Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 2




Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.
Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.
συνεχιζεται.


Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ




Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Έστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζεις, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαϊδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδέκατη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοκτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατρίδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μάι φάδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα από εδώ έψαξα από κει, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.
Ξαναγύρισα στον εσπρέσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την ύπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον άνθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλό ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό από το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγώ, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καημένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτόν τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγώ που είχα αποφασίσει μετά από ώριμη σκέψη να κάνω αυτή την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοκτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδινό φαγητό του.
Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον άνθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγώ μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μέσα στο σιέλ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά από πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου από το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επίτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπα! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας ανθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα από μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφθεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ



Ωραίο είναι να έχεις σχέδια, να κάνεις όνειρα, ακόμα κι αν φαίνονται απραγματοποίητα, σημαίνουν ζωντάνια, όρεξη, ζωή. Εγώ ακόμα γελώ μερικές φορές όταν αναθυμάμαι κάποια από αυτά τα σχέδια και λέω..."μα είναι δυνατόν να έκανες τέτοια σχέδια;" Μέχρι να φτιάξουμε μια φάρμα με...γαϊδουράκια είχα σχεδόν αποφασίσει με κάποιους φίλους, οικολόγους!. [Εντάξει κι ο Καζαντζάκης αποπειράθηκε να κάνει [έκανε;] νταμάρι με τον Ζορμπά, δικαιολογώ τον ταπεινότατο εαυτό μου,]
Ευγένιος Ντελακρουά, φιλέλλην. 'Έχει ειπωθεί κατά κόρον αλλά μια ακόμη δε βλάφτει: ο φιλελληνισμός υπήρξε ισχυρό ευρωπαϊκό κίνημα. Χωρίς αυτό θα ήτο αδύνατη η ελευθερία της Ελλάδος. Τους χρωστάμε αλλά πρώτα απ όλα, μας χρωστάνε, δε μας κάνουν καμία χάρη απλά πάντοτε μας είχαν ανάγκη.
Ε, τώρααα...είδα έναν άντρα να φορεί κόκκινο παντελόνι! Σαχλέ δεν είναι; και μάλιστα προς το ροζέ, σακατεμένο; Νομίζω πως έχουν κάποια σημασία τα χρώματα που διαλέγει κανείς να φορεί ή είναι ταμπού; Ας πούμε, εγώ, δε θα φορούσα κόκκινο παντελόνι κι ας κυκλοφορούσα... γυμνός! Βέβαια, συντηρητικός δεν ήμουνα ποτέ αλλά, να, κάποια πράγματα δε μου στέργουν. [Άλλο ταμπού;] Θα μου πεις κι ανοιχτό πράσινο που φορούσε ο άλλος τι ήταν;
τόσο απλά.
Το παράπονο μιας στιγμής έφτανε στο γαλάζιο φέγγισμα
ότι δεν αγαπήσαμε μόνο τον εαυτό μας δεν ερωτευθήκαμε για να κάνουμε παιδιά
ήρθαμε εδώ ακέραιοι γεμάτοι απρέπεια.
Είμαστε μια καταβροχθιτική κοινωνία, μια μισερή κοινωνία, που δε σέβεται κανένα νόμο και όσο για την περιβόητη εξυπνάδα του Έλληνα, την καπατσοσύνη, όλα είναι κολακείες. Σε τι συνίσταται η εξυπνάδα του μέσου Έλληνα; ποια είναι η προοδευτικότητα του; ποια είναι η μόρφωση του όταν τα 80% των νοικοκυριών δεν έχουν βιβλιοθήκη σπίτι τους; Τους περισσότερους που ρωτώ δεν έχουν ανοίξει βιβλίο από τα γυμνασιακά τους χρόνια. Αυτή είναι μια άθλια διαπίστωση αλλά διαπίστωση: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι ανιστόρητοι, αγεωγράφητοι, ημιμαθείς στο έπακρον μπουρδολογούν και ψεύδονται ασύστολα, συνεχίζουν να πιστεύουν πως η καλύτερη γνώση τη ζωής, είναι του πεζοδρομίου. Στη δε πολιτική κατάρτιση είναι φωστήρες. Μπορούν να σου αναλύσουν με κομπασμό την όποια πολιτική κατάσταση, ξέρουν τα πάντα- να σου πω εγώ, εσύ δεν ξέρεις, είναι η συνηθέστερη φρασεολογία τους- και τους πάντες, χτες ένας μου λεγε πως μένει κοντά στο σπίτι του Σαμαρά και άρα, ξέρει περισσότερα για την πολιτική κατάσταση της χώρας!
Θεωρείτε τον εαυτό σας έξυπνο; Ευφυή; Είσαστε ικανοποιημένη που είστε αυτή που γεννηθήκατε ή θέλατε να είστε κάποια άλλη; Δύσκολες ερωτήσεις. Εξ ιδίων, κρίνοντας αλλότρια, θα απαντήσω πως δεν ήθελα να γεννηθώ άλλος αλλά... μπορεί να λέω και ψέμματα. Δε μιλάω για τα υλικά αγαθά, πχ χρήματα, τύχη κλπ αλλά για την ίδια την ταυτότητα σας: ωραιότητα, εξυπνάδα, υπερηφάνεια, αφοβία, εργατικότητα, μεγαλοσύνη. Μήπως θέλατε τελικά να γεννηθείτε κάποιος άλλος;
Η ευγένεια είναι προτέρημα. Είναι αρετή. Είμαστε όμως πραγματικά ευγενικοί ή προσποιούμαστε; Και είναι κάτι σαν γενετήσια ιδιότητα ή πρόσθετη στον άνθρωπο; Μου αρέσουν οι ευγενικοί άνθρωποι ακόμα κι αν πολλές φορές τηρούν κάποιους τυπικούς κανόνες αναγκασμένοι από τον χώρο. Η ευγένεια τελικά για μένα είναι δείγμα υψηλού πολιτισμού. Δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι ευγενείς. Ούτε γίνονται.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως είναι αδικημένοι στη ζωή. Άλλοι από τη φύση, άλλοι από την τύχη, που δεν γεννήθηκαν πλούσιοι-αυτή θεωρούν την μεγαλύτερη αδικία- κι άλλοι από τον ίδιο τον εαυτό τους. Είναι όμως έτσι; και πόσοι μπορούν ν αλλάξουν αυτή την "άδικη" μοίρα; Μα βάση την Ιστορία, πολύ λίγοι τα καταφέρνουν, άρα οι πολλοί δεν είναι αδικημένοι από τη φύση, τουλάχιστον.
Υπάρχουν κάποιες ωραίες γυναίκες, κάποιοι ωραίοι άντρες με μια γλυκύτητα, ένα φως, μια καλότητα, λες και είναι φερμένοι από άλλον κόσμο. Μπορεί να είναι και παιδιά. Φαντάζομαι όλοι τους έχουμε συναντήσει. Δεν μιλάω για την ομορφιά, μόνο την εξωτερική. Κι όμως αυτούς τους ανθρώπους οι περισσότεροι τους έχουμε χάσει. Βέβαια, μπορεί να μη τους έχεις γνωρίσει πολύ, μπορεί ένα κοίταγμα, ένα χαμόγελο, μια άλλη παρουσία. Δεν ξέρω αν περιέγραψα καλά αυτό που θέλω να πω.
Η υπόσχεση είναι σκληρό πράγμα όταν έρθει ο χρόνος της τήρησης. Προς τον εαυτό μας νομίζω έχουν κάποια αξία, γιατί
εκεί πονεί ως [το κόκκαλο]

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΗΔΟΝΗ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΛΙΘΙΟΙ


Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ. [Η Μάριον Μίντση]

πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
Πεντάρα δε δίνω για όσους με διαβάζουν! Έτσι έλεγε ο κύριος Μένης Κουμανταρέας. Ο άνθρωπος πέθανε, βέβαια αλλά μόνο αυτός ο λόγος φτάνει για να μην τον διαβάζει κανείς. Μου φαίνεται τρομερά αμοραλιστικό=ανήθικο και συνάμα ανόητο. Εγώ ποτέ δεν τον διάβασα. Μερικές κλεφτές ματιές έχω ρίξει σε κάποια βιβλία του που έπεσαν στα χέρια μου. Ελαφρύς. Καιροσκοπικός. Μπον βιδέρ σαν τον Χατζηφωτίου. Τα προσωπικά του καθενός δε με ενδιαφέρουν, τα ερωτικά του κλπ. Όμως...
Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι Κομμουνιστές. Ή καλύτερα δεν ταιριάζει στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης, μου είπε ένας φίλος, που κατάγεται από αριστερή οικογένεια. Εν μέρει συμφώνησα μαζί του, σκεφτόμενος πως οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι που γέννησε ο τόπος, Αριστοτέλης και Πλάτωνας μας άφησαν κληρονομιά, το Δημοκρατικό πολίτευμα. Ταιριάζει περισσότερο στον Έλληνα ο συναγωνισμός, ο μόχθος για να κερδίσει την αμοιβή του. Όντας αριστερός, με την έννοια του Μαρξιστή και όχι με όσα κομμουνιστικά πειράματα έχουν διαπράξει και εφαρμόσει μέχρι τούδε οι άνθρωποι, θεωρώ πως έχει μεγάλο μερίδιο δίκιου το σκεφτικό του φίλου μου.
Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό. Στην Αθήνα μουρμουρίζει μια βροχή, εδω και καμιά ώρα. Το νερό, ίσα που κάνει τους δρόμους να γλιστράνε.Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό, η υγρασία περιλούζει τα κορμιά, ο έρωτας δεν παίζει τα παλιά παιχνίδια στις νεροποντές. Θα έρθει όμως κάποτε στις καρδιές των ανθρώπων, το παλιό Φθινόπωρο που το χώμα ανάδευε μια καφέ μυρουδιά και τα δέντρα χρυσοκοκκίνιζαν στες αυλές και τις πλατείες.
Ο ΚΥΡΙΟς ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ
δηλαδή μια εποχή όπου η σάρκα βουλιάζει στο χώμα, το αίμα γίνεται ένα με τη λάσπη, η οργή, το μίσος και ο φόβος των ανθρώπων, όλα μαζί αποτυπώνονται με πάθος και όσο πιο καθαρά γίνεται σε όλο το έργο του. Γόνος αριστοκρατίας, λένε πως ήταν νόθος γιος του Ταλευράνδου, αγωνίστηκε υπέρ της ελευθερίας των λαών.
Εν ολίγοις δε σέβομαι την Ελληνική δημοσιογραφία. Απουσιάζουν οι συγγραφεις-δημοσιογράφοι που είχαμε παλαιότερα, που είχαν κάποιο σθένος και όσοι υπάρχουν θάβονται απο αυτή τη αθλιότητα του τύπου. Δειλοί και ανθρωπάκια κυκλοφορούν με αμφίεση πνιγμένοι σε ένα σύστημα μισαλλοδοξίας. Αφαιρούν τον λόγο από ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι κρατώντας το μικρόφωνο που τους..
Ωραία μέρα στο Σούνιο, απλά συννεφιασμένη. Αραιά και που, λίγος ήλιος ανάμεσα απ τις αρχαίες κολώνες, ανάμεσα από εμάς και το χτες. Κοίταξα κάτω το γκρεμό από εκεί που έπεσε ο Αιγέας. Συχνά με ποτίζει αυτός ο μύθος ή η πραγματικότητα της πέτρας των Ελλήνων. Συχνά με άγει.
Στέκομαι ακόμα λίγο, αγέρωχος, να δω το φως της νυχτιάς που πλησιάζει.
Ρε, σεις, δεν μπορεί ο χρόνος να είναι κύκλος

Ο χρόνος είναι γραμμή- ο Χάιντεγκερ λέγοντας αέναη επιστροφή τι εννοούσε;
Παιδιά δεν μπορούμε να γυρνάμε πίσω, αυτή πόσο μεγάλη φιλοσοφία ήταν; Ο χρόνος δεν υπάρχει. Αν θα δεχτούμε πως υπάρχει, χάνουμε όλη την εξέλιξη μας. Αφού ο χρόνος είναι γραμμή, πρέπει να το δεχτούμε, μπορεί όμως η μεταφυσική ζωή των ζώων που δεν υπάρχει αλλά εμείς θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα "έγχρονα". Τα ζώα δεν υπάρχουν μέσα στο χρόνο- η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ έχει πεθάνει.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος είναι πιο αληθινός. Πολλοί από εσάς θα διαφωνήσουν μαζί μου, εγώ εκφράζω σχεδόν απόλυτα τη γνώμη μου, επειδή ζω σαν καινούργιος άνθρωπος. Ξεπέρασα το φόβο του χρόνου.
Χάσαμε από έναν άδικο θεό.
Ας πούμε πως γεννιέσαι μ αυτά τα χαρίσματα. Ας πούμε δηλαδή πως η φύση δίνει στους ανθρώπους ξεχωριστές δυνάμεις, τις μοιράζει απλόχερα για όλο το μικρό ή μεγάλο διάστημα που ζει η ύπαρξη. Αυτό είναι καλό: να μην έχουμε όλοι τα ίδια ελαττώματα. Φαντάσου να ήμασταν όλοι ζωγράφοι!
Ότι κάνω είναι καλώς καμωμένο.
Δεν έχω χρέος
ούτε σε θεούς
μηδέ σε ανθρώπους.
Μπορείς να φτάσεις πολύ εύκολα στην απάντηση πως ο κόσμος μας δεν είναι καλός.
Ο κόσμος κύλισε ανάποδα. Δε μας ενδιαφέρει, πια, τι θα γίνει. Μας ενδιαφέρει τι έγινε. Το παρελθόν μπορεί να είναι σημαντικότερο του μέλλοντος. Ίσως γιατί εκεί μπορεί να βρούμε μια άκρη. Μια άκρη φιλοσοφική αλλά στέρεη για τον εαυτό μας και τον κόσμο μας. Το δε μας ενδιαφέρει πια τι θα γίνει, φαίνεται απλοϊκό μα, ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται πιο πολύ το παρόν, το σήμερα. Το μέλλον μοιάζει και παρομοιάζεται δυσίωνο σφοδρά, αν παρακολουθήσεις οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ επ αυτού, το παρόν χείριστο αλλά το παρελθόν καλύτερο όλων. Μπορούμε να βασιστούμε στο παρελθόν.
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωιστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κρίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακκούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρήσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΙΟΥΛΙΑ





ΙΟΥΛΙΑ
Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθως πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνοθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτσυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξεφτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταΐζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες  να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς όμως δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Λάδι σε καμβά
Μερικά έργα σε οδηγούν όπου θέλουν. Άλλα γίνονται από μια παράξενη σύμπτωση και χρειάζονται τύχη για να υπάρξουν, να βγουν στην επιφάνεια, να τ ανακαλύψουν οι άνθρωποι και να μεγαλώσουν μαζί τους. Με τη Τζοκόντα και της Κοπέλες της Αβινιόν δεν έχουμε μεγαλώσει τόσες γενιές;
Παράξενη σύμπτωση είναι και το ΚΟΡΙΤΣΙ της εικόνας που άλλο ήταν και άλλο έγινε αφού το ξαναδούλεψα. Άρα; κανείς δε θα θυμάται το πριν [του] εκτός από μένα!
Οι πραγματικά σπουδαίοι δεν αρνούνται να παραδεχτουν την ανωτερότητα κάποιων άλλων.
Το να πεις ποιητικά λόγια για ένα τοπίο δε λέει. Καλύτερα να είσαι εκεί και να το βλέπεις.
Η ζωή διαφέρει από την τέχνη όπως και να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να προηγείται και να μην αντιγράφει τη ζωή, μόνον έτσι, ρεαλιστικά μπορεί να προσφέρει στη ζωή.
Είναι ένα στενό αδιέξοδο κάπου στα Εξάρχεια με ομπρέλες. Έχουν ενδιαφέρον τα αδιέξοδα, ξέρεις πάντα που τελειώνουν.
Η τέχνη είναι μοναξιά. Όμως ποτέ δεν ξέχασα τον εαυτό μου σε ένα λιμάνι.
Ο καπιταλισμός αποσκοπεί στην ισοπέδωση και την τελική καταστροφή του αδύναμου που, ως παράγοντας, μειώνει το κέρδος! Καταλαβαίνετε αγαπητοί μου σε τι λούμπα έχουμε πέσει; Το κυνήγι του πλουτισμού τείνει να εξαφανίσει κάθε είδος ανθρωπισμού. Το καπιταλ κοντρόλ εξουθενώνει τον κόσμο και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να συνέλθουμε χωρίς την αναίρεση του. Ελεύθερη οικονομία ναι, αλλά όχι με τους νόμους που γουστάρουν αυτά τα αρχίδια! γιατί, τότε η δημοκρατία τους γίνεται χειρότερη από την δικτατορία.

Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχισμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή.
Λέει μεταξύ άλλων ο Τ.Σ. Ελιοτ στα ΕΠΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εντύπωση μου κάνει που ξεχωρίζει τον ποιητή όχι μόνο από τους λοιπούς ανθρώπους αλλά και από τους άλλους ποιητές!
Ωστόσο αυτή τη σύγκριση μεταξύ συγγραφέα και ποιητή τη θεωρώ άκυρη και άτοπη. Και ο συγγραφέας έχει ανάλογες συνειδητές εμπειρίες.
Όλοι οι άνθρωποι ευχαριστιούνται να ακούνε καλά λόγια για τη δουλειά τους, για την ομορφιά τους και για το χαραχτήρα τους. Γενικά τα επαινετικά λόγια, επιδρούν στον ψυχικό κόσμο μας σαν βάλσαμο και κατά κάποιο τρόπο αναζωογονούν την φιλαρέσκεια μας. Όμως να πεις φερ ειπείν κι ένα "κακό" λόγο στην κριτική σου δε χάλασε ο κόσμος! Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια πάνω μας! στην εργασία μας! Ίσα-ίσα! Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι στραβομουτσουνιάζουν και είναι έτοιμοι να σε διαγράψουν αν πεις πως δε σου αρέσει η ποίηση τους ρε αδερφέ! Προσωπικά μια κακή κριτική για το έργο μου με εξιτάρει περισσότερο και φυσικά κουβεντιάζω για τα λάθη που βλέπει ο συνομιλητής μου.
Υπάρχει μια ακινησία εδώ, ενώ έξω φυσά τουμποφόρ. Πως λέμε τουμποφλόκ; Λέω να πάω για ένα ποτό δίπλα, στο Φαεινόν αλλά δεν έχω παρέα, αλλά πάλι δεν πειράζει, θα έχω παρέα τον άνεμο. Τι ωραία! έχετε πιει ποτό παρέα με τον άνεμο;
Κακά τα ψέματα. Το οικονομικό για τον σύγχρονο άνθρωπο έχει καταντήσει μάστιγα-τα πάντα γίνονται με το χρήμα και δυστυχώς αυτό επηρεάζει όλες μας τις κινήσεις. Εξ αιτίας της ανέχειας χάνουμε τις παρέες, τους φίλους, την ξεγνοιασιά και την αλήθεια πως άλλοτε όλα ήταν καλύτερα.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι απλά, χαρούμενος στη σημερινή κατάσταση, όταν βλέπει γύρω του τη φτώχεια, την απελπισία, τη μοναξιά και τη φρίκη που αποφέρει ο οικονομικός πόλεμος. [Εκτός απ τα γουρούνια.] Η δε απελπισία, είναι ο χειρότερος σύμβουλος για να πάρεις αποφάσεις σημαντικές για τη ζωή σου και για τη ζωή των άλλων. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα κάνεις λάθος. Αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνώντες και γι αυτό οδηγούν τις μάζες στην εξαθλίωση με μαθηματική ακρίβεια.

[ΠΑΛΙΕς ΣΚΟΡΠΙΕς ΣΚΈΨΕΙς ΜΟΥ.]

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗς



ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
"Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο μονότονη κι ελεεινή απ όσο πίστευα κι απ όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με Χαρίλαε..."
Τάδε έφη ο Κώστας Καρυωτάκης εν έτει 1923. Άτομο παράξενο, διεισδυτικό, έξυπνο, με ζωή που θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Αλλά δεν ήταν. Όπως και η δικιά μου. Και η δικιά σας. Αυτό το ελεεινή ζωή, όμως, μου χτυπάει άσχημα, είναι μια έκφραση αθλιότητας. Δηλαδή ήταν τόσο πολύ αξιολύπητος, τόσο οικτρός, τιποτένιος και άθλιος-όλα αυτά μαζί τα εκφράζει αυτή η λέξη!
Δε θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω έτσι τη ζωή μου. Ίσα-ίσα έχω μια μικρή περηφάνια πως κάτι κάνω και σίγουρα είμαι πάντα με το μέρος του δικαίου και του αδυνάτου. Πιστεύω, πως για να κατέχεσαι από υψηλά αισθήματα υπεροχής, ελευθερίας, δικαιοσύνης, γενναιότητας, είναι δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λυγίζουν και μόνο λίγοι αντέχουν το πραγματικό βάρος της ζωής.
Μόνο οι πολύ άρρωστοι, πρώτα στο σώμα και μετά στην ψυχή, μπορεί να νιώθουν τόσο καταρρακωμένοι-σίγουρα η ζωή είναι ελεεινή όταν είσαι άρρωστος. Δεν ξέρω πόσο άρρωστος ήταν ο Καρυωτάκης, δεν το αποσαφηνίζουν τα βιβλία αλλά θα πρέπει να ήταν πολύ. Γι αυτό και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει και έδωσε το τέλος που όλοι γνωρίζουμε στην μουχλιασμένη Πρέβεζα.
Εκτιμώ βαθύτατα την ποίηση και τη σκέψη του Καρυωτάκη:
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
οι ονειροπόλοι στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουνε το μήνυμα, δεν είναι πια καιρός.
Όσα ενόχλησαν τον ποιητή, συνεχίζουν να ενοχλούν κι εμάς ακόμα σήμερα. Κυνηγήθηκε από ένα έξαλλο και κακοφτιαγμένο μισόκοσμο τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κοφτερός και οξύνους βρήκε τη δύναμη ή την αδυναμία να πιέσει τη σκανδάλη για να τελειώσει την ελεεινή και μονότονη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν τον συγχωρούν που αυτοκτόνησε, δεν δέχονται τις πεσιμιστικές τάσεις των ανθρώπων και θέλουν να βλέπουν τη ζωή μόνο ρόδινη, αισιόδοξη.
Όλοι μαζί κινούμε συφερτός
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά
                                          μας
δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Βαθειά ειρωνικός, γουστάρω αυτή τη σαρκαστική ειρωνεία του γι αυτόν τον τρισάθλιο κόσμο μας-ενίοτε. "Γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε, μα-παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία!" μας πληροφορεί ο Τέλος Άγρας που φυσικά τον είχε γνωρίσει από κοντά.
Η πικρία του Καρυωτάκη και η δική μας, πηγάζει από την αδικία της ζωής, από την μη αναγνώριση-του ίδιου δεν του την δικαίωσαν ποτέ ενόσω ζούσε- κάποιων αξιών, κάποιων δικαιωμάτων και τότε, εκεί, να βγαίνει όλο το πικρόχολο ρήμα εναντίον όλων, όσων μας αδίκησαν.
"Κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία... Σ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά..." Αυτά από το σημείωμα του. Το σημείωμα του ιδανικού αυτόχειρα.
Είναι απίστευτη η ευκολία που πετάει αυτό το, κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Και τό δεν έβλεπε κανένα ιδανικό στη ζωή του.
  Για να καταθλιβεί κάποιος σε αυτό το σημείο, ξαναλέω, πρέπει να είναι άρρωστος.  Αλλά, τόσα χρόνια τώρα, οι κριτικοί δε θέλουν να θάψουν τον Καρυωτάκη, όπως αρνήθηκε και η εκκλησία τους που χαραχτηρίζει τους αυτόχειρες άτυχους που δεν λαμβάνουν αυτή την τιμή.
Εννοείται πως, όσοι είχαν προβλέψει ότι η λογοτεχνική ιστορία θα επιφύλασσε μια σελίδα σε μια άκρη της για τον Καρυωτάκη, έπεσαν έξω αφού το ενδιαφέρον για τον ποιητή κρατείται αδιάπτωτο και αυξανόμενο, για να μας θυμίζει κι έναν άλλον ιππότη: Τον Δον Κιχώτη, τον ιππότη της ελεεινής μορφής. Μήπως όλων μας η ζωή είναι Ελεεινή;

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ



Ο ΓΙΩΡΓΟς  ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟς ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ.

Ομολογώ ότι διάβασα μουδιασμένος τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Η επιστροφή στη γενέθλια γη ενός ώριμου, νέου ακόμη, ανθρώπου που παρατάει τη σχιζοφρένεια της πρωτεύουσας και επανακάμπτει στον τόπο του για να ζήσει με το χώμα, τη φύση-να επαναποκτήσει τους ήπιους ανθρώπινους ρυθμούς της βραδύτητας.
Αίφνης όμως τα πάντα ανατρέπονται, με κύρια αιτία, όπως πάντα, σχεδόν, τον έρωτα.
Τα συναισθήματα του αναγνώστη πυρπολούνται μέσα από μια στέρεα αναφορά της πορείας των ηρώων, με μια σίγουρη για την απλότητα της γλώσσα. Ο συγγραφέας πλάθει μια σκληρή ιστορία, είναι όμως επιεικής, άμα τε και γενναιόδωρος με τους χαρακτήρες των ηρώων του.
Χαρακτήρες δύσκολοι, αιρετικοί, ορθολογιστές αλλά και καταφρονητές της λογικής όταν μιλάει ο έρωτας. Εντυπωσιάζει η επιφυλακτικότητα που δείχνουν ο ένας για τον άλλον όταν έρχονται σε επαφή οι δυο από τους πρωταγωνιστές. Μια φιλία αντρίκεια κάπως που μετεξελίσσεται σε σχέση συγκρούσεων αλλά και της ίδιας της ζωής των. Με ρεαλισμό καταγράφεται η αγάπη των δυο αντρών για την ίδια γυναίκα. Μια απροσδόκητη πλοκή συντροφεύει την τριτοπρόσωπη αφήγηση που ξεδιπλώνεται από τον συγγραφέα.
Γνώστης ο ίδιος του σκληροτράχηλου βίου των ανθρώπων της ελληνικής περιφέρειας, παίζει εύκολα με τη λαχτάρα όσων ζουν εκεί, να ξεφύγουν, γνωρίζοντας ότι αυτό που θα συναντήσουν στην πόλη δεν είναι ένα όνειρο αλλά ένας εφιάλτης.
Κάποτε φουντώνει ο έρωτας όπως και η φιλία δεν αργούν όμως να εκφυλιστούν, μέσα από τον πόλεμο και το αλκοόλ. Ξενίζει κάπως η χρήση του αλκοόλ που κατακυριεύει τον ήρωα όσο κι αν προσπαθεί να το ξορκίσει. Βαθμιαία η κατάπτωση γίνεται κάπως ανερμήνευτα κατάντια, ελευθερία από την κοινωνική ζωή.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει τον καταναλωτισμό και γενικότερα τον καπιταλισμό εξωθώντας τους ήρωες στον ευτελισμό τους. Από ευτυχισμένο μεσαίο, μικροαστικό ζευγάρι, ο άντρας καταλήγει ρακοσυλλέκτης και η πανέμορφη γυναίκα, πόρνη. Τι μας ιστορεί; Ότι τα κοινωνικά στρώματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, ότι όλοι οι άνθρωποι κουβαλούν μια ξεχωριστή ζωή, βουτηγμένη μάλιστα στον έρωτα. Απ αυτού και η δυνατότητα τους να επανακάμψουν από την αθλιότητα σε μια κανονικότητα, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Είναι μια γερά δομημένη αφήγηση με ωραίες παρενθέσεις για την αγριότητα και φρικαλεότητα του πολέμου, για το μάταιο των μικρών εξεγέρσεων, διανθισμένη με φιλοσοφικούς προβληματισμούς και ηθική παρεμβατικότητα, υπό την μορφή στοχασμών.
Εμμονή με το καλό και το κακό, με τη θρησκεία, το σύμπαν. Ανάμεσα σε όλα αυτά κινούνται οι ήρωες: στη μικρότητα των ανθρωπίνων αλά και στο μεγαλείο του σύμπαντος.

Είπα από την αρχή ότι είναι μια σκληρή αφήγηση. Επιμένω.
Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν παίρνει το μέρος αυτών που φαίνεται να έχουν δίκαιο. Αφήνει τους ήρωες απροστάτευτους, δίνοντας τους ‘όμως, απεριόριστη ελευθερία να αποφασίζουν οι ίδιοι και ας πλανάται η εντύπωση ότι όλοι ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη μοίρα. Αποφασίζουν μόνοι τους, ελεύθεροι, με ιδεολογικό φόντο τον ρηξικέλευθο κοινό νου και μια πίστη σε αρχές που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις. Ένας ορθολογισμός είναι αυτό που επικροτεί, που δεν ελέγχεται όμως από κάποια αιτιολόγηση του, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετική η κατάληξη των πράξεων των ηρώων απ αυτό που ήθελαν ή επιθυμούσαν. Οι επιθυμίες εύκολα πραγματοποιούνται και εύκολα εξαφανίζονται.
Ο Συγγραφέας δεν παίρνει το μέρος ούτε του καλού ούτε του κακού. Κινείται πέραν τούτων και αφήνει τη ροή της αφήγησης να αποφασίζει. Τούτο, νομίζω είναι και το μήνυμα που θέλει να δείξει ο συγγραφέας. Μια ωμή καταγραφή των ανθρωπίνων σχέσεων  οι οποίες διαμορφώνονται άλλοτε ερήμην τους και άλλοτε προκαλούμενοι από τους ίδιους τους ανθρώπους.
Πίσω από αυτή την ωμότητα, καρτερεί και καραδοκεί η πίστη στη σκηνοθέτρια πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν είναι μόνο κυνική και επιθετική. Είναι και τρυφερή και γλυκιά.
Θέλω να πω, δύσκολα συναντάς σήμερα συγγραφείς που στέκονται γενναία απέναντι στη μοίρα, που δεν είναι μοίρα αλλά απόρροια της ολιγότητας και της μικρότητας των ανθρώπων.
Δύσκολα οι συγγραφείς, όσο είρωνες και κυνικοί κι αν θέλουν να φανούν, παίρνουν το μέρος του κακού, όπως οι πλείστοι έχουμε συνομολογήσει για τη σημασία του. Ο Κώστας Πλιάτσικας δε διστάζει να παρουσιάσει τους δυο φίλους στα ακρότατα όρια τους: από τη μια να θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον και από την άλλη να δίνουν διαταγές στους στρατιώτες που διοικούν, να δολοφονούν άμαχους και παιδιά, να βιάζουν γυναίκες και άλλα αποκρουστικά.
Αλλά αυτό είναι ο άνθρωπος: μια κουκίδα μεταξύ γελοίου και μεγαλείου.
Μου αρέσουν οι συγγραφείς με εμμονές ακόμα κι όταν αυτές έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα τους, εκτός συγγραφικού έργου. Αυτές τις εμμονές τις διοχετεύουν στους ήρωες τους, είτε στα εσωτερικά τους γνωρίσματα, είτε στην αντιμετώπιση του απροσδόκητου κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είτε σε εξαιρετικά βαθειά, ψυχικά κατορθώματα.
Βεβαίως από τους καλούς αναγνώστες, δεν μπορούν να κρυφτούν, αλλ αυτός, ίσως, να είναι και ο στόχος τους, όταν αναφέρονται σε υπαρξιακά προβλήματα.
Οι εμμονές ελαττώνονται όταν καταγίνονται με εθνικά ή αμιγώς λογοτεχνικά θέματα κι έτσι επιτυγχάνουν την ισορροπία στο συγγραφικό τους έργο.
Γνωρίζω τον Κώστα Πλιάτσικα, περίπου 35 χρόνια, τώρα. Ανήσυχος πάντα, ατίθασος και επιθετικά παρεμβατικός από τότε που εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «ΔΡΟΜΟΣ».
Εριστικός τις περισσότερες φορές, έβαλλε κατά πάντων, με μια ενθουσιώδη αυθάδεια. Θα έλεγα.
Έχω διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του και έχω δει την εξέλιξη  στο ζωγραφικό του έργο. Αντιλαμβάνομαι, ότι παρά τις εμμονές του, έχει κατακτήσει και εικαστική και λογοτεχνική ωριμότητα.
Εν κατακλείδι: η απροσδόκητη πλοκή της αφήγησης, ο ρεαλισμός και το αναπάντεχο, η σκληρότητα και η τρυφερότητα, καθιστούν ελκυστική την αφήγηση και συνθέτουν ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αφήγημα, μια μικρή λογοτεχνική εξέγερση. Επίσης δε θεωρώ τυχαίο ότι ένας από τους ήρωες είναι αλλοδαπός και οι υπόλοιποι κατάγονται από την επαρχία, που, όμως, δρουν σε αστικό περιβάλλον. Είναι ένα μικρό κλειδί- νομίζω- για την ανάγνωση
Η χοάνη της λογοτεχνίας εντός της οποίας αλέθεται η αγωνία του συγγραφέα και της κοινωνίας: ο πολύπλαγκτος, πολύπαθος αλλά όρθιος άνθρωπος.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

ΩΡΑΙΕς ΣΕΛΙΔΕς ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟς




ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ
 Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες -Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις ...
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα -Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
΄Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών.
Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς ...τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το 'χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους. Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική ...ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος ...ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
  Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ; ...πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ' ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν -Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν -Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...