Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 38



Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα τα νερά του. Σε μερικές μεριές, γινόταν ορμητικό αλλά εκεί, στον κάμπο, έπαιρνε τις στροφές του λυγερό, όμορφο, φιδίσιο που λένε.
Άνοιξη, χαρά θεού ήταν. Ο κάμπος καταπράσινος, το ελαφρύ αέρι θρόιζε τα σπαρτά του. Βούιζε ο τόπος από τις μέλισσες, τα χιλιάδες μαμουνάκια έδειχναν πως πράγματι άνοιγε η ζωή.
Κάποιος άνθρωπος έτρεχε παράλληλα στη μια όχθη, πότε τσαλαβουτώντας στο νερό και πότε-πότε, όπου δεν τον βόλευε, στην όχθη. Έτρεχε ακολουθώντας την κοίτη, φανερά προσηλωμένος στην κάθε κίνηση του νερού, ιδιαίτερα στα πράγματα που παρέσερνε στη δίνη του. Ίσως κιόλας να είχε βάλει και κάποιο δικό του κορμό ή σανίδα σωτηρίας για τους ναυαγούς, που δεν έπρεπε να χαθεί προτού φτάσει στη θάλασσα.
-Η θάλασσα έχει πολύ νερό! Φώναζε. Νερό! νερό!  νερό! Είναι δικό μου το νερό!
Κάθε μέρα έκανε αυτή τη διαδρομή. Από τον πόρο που ήταν ρηχά, μέχρι τη θάλασσα κι ύστερα πάλι πίσω, βρεγμένος, μούσκεμα και λασπωμένος. Συνήθως και ματωμένος.
Ο Φοράδας, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος μας, είχε φτάσει στο ποτάμι κανένα χρόνο πριν. Κυνηγημένος από περίγελο των ανθρώπων στο νησί του, είπε στη μάνα του πως θα έφευγε. Κανένας δεν τον πίστεψε αλλά αυτός τελικά τα είχε καταφέρει. Μετά από περιπλανήσεις στις πόλεις, όπου ζητιάνευε και έκανε μικρομεταφορές, έφτασε κάποτε στο ποτάμι, στον πόρο Ρούχα. Ρούχα πολλά και πράγματα δεν είχε. Ένα-δυο πουκάμισα, ένα μπουφάν πέτσινο, δυο παντελόνια που το χρώμα τος είχα αλλάξει κάτω από τα γόνατα από το καθημερινό τσαλαβούτημα στο νερό.
Τα πόδια του που μπορεί να είχαν αρχίσει να βγάζουν πτερύγια αλλά ούτε αυτό τον ένοιαζε πολύ. Αυτός είχε το νερό του και μια παράγκα δίπλα στο ποτάμι. Τίποτε άλλο.
Την παράγκα την έφτιαξε μόνος του στην όχθη με ότι είχε βρει μπροστά του. Χαρτόνια, σύρματα, τσίγκους, παλιά καδρόνια, σχοινιά. Την έκανε έτσι που να μοιάζει με σχεδία, επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει πως κάποτε ήταν ναυτικός και πως είχε ναυαγήσει πολλές φορές, όπως όλοι οι ναυτικοί. Στο τελευταίο ναυάγιο είχε ναυαγήσει και το μυαλό του.
Έτσι λοιπόν, τώρα είχε ριζώσει στην άκρη του ποταμού και τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε κοντά του. Πολλές φορές βουτούσε, τον έπαιρναν οι δίνες και οι γαλαζοπράσινοι κύκλοι του νερού, εκεί που βάθαινε. Τι καταλάβαινε; Ίσως τίποτε, ίσως την ευχαρίστηση της ησυχίας, της μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους.
Το μεγαλύτερο του πρόβλημα ήταν που δεν μπόρεσε να φτιάξει τα καράβια του, τον στόλο του γιατί έτσι έλεγε όταν τον ρωτούσε κανένας τι φτιάχνει.
-Φτιάχνω καράβια, είμαι ναυπηγός!
Κι έκοβε με ένα παλιό μαχαίρι φλούδες από τους κορμούς των πεύκων και προσπαθούσε να τους δώσει το σχήμα των καραβιών.
Φυσικά δεν τα κατάφερνε, όμως αυτού του άρεσαν, έτσι όπως τα έφτιαχνε. Κάθε μέρα, έριχνε στο ρέμα του ποταμού κι από ένα καράβι. Ύστερα τρέχοντας το ακολουθούσε από την όχθη, τρέχοντας, μέχρι το Δέλτα, μέχρι τη θάλασσα που δεν ήταν πολύ μακριά. Εκεί στο Δέλτα είχε δημιουργηθεί ένας μεγάλος βιότοπος. Υπήρχαν άγρια άλογα, πάρα πολλά πουλιά, ζώα, που είχαν βρει εκεί καταφύγιο  για να ξεφύγουν από το κυνηγητό τόσων αιώνων από τους ανθρώπους.
Θα είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε που είχε φτάσει στο ποτάμι. Λίγο πιο κάτω από την παράγκα του υπήρχε το μοναδικό ταβερνάκι της περιοχής. Ήταν σε ένα παλιό χτίριο, μισό ξύλινο, μισό πέτρινο. Ήταν βαμμένο πράσινο-κόκκινο, ωραίο, μοναχικό που το διατηρούσε η Κυρά-Φωτεινή.
Εκεί βολευόταν  από φαγητό ο Φοράδας. Πήγαινε, τη βοηθούσε, έκανε μικροθελήματα, τη βοηθούσε στις δουλειές κι εκείνη σε ανταπόδοση του έδινε ένα πιάτο φαΐ και όχι μόνο: Έτρωγε κανένα γλυκό, έπινε καφέδες, γκαζόζες και στο τέλος του δινε και κανένα χαρτζιλίκι η κυρα-Φωτεινή. Κάπου-κάπου εκνευριζόταν που τον είχε συνέχεια μες τα πόδια της και τον απόπαιρνε με ένα σκουπόξυλο.
-Φεύγα μωρέ!, μες στα πόδια μου όλη μέρα! Που κακό χρόνο να έχεις! Άιντε, πήγαινε και πουθενά αλλού, πήγαινε στο ποτάμι διάλε, ανάθεμα την ώρα που μου κουβαλήθηκες εδώ!
Ο Φοράδας τότε δε μιλούσε καθόλου. Ζάρωνε στη γωνιά, ήσυχος, απονήρευτος, λες και δεν έτρεχε τίποτε. Μάλιστα μόλις απομακρυνόταν η Κυρά, εκλιπαρούσε κανέναν πελάτη για τσιγάρο. Το ήξεραν όλοι αυτό δεν ήταν δα και πολλή η πελατεία κι έτσι άμα τον έβλεπαν να πλησιάζει, του έδιναν. Το παιρνε αυτός με λαχτάρα και κινούσε για το ποτάμι
Μια μέρα, εκεί που έφτιαχνε τα καράβια του, είδε έναν άγνωστο άνθρωπο να στέκεται στην πόρτα της παράγκας του. Πενηνταπεντάρης θα ήταν με μεγάλα άσπρα μαλλιά, λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο. Φορούσε φθαρμένα ρούχα, παλιατζίδικα, γεμισμένα με χρώματα, εδώ κι εκεί.
Τον παρατηρούσε που σκάλιζε την πευκόφλουδα και γέλας.
-Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
Ο Φοράδας δε μίλησε, τι να έλεγε; Ύστερα όμως χαζογέλασε και του απάντησε.
-Καράβια, δε βλέπεις;
Ο Ντάφλος, γιατί αυτός ήταν ο άνθρωπος με τα φθαρμένα ρούχα, κατάλαβε. Κατάλαβε τι σόι ιστορία ήταν ο Φοράδας.
-Και τι θα τα κάνεις τα καράβια; Ξαναρώτησε σοβαρά.
-Θα ταξιδέψω, μουρμούρισε, πετώντας τα χείλη του έξω. Εγώ ήμουν ναύτης, καπετάνιος…
Σταμάτησε, λες και τον χτύπησε κάτι, πέταξε το μαχαίρι, την φλούδα πέρα. Το πρόσωπο του αγρίεψε, η μνήμη του δούλεψε πίσω, πολύ πίσω, όταν πραγματικά ταξίδευε. Μούτσος, σχεδόν παιδί αμούστακο.
-Τι έπαθες ρε; Παραξενεύτηκε ο Ντάφλος
Ο Φοράδας σχεδόν άφριζε, από το στόμα του έτρεχαν σάλια, αίμα από το μέτωπο του αφού είχε κουτουλήσει στο καδρόνι
-Τρελός είσαι; Να φωνάξω να σε πάρουν μέσα; Είπε κάνοντας να φύγει ο Ντάφλος.
Πρόσεξε όμως το λυπημένο ύφος που είχε πάρει τώρα, σταμάτησε. Γύρισε πίσω, κάθισε σε ένα σπασμένο σκαμνί, απέναντι του. Κοιτάχτηκαν με νόημα και ο Φοράδας άρχισε να του διηγείται την ιστορία του. Ανάμεσα από αίματα, κλάματα, μορφασμούς θυμήθηκε εκείνη την άγρια νύχτα που όλο το πλήρωμα τον κορόιδευε και τον χλεύαζε, λίγο προτού ξεσπάσει η μεγάλη φουρτούνα. Χαλούσε ο θεός τον κόσμο και κάποιος λοστρόμος προσπαθούσε να τον βιάσει στο αμπάρι, όταν το καράβι προσέκρουσε σε ύφαλο, τσακίστηκε και βρέθηκαν όλοι στο νερό. Αυτός κολύμπησε μια μέρα ώσπου τον ξέρασε το κύμα σε κάποια αμμουδιά.
-Κακομοίρη! Λες αλήθεια ρε;
-Ναι, κακομοίρη, χιχίρησε. Αλήθεια, λέω.
-Πότε ήρθες εδώ;
-Από το νησί… δεν ξέρω..
-Και τι θα κάνεις;
-Σου είπα φτιάχνω καράβια, θέλεις ένα; Και πήγε να του δώσει ένα.
Εντάξει, θα το πάρω. Πόσο κάνει;
-Τίποτα… πάρτο να ταξιδέψεις κι εσύ.
-Πως σε λένε; Εμένα με λένε Ντάφλο, εσένα;
Ο Φοράδας σάστισε. Σπάνια του έκαναν μια τέτοια ερώτηση. Γούρλωσε τα μάτια του, πήγε να πει «Φοράδα» αλλά μετά σα να θύμωσε προσπαθούσε να θυμιθεί τα όνομα του
-Δεν ξέρω, είπε τελικά. Φοράδα με φωνάζουν όλοι.
-Δεν ξέρεις τα όνομα σου; πως διάολο γίνεται αυτό; Απόρεσε αστειευόμενος πάλι ο Ντάφλος
-Να, ναι, ξέρω… Φοράδα δε σου είπα; Έτσι με λέει και η Κυρά-Φωτεινή.
-Α, πας εκεί στην ταβέρνα; Α, τώρα κατάλαβα, τη βοηθάς εκεί και σου δίνει να τρως ε;
-Ναι, εκεί πάω. Θα το πάρεις το καράβι;
-Εντάξει Φοράδα, δόστο μου
Να πάρτο, είμαστε φίλοι ε; χαζογέλασε πάλι.
Το πήρε στα χέρια του, το αχνοκοίταξε. «Ναι, είμαστε» του είπε κι έφυγε βιαστικός.. Πέταξε ένα «γεια» κι ένα ακόμα πιο βιαστικό «έχω δουλειά εδώ πιο πάνω στο κτήμα» και πήρε το μονοπάτι τρέχοντας.

συνεχίζεται

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 37



Μα δε γλιτώνεις όπου και να πας.
Όνειρο ή πραγματικότητα;
Παράξενο όνειρο, ζωγραφίζοντας τον αγώνα των ανθρώπων. Θα πέθαινα μια μέρα απελπισμένος επειδή δεν θ α μάθαινα γιατί ήρθα εδώ.

Θα ήταν ένα βροχερό πρωινό, που είχα θυμηθεί, πάλι την ιστορία μας. Είχα αναλογιστεί πολλάκις, εκείνες τις μεταφυσικές συναντήσεις μας. Μεταφυσικές στο έπακρον ή πιθανώς, τρελές. Όσο τις θυμάμαι, σκουριάζει το μυαλό μου από την αδυναμία να ξαναγυρίσουν πίσω. Τόση νοσταλγία είχα που ακόμα και τώρα, τρέφομαι με αυτές τις αυταπάτες και βλέπω τη Λουτσία να ξεφυτρώνει δίπλα μου, να με αγαπάει, να μου μιλάει, να με σκέφτεται. Να με σκέφτεται όπως πριν μερικά χρόνια, τότε που την αγαπούσα κι εγώ. Εκείνη, πιθανώς σπρωγμένη από τους δικούς της, είχε φύγει για τη Φλωρεντία. Δεν ήθελα να την αδικήσω, επειδή, όλα μετρούσαν εις βάρος μου. Εις βάρος μου γιατί ήμουν ένας τσέτουλας, ένας μηδέν. Ένας αποτυχημένος ζωγράφος που αναζητούσε κάτι αλλά δεν το έβρισκε. Έφτανε όμως ο πόθος ή θέληση να είμαστε μαζί, τόσο κοινός.
Θα είχε λείψει περίπου κανένα μήνα και εμένα με είχε φάει η αγωνία, που να είναι, τι να κάνει. Τόσο συνυφασμένος ήμουν μαζί της που όλο αυτό το διάστημα, σύχναζα καθημερινά στα μέρη που είχαμε περπατήσει, μην τυχόν και τη συναντήσω. Να τη συναντήσω, να την δω γιατί ήταν μεγάλη η απουσία της.
Η αναζήτηση μου αυτή, κατέληξε εκείνο το βροχερό πρωινό, στις στύλες του Ολυμπίου Διός-πρέπει να ψάξω τη λέξη στήλος- Εκεί, δίπλα σε κάτι ερείπια, κάτω από μια κεραμιδένια πλάκα, είχαμε αφήσει ένα σημείωμα. Εγώ είχα γράψει από τη μια μεριά, σ αγαπώ, Αλμύρας και η Λουτσία από την άλλη για πάντα μαζί, Σουρτούκα. Σουρτούκα ήταν το παρατσούκλι που της είχα κολλήσει έτσι αυθαίρετα και γελούσε ευχαριστημένη όταν την αποκαλούσα με αυτό τον τρόπο. Φαίνεται πως θα της άρεσε γιατί δεν εξηγείται διαφορετικά να το υπογράφει, τουλάχιστον στην αλληλογραφία μας, με αυτό το όνομα: Σουρτούκα! Τι σήμαινε ακριβώς, ούτε κι εγώ ήξερα. Ή το άλλο. Βαρβουρούκα. Ή το άλλο που όλοι οι ερωτευμένοι ψάχνουν να βρουν εκφράσεις για το αντικείμενο του πόθου τους. [Αν και δε μου αρέσει το αντικείμενο του πόθου.]
Όταν σήκωσα την πέτρα και πήρα στα χέρια μου το λερωμένο σημείωμα της αγάπης μας, με πιάσανε τα νεύρα και πήγα να το σκίσω αλλά μετάνιωσα. Για πάντα μαζί! Γέλασα σαρδόνια, ποτέ δεν έμαθα να τη γράφω αυτή τη λέξη, και τοποθέτησα το σημείωμα κάτω από την πέτρα. Φαντάζομαι πως θα είναι ακόμα εκεί.
Ύστερα πήρα τους δρόμους συντετριμμένος. Στη μεγάλη λεωφόρο, σκέφτηκα, πως η γυναίκα είναι ναι λεωφόρος. Ανοιχτή, πλατιά, διάτρητη. Καθώς περπατούσα, να δεις που σιγά-σιγά, άρχισα να πιστεύω πως η Λουτσία ήταν κάπου εκεί, κάπου κοντά  μου. Τόση ήταν η πεποίθηση μου, που ακόμα και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τρομάζω. Λέω πως πρέπει να ήμουν τρελός ή το λιγότερο, αν το έλεγα πουθενά, σίγουρα θα με περνούσαν για τρελό.
Παρ όλα αυτά έτσι έγινε.
Άρπαξα στο φτερό, φευγαλέα τη μορφή της, μέσα  στο λεωφορείο. Τρελάθηκα από τη χαρά μου, έβαλα όλα τα δυνατά μου να το προλάβω.. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη πλάι στο λεωφορείο, αδιάφορος για ότι συνέβαινε γύρω μου. Είχε πολλή κίνηση, το όχημα κινιόταν σχετικά αργά κι έτσι εγώ σήκωνα το χέρι, την χαιρετούσα, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα με δει. Όντως με είδε και ήταν και αυτής η μεγάλη λαχτάρα. Αντάμωσαν τα μάτια μας και ο πόθος να είμαστε μαζί μεγάλωνε την ανυπομονησία.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και τρέχοντας ήρθε. Αγκαλιαστήκαμε μέσα στο περίεργο πλήθος. Οι τσάντες της είχαν πεταχτεί πέρα στον πεζόδρομο, ενώ εγώ τη σήκωνα, την γυρόφερνα στα χέρια μου. Θυμάμαι ακόμα πως δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε με τίποτε κι άλλοτε γελούσαμε και άλλοτε κλαίγαμε.
Αυτή ήταν η μια φορά. Η άλλη που ήταν πιο πρόσφατη σε κάποιο ξαφνικό χωρισμό μας, πάλι έτυχε μια τέτοια συνάντηση. Μου το είχε διηγηθεί η ίδια κι έλεγε πόσο σίγουρη ήταν εκείνο το απογευματινό στην παραλία, σε μια παραλία που δεν είχα πάει ποτέ εγώ, θα ήμουν εκεί και με έψαχνε μέσα στον κόσμο.
Πράγματι βρεθήκαμε και ήταν πάλι η έκπληξη μου, ακόμα και τώρα, μεγαλύτερη. Εγώ που δεν πίστευα ποτέ σε μεταφυσικά πράγματα, έλεγα πως αυτές οι δυο συναντήσεις μας, ήταν συντελειακές. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, πως είχαμε γεννηθεί ο ένας για τον άλλον-για αυτό και μας ήρθαν σφεντόνα, όλα όσα έγιναν μετά.
Το μεσημεράκι εκείνο που συνέβη το αναπάντεχο, είχα πάει να την πάρω με το αυτοκίνητο, να τελειώσει κάποιες δουλειές της. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε κουβεντιάσει και συμφωνήσει πως το ερχόμενο Σάββατο θα πήγαινα να τη ζητήσω επίσημα από τους δικούς της. Κανονίζανε τις λεπτομέρειες, έτσι θα γίνει το ένα, έτσι το άλλο και η Λουτσία ήταν ενθουσιασμένη.
-Θα δεις αγάπη μου πόσο θα χαρούν ο μπαμπάς και η μαμά, που σε αγαπάνε, μη νομίζεις. Το ξέρεις πως καθημερινά με ρωτάνε για σένα;
-Δεν το πιστεύω! Πήγα να την πειράξω
-Α, δεν έχεις δίκιο! Πείσμωσε. Άμα σου το λέω να με πιστεύεις. Και οι δύο σε αγαπάνε και περιμένουν ένα λόγο σου για να γίνεις παιδί τους. Έτσι μου είπε η μαμά.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι ανήσυχος, ενώ δίπλα μου η Λουτσία με ένα χαμόγελο ευτυχισμένης μπέμπας στα χείλη. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα με προσοχή μη την ξυπνήσω. Νυχτοπερπατώντας πήγα στο μπαρ.
Κοπάνισα ένα-δυο ποτά, κάπνισα μερικά απανωτά τσιγάρα. Ανόρεχτα έριξα μερικές ψεύτικες ματιές σε ένα περιοδικό τέχνης που βρέθηκε εκεί. Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα, πήγε σχεδόν πέντε όταν τελικά πήρα την απόφαση να φτάσω πάλι στην κρεβατοκάμαρα μας και να ξαπλώσω πλάι της. Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Έτσι που με κρατούσε σφιχτά, σα να φοβόταν μη φύγω, ξυπνήσαμε το πρωί. Όπως και να είχε όμως το θέμα, εγώ είχα πάρει την απόφαση μου από μέρες: θα έφευγα. Δεν έκανα εγώ για τέτοια πράγματα.
Το μεσημέρι λοιπόν, όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο έξω από το πατρικό της σπίτι για να την αφήσω κι ενώ περίπου δυο ώρες που ήμασταν μαζί, δε λέγαμε και πολλά, της είπα πως έπρεπε να μιλήσουμε.
-Τι να πούμε; Με κοίταξε και τα μάτια της τρεμόπαιξαν από κάποιον αόριστο φόβο.
Είδε το σοβαρό μου ύφος, κατάλαβε. Σοβαρό και λυπημένο γιατί πράγματι έτσι ήμουν.
-Δεν υπάρχει αγάπη πια; Με ρώτησε και για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, είδα πως τα μάτια της είχαν κάπως βαθουλώσει.
Το δροσερό χρώμα του προσώπου της είχε πάρει μια αχνάδα προς το άσπρο και είχε αρχίσει να μοιάζει στη μάνα της. Έτσι δε λένε; Άμα θέλεις να δεις πως θα είναι η γυναίκα σου μετά από τριάντα χρόνια να παρατηρήσεις τη μάνα της. Αλλά τι σκεφτόμουν τώρα; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
-Δεν είσαι σοβαρός Αμβράζη, την άκουσα να μου λέει.
-Παραείμαι σοβαρός! Αντιτάχτηκα. Δεν είναι που δεν σε αγαπώ, αυτό το γνωρίζεις καλά, αλλά…
-Ξέρω, ξέρω, δεν κάνεις γι αυτά, το γάμο και τα λοιπά, το γνωστό παραμύθι. Τα ίδια που έκανες με όλες, κάνεις και με μένα. Φύγε λοιπόν.
-Αυτό είναι αλήθεια. Δεν κάνω γι αυτά. Εσύ όμως θέλεις οικογένεια, παιδιά. Εγώ δε θέλω- γι αυτό φεύγω.
-Εντάξει, απάντησε με περηφάνια. Να ξέρεις όμως πως αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Κοιταχτήκαμε ύστερα στα μάτια. Ύστερα βγήκε αθόρυβα. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω που προχωρούσε χωρίς να γυρίσει να με ξανακοιτάξει και κόμπιασα.. Ήθελα να τη φωνάξω να γυρίσει, το ένιωσα δυνατά αλλά δεν το έκανα. Τι νόημα θα είχε; Αντιλόγησα, καθώς εκείνη χάθηκε πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού της και φαντάστηκα πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ, πράγμα που ήταν αληθινό. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου, ξεκίνησα για το δρόμο που δεν είχε γυρισμό.

συνεχίζεται

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 36




Ο Τίτος δεν κράτησε μια αόριστη υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, πως δε θα έλεγε σε κανέναν τίποτε για όσα έγιναν εκείνο το βράδυ και μου τα διηγήθηκε όλα σε απρόσμενο χρόνο, στο καφενείο. Με συμπαθούσε, το έδειχνε, όπως κι εγώ. Να τον ακούς τον Αμβράζη, είναι φωτεινό μυαλό, είναι σωστός φίλος, του έλεγε συχνά ο Ντάφλος. Αλλά κι ο ίδιος με είχε καλέσει συνωμοτικά στο μπαρ του καφενείου για να μου εκμυστηρευτεί τα γεγονότα. Εγώ καμώθηκα τον ανήξερο.
-Ώστε έτσι ε; έκανα έκπληκτος
-Έτσι και χειρότερα συνάδελφε! Δεν ξέρω τι έγινε από εκεί και πέρα, από όταν με άφησαν στο σπίτι-έτσι κι αλλιώς ήμουνα σταφίδα. Όσες φορές προσπάθησα να μιλήσω με τον Τίτο, αυτός άλλαζε κουβέντα αλλά δε με ξεγελάει εμένα Αλμύρα. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως τη συγύρισε. Αυτό που δεν ξέρω, είναι αν έχει συνέχεια το πράγμα, τελείωσε μια κουβέντα σα να μονολογούσε περισσότερο.
Ο Τίτος, εμένα μου είχε πει πως δεν την ξαναντάμωσε αλλά χωρίς μεγάλη πειστικότητα. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μου έλεγε πως συνέχιζαν να βλέπονται. Τότε ήρθε στο μυαλό μου ξαννά, η ιστορία της Βασιλικής με τον Τσάβαλο. Κατακούτελα δέχτηκα το λάθος μου και το πόσο είχα αδικήσει τον Δούκα όσον αφορά τον χαρακτήρα της. Τώρα αποδεικνυόταν για άλλη μια φορά, περίτρανα το περίεργο σεξουαλικό ταπεραμέντο αυτής της γυναίκας. Θυμήθηκα ακόμα πόσο τον είχα αδικήσει στο δικαστήριο, όταν μου έλεγε να πω κάποιο ψέμα κι ένιωσα σαν ένοχος. Μια παράξενη ενοχή, περισσότερο επειδή είχα ξεγελαστεί από τον Τσάβαλο και από τη Βασιλική
-Είδες που πέφτεις έξω με τους ανθρώπους; Αναρωτήθηκα φωναχτά κι ο Ντάφλος συνοφρυώθηκε δίπλα μου.
-Τι είπες;
Και σαν εγώ δεν του απάντησα, συνέχισε:
-Το περίμενες αυτό Αμβράζη; Ε; το περίμενες; Αυτά κι αυτά έστειλαν το Δούκα στη φυλακή..
-Ποια φυλακή; Τότε έπεσα ακόμα πιο πολύ, ως συνήθως.
-Α, δεν τα ξέρεις; τι διάολο φίλοι ήσασταν ; δεν μπορώ να το καταλάβω. Ναι, στη φυλακή είναι, πήγαινε να τον δεις, να του πας τσιγάρα. Εγώ του πήγα που δεν ήμουν ποτέ τόσο κολλητός όσο εσύ μαζί του. Αλά, πάντα αλλού τραβάς εσύ, θέλεις να κρατάς αλέρωτη τη φωλιά σου.
Τι φωλιά, τι κουραφέξαλα, πήγα να του πω αλλά αρνήθηκα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα μαζί του. Του ζήτησα μόνο να μου πει σε ποια φυλακή τον είχαν και έφυγα.
Έφυγα, πήγα να τον δω.
Ο Πίθηκας στη φυλακή, λοιπόν-δέκα χρόνια αυτή τη φορά για χρήση και διακίνηση, μαύρης, άσπρης και δεν ξέρω καθόλου πως τα λένε, δεν ξέρω ούτε με ενδιέφερ ποτέ αλλά είχα απορήσει πολύ μαζί του. Ήταν δυνατόν να έκανε τέτοια πράγματα; Να ασχολείται δηλαδή με το εμπόριο ναρκωτικών; Δεν ήθελα να το πιστέψω, όμως όλα ήταν δυνατά. Έτσι είχε γίνει,. Έπειτα ήταν και τα άλλα, τα παλιά χρέη, οι μικροαπάτες, οι εφορίες, οι ζαβολιές του Πίθηκα, που είχε κατορθώσει να του φτιάξουν ένα ωραίο στόλισμα ο μπάτσοι.
Ρε πίθηκα! Έτσι τον λέγαμε τότε μικροί. Τώρα ένα χρόνο ήδη πίσω από τα κάγκελα, είχε σκεβρώσει. Είχε ρέψει, αυτός ένα θωρηκτό στα τριάνταπέντε του έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Πότε θα έβγαινε τώρα από εκεί μέσα;
-Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα από την ελευθερία! Μου είπε κλαίγοντας. Δεν μπορώ εδώ μέσα Αμβράζη, τι σχέση έχω εγώ με όλους αυτούς; Σε ρωτάω εσένα που με ξέρεις καλά: τα πιστεύεις όλα αυτά για μένα; Αυτοί είναι αλήτες, κωλοκράτος, σε παρακαλώ κάνε κάτι και βγάλε από εδώ μέσα. Θέλω να με πιστέψεις, είμαι αθώος αλλά δεν έχω λεφτά, είμαι φτωχός και ένας μόνος του φτωχός δεν μπορεί να κάνει τίποτε.
Όλοι αυτό λένε πίσω από τα κάγκελα. Είμαι αθώος, το ήξερα αυτό από τα βιβλία. Από μαρτυρίες, κάτι ήξερα κι εγώ.
-Τι να σου κάνω ρε Πίθηκα;
-Έπρεπε να φτάσω εγώ μέχρι εδώ ρε φίλε; Είναι άδικο. Τους άλλους, τους μεγαλοκαρχαρίες, τους μεγαλοεμπόρους δεν τους αγγίζουν. Εμένα με μπλέξανε… κάνε κάτι ρε Αμβράζη… έχεις τον τρόπο εσύ. Βρες έναν καλό δικηγόρο για το φίλο σου, να μειωθεί η ποινή, να βγω έξω δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα!
Ο καθένας με τον πόνο του. Τώρα ο Δούκας μιλούσε για ελευθερίες και που να τις έβρισκε. Όταν ήταν έξω, έλεγε πως θα φτιάξει τον κόσμο. Πως αυτός ήταν αρσενικός και θα τους έδειχνε.
Λυπόμουν πολύ για την κατάντια του αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Έτσι, αόριστα του είπα  πως θα έκανα ότι μπορούσα αλλά ήξερα κιόλα πως αιθεροβατούσα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να του δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, δεν είχα τέτοιες δυνατότητες.
Κινήθηκα λίγο στην αρχή, πήγα σε ένα γνωστό δικηγόρο να του αναθέσω την υπόθεση, πλήρωσα κάμποσα λεφτά. Λεφτά.
-Λεφτά! Μου είπε με έμφαση ο μεγαλοδικηγόρος. Χωρίς αυτά δε γίνεται τίποτε.
Αυτή η διαόλου κάλτσα οι δικηγόροι, όπως τους λένε.
-Δε γίνεται τίποτε, συνέχισε αφού μου έφαγε κάμποσα ακόμα. Τον έχουν στη μπούκα. Αν είναι δυνατόν να τον κρατήσουν για πάντα μέσα. Αν τα πράγματα αλλάξουν, αν τον στείλουν στις αγροτικές, μπορεί να μειωθεί η ποινή του.
Σκατά. Στη μπούκα, σκέφτηκα. Στη μπούκα ήμουν κι εγώ. Τι με ένοιαζαν τώρα όλα αυτά; Εγώ θα έσωζα τον κόσμο; Και εξ άλλου ο Πίθηκας είχε φταίξει, έπρεπε να πληρώσει, για τα ποινικά αδικήματα που είχε διαπράξει. Ωραίο αυτό. Αλλά έτσι γινόταν, ας πρόσεχε, θα μου πεις εσύ πρόσεχες; Μάλλον από τύχη ήμουν έξω, αλλά τώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτόν. Τίποτα. Έτσι τον παράτησα στη μοίρα του, τα ξέχασα όλα, γίνηκα για μια ακόμη φορά σκληρός, ρεαλιστής απέναντι στο φίλο μου.
-Τι θέλεις εσύ και μπερδεύεσαι, τι φταις εσύ; Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Μου είπε η Λουτσία όταν της τα εξηγούσα.
-Πάλι τα ίδια θα έχουμε; Εδώ υπάρχουν δικά μας προβλήματα.
Δε συμφωνούσα μαζί της. Μια ζωή τα ίδια η Λουτσία. Μόνο εμείς υπάρχουμε, εμάς πρέπει να κοιτάξουμε, εμείς έχουμε άλλο δρόμο. Μπορούμε και πρέπει να ξεφύγουμε, να μη σε νοιάζουν αυτά. Εντάξει, είμαστε αλτρουιστές, δίνουμε στους φτωχούς, τι άλλο θέλεις να κάνουμε;
Από την άλλη μπορεί να είχε δίκιο. Τι με ένοιαζαν εμένα όλα αυτά;       Εγώ ήμουν κάποιος, είχα κατορθώσει φτύνοντας αίμα να γίνω κάποιος. Στο δρόμο με αναγνώριζε ο κόσμος, μου μιλούσαν, έχαιρα της εκτίμησης τους, ήμουν κάποιος που κοίταζε τους γέρους του γονείς, τη γυναίκα του και το επικείμενο παιδί του. Φρόντιζα όσο μπορούσα τη ζωή μου, βοηθούσα τους φίλους, είχα φυτέψει μερικά δέντρα και θεωρούσα πως ήμουν ένας επιτυχημένος. Ένας άνθρωπος που είχε βολέψει τη ζωή του.  Ένας άνθρωπος που το μόνο; Που του έμενε να κάνει ακόμα στη ζωή του, για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, θα ήταν να γεννήσει ένα παιδί. Ένα γιο για να υπάρχει συνέχεια στο γένος των Αμβράζηδων
-Παιδί μου, είπε ο πατέρας μου, αυτό πρέπει να κάνεις τώρα, αυτό έχει αξία. Άξιος είναι ο άντρας που μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Θέλω κι εγώ προτού πεθάνω να δω ένα εγγονάκι, κάνε μου αυτή τη χάρη και μη τρέχεις από εδώ και από εκεί και να προσέχεις τον εαυτό σου! Είσαι άντρας! Κατάλαβε το, πάρε τις ευθύνες επάνω σου, μη ντρέπεσαι για ότι κάνεις. Είσαι ο καλύτερος για ότι κάνεις! Έτσι θα πιστεύεις. Οι Αμβράζηδες έχουν μια ιστορία, δεν επιτρέπεται, εσύ να την αμαυρώσεις.
Αμαυρώσεις. Ποτέ δεν περίμενα από τον πατέρα μου να μιλάει έτσι. Περισσότερο να μεταχειρίζεται τέτοιες λέξεις. Αμαυρώσεις, αξίες, άντρες, τιμιότητα, ευθύνες. Ποια ήταν η δική μου τιμή για την τιμιότητα μου; Αλλά, ο πατέρας μου τώρα στα ογδόντα του πρόλαβε να καταλάβει το λάθος; Αν ήταν να έφτανα κι εγώ μέχρι εκεί, ποτέ να μην έφτανα. Τι σόι ήρωας θα γινόμουν, έναν αιώνα λάθη και ύστερα συγγνώμη κάναμε λάθος και τα λοιπά…
Είχε επέλθει, λοιπόν, η κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου- κατά που πέφτει η Ανατολή ποτέ δεν ήξερα ακριβώς. Η Δύση είχε κερδίσει καθαρά την άποψη, πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να ζήσει καπιταλιστικά. Από παντού συσσωρεύονταν οι ειδήσεις, πως τα συγκεντρωτικά καθεστώτα, η σοσιαλιστική επανάσταση, είχε δραματικό τέλος για την ιστορία μας. Τίποτε πια δε θα ήταν στηριγμένο στις κομμουνιστικές ιδέες.
-Κάναμε λάθος, μίλησε ο πατέρας μου. Εσύ το καταλαβαίνεις στα τριανταπέντε σου, κάτι είναι αυτό. Εγώ τι να πω; Στα ογδόντα, με αγώνες, με εξορίες, με ξερονήσια, με τόσους θανάτους! Που να κρυφτώ; Ξέρουν άραγε αυτοί που διέλυσαν τον Κομμουνισμό, το Κομμουνιστικό όνειρο, αυτοί που γράφουν την Ιστορία, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ τον πόνο μας; Ξέρουν ότι μας γκρέμισαν μονομιάς το μοναδικό αντιστήριγμα για τον πόνο μας; Παιδί μου, φαίνεται πως τελείωσε αυτή η περιπέτεια του κόσμου, έρχονται άλλα πράγματα, άλλοι καιροί. Εγώ, λοιπόν, που είμαι παλιοκομμουνιστής, αθεράπευτα μεγαλωμένος με αυτές τις ιδέες, που έζησα λίγες στιγμές δίπλα στον Άρη, δε θέλω να το παραδεχτώ! Εσύ που τώρα διαφεντεύεις, είναι ανάγκη να το παραδεχτείς.
Στης ανάγκης τον καιρό λοιπόν, που λέει το τραγούδι θριάμβευσε και η Λουτσία, η μέλλουσα γυναίκα μου. Δεξιά ήταν, πως ταιριάζαμε τώρα εμείς οι δυο, βρείτε το εσείς. Δεξά και θρήσκα μέχρι παναγίας, εγώ αριστερός, άθρησκος και όλα τα α. Ατέλειωτοι ήταν οι τσακωμοί μας γι αυτά τα πράγματα.
-Σου το είχα πει εγώ πως θα καταρρεύσουν τα Κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά δε με πίστευες. Το ίδιο πίστευε και ο μπαμπάς και να, που δικαιωθήκαμε!
Πάντα στη μέση ο μπαμπάς. Αυτός ήταν ο κεντρικότερος άξονας της. Εμένα ο πατέρας. Υπήρχε μια διαφορά όπως και να το κάνεις. Άλλο μπαμπάς, άλλο πατέρας. Αλλά έξυπνος καθώς ήμουν, άνθρωπος με ιδιαίτερη νόηση, από ταπεινοφροσύνη πήγαινα καλά, το ξανασκέφτηκα το πράγμα: Θα ακολουθούσα το δικό τους δρόμο. Αφού είχα τα πάντα τρόπος του λέγεις και πάνω απ όλα μια γυναίκα όπως την ήθελα, όπως την είχα φανταστεί στα παιδικά μου όνειρα, όμορφη, πλούσια, με προσωπικότητα, γιατί να εξευτελίζομαι στα Κομμουνιστικά δίκαια; Εξ άλλου υπήρχε και το χρήμα, γι αυτό δεν πασχίζουμε όλοι; Ε, λοιπόν, εγώ το είχα και αυτό! Δεν πα να κουρευτούν όλοι; Ο Δούκας, ο Ντάφλος, οι φυλακές, η μιζέρια, δεν παν να κόψουν το λαιμό τους; Ε; τι με ενδιέφερε εμένα; Εγώ ήμουν μια χαρά. Τάχα ο πρώτος δεν έλεγε πάντα πως η ζωή είναι για τους λίγους!
Εγώ, ίσως να ήμουν ένας από αυτούς κι ένιωθα υπερηφάνεια, ώρες-ώρες γι αυτά που λέω τώρα. Μόνο που δεν θα τα ξεφούρνιζα πουθενά. Φοβόμουν, περνούσα τον καιρό μου γυρίζοντας από εδώ και από εκεί. Ξενυχτούσα, έπινα, χαρτόπαιζα κάπου-κάπου, γινόμουν ένα μαζί με τον όχλο. Ε, δεν πειράζει, έλεγα όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν, γιατί όχι κι εγώ; Σπάταλος, ανεξέλεγκτος, ανελεύθερος. [Χειρότερος από τον Καραγάτση.]
Έβγαινα και με τη Λουτσία μερικά βράδια. Πηγαίναμε στα ακριβότερα μαγαζιά. Τρώγαμε, πίναμε, γλεντούσαμε και όλοι μας καμάρωναν. Ήμασταν ένα καθώς πρέπει ζευγάρι, τι ωραία που είναι η Λουτσία! Και ο Αμβράζης υπέροχος! Μοιάζει με τον Ρετ Μπάτλερ στο όσα παίρνει ο άνεμος. Ίδιος δεν είναι; Έλεγαν οι πιο πολλοί και ζήλευαν. Ζήλευαν τη μοίρα και τον πόθο μου.

συνεχίζεται

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 35






Όλα έχουν ένα τέλος, καλώς ή κακώς. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, ήταν ένα από τα τελευταία ρητά που ξεφούρνιζε ο Ντάφλος. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας, συνέχιζε, είναι όλα κανονισμένα. Έτσι και η συνεργασία του με τον Δούκα έφτανε στο τέλος της. Δεν μπορούσαν να ήταν πια μαζί, έτσι κι αλλιώς από κάποια ανάγκη το έκαναν. Άρα ήταν υποχρεωμένοι ο ένας να ρίξει τον άλλον, για να μείνει η επιχείρηση καφενείο στον κερδισμένο.
Μια από εκείνες τις μέρες λοιπόν, ο Ντάφλος αποφάσισε να βγει βόλτα με τον γιο του, τον Τίτο. Ο Τίτος είχε μεγαλώσει πια, ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Τον σύστησε στον Δούκα.
-Ο γιος μου ο Τίτος! Είπε αγκαλιάζοντας τον. Ο κύριος Δούκας.
-Χαίρω πολύ, είπε ο Δούκας άκεφα, χωρίς να δώσει το χέρι του-τις είχε ξεχάσει αυτές τις αβρότητες από χρόνια.
-Θα φύγουμε εμείς τώρα, θα πάμε μια βόλτα, έχε το νου σου στο μαγαζί, είπε ο Ντάφλος φανερά ενοχλημένος.
-Να πάτε, απάντησε. Εγώ να δω πότε θα φύγω… μέρα-νύχτα στο καφενείο είμαι!
-Τι εννοείς; Τον κοίταξε συνοφρυωμένα. Έχεις και παράπονο;
-Τίποτα, πηγαίνετε, δεν έχω παράπονα.
-Άμα είναι έτσι να μην πάμε πατέρα, τόλμησε να εκφράσει ο Τίτος.
Ο Ντάφλος τους αγριοκοίταξε και τους δυο.
-Πάμε, είπε ύστερα από λίγη σιωπή.
-Που θα πάμε; ρώτησε όταν είχαν μπει ήδη στο ταξί.
-Θα δεις … χαμογέλασε. Μεγάλωσες τώρα, οπότε μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε. Θέλω να έχεις κέφι ε; Όχι μούτρα και τέτοια. Γιατί, να σου πω, ότι και να πεις έχω μερικά παράπονα από σένα. Και πρώτον που τόσον καιρό δεν ήρθες να δεις τον πατέρα σου.
-Δεν μπορούσα πατέρα. Το σχολείο, το ψιλικατζίδικο… δικαιολογήθηκε κάπως άβολα.
-Το έχετε ακόμα το ψιλικατζίδικο! Μπράβο!
-Εμ, βέβαια, το έχουμε, πως θα ζούσαμε, βλέπεις εσύ…
-Άστα αυτά. Τα ξέρω, δεν ήμουν καλός πατέρας αλλά έφταιγε η μάνα σου. Αλλά άστα αυτά απόψε, θέλω κέφι, χαρά, γλέντι. Εντάξει;
-Εντάξει, εντάξει πατέρα.
Του άρεσε αυτό το «πατέρα». Έδειχνε σεβασμό, τον κοίταζε και κορδωνόταν «Μωρέ, πως μεγάλωσε έτσι! Σωστός άντρας!» Και καθώς δεν είχε πιει ακόμα πολύ ή δεν τον είχε πιάσει το ποτό, όλο τον αγκάλιαζε τρυφερά κι όλο «α, ρε Τίτο!» του έλεγε με χαρά και παράπονο.
Μετά από μερικές ασκοπες βόλτες κι ενώ συνέχεια σκεφτόταν που να πάνε, αποφάσισε να τρυπώσουν σε κάποιο ακριβό καμπαρέ από κείνα που σύχναζε όταν είχε λεφτά. Βέβαια, τώρα δεν τον έπαιρνε αλλά δε βαριέσαι, σκέφτηκε, μια φορά στο τόσο τον έβλεπε.
Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος, πατέρας και υιός, δίχως ο κόσμος να τους νοιάζει.
-Έχεις πάει ρε μπαγάσα σε τέτοιο μαγαζί; Είδες που σε έφερε ο πατέρας σου!
-Όχι, δεν έχω πάει, αλλά μου αρέσει, είπε ο Τίτος που είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, παρατηρώντας το θέαμα, τις ωραίες γυναίκες, τη μουσική, την κίνηση.
-Θα πιούμε; Ρώτησε χαμογελαστά.
-Ε, βέβαια θα πιούμε, αναταράχτηκε ο Ντάφλος. Φέρε μας ένας μπουκάλι Τζόνι και τα σχετικά, είπε στο γκαρσόνι που δεν τους καλοέβλεπε σαν πελάτες.
-Κερνάω εγώ! Είπε ο Τίτος με νόημα.
-Μην το ξαναπείς αυτό! Καμώθηκε πως αγρίεψε τάχα. Έχεις καιρό για κεράσματα.
-Ότι πεις! Δεν μπορώ να σου χαλάσω το χατήρι.
Σε λίγο όμως το γκαρσόνι επέστρεψε και τους είπε ευγενέστατα να σηκωθούν να τους πάει να καθίσουν σε ένα άλλο τραπέζι, πιο κεντρικό, κοντά στην πίστα, που ήταν ήδη στρωμένο, σερβιρισμένο, ένα μπουκάλι Σίβας, ποτήρια, παγάκια, φρούτα και τα λοιπά. Ο Ντάφλος σα να αιφνιδιάστηκε.
-Γιατί; απόρεσε. Καλά είμαστε εδώ.
-Σας παρακαλώ! Μπήκε στη μέση ο μαιτρ. Καθίστε εκεί, υπάρχει λόγος.
Πατέρας και γιος ανοιγόκλεισαν τα μάτια.
-Πάμε, είπαν και σηκώθηκαν.
Όταν βολεύτηκαν, έβαλαν ποτό, τσούγκρισαν. Ο Τίτος παρατήρησε καθώς έτρωγε ένα κομμάτι μπανάνα πως κάποια όμορφη γυναίκα, από το βάθος συχνοκοίταζε προς το μέρος τους κι όλο χαμογελούσε.
-Εσένα κοιτάζει, γύρισε στον πατέρα του και τον ανάγκασε να την δει.
-Ποια; Κοίταξε ένα γύρω με προσοχή
-Μα, αυτή, του έκανε με νόημα.
Την είδε μπροστά από τις βεραμαν κουρτίνες να του χαμογελάει κλείνοντας το μάτι της. Κούκλα σωστή, πανέμορφη και σκέφτηκε πως μάλλον λάθος θα έκανε αλλά δεν πρόλαβαν να το κουβεντιάσουν. Εκείνη ήρθε λικνιστικά στο τραπέζι τους. Μάλιστα έσκυψε και τον φίλησε
Να καθίσω; Ρώτησε. Δε θα με κεράσετε ένα ποτό; Και κάθισε.
Ο Ντάφλος άναυδος! Ο Τίτος απλά παρακολουθούσε-κάτι του άρεσε στο σκηνικό
-Έλα καημένε! Βάλε να πιούμε, έκανε σκασμένη στα γέλια κι έβαλε μόνη της.
-Ποια είσαι; Ψέλλισε κατεβάζοντας όλο το ποτό.
-Η Βασιλική! Είπε και χάιδευε στα μαλλιά τον Τίτο. Γιος σου;
-Ναι, γιος μου… η Βασιλική!
Πετάχτηκε επάνω, την αγκάλιασε και τη φίλησε.
-Σιγά!  του είπε αυτή. Εδώ είναι μαγαζί πολυτελείας. Κάθισε, ον έσπρωξε απαλά στην καρέκλα.
Κάθισαν. Του Ντάφλου το μυαλό πήρε εκατό στροφές, όχι παραπάνω. Έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα. Πουτάνα, σκέφτηκε. Πουτάνα πολυτελείας η πρώην γυναίκα του Δούκα.
Εκείνη σα να κατάλαβε τις σκέψεις του, ναι, του είπε κουνώντας το κεφάλι της. Έτσι ακριβώς είναι φίλε μου
-Τι γίνεται ο Δούκας; Γέλασε κακαριστά. Το κάθαρμα, ο Αλμύρας, ο φίλος σας ζει;
-Μια χαρά είναι! Ενθουσιάστηκε. Και πήρε ένα καλάθι με λουλούδια  και την έλουσε.
-Μη! Του είπε αυτή. Είναι ακριβά, δεν πρέπει.
Αλλά ο Ντάφλος είχε πάρει φόρα. Ανάποδες. Δεν πειράζει, χαλάλι σου, φέρε κι άλλα! Είπε στη λουλουδού. Έπειτα ρώτησε τη Βασιλική πως είχε φτάσει μέχρι εκεί
-Θέλεις να πεις πως με λυπάσαι; Έκανε με κάποια δύσκολη γκριμάτσα λύπης ή σιχασιάς η ίδια.
-Όχι ρε, όχι, βιάστηκε να διορθώσει
-Ο φίλος σου ο Δούκας φταίει! Κι ύστερα πάλι γέλασε. Δεν πειράζει, είμαι μια χαρά, καλό μεροκάματο, καλοί πελάτες, τι νομίζεις Ντάφλο; Εσύ αγόρι μου τι κάνεις; Γύρισε και παραχάιδεψε τον Τίτο στο στέρνο που είχε ιδρώσει.
-Καλά είμαι, είπε λίγο χαμένα και προσπάθησε να της διώξει το χέρι.
-Μην κάνεις έτσι αγόρι μου! Εδώ είναι το καμπαρέ της ευτυχίας, του είπε και έχωσε τώρα το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια του αυτή τη φορά.
Σε λίγο τον αγκάλιασε, τον φίλησε στα χείλη. Ο Τίτος αναψοκοκκινισμένος από το ποτό, τη μουσική, τη ζεστασιά της, δε σκεφτόταν τίποτα. Εξ άλλου τι να σκεφτόταν; Ντρεπόταν λίγο για τον πατέρα του που τον είχε πιάσει για τα καλά το πιώμα και ήδη δεν ήξερε τι έκανε αλλά μήπως αυτός ήξερε;. Ο Ντάφλος παράγγελνε συνέχεια λουλούδια, σε λίγο είχε έρθει και μια άλλη κυρία στο τραπέζι τους, παράγγειλε σαμπάνιες, είχε άραγε λεφτά; Αλλά μάλλον θα είχε αφού παράγγελνε. Γλεντούσε με τον γιο του που είχε γίνει πια άντρας.
Ώσπου, η ώρα είχε πάει κοντά τέσσερις. Ο Ντάφλος ακούμπησε στο ημίφως το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Βασιλική είχε σηκωθεί πολλές φορές από το τραπέζι τους να πάει σε άλλους πελάτες. Ο Τίτος τσιμπήθηκε κάπως όταν είδε που τη χαϊδολογούσαν αλλά του πέρασε, δε θα την παντρευόταν κιόλας.
Η Βασιλική εκτέλεσε ένα ωραίο χορευτικό στην πίστα. Τζαζ. Ο Ντάφλος μισοκοιμόταν μεταξύ ουρανού και γης.
-Μην κάνεις έτσι, του είπε όταν ξαναήρθε. Εγώ εσένα θέλω. Δε με νοιάζουν αυτοί, απλά είναι δουλειά. Περίμενε, μη φύγετε και κοίταξε τον μισοκοιμισμένο πατέρα του.
-Τι θα τον κάνουμε; Που θα τον πάμε; έκανε με νόημα.
-Θα τον πάμε στο σπίτι, φυσικά.
-Ωραία, περίμενε λίγο, σε πέντε λεπτά κλείνουμε και φεύγουμε.
Πράγματι έτσι έγινε, πήραν ένα ταξί, έφυγαν. Έγιναν πουλιά. Έβάλαν το Ντάφλο μπροστά που παραμιλούσε αλλόκοτες λέξεις, τσιμέντο, πουτάνα, δέντρο, ενώ ο ταξιτζής ρωτούσε που πάμε ρε παιδιά; Στο διάστημα; Άσε μας και συ ρε φίλε! Πεταγόταν ο Ντάφλος. Τι να πεις; Κι αυτοί φιλιόντουσαν.
Τον άφησαν στο σπίτι, συνέχισαν για το ξενοδοχείο.
Κατέβηκαν στο Κάραβελ, σχεδόν τον τραβούσε στα σκαλοπάτια, στο ασανσέρ, κόλλησαν τα σώματα τους. Η Βασιλική τον έσερνε, τον τραβούσε με τα μάτια, με τα χέρια κι αυτός να συνεχίζει να τα έχει κάπως χαμένα. Κάπου στο σκοτάδι. Αυτό είναι εξπρεσιονιστικό. Άστο. Αλλά όταν τον έγδυσε ή την έγδυσε στο κρεβάτι, η τρεμάμενη σαραντάρα, πεινασμένη για λιονταρίσια σάρκα, όλα ήταν καλά στη ζούγκλα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

συνεχίζεται

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 34




Πάντα είχα την εντύπωση ότι δεν πήγαινα πουθενά. Ακόμα και η πιο καλή μουσική, το πιο καλό φαγητό, δε μου ταίριαζαν. Ιδιαίτερα όταν μου έβαζαν τέτοια πόστα οι φίλοι μου. «Ασε τους φίλους σου» μου είπε ο πατέρας μου. «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται. Σου το είχα πει από την αρχή πως δεν κάνουν αυτοί για σένα. Τι θέλεις εσύ μαζί τους;»
Σωστό μου φαινόταν πως ήταν. Το ίδιο έλεγε η μάνα μου που δεν ήξερε πια τι ήταν τα κεριά, τι ήταν οι εκκλησίες κι έβγαινε μονάχα  στην αυλή μας. Καθόλου παραπέρα
Εγώ όμως ήθελα άλλες δουλειές, άλλα πράγματα κι ύστερα δε χώνευα αυτούς που έκαναν τους έξυπνους, αυτούς που νόμιζαν πως ήταν έξυπνοι. Τέτοια φάρα ήμουν ο Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ένας Αλμύρας σκέτος που πήγαινε οικιοθελώς στην καταστροφή.
Δε μου άρεσε πια ούτε η Λουτσία, την είχα βαρεθεί, δεν ήταν πια η κοριτσούλα που είχα γνωρίσει κι αυτός ο ορθολογισμός της, να φτιάξουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε παιδιά, να είμαστε ένα νόμιμο ζευγάρι, μου την έδιναν στα νεύρα. Μόνο αυτά ήθελε, τα άλλα τα είχε βάλει στην άκρη. Τέρμα το θέατρο, η καριέρα, ο κινηματογράφος. Τέρμα όλα αυτά. Της είχε κοστίσει βέβαια αλλά με τον καιρό το είχε συνηθίσει πως τώρα θα στηριζόταν μονάχα επάνω μου.
-Θα φτιάξουμε το καινούριο σπίτι μας μου είπε μια μέρα κι ξεκίνησε αρχής, γενομένης να βάλει τα ονόματα μας στο κουδούνι: Αμβράζης – Παπακυριακού
Τους δικούς της δεν τους μπέρδευε στα πόδια μας πια. Έτσι κι αλλιώς ήταν ανεξάρτητη, είχε τα οικονομικά της, αυτό που της απόμενε ήταν ο γάμος και η καταξίωση σε μια τέτοια κοινωνία. Γι αυτό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, συσσωρεύοντας χιλιάδες πράγματα στο μεγάλο ρετιρέ της Κηφισιά που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της.
Τεράστιο. Σαν αλάνα μου έμοιαζε, της το είπα χαριτολογώντας, εγώ ποτέ δεν ήθελα ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Μάλιστα, πρόσθεσα πως όταν θα γεννιόταν ο γιος μας, θα έπαιζα εκεί μπάλα μαζί του.
Βιβλιοθήκες, έπιπλα, μπαρ, όλα τα έφτιαχναν οι εργάτες, εμείς απλώς λέγαμε εδώ θα μπουν ή θα τοποθετηθούν. Η Λουτσία, βέβαια, ήταν πάντα εκεί παρών κι εμένα που με έβλεπε αδιάφορο, έως κυνικό κάμποσες φορές, μου το είπε.
-Τι έχεις; Γιατί δε στέκεσαι πουθενά; Μοιάζεις έτοιμος να το βάλεις στα πόδια! Πες μου το, άμα δε θέλεις, άμα δε μ αγαπάς, να ξέρω τι να κάμω…
Ήταν τόση η αγωνία της, που κάποτε συμμαζευόμουν αλλά σπάνια. Έτσι με έπιανε στα πράσα. «Που θα πας; « έλεγα κι απ την άλλη, «δεν έχεις ανάγκη κανέναν, δε χρωστάς πουθενά, οι δουλειές πάνε καλά!» Είχα κάνει κάποια λεφτά, δε σκεφτόμουν να παντρευτώ από συμφέρον. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε μου άρεσε ο γάμος.
Τα έλεγα αυτά στους φίλους μου όταν τύχαινε να βρεθούμε-τι, όταν τύχαινε, όλο εκεί ήμουν. Βιαζόμουν να φύγω απ τη Λουτσία, από το τεράστιο σπίτι, τη φευγαλέα εγκαρτέρηση της, τη στωικότητα που έβλεπα να με περικυκλώνει.
Η Λουτσία που ήταν πιο ζεστή, πιο τρυφερή από ποτέ. Με αγαπούσε, δεν ήθελε να με χάσει κι όλο με ρωτούσε πότε θα πάμε στους δικούς της επίσημα, πότε θα γίνουν όλα αυτά και κανόνιζε ακόμα και το πολυτελέστατο πιάνο μπαρ που θα γινόταν το γλέντι μετά το γάμο μας.
-Τι ανάγκη έχεις τώρα εσύ; Μου είπε ο Δούκας. Όλα σου τρέχουν, μη σκέφτεσαι αλλιώτικα. Εμείς τι να κάνουμε…
-Μην το κουνήσεις φουκαρά! Με συμβούλεψε ο Ντάφλος.
Έβλεπα πως με σκεφτόντουσαν, πως με λαχταρούσαν, ήμουν ένας δικός τους άνθρωπος αλλά ήταν έξω από το χορό γιατί εγώ δεν τους αποκάλυπτα τις μύχιες σκέψεις μου, τις αιώνιες τάσεις φυγής, τα υπαρξιακά μου προβλήματα που μεγάλωναν και τελευταία ανέδειξαν κι έναν περιστασιακό υποχονδριασμό. Μια μέρα, μάλιστα, είχα τρέξει σε έναν γιατρό, προσωπικό της οικογένειας της Λουτσίας. Την πήρα άρον-άρον και πήγαμε. Τι είχα πάθει; Έλεγα πως δεν μπορούσα ν ανασάνω, πως είχα μια ατονία, πως είχα τάσεις μελαγχολίας, μοναξιάς που με ανέβαζαν στα ύψη. Με εξέτασε ο γιατρός και γέλασε.
-Φύγετε, μου είπε. Δεν έχεις τίποτε!
Έτσι απλά. Κι εγώ έγινα καλά. Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα κατά βάθος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά και θυμάμαι μια τέτοια νύχτα
Κορόιδευα τον εαυτό μου αν και ήξερα πως κατά βάθος κάτι στράβωνε. Τις νύχτες πεταγόμουν επάνω ξαφνικά, θυμάμαι μια τέτοια νύχτα που το έκανα, τέσσερις η ώρα το πρωί, βγήκα αναμαλλιασμένος απ τη μπαλκονόπορτα στη μεγάλη βεράντα του καινούριου σπιτιού μας κι έπεσα στα γόνατα. Έβαλα τα χέρια μου σαν προσευχή προς τον ουρανό, ωστόσο η Λουτσία είχε έρθει πλάι μου. Με αγκάλιασε μα εγώ δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω. Κοίταζα μονάχα ψηλά, στον ουρανό, στο χάος, εκεί που τα άστρα τρεμόσβηναν, σαν την ψυχή μου εκείνη την ώρα.
Η Λουτσία με χάιδευε απαλά, ανήσυχη.
-Τι έχεις άντρα μου; Δεν είναι τίποτε, μη φοβάσαι, μου λεγε συνέχεια αλλά που εγώ…
Αυτός κι αν ήταν πανικός-ξέρετε μερικές φορές λέω την αλήθεια, άλλοτε όχι.
Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο μαζί της αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε μια γυναίκα που σ αγαπάει; Αισθανόμουν την παρουσία της να με παρατηρεί παντού. Αρρώσταινα περισσότερο, σηκωνόμουν κι έφευγα. Που πήγαινα; Όπου με έβγαζε ο δρόμος. Συνήθως στα μπαράκια, μου άρεσαν οι γυναίκες η αλητεία τους. Ξέφευγα, έπινα, μιλούσα, γλίτωνα. Ή νόμιζα πως γλίτωνα, γιατί κάποτε επέστρεφα μισομεθυσμένος.
Τις πιο πολλές φορές δε μου έλεγε τίποτε. Με κοίταζε μόνο, αγουροξυπνημένη, καθιστή στα γόνατα, στο κρεβάτι. Έπεφτα εγώ τότε πάνω της, κάναμε έρωτα και μετά κλαίγαμε. Ξημέρωνε κάποτε η μέρα και μας έβρισκε αγκαλιασμένους κατάχαμα στην κουζίνα, στο χολ και αλλού.
Το πρωί ερχόταν πιο δύσκολο-σχεδόν πάντα έφευγα σαν κυνηγημένος.
-Μείνε λίγο! Μείνε σε παρακαλώ, να πάρουμε μαζί πρωινό, να μιλήσουμε, το έχω ανάγκη, μου έλεγε με παράπονο.
Τίποτα εγώ.
-Έχω δουλειά, πρέπει να φύγω, απαντούσα από την πόρτα. Έπειτα ένα βιαστικό, άνοστο φιλί και δρόμο.
Όλα τα μαντάτα όμως έρχονται ξαφνικά, αναπάντεχα. Μέσα σ αυτές τις αυταπάτες, τους ξεπεσμούς, πήγαινα που και που στους γονείς μου που με καμάρωναν. Είχα αυτοκίνητο, τους εξυπηρετούσα, τους έβγαζα καμιά βόλτα στους γιατρούς δηλαδή, ή μερικές φορές στην εκκλησία με τη μάνα μου που δεν μπορούσε πια να πηγαίνει μόνη της. Εγώ στεκόμουν πάντα μακριά, στα σκαλοπάτια και βάλε. Είδε κι έπαθε να με ανεβάσει μια Κυριακή στο προαύλιο, σχεδόν με παρέσυρε να μπούμε μέσα. Τίποτα εγώ. «Με πειράζουν τα κεριά, τα λιβάνια» έλεγα.
Αυτή με κοίταζε με συντριβή.
-Δεν πας καλά παιδάκι μου, τι πράγματα είναι αυτά; Ο θεός είναι μεγάλος, έλα ν ανάψεις ένα κερί!
Δεν πήγαινα όμως. Χωνόμουν στην άβυσσο. Έτρεμα, δε μιλούσα σε κανέναν, προσπαθούσα ν αποφύγω τους ανθρώπους, γιατί, όλο περισσότερο ψεύτικοι, απατεωνίσκοι μου φαινόταν. Συχνά μονολογούσα, έλεγα πως δεν έχει νόημα να συνεχίζεις να ζεις έτσι, πάρε κάποιες αποφάσεις, αυτή είναι η ζωή, είτε σ αρέσει είτε δε σου αρέσει. Τότε, λοιπόν, ήρθε το ξαφνικό μαντάτο που σας έλεγα: Ο θάνατος της Βαριεντίνας. Μου το ανακοίνωσε η Λουτσία ένα μεσημέρι που επέστρεψα από τη δουλειά. Μόλις είχαμε καθίσει να φάμε.
- Ξέρεις… μου είπε και κόμπιασε.
Ήξερε πόσο αγαπούσα τη Βαριεντίνα. Γνώριζε ακόμα πόσο είχα συνθλιβεί από τον θάνατο του Τασούλη, που γι αυτόν, η ίδια δεν είχε πονέσει αλλά με τη Βαριεντίνα, είχαν γίνει φίλε, έκαναν παρέα, παρ ότι δεν της συγχωρούσε που όπως έλεγε με είχε κλέψει από αυτή. Το έβλεπα συχνά στα μάτια της, σαν παράπονο αλλά μιλιά δεν έβγαζε γι αυτό. «Ταιριάζετε οι δυο σας» έλεγε και σώπαινε γι αυτό το θέμα. Ήταν διακριτική, πανέμορφη στα σαράντα εννιά της χρόνια, έφυγε.
Βουβάθηκα.
Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Μόνο η Λουτσία έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου.
Ύστερα δεν μπόρεσα άλλο. Πήρα τους δρόμους με το αυτοκίνητο, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Λουτσία ήρθε μαζί μου, δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου σε τέτοιες στιγμές. «Είσαι άντρας!» μου είπε και με πρόλαβε παρ ότι εγώ βγήκα σα σίφουνας.
-Κάθισε στο σπίτι σου! της είπα νευρικά.
Αλλά δε με άφησε ν ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Όταν το κατάφερα, παλεύαμε οι δυο μας μπροστά στους περαστικούς, χώθηκε στο τιμόνι, πριν από μένα και δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
-Τώρα κάνε ότι θέλεις, μου είπε σαν ησυχάσαμε λίγο. Τράβα πέρα, πίσω από τον κόσμο, στη θάλασσα, στον ουρανό αλλά θα είμαι μαζί σου.
Τσιμπούρι σκέτο, βδέλλα στο σβέρκο, σκέφτηκα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Μπήκε στη θέση του συνοδηγού, συμφωνήσαμε με τα μάτια, πήρα το τιμόνι.
Τράβηξα πίσω στη θάλασσα. Κοντά της, συχνά πήγαινα όταν ήμουν λυπημένος. Στην Κακιά θάλασσα.
Φυσούσε ένας αγέρας αβόλευτος από παντού. Γκρίνιαζε ο ουρανός, αστραποβολούσε, Καλοκαίρι καιρό. Το κύμα φουρτουνιασμένο έφτανε μέχρι τα πόδια μας, εκεί, σε κάτι γύφτικες, χαλασμένες παράγκες που καθίσαμε, έξω στα βράχια να θωρούμε το πέλαγος. Άσπρο, μπλε, μαύρο. Ο ουρανός ένα με τη θάλασσα στο βάθος κι η παραλία κιτρίνιζε από τη θολούρα του κυμάτου. Χοντρές στάλες έπεσαν πάνω μας, η βροχή, η καταιγίδα, ο θάνατος.
Μέναμε όμως εκεί, κουκουβισμένοι, μισοαγκαλιά με τα χέρια υγραμένα στον άνεμο. Τέτοια προσμονή δεν την περίμενα ποτέ από τη Λουτσία.
Κάποτε ξεχαστήκαμε και φύγαμε.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Εγώ δεν πήγα μέσα, παρακολουθούσα απ έξω, απ τα κάγκελα. Οι άλλοι ήταν όλοι κοντά και γύρω από τον τελευταίο περίπατο της Βαριεντίνας. Ο Ντάφλος, ο Δούκας, η Έλεν, μισότρελη, ο Λινάτσας.
Κόσμος πολύς.

συνεχίζεται

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...