Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΓΈΛΙΟ ΚΆΝΕΙ ΚΑΛΌ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ




Ο κύριος Ζερβοκιακινίδης μπήκε βαριεστημένος στο γραφείο του, εκείνη τη Δευτέρα και δεν απάντησε σε καμιά καλημέρα δεν χαμογέλασε σε κανέναν από το προσωπικό του. Κάθισε στη στριφογυριστή καρέκλα κι άνοιξε τον υπολογιστή. Πρόσεξε πως ο καφές του δεν είχε έρθει ακόμα και φώναξε την Ιωάννα την αδερφή του που την είχε σαν υπηρεσία του τόσα χρόνια. Η Ιωάννα μια στραβοκάνα, ανύπαντρη πενηντάρα μπήκε φουριόζα βροντώντας την πόρτα πίσω της ήταν η μόνη που του αντιμιλούσε εκεί μέσα.
-Τι θες βρε; στάθηκε πάνω απ το κεφάλι του σα χάρος.
-Σου χω πει χιλιάδες φορές να μη βροντάς την πόρτα! της φώναξε. Που είναι ο καφές μου;
-Δεν έχουμε καφέ, τέλειωσε.
-Τι παει να πει δεν έχουμε καφέ; γιατί σε χω εδώ μέσα; για να τρυγυρνάς στους υπαλλήλους μου και να κοτσομπολεύεις;
-Δε μ άφησες λεφτά το Σάββατο...φέρε λεφτά! Το προσπερνώ το σχόλιο σου! φέρε λεφτά!
-Και δεν είχες ένα ευρώ να πάρεις καφέ; έκανε ψάχνοντας στην τσέπη του για ψιλά.
-Δεν κάνει ένα ευρώ ο καφές.
-Πόσο κάνει; Απορημένος
- Εξακόσια ένα!
-Εξακόσια ένα; αποχαυνωμένος.
-Το προσπερνώ. Ξεχνάς που δε μου πλήρωσες τον δέκατο τρίτο μισθό μου, με έχεις δω μέσα σα σκλάβα σαράντα χρόνια και συ γυρνάς με τις τσούλες..
-Σκάσε μωρή! θα μας ακούσουν.
-Αυτό θέλω κι εγώ να μας ακούσουν! φέρε τα λεφτά μου!
Ο Ζερβο και τα λοιπά, φώναξε τον λογιστή του.
-Πετράν, έλα μέσα.
Ο Πετράν άνοιξε την πόρτα και στάθηκε προσοχή.
-Με φωνάξατε;
-Άκου δω: δος της εξακόσια ευρό..
-Εξακόσια ένα! τον έκοψε η Ιωάννα.
-Δος της εξακόσια ένα κι εσύ να μου φέρεις τον καφέ σε ένα λεπτό! τ ακούς; στην Ιωάννα.
-Μάλιστα αφεντικό, ψέλλισε ο Πετράν. Και ξέρετε ήθελα να σας μιλήσω κάποια στιγμή.
-Εμένα; τι να μου πεις; για πες..
-Να, για τη γυναίκα μου που σας μίλησα να την πάρετε για γραμματέα σας..
-Ώχ! σου χω πει πως δε θέλω οικογενειακές καταστάσεις εδώ μέσα
-Μα είναι πολύ καλή στη δουλειά της..
-Καλά έλα μετά.
-Ευχαριστώ, έκανε ο Πετράν και βγήκε ακολουθούμενος από την Ιωάννα που κλείνοντας την πόρτα γύρισε και του είπε στρυφνά κουνώντας το κεφάλι της..
-Έχεις τα νεύρα σου γιατί δεν έχεις τη γραμματέα σου να μαχμουρλίζεις!
Ο Πετράν με την Ιωάννα έφτασαν στο λογιστήριο και καθίζοντας άνοιξε τα χαρτιά του.
-Μη τα σκαλίζεις αυτά, δεν τον άκουσες;δοσε μου εμένα τα λεφτά μου και κάνε τη δουλειά σου μετά.
-Πρέπει να υπογράψεις κυρία Ιωάννα!
-Ευχαριστώ που με λες κυρία! έκανε ναζιάρικα. Κανένας άλλος δε με λέει κυρία, συνέχισε με παράπονο βάβοντας τα κλάμματα.
-Μην κλαις κυρία Ιωάννα.
-Καλά, το προσπερνώ, σφούγγισε τα δάκρια παίρνοντας τα εξακόσια ευρό.
-Ξεχάσατε το ένα ευρώ..έκανε ο Πετράν
-Κράτησε το καλέ μου! επειδή με είπες κυρία! κι έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της τόσο που ο Πετράν αναπήδησε ξαφνιασμένος.
-Τι κυρία κι αυτή! μονολόγησε κάνοντας το σταυρό του.
Ωστόσο κείνη τη στιγμή μπήκε ο Θωμάς οδηγώντας
  ένα μικρό αυτοκινητάκι απο αυτά που κάνουν βόλτες τα μικρά παιδάκια. Ο Πετράν έμεινε να τον κοιτάζει που πάρκαρε.
-Τι είναι αυτό ρε Θωμά;
-Το τελευταίο μοντέλο της Φίατ, ηλεκτρικό, μονοθέσιο, σε λίγο όλοι με ένα τέτοιο θα κυκλοφορούμε!
-Καλά τώρα, πάρτο και φύγε γιατί έχω δουλειά.
-Μια ζωή ανημέρωτος,
-Φύγε Θωμά, έχω δουλειά.
-Πως κάνεις έτσι; δουλειά, δολειά, δουλειά...έχεις γίνει δούλος εδώ μέσα. Κάτσε λιγάκι να τα πούμε!
-Τι να πούμε, φύγε.
-Του μίλησες;
-Ποιανού;
-Του Ζερβο και λοιπά.
-Α, ναι του είπα..
-Και τι σου είπε;
-Να πάω μετά.
-Α, μετά...απογοητευμένος. Μέχρι το μετά θα έχει πάρει άλλη γραμματέα αυτός. Πριν από λίγο μπήκε μια ξανθθιά στο γραφείο του.
-Ξανθιά; θορυβημένος. Ε, τότε να πάω τώρα1
-Πήγαινε καυμένε, τι τον φοβάσαι!
-Εγώ; τον φοβάμαι....φύγε εσύ και θα πάω μόλις τελειώσω μια λογιστική πράξη...

Ο Θωμάς φεύγει ο Πετράν βιαστικά τελειώνει  γρήγορα και βιαστικός βγαίνει απ το γραφείο του. Φτάνει έξω από το γραφείο του Ζερβο και λοιπά, στρώνει τη γραβάτα του και χτυπάει την πόρτα.
-Εμπρός! ακούγεται η φωνή του Ζερβο και λοιπά, που μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο του επιχειρηματία.
-Ωστε λες να την πάρω ε; είσαι σίγουρος.
-Οπωσδήποτε και μη καθυστερείς, ακούγεται η φωνή απ το τηλέφωνο.
-Εντάξει, θα το κάνω κλείσε τώρα κι ακούμπησε το ακουστικό στη συσκευή, ενώ ο Πετράν είχε μπει και στεκόταν προσοχή.
-Τι τρέχει Πετράν;
-Ώστε θα την πάρετε!
-Ε, ναι, βέβαια..σχεδόν το χω αποφασίσει. Βέβαια τα λεφτά είναι πολλά..
-Μπα, δεν είναι πολλά! δεν είναι πολλά...θα τα βγάζει τα λεφτά της.
-Ναι, δε λέω...είναι ψηλή, έχει μεγάλα μπαλκόνια..
-Ε, ψηλή είναι αλλά όχι και μεγάλα...κανονικά κύριε διευθυντά.

-Τα χεις δει εσύ; ξαφνιασμένος. Θέλω να πω τα ξέρεις τα στηθαία..
-Τα στηθαία; για τα μπαλκόνια λέγατε...
-Ε, δε φταίνε τα μπαλκόνια αλλά εσύ πως τα ξέρεις;
-Ε, πως κύριε διευθυντά, να μη ξέρω τα μπαλκόνια της γυναίκας μου;
-Τα μπαλκόνια της γυναίκα σου..ψάχνεται. Τι λες μωρέ! για τη γυναίκα σου με ρωτάς αν την πάρω.
-Ε, ναι για ποια άλλη; απορημένος.
-Φύγε μωρέ! άει χάσου! εγώ μιλούσα για την πολυκατοικία που θέλω ν αγοράσω...
-Ω..συγνώμη...με τη γυναίκα μου τι θα γίνει; θέλει να εργαστεί οπωσδήποτε λέει.
-Καλά, πήγαινε τώρα, φέρτην αύριο να τη δοκιμάσω..
-Μα τι είναι η Μέλανυ, φρούτο για να το δοκιμάσετε.
-Όλες οι γυναίκες φρούτα είναι..πήγαινε τώρα και μη με σκοτίζεις! φέρτην αύριο να δούμε τι ψάρια πιάνει..
-Μα δεν πιάνει ψάρια! γραμματέας είναι,ξέρει πέντε γλώσσες..
-Πέντε; ανοίγει τα μάτια του. εγώ δεν ξέρω καμία.
-Ναι μα εσείς δεν είστε γραμματέας
-Τι είμαι εγώ;
-Ψάρι
-Εγώ είμαι ψάρι; απορημένος.
-Κολιός...πονηρά.
-Φύγε Πετράν γιατί δεν τοχω σε τίποτα να σε απολύσω!
-Φεύγω. Όπως είπαμε αφεντικό θα τη φέρω αύριο κι έκλεισε την πόρτα σιγανά. Υπόκωφα.

συνεχίζεται

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΤΑΞΙΘΈΤΕς




0 Πετράν  είχε γυρίσει από νωρίς στο σπίτι, μπήκε στο σαλόνι, βραδάκι ήταν, έψαξε για τη Μέλανυ στην κουζίνα, στην τουαλέτα, παντού, η Μέλανυ πουθενά, έτσι λίγο απεγνωσμένος πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι να πιει ένα ποτό και να την περιμένει. Έβαλε ποτό παγάκια, ήπιε ένα-δυο-τρία πέρναγε η ώρα. Στο τρίτο ποτό άνοιξε το ραδιόφωνο ν ακούσει μουσική, έφτιαξε κάπως το κέφι του κι όταν είχε πιει όλο σχεδόν το μπουκάλι και αφού η Μέλανυ αργούσε ακόμη, πήγε στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσει και να την περιμένει.
Η Μέλανυ άνοιξε την πόρτα αργοπορημένη και μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέποντας το άδειο μπουκάλι και το μισογεμάτο ποτήρι κατάχαμα στο δάπεδο έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κοίταξε από δω κοίταξε από κει, πουθενά ο Πετράν.
-Πετράν! Φώναξε. Που είσαι αγάπη μου;
Τίποτε. Ησυχία.
-Πετράν άσε τα κόλπα! που πήγες αγάπη μου; κι ανασήκωσε τις κουβέρτες να δει κάτω απ το κρεβάτι όπου ο Πετράν κοιμόταν του καλού καιρού.
-Έλα έξω ρε!
Ο Πετραν αργοκουνήθηκε, μισοξύπνησε.
-Άσε με, κοιμάμαι, πέσε κι εσύ, μουρμούρισε.
-Που να πέσω;
-Εδώ στο κρεβάτι, δίπλα μου.
-Το κρεβάτι είναι εκεί;
-Γιατί; έφυγε το κρεβάτι;
-Έλα έξω ρε! και προσπάθησε να τον σύρει τραβώντας τον απ το χέρι.
-Άσε με εδώ καλά είμαι, γιατί θέλεις να ξεβολέψεις έναν άνθρωπο; Και ξαναχώθηκε πάλι πίσω.
Η Μέλανυ φρύαξε αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση. Άστον κα κοιμηθεί εκεί, σκέφτηκε. Έβαλε το κομπινεζόν της, κοίταξε το αραχνοΰφαντο σώμα της στον καθρέφτη και την έπεσε μ ένα πήδημα στην άπλα της κρεβατοκάμαρας.
Το πρωί όταν ξύπνησαν ο Πετραν είχε βρεθεί στην αγκαλιά της κι η Μέλανυ τον κοίταζε περίεργα. Ο Πετράν δε θυμόταν τίποτα.
-Μ αγαπάς; Την αγκάλιασε κι αυτή εκείνον.
-Σε λατρεύω μωρό μου! είσαι ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου και τον φίλησε.
-Τι ώρα είναι; πετάχτηκε ο Πετράν.
-Μην κάνεις έτσι προλαβαίνουμε να πιούμε καφέ, μέχρι να φύγεις για τη δουλειά, θα τον φτιάξεις εσύ μωρό μου;
-Αφού ξέρεις δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ μας ... έκανε και σηκώθηκε.
-Το ξέρω, γέλασε και σηκώθηκε κι αυτή να πάει στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί.
Ο Πετράν πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τους καφέδες.
-Δε βαριέμαι, που λες να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι ν ανάβω το γκαζάκι.
-Ε, σιγά το γκαζάκι! Απαντούσε απ την τουαλέτα.
-Μετά βαριέμαι ν ανοίξω τα καφεκούτια!
-Ε, σιγά τα καφεκούτια, έχουμε τα καλύτερα!
-Να μετρήσω το νερό στο τζιβέ και τις κουταλιές της ζάχαρης και του καφέ.
-Ε, σιγά τις κουταλιές! Δυο καφέ ενάμισι ζάχαρη. Μη σου πέσει παραπάνω κακομοίρη μου!
Ο Πετράν μετρούσε τις κουταλιές, ύστερα ανακάτωνε το μείγμα και περίμενε πάνω απ το γκαζάκι να φουσκώσει το καϊμάκι.
-Όχι δε βαριέμαι να φτιάχνω τον καφέ, βαριέμαι να περιμένω τη στιγμή που θα φουσκώσει και να τον βγάλω στο τσακ! Φοβάμαι μη δεν το προλάβω και καεί.. κατάλαβες;
- Κατάλαβα μωρό μου! είπε η Μέλανυ ερχόμενη φρέσκια στην κουζίνα, ενώ αυτός γέμιζε στο τσακ τα φλιτζάνια.
-Ίδρωσες;
-Ε, τι εύκολο είναι να φτιάξεις δυο καφέδες! Σκούπισε τον ιδρώτα που έλουζε το μέτωπο του.
Ύστερα σέρβιρε τους καφέδες στο σαλόνι με ένα μπισκοτάκι στον καθένα.
Κάθισαν ν απολαύσουν τον καφέ τους μη μιλώντας για λίγο.
-Ξέρεις τσακώθηκα με έναν καραγκιόζη χτες στο Κολωνάκι, είπε ρουφώντας μια γουλιά κι ο Πετράν τσουρουφλίστηκε με το τσιγάρο του.
-Ποιος ήταν αυτός ο κακομοίρης;
-Καλά το είπες: κακομοίρης! Δεν έχει σημασία, άστο, το ξέχασα αλλά αν το ξαναπετύχω θα του βγάλω τα μαλλιά τρίχα-τρίχα!
-Είχε μαλλιά;
-Μπα, φαλακρός ήταν!
Ο Πετράν την κοίταξε όπως την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Μέλανυ του το κλεισε.
-Πάω να φύγω εγώ τώρα, πάω στη δουλειά.
-Ωραία! μη ξεχάσεις να μιλήσεις στ αφεντικό σου για να με πάρει για γραμματέα του, εντάξει;
-Όχι, θα του το πω, έκανε σφίγγοντας τη γραβάτα του.
-Να του το πεις οπωσδήποτε! Ξέρεις πόσο θέλω να δουλέψω.

Συνεχίζεται


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

κάτω απ το κρεβάτι


ΚΆΤΩ ΑΠ ΤΟ ΚΡΕΒΆΤΙ


Ο γάμος του Πετράν ήταν μια πετυχημένη επανάσταση. Όλοι είπαν πως ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι και σίγουρα θα πετύχαιναν στη ζωή αφού αυτός ήταν άσχημος και η Μέλανυ πανέμορφη.
-Είσαι τυχερό ψάρι! Του σφύριξε ο Θωμάς, που ήταν ο ωραίος της παρέας.
-Θα φάμε ψάρι; Γέλασε ο Πετράν.
-Χελιδονόψαρο! ανταπάντησε.
Έπιναν τον καφέ τους λίγες μέρες μετά τον γάμο του και περνούσαν υπέροχα. Ήταν φίλοι χρόνια, μαζί στο σχολείο, παρέα και στο στρατιωτικό, σκάρωναν φάρσες, γελούσαν με το παραμικρό.
Κατά τύχη είχαν και το ίδιο αφεντικό στη δουλειά τους τον Τάσο Ζερβικιακινίδη που είχε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, ανύπαντρος πενηνταπεντάρης λάτρης του γυναικείου φύλου.
-Ρε! ξυπνήστε, οι γυναίκες είναι όλες τρελές! Τους υπενθύμιζε κάθε μέρα.
Ο Πετράν εργαζόταν στο λογιστήριο κι ο  Θωμάς στο παρκινγκ.
-Του μίλησες για τη Μέλανυ;
-Μπα, όχι ακόμα..
-Τι περιμένεις να φέξει; Ή να πάρει άλλη τη δουλειά; Τώρα είναι ευκαιρία που ζητάει γραμματέα, τι κάθεσαι; Εξ άλλου δεν την ξέρει, την ξέρει; Ούτε στο γάμο σου ήρθε.
-Περιμένω την κατάλληλη στιγμή, είναι βλέπεις και μουρντάρης, να τη βάλω στο στόμα του καρχαρία;
-Έλα ρε! η Μέλανυ είναι πανέξυπνη γυναίκα και σ αγαπάει ... θα τα καταφέρει. Κοίταξε να του μιλήσεις γλυκά..
-Πόσο γλυκά; Άνοιξε τα μάτια του.
-Να, έτσι, αφού ξέρεις τις γαλιφιές του.
Σηκώθηκε υποκριτικά με κινήσεις ηθοποιού.
-Πες ότι είμαι εγώ εσύ ...
-Είσαι εσύ εγώ;
-Πες είπαμε! και εσύ είσαι ο Ζερβικιακινίδης.
-Α, εντάξει, κατάλαβα, εγώ είμαι ο Ζερβικιανίδης..
-Μπράβο! Θα μπεις λοιπόν στο γραφείο με μελιστάλαχτο ύφος, αφεντικό θέλω να μου κάνεις μια χάρη: να πάρεις τη Μέλανυ για γραμματέα σου.
-Α, όχι δεν παίρνω τις γυναίκες των υπαλλήλων μου στη δουλειά μου! πετάχτηκε ο Πετράν προσποιούμενος τον Ζερβικιακινίδη.
-Ναι, αλλά αν δεν πάρεις και τη γυναίκα μου στη δουλειά σου θα φύγουμε για τη Γερμανία, δεν αντέχουμε τη φτώχεια αφεντικό. Έτσι θα του πεις κι αυτός που σε έχει ανάγκη επειδή είσαι ο καλύτερος λογιστής στην αγορά θα υποκύψει!
Ωστόσο κείνη τη μέρα είχε βγει για καφέ και η πανέμορφη Μέλανυ. Περπάτησε προς το Κολωνάκι ενώ οι άλλοι σφύριζαν στο πέρασμα της. Η Μέλανυ δεν έδινε σημασία είχε την αγάπη της για τον Πετράν και για ένα καινούργιο φόρεμα που ήθελε να της αγοράσει. Στάθηκε σε μια βιτρίνα  το λαχταρούσε και θυμήθηκε πως της είχε υποσχεθεί να της το πάρει.
Ναζιάρικα στριφογύρισε την τσάντα της και προχώρησε για το καφέ.
-Θέλεις να σου το πάρω εγώ; Την ρώτησε ένας περαστικός χοντρούλης.
-Ποιο καλέ; Του μπήκε πάνω από τη μούρη του γνωρίζοντας την τσαχπινιά της.
-Το αυτοκίνητο ...
-Σου ζήτησα εγώ αυτοκίνητο;
-Το φόρεμα;
-Άιντε ρε χοντρούλη να φας τη σούπα σου! χαχαχα! Γεια σου χοντρούλη!
Κάθισε στην πλατεία, παράγγειλε καφέ. Έβγαλε τα τσιγαράκια της, άπλωσε τα ποδαράκια της, ήρθε ο εσπρέσο.
Απέναντι της καθόταν στο άλλο τραπέζι ο Ζερβικιακινίδης απολαμβάνοντας την πάστα του παρέα με τον Μίλτον έναν άλλον επιχειρηματία συνομήλικο του που επίσης απολάμβανε ένα γλυκό κουταλιού.
-Θα την πάρω! Που να σκάσει ο διάολος! του επαναλάμβανε συνέχεια, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην καινουργιοφερμένη Μέλανυ [κι συχνότερα ενοχλητικές].
-Αυτήν; Άνοιγε τα μάτια του ο Μίλτον, δείχνοντας την Μέλανυ.
-Όχι μωρέ! Την πολυκατοικία στη Μετσόβου, που έχεις το μυαλό σου για δουλειές μιλάμε! Συγνώμη δεσποινίς, χαμογέλασε στη Μέλανυ, πιάνοντας της το μάγουλο. Ο φίλος μου είναι λιγάκι αναιδής.
-Κάντε τη δουλειά σας! Φύσηξε στο πρόσωπο του τον καπνό της.
Ο Ζερβοκιακινίδης σκούπισε τα μάτια του, αναψοκοκκίνισε, έβγαλε ένα δάκρυ κι ένα γέλιο, σοβαρεύτηκε.
-Δεσποινίς ...
-Κυρία! Τον πρόλαβε γελώντας σατανικά, ξαναφυσώντας τον καπνό πάνω του.
-Τόσο το χειρότερο! Είστε αναιδέστατη! Προσέξτε που φυσάτε τον καπνό σας! Εδώ έχουμε δημοκρατία, δεν είναι ότι κι ότι!
-Πως είναι το ονοματάκι σας κύριε;
-Εμένα; Κοίταξε γύρω του.
-Εσένα, βλέπεις να μιλάω με κάποιον Βεζούβιο;
-Μίλτον λένε τον φίλο μου, δεν ξέρω κανέναν Βεζούβιο. Εμένα με λένε Ζερβοκιακινιδη!
-Εντάξει κύριε Κυανοζερβοκιακινίδη, φάτε το γλυκό σας!
-Ζερβοκιακινίδης! Πάστα τρώω, σε ενοχλεί;
-Πάστα τρώτε; Είπε η Μέλανυ ανασηκωμένη και πλησιάζοντας στο τραπέζι του.
-Ναι, πάστα με Σαντιγύ, σας πειράζει; Ρώτησε σοβαρός τρώγοντας μια κουταλιά ο Ζερβιακιανίδης. Εδώ έχουμε Δημοκρατία ...
-Ε, φάτε την όλη! Είπε η Μέλανυ  πετώντας το πιάτο με την πάστα στο πρόσωπο του. Κι αυτό για να μην ενοχλείτε τις παντρεμένες γυναίκες! Και αποχώρησε ενώ η πλατεία σειόταν από τα γέλια.
συνεχίζεται

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΠΟΛΎ ΚΑΛΌ ΓΙΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΌ






Ξύπνησε ένα πρωί, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε το ταβάνι και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Έξυσε το μάγουλο με αμηχανία, πάρ ότι ένιωθε πολύ όμορφα, σαν εκείνη την ομορφιά που νιώθουμε όταν γύρω μας όλα μοιάζουν ωραία και είναι, είπε και σκέφτηκε αυτό που είχε δει στον ύπνο του. Ήταν λέει, σε έναν κρυστάλλινο κόσμο, λαμπερό. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί, μόνον αυτός που έπινε ευτυχισμένος το ποτό του.
Τέλειωσε το ποτό χωρίς να λερώσει το αστραφτερό κουστούμι του. Ύστερα, κοίταξε το άδειο ποτήρι και χωρίς καμιά γκριμάτσα ν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, το σπασε στοδάπεδο. Τα κομμάτια του σκόρπισαν γύρω, γέμισαν όλο τον κόσμο με υποψία.
Η Αριάννα περπατούσε σε έναν δρόμο γυμνή. Ήταν μεσημέρι. Κάποιο μεσημέρι που η χαρά ήταν αποτυπωμένη στα σύννεφα και ο κόσμος που περπατούσε κι αυτός δίπλα της δεν έμοιαζε να τον νοιάζει που αυτή ήταν γυμνή. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο, κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, οι δικηγόροι ξεχώριζαν πάντα μες το πλήθος εξ αιτίας της γραβάτας που φοράνε πάντα, όλα πάντα τα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, λες και είναι ταγμένοι στον πληθυντικό.
-Τι κάνετε Αριάννα; Ωραίο το φόρεμα σας!
Η Αριάννα κοίταξε τη γύμνια της, προσπάθησε να κρύψει τουλάχιστον τα άσχημα και τότε αντιλήφτηκε πως οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη!
-Σας αρέσει το χρώμα; ρώτησε για να βεβαιωθεί.
-Καταπληκτικό! Υπέροχο! Ταιριάζει με τα πράσινα μάτια σας, εξ άλλου αυτό το πράσινο το λατρεύει και ο Σην, ο αγαπητός μου φίλος και μέλλων σύζυγος σας.
-Ο Σην λατρεύει αυτό το χρώμα; Α, όχι αγαπητέ μου, τουναντίον είναι του κόκκινου. Είναι μια λεπτομέρεια που σας διαφεύγει. Το πράσινο αρέσει στον Αλέξιο.
-Ω! συγχωρέστε με κυρία! Το είχα ξεχάσει και τότε εσείς…
-Θέλετε να πείτε πως διάλεξα αυτό το χρώμα; Α, ναι, δεν κάνω πάντα ότι θέλουν οι άλλοι. Και ούτε θα τον παντρευτώ επειδή το θέλει ο πατέρας μου.
-Δε θα παντρευτείτε με τον Σην; άνοιξε τα μάτια του.
-Όχι φίλε μου. Θα παντρευτώ τον Αλέξιο.
Και τάχυνε το βήμα της να ξεφύγει από τη δαγκάνα του δικηγόρου. Άλλαξε λεωφόρο, έστριψε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής, μπήκε κάπου να πιει τον καφε της. Κάθισε. Γυμνή. Γυμνή αλλά δεν την ένοιαζε αφού οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη. Παράγγειλε εσπρέσο, άναψε τσιγάρο, κοίταξε το κουρεμένο αιδοίο της, ωραίο ήταν, ένας από απέναντι το λαχταρούσε, φαινόταν στο κοίταγμα του, και πώς να μη το λαχταρούσε, έτσι που το είχε κατασκευάσει ένας θεός με ένα τσεκούρι, σκέφτηκε που τον είδε η Αριάννα και γέλασε ευχαριστημένη σαν το γάτο. Το γάτο που κάθεται πάνω στο δέντρο και χαίρεται που δεν τον φτάνει ο σκύλος.
Ο Σην κατηφόρισε στην ακρογιαλιά. Ήταν ένας ωραίος άντρας. Είχε ζηλευτά μάτια, ξάστερα. Ψηλός, ευθυτενής, διάβαινε σαν τον αετό που φτερούγισε δίπλα του, που ήρθε και κάθισε στο τεντωμένο  χέρι του που έδειχνε προς τη θάλασσα. Ο αετός, γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, ήρεμος, εξαίσιος έκανε τον Σην περήφανο που τον είχε φίλο.
-Όποιος παντρεύεται τον ένα χρόνο μετανιώνει τον άλλο. Μίλησε ο αετός.
Ο Σην τον κοίταξε παραξενεμένος. Μιλάνε τα πουλιά; Αναρωτήθηκε. Αλλά για ν ακούει τη φωνή του, σίγουρα θα μίλησε, τι διάολο τρελός δεν ήταν ούτε κουφός αλλά και συμφώνησε με αυτό που είπε. Είχε δει τους άλλους που είχαν παντρευτεί που ντρέπονταν να συστήσουν τη σύζυγο, που τους έπαιρνε εύκολα η κάτω βόλτα, κάτι καραφλοί  εξηντάρηδες που είχαν πάρει μερικές άσχημες εικοσάρες που δεν είχαν που την κεφαλήν κλίνε αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν αλλιώς έπρεπε κάποια γυναίκα να τους πλένει, να τους ταΐζει, να τους συντροφεύει στις εξόδους και ο αετός τον ξανακοίταξε, αυτή τη φορά δε μίλησε. Ο Σην κατηφόρησε κι άλλο, μπήκε μέσα στη θάλασσα, ο αετός έφυγε, πέταξε ψηλά στο γκρίζο του ουρανού. Αυτός τον παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια κουκκίδα, ένα τίποτε, όλοι είμαστε ένα τίποτε, ένα μηδενικό, δυο μηδενικά και κοίτα, να, κοίτα υπάρχει η έλξη, ο μαγνητισμός, υπάρχει η Αριάννα που είχαν γίνει πολλές φορές ένα, λόγω του μαγνητισμού, λόγω της σάρκας.
-Με θέλεις, έτσι δεν είναι; άκουσε τη φωνή της και την είδε που ερχόταν από πέρα. Σαν κάτι να κρυβε. Μια υποψία ή μια απειλή.
-Λατρεύω το κόκκινο που φοράς, πεθαίνω για ότι κάνεις! Είσαι η πιο γλυκειά ύπαρξη, ότι ωραιότερο έφτιαξε η φύση..
-Ο θεός! στένεψε τα μάτια της. Είσαι ψεύτης! του πέταξε λίγη άμμο στα ζηλευτά του μάτια. Σε μένα λες πως με θέλεις και στον κόσμο πως δε θα με πάρεις ποτέ!
Ο Σην τυφλώθηκε, έχασε για λίγο το φως, οι κόκκοι απ τη βρεγμένη άμμο κόλλησαν γύρω από τα τσίνορα, μερικοί μπήκαν στο άσπρο κι άλλοι στη ίριδα. Πίσω απ την τυφλότητα, είδε την αφή να φτάνει, έπιασε τα φτερά του αετού που ξαναπέταξε πίσω και ήρθε κοντά του, όντας αυτός πεσμένος πια στα βράχια, η αφή αντικαθιστά την όραση στους τυφλούς, η πέτσα μεγαλώνει την ύπαρξη, η γλύκα του να βλέπεις χάνεται στο μαύρο, το μαύρο που γέρνει στη μοναξιά των ανθρώπων.
Ο Αλέξιος αποφάσισε κάποτε να σηκωθεί απ το κρεβάτι. Κύλησε δίπλα τα σεντόνια, πετάχτηκε πάνω γυμνός, ωραίος σαν τον Άδωνη ή τον Νάρκισσο. Η Αριάννα έστεκε παράμερα αναποφάσιστη, μπροστά στην πόρτα ή καλύτερα κοιτάζοντας από μέσα προς τα έξω, το έξω κόσμο αλλά βλέποντας και τον μέσα.
Ο Αλέξιος πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπο, νίφτηκε, κοιτάχτηκε στον κεθρέφτη, είδε που ήταν υγιής κι ύστερα πρόσεξε τα συντρίμμια! Τα σπασμένα κρύσταλλα που είχαν απλωθεί παντού σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Ώστε ήταν αλήθεια! Δεν ήταν όνειρο! Είχε πιει εκείνο το ποτό και είχε σπάσει μετά το ποτήρι. Βγήκε στο σαλόνι κίτρινος.
-Το ποτήρι έσπασε στ αλήθεια! είπε και η Αριάννα τον κοίταζε απορημένη.
-Ε, και; είπε κι αυτή.
-Δεν ξέρω, νόμιζα πως ήταν όνειρο, ήμουν σίγουρος πως το ονειρεύτηκα αλλά τα σπασμένα κρύσταλλα; Μήπως έσπασε άλλος το ποτήρι; Εσύ; Την κοίταξε με υποψία. Πες μου έσπασες εσύ το ποτήρι στο μπάνιο;
-Εγώ; Τον κοίταξε με φτωχή ειρωνεία. Τι λες; γιατί να σπάσω το ποτήρι στο μπάνιο σου;
-Δεν ξέρω, ποιος άλλος μπορούσε να σπάσει ένα ποτήρι στο μπάνιο μου; Φώναξε και η ηχώ αντιλάλησε με τη φωνή της Αριάννας.
-Δεν έσπασα εγώ το ποτήρι! [ακούγεται ένα ανατριχιαστικό σπάσιμο γυαλιών, μέχρι που ο ήχος τους σβήνει στη σιωπή.]
-Δε θέλω να παντρευτούμε, είπε σιγανά μέσα από τα δόντια του.
-Γιατί; επειδή έσπασε το γυαλί. Αυτό ήταν σπασμένο, συνέχισε τη λεπτή ειρωνεία τώρα.
-Δεν υπάρχει γιατί, καλύτερα να φύγεις.
Κι έφυγε.
Στην εκκλησία όλα ήταν λαμπρά. Κόσμος πολύς, καλεσμένοι, ωραία ρούχα, φανταχτερές τουαλέτες οι γυναίκες, κεριά και λιβάνια, δυο παπάδες κι ένας Δεσπότης ήταν εκεί για να ευλογήσουν το γάμο. Παντρευόταν η Αριάννα τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Ο γαμπρός στεκόταν παράμερα με έναν αετό που ήρθε και κάθισε στον αγκώνα του.
-Δε με άκουσες! του είπε.
-Την αγαπώ! απάντησε ο Σην με τη αφή.
Τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Ήταν σαν ένα άγαλμα με κενά μάτια, αλήθεια γιατί οι γλύπτες τα φτιάχνουν έτσι κενά;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπημένο εκτός από τα δυο μάτια του αγαλμάτου
Η Αριάννα  γυμνή κυκλοφορούσε ανάμεσα πό τους καλεσμένους. Το κουρεμένο αιδοίο της ωραίο ήταν. Κανείς δεν το βλεπε κι όμως υπήρχε. Τι την ένοιαζε; Αφού οι άλλοι την έβλεπαν με το άσπρο νυχτικό και ο Σην με το δέρμα;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο.
ΤΕΛΟς



Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΛΌΡΚΑ




Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ



Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια  Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός;  είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε  ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.
ΤΕΛΟς


Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

ο ΑΘΛΙΌΤΕΡΟς



-Δε μου λες ρε;
-Ρε, είπες εμένα;
-Γιατί βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; Ξέρεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ τέχνης και αντιτέχνης;
-Δηλαδή αν ο Θεόφιλος έκανε τέχνη και ο Μαξ Έρνστ αντιτέχνη; με ξαφνιάζει ο αλιτήριος.
-Ο Θεόφιλος δεν ήξερε να ζωγραφίζει! τον αντικρούω. Ο Μαξ ήταν ένας σκύλος του Νταντά.
-Λέγοντας τέχνη μιλάς μόνο για τη ζωγραφική;
-Όχι ρε, αλλά εδώ λέω να μιλήσουμε μόνο γι αυτή. Έχεις πιάσει ποτέ πινέλο στα χέρια σου; Ξέρεις τι είναι το κάρβουνο; το παστέλ, η σπάτουλα;
-Σπάτουλα έχει και ο ελαιοχρωματιστής, όχι δεν έχω πιάσει πινέλο αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε βλέπω. Κάτι ξέρω κι εγώ και συμφωνώ ο Θεόφιλος δεν ήξερε τη θεωρία του χρώματος και αυτός ο Γουστάβ Κλιφτ ζωγράφιζε μόνο γυναίκες κι αυτός που δεν ξέρω τ όνομα του ...αυτόν που παραδίδει μαθήματα στην ΕΡΤ 3..Ξέρεις ποιον λέω ...
-Ναι, ρε δεν το ξέρω τ όνομα του ...σιγά που διδάσκει ζωγραφική αυτός!  μια τεχνική φυσιογραφίας κάνει. Η φίλη μου η Μάριαν Νάκου ζωγραφίζει καλύτερα απ αυτόν.
-Ποια είναι αυτή ρε νούμερο;
-Νούμερο λες εμένα; και δεν ξέρεις τη Μάριαν; και του σκάω ένα σκαμπίλι. [ Αυτός κατρακυλάει στην άβυσσο. Στην άβυσσο του Δάντη.] Κλαίει και οδύρεται.
-Έλα ρε, μην κάνεις έτσι, προσπαθώ να τον παρηγορήσω.
-Τι μην κάνω έτσι; επειδή δεν παραδέχομαι τον Φασιανό ή τον Τσόκλη για μεγάλους ζωγράφους με στέλνεις στο πυρ το εξώτερον; Ένα δέντρο ο Τσόκλης το πούλησε χίλιες φορές το ξέρεις αυτό;
- Το ξέρω μωρέ αλλά ας βγάλουν λεφτά και κάποιοι ζωγράφοι, τι λες εσύ γι αυτό;
-Σύμφωνοι, να φάνε και οι πεινασμένοι.
-Πεινασμένη είναι η τέχνη ρε νούμερο;
-Δεν πρόκειται να συνέλθεις ποτέ! μου λέει και εξαφανίζεται στο υπερπέραν. Τέτοιος ήταν, τέτοιος παρέμεινε ο άθλιος. Ο τρισάθλιος. Ο αθλιότερος των αθλίων του Βίκτωρος Ουγκό. Με ωμέγα είναι καλύτερο αλλά δεν πειράζει, ο Βίκτωρος έγραψε και για το θεό.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ




Πήγαινα όπου με καλούσε η μοίρα μου. Μιλούσα υπεροπτικά, κοίταζα τον κόσμο αφ υψηλού φορώντας πάντα μια γκρίζα καπαρντίνα. Γκρίζα καπαρντίνα, κόκκινη γραβάτα. Έτσι με είχε αποθανατίσει ο φακός στη φωτογραφία που μου τράβηξε ο φωτογράφος την ώρα που μου έπαιρνε συνέντευξη ο γνωστός δημοσιογράφος μεγάλης και έγκυρης εφημερίδας.
Και τι δεν είπα σε κείνη τη συνέντευξη. Κατ αρχήν έγινα επιθετικός κι αντί να ρωτάει εκείνος, ρωτούσα εγώ.
- Γιατί θέλεις να μου πάρεις συνέντευξη; Γιατί από μένα; Οι συνεντεύξεις είναι ηλίθια πράγματα, είναι σάπιες κουβέντες για το καταναλωτικό κοινό!
-Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε. Αλλά δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε για την αλήθεια; Για την ελευθερία και την τέχνη;
-Για την ελευθερία; Γι αυτή ναι, μπορεί να ενδιαφέρει τους πιο πολλούς επειδή δεν την έχουν. Την αλήθεια δεν την ξέρουμε και ούτε θα τη μάθουμε ποτέ. Η τέχνη δεν ενδιαφέρει αυτούς που δεν έχουν να φάνε. Και τότε με ποια σοβαροφάνεια θα δείξουμε στους άλλους  που μας κυβερνούν πως έχει κάποια αξία η τέχνη; Αυτούς τους ενδιαφέρει πως θα κλέψουν τον ψήφο του λαού, το αίμα του κόσμου. Κατάλαβες; Οι νεροκουβαλητές της εξουσίας.
-Νομίζεις πως η τέχνη είναι ακαταλαβίστικη γι αυτούς;
-Νομίζω πως τίποτε δεν είναι ακαταλαβίστικο. Εγώ φτιάχνω πίνακες, ζωγραφίζω έργα, μόνο για να βγάλω λεφτά, μόνο για το χρήμα. Γι αυτό και τους πουλάω πανάκριβα.
-Σοβαρά ε; άνοιξε τα μάτια του. Κι εγώ που είχα την εντύπωση πως ανήκετε στους ποιοτικούς ζωγράφους κι ο κόσμος νομίζω έτσι σας ξέρει όμως αυτό που λέτε είναι μια ωμή αλήθεια. Πόσο ακριβά είναι τα έργα σας;
-Ποιοτικός ζωγράφος! Σάρκασα. Παραμύθι για τους φτωχούς. Σήμερα η ζωγραφική είναι μία, δεν υπάρχουν ρεύματα, όλοι ζωγραφίζουμε τα πάντα. Εξπρεσιονισμούς, ρεαλισμούς, φοβισμούς, όλα τα -ισμους.
Σε λίγο όποια γραμμή να τραβάω θα μυρίζει χρυσάφι- ο Πικάσο πλήρωνε με σκίτσα σε χαρτοπετσέτες πανάκριβα γεύματα που πρόσφερε στους φίλους του. Αυτές τις γραμμές που θα σέρνω πάνω στα χαρτιά και θα μυρίζουν χρυσάφι, όλοι εσείς τα λυκόσκυλα θ ακολουθείτε την αφή τους.
-Σας παρακαλώ! Κύριε Αμβράζη θα τα γράψω όλα αυτά;
-Γι αυτό σου τα λέω για να τα γράψεις αν έχεις κώλο ....και επανέρχομαι σ αυτό που λέγαμε. Στις γραμμές της ζωγραφικής που θα με κάνουν διάσημο και πλούσιο. Ναι. Τότε λοιπόν, επειδή θα βαριέμαι να ζωγραφίζω πια, ότι θα φτιάχνω θα είναι για τα μπάζα. Αυτή είναι η φοβερή μοίρα του καλλιτέχνη σήμερα. Εμένα με λέτε καλλιτέχνη κι ανατριχιάζω. Μου φαίνεται σαν παρατσούκλι και πονάω!
-Γιατί μιλάτε τόσο δηκτικά; Οι άνθρωποι της τέχνης δεν πρέπει να είναι πιο απλοί;
-Όχι. Ποτέ δεν ήταν απλοί, όσο κι αν αυτό φαντάζει αληθινό-το να είναι δηλαδή απλοί. Είναι ξιπασμένοι. Γεννιούνται με το ταλέντο ...
-Αλήθεια κύριε Αμβράζη, τι είναι το ταλέντο;
-Τι είναι το ταλέντο, είπα αργά. Είναι το κουστούμι ενός αιχμαλώτου. Είναι μια πανοπλία ανώτερου ενστίκτου. Εγώ, όπως σου είπα, πονάω, ασφυκτιώ μέσα σ αυτήν πανοπλία. Μερικές φορές σφίγγω τα μάτια μου και ρίχνω μπουνιές στον τοίχο που με περικλείει. Προσπαθώ να ξεφύγω, μα γελιέμαι. Κανένας δεν ξεφεύγει. Ούτε θεός ούτε άνθρωπος.
-Πιστεύετε στο θεό;
-Όχι, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Δεν είναι ώρα όμως να σου μιλήσω γι αυτές μου τις θεωρίες. Δε θα ενδιαφέρουν το κοινό σας.
-Ίσως. Ας αλλάξουμε θέμα. Μιλήστε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
-Να, αυτό που είπες τώρα με εξοργίζει. Τι να σου πω για τα παιδικά μου χρόνια; Αν ήταν ευτυχισμένα και τέτοιες αηδίες; Όχι δεν ήταν. Καλύτερα να μονολογήσω αόριστα για όλα όσα με ενδιαφέρουν χωρίς να θέτεις ηλίθιες ερωτήσεις ...
-Μονολογήστε, χαμογέλασε.
-Θα μονολογήσω. Θα σου πω μερικά πράγματα.
Να, συχνά-πυκνά επιστρέφω στην καταθλιπτική μου πολιτεία-θέση: τίποτε δεν ορίζει το άπειρο. Όλα είναι ένα μηδέν και το αντίστροφο, όλα είναι τα πάντα.
Κάνει πολύ ζέστη και κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν απ αυτό. Ούτε κι αυτό με λυπεί ιδιαίτερα είναι γνωστό πως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από τη ζέστη
Η μονοτονία διαδέχεται τις μικρές μου κρίσεις. Ήμουν πάντα ένας αμφιλεγόμενος εραστής της τέχνης και της ζωής. Ποθούσα κι έφευγα. Δε γυρνούσα ποτέ πίσω, φοβούμενος τη γυναίκα του Λωτ.
Έλεγα πάντα είναι αργά, δεν προλαβαίνεις και οριστικά δε μαθαίνω τίποτε πια.
Σκέφτομαι να ορίσω τη ζωή μου κάπως έτσι: σε πηχτά-ανύπαρκτα και σε στιγμιαίες λύσεις καφέ-μπύρας. Ο τρόμος ουρλιάζει μέσα μου, τι είναι αυτό; Τι είναι το άλλο; Τι απ όλα είναι το τίποτα; Ποια απ όλα χρειάζομαι; Όλα γίνονται θύμησες, πιθανότητες, απολογισμοί.
Συνέρχομαι για λίγο κι ακούω τους άλλους να συναρμολογούν τις μηχανές τους. Τι ωραίοι που είναι οι άνθρωποι! Λέω Τι ηλίθιοι που είναι καθώς τρέχουν να ξεφύγουν απ το κουρνιαχτό του πόνου!
Ορίζω την αρχική μου αίσθηση, μεγαλώνω την άποψη των επιστημόνων για την απόλυτη μοναξιά της ελευθερίας που ζητάς να εξηγήσουμε τώρα εδώ, εσύ κι εγώ. Ορίζω την αρχέγονη αίσθηση, δεν έχω το θάρρος να πολεμήσω στα ίσια το θάνατο γιατί δεν είμαι γενναίος. Έτσι γνωρίζω τη δολοφονία του εαυτού μου. [Κυρίαρχο στοιχείο, το ανίδεο τέλος.]
Εγώ, λοιπόν, ο ένας, ο αρτιμελής άγριος των συνόρων, ήρθα εδώ. Έγινα κάτι μεταξύ τέλειου και αορίστου ζώου. Εν όψει δε κρισίμων διαπραγματεύσεων, πενθώ ξαπλωμένος στο αναπαυτικό ου κρεβάτι για όλα αυτά. Για τον άδικο θάνατο των άλλων Ο θάνατος όμως έχει ηθικές αρχές; Και τι είναι η ηθική του σύγχρονου και του παντοτινού ανθρώπου;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει χρόνος. Δεν πιστεύω πως υπάρχει θεός στον αιώνα τον άπαντα. Γι αυτό αρέσκομαι στο δικό μου μόχθο και πενθώ για τις χαμένες ώρες των μαλακιζομένων έως εμού. Κρύβομαι παντελώς κι άλλοτε φωνάζω, φωνή μεγάλη. Φοβάμαι τον μικρό μου εαυτό αναγνωρίζω το μεγάλο δέος και θλίβομαι για την οριστική πραγματικότητα. Απώλεσα την διάνοια μου μέχρι εσχάτων μοιρολογώντας την αιώνια λύση. Και όλα αυτά, τα οποία εγώ έχω πράξει κατά κάποιον τρόπο, ως άνθρωπος με λογικό, μου αφαιρούν τη δυνατότητα του ευ ζην. Διότι δεν είναι σοφόν το πράττειν αντίθετα τοις νόμοις
Κι εγώ πράττω πάντα το αντίθετο.
Προσπαθώ πάλι να ορίσω τον αόριστο του ορίζω. Αν οι όντες δέχτηκαν την πράξη σαν λύση στο πρόβλημα μεταξύ καλού και κακού, συμβατικού και ωραίου, γιατί κάποιος θα ήθελε να εμπλακεί σε μια τέτοια περιπέτεια του νου; Και αφού καλώς έχουσι τα πράγματα εις τας αποικίας γιατί να ξανανομοθετήσουμε εκεί; Εγώ, σαν ύφος και χαρακτήρας εναντιώνομαι σε όλα αυτά. Εναντιώνομαι σε μια τέτοια συνέχεια, σωστά ή όχι. Πιο νέος ακόμη θα μπορούσα ν αλλάξω τη ροή της ζωής μου, ν αρνηθώ αυτό που έγινα-πράγμα που σε πολλούς θα άρεσε- αλλά επειδή είναι αβάσταχτη η οριοθέτηση του είναι, εξακολουθώ αυτόν τον δρόμο της αντίστασης. Δεν αρκεί η πιθανότητα του ενός. Δεν αρκεί πάλι τίποτε. Αυτό είναι το μηδέν του όλου.
Έχω γνωρίσει την πραγματικότητα. Αυτή τη στυφή, ανθρώπινη πραγματικότητα. Δε νομίζω πως εσείς δεν την ξέρετε. Άρα δεν έκανα κάτι ξεχωριστό για να μου επιρρίπτεται ευθύνες. Όλοι εμείς τα ξέρουμε αυτά. Άρα, είμαστε ίσοι.
Εκεί, κάπου σταμάτησε το παραμιλητό μου κι ο δημοσιογράφος, μάλλον αλλόφρων, μου είπε πως θα μου έκανε την τελευταία ερώτηση, για το τι χαρακτηρίζει τελικά, έναν άνθρωπο σαν εμένα. Κι εγώ, αλαζών, σαρδόνιος, του είπα πως το γλυκύτερο απ όλα είναι το λάθος. Το σεβαστότερο είναι αυτό που γίνεται. Κι ακόμα πιο σεβαστό, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε. Εγώ, λοιπόν είμαι ένας ακαταλαβίστικος. Πάντα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το υπό έκδοση μυθιστόρημα μου με προσωρινό τίτλο: ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ 

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Διαφορά ΧΩΡΊΣ Κολακεία





Θα πω μερικές αλήθειες που θα πικράνουν πολλούς.
Ο Σολωμός ήταν ποιητής. 
Ξέρετε τι μου άρεσε;  Κι ο Παλαμάς. Μέγιστη προσωπικότητα 
Ο Παπαδιαμάντης.. [ρε γαμώτο, αν δεν είχε αυτό το κόλλημα με το παπαδαριό !] Νομίζω ότι αυτός και ο Δοστογιέφσκι και ο Καζαντζάκης υπήρξαν από τους πιο άνεκρους ανθρώπους.
Να σου πω μια άλλη αλήθεια;  μου φαίνεται απίστευτο το όνειρο του Καζαντζάκη να φτιάξει έναν Χριστιανισμό, πίσω απ τον χριστιανισμό. Πάντως τον συμπαθώ για την λεξιθηρία του. Η φιλοσοφία του τρέμει. Ο,τι είναι πίσω από μένα μου αρκεί.

Ότι αγαπάμε είναι και δύσκολο. Αν πω ότι δε μου άρεσε το γράψιμο της Μάργκαρετ Μίτσελ θα ήμουν ψεύτης. Ξέρεις όμως ο Στάινμπεκ και να μην αδικήσω τον Όμηρο-αν κι αυτός ανήκει στη μυθολογία- τον Όσκαρ Ουάιλντ κι ακόμα τον Τζέιμς Τσοις.

Κοίταξε, ότι αγαπάμε είναι και δύσκολο.
Κοίταξε, ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μαλάκας, πέθανε σε μια διαδρομή του χρόνου που βλαστήμησα να βλέπω τ ατέλειωτα πλάνα, μη νομίζεις πως εγώ ήρθα από το πουθενά!
Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν πως είναι βασιλικότεροι του Βασιλέως για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που δε μου αρέσει. Ας πούμε πως ο Όργουελ είχε δίκιο και με τη φάρμα και με το 1984. Μιλώντας εν τω μεταξύ, ξέχασα τον Δον Κιχώτη. Μαεστρία του είδους! σιγά τον γραφιά εγώ. Νομίζω πως ο Θερβάντες πρέπει να είχε πάρει ένα άγνωστο φάρμακο.
Από τους φιλοσόφους, ας το πούμε έτσι μου αρέσει ο Νίτσε, όχι γιατί ήταν άρρωστος ή ο Καριωτάκης από τους ποιητές, μόνο και μόνο για την απίστευτη ειρωνεία τους είδους μας! Και, ίσως, αυτός ο παγκόσμιος Τένεσι Ουίλιαμς.


Εμένα, να σου πω, αυτές οι μαλακίες που λέτε συνέχεια για τους προγόνους και τη σοφία τους ποσώς με ενδιαφέρει. Βεβαίως τους έχω αξιολογήσει αλλά δεν τους λιβανίζω. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, δε σημαίνει τίποτα πια. Σήμερα σημαίνει κάτι αυτό που ξέρω, αυτό που γνωρίζω, άρα η Σωκράτεια φιλοσοφία έχει τελειώσει; κατέχω αυτό που γνωρίζω πρέπει να είναι το ρητό του σύγχρονου ανθρώπου, ο αγνωστικισμός είναι αρωγός του κακού κόσμου που φτιάξαμε μέχρι σήμερα.
Εγώ, ξέρεις τι γουστάρω; Οιονεί να έχεις επιχειρήματα να με αντιμετωπίσεις. Αυτή είναι δημοκρατία, να μου πεις με επιχειρήματα το αντίθετο. Έχεις τα κότσια ρε μαλάκα να σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλον; ο κόσμος δεν είναι ότι νομίζεις εσύ. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ξέρω ότι φοβάσαι μη χάσεις τα κεκτημένα. Μη χάσεις το στρέμμα γης που σου παραχώρησε η πατρίδα, μη χάσεις τον τάφο σου. Μπορεί να σου φαίνεται αχρείο αλλά δεν είναι. Αισχίνη ουκ αισχίνει, είπε ο Δημοσθένες αλλά δε σημαίνει πως είχε πάντα δίκιο. Εμείς μπορούμε να είμαστε καλύτεροι εκείνων.
Αυτή η ευθυνοφοβία που αποκτήσαμε σαν λαός είναι η καταστροφή μας. Μας καπέλωσαν παγκοσμίως οι Σώκρατες λες και εμείς είμαστε τα σώβρακα τους, το απαύγασμα δηλαδή μιας πεπερασμένης φιλοσοφίας. Πιθανώς ο Αριστοτέλης που στήριξε όλον τον Δυτικό πολιτισμό, εγώ δε ντρέπομαι να το λέω, πίσω από την μεγαλοφυέστατη πολιτική των Ελλήνων στηρίχτηκε όλο το δόγμα του σύγχρονου πολιτισμού, και η χείριστη , τάχα, μονοθεϊστική ταυτότητα των πραγμάτων. Αντιτάσσομαι των πραγμάτων.
Ξέρετε, οι άνθρωποι είναι πολύ εύκολο να σου πουν, ποιος είσαι εσύ ρε μαλάκα που το λες αυτό; Ο Ηράκλειτος είπε έτσι! Ότι τα πάντα ρει! μπορείς εσύ να πας κόντρα σ αυτό; Όταν απαντήσεις ότι μπορώ, δεν έχουν τι να σου απαντήσουν. Εγώ μπορώ να ισχυριστώ ότι τίποτε δεν ρει.
Κοίταξε τώρα! μπορώ να συγκρουστώ με τον Επίκουρο, τον φιλόσοφο των ηδονών, να πω πως αρχή του κόσμου δεν είναι η ηδονή και θα το κάνω αν το συμπεραίνω. Σ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που ζούμε ο Αϊνστάιν είναι μετριοπαθής, ο Μάρκ Ζούκεμπεργκ μεγαλοφυής. Κατά βάθος είμαι μετριοπαθής, ή επιεικής με τον άνθρωπο. Αίφνης δεν υπάρχει πια κανένας Αλέν Ντελόν, καμία Βουγιουκλάκη να απειλεί τη σοβαροφάνεια μας. Ξέρεις, σου λέω μερικά πράγματα που σκέφτομαι κι αν δεν συμφωνείς εγώ είμαι εδώ για να τα κουβεντιάσουμε.
Μέσα σε όλο αυτό αποκτήσαμε σαν έθνος τη μικρότητα. Το κατάλαβα αυτό όχι όταν γνώρισα τον Καρούζο ή τον Ρίτσο αλλά όταν είπα πως ο Καζαντζάκης δεν ήταν ποτέ άθεος! Φευ! επαναστατήσανε οι θρήσκοι. Ελέω μιας πραγματικότητας. Την ανάγκη πραγματικότητα δε θέλω να την κάνω. Υπάρχουν άνθρωποι που μου λένε να μην κρίνω τον Καζαντζάκη! γιατί θεωρούν πως εγώ είμαι ο μικρός να μιλάω για τα λάθη του παππού μου! Γι αυτό σας λέω μερικές φορές πως είστε ανόητοι.


Υπάρχουν όντως άνθρωποι σπουδαίοι. Νομίζω, όμως, πως πίσω από αυτό είναι η αρχική έννοια ν αποδείξουμε την επιβολή του είδους. Ποτέ δε μου άρεσε ο Οιδίποδας σαν ήρωας, ούτε η Μήδεια, δεν ξέρω τι βρίσκουν οι φίλοι μου επαρκές σ αυτή την τραγωδία. Κατά βάση συμπαθώ τον Σίσυφο, ίσως εδώ ο αρχαίος Ελληνικός μύθος έσβησε την απολυτότητα. Οι Γάλλοι είναι μυστήριος λαός, ηττοπαθής και μαλάκας.  Ιστορικά, μπορεί να βγάλουν από Ναπολέοντα μέχρις Ασάρ.
Δε νομίζω πως είναι εύκολο οι μικροί άνθρωποι να πούνε την αλήθεια. Απλά γιατί δεν την ξέρουν. Το χείριστο της πραγματικότητας είναι αυτό που δεν μπορούμε να χειριστούμε.
Παρακάμπτω ατέγκτως τη δυσφορία.
Γνωρίζω πως οι περισσότεροι θα πουν έχω άδικο.
Γιατί άραγε;

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ



Την Κυριακή μες την Αθήνα
θέριζε ένας θεός την πείνα
Κι έρχονταν ο Λυκαβηττός
όρθιο, παλιό βουνό, όμοια ωραίο
Της μοίρας μας να πλάσει τον καιρό.
Την Κυριακή στο μεσοχώρι
πλανιόταν η χαρά μας όλη
Ήλιος πικρός στου Φιλοπάππου
απ΄τη ματιά του ουρανού
Της νιότης μας μας να κάψει τον καιρό.
Είχες στο νου σου να μ άφήσεις
μια τέτοια μέρα πουθενά
Ούτε μια λέξη δεν ταιριάζει
Χωρίς εμένα που θα πας.
Η αγάπη όλα τα σκορπίζει
σ΄αυτά τα κρύα δειλινά
Χωρίς εμένα που θα γέρνεις
μονάχη σου στο πουθενά.
Της Κυριακής τα μεσημέρια
στα Εξάρχεια ανάβουνε φωτιές
της φλούδας μας τα μανταρίνια
τσούζει στα μάτια ο καπνός
Ξινό κρασί, που καίει, μεγάλο βλέμμα.
Την Κυριακή η μελαγχολία
η στεναχώρια, αύριο, θαμπή
Περνάει στο δρόμο το κορίτσι
τσούζει στο μάτι ο χωρισμός.
Θολό νερό κυλάει, καμένο γράμμα.

ΠΟΊΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

Εγράφη κάτω από μυστηριώδης συνθήκες. Πως νιώθουμε μερικές φορές το λευκό της ατμόσφαιρας που θυμόμαστε και δε θυμόμαστε τίποτε;

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΚΌΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΈΝΩΝ





Ο…
Στεκόταν κάμποση ώρα εκεί, στη μέση του δρόμου, αναποφάσιστη. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να κλάψει ή να μισήσει τον εαυτό της.  Σήκωσε το άσπρο χέρι το έβαλε ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά της. Μαλλιά απαλά χαϊδεμένα απ τη μάνα της. Χρόνια την θυμάται από παιδί να την αγγίζει  και να της ψέλνει την αξία μιας τίμιας ζωής. Ήταν ποτέ τίμια η ζωή;
Η Νέλλη Στερνίου δεν είχε πάρει ποτέ μια οριστική απάντηση σ αυτό το ερώτημα, αν και έγερνε προς την αρνητική θέση. Όχι, δεν ήταν τίμια αυτή η ζωή.
Μπήκε την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά το σίδερο του έγδαρε τον ώμο αλλά πρόλαβε. Πρόλαβε το τρένο για την Κηφισιά. Ιδρωμένος, έψαξε για μια θέση μέρα μεσημέρι. Τη βρήκε, βολεύτηκε, κοίταξε γύρω του, λίγος κόσμος, λίγοι άνθρωποι αλλά και πολύς να ήταν δεν τον ένοιαζε, ότι έψαχνε να βρει στη ζωή του είχε πάει στράφι. Όχι δεν ήταν απελπισμένος ο Παύλος Δεμίρης, φωτορεπόρτερ το επάγγελμα, πάντα κουβαλούσε μια φωτογραφική μηχανή στον ώμο του, είχε αποκρυσταλλωμένες απόψεις. Δε θα γινόταν αυτός έρμαιο των πιθανοτήτων.
Κουβαλούσε την ισχυρή θέληση, μια από αυτές, πως έπρεπε να βρει τη σωστή, μια αληθινή γυναίκα να την κάνει σύντροφο του. Όχι μεσοβέζικες καταστάσεις σαν αυτές που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του, γιατί στα τριανταπέντε σου χρόνια δεν δικαιούσαι να κάνεις κι άλλες βλακείες. Έτσι έλεγε στον εαυτό του και στους φίλους που τον παρότρυναν να κάνει μια σχέση. Σχέση, άλλη μανιώδης λέξη αυτή. Τι θα πει σχέση;
Κι έτσι έμενε μόνος του καιρό τώρα, ίσως δυο χρόνια.
-Δυο χρόνια! Είναι πολύς καιρός, του είπε ο απέναντι. Δυο χρόνια χωρίς γυναίκα; απόρεσε. Πως γίνεται αυτό;
-Άλλοι έχουν μείνει και δέκα χρόνια, του ανταπάντησε.
-Εγώ θα βρω αυτό που θέλω! φώναξε ο Παύλος. Ούρλιαξε.
Όσοι τον άκουσαν θορυβήθηκαν. Δεν περίμεναν να ήταν τόσο τρελός. Να ψάχνει μέσα στον ανόητο κόσμο να βρει τη μοναδική, την τέλεια γυναίκα για να την κάνει σύντροφο του ή αλλιώς θα έμενε μόνος μια ζωή.
Ωστόσο το τρένο έτρεχε, πλησίαζε στο τέρμα, εκεί στην Κηφισιά όπου έπρεπε να πάρει μερικά πλάνα για τις ανάγκες της δουλειάς του. Ήταν για ένα άρθρο του Κυριακάτικου φύλλου περί την μπουρζουαζία κι αυτός έπρεπε θα φωτογράφιζε μερικά από τα σπίτια των πλουσίων. Ήταν θεόμουρλος κι αυτός και ο αρχισυντάκτης αλλά τι τον ένοιαζε; Του άρεσε η δουλειά του αλλά μέχρι εκεί. Δε θα γινόταν ποτέ σκλάβος κανενός πράγματος, κανενός ανθρώπου, κανενός θεού.
Σκλάβος. Απίστευτη λέξη. Απίστευτη η ουσία της. Τι σημαίνει να είσαι σκλάβος; Δούλος; Όλοι είμαστε σκλάβοι! κατέληξε σε μια συμφωνία με τον εαυτό του. Σκλάβοι των ουσιών. Του αλκοόλ, της ηρωίνης, του κορμιού. Η Νέλλη τα είχε όλα. Όλα αυτά, ίσως και άλλα.
Συνοφρυωμένος κατέβηκε  στα λουλούδια της Κηφισιάς. Τα κοίταξε και τότε την είδε. Τον είδε κι αυτή κατεβάζοντας επιτέλους το χέρι από τα μαύρα μαλλιά της.
Η αινιγματική Νέλλη τρεμόπαιξε τα δικά της λουλουδένια μάτια, δεν τα κατέβασε, της άρεσε να τον ψάξει βαθειά. Πως κοιτάμε καμιά φορά με το παιχνιδιάρικο ύφος να τριβελίζει μέσα στο φως του άλλου; Πως αγαπάμε από την πρώτη στιγμή αυτό το βλέμμα που κάτι ζητάει, κάτι αγαπάει, κάτι θέλει και δεν το γνωρίζουμε γιατί γίνεται;
Φαίνεται να ήταν αυτή ή τουλάχιστον της έμοιαζε.
-Πάμε κάπου; πρότεινε κι η Νέλλη έγνεψε ναι.
-Ναι, γιατί όχι;
Και συμφώνησαν. Κάθισαν στο πουθενά, στο κάπου. Έψαξαν ο εις τον άλλον. Η άλλη αυτόν, κοιτάχτηκαν ώρες στα μάτια, αυτός την ήθελε πιο πολύ, εκείνη δεν καιγόταν ενώ το τραγούδι έλεγε ποιος έχει λόγο στην αγάπη. Φίλιππος Πλιάτσικας ή κάτι τέτοιος. Η Νέλλη αρνήθηκε πεισματικά να γίνει ταίρι του ίσως πάνω από δυο χρόνια. Έπαιζε, ήθελε, κάτι δεν της πήγαινε κι ο Παύλος απόκαμε. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε εκείνο δεν τον ήθελε. Όχι ακριβώς αλλά γιατί; Που ήταν η τραγωδία; ποιος σκότωσε τον Οιδίποδα; ηλίθια ερώτηση αλλά πάει. Πηγαίνει.
Πολλές φορές το βλέμμα της ήταν απλανές, έμοιαζε με εκείνο των ανθρώπων που παίρνουν ουσίες κι Παύλος  σιχαινόταν αυτά τα πράγματα. Λες; αναρωτιόταν και δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά πιστεύεις δεν πιστεύεις εσύ, τα πράγματα έχουν την δική τους σειρά, έξω από τις βουλές σου.
-Και την έχασες; Άκουσε για πολλοστή φορά τον φίλο του τον Βαγγέλη να τον ρωτά.
Αυτός σκυθρώπιασε. Ηλίθιος κι αυτός ο Βαγγέλης.
Σκυθρώπιασε. Τι σκατολέξη ήταν αυτή; Ίσως να είχαν περάσει δυο χρόνια ακόμα από τότε και θα ήταν απαράδεχτο να μην είχε βρει μια άλλη να του αρέσει
-Ξέρεις, έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους εξ αιτίας της, του απάντησε κι ο Βαγγέλης έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ανοιχτό. Μηδέν ολοστρόγγυλο. Γιατί τι άλλο μπορούσε να κάνει; Σιγά που χάθηκε ο κόσμος για μια Νέλλη! Έλα όμως που χάνεται ο κόσμος για μια Νέλλη ... λιγοστεύει επικίνδυνα η οθόνη, μικραίνουν οι απαντήσεις, οι λύσεις ... και τότε;

Μια εικόνα του κόσμου μας είναι τα σπίτια. Τα σπίτια που συχνάζουν άντρες για να δουν ή να κάνουν κάτι με ότι υπάρχει εκεί μέσα. Μια τσατσά, μια πουτάνα, ένας ταβατζής. [Το αίμα να κυλάει στην άσφαλτο, γιατί με πας αλλού; γιατί πας με άλλον; Έτσι σου αρέσει;]
Ο Παύλος Δεμίρης άρχισε αυτές τις επισκέψεις από τότε που έβγαλε οριστικό συμπέρασμα πως δεν υπάρχει η τέλεια γυναίκα που έψαχνε. Κι έτσι αυτός ο ευκαιριακός έρωτας με ξένα κορμιά, απλά κορμιά στο σκοτάδι ή στο ημίφως, αγκαλιές που δεν χρειάζονται φιλιά, αν σε φιλήσει μια πόρνη στα χείλη θα πει πως σ αγαπά κι αν σ αγαπήσει μια πουτάνα θα είσαι σπάνιος άντρας κι έτσι, όταν κατέβηκε τα δυο ή τρία σκαλιά του σπιτιού, κάθισε στο σαλονάκι μαζί με άλλους και περίμενε όπως ανάγγειλε η τσατσά πως θα εμφανιζόταν το κορίτσι. Η κοπέλα μας. Πίσω απ την κουρτίνα παραμόνευε ο ταβατζής, η δόση, τα ναρκωτικά, το σώμα που δεν καταλαβαίνει, το μυαλό που είναι αόριστο, ο μύθος πως χρειαζόμαστε ένα αιδοίο, ένα καυλί κι όταν επιτέλους βγήκε στη σκηνή το κορίτσι, η Νέλλη Στερνίου, δεν έγινε κανένας σεισμός, ούτε έπεσαν κάποια σπίτια, απλά το μετέωρο βλέμμα, η γρήγορη κίνηση του Παύλου να φύγει, να φύγει, να πάει κάπου μακριά για να μη τη σκοτώσει, αυτή ήταν η πρόωρη πρώτη σκέψη του και όλα τα γιατί γένηκαν πελώρια στην ψυχή του, η Νέλλη τον ακολούθησε στο δρόμο, στην άσφαλτο, να του εξηγήσει ήθελε, δεν έφταιγε αυτή, τα ναρκωτικά, η δόση, τα εύκολα λεφτά, η φτώχεια, ω! δεν μπορούσε, δεν την άντεχε τη φτώχεια.
Ο Παύλος Δεμίρης στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά του. Μαύρα. Κατάμαυρα.
ΤΕΛΟΣ




Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

ΓΙΑ ΝΑ ΚΆΝΕΙς ΤΈΧΝΗ ΧΡΕΙΆΖΕΣΑΙ ΚΊΝΗΤΡΟ.[ΑΛΛΙΏΣ, ΝΑ ΑΠΟΔΕΊΞΕΙΣ ΚΆΤΙ.]



Η ΧΑΡΆ ΤΗΣ ΖΩΗΣ [Λεπτομέρεια]



Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ Της Γης

Αρχίζοντας αυτή τη δουλιά, να ζωγραφίσω δηλαδή την 
Φιλοξενία της γης, δεν είχα ακριβώς κατά νου τι 
θα έφτιαχνα. 
Μια ακαθόριστη ιδέα, μερικά συγκεχυμένα 
σχεδιάσματα του μυαλού μου, μπροστά στον 
άδειο καμβά, και προτού 
τραβήξω την πρώτη γραμμή ξανακάθισα με το 
μολύβι στο στόμα 
όπως ο μαθητής που συλλογιέται 
να θυμηθώ το μάθημα της 
Ιστορίας. 
Πάντα με συναρπάζει η Ιστορία. 
Διάβαζα και διαβάζω μετά μανίας για όλους και για όλα.
Η σκέψη από πού ήρθαμε και που πηγαίνουμε, ο τρόπος που έγιναν όλα αυτά μέχρι τώρα μπορούν να αποτυπωθούν 

σε έναν πίνακα; Όχι. Άρα θα φτιάξω μια σειρά έργων που 
θα λένε κάτι γι αυτή τη γενικότητα; Κάτι για την Φιλοξενία 
της Γης; Ο τίτλος μου άρεσε, τον βρήκα, τον έψαξα τις ώρες 
που άρχισα να βάζω τα χρώματα στην παλέτα και 
ασυναίσθητα δεν πήρα τα πινέλα αλλά την σπάτουλα. 
Έτσι μου φάνηκε καλύτερα να ξεκινούσα αυτή τη δουλιά.



Στρώθηκα στη δουλιά, σχεδίασα γρήγορα πρώτα το προφίλ 
ενός άντρα, ένα χέρι να του πιάνει το μάγουλο, μια αγωνία αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του, δεν ήθελα να είναι κάποιος συγκεκριμένος άντρας, απλά ένας άντρας, σύγχρονος ή παντοτινός και δίπλα του κολλημένο το άλλο 
του μισό, δηλαδή μια γυναίκα που κι αυτή 
δεν είναι κάποια συγκεκριμένη. 
Τοποθέτησα τις φιγούρες αυτές στο δεξιό μέρος και προς 
την άκρη, ήθελα να έχω πολύ χώρο ελεύθερο αριστερά που 
τον χρειαζόμουν για το χάος, για το κενό που μένει 
ανιστόρητο στη ζωή μας. 
Εκεί δούλεψα ένα άλλο μεγάλο πρόσωπο που πολλοί θα 
έλεγαν πως είναι του θεού αλλά εγώ που δεν πιστεύω 
σε θεούς, άφησα αυτή την πλάνη τους, των ανθρώπων 
δηλαδή, να κυριαρχεί πάνω τους αφού οι 
περισσότεροι έτσι ήθελαν: να πιστεύουν 
πως τους γέννησε κάποιος θεός!


Η Φιλοξενία της Γης υπονοεί πως από κάπου ήρθαμε 
εδώ, κάποιοι κατά τη γνώμη μου και άλλων πολλών 
μας έσπειραν εδώ κι έφυγαν, χάθηκαν στη δική τους γη. 
Στη δική τους πατρίδα. «Δε σκέφτηκες ίσως ποτέ 
τι είναι πατρίδα» λέει δια μέσου του Βαν Γογκ 
ο Σουβέστρ στον «Φιλόσοφο κάτω απ τις στέγες» και 
αραδιάζει όλα αυτά που είναι η πατρίδα. 
«Πατρίδα είναι ότι σε περιβάλλει, ότι σε 
μεγάλωσε και σε έθρεψε, ότι αγάπησες, 
αυτά τα χωράφια 
που βλέπεις, τα δέντρα, αυτά τα σπίτια, 
αυτά τα κορίτσια που περνούν κει κάτω γελώντας. 
Πατρίδα είναι οι νόμοι που σε προστατεύουν, 
το ψωμί που ανταμείβει την εργασία σου, 
τα λόγια που λες με τους άλλους, η χαρά και η λύπη 
που σου προκαλούν οι άνθρωποι κι όλα 
αυτά που ανάμεσα 
τους ζεις.»



Μερικές φορές όλα μου φαίνονται μεγάλα, 
μεγαλόφωνα και δύσκολα γιατί εγώ νιώθω 
χωρίς πατρίδα, ότι δεν είμαι 
δηλαδή από κάπου και πως υπήρχα πάντα σε 
όλο αυτό το χάος!
Όλα αυτά δεν είναι και πολύ εύκολο ή σχεδόν 
ακατόρθωτο θα λεγα να τα αποτυπώσεις σε έναν
 πίνακα ζωγραφικής. 
Χρειάζονται και τα λόγια κι ας λένε οι άλλοι πως ο 
ζωγράφος δεν επεξηγεί τα έργα του.
Για να γίνεις καλύτερος στη ζωή, χρειάζεται, μελέτη, 

χρειάζεται όραμα, πρέπει να σκεφτείς αν πραγματικά 
έχεις κάποιο χρέος και πόσοι άνθρωποι μπορούν να 
σκεφτούν γι αυτό χωρίς μικρότητα; Οι περισσότεροι 
λένε απλά εγώ δε θα σώσω τον κόσμο.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...