Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 35






Όλα έχουν ένα τέλος, καλώς ή κακώς. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, ήταν ένα από τα τελευταία ρητά που ξεφούρνιζε ο Ντάφλος. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας, συνέχιζε, είναι όλα κανονισμένα. Έτσι και η συνεργασία του με τον Δούκα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσαν να ήταν πια μαζί, έτσι κι αλλιώς από κάποια ανάγκη το έκαναν. Άρα ήταν υποχρεωμένοι ο ένας να ρίξει τον άλλον, για να μείνει η επιχείρηση καφενείο στον κερδισμένο.
Μια από εκείνες τις μέρες λοιπόν, ο Ντάφλος αποφάσισε να βγει βόλτα με τον γιο του, τον Τίτο. Ο Τίτος είχε μεγαλώσει πια, ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Τον σύστησε στον Δούκα.
-Ο γιος μου ο Τίτος! Είπε αγκαλιάζοντας τον. Ο κύριος Δούκας.
-Χαίρω πολύ, είπε ο Δούκας άκεφα, χωρίς να δώσει το χέρι του-τις είχε ξεχάσει αυτές τις αβρότητες από χρόνια.
-Θα φύγουμε εμείς τώρα, θα πάμε μια βόλτα, έχε το νου σου στο μαγαζί, είπε ο Ντάφλος φανερά ενοχλημένος.
-Να πάτε, απάντησε. Εγώ να δω πότε θα φύγω… μέρα-νύχτα στο καφενείο είμαι!
-Τι εννοείς; Τον κοίταξε συνοφρυωμένα. Έχεις και παράπονο;
-Τίποτα, πηγαίνετε, δεν έχω παράπονα.
-Άμα είναι έτσι να μην πάμε πατέρα, τόλμησε να εκφράσει ο Τίτος.
Ο Ντάφλος τους αγριοκοίταξε και τους δυο.
-Πάμε, είπε ύστερα από λίγη σιωπή.
-Που θα πάμε; ρώτησε όταν είχαν μπει ήδη στο ταξί.
-Θα δεις … χαμογέλασε. Μεγάλωσες τώρα, οπότε μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε. Θέλω να έχεις κέφι ε; Όχι μούτρα και τέτοια. Γιατί, να σου πω, ότι και να πεις έχω μερικά παράπονα από σένα. Και πρώτον που τόσον καιρό δεν ήρθες να δεις τον πατέρα σου.
-Δεν μπορούσα πατέρα. Το σχολείο, το ψιλικατζίδικο… δικαιολογήθηκε κάπως άβολα.
-Το έχετε ακόμα το ψιλικατζίδικο! Μπράβο!
-Εμ, βέβαια, το έχουμε, πως θα ζούσαμε, βλέπεις εσύ…
-Άστα αυτά. Τα ξέρω, δεν ήμουν καλός πατέρας αλλά έφταιγε η μάνα σου. Αλλά άστα αυτά απόψε, θέλω κέφι, χαρά, γλέντι. Εντάξει;
-Εντάξει, εντάξει πατέρα.
Του άρεσε αυτό το «πατέρα». Έδειχνε σεβασμό, τον κοίταζε και κορδωνόταν «Μωρέ, πως μεγάλωσε έτσι! Σωστός άντρας!» Και καθώς δεν είχε πιει ακόμα πολύ ή δεν τον είχε πιάσει το ποτό, όλο τον αγκάλιαζε τρυφερά κι όλο «α, ρε Τίτο!» του έλεγε με χαρά και παράπονο.
Μετά από μερικές ασκοπες βόλτες κι ενώ συνέχεια σκεφτόταν που να πάνε, αποφάσισε να τρυπώσουν σε κάποιο ακριβό καμπαρέ από κείνα που σύχναζε όταν είχε λεφτά. Βέβαια, τώρα δεν τον έπαιρνε αλλά δε βαριέσαι, σκέφτηκε, μια φορά στο τόσο τον έβλεπε.
Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος, πατέρας και υιός, δίχως ο κόσμος να τους νοιάζει.
-Έχεις πάει ρε μπαγάσα σε τέτοιο μαγαζί; Είδες που σε έφερε ο πατέρας σου!
-Όχι, δεν έχω πάει, αλλά μου αρέσει, είπε ο Τίτος που είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, παρατηρώντας το θέαμα, τις ωραίες γυναίκες, τη μουσική, την κίνηση.
-Θα πιούμε; Ρώτησε χαμογελαστά.
-Ε, βέβαια θα πιούμε, αναταράχτηκε ο Ντάφλος. Φέρε μας ένας μπουκάλι Τζόνι και τα σχετικά, είπε στο γκαρσόνι που δεν τους καλοέβλεπε σαν πελάτες.
-Κερνάω εγώ! Είπε ο Τίτος με νόημα.
-Μην το ξαναπείς αυτό! Καμώθηκε πως αγρίεψε τάχα. Έχεις καιρό για κεράσματα.
-Ότι πεις! Δεν μπορώ να σου χαλάσω το χατήρι.
Σε λίγο όμως το γκαρσόνι επέστρεψε και τους είπε ευγενέστατα να σηκωθούν να τους πάει να καθίσουν σε ένα άλλο τραπέζι, πιο κεντρικό, κοντά στην πίστα, που ήταν ήδη στρωμένο, σερβιρισμένο, ένα μπουκάλι Σίβας, ποτήρια, παγάκια, φρούτα και τα λοιπά. Ο Ντάφλος σα να αιφνιδιάστηκε.
-Γιατί; απόρεσε. Καλά είμαστε εδώ.
-Σας παρακαλώ! Μπήκε στη μέση ο μαιτρ. Καθίστε εκεί, υπάρχει λόγος.
Πατέρας και γιος ανοιγόκλεισαν τα μάτια.
-Πάμε, είπαν και σηκώθηκαν.
Όταν βολεύτηκαν, έβαλαν ποτό, τσούγκρισαν. Ο Τίτος παρατήρησε καθώς έτρωγε ένα κομμάτι μπανάνα πως κάποια όμορφη γυναίκα, από το βάθος συχνοκοίταζε προς το μέρος τους κι όλο χαμογελούσε.
-Εσένα κοιτάζει, γύρισε στον πατέρα του και τον ανάγκασε να την δει.
-Ποια; Κοίταξε ένα γύρω με προσοχή
-Μα, αυτή, του έκανε με νόημα.
Την είδε μπροστά από τις βεραμαν κουρτίνες να του χαμογελάει κλείνοντας το μάτι της. Κούκλα σωστή, πανέμορφη και σκέφτηκε πως μάλλον λάθος θα έκανε αλλά δεν πρόλαβαν να το κουβεντιάσουν. Εκείνη ήρθε λικνιστικά στο τραπέζι τους. Μάλιστα έσκυψε και τον φίλησε
Να καθίσω; Ρώτησε. Δε θα με κεράσετε ένα ποτό; Και κάθισε.
Ο Ντάφλος άναυδος! Ο Τίτος απλά παρακολουθούσε-κάτι του άρεσε στο σκηνικό
-Έλα καημένε! Βάλε να πιούμε, έκανε σκασμένη στα γέλια κι έβαλε μόνη της.
-Ποια είσαι; Ψέλλισε κατεβάζοντας όλο το ποτό.
-Η Βασιλική! Είπε και χάιδευε στα μαλλιά τον Τίτο. Γιος σου;
-Ναι, γιος μου… η Βασιλική!
Πετάχτηκε επάνω, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
-Σιγά!  του είπε αυτή. Εδώ είναι μαγαζί πολυτελείας. Κάθισε, ον έσπρωξε απαλά στην καρέκλα.
Κάθισαν. Του Ντάφλου το μυαλό πήρε εκατό στροφές, όχι παραπάνω. Έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα. Πουτάνα, σκέφτηκε. Πουτάνα πολυτελείας η πρώην γυναίκα του Δούκα.
Εκείνη σα να κατάλαβε τις σκέψεις του, ναι, του είπε κουνώντας το κεφάλι της. Έτσι ακριβώς είναι φίλε μου
-Τι γίνεται ο Δούκας; Γέλασε κακαριστά. Το κάθαρμα, ο Αλμύρας, ο φίλος σας ζει;
-Μια χαρά είναι! Ενθουσιάστηκε. Και πήρε ένα καλάθι με λουλούδια  και την έλουσε.
-Μη! Του είπε αυτή. Είναι ακριβά, δεν πρέπει.
Αλλά ο Ντάφλος είχε πάρει φόρα. Ανάποδες. Δεν πειράζει, χαλάλι σου, φέρε κι άλλα! Είπε στη λουλουδού. Έπειτα ρώτησε τη Βασιλική πως είχε φτάσει μέχρι εκεί
-Θέλεις να πεις πως με λυπάσαι; Έκανε με κάποια δύσκολη γκριμάτσα λύπης ή σιχασιάς η ίδια.
-Όχι ρε, όχι, βιάστηκε να διορθώσει
-Ο φίλος σου ο Δούκας φταίει! Κι ύστερα πάλι γέλασε. Δεν πειράζει, είμαι μια χαρά, καλό μεροκάματο, καλοί πελάτες, τι νομίζεις Ντάφλο; Εσύ αγόρι μου τι κάνεις; Γύρισε και παραχάιδεψε τον Τίτο στο στέρνο που είχε ιδρώσει.
-Καλά είμαι, είπε λίγο χαμένα και προσπάθησε να της διώξει το χέρι.
-Μην κάνεις έτσι αγόρι μου! Εδώ είναι το καμπαρέ της ευτυχίας, του είπε και έχωσε τώρα το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια του αυτή τη φορά.
Σε λίγο τον αγκάλιασε, τον φίλησε στα χείλη. Ο Τίτος αναψοκοκκινισμένος από το ποτό, τη μουσική, τη ζεστασιά της, δε σκεφτόταν τίποτα. Εξ άλλου τι να σκεφτόταν; Ντρεπόταν λίγο για τον πατέρα του που τον είχε πιάσει για τα καλά το πιώμα και ήδη δεν ήξερε τι έκανε αλλά μήπως αυτός ήξερε;. Ο Ντάφλος παράγγελνε συνέχεια λουλούδια, σε λίγο είχε έρθει και μια άλλη κυρία στο τραπέζι τους, παράγγειλε σαμπάνιες, είχε άραγε λεφτά; Αλλά μάλλον θα είχε αφού παράγγελνε. Γλεντούσε με τον γιο του που είχε γίνει πια άντρας.
Ώσπου, η ώρα είχε πάει κοντά τέσσερις. Ο Ντάφλος ακούμπησε στο ημίφως το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Βασιλική είχε σηκωθεί πολλές φορές από το τραπέζι τους να πάει σε άλλους πελάτες. Ο Τίτος τσιμπήθηκε κάπως όταν είδε που τη χαϊδολογούσαν αλλά του πέρασε, δε θα την παντρευόταν κιόλας.
Η Βασιλική εκτέλεσε ένα ωραίο χορευτικό στην πίστα. Τζαζ. Ο Ντάφλος μισοκοιμόταν μεταξύ ουρανού και γης.
-Μην κάνεις έτσι, του είπε όταν ξαναήρθε. Εγώ εσένα θέλω. Δε με νοιάζουν αυτοί, απλά είναι δουλειά. Περίμενε, μη φύγετε και κοίταξε τον μισοκοιμισμένο πατέρα του.
-Τι θα τον κάνουμε; Που θα τον πάμε; έκανε με νόημα.
-Θα τον πάμε στο σπίτι, φυσικά.
-Ωραία, περίμενε λίγο, σε πέντε λεπτά κλείνουμε και φεύγουμε.
Πράγματι έτσι έγινε, πήραν ένα ταξί, έφυγαν. Έγιναν πουλιά. Έβάλαν το Ντάφλο μπροστά που παραμιλούσε αλλόκοτες λέξεις, τσιμέντο, πουτάνα, δέντρο, ενώ ο ταξιτζής ρωτούσε που πάμε ρε παιδιά; Στο διάστημα; Άσε μας και συ ρε φίλε! Πεταγόταν ο Ντάφλος. Τι να πεις; Κι αυτοί φιλιόντουσαν.
Τον άφησαν στο σπίτι, συνέχισαν για το ξενοδοχείο.
Κατέβηκαν στο Κάραβελ, σχεδόν τον τραβούσε στα σκαλοπάτια, στο ασανσέρ, κόλλησαν τα σώματα τους. Η Βασιλική τον έσερνε, τον τραβούσε με τα μάτια, με τα χέρια κι αυτός να συνεχίζει να τα έχει κάπως χαμένα. Κάπου στο σκοτάδι. Αυτό είναι εξπρεσιονιστικό. Άστο. Αλλά όταν τον έγδυσε ή την έγδυσε στο κρεβάτι, η τρεμάμενη σαραντάρα, πεινασμένη για λιονταρίσια σάρκα, όλα ήταν καλά στη ζούγκλα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

συνεχίζεται

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 34




Πάντα είχα την εντύπωση ότι δεν πήγαινα πουθενά. Ακόμα και η πιο καλή μουσική, το πιο καλό φαγητό, δε μου ταίριαζαν. Ιδιαίτερα όταν μου έβαζαν τέτοια πόστα οι φίλοι μου. «Ασε τους φίλους σου» μου είπε ο πατέρας μου. «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται. Σου το είχα πει από την αρχή πως δεν κάνουν αυτοί για σένα. Τι θέλεις εσύ μαζί τους;»
Σωστό μου φαινόταν πως ήταν. Το ίδιο έλεγε η μάνα μου που δεν ήξερε πια τι ήταν τα κεριά, τι ήταν οι εκκλησίες κι έβγαινε μονάχα  στην αυλή μας. Καθόλου παραπέρα
Εγώ όμως ήθελα άλλες δουλειές, άλλα πράγματα κι ύστερα δε χώνευα αυτούς που έκαναν τους έξυπνους, αυτούς που νόμιζαν πως ήταν έξυπνοι. Τέτοια φάρα ήμουν ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ένας Αλμύρας σκέτος που πήγαινε οικιοθελώς στην καταστροφή.
Δε μου άρεσε πια ούτε η Λουτσία, την είχα βαρεθεί, δεν ήταν πια η κοριτσούλα που είχα γνωρίσει κι αυτός ο ορθολογισμός της, να φτιάξουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε παιδιά, να είμαστε ένα νόμιμο ζευγάρι, μου την έδιναν στα νεύρα. Μόνο αυτά ήθελε, τα άλλα τα είχε βάλει στην άκρη. Τέρμα το θέατρο, η καριέρα, ο κινηματογράφος. Τέρμα όλα αυτά. Της είχε κοστίσει βέβαια αλλά με τον καιρό το είχε συνηθίσει πως τώρα θα στηριζόταν μονάχα επάνω μου.
-Θα φτιάξουμε το καινούριο σπίτι μας μου είπε μια μέρα κι ξεκίνησε αρχής, γενομένης να βάλει τα ονόματα μας στο κουδούνι: Αμβράζης – Παπακυριακού
Τους δικούς της δεν τους μπέρδευε στα πόδια μας πια. Έτσι κι αλλιώς ήταν ανεξάρτητη, είχε τα οικονομικά της, αυτό που της απόμενε ήταν ο γάμος και η καταξίωση σε μια τέτοια κοινωνία. Γι αυτό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, συσσωρεύοντας χιλιάδες πράγματα στο μεγάλο ρετιρέ της Κηφισιά που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της.
Τεράστιο. Σαν αλάνα μου έμοιαζε, της το είπα χαριτολογώντας, εγώ ποτέ δεν ήθελα ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Μάλιστα, πρόσθεσα πως όταν θα γεννιόταν ο γιος μας, θα έπαιζα εκεί μπάλα μαζί του.
Βιβλιοθήκες, έπιπλα, μπαρ, όλα τα έφτιαχναν οι εργάτες, εμείς απλώς λέγαμε εδώ θα μπουν ή θα τοποθετηθούν. Η Λουτσία, βέβαια, ήταν πάντα εκεί παρών κι εμένα που με έβλεπε αδιάφορο, έως κυνικό κάμποσες φορές, μου το είπε.
-Τι έχεις; Γιατί δε στέκεσαι πουθενά; Μοιάζεις έτοιμος να το βάλεις στα πόδια! Πες μου το, άμα δε θέλεις, άμα δε μ αγαπάς, να ξέρω τι να κάμω…
Ήταν τόση η αγωνία της, που κάποτε συμμαζευόμουν αλλά σπάνια. Έτσι με έπιανε στα πράσα. «Που θα πας; « έλεγα κι απ την άλλη, «δεν έχεις ανάγκη κανέναν, δε χρωστάς πουθενά, οι δουλειές πάνε καλά!» Είχα κάνει κάποια λεφτά, δε σκεφτόμουν να παντρευτώ από συμφέρον. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε μου άρεσε ο γάμος.
Τα έλεγα αυτά στους φίλους μου όταν τύχαινε να βρεθούμε-τι, όταν τύχαινε, όλο εκεί ήμουν. Βιαζόμουν να φύγω απ τη Λουτσία, από το τεράστιο σπίτι, τη φευγαλέα εγκαρτέρηση της, τη στωικότητα που έβλεπα να με περικυκλώνει.
Η Λουτσία που ήταν πιο ζεστή, πιο τρυφερή από ποτέ. Με αγαπούσε, δεν ήθελε να με χάσει κι όλο με ρωτούσε πότε θα πάμε στους δικούς της επίσημα, πότε θα γίνουν όλα αυτά και κανόνιζε ακόμα και το πολυτελέστατο πιάνο μπαρ που θα γινόταν το γλέντι μετά το γάμο μας.
-Τι ανάγκη έχεις τώρα εσύ; Μου είπε ο Δούκας. Όλα σου τρέχουν, μη σκέφτεσαι αλλιώτικα. Εμείς τι να κάνουμε…
-Μην το κουνήσεις φουκαρά! Με συμβούλεψε ο Ντάφλος.
Έβλεπα πως με σκεφτόντουσαν, πως με λαχταρούσαν, ήμουν ένας δικός τους άνθρωπος αλλά ήταν έξω από το χορό γιατί εγώ δεν τους αποκάλυπτα τις μύχιες σκέψεις μου, τις αιώνιες τάσεις φυγής, τα υπαρξιακά μου προβλήματα που μεγάλωναν και τελευταία ανέδειξαν κι έναν περιστασιακό υποχονδριασμό. Μια μέρα, μάλιστα, είχα τρέξει σε έναν γιατρό, προσωπικό της οικογένειας της Λουτσίας. Την πήρα άρον-άρον και πήγαμε. Τι είχα πάθει; Έλεγα πως δεν μπορούσα ν ανασάνω, πως είχα μια ατονία, πως είχα τάσεις μελαγχολίας, μοναξιάς που με ανέβαζαν στα ύψη. Με εξέτασε ο γιατρός και γέλασε.
-Φύγετε, μου είπε. Δεν έχεις τίποτε!
Έτσι απλά. Κι εγώ έγινα καλά. Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα κατά βάθος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά και θυμάμαι μια τέτοια νύχτα
Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα πως κατά βάθος κάτι στράβωνε. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά, θυμάμαι μια τέτοια νύχτα που το έκανα, τέσσερις η ώρα το πρωί, βγήκα αναμαλλιασμένος απ τη μπαλκονόπορτα στη μεγάλη βεράντα του καινούριου σπιτιού μας κι έπεσα στα γόνατα. Έβαλα τα χέρια μου σαν προσευχή προς τον ουρανό, ωστόσο η Λουτσία είχε έρθει πλάι μου. Με αγκάλιασε μα εγώ δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω. Κοίταζα μονάχα ψηλά, στον ουρανό, στο χάος, εκεί που τα άστρα τρεμόσβηναν, σαν την ψυχή μου εκείνη την ώρα.
Η Λουτσία με χάιδευε απαλά, ανήσυχη.
-Τι έχεις άντρα μου; Δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι, μου λεγε συνέχεια αλλά που εγώ…
Αυτός κι αν ήταν πανικός-ξέρετε μερικές φορές λέω την αλήθεια, άλλοτε όχι.
Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο μαζί της αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε μια γυναίκα που σ αγαπάει; Αισθανόμουν την παρουσία της να με παρατηρεί παντού. Αρρώσταινα περισσότερο, σηκωνόμουν κι έφευγα. Που πήγαινα; Όπου με έβγαζε ο δρόμος. Συνήθως στα μπαράκια, μου άρεσαν οι γυναίκες η αλητεία τους. Ξέφευγα, έπινα, μιλούσα, γλίτωνα. Ή νόμιζα πως γλίτωνα, γιατί κάποτε επέστρεφα μισομεθυσμένος.
Τις πιο πολλές φορές δε μου έλεγε τίποτε. Με κοίταζε μόνο, αγουροξυπνημένη, καθιστή στα γόνατα, στο κρεβάτι. Έπεφτα εγώ τότε πάνω της, κάναμε έρωτα και μετά κλαίγαμε. Ξημέρωνε κάποτε η μέρα και μας έβρισκε αγκαλιασμένους κατάχαμα στην κουζίνα, στο χολ και αλλού.
Το πρωί ερχόταν πιο δύσκολο-σχεδόν πάντα έφευγα σαν κυνηγημένος.
-Μείνε λίγο! Μείνε σε παρακαλώ, να πάρουμε μαζί πρωινό, να μιλήσουμε, το έχω ανάγκη, μου έλεγε με παράπονο.
Τίποτα εγώ.
-Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω, απαντούσα από την πόρτα. Έπειτα ένα βιαστικό, άνοστο φιλί και δρόμο.
Όλα τα μαντάτα όμως έρχονται ξαφνικά, αναπάντεχα. Μέσα σ αυτές τις αυταπάτες, τους ξεπεσμούς, πήγαινα που και που στους γονείς μου που με καμάρωναν. Είχα αυτοκίνητο, τους εξυπηρετούσα, τους έβγαζα καμιά βόλτα στους γιατρούς δηλαδή, ή μερικές φορές στην εκκλησία με τη μάνα μου που δεν μπορούσε πια να πηγαίνει μόνη της. Εγώ στεκόμουν πάντα μακριά, στα σκαλοπάτια και βάλε. Είδε κι έπαθε να με ανεβάσει μια Κυριακή στο προαύλιο, σχεδόν με παρέσυρε να μπούμε μέσα. Τίποτα εγώ. «Με πειράζουν τα κεριά, τα λιβάνια» έλεγα.
Αυτή με κοίταζε με συντριβή.
-Δεν πας καλά παιδάκι μου, τι πράγματα είναι αυτά; Ο θεός είναι μεγάλος, έλα ν ανάψεις ένα κερί!
Δεν πήγαινα όμως. Χωνόμουν στην άβυσσο. Έτρεμα, δε μιλούσα σε κανέναν, προσπαθούσα ν αποφύγω τους ανθρώπους, γιατί, όλο περισσότερο ψεύτικοι, απατεωνίσκοι μου φαινόταν. Συχνά μονολογούσα, έλεγα πως δεν έχει νόημα να συνεχίζεις να ζεις έτσι, πάρε κάποιες αποφάσεις, αυτή είναι η ζωή, είτε σ αρέσει είτε δε σου αρέσει. Τότε, λοιπόν, ήρθε το ξαφνικό μαντάτο που σας έλεγα: Ο θάνατος της Βαριεντίνας. Μου το ανακοίνωσε η Λουτσία ένα μεσημέρι που επέστρεψα από τη δουλειά. Μόλις είχαμε καθίσει να φάμε.
- Ξέρεις… μου είπε και κόμπιασε.
Ήξερε πόσο αγαπούσα τη Βαριεντίνα. Γνώριζε ακόμα πόσο είχα συνθλιβεί από τον θάνατο του Τασούλη, που γι αυτόν, η ίδια δεν είχε πονέσει αλλά με τη Βαριεντίνα, είχαν γίνει φίλε, έκαναν παρέα, παρ ότι δεν της συγχωρούσε που όπως έλεγε με είχε κλέψει από αυτή. Το έβλεπα συχνά στα μάτια της, σαν παράπονο αλλά μιλιά δεν έβγαζε γι αυτό. «Ταιριάζετε οι δυο σας» έλεγε και σώπαινε γι αυτό το θέμα. Ήταν διακριτική, πανέμορφη στα σαράντα εννιά της χρόνια, έφυγε.
Βουβάθηκα.
Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μόνο η Λουτσία έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου.
Ύστερα δεν μπόρεσα άλλο. Πήρα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Λουτσία ήρθε μαζί μου, δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου σε τέτοιες στιγμές. «Είσαι άντρας!» μου είπε και με πρόλαβε παρ ότι εγώ βγήκα σα σίφουνας.
-Κάθισε στο σπίτι σου! της είπα νευρικά.
Αλλά δε με άφησε ν ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Όταν το κατάφερα, παλεύαμε οι δυο μας μπροστά στους περαστικούς, χώθηκε στο τιμόνι, πριν από μένα και δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
-Τώρα κάνε ότι θέλεις, μου είπε σαν ησυχάσαμε λίγο. Τράβα πέρα, πίσω από τον κόσμο, στη θάλασσα, στον ουρανό αλλά θα είμαι μαζί σου.
Τσιμπούρι σκέτο, βδέλλα στο σβέρκο, σκέφτηκα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Μπήκε στη θέση του συνοδηγού, συμφωνήσαμε με τα μάτια, πήρα το τιμόνι.
Τράβηξα πίσω στη θάλασσα. Κοντά της, συχνά πήγαινα όταν ήμουν λυπημένος. Στην Κακιά θάλασσα.
Φυσούσε ένας αγέρας αβόλευτος από παντού. Γκρίνιαζε ο ουρανός, αστραποβολούσε, Καλοκαίρι καιρό. Το κύμα φουρτουνιασμένο έφτανε μέχρι τα πόδια μας, εκεί, σε κάτι γύφτικες, χαλασμένες παράγκες που καθίσαμε, έξω στα βράχια να θωρούμε το πέλαγος. Άσπρο, μπλε, μαύρο. Ο ουρανός ένα με τη θάλασσα στο βάθος κι η παραλία κιτρίνιζε από τη θολούρα του κυμάτου. Χοντρές στάλες έπεσαν πάνω μας, η βροχή, η καταιγίδα, ο θάνατος.
Μέναμε όμως εκεί, κουκουβισμένοι, μισοαγκαλιά με τα χέρια υγραμένα στον άνεμο. Τέτοια προσμονή δεν την περίμενα ποτέ από τη Λουτσία.
Κάποτε ξεχαστήκαμε και φύγαμε.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Εγώ δεν πήγα μέσα, παρακολουθούσα απ έξω, απ τα κάγκελα. Οι άλλοι ήταν όλοι κοντά και γύρω από τον τελευταίο περίπατο της Βαριεντίνας. Ο Ντάφλος, ο Δούκας, η Έλεν, μισότρελη, ο Λινάτσας.
Κόσμος πολύς.

συνεχίζεται

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 33




Μόλις στάθηκαν πάλι στα πόδια τους ο Ντάφλος μίλησε πρώτος.
-Γρήγορα είναι, να το σκεφτώ πρώτα, είπε καθίζοντας πάλι. Τι ώρα είναι;
-Αργά. Τρεις, τρεισήμισι τη νύχτα, είπε ο Δούκας προσπαθώντας να κοιτάξει το ρολόι του.
- Θα μείνεις εδώ; Σχεδόν αναρωτήθηκε παρά τον ρωτούσε και κοίταζε γύρω.
-Που να πάω…
-Καλά. Πάρε μια κουβέρτα, ξάπλωσε σε κείνο τον καναπέ. Βολέψου και τα λέμε το πρωί κι έγειρε ο ίδιος να κοιμηθεί στο ντιβάνι με το ποτήρι στο χέρι. Σε λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε.
Ο Δούκας πήγε κοντά να του πάρει το ποτήρι αλλά δεν πρόλαβε. Το ποτήρι έπεσε στο δάπεδο, έσπασε. Ο μεταλλικός, γυάλινος θόρυβος, ξύπνησε την Έλεν Νασοπούλου που άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της. Γύρισε, κοίταξε τον Δούκα απορημένη, στον κόσμο της. Έναν κόσμο που όσο πήγαινε ο λαβύρινθος του όλο και μεγάλωνε.  Άπλωνε στην ευθεία, ίσιωνε απελπιστικά, χωρίς μνήμη. Τουλάχιστον φωναχτή.
Ο Δούκας την παρατήρησε κάμποσο καθώς ξανακοιμήθηκε καθιστή δίπλα στο τζάκι και παραξενεύτηκε με τις μικρές και άναρθρες κραυγές που άρχισε να βγάζει. Μπερδεύονταν με τον αέρα που φύσαγε έξω και το ροχαλητό του Ντάφλου: Άουεεεεεείιι!...άουθθθθ, φςςς…έιιιιι…φίουουου…φυυυυυυ…όουουου….φςςςς!

Όλο εκείνο τον καιρό με είχε καταβάλει ο θάνατος του Τασούλη. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι βάραινε μέσα μου σαν υπευθυνότητα. Ναι, λες και ήμουν κι εγώ υπεύθυνος που πέθανε τόσο νέος. Τι τρέλα ήταν αυτή; Τριβέλιζε συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του, τα όσα είχαμε περάσει μαζί. Το πρωί που ξυπνούσα και πήγαινα να πλυθώ και να χτενιστώ στον καθρέφτη, έβλεπα το πρόσωπο του, φευγαλέα, στο τσακ.
Θα ήταν βέβαια, ο φόβος, ο τρόπος που πέθανε, το αόριστο της ύπαρξης, η μηδαμινότητα, η απελπισία που κάρφωνε στο μυαλό τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ζωής.
Τις περισσότερες ώρες μου τις περνούσα στο εργαστήρι μου. Ίσως και τις καλύτερες εκείνο το διάστημα Εκεί ξεχνιόμουν δουλεύοντας χωρίς σταματημό, μέχρι αργά τα βράδια. Έτσι απέφευγα να είμαι πολύ με τη Λουτσία, να την έχω συνεχώς δίπλα μου Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι να είμαστε συνέχεια μαζί.. Εκείνη το έβλεπε κι όλο με ρωτούσε γιατί κάνω έτσι, ενώ εμένα με νευρίαζαν αυτές της οι ερωτήσεις, αγρίευα.
-Πως κάνω; απαντούσα. Μια χαρά είμαι…
Ο κόμπος όμως για τον επικείμενο γάμο μας είχε φτάσει στο χτένι. Τέσσερα χρόνια ήμασταν ήδη μαζί, το είχαν χωνέψει και οι γονείς της, γενικά όλο το σόι, αφού τώρα ήμουν κι εγώ κάποιος- όχι ο καθένας. Αυτοκίνητο, εργασία, αναγνώριση, χρήματα, ένας καθώς πρέπει γαμπρός. Εμένα, πάλι, αυτό το γαμπρός δε μου κολλούσε καθόλου. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνος, ο άλλος κόμπος που με είχε πρωτοπιάσει όταν παντρευόταν ο φίλος μου ο Ντάφλος, ερχόταν ξανά σαν αναπαλαίωση των στιγμών.
Σα να ζούσα τα ίδια πράγματα όπως τότε με την Καίτη. Φυσικά η Λουτσία δεν έμοιαζε πουθενά μαζί της- αν και ψέματα μου φαίνεται πως λέω, γιατί οι γυναίκες λίγο πολύ, μοιάζουν μεταξύ τους- αλλά, άλλο ψέμα αυτό; Την αγαπούσα.
-Έχεις βολευτεί μαζί της, αυτό είναι όλο, μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε Έτσι έκανα κι εγώ με τη Βασιλική, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως την αγαπούσα και είδες πως κατάντησα, ολοκλήρωσε μια άποψη. Που με καθήλωσε.
Ο Ντάφλος πάλι, φαινόταν και ήταν σε λήθαργο εκείνο τον καιρό.
- Κάνε ότι θέλεις, μου είπε ένα βράδυ που καθόμασταν στου Λινάτσα. Ίδιος θα είσαι πάντα, δεν αλλάζεις εσύ, σε έχουν πάρει τα γρανάζια άλλων πραγμάτων. Και να παντρευτείς θα χωρίσεις, να μου το θυμηθείς. Δεν κάνεις για τέτοιες ιστορίες.
Είχαν ανοίξει τελικά εκείνο το καφενείο αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή κάτι γινόταν από αυτά που είχαν υπολογίσει, όσο δηλαδή ο Ντάφλος είχε κόψει για λίγο το ποτό και ο Δούκας το χαρτοπαίγνιο, τα μπαράκια . Τότε μπορούσαν να δουλεύουν, να προσέχουν τους πελάτες, να κοιτάνε λίγο τη δουλειά τους. Σιγά-σιγά όμως άρχισαν πάλι τα ίδια. Ο ένας στουπί, να τσακώνεται χωρίς λόγο με τους πελάτες, ο άλλος ξενύχτι, χαρτί, γυναίκες δηλητήριο και κόντρα ανελέητους τσακωμούς οι τρεις τους μπροστά σε όλους τους πελάτες που δυσανασχετούσαν και δεν σύχναζαν πια εκεί. Και λέω οι τρεις γιατί είχαν πάρει μαζί τους την Φραντζέσκα να τους βοηθάει στη λάντζα κυρίως αλλά και στο σερβίρισμα.
-Να δεις, του είπε ο Δούκας, είναι τσακάλι θα μας ανεβάσει τη δουλειά.
-Ε, τότε να πάρουμε και την Έλεν! πετάχτηκε ο Ντάφλος. Θα τη βάλουμε στη λάντζα, να έχει κι αυτή κάτι να κάνει
Έτσι και έγινε. Η πρώην κυρία υπουργού, η Έλεν Νασοπούλου, δούλευε στη λάντζα ενός μαυρισμένου καφενείου. Αυτό δε θα το φανταζόταν ποτέ για τη μοίρα της, Γιατί, καλά η άλλη, η Φραντζέσκα γι αυτά ήταν γεννημένη. Έτσι την είδα ένα βράδυ που πήγα από εκεί για να δω το κατάντιο των φίλων μου. Τότε τη γνώρισα κι έπαθα. Τι πράγμα ήταν αυτή! Άλλου είδους άνθρωπος, σωστή αντρογυναίκα. Σαραντάρα όμως τώρα πια και το πρόσωπο της είχε σπάσει. Το σώμα της έδειχνε όλα αυτά που είχε τραβήξει, όλα τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ξένα κρεβάτια που είχε πλαγιάσει, τα ονόματα των εραστών που δε θυμόταν πια. Δούλευε στα μπαρ, συντηρούσε και τον Δούκα. Τον Δούκα που πρώτη φορά τον έβλεπα φοβισμένο-ναι φοβισμένο!- μπροστά σε μια γυναίκα.
Ήταν λοιπόν και η Έλεν Νασοπούλου εκεί. Γερασμένη, καμπουριασμένη, κάτασπρη στη λάντζα, να πλένει ποτήρια και να πίνει ούζο, κρασί, κονιάκ, ότι έβρισκε μπροστά της.
Είδα όλη αυτή τη μιζέρια, την κατάντια των φίλων μου, σιχάθηκα για μια ακόμα φορά όσα κουβαλάει η πουτάνα η ζωή.
-Δεν είναι τίποτα, μου μίλησε ο Ντάφλος. Υπάρχουν και χειρότερα.
-Τι έγινε το μουσείο; Τα μεσιτικά και όλα αυτά που είχες φτιάξει; Τον ρώτησα όταν καθίσαμε.
Συνάμα ήρθε και ο Δούκας στο τραπέζι μας.
-Τώρα! πάει, το πήρε το κράτος, απλά καταφέραμε να πάρει μια μικρή σύνταξη η Έλεν. Όσο για τα μεσιτικά, βαρέθηκα…
-Να σου τα πω εγώ Αμβράζη, μπήκε στη μέση ο Δούκας. Να πούμε, συνέχισε κοιτάζοντας ειρωνικά τον Ντάφλο, ο φίλος σου τα κατάφερε έτσι. Αυτός! Τι περιμένεις; Μια ζωή χαμένο κορμί ήταν!
-Μιλάει ο καλύτερος! Τον έδειξε με το χέρι ο Ντάφλος. Κοιτάτε ρε ποιος μιλάει…το σερνικό! Που του πηδιέται η γυναίκα κι αυτός πέρα βρέχει! Το σερνικό
Τα άκουγε  η Φραντζέσκα όλα αυτά, λοξοκοιτούσε τον Δούκα σαν αρπάγη, έτοιμη να του ριχτεί. Ευκαιρία ζητούσε, το έβλεπες στα μάτια της αλλά αυτός συνήθως την απέφευγε, δεν ήθελε να πάει η κουβέντα στα δικά τους. Έτσι, δεν έλεγε τίποτε, καμωνόταν τον ανίδεο, εκτός κι αν είχε πιει. Και εκείνο το βράδυ ήταν ψιλοκοπανισμένος, έβλεπε κι εμένα που του θύμιζα όλο το παρελθόν, ξεσπάθωσε.
-Τι θέλεις μωρή; Κι έκανε να της ρίξει ένα σκαμπίλι αλλά δεν πρόλαβε.
Η Φραντζέσκα τον έσπρωξε τόσο δυνατά που τρέκλισε και τελικά μπερδεύτηκε με την καρέκλα, έπεσε στο μωσαϊκό δάπεδο.
-Κάτσε εκεί! Του φώναξε. Κάτσε εκεί παλιομαλάκα που περιμένεις να σε ζει μια γυναίκα. Κάτσε εκεί! Αυτό σου αξίζει: το χώμα!
Ο Δούκας την κοίταζε από καταγής.
-Κάτσε εκεί και μη βγάλεις μιλιά! Τα ακούς; Αλλά τι να πεις.. τι να πεις που δεν μπορείς να πηδήξεις κιόλας! Πες το ντε! Πες το να το ακούσουν οι φίλοι σου πόσον καιρό έχεις να με πηδήξεις ρε! Σε λίγο θα κατουριέσαι επάνω σου, πέτσα ρε παλιόπουστα!
Πρώτη φορά άκουγα γυναίκα να μιλάει έτσι και τα χασα. Έμεινα αποσβωλομένος. Κοιτούσα μια τον Δούκα που είχε σηκωθεί και είχε καθίσει στην καρέκλα και μια τον Ντάφλο που είχε βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και προσπαθούσε να μου κάνει νεύμα πως δεν έτρεχε τίποτα. Ύστερα σα να τον πήρε ο ύπνος κι αυτόν. Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Έσπασε μερικά ποτήρια, γέμισε το δάπεδο με γυαλιά.
-Τι γίνεται; Του είπα με νεύρα.
-Τίποτα! Σήκωσε το χέρι του καθησυχαστικά.
-Δε φεύγεις τώρα; γύρισε στη Φραντζέσκα. Άιντε, πήγαινε εκί που ξέρεις1
-Που να πάει; Απόρεσα εγώ.
-Θα πάω ρε! Τι νομίζεις πως θα σε φοβηθώ; Σιγά τα μούτρα! Και πήρε την τσάντα να φύγει
Ο Δούκας την πρόλαβε στην αυλή παρασέρνοντας μερικές καρέκλες στο πέρασμα του. Πίσω από τη τζαμαρία τους είδα που κουβέντιασαν για λίγο σα να μη συνέβαινε τίποτε. Ύστερα του δωσε μερικά χαρτονομίσματα, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και τελικά αυτή να φεύγει.
Ούτε σταυρό έκανα, ούτε τίποτε. Δε με έπαιρνε.
Ο Ντάφλος κοιμόταν δίπλα μου. Βαρυανάσαινε. Ο Δούκας ξαναγύρισε
-Κάτσε ρε, μη σε νοιάζει τίποτε, μου είπε σαν με είδε έτοιμο να το βάλω στα πόδια. Αυτά έχει η ζωή, τι νομίζεις πως ζεις σε κανέναν παράδεισο; Δεν ήρθες για να μας δεις και να πιούμε; Ε, λοιπόν, κάτσε! Κι έβαλε ποτά.
-Εγώ, λοιπόν φιλαράκο θα φτιάξω τον κόσμο! Όλοι αυτοί οι χαλέδες θα προσκυνήσουν, άκου τι σου λέει ο Δούκας. Τι νομίζεις πως είναι όλοι αυτοί; Χαλέδες, τρύπες. Τέτοιοι είναι όλοι τους μηδενός εξαιρουμένου. Κατάλαβες Αμβράζη ή ακούς το Ντάφλο; Τι να σου πει ο Ντάφλος; Φλόκια είναι, κατάλαβες; Ενώ εγώ δεν προσκυνάω, εγώ ρε είμαι άλλο σκαρί, δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα. Δε μου αρέσουν οι ηλίθιοι τι να σου πω! Μην είσαι βλάκας, τα ξέρεις αυτά αλλά μαλακίζεσαι κι εσύ, δε βλέπεις που πάμε..
Σταμάτησε. Άρχισε να φτιάχνει τσιγάρο. Μπάφους και τέτοια.
-Θέλεις; Με κοίταξε με νόημα.
-Όχι, του απάντησα. Ξέρεις δεν έχω σχέση μ αυτά.
-Ξέρω, μου απάντησε και φύσηξε  γενναίες τζούρες.
Και τότε τον ξανάπιασε το παραλήρημα. Εγώ το ένιωθα πως πήγαινε χαμένος και λες πως μου ταίριαζε το θάρρος για άλλα πράγματα, είπα πως όλα αυτά δεν έστεργαν, λες και θα με καταλάβαινε. Του είπα πως η ζωή είναι αλλιώτικη, εγώ ήθελα να την δω με άλλον τρόπο. Πίσω από τη σφαίρα, πίσω από τον αδιάφορο εαυτό μας κι ακόμα πίσω από το τίποτε. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο πράγμα αν και φαινόταν πως η ζωή δεν τέλειωνε ή δεν άρχιζε ποτέ.
-Αυτά είναι ψιλά γράμματα για μας. Αυτά είναι για σας, εμείς δεν έχουμε τέτοια όνειρα! Ξύπνησε κάποτε ο Ντάφλος.
Τότε απόρεσα ακόμα πιο πολύ. Τελικά, σκέφτηκα, αυτοί οι δυο ήταν ίδιοι. Κουφάρια που τα έσπειρε ο δράκος. Μελετημένα πράγματα που ούτε ήξεραν κατά που φυσάει ο άνεμος και τι παράξενο κι αυτό; Παράσερναν κι εμένα. Με πήγαιναν μαζί τους στο χαμό, πάρ ότι είχα δει την εξέλιξη, τον τρόπο να πάμε λίγο παρά πέρα αλλά… όλο αλλά ήταν τώρα η ζωή μας.
-Θα φτιάξω εγώ τον κόσμο, γιατί εσύ είσαι ανίκανος! Μου ξαναθύμισε ο Δούκας.
Μου κόστιζε που με προσφωνούσε έτσι αλλά τι να έκανα; Φίλοι μου ήταν.
-Τι νομίζεις πως είσαι; Πες μου το τώρα ρε μαλάκα! Νομίζεις πως είσαι κάποιος; Πως είσαι κάτι σημαντικό;
Ωραίο κι αυτό! Έλεγα εγώ, ως εκεί είχαμε φτάσει, να δούμε παρακάτω.
-Δεν έχει παρακάτω, ολοκλήρωσε ο Ντάφλος. Μεγάλες κουβέντες Αμβράζη, δε σε παίρνει έτσι. Έτσι είναι, όπως σου τα λέει ο Δούκας. ‘Έμοιασες τώρα και εσύ με εμάς, δεν είσαι ούτε επαναστάτης, ούτε ληστής. Στην ουσία δεν ξέρεις και συ ο ίδιος τι είσαι. Να σου πω εγώ τι είσαι; Ένα κάθαρμα. Ένα κάθαρμα για να μη σου πω τα χειρότερα. Ο υπόνομος ξεβγάζει στη θάλασσα, εσύ που θα πας;

συνεχίζεται

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 32




Συναντήθηκαν κάποτε ξανά οι δυο τους. Πως και τι, παρέμενε μυστήριο. Παράξενα πράγματα, αντιθετικά ήταν αυτά που τους έδεναν, γι αυτό, το μυστήριο των ανθρωπίνων σχέσεων, δικαίωνε την ίδια τη ζωή που από μόνη της υπήρχε αντιφατική
Αυτοί που κάποτε δεν ήθελαν ούτε ν ακούει ο ένας για τον άλλον, τώρα είχαν γίνει κολλητοί Τους ένωσαν τα κοινά συμφέροντα; Πιο πολύ, ίσως η ερωτική σχέση που είχαν με την ίδια γυναίκα, ίσως το ποτό, το ξενύχτι, το μπατιριλίκι του Δούκα, που συνέχεια κοπανούσε το αγγλικό ρητό, πάντα του άρεσε να πετάει το Αγγλικό του για επίδειξη-
misery wants company- ίσως να πήγαινε γάντι στη συνύπαρξη τους που άρχισε εκείνο τον καιρό.
Από τότε που είχε χωρίσει οριστικά με τη Βασιλική και έμεινε στον άσσο, δούλεψε κάποιο διάστημα κοντά στους φορτοεκφορτωτές στη Ζάκυνθο  αλλά σύντομα τους βαρέθηκε και τα παράτησε.
Γύρισε πίσω στην Αθήνα, έμπλεξε με τον υπόκοσμο, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες, τις μεγαλοκυρίες. Ξανάσμιξε με τη Φραντζέσκα, το παιδικό του όνειρο, την παράξενη και ελκυστική Φραντζέσκα, το θηλυκό της νύχτας. Δούλευε στα μπαρ, στην αγκαλιά τους ενός και του άλλου και πάντα πίσω της ο Δούκας σαν το λυκόσκυλο- κάτι σαν ταβατζής. Πράγμα που δεν το ανεχόταν με τίποτε η ίδια και τότε στήνονταν ομηρικοί καβγάδες μεταξύ τους. Ανάμεσα στο ποτό, τσιγαριλίκι, βρώμικες μουσούδες σημαδεμένων ανθρώπων της νύχτας, κυνηγημένοι και οι ίδιοι, πότε εδώ, πότε εκεί, από το ένα σπίτι στο άλλο, αφού σπανίως είχαν να πληρώσουν το νοίκι.
Στο ντύσιμο όμως, πάντα στην πέννα ο Δούκας. Ήθελε να παρουσιάζεται ωραίος, τα κατάφερνε ακόμα και τώρα που σαραντάριζε να μοιάζει εικοσιπεντάρης. Χωρίς καμιά άσπρη τρίχα στα μαλλιά του, πίστευε πάντα πως θα κατακτήσει τον κόσμο. ‘ Θα τους δείξω εγώ ποιος είναι ο Δούκας. Είμαι αρσενικό εγώ ρε! Φοράω παντελόνια, όχι σαν κάτι φούφληδες που κρύβονται! Είμαι αρσενικό!» Επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Για τη φυλακή που είχε κάνει ποτέ δε μιλούσε. Το κρατούσε μυστικό, έτσι που νόμιζες πως ήταν κι αυτό ένα παραμύθι από τα πολλά που έλεγε για να μεγαλώνει το μύθο του. Μόνο η Φραντζέσκα του πέταγε κάποιες στιγμές κατάμουτρα πως θα τον ξανάστελνε στη στενή μ αυτά που έκανε και πως δε θα δούλευε αυτή μια ζωή για να θρέφει ακαμάτες χαρτοπαίχτες. Αυτός όμως συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Ήταν καλός χαρτοπαίχτης αλλά ήθελε να σηκώσει τη μπάγκα, όπως και τη ζωή κι έτσι ήταν σχεδόν πάντα χαμένος.
Ένα λοιπόν τέτοιο βράδυ, άφραγκος, πιωμένος, περνούσε τυχαία, σαν τον δολοφόνο που γυρίζει ξανά στο μέρος του εγκλήματος, δίπλα από το μουσείο της Έλεν Νασοπούλου στην Κηφισιά.
Κοντοστάθηκε για λίγο. Θυμήθηκε εκείνη την παλιά τους ιστορία, αποφάσισε να μπει. Άνοιξε την παλιά σαραβαλιασμένη πόρτα, προχώρησε στον χορταριασμένο κήπο. Όλα έδειχναν πικρή εγκατάλειψη. Που και που κανένα ξεχασμένο άγαλμα, κάποια σπασμένη κορνίζα, κάποιο κομμάτι μάρμαρο που είχαν ξεμείνει εκεί από την εποχή που λειτουργούσε το μουσείο. Στο χώρο του θεάτρου που κάποτε είχε γνωρίσει μικρές και μεγάλες δόξες, στάθηκε καταμεσής στην πλατεία κι έκανε μια χορευτική φιγούρα. Ύστερα χαμογελώντας προχώρησε προς τη τζαμένια είσοδο του χτιρίου.
Πίσω απ την κουρτίνα με μάτι αγριεμένο τον παρακολουθούσε ο Ντάφλος. Αγριεμένο ήταν όλο του το παρουσιαστικό από πάνω μέχρι κάτω. «Τι θέλει αυτός εδώ;» αναρωτήθηκε. «Τι να θέλει άραγε;» μονολόγησε πηγαίνοντας να του ανοίξει. «Σίγουρα καμιά διευκόλυνση, τι άλλο θα μπορούσε να θέλει απ αυτόν ο Δούκας και μάλιστα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα;»
Ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα. Στάθηκε στο άνοιγμα έτοιμος να ξανακλείσει. Ο Δούκας του χαμογελούσε καθώς αυτός συνέχιζε να τον κοιτάζει ερευνητικά.
-Τι θέλεις; Ρώτησε κάπως άγαρμπα.
-Έτσι υποδέχεσαι τους παλιούς φίλους; γέλασε πιο πλατεία ο Δούκας.
-Δεν είμαστε φίλοι. Από πού και ως που φίλοι εμείς οι δυο; Το καλό που σου θέλω είναι να φύγεις γρήγορα. Φύγε! κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
Ο Δούκας τον πρόλαβε. Έβαλε το πόδι στο άνοιγμα, αυτός το δικό του, σπρώχτηκαν με δύναμη, ώμο με ώμο, η πόρτα παρέμεινε μισάνοιχτη. Ήταν φανερό πως ήταν πιο δυνατός σαν πιο νέος που ήταν.
-Τι θέλεις ρε; Παράτησε την προσπάθεια να τον εμποδίσει ο Ντάφλος. Λέγε τι θέλεις, ορίστε πέρνα να δούμε τι θέλεις.
Πέρασε μέσα. Είδε την Έλεν Νασοπούλου που καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στο τζάκι, με το ποτήρι του κρασιού στο χέρι. Τον κοίταξε με μάτι απλανές, αδιάφορο, πιθανώς να μη τον γνώρισε κιόλας. Πήγε κοντά της, πήρε τη μπουκάλα με το κρασί, έψαξε γύρω, βρήκε ένα βρώμικο ποτήρι Το γέμισε και ήπιε μονοκοπανιάς αφού το σήκωσε με νεύμα προς τον Ντάφλο.
-Ρε παλιοκαθίκι! Πήγε να του ορμήσει αυτός.
-Μη! Του σήκωσε το χέρι σαν ασπίδα. Δεν κάνει, είμαστε φίλοι, ας λες εσύ. Δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε. Περασμένα-ξεχασμένα. Εξ άλλου εγώ πάντα σε συμπαθούσα, ας έλεγες εσύ. Εντάξει, έχουμε διαφορετικές πολιτικές ιδέες αλλά άλλο τα πολιτικά. Τι μας νοιάζει  γι αυτούς; Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν και μας, έχουν στην απ έξω.
-Μπα! Άλλαξες; Σαν κάτι να βλέπω πως άλλαξες;
-Τι ν αλλάξω ρε Ντάφλο; Μην είσαι κουτός, ο Δούκας ποτέ δεν του πίστευε. Όλοι τους είναι ρεμάλια, Αριστεροί και Δεκιοί, τι να περιμένεις από αυτούς!
Ο Ντάφλος κάτι πήγε να πει αλλά δεν το περίμενε να είχε γίνει έτσι ο Δούκας. Τον κοίταξε με συμπάθεια, ήταν μεγάλη ψυχή ο Ντάφλος. Είναι γνωστό πως κι αυτός ποτέ δεν συμπάθησε τα γουρούνια της εξουσία. Κωθώνια τους ανέβαζε, παλιοκερατάδες τους κατέβαζε. Έτσι, τον ρώτησε αμήχανα, ποιος ήταν ο σκοπός της επισκέψεως του.
-Γι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ, έκανε και κοίταξε γύρω συνωμοτικά.
-Για λέγε! Απόρεσε και κάθισε στο ντιβάνι.
- Με κυνηγάνε.
-Ποιοι; Έσμιξε τα φρύδια. Οι Αριστεροί; Είπε χαμένα.
-Ποιοι Αριστεροί μωρέ! Έσκασε στα γέλια. Όλο εκεί το μυαλό σου εσένα. Σου το είπα και κάποτε θα το παραδεχτείς και συ πως είναι όλοι ίδιοι. Δεξιοί, κενρώοι, Αριστεροί. Τους τελευταίους τους ανέφερε πιο ειρωνικά κι αυτό έκανε το Ντάφλο να νευριάσει ξανά αλλά δεν έβγαινε πουθενά γι αυτό ηρέμησε πάλι.
Μπορεί να έχεις δίκιο παραδέχτηκε. Αλλά ποιοι σε κυνηγάνε; Σε κυνηγάνε και γελάς;
-Τι θέλεις να κάνω; να βάλω τα κλάματα; Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο, μη νομίζεις. Είναι κάτι παλιά χρέη, κάποιες ακάλυπτες επιταγές…
-Μάλιστα. Για τις επιταγές σε πάνε μέσα…
-Χαίρω πολύ, είπε πικρά
-Και τώρα; τι θέλεις από μένα; Λεφτά δεν υπάρχουν, μα τέλειωσαν.
-Το ξέρω, δε θέλω λεφτά, απλά δεν έχω που να μείνω για λίγο καιρό.
-Δηλαδή ζητάς άσυλο;
-Όπως θες πάρτο. Ζητάω φιλοξενία για λίγο μέχρι να δω τι θα κάνω.
- Ώστε έτσι! Πάνε τα μεγαλεία!
Τώρα; δε σου τα είπε ο φίλος σου ο Αμβράζης; Μη μου πεις πως κι αυτός δεν είναι φίλος σου δε θα σε πιστέψω. Εσίς ήσασταν κώλος και βρακί μια ζωή.
-Ναι, και είμαστε. Έχω λίγο καιρό να τον δω, κάτι μου είχε πει αλλά δεν τα ήξερα τόσο χάλια. Αυτός μεγαλοπιάστηκε τελευταία. Δε μιλάει κι εύκολα για τους άλλους, τον ξέρεις.
-Ναι τον ξέρω, είναι κρυφή πληγή.
-Έχω να τον δω από την κηδεία του Τασούλη…
-Πέθανε; Του φυγε το ποτήρι απ το χέρι, το πρόλαβε στον αέρα. Πότε πέθανε, από τι;
-Ναι, μωρέ, πάει αυτός πέθανε. Που ήσουν εσύ;
-Δεν ήμουν εδώ, δεν ήξερα. Κρίμα. Πως έγινε; Από τι;
-Τι ρωτάς, στρίφτηκε ο Ντάφλος. Πάει αυτός, τέτοια θα λέμε τώρα;
-Πήγες στην κηδεία ε;
-Ε, ναι πήγα, άστα, μηδέν η ζωή, δεν είμαστε τίποτε.
-Καλά, λες, θα βάλεις να πιούμε;
-Βάλε μόνο σου.
Ο Δούκας έβαλε. Γέμισε κι ένα ποτήρι για τον Ντάφλο που σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε για πρώτη φορά φιλικά.
-Γεια μας, του είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του.
--Γεια μας. Αλήθεια είπες πως ο Αμβράζης δεν έρχεται από εδώ;
-Μπα, δεν έρχεται, έχω να τον δω καιρό. Καλά είναι αυτός, δεν παθαίνει τίποτα, είναι κοπρόσκυλο.
-Και η Λουτσία;
-Μαζί του. Τον αφήνει αυτή;
-Παντρεύτηκαν;
-Μπα, δεν παντρεύεται αυτός, δεν είναι κορόιδο σαν εμάς. Μένουν πάντως μαζί, στην υψηλή κοινωνία. Να δεις πως την λέει…χάι..χάι…
-Σοσάιτι. Χάι σοσάιτι, κορδώθηκε ο Δούκας.
-Ναι, έτσι. Αυτό.
-Εκεί ήμουνα κι εγώ κι εσύ… έχει ο καιρός γυρίσματα.
-Ναι, βάλε κρασί, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κούνησε το κεφάλι του.
-Εσύ; Είπε με νόημα ο Δούκας τώρα βάζοντας κρασί.
-Τι εγώ; Τι ρωτάς; Έσμιξε τα φρύδια.
-Έχεις λεφτά; Ή τα φαγες όλα;
-Γι αυτό ήρθες; Είπα κι εγώ…. Και βέβαια έχω, έκανε αλλά δεν έπειθε. Έχω καμιά εικοσαριά..
-… Χιλιάδες; Άνοιξε τα μάτια του. Αυτά δε φτάνουν ούτε για κολατσιό!
-..εκατομμύρια! ολοκλήρωσε ο Ντάφλος.
-Έχεις είκοσι χαρτιά ρε θηρίο; Τόσα πολλά; Αδερφούλη να κάνουμε μια δουλειά, να σωθούμε, έχω ιδέες εγώ!
-Ιδέες έχουν όλοι. Πονήρεψε ο Ντάφλος και βάλθηκε να τον δουλέψει λίγο σαν είδε που τσιμπούσε. Λεφτά να φάνε και οι κότες, για λέγε, τι σκέφτεσαι;
Να, αρπάχτηκε αμέσως ο Δούκας. Μεγάλη ευκαιρία Ντάφλο. Προχτές είχα πάει στη Χαλκίδα, ευκαιρία να σωθούμε και οι δυο σου λέω!
-Όλο μου λες και τίποτα δε λες! έκανε σκασμένος ο άλλος. Για λέγε! Στο ψητό!
-Ναι, αλλά χρειαζόμαστε λεφτά, μούδιασε. Είναι ένα καφενείο…
-Καφενείο! Καφετζήδες θα γίνουμε τώρα Πίθηκα; Άστα δεν κάνουμε..
-Πως δεν κάνουμε; Κάνουμε, άμα σου το λέω εγώ να με πιστεύεις… κάνουμε, αρκεί να είσαι και εσύ μέσα.. είσαι;
-Γιατί δεν το κάνεις μόνο σου;
-Σου είπα, δεν έχω λεφτά, με ένα χαρτί γίνεται η δουλειά…
-Ένα χαρτί; Σοβάρεψε ο Ντάφλος. Πολλά λεφτά!
-Πολλά λεφτά είναι ένα χαρτί; Αφού λες πως ,έχεις είκοσι..
-Μωρέ, άσε τι λέω, τι υπάρχουν να ρωτάς.
Σηκώθηκε επάνω και τον κοίταζε. Έκανε μερικά βήματα τρεκλίζοντας, του χύθηκε το κρασί καθώς προσπαθούσε να γεμίσει το ποτήρι του. Ο Δούκας τον στήριξε αγκαλιάζοντας τον από τη μέση. Η Έλεν Νασοπούλου γύρισε και τους κοίταξε. Άσπρη, γριά πια κοντά στα εξήντα, γεμάτη ρυτίδες και πίκρα στο μέτωπο, στα χέρια, παντού. Ένας γάτος, άσπρος κι αυτός γουργούριζε στη ζεστασιά, στην ποδιά της.

συνεχίζεται

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 31




Έτσι έγινε κι αυτό το παράξενο.
Έβαλα μια μεγάλη τελεία και μια εξ ίσου μεγάλη παύλα- μ αυτό τον θάνατο τέλειωναν πολλά πράγματα ή άρχιζαν.
Δεν ήξερα στην αρχή αν έπρεπε να λυπηθώ ή να γλεντήσω. Αόριστα με τύλιγαν σκέψεις χαλασμού, ανώφελες ιδέες τύψης, λες και ήμουν ένοχος εγώ με βούλιαζαν στα ρηχά.
Ήταν ένα πρωινό που με πήρε τηλέφωνο η μάνα του Τασούλη, ενώ πίναμε τσικουδιά παρέα με το Ντάφλο. Είχε φέρει ο αφιλότιμος μια νταμιτζάνα από την Κρήτη, σκέτη φωτιά. Αρχίσαμε να την πίνουμε από το πρωί εκείνης της μέρας στο εργαστήρι μου. Ο Ντάφλος καθάρισε μερικές αγκινάρες, τις ανακάτεψε με κουκιά φρέσκα, μπόλικο λεμόνι, « πιες» μου είπε. « Αυτό είναι ποτό, όχι τα ξύδια που πίνουμε στα καφενεία.»
Είχαμε ήδη μισοφτιαχτεί  πρωινιάτικα κι Ντάφλος άρχιζε ν αγριεύει.  Ως συνήθως, τότε τα έβαζε μαζί μου. Πάντα με κάποιον ήθελε να τα βάζει όταν έπινε. Αν δεν έβρισκε κανέναν τα έβαζε με τον εαυτό του. Τώρα είχε βρει εμένα.
-Εσύ φταις! Μου φώναξε ξαφνικά. Τι νομίζεις πως έκανες κάτι τώρα που έβγαλες λεφτά; Τι κουτουράδες ήταν αυτές που έλεγες στη συνέντευξη; Πάρσιμο από το ποδάρι θέλεις και πέταμα στο ρέμα! Είσαι για τα μπάζα συνάδελφε! Για τα μπάζα είμαι κι εγώ, όλοι για τα μπάζα, κατάλαβες;
Εγώ γελούσα, ήξερα πως τα έλεγε όλα αυτά για να με πικάρει, ήθελε κουβέντα να σκοτώσει το χρόνο Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω: όλο χουζούρι γύρευα, όλο έψαχνα τέτοιες ευκαιρίες να μπεκροπίνουμε, δεν είχα καμιά διάθεση για δουλειά.
Σε λίγο βάλαμε στο κασετόφωνο τραγούδια ρεμπέτικα βάλε, τι είναι αυτά που βάζεις!» μου φώναξε σαν άκουσε απαλή μουσική. Έψαξε και βρήκε αυτό που ήθελε. Μερακλωθήκαμε για τα καλά, τόσο που αρχίσαμε το χορό με τα σφηνάκια στα χέρια
-Άιντε βίβα συνάδελφε! Μου φώναζε κάλε λίγο. Αυτό το συνάδελφε μου το είχε κολλήσει τελευταία. Από καιρό σε καιρό, έβρισκε κάποιο παρατσούκλι να μου κολλάει.
-Εβίβα συνάδελφε! Του απάντησα τσουγκρίζοντας.
Ύστερα καθίσαμε χάμω.
Λόγο το λόγο, ποτήρι το ποτήρι, αρπαχτήκαμε, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Τούτο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μεταξύ μας. Αλλά, είχαμε αγριέψει λες και κάτι είχε ο ένας εναντίον του άλλου. Απωθημένα; Που έβγαιναν με το ποτό; Δεν ξέρω.
Εμένα με νευρίαζε ο τρόπος του, η ανημποριά του να κόψει το ποτό και μαζί μ αυτό, με ενοχλούσε που γινόμουν ευάλωτος, τον ακολουθούσα στα βήματα του. Νόμιζα πως έφταιγε αυτός που έπινα μερικές φορές όσο κι αν φαίνεται ανόητο. Τον ίδιο βέβαια, δεν τον ένοιαζε που έπινε, δεν έβαζε μαράζι μέσα του, το περνούσε ντούκου. Τι μου χώθηκε εμένα και του συνέστησα να κάνει πιο μετρημένη ζωή;
-Ποια μετρημένη ζωή και κολοκύθια μου λες ρε! Βρόντηξε το ποτήρι στο δάπεδο, το σπασε. Αυτή που κάνεις εσύ; Αυτό το λες μετρημένη ζωή; Τα ξέρουμε και τα δικά σου! Ίδιος είσαι και συ με μας, τι νομίζεις!
-Εγώ; Να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου! Αγρίεψα και τον κοίταξα με μάτι θολό.
-Εσύ ρε! Που το παίζεις μη μου άπτου! Που το παίζεις κυρία!
-Πρόσεξε τι λες!
-Εσύ να προσέξεις! Και σήκωσε το χέρι να με χτυπήσεικαθώ είχαμε έρθει αντιμέτωποι.
Αρπαχτήκαμε για τα καλά. Πίνακες έπεφταν από εδώ κι από εκεί, ποτήρια, χρώματα, πινέλα και τασάκια γινόταν συνονθύλευμα. Γινόταν ένα εργαστήρι μπουρδέλο. Σμπαράλια και θρύψαλα, συρθήκαμε μέχρι το γραφείο χουφτώνοντας γερά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Μας είχαν φύγει τα τσαγούλια, αίματα στάξανε κι έτσι με σφιγμένα τα σαγόνια του φώναξα:
-Τι θες ρε!
Φαίνεται πως η φωνή μου είχε αγωνία και το κατάλαβε.
-Θα σε σκοτώσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του κι άρπαξε ένα μαχαίρι που βρέθηκε πάνω στο γραφείο.
Φοβήθηκα πραγματικά αλλά δεν το δειξα, Δεν ξέρω γιατί αλλά άμα βλέπω άνθρωπο με όπλο στο χέρι του αγριεύω πολύ. Ο Ντάφλος ήταν τρελαμένος από το ποτό, τον είχε πειράξει που τον είχα χτυπήσει, έτρεχε η μύτη του και η δύναμη του πολλαπλασιαζόταν. Είδα κι έπαθα να του πάρω το μαχαίρι από το χέρι. Ύστερα τον χτύπησε μάλλον πιο δυνατά και άσχημα. Το μάτι του μαύρισε αλλά είχε ακόμα μια δύναμη τεράστια. Μου ξαναόρμησε με τα χέρια, δεν τον χτύπησα άλλο. Κάποια στιγμή λαχανιασμένοι σταματήσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του, εγώ τον κοίταζα και δεν τον αναγνώριζα. Αλλά ούτε και τον εαυτό μου αναγνώριζα. Τι ήταν αυτά που έκανα; Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να τσακώνομαι να μπλέκω σε καβγάδες. Έπειτα προς τι όλη αυτή η εναντίωση Ήμασταν φίλοι τόσα χρόνια, τι διάολο, θα σκοτωνόμασταν τώρα;
Πάνω σ αυτή την κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μουδιασμένος κοιτάζοντας πάντα προς τη μεριά του, μη μου ορμήσει, δεν του είχα πια εμπιστοσύνη, όλα να τα περιμένεις από ανθρώπους σαν το φύραμα του.
Ναι; Ρώτησα φέρνοντας τα ακουστικό στο αφτι.
-Τον κύριο Αμβράζη, παρακαλώ, άκουσα μια βαθιά, αγχώδη φωνή που έμμεσα κάτι μου έλεγε.
-Ο ίδιος, ποια είστε;
-Αχ, παιδάκι μου! Έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Πάει ο Τασούλης, τον χάσαμε!
-Ο Τασούλης… ψέλλισα. Πάει;… πότε;…
-Χτες το βράδυ αγόρι μου. Έπαθε ανακοπή, έτσι είπε ο γιατρός, έτσι δυο λέω. Κι αύριο έχουμε την κηδεία, στις τρεις το μεσημέρι. Να έρθεις παιδί μου, αχ, πάει το παιδί μου, πάει ο φίλος σου. Να έρθεις, δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο, εσύ ήσουν ο καλύτερος φίλος του.
Δεν ήξερα τι να πω, σα να άνοιξε ένα κενό μέσα μου από αναπάντητα πράγματα κι αυτή, η μητέρα του δε μου έλεγε. Έκλεισε το τηλέφωνο, με άφησε με το ακουστικό στο χέρι και ένα σωρό αναπάντητες ερωτήσεις στα χείλη. Πέθανε; Πως πέθανε; Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι; Πριν μια βδομάδα ήμασταν παρέα, μια χαρά ήταν, είχε συνέλθει, τι έγινε σ αυτό το διάστημα;
Στην αναμπουμπούλα της κατάστασης, ο Ντάφλος χτένιζε με μια σπασμένη τσατσάρα τα μαλλιά του και κοίταζε το μαυρισμένο μάτι του στον καθρέφτη.
-Ξέρεις, μου είπε, μη πιστέψεις πως ήθελα να σε σκοτώσω. Εσύ ρε συνάδελφε το πήρες σοβαρά, πήγε ν αστειευθεί αλλά φαινόταν πως τον είχε πειράξει που τον χτύπησα.
-Τασούλης πέθανε, του ανακοίνωσα απλά.
Αποσβολώθηκε. Έμεινε να με κοιτάζει σα να μη με πίστευε.
-Πλάκα μου κάμεις; Κι έβαλε τσικουδιά να πιούμε.
- Ξέρεις να κάνω τέτοιες πλάκες; Ήταν η μητέρα του στο τηλέφωνο. Πέθανε χτες το βράδυ, έτσι μου είπε.
Δε μίλησε, ούτε κι εγώ. Μείναμε έτσι, να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Τι ήταν αυτός που πέθανε; Σκεφτόμουν. Φίλος; Αδερφός; Ξένος; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ εκείνη την ώρα και ούτε μπορούσα. Ήταν όλα μαζεμένα στο κεφάλι μου και είπα του Ντάφλου να με αφήσει μόνο μου. Έτσι έγινε.
Την άλλη μέρα που θα γινόταν η κηδεία, σκέφτηκα να μη πάω στην αρχή αλλά ήρθε ο Ντάφλος και με πήρε με ύφος που δε δεχόταν καμιά αντίρρηση.
-Πάμε, μου είπε.
Είχαμε οι δυο τα μαύρα μας τα χάλια. Εγώ άυπνος με μάτια κόκκινα με μερικούς μώλωπες στο σαγόνι, εκείνος με μάτι μπλάβο, μελανιασμένο μάγουλο απ τις μπουνιές μου, αξύριστος- είχε πιει πάλι ή κρατούσε από τα χτεσινά.
Στην κηδεία δεν ήταν κόσμος πολύς,λίγοι, πολύ λίγοι. Πάντως κάπου εκεί σε μια άκρη πήρε το μάτι μου εκείνη την ξεφωνημένη αδερφή που τους είχα συλλάβει έπ αυτοφώρω να κάνουν έρωτα. Έκλαιγε γοερά και τον λυπήθηκα. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα συμπόνιας και τίποτε άλλο. Δεν είχαμε τι να πούμε οι δυο μας.
Πάνω από τον τάφο του η μάνα του και η αδερφή του έκλαιγαν σπαρακτικά. Ίσως και πέντε έξι άλλα άτομα που δεν γνώριζα. Κάποια στιγμή, με πλησίασε η Έλλη  και με παρακάλεσε να πω δυο λόγια. Μέσα από κάποιους κόμπους και λυγμούς της είπα πως δεν μπορούσα να το κάνω. Κι έτσι μίλησε ο Ντάφλος.
- Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Τασούλη, άρχισε ενώ ρίχναμε μια χούφτα χώμα στον τάφο.
Ύστερα μισομεθυσμένος καθώς ήταν, λιγνός, ασπρουλιάρης με κάτασπρα μαλλιά που ανέμιζαν στο σιγανό αγέρι, συνέχισε ένα μπερδεμένο λογύδριο περί ζωής και θανάτου.
-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς Τασούλη; Ο θεός είναι μεγάλος μα τούτα εδώ που κάνει είναι αδικίες. Δεν έπρεπε να σε πάρει τόσο νέο Γιατί παίρνεις τους νέους κύριε; Ο Τασούλης ήταν μόνο τριάντα έξι χρονών. Και συ Τασούλη τι έψαχνες; Γιατί να πας στα ραδίκια τόσο νέος, γιατί κατέβηκες τόσο χαμηλά, εμείς σε αγαπούσαμε, εμείς θα σε θυμόμαστε όλοι. Τασούλη θα σου βάλουμε μια φωτογραφία μεγάλη από το θέατρο που έπαιζες για να θυμάσαι πς έπαιζες τον παππού που δεν πρόλαβες να γίνεις. Να είσαι πάντα καλός εκεί που βρίσκεσαι φίλε, όπως ήσουν καλός κι εδώ. Αιωνία σου η μνήμη.
Αυτά ήταν μέσες άκρες όλα όσα είπε ο Ντάφλος κι σκεφτόμουν μήπως έκανε καμιά κουτουράδα έτσι μεθυσμένος που ήταν και γίνουμε ρεζίλι, περισσότερο από ότι ήμασταν.
Δεν έγινε τίποτε τέτοιο όμως και φύγαμε. Στην έξοδο του νεκροταφείου μας πρόλαβε η Έλλη.
-Ελάτε, θέλω να σας πω. Θέλω να μιλήσουμε λίγο, στράφηκε περισσότερο σε μένα.
Πήγαμε δίπλα στο καφενεδάκι. Παραγγείλαμε κονιάκ. Ήπιαμε και οι τρεις, η Έλλη έκλαιγε γοερά. Εμένα με νευρίαζε το κλάμα της παρ ότι φαινόταν αληθινό. Τι να μιλήσουμε σκέφτηκα, τι ν α πούμε τώρα; Εγώ που ήξερα πόσο σκληρά του είχαν φερθεί, ενόσω ζούσε, τι να της έλεγα; Με έπιασε μεγαλύτερη νευρικότητα.
-Εγώ τον αγαπούσα, ξέρεις εσύ, άρχισε. Άσχετο τι φαινόταν, ήμασταν αδέρφια, τον αγαπούσα ότι κι αν έκανε, ξέρεις εσύ Αμβράζη. Ο Ντάφλος δεν ξέρω αν τον γνώριζε, αν τον έζησε όπως εσύ. Και λεφτά του έδινα και σπίτι να μείνει του παραχώρησα. Δουλειά προσφέρθηκα να του δώσω στο γραφείο αλλά δε θέλησε. Είχε  εκείνο το πείσμα ενάντια στην οικογένεια. Τι με κοιτάς έτσι Αμβράζη; Στέγνωσε τα δάκρυα της.
-Πώς να σε κοιτάω; Ρώτησα αμήχανα. Δεν ήθελα να της πως τις σκέψεις μου που μάλλον ήταν κακές, ιδιαίτερα εκεί, μετά την κηδεία. Κάποτε θα της τα έσερνα, αν η τύχη το έφερνε να συναντηθούμε γιατί δεν έβλεπα κανένα λόγο να ξαναβρεθούμε.
-Πως έγινε; Ρώτησε για πολλοστή φορά ο Ντάφλος.
-Δεν ξέρω, είπε κι αυτή με ξαφνική αδιαθεσία. Μη με ρωτάτε και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Αυτή τη φορά φαινόταν πως κάτι έκρυβε. Κάτι σχετικό με το θάνατο του Τασούλη, τον τόσο ξαφνικό και τόσο παράξενο. Δε μας είπε, ούτε κι εμείς επιμέναμε. Μείναμε λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί. Ύστερα τη χαιρετήσαμε και πήραμε το δρόμο ο καθένας με τις δικές του σκέψεις. 


συνεχίζεται

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΜΑΣΑΖ ΣΤΟΝ ΉΛΙΟ



Για να δικαιολογήσουμε τον ρόλο της πορνογραφίας, πρέπει να μιλήσουμε ειλικρινά, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος. Από τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, μέχρι το διαδίκτυο, από τα βιβλία, τα κόμικς, έως τις εφημερίδες, όλα βρίθουν από μια σεξουαλικότητα και μια συνεχιζόμενη πάλη, ανάμεσα στη λογοκρισία-σενοτυφία των ανθρώπων και το κράτος που εισπράττει τα ανάλογα τεράστια ποσά! αλλά κατά τ άλλα απαγορεύει την πορνογραφία. Σε όλες τις έγκριτες εφημερίδες υπάρχουν μικρές και μεγάλες αγγελίες υποτιθέμενου μασάζ αλλά μόνο μασάζ δε γίνεται. Ποιος εισαγγελέας καταγγέλλει ή μηνύει το γεγονός; Κακά τα ψέμματα, το σεξ-πορνό, πουλάει. Αν θυμάμαι καλά, στην Κίνα είναι το πρώτο εγχώριο εισπρακτικό προϊόν.
Κι έπειτα, σύμφωνα με τη θεωρία που υποστηρίζει ο Μπορίς Βιαν, τα σύνορα μεταξύ ερωτισμού και πορνογραφίας, πορνογραφίας κι αισχρότητας, αναγνωρισμένης ή μη λογοτεχνίας, είναι πλέον θολά [οι ειδικοί και οι λεπτολόγοι δικαστές το ξέρουν καλά]: η διαφθορά υπάρχει μέσα στο μυαλό του αναγνώστη κι η απλή περιγραφή ενός δέντρου είναι ικανή να προκαλέσει, σ αυτόν που ο δαίμονας του σεξ γαργαλάει επίμονα, οράματα που το Σατυρικό ή ο Μαρκήσιος Ντε Σάντ- δίκαια καταταγμένος από τον Βιαν άλλοτε μεταξύ των φιλοσόφων κι άλλοτε μεταξύ των κωμικών- είχαν δειλά σκιαγραφήσει.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...