Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ





Μη ξεχνάς τι κάνεις εδώ, γιατί ήρθες και που θα πας, ήταν πια, μια πανάρχαια εικόνα στα στήθη του καβαλάρη, εκείνη την ημέρα που με πήρε από το χέρι η μητέρα να με πάει στο σχολείο, βγαίνοντας στην πλατεία του Άγριου. Ήταν περήφανη που με έσερνε στο χωριό, σα να κουβαλούσε κάτι πολύτιμο κι όμως εγώ ένιωθα ένοχος για τον θάνατο του παππού.
Στην πλατεία έκανε κρύο, φυσούσε ένας βοριάς που ξερίζωνε τα δέντρα που θα με πήγαινε;
Το σχολείο ήταν ένα κτίριο μεγάλο, η μάνα με παρέδωσε στον δάσκαλο κι έφυγε. Και, έχει ενδιαφέρον η πρώτη μέρα μας στο σχολείο, εκεί που ξεφεύγουμε από την οικογένεια, να μπούμε στην κοινωνία. Καθίσαμε στο πρώτο το θρανίο, εγώ κι ο Σωτήρης με το πλατσουκωτό κεφάλο να γράψουμε τα πρώτα γράμματα.  Ήμασταν οι μοναδικοί συνομήλικοι στο Άγριο αλλά ποτέ δε γίναμε πραγματικοί φίλοι. Πίσω μας ήταν τα θρανία της Δευτέρας και έχει σημασία εδώ να πως τότε όλο το σχολείο ήταν μια τάξη! Μια ορθογώνια σάλα σε διάταξη π; Πρώτη, Δευτέρα, αριστερά, απέναντι Τρίτη, Τετάρτη. Πίσω από τη Δευτέρα η Πέμπτη και πίσω από την Τετάρτη η Έκτη με τα μεγάλα παιδιά που ήταν πολύ περήφανοι και κάτι σαν αρχηγοί.  Ο δάσκαλος που το λέγαμε Κύριο, ένας και μοναδικός, ξεκινούσε από την Πρώτη και τελείωνε με την Έκτη όλα τα μαθήματα, πρωί-απόγευμα κι όλη μέρα στο σχολείο με διακοπή μιας μεσημεριανής ώρας, ήθελες δεν ήθελες κάτι σου έμπαινε στο αφτί, κάτι έμενε στο μάτι, στην οπτική μάθηση.
Ο Σωτήρης έσκυψε και έφτιαξε ένα ωραίο άλφα, εγώ έβαλα την ουρά του άλφα από κάτω. Το είδε ο Σωτήρης και μου είπε συνωμοτικά, όχι έτσι! Έτσι είναι και μου έδειξε το ωραίο του άλφα. Το κοίταξα εγώ που είχα γεμίσει τη σελίδα με το άλφα και την ουρά του από κάτω και ντράπηκα γι αυτό το άλφα, όσο τίποτε στη ζωή μου,  άρα δεν μπορούσα να καταλάβω τη γραφή κι έπρεπε να προσέξω περισσότερο. Νευρίασα, δεν έκλαψα, από τότε τόσο μικρός σπανιότατα έκλαιγα, έσβησα όλα τα Άλφα που είχα γεμίσει τη σελίδα του τετραδίου με τις μπλε οριζόντιες γραμμές και άρχισα να φτιάχνω το κανονικό . Ο Κύριος ερχόταν που και που να ρίξει μια ματιά σ αυτά που φτιάχναμε και ήταν ένας βλοσυρός, ένας σκοτεινός άνθρωπος που τον είχαν εξοστρακίσει στο Άγριο, σ αυτή τη μεριά του χρόνου και του τόπου που σχεδόν δεν υπήρχε στον χάρτη.
Ο Αλέξαντρος Τούμας δίδαξε στο Άγριο, δεκατρία χρόνια. Τον είχαν στείλει από τα βόρεια, είχε τελειώσει την παιδαγωγική Ακαδημία, ούτε ψηλός, μηδέ χοντρός, γύρω στα σαράντα, σαρανταπέντε, δύσκολος άνθρωπος, κυβερνούσε με τη βέργα και το χαστούκι, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα σ αυτή τη μικρή κοινωνία των άξεστων και αγράμματων χωρικών που ελάχιστοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ζούσαν με τα πρόβατα και τα γίδια, τους κάμπους και τα βουνά.
Αυτός, λοιπόν ο άνθρωπος χτυπούσε αλύπητα τα παιδιά, το ξύλο έπεφτε καθημερινά, τα παιδιά έκλαιγαν και θαρρώ πως θα είχε αποκτήσει ένα είδος σαδισμού καθώς όταν έριχνε τις σφαλιάρες, το πρόσωπο του έκανε συσπάσεις τα χείλη του έσφιγγαν, στράβωνε, η συνήθως γλυκερή εικόνα που είχε όταν συνομιλούσε με τους μεγάλους, φορώντας πάντα τη γραβάτα και το κουστούμι του που τα σιδέρωνε επιμελώς η γυναίκα του, μια ασυναγώνιστα χοντρή αλλά όμορφη γυναίκα που κρατούσε αξιοπρεπώς τη θέση της φροντίζοντας και τα δυο παιδιά που είχαν αποκτήσει πριν έρθουν στο Άγριο. Πρέπει να πω, όμως πως ήταν ένας δεινός δάσκαλος. Είχε μια μεταδοτικότητα, ισχυρός γνώστης της Ιστορίας, της Χημείας, των Μαθηματικών και εν συνόλω όλων αυτών που έπρεπε να μεταδώσει στους μαθητές του. Εμένα δεν με είχε χτυπήσει ποτέ. Μια φορά ίσως εκεί στην πρώτη, μου τράβηξε το αφτί και σαν να ντράπηκε γι αυτό που έκανε όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, δεν είπε τίποτε, έφυγε και πήγε να ρίξει δυο σφαλιάρες στον Μίλτο, ενώ εγώ τον παρακολουθούσα, χωρίς να νιώθω τίποτε γι αυτόν, ίσως μια συμπόνια και μια παραδοχή.

Το καφενείο του χωριού το είχε τότε ο Βασίλης Πλιάτσικας, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, λεπτός, ξερακιανός, ένας χαμογελαστός τύπος με ίσια μύτη, έξυπνος κι αγράμματος που μισούσε τους Καραδήμους από το σόι των ισχυρών γαιοκτημόνων που ανήκε και ο Τηλέμαχος Καραδήμος.  Στο Άγριο υπήρχαν οχτώ-δέκα φατρίες, άλλοι φτωχοί, οι περισσότεροι, άλλοι πλούσιοι που αλληλομισούνταν μεταξύ τους, παντρεύονταν μεταξύ τους.
Άνοιγε το καφενείο πρωί-πρωί, έπινε καφετσίπουρο, ύστερα ανέβαινε η γυναίκα του στο πόδι του. Ο Βασίλης έτρεχε στους κάμπους με τα ζωντανά, με τα στάχυα, τα φίδια και το σανό, μα πάντα είχε μαζί του το τσίπουρο, να πίνει και να μην τον κρυφοβλέπει η γυναίκα του. Με τον πατέρα μου είχαν μια καλή σχέση αν και διαφωνούσαν στα πολιτικά. Ο Βασίλης ήταν δεξιός έως βασιλικός, ενώ ο πατέρας μου κομμουνιστής.
Το μεσημέρι εκείνο είχε γυρίσει νωρίτερα από τον κάμπο, την ώρα που τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια για το μεσημεριανό φαγητό, γυναίκα του κατέβηκε στο σπίτι οπότε βρήκαν ευκαιρία με τον πατέρα μου να πιουν και να ευχαριστηθούν. Ο Βασίλης δε μεθούσε, ο πατέρας μου γινόταν λιώμα. Φώναζε, έβριζε, αγρίευε.  Θα ήταν το Καλοκαίρι που τέλειωνε η σχολική χρονιά, σε λίγο θα παίρναμε τους πρώτους μας βαθμούς και όλοι είχαμε αγωνία γιατί ο Τούμας ήταν πολύ φειδωλός με τους βαθμούς, σε κανέναν δεν έβαζε δέκα και το εννιάρι του ήταν για πολύ εξέχουσες περιπτώσεις. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, παράξενο και σπάνιο αλλά συνέβαινε αφού η μητέρα έλειπε πολλές ώρες στο χτήμα και ο πατέρας ήταν στο καφενείο. Μπήκα μέσα άφησα την τσάντα με τα βιβλία κάπου και τότε ήρθε η Ρούλα η γειτονοπούλα, ένα χρόνο μικρότερη από μένα, δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και ξαπλώσαμε στο πάπλωμα, χάμω, κρεβάτια δεν υπήρχαν ή δε θυμάμαι αν υπήρχε κάποιο για τους γονείς μου και γδυθήκαμε, μείναμε γυμνά, ήρθαν σε επαφή το αρσενικό με το θηλυκό και μια παράξενη γλύκα κυλούσε στα κορμιά μας, ώσπου μπήκε ο πατέρας μου και μας είδε που ήμασταν όπως ήμασταν, θυμωμένος και μεθυσμένος, αξύριστος κι εμείς ντυθήκαμε γρήγορα, η Ρούλα έφυγε, σιγά-σιγά σα ντροπιασμένη. Ο πατέρας μου δύσθυμος σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας, ύστερα με κοίταξε που είχα σηκωθεί.
-Που είναι η μάνα σου; Με ρώτησε.
-Την είδα πέρα στο χτήμα, στη Χατζιά, απάντησα.
-Ποιος θα μας βάλει να φάμε; Ο ίδιος ποτέ δε μαγείρευε κι ήθελε να χει πάντα κρέας στο πιάτο του. Κοίταζε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα λες κι έβλεπε σίχαμα.
Ωστόσο είχαν γυρίσει ο Σωτήρης με τον Αντώνη, ο Χάρης ήταν στο Γυμνάσιο στην κωμόπολη και ο Μήτσης-Δημήτρης έβοσκε τα πρόβατα στον κάμπο. Ο πατέρας μου έβαλε στα πιάτα φασουλάδα και καθίσαμε στο τραπέζι, στο σοφρά, δηλαδή ένα είδος χαμηλού τραπεζιού, γιατί τραπέζι κανονικό δεν υπήρχε.
Μόλις καθίσαμε ο πατέρας μου με κοίταζε παράξενα. Τον κοίταζα κι εγώ μέσα στα μάτια.
-Εσύ δε θα πλύνεις τα χέρια σου; Και εννοούσε που με είχε δει γυμνόν με τη Ρούλα.
Σηκώθηκα κι έπλυνα τα χέρια μου, ξανακάθισα και τρώγαμε. Ο Αντώνης ήταν λιχούδης, ο Σωτήρης μάλλον λιτοδίαιτος σαν εμένα και όταν αποφάγαμε, ο πατέρας μου έβαλε τιμωρία και τους δυο στο κατώι αφού τους έριξε μερικές σφαλιάρες κι εγώ απορούσα με τον τρόπο του αλλά δεν ήξερα τι είχαν σκαρώσει οι δυό τους γιατί, δεν μπορεί να τους σφαλιάριζε έτσι, χωρίς λόγο.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με τον ομώνυμο τίτλο.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΔΥΤΙΚΌΣ ΆΝΕΜΟΣ




ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ [ΔΥΤΙΚΟς ΑΝΕΜΟς;]

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Τι να  κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
Μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.

Αν πρέπει να γελάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι 
συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα 
να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την 
κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη
 σάρκα, αρπάζοντας.

Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.

[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]

Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.

Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος
 τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή
 η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες 
τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς 
που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν  θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ 
θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]

Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!

Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα 
των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, 
ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.

Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν 
οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν  κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
 το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ

Τιμιώτερος των ανθρώπων ο ανεξίθρησκος



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΈΣ




Αλεποπορδές. Θυμάμαι μικρός, μου λεγε η μάνα μου, όταν περπατούσαμε στο δάσος 
και μου τις έδειχνε, ξέρετε αυτές τις φούσκες που άμα τις πατάς βγάζουν μια άχνα, έ
να αέρα σα να ξεφουσκώνουν- παφ! μια μούχλα σα να κινδύνευε το δάσος και εννοούσε 
η μητέρα πως όποιος λέει και κάνει ανόητα πράγματα, ρίχνει αλεποπορδές. Δεν ξέρω γιατί τις 
έλεγαν έτσι κι έχω καιρό να περπατήσω στο δάσος, να δω καμμιά αλεπού να κλάνει, 
κανένα λύκο να ουρλιάζει, γιατί όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών και η μητέρα μου κρατούσε 
το χέρι ανάμεσα από πουρνάρια, σχίνα και γκορτζιές, προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον
 κόσμο της, μερικές φορές που ήθελε να θίξει τον τάδε ή τον άλλον που με ειρωνεία 
δική της τον καταλάβαινε κι εγώ περήφανος κυκλοφορούσα σε κείνο το δάσος, λίγο πιο
 κάτω από τα πλατάνια, λίγο πιο εκεί από την οικειότητα, να ρίξω κι εγώ μια πορδή. 
Η μάνα μου έκλαιγε συχνά κάτω από μια βελανιδιά, τη ρωτούσα γιατί κλαίς μανούλα,
 χολωμένος από την αδυναμία μου να τη βοηθήσω να σηκώσει όλα τα βάρη της ανθρώπινης πραγματικότητας, να γελάσει κάποτε το χειλάκι της, να νιώσει περήφανη για τον άντρα της
 και τα παιδιά της.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΓΙΑΤΊ ΚΥΛΆΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ





Από μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται πάνω
 από ένα ρυάκι και να κοιτάζω τη ροή του. Μου έκανε εντύπωση
 αυτό το τρέξιμο του νερού και σκεφτόμουν πόσο είναι το νερό
 της γης και γιατί κυλάει το ρυάκι. Γιατί κυλάει το νερό και 
προς τα που.[ Βασανιστικά σκεφτόμουν γιατί δεν πηγαίνει 
τον ανήφορο]. Όταν μεγάλωσα, έμαθα πως το νερό κυλάει
 εξ αιτίας της ελκτικής δύναμης που λέγεται βαρύτητα.
 Η εξήγηση ελευθέρωσε ένα μέρος της αγωνίας μου, μα όχι όλο. Σκέφτομαι τώρα, γιατί το νερό να καλύπτει το 70% της γης. 
Κι ακόμα, αναρωτιόμουν τότε, αν η γη κινείται από μόνη της,
 νοώντας πως οι δυνάμεις της είναι μέσα στον πυρήνα. 
Αργότερα πάλι έμαθα πως κινείται εξ αιτίας των ηλεκτρομα-
γνητικών δυνάμεων που ασκούνται εξωτερικά από αυτήν, μα
 πάντα το ρυάκι κυλάει στο μυαλό μου. Σήμερα, σκέφτομαι 
πως είμαστε φτιαγμένοι από αστρική σκόνη-κι εμείς τσακω-
νόμαστε αν ανήκουμε στην Ευρώπη- που "κύλησε" εδώ, πριν
 από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, κι ο χρόνος μεγαλώνει κατά
 ένα δευτερόλεπτο το γήινο εικοσιτετράωρο. Πάντα με απα-
σχολούσαν αυτές οι φυσικές λεπτομέρειες- όχι αυτή καθ αυτή
 η φυσική με τους μαθηματικούς τύπους-όσον αφορά την θεω-
ρητική πρόσβαση στην επιστήμη της φυσικής. Η φιλοσοφία, 
δηλαδή της φυσικής.
Αργότερα πάλι, έμαθα πολλά πράγματα, προσπαθώντας μέσα
 από την μελέτη, να βρω διέξοδο σε ερωτήματα τέτοια.
 Η παλινδρόμηση των κενών δημιουργούσε συνέχεια απορίες
 και φοβόμουν το νερό, σαν κυρίαρχο μέρος της ζωής μας. 
Συνειδητά, απλώνομαι πάνω από αυτό, επιπλέω σ΄αυτή τη 
συνείδηση πως πάνω από τους νόμους υπάρχει, το σύμπαν που 
δεν μπορεί να κινηθεί έξω από αυτήν. Βέβαια, η ξηρά, το μέρος
 που κατοικούμε μας δίνει περισσότερη σιγουριά. Γη, θεωρούμε 
το χώμα, τα βουνά, τις πεδιάδες. Και μου έρχεται στο νου να
 ρωτήσω πως οι Αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι ο Όλυμπος είναι
 το ψηλότερο βουνό.



Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

ΧΑΙ ΝΤεΦΙΝΙΣΙΟΝ







 Πάντως εγώ αν ήμουν Χίτλερ δε θα αυτοκτονούσα ποτέ.
 


Οι Έλληνες συνεχίζουμε να είμαστε τα μεγάλα κορόιδα.
 Όλοι κερδοσκοπούν εις βάρος μας με πρώτη τη Γερμανία γράφουν οι ίδιες οι Γερμανικές εφημερίδες 
και στη λαϊκή οι μανάβηδες διαλαλούν πως
 θα δουν το ματς με χαι ντεφινισιον!




Η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, 
είναι η βεβαιότητα πως δεν υπήρξαμε ποτέ 
πριν από τη γέννηση μας.

Στην Ακρόπολη πήγαινα συχνά όταν ήμουν πολύ νέος. 
Μου άρεσε εκεί, χαμογελούσα στους θεούς κι εκείνοι σε μένα.


Μαύρη ναι η μοίρα μου
Κλεισμένος σε μικρά εργαστήρια
να πλάθω το φως και τη σκιά.



Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ Μήλα καλά, μίλα ωραίαααα!



Κατηφόρισα χτες προς την πλατεία Ομονοίας. 
Καθώς είχα λίγο χρόνο για χάσιμο, σκέφτηκα, μετά από
 πόσα χρόνια δε θυμάμαι, να κάνω πεζός τον κύκλο της. 
Μπήκα από τη στοά της Πατησίων και μου φάνηκε πως 
δεν έχει αλλάξει τίποτε. Ίδιοι άνθρωποι, ίδιοι αβαβά
 αβανταδόροι, προσπαθούν να σε σπρώξουν στα 
μαγαζιά τους. Δίπλα στο προποτζίδικο οι απίστευτοι 
παπατζήδες μαζί με τους κουστουμαρισμένους παίχτες του
 προπό, του Τζόκερ του κινο. Αυτοί του κινο ξεχωρίζουν,
 είναι φτωχομπατίρηδες που προσπαθούν να κονομήσουν
 το μεροκάματο, οι άλλοι του Ιπποδρόμου με τις γραβάτες 
και το ψεύτικο χαμόγελο της επιτυχίας στα χείλη, είναι 
άλλου είδους απατεωνίσκοι.
Βγαίνοντας από τη στοά προς την πλευρά της Δώρου 
και μπροστά από το πρώην καφενείον ΤΟ ΝΕΟΝ, είδα καινούργιες καφετέριες, ανθρώπους να κάθονται να κουβεντιάζουν σαν τα παλιά. Καλούτσικα ήταν! Έφτασα 
μέχρι την 3ης Σεπτεμβρίου, κοίταξα μέσα προς τα εκεί που
 ήταν παλιά το σιντριβάνι και έπεφταν οι φίλαθλοι των 
ομάδων τους μετά τις νίκες, κάποιοι εργάτες, εργολάβοι 
κλπ, διόρθωναν, φύτευαν. Προχωρώντας προς την Πειραιώς 
και την Αθηνάς που συνεχίζουν να υπάρχουν μερικά απ 
τα παλιά εμπορικά, παρατήρησα πως δεν έχει πράσινο 
αυτή πλατεία. Καθόλου πράσινο. Από τις ελάχιστες 
πλατείες που έχω δει με τόσο λίγο πράσινο. Τι σόι πλατεία 
είναι αυτή; Και μάλιστα από τις μεγαλύτερες-
ονομαστότερες της χώρας;
Επέστρεψα προς την Δώρου, πίσω της, όπου υπάρχει ακόμα
 το παλιό εστιατόριο, διάβαινα ανάμεσα από τα τραπέζια 
όπου κάμποσοι έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Οπότε, σκάει
 μύτη ένας τύπος παλιός, βγαλμένος λες από τις παλιές επιθεωρήσεις κι αρχίζει να τραγουδάει:
Μήλα καλά, μίλα ωραίαααα!
Οι άνθρωποι τρώνε μίλα ωραίααααααα!
Τον παρατηρούσα μέχρι να βγει από τα τραπεζάκια που
 γύρισε πίσω και βλέποντας πως ήταν έξω από το βεληνεκές
 τους, άλλαξε τραγούδι πηδώντας δεξιά-αριστερά 
σαν κατσίκι:
Στ αρχίδια μου τα δυο
που ναι σαν καμπαναριό!
Στ αρχίδια μου τα δυο
πάω πίσω στο χωριό!


Κι ανέμιζε το λευκό πουκάμισο γύρω από το γυμνό, ιδρωμένο κορμί του.



Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ΑΠΟΒΟΛΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ. [Έχετε φάει μπουνιά από καγκουρό;]






Η Ελλάδα είναι μια λαϊκίστικη χώρα. Δεν πιστεύει στις αξίες.
[ Μπονζούρ και μπόν φιλέ μαντάμ ]
Δεν έχετε φάει μπουνιά από καγκουρό.

Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο, περισσότερο από 
είκοσι χρόνια.

Το Λονδίνο είναι ταυτόχρονα η πιο φιλική πόλη και η ..λιγότερο
 φιλική! Η Αθήνα μετέχει μόνο στη βρωμιά. 
Από έρευνα στο ίντερνετ.
[ Καλά, τόσα χρόνια δεν παινευόμαστε πως είμαστε Ευρωπαίοι;]

Ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν πάω σινεμά, δεν πάω όπερα, 
δεν πάω θέατρο, δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δε δουλεύω, δε γαμάω.

Πρώτος στο μασάζ προσώπου, ο Γιουκονούκου Τανάκα.
Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο τριάντα χρόνια.

Από τους ζωγράφους, μόνο ο Τσόκλης και ο Φασιανός επέζησαν
 του μνημονιαίου κατακλυσμού.

Να ξαναδιαβάσετε την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, της Άλκης
 Ζέη. Αν προλάβετε γιατί τα 200.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν. 
Φοβερό βιβλίο. Μπορείτε να στολίσετε με αυτό την βιβλιοθήκη σας.
[Τη νύχτα/όταν έπεσε να κοιμηθεί/ξέχασε να κουρντίσει το 
ξυπνητήρι/Δεν ξύπνησε ποτέ.] ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ

Μόνο ο Πρέκας και ο Παπαθεμελής, μόνο αυτοί θα μπορούσαν να
 μας σώσουν. Μόνο. [Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα οι σπηλιές στα
 Μάταλα.]
Α! και ο Θεοδωράκης.

Μην ξεχάσω τον Ιστορικό Τατσόπουλο. Τον Πέτρο.

Έχετε φάει ποτέ μπουνιά από καγκουρό;

Κάποιος δεν αγόραζε βιβλίο ποτέ.



Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ Στάχτες ΤΩΝ ΟΝΕΊΡΩΝ Μας

Πάλι γέμισε σκουπίδια η παλιά αυλή
πίσω απ την εσώπορτα, ανάμεσα στις ραφές μεταξύ τοίχου και σοβά, 
εκεί που στριμώχνονται οι φασαρίες και οι στάχτες των ονείρων μας

Η μία λύπη διαδέχεται την άλλη
δεν είναι και τόσο κακό να λυπάσαι, επειδή έχασες το μεγάλο τρένο
όταν ακόμα ήσουν νέος, έλπιζες  να το βρεις στον επόμενο σταθμό.

Πάλι η βροχή είχε σταματήσει
όταν πήρες την απόφαση να μείνεις μόνος με τη σκόνη των ονείρων σου
επειδή ο θόρυβος που κάνουν οι αγάπες σε ενοχλούσε-στο βάθος κήπος

γεμάτος σταφύλι και κρασί.
Ποτέ δεν κατόρθωσες να φύγεις να πας μακριά, ίσως να βρεις άλλη στάχτη
δε νομίζω πως ήσουν δειλός, ίσα-ίσα, μάλιστα, περιφρονούσες τον φόβο!

Μα η στάχτη των ονείρων μας
 κοκκίνιζε τα μάγουλα των κοριτσιών
τα χείλη τόσων θαλασσών και τα νερά
έσκαγαν μ ορμή στην προκυμαία σας
Πάνω στον άσπρο αφρό των λιμανιών
οι γλάροι, άσπρα πουλιά, λευκά πουλιά
φιλούσαν τρυφερά το ασπροπαίδι μας
γλυκό φιλί, πικρό φιλί των γυναικών

που αγαπήσαμε με πάθος.

Πάλι έβρεχε  στο μαρμάρινο παρτέρι
ανάμεσα από τα μικρά χώματα, πάνω στις μανταρινιές, εκεί που θυμάσαι
να κλάψεις επειδή κάποια ξέχασε να σημειώσει τον παραλήπτη στο γράμμα

που δεν έλαβες ποτέ.
Δεν είναι και τόσο άσχημο να μη σ αγαπούν όλοι, αλλά χωρίς να σ αγαπά μία
δεν μπορείς να ταξιδέψεις πουθενά, άμοιρε! θνητέ που νόμισες πως τα είχες όλα.

Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη
δεν ξέρω αν έπρεπε ν αλλάξω τη ζωή μου με μια καλύτερη που έχουν οι άλλοι
μα χαίρομαι στ αλήθεια εγώ, επειδή κατάφερα να ξεφύγω απ του κυνηγού το όπλο.

Κι αν χωρίς να κλίνουμε το κεφάλι δεξιά 
αποφασίσαμε να χορεύουμε τον χορό που μας χτυπούν τα τύμπανα, είναι πολύ άσχημο 
να υποκύπτεις στους νόμους της βαρύτητας, χωρίς ίχνος αντίστασης πως κάτι άλλο συμβαίνει.




Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΔΆΚΡΥ ΤΗΣ ΜΑΪΜΟΎΣ





Ώ, έως φιλοσοφείν

Ας προσπαθήσουμε να πούμε μερικές αλήθειες. Η πρώτη λέει 
πως ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει και ούτε μαθαίνει καμιά 
αλήθεια. Άρα, πίσω από αυτό θα είναι πάντα ένα τραγικό ον. Προσπαθήστε να ισομοιράσετε εδώ, την ζωή ενός νεογνού
 που πέθανε λίγο μετα την γέννα, ενός έφηβου Αφρικανού 
που ζει στην έρημο, ενός ηλίθιου μεγιστάνα Αμερικανού 
μεσήλικα κι ενός Ρώσου επιστήμονα που τέλειωσε τη ζωή
 του από πάρκινσον σε ηλικία 92 ετών. Ποιός από αυτούς
 κατάλαβε κάτι ή περισσότερα; Το νεογνό, εζησε μερικά 
λεπτά, ίσως και μερικές ώρες αυτό είμαστε σίγουροι πως
 δεν έμαθε καμιά αλήθεια. Ο έφηβος Αφρικανός, που ζει 
στην έρημο, γνωρίζει μόνο την καμήλα του. Αυτή είναι ο
 θεός και ο τάφος του. Δεν υπάρχουν γι αυτόν κανένας 
Βούδας και κανένας Χριστός αφού δεν τους γνωρίζει. 
Δεν τους δίδαξε κανείς σ αυτόν, Αυτή είναι μια μεγάλη
 αλήθεια:  Ότι δεν γνωρίζουμε δεν υπάρχει. Η όαση του 
Αφρικανού, δεν εμπεριέχει καμιά πλήξη Ευρωπαίων ή 
Αλβανών που ήλθαν να εργαστούν στην Ελλάδα ή και 
αλλού, χωρίς να τους νοιάζει ποτέ ποιος κυβερνάει την 
Ελλάδα. Δεν ξέρουν τίποτα και ούτε τους ενδιαφέρει να
 μάθουν. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ουδεμία σχέση έχει
 με την νόηση. Πίσω από αυτό, δέχομαι σαν αξίωμα, πως
 το σύνολο των ανθρώπων, δεν μπορεί να συλλάβει καμιά
 αλήθεια. Όποιος έχει αντίρρηση να την εκφράσει ευθέως.
 Ο Αμερικανός ηλίθιος μεγιστάνας που οικονόμησε χρήμα, δημιουργώντας αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ξέρει τίποτα πάρα
 πέρα από αυτό; Καζίνο, ουίσκι και όλος ο κόσμος είναι 
δικός του. Να κάνει παιδιά, να κάνει εγγόνια, ν αφήσει
 κληρονόμους, να πεθάνει κύριος, επειδή νομίζει πως 
κύριος είναι αυτός που έχει λεφτά. Και ερχόμαστε τώρα στον εννενήνταδυάχρονο Ρώσο πανεπιστήμονα που τέλειωσε τη
 ζωή του σε κάποιο υπερσύγχρονο νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
 Τί έγινε μ αυτόν;. Μια ζωή πίσω απ τα θρανία, μελέτες διατριβές, θεωρίες, πρακτική. Ο Ρώσος πανεπιστήμονος ήταν πίσω από 
τα θρανία μια ζωή. Μια ζωή στερημένη ερωτικά, ένα άψυχο
 παρελθόν, ένα αβέβαιο χημικό μέλλον. Θα μπορούσε να ήταν 
και αλλιώς, όπως ακριβώς σκεφτήκατε. Όπως θέλετε εσείς 
άλλωστε υπάρχουν άπειροι Ρώσοι πανεπιστήμονες. Η ζωή τους στηριγμένη στο κέρδος της γνώσης. Η ζωή των άλλων στηριγμένη
 στη γνώση του καθηγητή, ένα απίστευτο τυχαίο γεγονός. Ή μια απίστευτη συγκυρία καταστάσεων για το ποιος έγινε τι, ποιος 
γεννήθηκε που. Και ποιος πέθανε κάτω από πόσες και ποιες 
συνθήκες. Αν δηλαδή ήσουν ένας Τούρκος που πέθανε από το 
σπαθί του Νικηταρά η ένας τυχαίος Ούννος που σκοτώθηκε 
στη μάχη των Εθνών, ποιο ήταν το αποκομιδείν σου από αυτή
 τη ζωή; Αν περνώντας το δρόμο σε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο 
και μείνεις ανάπηρος, κουλός, γκαβός και όλα τα συναφή και
 τελικά πεθαίνεις από το τσίμπημα μιας πεταλούδας,-εκατομμύρια
 πεθαίνουν το χρόνο από τσιμπήματα εντόμων- δεν έχει σημασία
 αν είσαι γέρων ή νέος, όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα μπροστά
 στην έκρηξη μιας βόμβας στη Χιροσίμα όπου πέθαναν ακαριαία διακόσιες χιλιάδες  γιαπωνέζοι, σε ένα λεπτό και οι Αμερικάνοι
 θα πουν τι αξία έχει η ζωή ενός Γιαπωνέζου και αντίθετα.
Οι τέσσερις άνθρωποί μου πέθαναν. Κανείς δεν τους θυμάται πια.
 Κανείς από αυτούς δεν γνώρισε καμιά αλήθεια. Σκεφτείτε τον
 εαυτό σας και ποιες αλήθειες ανακαλύψατε για τη ζωή. Απαντήστε ειλικρινά όμως, όχι κουραφέξαλα.
Και ξαναγυρίζουμε πάλι στους τέσσερις σαν ομάδα, την οποία 
επέλεξα τυχαία. Υπάρχουν άπειρες τέτοιες αναφορές και 
καταστάσεις. Στην ουσία, πιθανότατα, κανείς άνθρωπος δε 
γνωρίζει γιατί έζησε. Όποιος απαντήσει θετικά σε αυτό-ότι ξέρει-
 θα θεωρηθεί τουλάχιστον αναξιοπρεπής. Η ζωή των ανθρώπων 
είναι μια αλυσιδωτή συγκυρία συμπτώσεων. Σκεφτείτε πόσοι 
ειδών θάνατοι υπάρχουν. Το νεογνό έζησε έναν από αυτούς. 
Ο Αφρικανός έφηβος πέθανε υπερασπιζόμενος την καμήλα του 
από ριπές όπλων που πούλησε ο Αμερικανός μεσήλικας 
επιχειρηματίας, στην κατασκευή των οποίων μετείχε ο Ρώσος πανεπιστήμονας. Υπάρχουν λοιπόν άπειρες τέτοιες υποθέσεις. Η κεντρική ιδέα μου, εδώ, είναι ν αποδείξω πως κανείς δεν 
συλλαμβάνει την αλήθεια. Δεν θα πάω στην μεταφυσική, 
να ψάξω δικαιολογίες και νομίζω πως το μέγιστο των αστών
 το γνωρίζει αυτό αλλά δεν το παραδέχεται για διάφορους
 λόγους και αιτίες. Οι περισσότεροι των αστών, που ζούνε 
λέγοντας τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Καλημέρα. Έλα να 
πιούμε καφέ. Γιατί άργησες και όταν φεύγει δεν ξέρει τι άλλο 
να του πει.
Είπα πως η τοποθέτηση αυτών των ανθρώπων εδώ, είναι εντελώς
 τυχαία ερριμμένη. Στις τέσσερις αυτές κατηγορίες μπορούν 
να ενταχτούν χιλιάδες υποκατηγορίες. Η βασικότερη αιτία της
 μη αναγνώρισης, έστω μιας αιτίας, της ύπαρξης μιας αλήθειας, 
είναι η αγνωσία. Αλλά τι νόημα θα έχει η γνώση να είναι κάτοχος
 των πολλών; Υποτίθεται πως σήμερα είναι αλλά το πλείστο των
 πολλών δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται, πέρα από την οικογένεια του,
 το παιδί τους και που θα το θάψουν. Υπάρχει μια ανοησία στην 
ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. 
Αιτία χωρίς αιτία. Άλλα ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει
 αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; 
Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι
 πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν 
επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν 
γυρίζει πίσω, Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον 
ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί 
τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει 
να πεθάνεις.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

ΕΠΕΙΔΉ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΑΚΌΜΑ


Προσθήκη λεζάντας Η ΑΠΌΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΟΎΝΗ


Να πάρεις το σπαθί να σκοτώνεις ανθρώπους και να γίνεσαι μέγας, μου φαίνεται εντελώς ανόητο, γι αυτό, τελικά δεν επικροτώ κανέναν απ αυτούς- επειδή δεν έχεις σκοτώσει ακόμα έναν άνθρωπο δε θα με πιστέψεις, δεν επιδέχομαι απριόρι την ανθρώπινη ιστορία, σαν συνέχειας παράδειγμα. 
Μελέτησα πάραυτα την ανθρώπινη ιστορία, τι θέλω να πω εδώ, σκεπτόμενος σοβαρά περί τούτου; το ανθρώπινο είδος είναι μοχθηρό; καταχθόνιο; κι αν έτσι συνέβαινε και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε θα συνεχίσουμε να σκοτώνουμε ένας τον άλλον, μια ουσία που δεν ήθελα ποτέ να παραδεχτώ. Λογικά δεν υπάρχει εξήγηση, σκέφτομαι περισσότερο απ όσο πρέπει, γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν τους ομοίους τους κι ύστερα να τους συμπονούν, επειδή ο ένας μισεί τον άλλον ή είναι αντίθετος. Αυτό, καθαυτό το παράδειγμα δε λέει τίποτε, το ανθρώπινο είδος είναι στηριγμένο στην ωμότητα, από μικρό παιδί, ως γεννήθηκα μου φόρτωσαν όλες αυτές τις απειλές και την απορία, πορκουά; θα μου πεις είμαι αιθεροβάμων και δεν ξέρω τι λέω, μα τότε γιατί εγώ είμαι και υπάρχω σαν ένας σημερινός άνθρωπος; δεν κάνω κανένα κήρυγμα, αλτρουιστικό, δεν είμαι κανένας Κοσμάς, επιμένω πως οι άνθρωποι είναι σπάνιο είδος και δεν είναι, δεν μπορούν να καταστραφούν ολοσχερώς. Σκέφτομαι γιατί ήρθα και που πάω σ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο της Ιστορίας, ένα μέλος κι εγώ αυτού του δυσοίωνου και παράξενου, μήπως είμαι μέτοχος κι εγώ και πως θα γινόταν άλλωστε να μην είσαι ένοχος ενώ ξέρεις πως έγιναν τα πράγματα. Ο ψυχρός ανθρακωρύχος λέει, ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν! μα ποιοι είναι οι άλλοι; ει μη εμείς! τελικά το κείμενο μου φαίνεται κολακευτικό για το ανθρώπινο είδος, αυτό που λέμε χόμο, που ανήκω νι εγώ και νιώθω σαν ηλίθιος που υπάρχω για πράγματα που φαίνονται απλά και δεν επιλύονται.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...