Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΊ ΤΑΞΙΔΕΎΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΆΔΕΙΣΟ

 


-Μια πολύ μικρή γειτονιά είμαστε. Μια χούφτα άνθρωποι, μου λέει.

-Και τι με νοιάζει εμένα; του απαντάω. Εγώ κοιτάζω τι κάνει ο
κώλος μου.

-Μη γίνεσαι παράλογος κι εγωιστής!

-Εγώ, εγωιστής; τι λες ρε φίλε. Εγώ αγαπάω όλους τους ανθρώπους.
Εγώ είμαι δίκαιος. Αλλά δεν πρέπει να φυλάω τον κώλο μου;

-Πως τον φιλάς [με γιώτα μαλάκα!] όταν αυτός σε προδίδει; Φιλάς
εσύ τον κώλο σου; Μπορείς;

-Φυλάω τα νώτα μου, σου είπα. Αυτό εννοώ με το φυλάω τον κώλο
μου, εσύ σαν πονηρός που είσαι το πήγες αλλού.

-Εμείς οι δυο δε θα τα πάμε καθόλου καλά. Όλο αηδίες μου λές!
δεν το πήγα αλλού. Ναι αλλά τα συμφέροντα τα δικά σου,
συγκρούονται με τα συμφέροντα τα δικά μου. Εσύ είσαι παλιό
καθίκι δεξιόχειρας κι εγώ πετάω τις πέτρες με το αριστερό.

-Έχεις μείνει πολύ πίσω φιλαράκο. Πάνε αυτά τέλειωσαν. Δεν
υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί. Κοίτα εδώ να βολέψεις την
κεφάλα σου και άσε τις φιλοσοφίες. Τι θα πει δεξιός κι αριστερός;
Όλοι άνθρωποι δεν είμαστε;

-Το ξερα πως θα το πήγαινες εκεί. Εσείς οι δεξιοί ψάχνετε
γαλίφικους τρόπους να μας τουμπάρετε αλλά η Παπαρήγα δεν
μασάει ταραμά..

-Γιατί γίδα είναι; με διακόπτει.

-Ποια γίδα; του λέω μπερδεμένος.

-Αυτή που είναι στο βουνό.

-Ποιο βουνό; κοιτάζω γύρω μου, χοάνη.

-Το Μαγικό βουνό, το χεις διαβάσει;

-Εμείς οι αριστεροί όλα τα χουμε διαβάσει! θριαμβεύω.

-Ε, πάρτα, μου λέει και μου χώνει μια μούντζα. Πάρτα να μην στα χρωστάω.


 

 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΚΛΕΨΎΔΡΑ

 


Μια γυναίκα που έπαιζε με την κλεψύδρα. Άμμος και αμηχανία πριν από χρόνια, δεν ήταν όμορφη, ήταν σπουδαία. Η άμμος κύλησε, τέλειωσε ο χρόνος. Έμεινε το άσπρο, το λινό φόρεμα και το φως ανάμεσα από τα πόδια μιας γυναίκας....

 

 

Έχουν αλλάξει άραγε τόσο πολύ οι άνθρωποι; Προσωπικά με ενδιαφέρει η γενική εκτίμηση των ανθρώπων για το άτομο μου- ο Ρενάν έλεγε πως εκείνος που θέλει να κάνει κάτι καλό δεν πρέπει να βασίζεται στη γενική επιδοκιμασία αλλά αντίθετα να την επιζητεί από σπάνιες ψυχές κι ελάχιστους ανθρώπους. Κι έχω την πενιχρή ιδέα πως έτσι συμβαίνει με τους πολλούς: η γενικότερη αποδοχή του έργου ενός ανθρώπου είναι ιδανικό.

 


 

Στη ζωή δεν μπορείς να κρυφτείς. Φαίνεσαι ποιος είσαι

 

 

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

ΕΘΝΙΚΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ

 ΕΘΝΙΚΌΣ ΖΩΓΡΆΦΟΣ

 Ωραίος τίτλος! δεν υπάρχει νομίζω.

ΕΘΝΙΚΌΣ ΠΟΙΗΤΉΣ. Άλλος μεγάλος τίτλος. Ο Καρούζος έχει συμπεριληφθεί σ αυτούς;


ΕΘΝΙΚΌΣ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ, επίσης θρυλική προσφώνηση. Τιμητική. Μερικοί δε θα πάρουν ποτέ αυτούς τους τίτλους. Ας πούμε ο Ηλίας Πετρόπουλος κι εγώ. 


 Φαίνεται πως η μαμά πατρίς δε μας θεωρεί άξια τέκνα της- δεν ξέρω ποιος είναι ο τελευταίος που πήρε κάποιον από τους παραπάνω τίτλους, εν ζωή. Ο Καρούζος νομίζω πως δεν είναι εθνικός ποιητής, σαν τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη...επίσης πάρα πολλοί άλλοι. [Επίσης δεν γνωρίζω τι συμβαίνει επ αυτού σε άλλα κράτη.]Το Εθνικός, βέβαια, μου θυμίζει ιδιοκτησία-κάτι που ανήκει κάπου και απ αυτή την άποψη δε μ αρέσει, είναι υπερφίαλο, εγωιστικό,  έξω από την ανθρώπινη λογική. Κανένας δεν ανήκει σε κανέναν! αυτή είναι η παγκόσμια πραγματικότητα.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Never with yoy

 


 

 

Μια γυναίκα στεκόταν στο μισοσκόταδο γυμνή.

Δύσκολο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, είπε η Μαριλένα, καθώς ο Τζον την κοίταζε από το φεγγάρι, νέος ήταν μπορούσε να πηδήξει από κει πάνω αλλά ο κόσμος ήταν το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της η Μαριλένα και η ανοησία του Ντικ, ή του Παναγιώτη και του Βασίλη, ίσως και η Αντωνία, καλοβαλμένη να πλησιάζει έναν-έναν τους εραστές του Τζον, δεν έχω έρεισμα, είπε και ο κρότος των λόγων έκανε στροφές για να περάσει από αυτό το ποτάμι, είναι αδύνατος ο μύθος, εγώ δεν είμαι για έτσι, στέγνωσε ένα πικρό ύφος, για να με κερδίσεις χρειάζεται να φας πολύ μέλι. Εγώ δεν είμαι για έτσι, υπονοούσε μια ιδιαιτερότητα ύπαρξης, πως δεν άξιζε να της συμπεριφέρονται ούτως οι άντρες ή και οι γυναίκες, αν την θεωρούσαν υποδεέστερη αλλά δεν μπορούσε ν αλλάξει την εικόνα, η εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε, τίποτε άλλο και πάρα πέρα.
Ο Μπεν και ο Τζωρζ ήταν από το Μπέρμιγχαμ ο ένας χοντρός και ο άλλος υπόχοντρος, αδυσώπητοι χτυπούσαν ρυθμικά τα δάχτυλα τος στο ξύλο περιμένοντας με αδημονία το επόμενο. Το κεφάλι τους μετρούσε τον ρυθμό.
Βββ.
Κι αμέσως η Μαριλένα τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στο στήθος που ο Τζον το κατάλαβε σαν ερωτικό αντίκρισμα και θα ήταν καλύτερα ν αποχωρήσει απ τη σκηνή, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε. Σκοτείνιαζε οικειοθελώς. Πολλοί είμαστε μόνοι. Μόνοι, όταν χρειαζόμαστε άλλον έναν.
Τι κάνεις εκεί;
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, κοιτάω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ή πλέκω με τον άνεμο λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι μόνος σε έναν κόσμο που υπάρχουν πολλοί, είπε ο Ντικ και κανείς δεν του απάντησε και μόνο η Μαριλένα στεκόταν ακόμα γυμνή στο σκοτάδι που έπεφτε ραγδαία στους ώμους, στα χέρια και λίγο πιο κάτω από εκεί που ήθελε να μην υπάρχει η ντροπή, ίσως και η αγάπη, να είπες μια δύσκολη λέξη και είναι καλύτερα να μην πάει πάρα πέρα ένας – ένας με μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ ο Μπεν και ο Τζωρτζ σταμάτησαν να χτυπούν τα δάχτυλα τους στο ξύλο και μουσικομανείς άνοιξαν τα αυφτιά τους ν ακούσουν όσα ήθελαν να πουν, πάντα σε φόρμα. Ο Τζον και η Μαριλένα, άφησαν έναν πνιχτό ουρλιαχτό για την πεποίθηση τους πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτοί οι δυο να ενωθούν ποτέ, Γιάννη, είπε η Μαριλένα, καλύτερα να μείνουμε φίλοι, δεν πειράζει που με είδες γυμνή, εγώ δε σε είδα, αλλά μ αρέσεις, είσαι όμορφος, λάμπεις σ ένα σκοτάδι που υπάρχω εγώ, εγώ και οι άλλοι, που ορκίζονται στην τιμή τους, εγώ δεν έχω τιμή, αξίζω πολλά, δεν είμαι για έτσι.

Στο μισοσκόταδο, ο Γιάννης, ρουφούσε τις ρόγες ενός σταφυλιού, σάλπιζε την τρυφεράδα, πως κάποτε θα ήταν για πάντα δικιά του, όχι η τρυφεράδα, νέος ήταν εκ γενετής ηλίθιος, έπρεπε, οπωσδήποτε να ενηλικιωθεί, να γίνει πιότερο έξυπνος, φορώντας μια κουκούλα μέχρι επάνω, δεν έλεγε και τίποτε μια Μαριλένα στο σκοτάδι, α, μια πουτάνα του σοκακιού, ζζζ, άκουγε ακόμα τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα σε κορμούς πεύκων με γυαλιστερά μάτια, αλλά ένιωθε τόσο μόνος και θαρραλέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν είναι νέοι, αψίκοροι και βγήκε απ το μικρό πορτάκι, το τόσο δα, αναψοκοκκινισμένος που παράβλεψε τους νόμους της οικειότητας, βλέποντας ολόγυμνη την Μαριλένα, που παρ όλα αυτά, είπε πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα.


Γγγγ.
Τρία τσίπουρα! Παράγγειλε ο Τζον ή ο Γιάννης κι όλοι έμειναν κάγκελο κι άναψαν τσιγάρο με ευχαρίστηση, αγαλλιάζοντας σαν άγγελοι, ήσσονες με μικρά γόνατα, χαλύβδινοι, σιδερένιοι με μυώδεις γάμπες, ο μύθος συνεχίζει να μην υπάρχει, τι πιο πολύ αξίζει στη ζωή, εξόν από μια γυμνή γυναίκα που την είδες στο σκοτάδι ν ανεβάζει τα εσώρουχα της, ακόμα και ο θεός κολάζεται μ αυτό το άσπρο και το μαύρο των θηλυκών αισθημάτων, άρα πάμε καλά! Πάμε καλά!Για να πάρεις όμως πρέπει να ζητήσεις κι άμα ζητήσεις δεν ξέρεις αν θα σου το δώσουν, εκεί που το ποτό είναι φτηνό κι εκεί που η σάρκα είναι τρίφτηνη, έξω βρέχει και ποια είναι η γνώμη σου για τους εραστές είπε ο ένας από τους δυο χοντρούς, εμένα δε μου λένε τίποτε αυτοί που ερωτεύονται σφόδρα και ξεχνούν τα προβλήματα, ξεχνούν τα πάντα και νομίζουν πως ο κόσμος ανήκει μόνο σ αυτούς, έτσι είναι όσοι ερωτεύονται, έξω συνέχιζε να βρέχει, χωρίς λόγο, πάντα βρέχει χωρίς λόγο και οι άνθρωποι κρύβονται απ τη βροχή κι απ το χιόνι, έχοντας λίγη χαρά επειδή είναι μόνοι, έτσι ολοκλήρωσε μια άποψη για τη βροχή, τίποτε δε σκέφτομαι, απάντησε ο Ντικ που ήταν ξεχασμένος σε μια γωνιά περιπτέρου κι ανάλογου ύφους, αυτό ακριβώς ήταν το έναυσμα ν ανάψει μια φωτιά, χωρίς λόγο, έτσι επειδή μας άρεσε αυτό. Τίποτε άλλο. Αυτό. Η Μαριλένα και ο Τζον δεν έζησαν ποτέ μαζί, εκτός από αυτές τις πρόσκαιρες εικασίες του ενός για το σώμα του άλλου, για να μην ειπωθούν περισσότερα χυδαία για τα γόνατα μιας γυναίκας και τους ώμους ενός άντρα ή για τα μαλλιά της που έπεφταν σαν στάχυα στους λιγνούς και σαρκώδεις λόφους, ευρυμαθείς όπως τους αποκαλούσαν μερικοί, ένα γοητευτικό μέρος αυτών, ήταν, να φύγουν μακριά ο ένας από τον άλλον λες και δεν άντεξαν να ήταν μαζί, ευρυμαθείς και εγκρατείς, για να δεις πως αλλάζει η ιστορία, ένα βλέμμα αρκεί για ν αλλάξει το παν, αυτό ήταν εκείνο που επόθουν, τίποτε δε σκέφτομαι, είπε ο Τζον και η Μαριλένα έμεινε για πάντα γυμνή, μετέωρη σε έναν κόσμο όπως τον φανταζόμαστε όλοι.

ΤΕΛΟΣ

 

 

ποίμα για μια αγάπη χαμένη: ΠΊΝΩ ΚΌΚΑ-ΚΌΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ 2

   Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...