Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΟΣΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ




Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ
Στο ύψος της Λασκάρεως, στην αριστερή γωνία, όπως κατεβαίνουμε τον δρόμο του Ιπποκράτους, χρόνια τώρα διατηρούσα ένα παλαιοπωλείο. Ημιυπόγειος ήταν ο χώρος αλλά μεγάλος. Εκεί μέσα συμμάζευα ότι εύρισκα, ότι μου έφερναν και τα μεταπωλούσα. Αγόραζα φτηνά ή σχεδόν τσάμπα τις περισσότερες φορές, πράγματα που οι άλλοι τα θεωρούσαν για πέταμα. Έτσι ξαλάφρωνα εκείνους από το βάρος και γέμιζα τις δικές μου τσέπες με χρήσιμο βάρος: Τα χρήματα.
Ήταν μια δουλειά που την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. “Εσύ είσαι άχρηστος,” μου είχε πει στα δεκατέσσερα μου. “Δεν κάνεις για τίποτε άλλο. Γι αυτό μείνε εδώ κακομοίρη, Παύλο μήπως κάποτε ξεσταυρωθείς και καταλάβεις τη ζωή. Άσε το Νίκο, εκείνος θα πάει Πανεπιστήμιο, θα γίνει δάσκαλος.”
Ο Νίκος ήταν ο αδερφός μου που πράγματι έγινε δάσκαλος. Αλλά τι κέρδισε; Τρεις κι εξήντα τον μήνα, ενώ εγώ θησαύριζα σιγά-σιγά με το παλαιοπωλείο.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας, ο Νίκος παντρεύτηκε μια δασκάλα, έκαναν παιδιά και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ έμενα ανύμφευτος. Κοντοστούπης καθώς ήμουν, ατσούμπαλος με λίγη καραφλίτσα, που να με πλησίαζαν οι γυναίκες. Έτσι την εύρισκα με ευκαιριακές γυναίκες που λιγόστευαν τις ηδονές μου. Μάλλον όμως, μου άρεσε κι εμένα έτσι, γιατί με τα λεφτά που απέκτησα, μπορούσα να ζητήσω όποια νύφη ήθελα. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και τώρα που εξηνταρίζω πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Το μαγαζί το είχα πολλές ώρες ανοιχτό, σχεδόν δεν έκλεινα καθόλου. Περνούσα λοιπόν, τον περισσότερο καιρό μου εκεί μέσα. Χειμώνα- Καλοκαίρι, συγύριζα, τοποθετούσα, ξεσκόνιζα, όλα τα αντικείμενα. Σπασμένες παλιοκαρέκλες, καναπέδες, ξεσχισμένα βιβλία, λάμπες πετρελαίου, σόμπες, μισιατηρια, ότι τζιμπράγκαλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να δες όμως ότι τα είχα αγαπήσει αυτά τα τζιμπράγκαλα. Κι πως θα γινόταν αλλιώς αφού αυτά ήταν η ζωή μου; Αυτά ήταν το λιμάνι μου και οι απαντοχές μου.
Ένα βράδυ, αργά, σχεδόν μεσάνυχτα, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω, μπήκε μέσα ένας κουστουμάτος. Άσπρο κουστούμι, άσπρη ρεπούμπλικα, άσπρα σκαρπίνια. ‘Όλα άσπρα ήταν επάνω του. Τα μαλλιά, τα γένια, τα χέρια, λες και είχαν βγει από το χιόνι.
Καθόμουν στο βάθος, στο μικρό γραφείο να τελειώσω τους λογαριασμούς και τον παρατηρούσα που έκανε βόλτες ψάχνοντας τα αντικείμενα, παίζοντας ένα ακριβό κομπολόι από κεχριμπάρι. Δεν είπε ούτε καλησπέρα αλλά αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πελάτες.
Αφού περιεργάστηκε κάμποσο, όταν πλησίασε πιο κοντά μου, μυρίστηκα ψητό. Μου φάνηκε δηλαδή φραγκάτος. Αλλά δύσκολος πελάτης. Τόσα χρόνια εκεί μέσα είχα γνωρίσει λογιών-λογιών ανθρώπους. Όμως κάτι στο ύφος του με ξένιζε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.
-Ψάχνεται κάτι; Ρώτησα.
-Θεοδωρίδης Απόστολος. Εφοπλιστής, μου συστήθηκε.
-Παύλος Δαμπέρας….
-Δεν χρειάζεται, με σταμάτησε με το χέρι του.
-Τι δεν χρειάζεται; Απόρησα.
-Μην κάνεις τον βλάκα! Οι φτωχοί δεν έχουν όνομα.
-Δεν είμαι φτωχός! Διαμαρτυρήθηκα.
-Κατάλαβα, μ’ έκοψε σιβυλλικά. Δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι θέλω;
-Που να ξέρω, ψέλλισα. Εδώ έχουμε τόσα πράγματα κι έκανα να σηκωθώ να του δείξω.
-Κάτσε! Είπε σαν διαταγή. Αυτό που θέλω δεν το έχεις εδώ μέσα κι έδειξε ένα γύρο.
-Και τότε;
-Θα ψάξεις να μου το βρεις. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;
-Αυτή, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Θέλω λοιπόν , εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Τι; Άνοιξα τα μάτια μου πελώρια.
-Εκατό γραμμάρια μυαλό, τόνισε μία-μία τις συλλαβές.
-Από τι να είναι το μυαλό; Αρνίσιο; Τόλμησα ν’ αστειευτώ, μα αμέσως συμμαζεύτηκα, καθώς το ύφος του είχε γίνει πέτρινο.
-Ανθρώπινο φυσικά, αποφάνθηκε. Επειδή το δικό μου δεν μου φτάνει και χρειάζομαι να το συμπληρώσω, σου δίνω προθεσμία δυο μέρες να μου το βρεις. Πληρώνω όσο-όσο, είπε και με αργά βήματα βγήκε αφήνοντας με σύξυλο.
«Άι στο διάολο» σκέφτηκα και σηκώθηκα. «Άι στο διάολο κύριε Θεοδωρίδη που θέλεις να αγοράσεις ανθρώπινο μυαλό από έναν παλαιοπώλη.»
Τόσα χρόνια εκεί μέσα, ποτέ δεν μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο. Τι να μου τύχαινε δηλαδή, να μου ζητήσουν μυαλό; Απίστευτο μέχρι βλακείας μου φάνηκε στην αρχή, αλλά, ύστερα, όταν πήγα στο σπίτι μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ, ξανάφερα στον νου την σκηνή και ανατρίχιασα. Κάτι μου έλεγε πως ο εφοπλιστής δεν έκανε πλάκα.
Το επόμενο βράδυ επισκέφτηκα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έφτασα νωρίς, χτύπησα το κουδούνι, με καλοδέχτηκε. Πάντα με καλοδεχόταν ο Νίκος.
-Τι έγινε Παύλο; Πως μας θυμήθηκες;
Με πέρασε στο σαλόνι, καθίσαμε κι η δασκάλα έφερε τσίπουρα. Ήπιαμε λέγοντας τα συνηθισμένα αλλά εγώ που με έκαιγε, ήθελα να φέρω την κουβέντα στον εφοπλιστή και την αγορά του μυαλού αλλά δεν ήξερα πως. Εν τέλει, ξεκίνησα κάπως αστεία.
-Ξέρεις τι μου ζήτησε κάποιος χτες το βράδυ; Χαχάνισα. Δεν θα το πιστέψεις!
-Τι σου ζήτησε;
-Μυαλό. Εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Πανέ; Ακολούθησε το ύφος μου. Ύστερα ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για πες μου, τι έγινε;
Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το γεγονός. Κι όση ώρα μιλούσα, ο Νίκος σιγά-σιγά σκυθρώπιαζε.
-Την έβαψες, μου είπε όταν τελείωσα.
-Δηλαδή; Αναπήδησα.
-Αν είναι αυτό που υποπτεύομαι, είσαι χαμένος. Υπάρχει μια πανάρχαια οργάνωση πριν από τον χομο-σάπιενς που τρέφεται με ανθρώπινα μυαλά.
-Ποιος είναι ο χόμο-σάπιενς;
-Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι τρέφονται με ανθρώπινα μυαλά.
-Μα εμένα μου ζήτησε εκατό γραμμάρια για να συμπληρώσει το δικό του…
-Ε, αυτό ακριβώς. Σκοτώνουν κάποιους ανθρώπους και τους παίρνουν το μυαλό.
-Και γιατί εμένα;
-Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πως γίνεται η επιλογή.
-Και τι να κάνω τώρα εγώ; Ρώτησα με κομμένα τα γόνατα. Να πάω στην Αστυνομία;
-Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα πας στην δουλειά σου κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
-Ωραίος αδερφός είσαι! Δεν το περίμενα από σένα Νίκο..
-Τι θες να σου κάνω; Σου είπα την αλήθεια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορώ να σου προσφέρω.
Σηκώθηκα κι έφυγα συντετριμμένος. Κουρέλι. Κοίτα ποια τύχη μου επιφύλασσε η μοίρα, σκέφτηκα. Να γίνω  βορά των ανθρώπων. Εγώ, ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Μια-δυο, τρεις μέρες, δεν πάτησα στο μαγαζί, ούτε στο σπίτι. Σκέφτηκα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεχαστώ αλλά μετάνιωσα. Το επόμενο βράδυ που επέστρεφα σπίτι μου σα να είδα κάποιες σκιές να με περιτριγυρίζουν. Φοβήθηκα- η μια σκιά έμοιαζε με τον εφοπλιστή, τι να έκανα; Καλύτερα να πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο. Ψάχνοντας, βρήκα ένα σκοτεινό στην πλατεία Βάθης. Κοιμόμουν, σηκωνόμουν, μέρα-νύχτα εκεί. Ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω. Είχα ρέψει από την αγωνία μου. Την τέταρτη μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Εγώ που ήμουν υγιέστατος, παρά τα εξήντα μου χρόνια, φαινόμουν τώρα γέρος, εκατόν εξήντα και βάλε. Αξύριστος, άπλυτος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, φλόμωσα με τον φόβο μου και το πήρα απόφαση να βγω από το καβούκι μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι μου. Πλύθηκα, ξυρίστηκα, ντύθηκα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και πήρα τους δρόμους.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει ξανασκέφτηκα.
Κατηφόρισα στα Εξάρχεια, πεινούσα πολύ. Έφτασα στην ΚΛΗΜΑΤΑΡΓΙΑ την γνωστή ταβέρνα στη Μαυρομιχάλη και κάθισα σε ένα τραπέζι. Παράγγειλα μπριζόλα, σαλάτα, κρασί κόκκινο, τζατζίκι, πατάτες κι έτρωγα με λαιμαργία. Καθώς ρούφαγα ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος, πήρε το μάτι μου τον Μιχάλη, έναν παλιό, καλό φίλο.
-Έλα, του είπα.
-Γεια σου ρε Παύλο, μου απάντησε καθίζοντας στο τραπέζι. Τι γίνεται;
-Όλα καλά. Θα πιεις κρασί;
-Θα πιω, όπως πάντα, αφού το ξέρεις, μ’ αρέσει το κρασί. Αλλά για στάσου.. εσύ δεν έπινες.. έκανε απορημένος.
-Τώρα θα πίνω, φέρε ποτήρι μαχαιροπήρουνα και τα σχετικά, είπα στο γκαρσόνι.
Ήρθε το ποτήρι, τσουγκρίσαμε.
-Στην υγειά σου, είπε ο Μιχάλης.
-Στην υγειά σου και σένα, ρούφηξα όλο το ποτήρι.
-Σιγά! Έκανε ο Μιχάλης, θα μεθύσεις.
-Αυτό θέλω κι εγώ. Να μεθύσω.
Πίνοντας, με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση κάτι άσπρο να περνάει σαν αστραπή. Ήταν ο Θεοδωρίδης Απόστολος. Ο εφοπλιστής. Ταράχτηκα.
-Τον ξέρεις αυτόν; Ρώτησα με αγωνία τον Μιχάλη.
-Τον εφοπλιστή; Τραντάχτηκε στα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Ποιος δεν τον ξέρει; Είναι το καινούριο νούμερο της γειτονιάς. Γνωστός πλακατζής που παριστάνει τον εφοπλιστή. Δεν τον βλέπεις; Ποιος ντύνεται έτσι, στα άσπρα…
-Μιλάς σοβαρά;
-Σοβαρότατα. Άιντε γεια μας
 -Γεια μας.
Δεν ήξερα τι να κάμω. Να γελάσω, να κλάψω ή να ρίξω μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια του εφοπλιστή.
ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

η τζοκόντα είναι αριστούργημα;





ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΠΩς Η ΤΖΟΚΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ;


Η κουβέντα αυτή είναι μάλλον χιλιογενόμενη. Δηλαδή, τι «φταίει» και ένας έργο ζωγραφικής, ένας πίνακας, είναι ωραίος; Τι τον κάνει τελικά ωραίο; Γιατί λέμε πως η Τζοκόντα είναι αριστούργημα ή η κραυγή του Μουνκ, η ανατομία της φιλοσοφίας του Ρέμπραντ και πάει λέγοντας.
Οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι που στέκονται μπροστά σε ένα έργο τέχνης, νιώθουν μάλλον μια αμηχανία μέχρι ν αντιληφθούν την σπουδαιότητα και την ωραιότητα του. Κοιτάζουν τους άλλους, τους ειδήμονες, εκείνους που μοιάζουν να ξέρουν από τέχνη για να τους εξηγήσουν γιατί η κραυγή του Μουνκ είναι αριστούργημα. Φυσικά είναι πασίγνωστο πως ξέρουν όλοι τον Πικάσο αλλά σπάνια γνωρίζουν έναν τίτλο έργου του ή έχουν στο νου τους ένα έργο του, ας πούμε τις γυναίκες της Αβινιόν-εννοώ το πλείστον των ανθρώπων ανά τον πλανήτη.
Επανερχόμενος στο ποιο έργο είναι ωραίο και ποιο όχι, ακούγοντας και διαβάζοντας πολλούς κριτικούς τέχνης, μα περισσότερο εξετάζοντας ο ίδιος αυτό το κομμάτι περί αισθητικής στην τέχνη και όχι μόνο, το συμπέρασμα μου είναι πως κανείς δεν γνωρίζει τι κάνει ένα έργο ωραίο κι ένα άλλο μέτριο ή κακό ή ανοσιούργημα. Για το τελευταίο, υπαίτιοι είναι καθαρά οι κριτικοί τέχνης που πάντα μπορούν να κάνουν με ευκολία το άσπρο-μαύρο. Μαζί με όλο αυτό το συνονθύλευμα που κινείται γύρω από την κριτική των έργων τέχνης,- το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν ξέρει και ούτε ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες αυτές- οι ίδιοι οι ζωγράφοι δημιουργούν σύγχυση πίσω κι εμπρός από τα έργα τους. Ο Νταλί οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της παγκοσμιοποίησης του στις μεγαλοστομίες του, στο σταριλίκι και γενικά σε μια εξτρίμ συμπεριφορά- όχι βέβαια πως δεν αξίζουν τα έργα του αλλά κάποιους άλλους εφάμιλλους ο πολύς ο κόσμος ούτε καν γνωρίζει την ύπαρξή τους.


Παρατηρώντας και συνομιλώντας με πολλούς ανθρώπους μπροστά από κάποιο έργο μου, άρχισα να πιστεύω πως τους αρέσουν μάλλον αυτά που δεν καταλαβαίνουν ή που δεν μπορούν να δώσουν μια λογική εξήγηση. Λένε συνήθως πολλά και κάποιοι σιωπούν από αδράνεια. Πάντως το σπουδαιότερο είναι που εν κατακλείδι παραδέχονται πως «δεν ξέρω γιατί αλλά μ αρέσει, έχει κάτι αυτό το έργο!»
Υπάρχει βέβαια και η διχογνωμία για το αν ένα έργο γίνεται ωραίο επειδή ο δημιουργός του σπατάλησε πολύ χρόνο ή το έκανε σε μισή ώρα! Προσωπικά δεν πιστεύω στα θαύματα. Διαφορετικά ωραία είναι τα έργα του ενός λεπτού και απίστευτα διαφορετικά εκείνα που χρειάζονται πολύ χρόνο. Γενικά, δεν πιστεύω πως ένα αριστούργημα γίνεται σε λίγο χρόνο. Ούτε όμως πως επειδή κάποιος εργάζεται πολύ σκληρά πρέπει και ν αμειφθεί ή τέλος πάντων να βρει καταξίωση γι αυτό. Ένας τέτοιος ήταν ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι της τέχνης δε  δίνουν δεκάρα σε αντίθεση με τον τεμπέλη Τσαρούχη που του βγάζουν το καπέλο.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ έχω συχνά μπερδευτεί για να ξεδιαλέξω μεταξύ ωραίου και άσχημου έργου, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Κάποτε έβγαζα πιο εύκολες, βιαστικές κρίσεις και έπεφτα έξω. Έλεγα φερ ειπείν πως δε μου άρεσε ο Μοντιλιάνι ενώ τώρα έχω αναθεωρήσει. Για τον Μιρό δεν πολυνοιαζόμουνα και τον Φασιανό τον έκρινα όπως ο απλός άνθρωπος. Ο Φασιανός είναι καλός ζωγράφος, τώρα αν κατακρίνεται για τις διασυνδέσεις του αυτό είναι άλλο. Συνοψίζοντας, λέω πως, εν πάση περιπτώσει και το τελευταίο έργο που θα σχεδιάσει ένας άνθρωπος σε ένα παραπεταμένο χαρτί, είναι ωραίο.




Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

ΟΙ ΈΜΠΟΡΟΙ των ΟΠΛΩΝ




Δεν θα κάνουμε έναν άλλο ηλίθιο πόλεμο ακόμα! είπαν οι ΗΠΑ δια μέσου αυτής της αλεπουδόφατσας. Θα βάζουμε τους άλλους να σκοτώνονται μεταξύ τους κι εμείς θα του εξοπλίζουμε, θα τους τροφοδοτούμε υλικά πολέμου!

Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως ο μόνος υπεύθυνος για την τραγωδία στη Συρία είναι ο Ερντογάν. Παραμύθι.

Παλαιότερα ήταν ο Σαντάμ. Και ο Καντάφι. Πάντα κάποιος θα γίνεται θύμα αυτής της παράξενης ειρωνείας, αυτού του αδίσταχτου σαδισμού εκ μέρους των ισχυρών που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διαθέσουν το βασικό εμπόρευμα τους που δεν είναι άλλο από τα όπλα!

Οι μικροί λαοί είναι υποχείριοι των ισχυρών. Η Ιστορία όταν ξέρεις να την διαβάζεις σου λέει την αλήθεια. Όχι αυτή που φαίνεται αλλά αυτή που κρύβεται.

Σήμερα: πίσω από το δράμα των Κούρδων και των Σύριων κρύβονται κατά βάση οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Γιατί αυτοί άμα ήθελαν αυτόν τον Ερντογάν θα τον είχαν συντρίψει. Αλλά δε θέλουν. Δεν τους συμφέρει αυτή τη στιγμή. Αυτό που τους συμφέρει είναι να ξοδέψει τα όπλα του.
Σχετική εικόνα

Όμως η Κίνα, η τρίτη χώρα σε πωλήσεις όπλων είναι ακόμα πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Ρωσία. Η Ουάσιγκτον πούλησε το 31% των όπλων που αγόρασε ο πλανήτης, ενώ η Μόσχα το 27%.


Περισσότερα από τα μισά όπλα που διέθεσαν οι ΗΠΑ είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή: στη Σαουδική Αραβία αναλογούσε το 22% του συνόλου των αμερικανικών πωλήσεων, κάτι που σημαίνει πως το σουνιτικό βασίλειο είναι ένας από τους σημαντικότερους πελάτες των αμερικανικών βιομηχανιών όπλων.
Η Σαουδική Αραβία εξάλλου ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων την υπό εξέταση περίοδο: σε αυτή τη χώρα αναλογούσε το 12% των εισαγωγών παγκοσμίως. Πέραν των ΗΠΑ, οι βασικοί προμηθευτές του βασιλείου ήταν η Βρετανία και η Γαλλία.
Οι εξαγωγές όπλων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2014-2018 από την περίοδο 2009-2013, σύμφωνα με το SIPRI. Άλλοι μεγάλοι εισαγωγείς ήταν η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Ιράκ.

Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, στην οποία αναλογεί το ένα πέμπτο των παραδόσεων παγκοσμίως, προμήθευσε όπλα σε 48 χώρες, σύμφωνα με το ινστιτούτο. Πάνω από τις μισές ρωσικές εξαγωγές όπλων είχαν προορισμό την Ινδία, την Κίνα και το Βιετνάμ.

Ακούω κι απορώ. Πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για να μασάει το παραμύθι για τις διαφορές μεταξύ των λαών, πως είναι τάχα δημιούργημα της διαφορετικότητα των, ο πόλεμος, το μίσος, οι Τούρκοι είναι αιώνια κακοί, οι Κούρδοι απάτριδες, οι Σύριοι κυνηγημένοι και ούτε καθεξής για να μιλήσω μόνο για τους εμπλεκόμενους στα σύγχρονα γεγονότα και πως γι αυτό δε φταίνε καθόλου οι Γάλλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί οι Κινέζοι, αυτοί οι κυρίαρχοι που τραβάνε μαστορικά την ουρά τους απέξω, σφυρίζοντας αδιάφορα τάχα, πως εμείς κάναμε ότι μπορούσαμε, έτσι δεν είπε αυτός ο τραγικός Τράμπ; εμείς σας βοηθήσαμε τόσα χρόνια, τώρα κάντε και σεις τη δική σας δουλειά! Είστε μόνοι σας, είπε με λίγα λόγια ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έσπευσε να υπερασπιστεί την απόφασή του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη βορειοανατολική Συρία.
Μάλιστα υποστήριξε ότι, μιλώντας σε συντηρητικούς χριστιανούς ακτιβιστές, οι ΗΠΑ πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των δικών τους συνόρων!
Πολλά πράγματα θέλουν να κρυφτούν σ αυτόν τον κόσμο αλλά πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για μα πιστέψει όλο αυτό το σκηνικό που παίζεται στη Συρία αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, όταν θα συμβαίνουν ανάλογα γεγονότα, δεν στηρίζεται, απλά και μόνο στην πώληση και κατανάλωση όπλων, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα. Σ αυτό, λοιπόν το θέατρο παραλόγου,  ο  αρχηγός του κόσμου που λέγεται Τραμπ, που φυσικά δεν παίζει κανέναν ιδιαίτερο λόγο γιατί σ αυτή την βρώμικη ιστορία, που κανένας από τους πονόψυχους! βιομηχάνους όπλων, δε νοιάζεται, στην πραγματικότητα δε δίνει δεκάρα, πόσοι θα σκοτωθούν, οι μόνοι που ευθύνονται είναι οι παραγωγοί όπλων, γιατί μη μου πει κανείς έμπορος πως φτιάχνει προϊόντα μόνο για να τα κοιτάζει! και που φυσικά εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν σ αυτό το παραμύθι, σ αυτή τη συνεχιζόμενη παρωδία των λαών και των ανθρώπων. Οι έμποροι των όπλων είναι υπεύθυνοι για όλους τους σύγχρονους πολέμους, όπως και οι έμποροι ναρκωτικών για όλους τους δυστυχισμένους ναρκομανείς αλλά, φυσικά και οι πολιτικοί που συναινούν να υπάρχουν βιομηχανίες όπλων.

Διαβάζω και απορώ. Επιθετική λεγεώνα υπό Ρώσικες διαταγές, Σύριοι και Κούρδοι, δυστυχισμένοι λαοί, οι ΗΠΑ δεν έχουν σχέδιο δράσης στην περιοχή, ΗΠΑ και Ρωσία πάντα στο βάθος για όσα κακά συμβαίνουν στον πλανήτη, οι Τούρκοι παίκτες χαιρετούν στρατιωτικά, αυτός ο Ερντογάν πρέπει να είναι ηλίθιος. Ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκερ κάνει αυστηρές κυρώσεις, η Τσεχία σταματά να προμηθεύει όλα στην Τουρκία! Ώστε έχει βιομηχανία όπλων και η Τσεχία! η Ισπανική κυβέρνηση αναστέλλει! την πώληση όπλων στην Τουρκία, τι λέτε ρε παιδιά; οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικάζουν το γεγονός, η Γερμανία σταματά κι αυτή να πουλάει στην Τουρκία, η Σουηδία, η Νορβηγία. Όλοι αυτοί θα περιμένουν να καταναλώσει ο μεγάλος πελάτης, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τουρκία, όλο το οπλοστάσιο, οπότε θ αναγκαστεί να υπογράψει κάποια χαρτιά, κάποιες συνθήκες για ειρήνη αλλά και όλοι τότε ο έμποροι φυσικά θα είναι πρόθυμοι να της ξαναγεμίσουν το οπλοστάσιο για την επόμενη φορά! Αυτό είναι μάγκες το κόλπο και κανένας Τούρκικος λαός, κανένας Κουρδικός λαός, κανένας Σύριος λαός δεν φταίει γι αυτή την κατάντια του ανθρώπινου είδους ει μη, μόνο η αισχρή εκμετάλλευση των κυρίαρχων βιομηχανιών όπλων που θέλουν να εμφανίζονται ανώνυμες επιχειρήσεις αλλά δεν είναι: πίσω τους κρύβονται αιμοβόρικα σκυλιά, ψυχασθενείς και ολέθριοι, φριχτοί άνθρωποι που επιμένουν να μας λένε ακόμα πως παλεύουν φτιάχνοντας όπλα! για την καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου.



Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΊΣ ΓΡΆΦΟΥΝ ΜΠΟΎΡΔΕΣ




Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κριτικές για μικρές θεατρικές παραστάσεις ή μιλώντας από καθέδρας για την τοπική αθλητική ομάδα. Κάποιοι προχειρογράφοντας, έχουν αποκτήσει σπίτι στην Καραϊβική, αφήνοντας καθ οδόν πίσω τους, επιρρήματα που σφύζουν από ενέργεια, ξύλινους χαρακτήρες και ελεεινές προτάσεις στην παθητική φωνή. Άλλοι απεραντολογούν σε ποιητικές βραδιές με ελεύθερη συμμετοχή, φορώντας μαύρο ζιβάγκο και τσαλακωμένο χακί παντελόνι. Εκστομίζουν στιχουργήματα για τα «οργισμένα λεσβιακά μου στήθη» και το «γερτό στενοσόκακο που κραύγασα τα όνομα της μητέρας μου».
Τάδε έφη ο Στίβεν Κινγκ στο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗς-ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑς ΤΕΧΝΗς, που είναι όντως ένα ωραίο βιβλίο, χρήσιμο, ιδιαίτερα για Νεοέλληνες συγγραφείς και συγγραφάρες γυναίκες.
Αυτά πέρα από την Αμερική και μάλιστα από έναν συγγραφέα που δεν τον έχουν και σε καμιά περίοπτη θέση οι Έλληνες κουλτουριάρηδες. [Τελικά αυτή η ατέλειωτη Σαββοπουλοκουλτούρα δε λέει να τελειώσει στην Ελλάδα]. Μίλησα σε κάποιον φίλο με τέτοια χαρακτηριστικά και πέταξε τα χείλη του έξω, αντίθετα με μένα, που σαφώς είμαι σκληρότατος στις κριτικές μου, που βρήκα καταπληκτικό το συγκεκριμένο βιβλίο του. Είναι ένα δείγμα πως μπορεί να γράφει κανείς μεγάλα νοήματα χωρίς να χάνεται σε αοριστολογίες, με απλές, κατανοητές λέξεις. Να λέει δηλαδή τα πράγματα με τα όνομα τους στην τέχνη του γραψίματος.  Αυτό, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς το καταφέρνουν σήμερα. Να γράφουν απλά αλλά χωρίς να μπουρδολογούν. Θα μου πεις, βέβαια, ποιοι Έλληνες συγγραφείς και σε ποιο κοινό αναφέρεσαι και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί συγγραφείς στη σημερινή Ελλάδα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι θα έχεις δίκιο.Ούτε συγγραφείς έχουμε, ούτε αναγνωστικό κοινό. Εδώ έχουμε μεγάλο συγγραφέα τον Τατσόπουλο και την Λένα Μαντά και μ αυτούς πρέπει ν ασχολούμαστε. [Λογικά θα υπάρχουν κάποιοι «κρυμμένοι» με βάση το νόμο των πιθανοτήτων που θα τους «ανακαλύψουμε» αργότερα-όταν θα έχουν σβήσει την άθλια ζωή τους.]
Αλλά παραδεχόμαστε πως όντως υπάρχουν κακοί συγγραφείς που αποτελούν τη βάση στη σχετική πυραμίδα που ισχύει σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο, σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω απ όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, ο Φόκνερ, οι Γέιτς, ο Μπέρναντ Σο. [Σημειώνει μόνο αγγλόφωνες μεγαλοφυΐες!] Είναι οι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που για να τον κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να τον κατακτήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητες μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή [τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο] συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν με το πρότυπο μιας εποχής.
Φυσικά και δε συμφωνώ σε πολλά με τον Κινγκ,-ας πούμε δε θεωρώ τον Φόκνερ μεγάλο συγγραφέα- τα περισσότερα όμως είναι σαφέστατα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου με δύο θέσεις που και οι δύο είναι απλές. Η πρώτη είναι ότι το καλό γράψιμο συνίσταται στο να κατέχεις τέλεια τα βασικά [λεξιλόγιο, γραμματική, στοιχεία ύφους] και κατόπιν να γεμίσεις το τρίτο επίπεδο της εργαλειοθήκης σου με τα κατάλληλα εργαλεία. Η δεύτερη είναι ότι, ενώ είναι αδύνατον ένας κακός συγγραφέας να γίνει επαρκής κι ενώ είναι εξ ίσου αδύνατον ένας καλός συγγραφέας να γίνει σπουδαίος, είναι δυνατόν, με πολλή σκληρή δουλειά, αφοσίωση και έγκαιρη βοήθεια, ένας απλώς επαρκής συγγραφέας να γίνει καλός.
Όπως έχουμε αντιληφθεί ο Κίνγκ ξεχωρίζει τους συγγραφείς σε κακούς, καλούς και μεγαλοφυΐες.
Στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους μεγαλοφυΐες και ξεχνούν πως οι μεγαλοφυΐες το αγνοούν.


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ο ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ





Ένα σπίτι μεγάλο όπως το ονειρευόταν, στην άκρη του γυαλιστερού κόσμου, -τζαμένιες ψευδαισθήσεις και το ξέρεις, κάποιος στίχος σφηνώθηκε ανάμεσα σ αυτή την πολυτέλεια, σ αυτή τη χλιδή που ονειρευόταν από παιδί η Αρχοντούλα Πέρκινς και στην πραγματικότητα που θρόιζε τα ωραία δέντρα στην αυλή. Στην αυλή όπου υπήρχε μόνο πράσινο και δεν υπήρχαν ζώα. Η Αρχοντούλα σιχαινόταν τα ζώα. Τα ζώα και τους ανθρώπους. Αγαπούσε τη μοναξιά και το πράσινο, μόνο αυτά τα δυο ήταν η ευτυχία της σ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο της.
Όλα αυτά τα είχε φτιάξει μόνη της, εξ άλλου δεν είχε και κανέναν σ αυτόν τον κόσμο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ή είχαν σκοτωθεί σε μακάβριο ατύχημα. Κάποια ξαδέρφια φρόντισε να τα ξεφορτωθεί αλλάζοντας το πατρικό της από Περκινιάδη σε Πέρκινς, επειδή της άρεσε αυτός ο Άντονι, ο Άντονι Πέρκινς σε εκείνα τα σαδιστικά Ψυχώ που έπαιζε όταν ζούσε.
Ήταν πρωί τα Αυγούστου που η μοναξιά της μεγαλούπολης χτυπούσε κόκκινο, να είσαι μόνος σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά αυτό επιθυμούσε αυτό αγαπούσε. Τίποτε άλλο, το μεγάλο σαλόνι, όπου μπορούσε να παίζει, να χορεύει ν ακούει Ραχμάνινοφ, ααα αυτός ο Ραχμάνινοφ της είχε φάει τη ζωή. Την όμορφη ζωή πάνω ακριβώς στα τριάνταένα της χρόνια, παρθένα που δε χάριζε σε κανέναν τον υμένα της, όμορφη σαν νεράιδα που χαμογελούσε πάνω απ το ρυάκι, που κελάρυζε ανάμεσα από τα χαλίκια σαν λέξεις υδάτινες, τόση ήταν η ευτυχία της!
Ο άνθρωπος είχε φτάσει εκεί πριν από λίγο. Χτύπησε το κουδούνι με τον δείχτη και λέω με τον δείχτη γιατί συνήθως χτυπάμε το κουδούνι με τον μεσαίο δάχτυλο. Ο δάχτυλος του δαχτύλου και περίμενε. Κανείς. Ο ήλιος στραφτάλιζε τις ακτίνες στο απέραντο γαλάζιο. Ξαναχτύπησε. Η Αρχοντούλα επάνω αναρωτήθηκε ποιος να ήταν; δε θυμόταν να είχε καλέσει κάποιον. Ποιος είναι; φώναξε!
-Ο ταχυδρόμοοοοοοοος! ακούστηκε η φωνή κι από μέσα και από έξω. [Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις σε ένα σπίτι, όλοι ανοίγουν στους ταχυδρόμους.]
Α, ο ταχυδρόμος .... μισόσμιξε τα νεραιδένια χείλη της, άνοιξε και την πόρτα. Περίμενε κανένα γράμμα; Μήπως κάποια κάρτα ή μια επιταγή; Δε θυμόταν. Όχι, δεν περίμενε τίποτε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ ευχαριστημένη που δε φοβόταν τίποτε στη ζωή της. Άπλωσε το χέρι, έπιασε την τσαγέρα, έβαλε λίγο τσάι Τενερίφης στο πορσελάνινο φλιτζάνι, μισή κουταλιά μέλι φθονερού μελισσοκόμου από το Πήλιο, γιατί φθονερού; Έχει κάποια σημασία αλλά τέλος πάντων, δίπλα υπήρχε ένας φάκελος που τον έσκισε πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο τσάι της.
Ω, Γουίλλυ έπρεπε να ήσουν εδώ
είσαι η λατρεία μου
εσύ κι ένας σκίουρος,
έλεγε η σημείωση στην κάρτα του φακέλου αλλά ποιος ήταν ο Γουίλλυ; Και γιατί αγαπούσε τους σκίουρους; Αυτή δεν αγαπούσε κανένα ζώο!
Χαμογέλασε λοξά με το κοροϊδευτικό της βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που είχαν λατρέψει όλοι οι καθρέφτες.
Ωστόσο ο άνθρωπος που χτύπησε το κουδούνι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας γυμνός. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο του, την αξιοπρέπεια του, δεν ήταν ούτε όμορφος, μηδέ άσχημος και οι αφαλοί της Αρχοντούλας λύθηκαν. Τι θα της έκανε τώρα αυτός ο απαίσιος; Τα ρούχα της έπεσαν στο μεγάλο σαλόνι, το κρυστάλλινο γέλιο της πάγωσε στην ατμόσφαιρα, το βαλς του Μπάχ, είχε αλλάξει το σιντι από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι, γέμισε τον αέρα, η δαντελλένια κυλόττα άφησε να φανεί το χνούδι, το χνούδι γλίστρησε στη σχισμή, μαζί με το λαχταριστό κρέας, ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο σπίτι της, μπήκε μέσα στη σάρκα της, ο ταχυδρόμος χτυπούσε πάντα δυο φορές μαζί μ αυτόν τον αδιόρθωτο Τζακ Νίκολσον, ο καινούριος φάκελος έπεσε στο δάπεδο του μεγάλου σαλονιού της Αρχοντούλας Πέρκινς.
Άθελά του, άθελα του φακέλου; Φύσηξε ο άνεμος; Ο άνεμος πάντα φυσάει κάποτε κι έδειξε την οπή του κόσμου. Ήταν ωραία η οπή απέναντι απ τον καθρέφτη, ωραίο ήταν και το νούμερο, πέντε ίσως έξι χιλιάδες ευρώ για μια ώρα, για μια νύχτα σε ένα μαγεμένο κόσμο, για μέρα στον παράδεισο, δεν ήταν και ευκαταφρόνητο ποσό έστω και για κάποια  σαν την παρθένα Αρχοντούλα που αγαπούσε τα δέντρα και δεν αγαπούσε τα ζώα.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΕΊΧΕ ΑΠΑΡΝΗΘΕΊ ΚΆΠΟΤΕ




Χ
χρόνια έψαχνε-μια ζωή.
Όμως όλα αυτά που έψαχνε ήταν δύσκολα.  Ή δυσκολοεύρετα.
Εκείνο το πρωί της Κυριακής στάθηκε εμβρόντητος μπροστά στο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους. Είδε το χειρόγραφο στη βιτρίνα κι έμεινε να το εξετάζει με θαυμασμό [όχι ανυπόκριτο] και σφιγμένα τα μάτια. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα χαμόγελο πονηριάς εκμεταλλεύσιμης καθώς με την άκρη του ματιού του συνέλαβε την εικόνα του παλαιοπώλη που ξεκίνησε από απέναντι φουριόζος-μυρίστηκε πελάτη, καθώς τον είδε κι αυτός, κουστουμαρισμένο να περιεργάζεται το μαγαζί του. Δεν ήξερε όμως τι έψαχνε, νόμιζε πως ήταν ένας τυχαίος που φορούσε ένα κουστούμι μπλε, σκούρο μπλε, κόκκινο παπιγιόν, ζώνη κορακάτη, παπούτσι μελιτζανί.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης μπήκε στο μαγαζί, δε μίλησε. Έκανε πως ταχτοποιούσε κάποιες γκραβούρες ενώ  η ματιά του τύπου με τα μελιτζανιά παπούτσια έπεσε στην πινακίδα που έγραφε : Οδός Ιπποκράτους και υπότιτλος, « κάντε τη ζωή σας πιο ήρεμη, μετρώντας  τη δυστυχία, πως, αν δεν είσαστε υγιής δεν έχει νόημα να ζείτε!»
Ο Ιπποκράτης  ήταν ο πιο συμπαθής από τους αρχαίους φιλόσοφους επειδή ασχολήθηκε με κάτι πολύ ουσιαστικό, την υγεία των ανθρώπων. Πάντα του άρεσαν οι άνθρωποι που έβλεπαν τη ζωή στα ίσια, που αντιμετώπιζαν καθημερινά το θάνατο.
-Πόσο κοστίζει αυτό; Ρώτησε, όταν μπήκε στο κατάστημα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα να τον κοιτάξει.[Τον παλαιοβιβλιοπώλη.]
-Αυτό! Έκανε ζωηρά. Α, κύριε μου δεν ξέρετε τι μου ζητάτε! Αυτό είναι ένα από τα σπανιότερα είδη που βρέθηκε στην κατοχή μας. Είναι το μοναδικό αντίγραφο γράμματος-το πραγματικό γράμμα  το έχουμε σε θυρίδα- του Καρυωτάκη προς την Μαρία Πολυδούρη. Αυθεντικό κύριε μου. Αυθεντικό γράμμα για την μοναξιά και την αθλιότητα της ζωής!
-Και τι ενδιαφέρει κάποιον αυτή η αθλιότητα;
Τι ενδιαφέρει ένα γράμμα του Καρυωτάκη; Μίλησε προσπαθώντας να μειώσει το γεγονός και το χειρόγραφο.
-Μα τι λέτε! Σεις ένας εκλεπτυσμένος κύριος της καλής κοινωνίας έπρεπε να γνωρίζετε πως τα πάθη μας είναι περισσότερο ελκυστικά από την ευτυχισμένη ζωή μας.
Σήκωσε τα μάτια και τον πρόσεξε με σημασία. Ένα απρόσωπο ανθρωπάκι του φάνηκε. Τι να τον ένοιαζε η φιλοσοφία και η θεωρία του; Αυτός στην πραγματικότητα είχε δώσει ένα ραντεβού σε μια γυναίκα που την ήξερε από χρόνια, για να πιούνε εκεί, έναν καφέ, στο βρώμικο καφενέ που διατηρούσε ο ίδιος ο παλαιοβιβλιοπώλης. Με μια γυναίκα που τον είχε απαρνηθεί κάποτε, λέγοντας πως δεν άξιζε τον έρωτα της. Αυτός δεν επέμενε να της εξηγήσει, είχε καταλάβει, ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε εύκολα. «Είσαι ο τελευταίος μεγάλος που με ερωτεύτηκε» του είχε πει. Αυτός δεν πίστευε πως θα μπορούσε ποτέ να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε ερωτευθεί και του είχαν αρνηθεί τον έρωτα του. Δεν πίστευε πως υπάρχει κάποιος τελευταίος, συνήθως μεγάλος. Ας πούμε ο τελευταίος μεγάλος δικτάτορας πως ήταν ο Αδόλφος.. Όχι, δεν ήταν ο τελευταίος μεγάλος ηθοποιός ο Χόρν, ούτε ο τελευταίος μεγάλος  των ποιητών ο Σολωμός. Πάντα θα υπήρχε ο επόμενος.
Η γυναίκα που τον είχε αρνηθεί άργησε να έρθει. Μα όταν ήρθε σα θεά με τα γαλάζια φορέματα της μοναξιάς, του χάρισε το ωραιότερο χαμόγελο της και του είπε για άλλη μια φορά στο αφτί, πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της μεγάλος έρωτας.
-Θα πιούμε καφέ; Μίλησε έχοντας κατά νου πως θα ψώνιζε εκείνο το αλλοπαρμένο χειρόγραφο του Καρυωτάκη με όσο το δυνατόν μικρότερη τιμή.
-Κερνάει το κατάστημα! Προθυμοποιήθηκε ο παλαιοπώλης και τους έδειξε  το σκοτεινό τραπέζι στο βάθος.
Πίσω απ το σκοτάδι υπήρχαν τα πάντα.  Δυο φλιτζάνια καφέ, μια όμορφη εξαθλιωμένη από τον καιρό γυναίκα, αυτός και το γράμμα του Καρυωτάκη.
-Τι γράφει σ αυτό το γράμμα ο απελπισμένος εραστής; Ρώτησε όταν επιτέλους απολάμβαναν τον καφε στο σκοτάδι η εξαθλιωμένη ομορφιά.
-Δε θυμάμαι, απάντησε. Θα το διαβάσουμε μετά.
-Εγώ θυμάμαι ένα γράμμα της Πολυδούρη. «Τον αγαπώ..τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια.
Ό,τι νιώθω σιμά μου κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του, το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνει.»
Το σκοτάδι είχε γίνει περισσότερο πηχτό.
-Τι σε ενδιαφέρει ένα αξιοθρήνητο κείμενο, προς την αγαπημένη του; τι σε ενδιαφέρει η ζωή ενός χτικιάρη ποιητή;
Αυτή η αλλοπρόσαλλη στάση της, το αλλόκοτο πήγαινε-έλα του άστατου χαραχτήρα της τον εκνεύριζε. Χρόνια τώρα. Τι τον ήθελε εκείνον τον καφέ; Με μια γυναίκα που του χε σκοτίσει την ψυχή τόσα χρόνια;
-Είναι πολλά τα λεφτά! Αξίζει μια περιουσία. Υπάρχει κάποιος που δίνει εκατό χιλιάδες..
-Εκατό χιλιάδες! Χλόμιασε βουτώντας την τελευταία φρυγανιά στο κατακάθι του καφέ. Εκατό χιλιάδες για να διαβάζει κάποιος την αθλιότητα του έρωτα, του βασανισμένου έρωτα δυο ανθρώπων που δεν τους άφησαν να ζήσουν μαζί. Μπορείς να μου πεις γιατί τους το απαγόρεψαν; Αγρίεψε και φώναξε πιο πολύ την τελευταία φράση της.
-Εκατό χιλιάδες, επιβεβαίωσε σαν ηχώ. Άμα τελείωσες τον καφέ σου αποχώρησε, φύγε εσύ, εγώ θα προσπαθήσω ν αγοράσω…
-Θέλεις να πεις να κλέψεις, τον έκοψε ειρωνικά. Εσύ δεν αγοράζεις ποτέ!
-Με προσβάλλεις! Πήγαινε σε παρακαλώ. Δε θέλω να ξαναπιούμε άλλον καφέ μαζί. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος καφές που ήπιαμε μαζί.
Η γυναίκα σηκώθηκε. Τον κοίταξε ψυχρά από πάνω του,
-Εύχομαι να μην ευτυχίσεις ποτέ! του είπε φτύνοντας το αίμα στο σκοτάδι.
Αυτός γύρισε το πρόσωπο του στη νύχτα που φευγε θολή. Όλα για μια στιγμή του φαίνονταν αχρείαστα. 
«Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
                         ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
                         σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη
                                                       της νυχτός
                         κάποιον ποχει πεθάνει.»
Ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν που διάβασε τους στίχους. Γύρισε και τον κοίταξε σκυθρωπά.
-Πόσα λεφτά θέλεις;
-Τα λεφτά! Πφ! έκανε. Τι αξία έχουν τα λεφτά μπροστά στην τραγωδία;
Όλα είναι μια τραγωδία αγαπητέ μου. Θα σου το δώσω το χειρόγραφο, μην αδημονείς, θα σου το δώσω.
Αυτός αναπήδησε στο σκοτάδι. Τα μελιτζανί παπούτσια του έλαμψαν, το φως ενός κεριού άνοιξε το πλάνο. Ο παλαιοβιβλιοπώλης πήγε και γύρισε κρατώντας το πολυκαιρισμένο, το κίτρινο προς την ώχρα φύλλο γραφής. Του δωσε μόνο το αντίτιμο των καφέδων: δυο δραχμές.
Ύστερα πήρε το χειρόγραφο κι έφυγε. Χάθηκε απ τα μάτια της σιωπής κατηφόρισε  όπου κυλούσε ο χρόνος σα νερό. Έφτασε σε ένα άλλο σκοτάδι που κάποιος ωχρός σαν σπειροχαίτη, τον περίμενε.
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΦΎΛΟ ΤΗΣ ΑΚΑΚΊΑΣ



Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τα πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχροα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταΐζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς


Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Η ΦΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.





Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια, ήταν μια φράση ειπωμένη το χίλια εννιακόσια εβδομήντα δυο, όταν η Άννυ είχε γεννηθεί, μικρούλα και οι άνθρωποι είχαν πει πως δε θα μπορούσε να ζήσει στον επιβλητικό κόσμο των αναμνήσεων.
Εκείνο το Καλοκαίρι είχε πάει διακοπές στο αόριστο νησί των εξελίξεων, χωρίς να τη νοιάζει αν έπρεπε να ζει ή να πεθαίνει και σκεφτόταν πως κανείς δεν ξέρει γιατί ήρθε σ αυτόν τον κόσμο και γιατί θα έφευγε από αυτόν τον δυστυχισμένο κόσμο, χαράζοντας ένα χαμόγελο, μια αισιοδοξία στον παρατατικό και φτάνοντας στο παραλιακό μαγαζί, κάθισε να πιει ένα ποτό μόνη της. Ανάμεσα από τα σκέλια της κάτι την έκαιγε ήθελε να ξεφτιλίσει αυτόν τον κόσμο με ένα μαχαίρι κοφτερό σαν την όψη να γελάσει μαζί του, τόσο όμορφη ήταν η Άννυ, ο κόσμος μια σταλιά, πίσω από τη σχιζοφρένεια φαινόταν η αλήθεια, τα μάτια που έκαιγαν, ο Καζαντζάκης πουριτανός και ανηλεής, ο Κούντερα μηδαμινός και ο πεσιμισμός του Σοπενάουερ ή μιας ανάλογης συνέργειας την εξωθούσαν να γελάσει μ αυτόν τον κόσμο! Τι ωραίο θα ήταν να την βλέπουν όλοι να οργιάζετε! Η σάρκα μας χρειάζεται έρωτα, το αίμα! η Αννυ τα ήξερε όλα αυτά και περιγελούσε τον κόσμο των καταπατήσεων.
-Τζον μια μέρα θα φύγω να μη με περιμένεις.
-Που θα πας; ρωτούσε με αγωνία.
Η Άννυ είχε πάει με πολλούς άντρες. Ο Τζον ήταν αφελής. Σκληρή πραγματικότητα ζώντων οργανισμών αλλά τι νόημα θα είχε αν, χωρίς να λάβουμε υπ όψιν μας ένα έργο που παίζεται στο σινεμά μιας παρακείμενης συνοικίας; Κάτι πρέπει να πούνε εδώ για την νομιμότητα αυτών των δυο ανθρώπων, οι χαρακτήρες τους είναι απόμακροι. Ποια είναι η Άννυ; Και τι κάνει ο Τζον;
Ο Τζον είπε μια μέρα πως δε σε θέλω πια έτσι. Είσαι ένα σκουπίδι. Άσχημη λέξη.
Η Άννυ σκουπίζοντας ένα ξένο πεζοδρόμιο κοίταζε πέρα τον ορίζοντα.

Το μαγαζί ήταν άδειο, νωρίς ακόμα όπως είπε ο μαγαζάτορας που την κοίταξε όπως την κοίταξε, που την είδε όμορφη και η Άννυ φρόντισε να κρύψει τα λευκά της πόδια πίσω από ένα κατάλευκο φουστάνι, μελέτησε πως δεν την ένοιαζε ότι και να έλεγαν γι αυτήν, καθώς ο σερβιτόρος της έφερνε το ποτό της, τζιν ή βότκα που τα αγαπούσε όπως και οΤζον, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει περισσότερο απ τη ζωή του, και που τώρα αυτή τον είχε εγκαταλείψει θεωρώντας πως δεν είχε τίποτε άλλο να της προσφέρει μετά από πέντε χρόνια γάμου, που φυσικά την άφησε ανικανοποίητη, γιατί ο θρόνος της ήταν πιο ψηλά, γιατί, πίνοντας την πρώτη γουλιά απ το ποτήρι της άφησε να της ξεφύγει ένας ερωτικός αναστεναγμός που ήχησε στο άδειο μαγαζί όπως μια άρια της Μαρίας Κάλλας, έτσι που οι σερβιτόροι, οι μάγειροι, τα αφεντικά έτρεξαν από πάνω της.
-Α, δεν τρέχει τίποτε καλέ! Τους πέταξε με το ανάλαφρο ύφος της. Τρέχει τίποτε; Έσμιξε τα φρύδια της κατά πρόσωπο του αφεντικού, φάτσα με φάτσα, θυμό με θυμό, όχι, γαλήνεψε αυτός κι αργά χάθηκαν όλοι στο βάθος, στις δουλειές τους να κόψουν κρεμμύδια, να πλύνουν τις λάντζες να σιδερώσουν τις άσπρες ποδιές τους, οι άνθρωποι αυτοί ήτανε ξένοι, το μεροκάματο τους ήθελαν να βγάλουν και η Άννυ ένιωσε μια λαχτάρα για τον Τζον γελώντας στον Παρακείμενο.
-Θα πας μόνη σου όπου θες; Μα εγώ σου προσφέρω τα πάντα! Δεν μπορώ να σε καταλάβω Άννυ!
-Ούτε εγώ Τζον. Είμαστε δυο γέφυρες που δεν ενώθηκαν ποτέ. Δυο φυτά που ξεφύτρωσαν σε έρημο, εμένα ο κόσμος μου είναι κάτω απ τα σκέλια μου και χάιδεψε ξανθιές αφέλειες σκεφτόμενη πως έπρεπε να βγάλει την άσπρη κυλόττα της, τι στο διάολο τις ήθελαν οι άνθρωποι τις κυλόττες; Αναλογίστηκε σκίζοντας την κατάχαμα, κάτω απ το τραπέζι, έτσι που να την βλέπουν όλοι όσοι άρχισαν να μπαίνουν στο μαγαζί κι αυτή, η Άννυ να περιφέρει την οξύτητα της στον ραγισμένο καθρέφτη του πρώτου τυχόντα εραστή, των πρώτων τυχόντων επιβητόρων που όντως είχαν αρχίσει να κάθονται στα τραπέζια τους, να παραγγέλλουν, να τρώνε, να συζητάνε ενοχλημένοι απ την πολιτική κατάσταση του τόπου αλλά ταυτόχρονα να κοιτάνε τη σχισμένη κυλόττα της κάτω απ το τραπέζι της , έτσι που η Άννυ να μεγαλώνει τους αναστεναγμούς, να τρίβεται πίσω απ το τραπεζομάντηλο, να ερεθίζεται, να αρχίζει να χάνεται στον κόσμο της ηδονής, ααα, τι ωραίο ήταν που την έβλεπαν όλοι τρώγοντας το φαί τους και ξύνοντας ανέμελα τους κροτάφους οι άντρες, ενώ οι γυναίκες ενοχλούνταν από την χαλαρότητα του πνεύματος, από την μη οξυδέρκεια των ιθυνόντων, δεν ήταν για καθώς πρέπει πελάτες αυτό το μαγαζί, έπρεπε να φύγουν και να μη ξανάρθουν αλλά η Άννυ, ω αυτή Άννυ που δεν έπρεπε να γεννηθεί, άρχισε να φωνάζει, γες, ναι, έλα! σηκωνόταν στα πίσω πόδια της καρέκλας, ένιωθε μόνη σε ένα κρεβάτι, χωρίς εραστή μόνη με τα ανοιχτά της πόδια, ο κόσμος όλος είναι μια ηδονή, το γέλιο της σκόρπισε τους πελάτες, εκμηδένισε την πραγματικότητα, έφυγαν όλοι ντροπιασμένοι από μια αδιάντροπη ηρεμία, όταν την πλησίασαν απειλητικά τα αφεντικά με τα μαχαίρια της κουζίνας ξυραφισμένα στα ασπρισμένα από μίσος χείλια τους.
Το βλέμμα πάγωσε.
-Τζον αυτός ο κόσμος δεν είναι για μας.
-Γιατί το λες αυτό Άννυ;
Μίλησε ο Τζον
-Εμένα δε με χωράει ανθρώπου νους.
Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια! Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια! Ούρλιαξε.
Ήταν μια φράση που έλεγε στον Ενεστώτα η Άννυ που δεν έπρεπε να γεννηθεί.
τέλος


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

ΜΙΑ ΜΈΡΑ.





Φθινόπωρο κι έβρεχε ασταμάτητα, το νερό έμπαινε από παντού στο μυαλό, στις τρίχες της μασχάλης, στις πατούσες, μέσα απ τις σχισμένες κάλτσες και κάτι ζεστό ένα, τεράστιο ένα, κυλούσε εκεί ανάμεσα στη λευκότατη σάρκα της Πόπης που ήταν μόνο εικοσιτριών χρονών και σκεφτόταν πως αν δεν έχεις πάθη δεν είναι ανάγκη να ζεις, κάποιος αλήτης της το είχε πει αυτό, ενώ η ίδια είχε μια έκφραση παρθένας που τραγουδούσε με το στομάχι, με την κοιλιά, το της αγάπης αίματα, ωραίο τραγούδι κι επαναστατικό κι αγαπησιάρικο, καθώς αυτό ανάμεσα στη σάρκα της ήταν μόνο από πίσω, κάτι μεταξύ εμβόλου ένεσης, μπαινόβγαινε με συγκλονιστική απόδοση κι αυτή ήταν σε μια κούνια παιδική, τον Σεπτέμβρη του 1967, τα πόδια της έφευγαν στον αέρα, τι ωραία να κουνιέσαι στην κούνια πηγαίνοντας μπροστά τεντώνεις τα πόδια ερχόμενη πίσω τα μαζεύεις για να πάρεις φόρα, να πάρει αέρα η σάρκα σου, χωρίς σλιπάκι. Χωρίς κιλότα. Χωρίς βρακί.
Αυτό είναι άκρως επικίνδυνο αν είσαι κορίτσι, γιατί υποψιάζεσαι πως το τελευταίο που πρέπει να χάσεις είναι η παρθενία, τι στο διάολο χρειάζονται οι παρθένες, σε έναν τέτοιο κόσμο που της άρεσε, α, ναι, της άρεσε πολύ κι ας ήταν σκυμμένη με τα μούτρα στο μωσαϊκό, εκεί που βλέπεις τα όνειρα σου να πηγαίνουν χαμένα, και το τελευταίο που σε νοιάζει είναι αν θα χάσεις την παρθενιά σου και την άλλη μέρα ξυπνήσεις μαϊμού, γιατί όχι, όλοι μαϊμούδες είμαστε και τι ήθελε να πει ο ποιητής του έρωτα Μιλτιάδης Μαλακάσης, σιγά μη την ένοιαζε την Πόπη αυτή η παραξενιά μερικών ποιητών κα κάνουν σεξ από πίσω, από πίσω εννοούν την πίσω πόρτα του σώματος.
-Δε σου αρέσει το οινόπνευμα; Ρώτησε ο Χένρι.
-Πίνω μόνο σπέρμα, απάντησε η Πόπη.
Και τον άφησε σύξυλο να μαζεύει Φθινοπωριάτικα το νερό της βροχής που έπεφτε ασταμάτητα στη Σκόπελο και αλλού αλλά τι νόημα θα είχε αν αυτός την είχε αγαπήσει, όχι τη βροχή αλλά την ευχαρίστηση να τη χαστουκίσει εκείνο το απογευματινό που η παιδική του φίλη έκανε κούνια κι αυτός έβλεπε τα πόδια της να σηκώνονται στον αέρα και κάτι άλλο σηκωνόταν μέσα του, γι αυτό και τη χαστούκισε επειδή την αγαπούσε αλλά εκείνη ήθελε μόνο σεξ, τίποτε άλλο, σεξ, σεξ, σεξ. Σεξ απ ιλ ή κάτι τέτοιο, υπέθεσε ο Χένρι και συμμαζεύτηκε σαν τον σαλίγκαρο στο καβούκι του θυμούμενος το γέρο πατέρα του που ογδόντα χρονών κωλόγερος, αυτό δεν μπορούσε να του το πει επειδή υπάρχει σέβαση για τους γονείς στη Δυτική όχθη του Ιορδάνη, υπενθυμίζοντας μια από τις εντολές του Μωυσή πως πρέπει να τιμούμε τους γονείς αλλιώς θα πάμε στην κόλαση, ογδόντα λοιπόν χρονών αυτός που είχε εκσπερματώσει για να γεννηθεί ο Χένρι, είχε πει πως ο κόσμος μας είναι μια τρύπα.
 Μια τρύπα. Μια τρύπα.
Μια τρύπα που δεν χρειαζόταν την επιβεβαίωση του για να το αντιληφτεί αλλά και που δεν του έφτανε σαν φιλοσοφία, τι σόι άντρας είσαι εσύ που δε γαμάς τη γυναίκα σου, του είπε με ευγενικό τρόπο η μητέρα του, όσο μπορεί να είναι ευγενικό αυτό αλλά υποθέτοντας πως το ανθρώπινο κρέας μπορεί να είναι και νόστιμο μπορεί στο μέλλον αν πεινούσε πολύ να έτρωγε τη σάρκα της Πόπης, έτσι δε λένε;
Πως οι εραστές τρώνε τις σάρκες τους; Αλλά, σίγουρα, φτάνεις κάποτε να μην σου αρέσει πια η γυναίκα σου όσο κι αν αυτό μοιάζει υπερβολικό για τους μονογαμικούς, πενήντα χρόνια με την ίδια γυναίκα, με το ίδιο κορίτσι που έκανε τραμπάλα στις παιδικές χαρές των Ιονίων νήσων ή στην καλύτερη περίπτωση που υιοθετούσε η Πόπη πως το σπέρμα είναι πιο νόστιμο, φτιάχνει επιδερμίδα κι αν ακούγεται αισχρό παίρνω όλη την ευθύνη, ρισπονσιμπίλιτυ, αφού όλοι αναλαμβάνουν την ευθύνη, όπως όταν εκσπερματώνεις νιώθεις να χάνεσαι, να πεθαίνεις μαζί με τη δακτυλογράφο, μαζί με τη διαφημίστρια, η τη διευθύντρια του πορνείου που σαν γριά κότα έχει το ζουμί, στον καθρέφτη, στο γυάλινο πάτωμα, στον εξώστη ή στις βρώμικες δημοτικές τουαλέτες που έκανε συνήθως έρωτα η Πόπη, διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντας το πρώτο να το πίνει ο εκάστοτε άνομος εραστής της καθώς ο Χένρι της έλεγε για πολλοστή φορά πως την αγαπούσε και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα, κατακόκκινα, όπως είναι τα μάτια των ερωτευμένων.
-Και θα ζήσουμε για πάντα μαζί; τον ειρωνεύτηκε η πουτάνα Πόπη.
-Ναι, την επιβεβαίωσε φτύνοντας μια ροχάλα φτηνό αίμα και ρίχνοντας της μια στριφνή σφαλιάρα στο δρόμο προς την ισότητα των δυο φύλων.
-Φύγε ρε καριόλη! του σφύριξε αυτή από κατάχαμα.
Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι από πανάρχαια εχθρικά, στιγμιαία, πολλοί θα με κατηγορήσουν για όλα αυτά τα ρήματα, είναι εύκολο να σου ρίξουν στάχτη στα μάτια, είπε ο Χένρι, μπορούν να σε πουν ξεδιάντροπο μη γνωρίζοντας πόσην  ξετσιποσύνη κουβαλούν οι ίδιοι μέσα στην άχαρη ζωή τους όπως ισχυρίζεται ο άλλος των ποιητών Κώστας Καρυωτάκης, αν και οι άνθρωποι μισούνται ή σκοτώνονται, αυτή είναι η μοίρα των ανόητων που κάποτε σαν θεατές κοιτούν κατάματα στον καθρέπτη την αλήθεια που δεν μπορούν να παραδεχτούν και για αυτό ο Χένρι προσπάθησε να δεχτεί την πραγματικότητα όπως είναι, δηλαδή ότι είναι Φθινόπωρο και βρέχει και πως το σπέρμα μπορεί να είναι χρήσιμο στα μούτρα μιας γυναίκας, αφού έτσι τα έφτιαξε ένας θεός που δεν ήξερε ή δε χρειαζόταν να λέει τη λέξη θεός αλλά αφού την χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο για να μην ξεχωρίζει από τον όχλο.
Η Πόπη σηκώθηκε απ το κατάχαμα, απ το κάτω του πεζοδρομίου, άναψε ένα τσιγάρο, ο Χένρι συνέχιζε να φτύνει την υπόληψή του, ο όχλος τους κοίταζε με συμπόνια, άλλο κι αυτό! Να σε κοιτάζει ο όχλος με λύπηση και παρ όλα αυτά ο Χένρι, μαζεύω τις λέξεις όπως μου γουστάρει, όχι όπως θέλετε εσείς, παρ όλα αυτά ο Χένρι ήταν συμπαθής, το ίδιο και η Πόπη, που σε λίγο τον αγκάλιασε και προχώρησαν κοιτάζοντας τον όχλο απορημένοι επειδή δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να πάρουν δρόμο και να μην ασχολούνται για το τι θα γίνει η αγάπη τους κι αν θα ζούσαν μαζί τα επόμενα χρόνια τους.
ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΑΡΠΟΎΖΙ Ή ΠΕΠΌΝΙ;





Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα
 είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου
κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για αβγά.
Τι να κανα; Όμως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα όλη τη βδομάδα;
Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε.
Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια,
τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες.
 Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία.
Πήγα βόλτα μέχρι κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε
 αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια Καλυβιώτικα ντομάτες
 Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ…Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα
την πινακίδα που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουροντοματοπιπεριές:
Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνια. Δε συμφωνείς αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά,
με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει από την τσέπη του.
Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε
 κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το
 παιρνα; Έτσι ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο
πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα σπίτι μου.
Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει
καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα
πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε
 ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε
πολύ κι έτσι βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια.
Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά δεκαριά μέτρα,
κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς
αλλά εγώ σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ!
Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια.
Μπήκα καταϊδρωμένος κι έπεσα

στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.



ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...