Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

το άσπρο πουκάμισο





ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Κάποιος μου είχε κλέψει το πουκάμισο, την ώρα που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι άφησα τη μπύρα μόνη της να καθιζάνει τον αφρό της, μπύρα χωρίς αφρό δεν πίνεται, που λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος άντρας δίπλα μου, αέρα! αέρα να φύγει η χολέρα, του απαντάει, μια άσχημη μύτη ο φίλος του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής αλλά το πουκάμισο μου είχε κάνει φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή ή θ αφήσουμε αυτόν εδώ τον κόσμο, το ίδιο ανόητο και κακό, όπως τον είχαμε βρει όταν ήρθαμε-αυτό το λέει ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν τον είχα και σε πολύ εκτίμηση πριν απ αυτό- και γιατί να ζήσουμε, αφού η ζωή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη βάσανα και πόνους κι εγώ συνέχιζα να είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά που δεν μου πήραν και το παντελόνι, ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου, ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα, οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους μου κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου και πιο ωραίος ο πούτσος μου, έτσι μου είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες, έχεις τον πιο ωραίο πούτσο που έχω δει ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν πως το λεγε η Φώφη που είχε δει τις ψωλές όλου του κόσμου και αγαλλίασα ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος φορούσε το λευκό μου πουκάμισο. Κανείς. Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό πουκάμισο που το είχα φορέσει επίτηδες για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία διαμαρτυρίας και όπως γύριζα το βλέμμα μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη κι αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να γουργουρίζει, χωρίς να τη νοιάζουν οι φωνές αγανάκτησης, οι φωνές των αγανακτισμένων πολιτών, δεν το πήρα εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την ώρα, όταν αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και δίπλα, τρώγανε νερωμένες φρυγανιές κάτι γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπεγχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει από πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος πούστης μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο, κανείς δεν ομολογεί, ενώ ο ντιτζέι παίζει το πουκάμισο το θαλασσί, με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας, καθώς ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι, η ζωή θέλει ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση, βράδυ μετά την εκδήλωση των αγανακτισμένων πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθιά απέναντι, καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει τον καραφλό εραστή της χωρίς να την νοιάζει που την βλέπουμε, ποιος την γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, χύσια, χύσια, χύσια, άμα την έχεις στο σπίτι την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο κόσμος, ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε ο αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι έτρεξα με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους την χαμένη ευτυχία του Σοπενχάουερ αλλά μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο, μια άλλη πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα, ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο υπεροχής, άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει στον αφρό της, ενώ ο ωραίος ξανθός, έλεγε στον διπλανό του με την μύτη, είσαι για τον, η επανάσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα.



Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΡΑΒΑΤΑ




Μόνο που τους βλέπεις σου  ρχεται να σκάσεις στα γέλια. Είναι μερικοί άνθρωποι, 
ανεκδιήγητοι, αστείοι. Όλα τα βλέπουν αστεία και νομίζω τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι. 
Το μούτρο τους, η κοψιά τους σε προδιαθέτει, λες τώρα θα την πει. Ένας τέτοιος 
ήταν ο φίλος μου ο Άιδονίδης. Κοντός, χοντρός, ασουλούπωτος, με στραβά πόδια, 
πονηρούτσικο μούτρο- οι ωραίοι δεν βγάζουν χιούμορ. Είναι σαν να έπαιζε κωμωδία
 ο Κούρκουλος. Τέλος πάντων ο Περικλέτος, έτσι τον φωνάζαμε τον Αιδονίδη, κανείς
 δεν θυμόταν το κανονικό του, έπαιζε με τη ζωή σαν τη γάτα με το ποντίκι. Είχα μείνει 
άνεργος εκείνο τον καιρό και γύριζα άσκοπα στην Καλλιθέα και αλλού. Σποραδικά τα Σαββατοκύριακα δούλευα γκαρσόν στου Μπάρμπα -Γιάννη, ερχόταν και ο Περικλέτος,
 πίναμε καφέδες στις πλατείες. Εμ, τι το πέρασες, εδώ Μαυρόπουλε, παράδεισο; 
δε γαμιέται, μη νοιάζεσαι, μου λεγε ξύνοντας το πονηρό του μούτρο γελώντας. Όλο 
γελούσε, που το βρισκε το κέφι; δεν τον είχα δει ποτέ σοβαρό, ακόμα και σε μια
 κηδεία που είχαμε πάει, γελούσε. Κινδυνέψαμε να γίνουμε νούμερα, σαράντα χρονών
 σοβαροί άνθρωποι με γραβάτα. Αλλά πως να γλίτωνα από τον Περικλέτο; 
και δεν το θελα κιόλας, γούσταρα τις πλάκες του. Μια μέρα, εκεί που περπατούσαμε
 στην πλατεία γύρω- γύρω μήπως βρούμε κανα δεκάρικο, κάνει έτσι και σκάει μια 
σφαλιάρα σε ένα μπροστινό μας που ήταν και γορίλας. Γυρνάει εκείνος ξαφνιασμένος 
πιάνοντας τον πονεμένο σβέρκο του έτοιμος να τον φάει. Α, ρε φίλε, του είπε ανοίγοντας 
τα μάτια, δεν ξέρεις πόσο μοιάζεις με έναν φίλο μου! Όποτε τον βρίσκω του ρίχνω 
σφαλιάρες΄! συγνώμη, τι να σου πω; Τι να κανε κι ο γορίλας; έφαγε τη σφαλιάρα του 
κι έφυγε απορημένος. Έχεις αλήθεια τέτοιον φίλο; τον περιέπαιξα. Ποιός εγώ; 
δε με πιστεύεις; να, σου ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. Τι να του λεγα; Η μάνα του
 είχε πεθάνει χρόνια. Μια άλλη μέρα, με πήρε τηλέφωνο. Πάμε να φάμε , μου λέει. 
Σου κάνω το τραπέζι Μαυρόπουλε, γιατί σε λίγο σε βλέπω να γίνεις μαυροπούλι από 
την πείνα. Ντύσου, βάλε κουστούμι, γραβάτα και τα λοιπά. Θα σε πάω στο Δελφοί, 
στο Σύνταγμα. Το Δελφοί ήταν ένα αριστοκρατικό εστιατόριο, άλφα κατηγορίας.. 
Ας πάω, είπα κι έβαλα τα καλά μου. Συναντηθήκαμε και ο Περικλέτος έμοιαζε με 
Αμερικανάκι, ντυμένος στα παρδαλά. Πουκάμισο σαν τραπεζομάντηλο με κίτρινα 
και μπλε τετραγωνάκια, γραβάτα κοκκινόμαυρη κι αυτή με τετραγωνάκια, ριγέ 
παντελόνι, αχνογάλαζο, γκρίζο σακάκι και ρεμπούμπλικο. Σαν σταυρόλεξο είσαι; 
του είπα και με κοίταζε λοξά κρατώντας ένα κουτί τυλιγμένο με χαρτί πολυτελείας, 
κορδέλες και λοιπά. Τι έχεις εκεί; τον ρώτησα όταν κατεβήκαμε από το ταξί στο 
Σύνταγμα. Α, τίποτα, είπε σοβαρά. Ένα δώρο για τη μάνα μου. Τι να του λεγα; 
πως ήταν πεθαμένη χρόνια; Δεν άλλαζε τίποτε. Έσκασα στα γέλια. Τι γελάς; και το
 στομάχι του τρανταζόταν από τα δικά του γέλια. Πω,πώ! μια συμφορά είμαστε, 
σαν τον Ούγκο Τονιάτσι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στους Εντιμότατους Φίλους μου.
 Μπήκαμε στο εστιατόριο, κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία, του ψιθύρισα, έχεις λεφτά;
 Ποιος εγώ; και βέβαια έχω, τι με πέρασες εμένα κι έκανε να βγάλει ένα μάτσο από
 την τσέπη του. Αλλά δεν το βγαλε. Τον πίστεψα δεν τον πίστεψα, δεν έχει σημασία. 
Πεινούσα και μόλις καθήσαμε παράγγειλε, Αστακό, σαλάτες του σεφ, Γαλλικό κρασί 
ροζέ Σελάρ που ήξερε πως ήταν η αδυναμία μου. Αιντε γεια μας φίλε! μου είπε και έδιωξε 
με νεύμα το γκαρσόν που μας έβαλε κρασί στα  ποτήρια μας. Άλλο κακό και τούτο, 
ένας άνθρωπος να στέκεται από πάνω σου και να σου γεμίζει το ποτήρι μόλις δει ότι
 άδειαζε. Δεν το μπορούσαμε και τέλος πάντων, αφού φάγαμε κι ανάψαμε τσιγάρο, 
μου ψιθύρισε στο αφτί. Μαυρόπουλε, λεφτά δεν υπάρχουν! Μου πεσε το τσιγάρο
 από το χέρι, το γκαρσόνι έτρεξε να το πιάσει στον αέρα και μου το βαλε στο στόμα
 που έχασκε. Θα φάμε ξύλο, του είπα σοβαρά όταν συνήλθα. Μη σε νοιάζει, σε λίγο
 κάντην εσύ, συνέχισε, πες πως θέλεις να πάρεις λίγο αέρα, αν σε ρωτήσουν και 
περίμενέ με στη γωνία Όθωνος και Φιλελλήνων. Εντάξει; Τι να έκανα; Σηκώθηκα 
σιγανοπατώντας, κατόρθωσα να μην ιδρώσω και μόλις έφτασα στη γωνία των δρόμων
 που μου είπε, κοντοανάσανα και χτύπησα το κούτελό μου. Ρε, τι είχα πάθει! 
Όμως σε λίγο εμφανίστηκε σιγανοσφυρίζοντας ο Περικλέτος. Άνετος, μια χαρά. 
Μόλις έφτασε κοντά μου, κοίταξε πίσω κι ύστερα, τρέξε! μου είπε. Το βάλαμε στα 
πόδια και σταματήσαμε μόνο όταν φτάσαμε στο Ζάππειο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι,
 ο κίνδυνος είχε περάσει. Πως ξέφυγες ρε; τον ρώτησα σοβαρά. Α, εύκολο, έκανε 
γελώντας. Τους είπα πως θα πάω να πάρω τσιγάρα. Ρώτησα το γκαρσόνι αν έχουν 
τσιγάρα μάρκας Γκουανταλαχάρα και μου είπε όχι προθυμοποιούμενος να πάει στο 
περίπτερο να μου πάρει. Σιγά μην τον άφηνα. Άσε, ευχαριστώ, του λέω, πετάγομαι 
εγώ στο περίπτερο απέναντι, μόνο έχε το νού σου στο πακέτο, έχω μέσα ένα ακριβό
 δώρο για τη μάνα μου. Έμεινα να τον κοιτάζω εμβρόντητος, με τη σκέψη πως το
 γκαρσόνι ακόμα θα φυλάει το δώρο του Περικλέτου.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

ΣΤΗΝ ΑΚρΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΗΤΑΝ Της ΒΡΥΣΗς ΤΟ ΝΕΡΟ




Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος,
με ένα δισάκι στον ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία που με
περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε.
Σταμάτησα για λίγο, κάτω από το χωράφι που παλιά ήταν γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει
δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις
 ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω
και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί.
Οι ομάδες χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας.
Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο
τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν

μπουνιές και κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι,
πέρασα τα σιάδια το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε το φαΐ 
στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε
στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλικάρι, οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα είχαν
χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που έφτασα σε λίγο.
Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος
 πλάτανος που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του.
Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη
βαρέλα, ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες.
 Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα,
και είχε τα μαλλιά της κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
κι εγώ θα περιμένω μια ζωή
να ρθει από μακριά, να με πάρει
να με πάρει από εδώ
 Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό
κυλάει μου πνίγει τον καημό
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
που είναι ο νιος που αγαπώ;
Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγώ αποφάσισα να βγω
 πίσω απ τον πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα και δε με  βλεπε.
Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα. Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα!
το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη ξέρουμε πως να
ενώσουμε τα χείλη μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα
και πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαΐ.



Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Η ΤΥΧΕΡΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ




Κατέβαινα την Ιπποκράτους χτες το πρωί και κάτι, όταν στη διασταύρωση με την Σόλωνος
, διαβαίνοντας απέναντι, πήρε τον μάτι μου τον χοντρό ταξιτζή που παράτησε το ταξί με τα 
κλειδιά στο καντράν και βγήκε στο πεζοδρόμιο, σχεδόν έπεσε πάνω μου, που πας έτσι
 βιαστικός, του λέω, να φάω μια τυρόπιτα με έκοψε η πείνα, μου λέει, πάρε μια μπουγάτσα 
του κλείνω το μάτι, με την τυρόπιτα θα διψάς. Δίκιο έχεις, μου λέει και ορμάει στη μπουγάτσα,
 ενώ εγώ πηδάω σβέλτα μέσα στο ταξί, στη θέση του οδηγού, πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι
 στο κενό, ενώ ο ταρίφας έχει μείνει με τη μπουγάτσα στο ανοιχτό στόμα να κατρακυλάει 
και στη χοντρή κοιλιά του. Που πας; περίμενε! άκουσα τις φωνές του, πρωί και κάτι ήταν,
 τι μέ ένοιαζε, εγώ είχα ένα ταξί και διολισθούσα πέρα στην Πατησίων, τι ωραία, έβρεχε 
κίνηση πολύ δεν είχε, οπότε, μες τη βροχή, πρωί και κάτι μου σηκώνει το χέρι μια ξανθιά,
 ταξί! ταξί! φωνάζει κι εγώ σταματώ μπροστά της κι ανοίγω την μπροστινή πόρτα. Μπαίνει 
μέσα γελαστή, πανγέλαστη, όμορφη, εσύ δε μοιάζεις με ταρίφα, μου κάνει και με εξετάζει, 
ναι, όχι, δεν είμαι, τα ψιλομπερδεύω αλλα δεν πειράζει, είσαι ωραίος! την ακούω που ανοίγει
 τα πόδια της και τρέχω, τρέχω πρωί και κάτι προς την Εθνική οδό, που πάμε; ουρλιάζει η 
ξανθιά, αυτός δεν είναι ο δρόμος μου, ούτε ο δικός μου! ουρλιάζω κι εγώ και σταματώ 
σε μιαν άκρη γκρεμόδασους. Με κοιτάζει, είναι πρωί και κάτι, μου λέει αναψοκοκκινισμένη 
καθώς εγώ πέφτω πάνω της, αυτή ανοίγει τα πόδια, το ταξί τραντάζεται, τα τακούνια 
χτυπάνε στον ουρανό, τι μου κάνεις! προλαβαίνει να φωνάξει μια - δυο φορές αλλά 
μετά φωνάζει αλλιώτικα, κάποιοι μας ακούνε κι όταν τελειώνουμε βλέπουμε τις φάτσες 
γύρω από τα τζάμια που, αφού απήλαυσαν το μάτι εξαφανίζονται ως δια μαγείας, σήμερα
 είναι η τυχερή μου μέρα, λέω στην ξανθιά, πως σε λένε, με ρωτάει, χαρούμενη, ευτυχισμένη, 
κι εμένα, μου λέει, ναι γιατί σε βρήκα στο δρόμο μου, πως σε λένε; Νίκο, απαντώ, τι σημασία
 έχουν τα ονόματα πάμε να φύγουμε από εδώ τώρα θα μας κυνηγάει όλη η αστυνομία
 και βλέπω τα πρώτα περιπολικά κάπου πίσω μας, στο βάθος να ξεσκίζουν με τις σειρήνες
 τους τον κόσμο μας. Εμάς κυνηγάνε; απορεί η ξανθιά καθώς φοράει την κιλότα της κι εγώ
 ξεκινώ σαν σίφουνας, οι τροχοί στριγγλίζουν, η άσφαλτο σπιθίζει, είμαι πιο γρήγορος 
απ τους μπάτσους, χάνομαι πίσω και μακριά. Ηρεμώ. Οδηγώ σε έναν παράδρομο 
κάπου στην Ακράτα. Δεν έχω ξανάρθει εδώ! κάνει με τρόμο η ξανθιά. Πως σε λένε; 
την ρωτώ. Νίκη, μου λέει, τι σημασία έχουν τα ονόματα, ακόμα είναι πρωί και κάτι, 
δεν πάμε για κανέναν καφέ; Ναι, λέω, πάμε κι αράζουμε στην κεντρική καφετέρια,
οπότε μας πλησιάζει ο παραθαλάσσιος μπάτσος, μήπως είδατε κανένα ταξί; μας 
ρωτάει, όχι! απαντάμε ταυτόχρονα εμείς οι δυο, κάποιος έκλεψε ένα ταξί, μου είπαν 
τώρα στο ασύρματο αλλά ποιος νοιάζεται! λέει και εξαφανίζεται στην πολυθρόνα του, 
ενώ εμείς κυλάμε στην άβυσσο του πρωινού, παίρνουμε ένα φραπέ στο χέρι κι ορμάμε
στην παραλία των ονείρων.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ο ΜΟΝΟς ΤΟΥ





Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. 
Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα 
Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο
 μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε,
 ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα 
ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα 
έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. 
Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. 
Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα 
νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα
 ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο.
 Μπορεί να το έβρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα 
την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς
 τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα 
πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, 
όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα
 αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό
 και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά 
έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν
 όλοι να γιόρταζα κι εγώ. 
Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν
 τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. 
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με 
έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. 
Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές 
άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές 
το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται 
στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με
 περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που 
γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα 
στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. 
Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα
 μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε 
ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαμπό. Μόνος μου.


Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΚΑΝΕΙς ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ






Το βράδυ δεν ήταν δικό μας
Περιμέναμε κάποιους από μακριά να φτιάξουν την διαβίωση μας
Εμείς ήμασταν ξένοι εκεί, φερμένοι απ το βασίλειο της Ασίνης
Τι δουλειά είχαν αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ μας;
Μήπως και ήξεραν ποιος έκανε τη ζωή;
Κι έπειτα εμάς δεν μας ενδιέφεραν
αφού η θάλασσα ήταν τώρα μπροστά μας- κυρά κι ορφανεμένη.
Κανείς πειρατής
Δεν θα χαλούσε το ωραίο μας βράδυ
Για ποιο λόγο άλλωστε
Τα καράβια μας ήταν πιο δυνατά απ των Αχαιών
Τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει την εξέλιξη μας

Το βράδυ, ήταν σκοτεινό
Πιο σκοτεινό απ του Παλαμά το όνειρο
..στη θάλασσα εκεί, στην ρηχή και την ήμερη.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει
Που να πήγαινε, άλλωστε τα κλειδιά ήταν παρμένα
Στη θάλασσα εκεί, την πλατειά την μεγάλη

Βέβαια, εμείς είχαμε τα σχέδια μας
κανείς δεν μπορούσε να μας σταματήσει...


Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ


Ένα τσιγάρο
μια πίκρα που με στειλε μέχρι θανάτου
αργά είναι να γυρίσεις πίσω
ποιος ξέρει γιατί ήρθες εδώ
τον κόσμο αν 
δεν τον λυπάται κανείς
ένα τσιγάρο του θανάτου.
Ανοίγω την πόρτα
κανείς δεν είναι εδώ να μου πάρει το κεφάλι
Η πληγή στο βάθος πίσω από τη γλώσσα
άγνωστος άντρας κυλάει στα σωθικά
το κρέας έφτασε στο κόκαλο
λυπήθηκα που έφτασες μέχρι εδώ. Κι αν είχα να πω
κάτι
η ζωή μου κύλισε στη σκόνη.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ



Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω
πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία
παραμάσχαλα. Έφευγα για όπου μου άρεσε.
Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα.
Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία μου,
την κοπάνισα.
Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους,
το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι,
 έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος,
νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά.
Απέναντι μου ένας τύπος ψηλόλιγνος, παλικάρι, φοιτητής
φαινόταν με μια κιθάρα
 στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει
για να χαϊδέψει τις χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα,
έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ
ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον.
Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν  άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε.
Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε.
Κι μετά όλο το βαπόρο
μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας!
Άλλο που δεν ήθελαν
οι τουρίστριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι
και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο,
στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συν εννοηθώ με το
Θόδωρο που θα βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόιδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει
για τέτοιον άνθρωπο.
Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε,
 στο σκοτάδι.
Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα,
αλλά δεν
μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι.
Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ,
πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε
τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του
η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.
Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν
να πίνει ούζο
στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε. 
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω , μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τo όνομα της δεν ήξερα.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΓΑΜΙΣΤΑ




Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ



Ο καθένας ότι έχει πουλάει. Και ο έξυπνος αγοράζει. Αν το καλοσκεφτείς εύκολο είναι να αγοράσεις ένα κορμί- απλά δεν το ξέρεις όταν είσαι νέος. Μπορεί να φαίνεται ωμό και ίσως όχι τόσο κομψό για να ξεκινήσεις
Δεν ξέρω αν μπορούμε ν αγαπήσουμε ταυτόχρονα δυο ανθρώπους με την έννοια πως πρέπει να πείσουμε γι αυτό τον εαυτό μας, χωρίς να υποκριθούμε. [Λέμε εδώ ερωτικά.] Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο κι αν θέλετε να το ξεπεράσετε γιατί, εντάξει, όλοι είμαστε υπεράνω αλλά κάπου στο βάθος υπάρχει τελικά μια αλήθεια.
Νομίζω, πως η ζωή δεν είναι ένα εύκολο πράγμα. Όσο κι αν ακόμα και ο Αριστοτέλης είπε, οριακά πως μπορούμε να την αλλάξουμε.
Αν θέλουμε να σοκάρουμε την παγκόσμια κοινότητα, μπορούμε απλά να πούμε πως ο Καβάφης ήταν ένας άντρας που τον έπαιρνε. Τίποτε παραπέρα. [Ένας άντρας που γαμιέται, είναι ένας άντρας που γαμιέται όπως και να το κάμεις.]
Ο Τζόις έγραψε πως " πουθενά δεν είναι χειρότερα από εδώ." Περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά, συνεχίζουμε να λέμε πως πράγματι δεν υπάρχει χειρότερο μέρος για να κατοικήσεις από τη γη. Κι όμως εμείς δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Είμαστε γήινοι.
Πάντων δε των ωραίων πραγμάτων, έπεται η θλίψη.
Αλλά τώρα, ετοιμάζω ένα σπέσιαλ ουζάκι για να διασκεδάσω, επειδή με πρόδωσε η κουφάλα! [Είναι όντως άσχημο να νιώθεις προδομένος.] Θα βάλω τους πιο εκλεχτούς μεζέδες! καβουράκια που έχω στο ψυγείο μου, ντοματούλα, αγγουράκι, λίγο καραβίδα από προχτές.. Λοιπόν, μάγκες μη μασάτε η ζωή είναι πολύ λίγη για να τη σπαταλάτε σε μαλακίες.
Δεν πάω εγώ σε κήπους που δε με θέλουν.. Παρέα με κηπουρούς που δεν ξέρουν να κλαδεύουν...
Δεν μπορούμε να ζωγραφίσουμε καλύτερα από τον Πικάσο.. Μάλιστα. Το είπα κι αυτό
Τα χρόνια που είσαι νέος αφήνουν τη μεγάλη σφραγίδα τους επάνω σου σαν άνθρωπος. Αυτό ισχύει για όλους πόσο δε μάλλον για τους καλλιτέχνες και δη τους μεγάλους. Ο Πικάσο φρόντισε περισσότερο απ όλους την υστεροφημία του που διαγραφόταν από τα παιδικά του χρόνια σαν κάτι πολύ σημαντικό
Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Θα πρέπει να περάσουν, τουλάχιστον εκατό χρόνια από το θάνατο μας για να
μιλήσουν για μας και τα έργα μας.
Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδώ μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν έχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λέω εγώ γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει πότε μαζί τους.
Αν είσαι κλεισμένος στα σκοτάδια
έξω νομίζεις πως είναι πάντα νύχτα.
Στην ουσία δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ακριβώς. Παρ όλα αυτά τα καταφέρνουμε στα βασικά. Στον έρωτα, παρ ότι θέλαμε να τον κάνουμε όπως θέλουμε ποτέ δε βρήκαμε την τέλεια λύση. Στην πολιτική είμαστε μια ζωή αντιμέτωποι- αυτή κι αν είναι συνεννόηση. Στην πραγματικότητα μόνο η εξέγερση μας ενώνει. Γι αυτό τώρα όλοι είμαστε μόνοι μας: επειδή δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε.
Τρίχες. Όλες οι δημοσιεύσεις σας είναι για τον κάδο ανακύκλωσης.
Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαϊκός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, ιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μηνύματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.
Δεν μπορώ να πω, πως ήμουν ποτέ ένθερμος οπαδός των εορτών και των συν αυτών επακόλουθα. Ιδιαίτερα οι Χριστιανικές γιορτές μου φαίνονται αρκούντως καταθλιπτικές. Τι να γιορτάσεις μέσα σ αυτή τη μαυρίλα; όλο πένθος και δυσαρέσκεια, κεριά, λιβάνια παπάδες, ψαλμωδίες για φτωχά μυαλά.
Κατέβηκα μια βόλτα στην πλατεία. Πλατεία Εξαρχείων. Ερημία. Τα μαγαζιά όλα κλειστά, μόνο ο Κάβουρας και ο Τούρκος ανοιχτά και στη Θεμιστοκλέους μια γκόμενα με το σκύλο αγκαλιά αργουλιάζουν. Δίπλα κάποιος Εβραίος; φωνάζει χίλιες φορές κύριε ελέησον καπνίζοντας μπάφο. Σκέφτομαι τι θα απογίνουν οι γνήσιοι Αθηναίοι όταν φύγουν μονομιάς από την πόλη όλοι οι βλάχοι.
Σκόρπιες σημερινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων.] Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Και, τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.
Λοιπόν…το σκέφτηκα καλά για όλους εμάς εδώ μέσα: Τι ωραία που είμαστε φίλοι και δεν είμαστε εραστές! Φαντάζεστε να ήμασταν...
Τελικά το συμπέρασμα μου είναι οριστικό:όταν είσαι νέος δε βλέπεις το λόγο να ζούνε οι γέροι.

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 4




Έφτασα το απομεσήμερο στο κρησφύγετο μου στην Εκάλη, λίγο άκεφος, χωρίς λόγο. Δεν ήμουν εκνευρισμένος με την κατάσταση και την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, τα περίμενα αυτά. Άραξα τη μηχανή στο γκαράζ, ανέβηκα στο γραφείο, πήρα την κουκούλα, το όπλο. Κατέβηκα στο στρογγυλό δωμάτιο, φόρεσα την κουκούλα και μπαίνω, βλοσυρός. Κάτι έπρεπε να κάνω τώρα που δεν ήταν στο αρχικό σχέδιο. Έπρεπε να πιέσω τον πολίτη Νικολάου, να τους δείξω πως ήμουν αποφασισμένος για όλα. Έτσι το ύφος μου έγινε σκληρό, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια σμιχτά, ανθρώπου που έχει πάρει δύσκολη απόφαση. Ο πολίτης Νικολάου καθισμένος στον βελούδινο καναπέ, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πάω κοντά του, χωρίς περιστροφές, του βάζω το πιστόλι στη μούρη. Άκουσες τι είπαν; δεν σε υπολογίζουν για άνθρωπο λοιπόν. Άρα θα σε σκοτώσω, αφού δεν αξίζεις δεκάρα, δεν αξίζει και να ζεις. Και τον σπρώχνω κα κυλιστεί στο δάπεδο. Μή! μου φωνάζει απελπισμένα. Μην το κάνεις! έχει κιτρινίσει, το φως έχει χαθεί από μπροστά του. Σε παρακαλώ μη με σκοτώσεις, τι φταίω εγώ; Άκου, του λέω. Φταις γιατί αποτελείς έναν συνδετικό κρίκο ενός ληστρικού καθεστώτος, ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που το ονομάζουν Δημοκρατία. Φταις γιατί υπακούς τυφλά στις ορέξεις καθεμιάς ξεφτιλισμένης πολυεθνικής και δεν ξέρεις ότι πληρώνεις με το αίμα σου κάθε μέρα την καλοπέραση χοντρόπετσων κοιλαράδων που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Φταις γιατί είσαι ένα ανθρωπάκι, ένας νομοταγής πολίτης, ενώ αυτοί που σε κυβερνούν δεν πιστεύουν σε κανέναν νόμο. Για όλα αυτά φταις και για άλλα πολλά! Αυτός δεν έβγαζε άχνα, δεν μιλάς, δεν λες τίποτα γι αυτά που σε κατηγορώ; Τώρα θα τους ανακοινώσω πως αν δεν δώσουν απάντηση, πως αν δεν φέρουν τα πέντε εκατομμύρια, εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου, θα βρούν το κεφάλι σου κρεμασμένο σε έναν στύλο στην πλατεία Συντάγματος. Δεν φταίω εγώ! στο ορκίζομαι! έπεσε στα γόνατα μου. Κι ύστερα σαν είδε το βλέμμα μου σκούρο, δεν πιστεύω πως μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, είπε και με κοίταζε λοξά. Σαν να είχε βρει κάποιο θάρρος που αποφάσισα να του το σπάσω. Πήγα γρήγορα κοντά του και του χώνω μια μπουνιά στο στομάχι. Ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι να φτύσει αίμα. Έπεσε κάτω, σύρθηκε ικετεύοντας ικετεύοντας. Σηκώνει το χέρι σαν πληγωμένο ζώο, το αίμα κυλούσε στα πλακάκια.  Εγώ έχω πάρει ωστόσο την κάμερα και βιντεοσκοπώ το πρόσωπο του. Μόνον αυτό και τις κραυγές του. Τον αφήνω εκεί, κατάχαμα και φεύγω, βγαίνω λουσμένος στον ιδρώτα. Ανεβαίνω στο γραφείο, πετάω τη μάσκα και το πιστόλι στο κρεβάτι και ίσα που προλαβαίνω να τρέξω στην τουαλέτα. Γεμίζω τον κόσμο ξερατά, κλαίω κάμποσο. Αυτό μου έκανε καλό. Σιγά-σιγά συνέρχομαι, σφουγγίζω τα δάκρυα και το ξερατό. Σφουγγίζω τον κόσμο μας. Πηγαίνω στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή. Στέλνω το βίντεο και την απόφαση μου προς όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν πάρετε την απόφαση να φέρετε τα λύτρα στο σημείο Δ ο πολίτης Νικολάου θα εκτελεσθεί και θα βρείτε το κεφάλι του κρεμασμένο σε κολώνα στην πλατεία Συντάγματος.
Ξύπνησα με ένα χαλίκι να κατρακυλάει ανάμεσα στο λάρυγγά μου. Άσπρο, κάτασπρο, όπως εκείνα στους παραπόταμους του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; Δεν ξέρω και δεν έλεγα να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, ύστερα μάλιστα απο μια τόσο μεγάλη επιτυχία στη ζωή μου. Τεντώθηκα κι ένιωσα όλα τα μέλη μου, ν ακολουθούν αυτή την γλυκιά αγαλλίαση, της πιο μικρής -μεγάλης ευτυχίας. Μισοξυπνημένος, άνοιξα το ξεξί μου μάτι και είδα έναν κατακόκκινο πρωινό ήλιο στο μεγάλο μπαλκόνι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Αργά και με τον νου σε έναν διπλό καφέ, σηκώθηκα ολόγυμνος, έσμιξα τα χέρια μου να κάνουνε κράκ. Δυο-τρείς σουηδικές ανατάσεις, πέντε εν δυο κάτω, κανείς δεν με έβλεπε, γι αυτό μου άρεσε να μένω πάντα μόνος. Δεν ήθελα ούτε υπηρέτες και πόσο μάλλον γυναίκα που να κοιμάμαι κάθε μέρα μαζί στο ίδιο κρεβάτι, να ξυπνάμε χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι. Μου αρκούσε να κάνουμε έρωτα όσες ώρες θέλαμε κι ύστερα ο καθένας στο σπίτι του. Γι αυτό την αγαπούσα και με αγαπούσε η Φένια. Επειδή δεν μείναμε ποτέ κάτω απο την ίδια στέγη. Σκέφτηκα να κάνω ενα ντούς αλλά στην θέα της πισίνας χαμογέλασα. Πετάχτηκα έξω, βούτηξα μέσα της, και κείνο το χαλίκι έγινε μπλέ, έγινε ένα με το νόημα της απόλαυσης και της χαράς. Βγήκα με την σκέψη της μεγάλης επιτυχίας στο νου και το ύφος του νικητή στα γελαστά μου μάτια. Πήγα έφτιαξα καφέ, κάθισα στην ανοιχτή σαλοτραπεζαρία, ρούφηξα, ανάβω το πούρο. Μπαίνω σε κανονικούς ρυθμούς της μέρας. Ανοίγω την τηλεόραση. Επαναλαμβάνει συνεχώς την είδηση της ημέρας. Έληξε επιτυχώς  το θέμα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου που αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς μετά την παράδοση των λύτρων Τα πάντα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχα σχεδιάσει. Είχα τα δυόμισι εκατομμύρια στην δεξιά μου τσέπη, τα υπόλοιπα τα έδωσα στον πολίτη Νικολάου, όπως του είχα υποσχεθεί. Και πρέπει να ομολογήσω πως στάθηκε παλικάρι. Όταν του έζωσα τα εκρηκτικά, του εξήγησα και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω. Θα σταθείς σ΄αυτό το σημείο, του έδειξα στον υπολογιστή, θα έρθει ο απεσταλμένος του κράτους. Παίρνεις την τσάντα και ακολουθείς το μονοπάτι. Θα περπατήσεις περίπου δύο χιλιόμετρα μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν σε ακολουθεί κανείς. Θα συναντηθούμε στο σημείο Ε, θα σου αφαιρέσω τα εκρηκτικά, μην σκεφτείς να κάνεις τίποτε άλλο. Θα σου δώσω τα μισά χρήματα και θα εξαφανιστείς. Προσπάθησε να φανείς παλικάρι, μην σε πάρουν μυρωδιά ότι έχεις λεφτά την έβαψες, εμένα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα με πιάσουν. Α, και φυλάξου από τους δημοσιογράφους. Είναι πιο επικίνδυνοι από τους Αστυνομικούς.
Ξύπνησα, την άλλη μέρα με ένα χαλίκι στο λάρυγγα μου να κατρακυλάει άσπρο, κάτασπρο σαν ένα χαλίκι ενός παραποτάμου του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; αναρωτήθηκα αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ήταν ένα απο τα πιο ωραία πρωινά της ζωή μου και δεν μου έκανε κανένα κέφι να σηκωθώ. Γι αυτό και ήθελα να μένω πάντα μόνος μου, χωρίς γυναίκα που να κοιμάται και να ξυπνάει μαζί μου στο ίδιο μαξιλάρι, αυτή είναι ελευθερία, ομολόγησα. Τέντωσα όλα τα μέλη μου, μισάνοιξα το δεξί μάτι κι είδα στο μπαλκόνι τον κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στην πισίνα μου. Ξανακοιμήθηκα λίγο κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου γυμνόν να κολυμπάει μέσα της.Πράγμα που δεν άργησα να κάνω. Σηκώθηκα, έκανα δυο-τρεις σουδικές μερικά εν δυο κάτω, θυμήθηκα την Φένια, βγήκα κι έπεσα στο καταγάλανο νερό. Όχι δεν θα την παντρευόμουν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου κι ευχαριστήθηκα. Ύστερα μπαίνω μέσα φτιάχνω τον διπλό μου καφέ, και κάθομαι στο σαλόνι να τον απολαύσω. Ανάβω το πούρο, ανάβω και την τηλεόραση. Είναι το κεντρικό δελτίο των δώδεκα. Φυσικά, πρώτη είδηση η απελευθέρωση του πολίτη Νικολάου. Έπειτα από τις συντονισμένες ενέργειες κράτους και Αστυνομίας επιτέλους αφέθηκε ελεύθερος ο δυστυχισμένος πολίτης, αναφωνεί με χαμόγελο η παρουσιάστρια. Τα λύτρα αποδόθηκαν στους στυγνούς απαγωγείς. Η Αστυνομία σαρώνει στην κυριολεξία παντού αλλά δυστυχώς βρίσκεται σε μαύρα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα έχουμε την χαρά να είναι κοντά μας ο πολίτης Νικολάου. Θα μιλήσει στον δημοσιογράφο Μαχόπουλο Άνρι. Χαμογέλασα. Μέσα σε όλα ο Ινδιάνος. Ο παιδικός μου φίλος. Κάθισα πιο αναπαυτικά και περίμενα να τελειώσουν οι διαφημίσεις. Στο νου μου ξαναήρθε η Φένια. Την έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου. Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε καταφέρει τέτοιο πλήγμα. Σε λίγο στην οθόνη εμφανίστηκε ο Ινδιάνος με τον πολίτη Νικολάου. Αγαπητέ μου δεν θα σας κουράσω καθόλου, ξέρω πόσο ταλαιπωρημένος είστε από αυτήν την θλιβερή περιπέτεια σας, ο Νικολάου έγνεφε ναι, ναι, αλλά τέλος καλό όλα καλά αγαπητοί τηλεθεατές μετά από αστραπιαίες ενέργειες του κράτους ένας συμπολίτης μας αναπνέει και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Πως νιώθετε κύριε Νικολάου, τώρα που είσαστε ήρωας, όχι δεν είμαι ήρωας, ψέλλιζε αυτός, πως δεν είστε, εδώ όλα τα κανάλια της υφηλίου μετέδωσαν την είδηση της απελευθέρωσης σας και εξαιρούν το Ελληνικό κράτος, που δεν άφησε ένα μέλος του να πεθάνει στα χέρια των στυγνών απαγωγέων. Σας ευχαριστούμε που είσαστε κοντά μας και μας δώσατε τόσο σημαντικές πληροφορίες. Να πάτε στο καλό. Αγαπητοί τηλεθεατές αυτά μας είπε ο πολίτης Νικολάου. Έκλεισα την συσκευή και πήγα να φτύσω αλλά δεν είχα που. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα.
Έφτασα στα γραφεία του πατέρα μου, πάνω από κτήρια και ανθρώπους, πάνω απο δέντρα και μικρούς ουρανοξύστες. Μέσα στις αστραφτερές ακτίνες του Καλοκαιριού, σταμάτησα στην είσοδο. Ανέβηκα. Κάθισα απέναντί του στο δικό μου γυαλιστερό γραφείο. Κοιταχτήκαμε. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ω, δεν υπήρχε αμφιβολία είχα τον καλύτερο πατέρα του κόσμου. Μας σερβίρισαν δυο ποτήρια ψηλά, μπύρα. Μπύρα μαύρη που είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου. Η άλλη του αδυναμία ήταν η ποίηση. Ανασκάλευε μερικά χαρτιά. Ο άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του/ κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και/ αντάξια της αθανάτου καταγωγής του* τον άκουσα να απαγγέλλει με την μεγάλη φωνή του. Κι εγώ σκεφτόμουν πως είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου ότι θα μοίραζα τα λεφτά από τα λύτρα στους φτωχούς. Οι περισσότεροι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη από τα χρήματα, μίλησε ο πατέρας μου. Τα χρήματα τα έχουν ανάγκη όσοι παράγουν έργο. Τώρα λοιπόν είσαι στην ηλικία να αποκτήσεις απογόνους. Και η Φένια είναι ότι καλύτερο σου έτυχε στη ζωή σου. Στην υγειά σας.
Ξανακαβάλησα την Χάρλει Νταβινσον και οδήγησα ανάποδα στην Πατησίων. Δεν με σταμάτησε κανείς. Κι ύστερα; θα έλεγα πως κάποιος κινδύνευε, πως ένας συνάνθρωπος μας ζητούσε αίμα Α κατηγορίας, κι ανέβηκα πάνω στο Γαλάτσι. Εστησα τη μηχανή, για λίγο. Παρατήρησα το χάος που λέγεται Αθήνα. Πάλι ο ήλιος στραφτάλιζε στο καμίνι των σαράντα τόσων βαθμών. Με πανοραμικό, έψαξα εκεί γύρω στην Φωκίωνος Νέγρη. Σε ένα τραπέζι, καθόταν κι έτρωγαν τα ψαράκια τους ο Μαχόπουλος Άνρι και ο πολίτης Νικολάου. Με ζουμ έφτασα κοντά τους.
ΤΕΛΟΣ
* Οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου από την ΑΜΟΡΓΟ.



ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...