξελογιάσει» ήταν κι αυτός.
-Τι απέγινε η Σοφία; ρώτησε ξαφνικά.
-Που τη θυμήθηκες; άνοιξε τα μάτια του ο θείος. Εδώ είναι, τη βγάλανε, δεν κάνει τίποτε τώρα πια, μεγάλωσε, γέρασε. Θα την δεις να τριγυρίζει ζητιανεύοντας.
-Μάλιστα, έκανε ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο.
Κάποια στιγμή μπήκε η Νίκη, όπως πάντα ορμητική. Κοιτάχτηκαν. Το δικό του βλέμμα ήτα σοβαρό, το δικό της παιχνιδιάρικο. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δεν έκανε τίποτε να την αποφύγει, έπραξε φυσιολογικά.
-Πάμε μια βόλτα; Της πρότεινε.
-Φύγαμε! Έκενε ενθουσιασμένη.
Δεν την πήγε μακριά, λίγο πιο πέρα, έξω απ το χωριό σε μια καφετέρια.Άραξαν σε δυο καρέκλες.
-Πρέπει να σου πω, της είπε.
-Τι;
-Αυτό που κάναμε δεν πρέπει να επαναληφτεί, δεν έπρεπε να γίνει. Για μένα είναι σα να μην έγινε, έτσι θέλω να το πάρεις κι εσύ, είπε κοιτάζοντας το χώμα.
Η Νίκη του σήκωσε το πρόσωπο κατάφατσα. Το ύφος της ήταν σκληρό, πέτρινο.
-Όχι, φίλε μου. Έγινε και δε θα το ξεχάσω ποτέ. Θάρθεις το βράδυ; Εκεί μπορούμε να το κουβεντιάσουμε καλύτερα. Εγώ θέλω να παντρευτούμε.
-Τι; έκανε κέρινος.
-Γιατί; τι έγινε δηλαδή; Οι πρώτοι θα είμαστε ή οι τελευταίοι συγγενείς που παντρεύονται; Αφού το ξέρω πως με λατρεύεις! Πάντα με λάτρευες.
-Τι είναι αυτά που λες; αγρίεψε. Άκουσες τι σου είπα: να τα ξεχάσεις. Δε θα γίνω εγώ ρεζίλι για σένα. Εντάξει; Και πάμε να φύγουμε. Θα επιστρέψω αύριο το πρωί στην Αθήνα.
Τη βούτηξε απ το χέρι, ανέβηκαν στη μηχανή, έφτασαν έξω από το σπίτι της.
-Να έρθεις το βράδυ, να τα πούμε του ψυθίρισε στο αφτί.
-Δε θάρθω, της απάντησε, μη περιμένεις.
-Να έρθεις θα είναι η τελευταία μας φορά. Αν δεν έρθεις θα δημιουργήσω σκάνδαλο, θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Εσύ έφταιγες, εσύ με πήδηξες!
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Παρ όλα αυτά προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν έβγαινε πουθενά με τα νεύρα.
-Αν έρθω, μου υπόσχεσαι πως θα τα ξεχάσουμε; Σε παρακαλώ…
-Εντάξει, του χάιδεψε τα μαλλιά. Εντάξει, θα σου κάνω τη χάρη, έλα το βράδυ και τα λέμε, εντάξει;
-Εντάξει, είπε και μαρσάρισε δυνατά στο χωματόδρομο.

Το βράδυ έφτασε νωρίς. Είχε κοιμηθεί, να ξεκουραστεί. Ύστερα έφαγε με τους γονείς του που ήταν τρισευτυχισμένοι που τον είχαν μαζί τους. Αυτός βέβαια ήταν ασυνήθιστα νευρικός.
-Αύριο θα πάμε στο Ναύπλιο για κάτι δουλειές, θα έρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε ο πατέρας του.
Τον βεβαίωσε πως θα πήγαινε παρέα τους αλλά για λίγο και συμφώνησαν.
Όταν εκείνοι έπεσαν για ύπνο, καμώθηκε πως θα ξάπλωνε κι αυτός και σε λίγο βγήκε σαν τη νυχτερίδα, σα σκιά στους έρημους δρόμους του χωριού.
Η ώρα θα πλησίαζε δυο. Το σκοτάδι τύλιγε τον κόσμο του και την ψυχή του. Είχε μπλέξει. Είχε μπλέξει άγρια και ήταν ανάγκη να ξεμπλέξει. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να μην πάει. Να έφευγε την άλλη μέρα για όπου στο διάολο ήθελε. Να πήγαινε διακοπές στη Γκουανταλαχάρα. Θα έβρισκε μια δικαολογία στους γονείς του και πάει τέλειωσε αλλά… Ας έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει την τρελή, γιατί δε υπήρχε περίπτωση να μην ήταν τρελή, τρελή ήταν, συμφώνησε με τον εαυτό του. Όπως κι αυτός που έμπλεξε για χάρη του μουνιού σε μια τέτοια παλιοκατάσταση. Ναι, για χάρη του μουνιού.
Έφτασε έξω από την παράγκα, το φεγγάρι έσκαγε κείνη την ώρα πάνω από το βορρά, μισοφαγωμένο. Τρύπωσε μέσα στην παράγκα, μέσα στο σανό, την είδε να κάθεται σοβαρή, γυμνή κόντρα σε κάποια αχτίδα φωτός που έλουζε το άσπρο κορμί της. Πήγε κοντά της, κάθισε απέναντι της.
-Ώστε θέλεις να μ αφήσεις, μίλησε ακούνητη.
-Έλα, της είπε, τι ν αφήσω, μια φορά κάναμε έρωτα, δεν έγινε τίποτε σπουδαίο…
-Δεν έγινε τίποτε σπουδαίο; Πετάχτηκε πάνω. Τον άρπαξε από το λαιμό με τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες. Εγώ σε αγαπώ και συ λες πως δεν έγινε τίποτε σπουδαίο!
Προσπάθησε ν απαλλαγή από το σφίξιμο στο λαιμό και το αγκάλιασμα της, δεν ήταν εύκολο, ήταν γερή σαν τίγρη και η απελπισία της την έκανε ακόμα πιο δυνατή. Κυλίστηκαν στα άχυρα, εκείνο το άγανο ξαναμπήκε στο στόμα του, αυτή τη φορά με λίγο αίμα που έτρεξε ανάμεσα στα χείλη τους. Η Νίκη τον φίλησε στο στόμα, τον φιλούσε καθώς πάλευε να απελευτερωθεί από τα χέρια της.
-Θέλω να μου κάνεις έρωτα! του σφύριξε. Πήδηξε με μια φορά ακόμα και φύγε! άκουσες τι σου είπα; φώναξε γεμάτη κλάματα,
Αυτός πρόλαβε να της κλείσει το στόμα με την παλάμη, μασώντας πάντα εκείνο το άγανο, ανάμεσα στο αίμα του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα και λογικά. Και τα δυο μαζί ήταν δύσκολο αλλά αστραπιαία πίστεψε πως αν της έκανε έρωτα τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Αυτό έλεγε η λογική, άρα έπρεπε να φύγει τώρα. Τώρα αμέσως.
-Θα φύγω, της είπε και κεινης τα μάτια άστραψαν.
Έβαλε όλη τη δύναμη του, έφτυσε αίμα και άγανο, η Νίκη αντιστεκόταν πολύ δυνατά. Αυτή γυμνή εκείνος ντυμένος. Αυτή τρελή, εκείνος θεότρελος έτσι που είχε μπλέξει. Τον γρατσούνισε άσχημα στα μάγουλα, το μάτι του άστραψε κι αυτουνού. Σκόνταψαν σε κάτι γεωργικά εγαλεία που ήταν στηριγμένα στα τοιχώματα της παράγκας, έπεσαν δίπλα τους. Ανάσαιναν βαριά, τίποτε δεν υπήρχε ανάμεσα τους, μόνο ένας κόσμος ολόκληρος που χώριζε τους κόσμους τους. Γιατί πάλευαν; Ήταν αδύνατο να το καταλάβει, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά, να ξεφύγει από αυτόν τον διάβολο που τον είχε φέρει στην άκρη του γκρεμού. Θα μου πεις ήταν τεράστιο το εγκλημα τους; Όχι αλλά είπαμε. Τι θα έλεγε ο κόσμος, η δημόσια κατακραυγή, η αιμομιξία, δε θυμάται πόσες φορές είχε χύσει μέσα της το περασμένο βράδυ κι αν έμενε έγκυος η τρελή; Όλα μαζεμένα στο μυαλό του ξυλουργού. Στο μυαλό της Νίκης, ένα άδειο νόημα, ένα κενό, τόσο χαμένη ήταν; αυτή μια πανέμορφη γυναίκα, ένα εξαίσιο πλάσμα; Αλλά τι σχέση έχει η μορφή με το μυαλό; Αν ήταν έτσι όλες οι ωραίες θα ήταν πανέξυπνες, αν συμβάδιζε δηλαδή η ομορφιά με την εξυπνάδα. Αλλά τώρα; Τώρα που είχε φύγει για τις ωραίες διακοπες του κι αντ αυτού βρισκόταν να παλεύει με μια τρελή γυναίκα, τρεις-τέσσερις η ώρα το πρωί μέσα σε μια παράγκα που δεν την ήξερε ούτε ο θεός; Την κρατούσε με τη βια από τους ώμους να μη του ορμήξει ξανά. Είχαν σηκωθεί όρθιοι τώρα. Κοίταξε γύρω, έψαχνε τρόπο να το βάλει στα πόδια χωρίς να της κάνει κακό αλλά ούτε κι εκείνη σ αυτόν. Φοβόταν πως μπορούσε να τον χτυπήσει με ότι έβρισκε μπροστά της.
Πράγματι, του ξέφυγε και άρπαξε από δίπλα ένα αγροτικό μαχαίρι. Στάθηκαν απέναντι Κοιτάχτηκαν στα μάτια σα δυο μονομάχοι που ο ένας έπρεπε να πεθάνει. Τρόμαξε. Η Νίκη του όρμησε. Αυτός πρόλαβε και της έπιασε τον καρπό του χεριού που κρατούσε το μαχαίρι. Το γύρισε αργά πάνω στο πρόσωπο της, της άγγιξε με την άκρη τη λεπίδα το καρύδι στο λαιμό. Θα τη σκότωνε. Θα τη σκότωνε, δεν άξιζε να ζει.
Το άγανο ξαναήρθε στο στόμα του. Μάσησε την ξυλώδη ουσία που ανάδινε ο κόσμος μας, με το ξεραμένο αίμα, να ξανατρέχει από την άκρη των χειλιών του. Αίμα ζεστό, δικό του και δικό της. Αυτό το αίμα είναι δικό τους και δικό μας, σκέφτηκε, δεν μπορούσε κανείς νας το πάρει. Μόνο εμείς μπορούσαμε να το κάνουμε ότι θέλουμε. Κοίταξε μια στιγμή το σκοτάδι κι ύστερα ξανά τη λεπίδα που έξυνε το λευκό δέρμα της. Της είχε στραβώσει το μούτρο με το άλλο του χέρι, έτσι που να μη μπορεί ούτε να στρίψει ούτε να φωνάξει μια και η παλάμη του της έκλεινε το στόμα. Με το σώμα του, είχε ακινητοποιήσει το δικό της, η Νίκη έμενε ακούνητη για λίγο. Λες και δεν υπήρχε. Η ανάσα της ελαφριά παραδομένη. Αν την άφηνε θα ήταν καλύτερα και ήρεμος να πήγαινε στο καλό. Το σκέφτηκε. Πίεσε λίγο ακόμη τη λεπίδα στο λαιμό. Η Νίκη κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια, τον κοίταξε.
Την κοίταζε κι αυτός με το άγανο πάντα στο στόμα του, με την ξυλώδη οσμή του ανάμεσα από το αίμα που έτρεχε στο πονεμένο σαγόνι του.
ΤΕΛΟς

 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ερωμένο φθινόπωρο




Πόσο είναι δικό μας αυτό που δημιουργούμε; αυτό που γράφουμε;
Επεξεργάζομαι τις δικές μου σκέψεις-ξέρω πως τα περισσότερα
εξ αυτών θα έχουν ειπωθεί ανά τους αιώνες αλλά και σύγχρονα.
Ίσως όμως, όχι ακριβώς έτσι, επειδή δε μου αρέσει να μηρυκάζω,
δε μου αρέσει να επαναλαμβάνω λόγια σοφών ή μεγάλων ανδρών
πράγμα που γίνεται κατά κόρον εδώ μέσα και καλώς γίνεται!

Ο Μπουκόφσκι δεν ήταν και τόσο κακός
συγγραφέας.
Η θερμοκρασία στην Αθήνα από 7 έως 35 βαθμούς.
Το χετε ξανακούσει αυτό;
Ο Μπουκόφσκι πέθανε πριν από είκοσι έξι
χρόνια από κορωνοποιό.

ΚΡΑΤΑΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ.
Είμαστε δηλαδή υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι σ αυτή τη ζωή;
Κρατάω αυτό που μου λείπει. Το ένα και το άλλο. Τι είναι το ένα και τι το άλλο, αφού
είναι να πάω, θα πηγαίνω. Το ένα είναι από αυτή τη στιγμή που αισθάνομαι πως
ο χρόνος πρέπει να διορθωθεί, όχι μέσω του νοήματος αλλά μέσω των λέξεων.
Άρα αν θα φωνάξω α, χωρίς δύναμη, δε λέει τίποτε στον κόσμο. Αν όμως πω ααααά;
δεν είναι αλλοιώτικα; Όπως ας πούμε πως αυτοί οι διακόπτες είναι Μπέκερ. Είναι όμως
Μπέκερ; ή είναι ιμιτασιόν; Το καζανάκι είναι αυθεντικό Νιαγάρας; ε, τότε θα το
κρατήσουμε και όσο αντέξει. Λογικά είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι,
δεν ξέρω τι. Διαλέχτε. Δύσκολο αυτό το κωλορήμα. Πάντως, για την φιλοσοφία
των ειδών, οι ηθοποιοί είναι ανώτερον τοις ανθρώποις.





Ουσιαστικά δε βλέπω καμιά ηθική επιταγή κανενός ανθρώπου χωρίς
αυτό να δείχνει αμοραλισμό, παρά μόνο μια απολυτότητα των
πραγμάτων και της ανάγκης.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ έχω συχνά μπερδευτεί για να ξεδιαλέξω μεταξύ ωραίου και άσχημου έργου, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Κάποτε έβγαζα πιο εύκολες, βιαστικές κρίσεις και έπεφτα έξω. Έλεγα φερ ειπείν πως δε μου άρεσε ο Μοντιλιάνι ενώ τώρα έχω αναθεωρήσει. Για τον Μιρό δεν πολυνοιαζόμουνα και τον Φασιανό τον έκρινα όπως ο απλός άνθρωπος. Ο Φασιανός είναι καλός ζωγράφος, τώρα αν κατακρίνεται για τις διασυνδέσεις του αυτό είναι άλλο. Συνοψίζοντας, λέω πως, εν πάση περιπτώσει και το τελευταίο έργο που θα σχεδιάσει ένας άνθρωπος σε ένα

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΛΩΔΙΑ



 
Γίναμε καλωδιωμένοι. Γύρω μας,εντός μας,πάνω και πίσω μας καλώδια,τρέχουν ανάμεσα από τα πόδια μας,πρίζες,μεμορι στικ,κάμερες,ακουστικά,λαπ-τοπ. σι-ντι, ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα στα στενά του όρια.
ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΛΩΔΙΑ.Μέσα μας και γύρω μας ηλεκτρονοκές διευθύνσεις και ανεπαίσθητες προσωπικές ήττες . Καλή σας μέρα.
 

Άμα είσαι αετός γαμισε τα, δεν μπορείς να μείνεις στα χαμηλά και τότε τρως τα φτερά σου..δύσκολη κουβέντα, στριφνή κι αδυσώπητη με εκείνους που σε θέλουν κι εσύ όχι
 

Ουδέν. Είμαστε έξω από τα γεγονότα της ζωής-ούτε καν στο τρένο που εκτροχιάστηκε κάπου στην Αμερική. Έξω απ τον χρόνο. Αλλού γεννάν οι κότες. Ανίκανοι εσμέν.
Ας το θυμηθώ:
Ειμί
ει
εστί
Εσμέν
εστέ
εισίν.
 

Ρε συ, τι μου λες! οι άλλοι πιστεύουν ακόμα στα ιερά νερά του Γάγγη! Ένα δις άνθρωποι, με δουλεύεις τώρα; για ποια κοινωνική και πνευματική ισότητα των ανθρώπων να μιλήσουμε; Τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι; Θεωρώ αυτό το βούτηγμα στα θολά νερά [ για να βρουν το κάρμα, τη νιρβάνα, όπως διάολο θες πέστο] από τις χειρότερες απομείνουσες προσβλητικές καταστάσεις για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
 
  

Εγώ δεν μπορώ ν αντιληφθώ ανθρώπους που κάνουν έρωτα μόνον για να κάνουν παιδιά! καταλαβαίνω ανθρώπους που γαμιούνται πρώτα γιατί τους αρέσει και όταν σκεφτούν το παιδί, ονειρεύονται την έκτρωση- εκτός εκείνων που έχουν πρόβλημα τεκνοποίησης οπότε είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν εσαεί! μέχρι και αν το καταφέρουν ποτέ!

 

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...