Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΜΗ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ





Το είχαν συμφωνήσει, απόψε, θα έκαναν παρέα οι δυο τους. Ότι και να συνέβαινε, όποιος ακύρωνε την συμφωνία, θα πλήρωνε το τίμημα που ήταν βαρύ:Θα έχανε την φιλία του άλλου.
-Πολύ σοβαρό το κάνεις, προσπάθησε να το απαλύνει αυτός αλλά ο φίλος του ο Φώτης, τον πρόλαβε.
-Όχι, γιατί σε ξέρω. Όπως το ορίσαμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φαγητό, έπειτα ποτό κι ότι άλλο θέλουμε αλλά χωρίς γυναίκες. Δεν βαρέθηκες; Κάθε βράδυ και άλλη γυναίκα, φτάνει πια! Εγώ σου το είπα, αν δεν κρατήσεις την συμφωνία, τελειώνει η φιλία μας.
Βγήκαν κατά τις εννιάμιση. Φάγανε στην Κληματαριά-μια ωραία ταβέρνα με αυλή στα Εξάρχεια. Είχε ωραίους μεζέδες, ξανθό κρασί. Απόλαυσαν το φαγητό και το κρασί τους, όλα ήταν μια χαρά. Μιλούσαν διάφορα, ανέμελα. Ήταν δυνατή η φιλία τους, αυθόρμητη.
Ο Φώτης ήταν ηθοποιός αλλά όχι από τους ωραίους, τους ζεν-πρεμιε. Μάλλον κοντός, μάλλον άσχημούλης και, πάρ’ όλη την δόξα του- η τελευταία ταινία του έκανε θραύση- δεν τα πήγαινε τόσο καλά με το άλλο φύλο.
-Πως γίνεται ρε, του λεγε καμιά φορά. Ρε, πως γίνεται να έχεις πιο πολλές από μένα; Ένας πλασιέ βιβλίων είσαι, τι είσαι;…
-Έχω μέλι στο κάτω κεφάλι! Γελούσε αυτός.
Δεν τον ενοχλούσε που τον ζήλευε λίγο. Ήταν ωραία ζήλια, παιχνιδιάρικη, όχι αρρωστημένη. Τον αγαπούσε τον Φώτη και του φαινόταν ηλίθιο να χαλάσουν μια τόσο γερή φιλία για κάποια τσούλα. Ούτε που το έβαζε ο νους του.
-Γι’ αυτό, κάτσε στ’ αυγά σου! Του είπε γελώντας. Λέμε κανένα τραγούδι;
-Νωρίς είναι ακόμα για ποτό. Εντάξει, πιάσε την κιθάρα.
-Πιάστην εσύ, εσύ παίζεις, εγώ τραγουδάω.
-Γιατί, εγώ δεν τραγουδάω;
-Ε, γκαρίζεις κι εσύ καμιά φορά! Έλα μωρέ πιάσε την κιθάρα. Ε, Βαγγέλη, φώναξε στο γκαρσόνι, πιάσε μας την κιθάρα.
-Αμέσως, έκανε ο Βαγγέλης.
Και την έφερε. Ξέρανε πως άμα έπαιζαν κιθάρα, οι πελάτες το ευχαριστιότανε, έτσι θα είχαν περισσότερη δουλειά, περισσότερο μεροκάματο.
Έπαιξε κιθάρα, τραγούδησαν στην αρχή οι δυό τους. Σιγά-σιγά όμως, όλο το μαγαζί έγινε μια παρέα. Έκαναν το κέφι τους, έπιναν το κρασί τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ ήπιαν παραπάνω αλλά δεν τους έπιανε. Εικοσιπέντε χρονών παιδιά ήταν, γερά ποτήρια και οι δυο τους.
Κατά τις δώδεκα, δωδεκάμισι, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όλο το μαγαζί, φώναζε . Τους έκαναν την χάρη, είπαν δυο τραγουδάκια ακόμη κι ύστερα πήραν δρόμο. Μόλις κατηφόρισαν στην Μαυρομιχάλη, στρώθηκαν στο κυνήγι. Έτσι έκαναν πάντα. Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον- ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος, νόμιζε πως κυνηγιόνταν αλήθεια- αλλά αυτοί, είχαν τον σκοπό τους. Έτρεχαν μέχρι το Ταξίμι, ένα ρεμπετάδικο λίγο πιο κάτω. Όποιος θα έφτανε δεύτερος, πλήρωνε τα ποτά. Αυτή την φορά, έφτασε πρώτος ο Φώτης.
-Θα πληρώσεις πολλά απόψε, ξελαχάνιασε δίπλα στην πόρτα του ρεμπετάδικου.
-Μη σε νοιάζει, έχω απόψε λεφτά, πιες όσο θέλεις, ξελαχάνιασε κι αυτός δίπλα του.
Χώθηκαν μέσα, κάθισαν σε ένα τραπέζι κεφάτοι. Παράγγειλαν ποτά, έπιναν σαν σφουγγάρια. Το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Ο θόρυβος η μουσική, τα τσιγάρα, έκαναν τον τόπο ντουμάνι αλλά δεν τους ένοιαζε, ούτε το σκέφτονταν.
Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο, όταν αυτός, αντελήφτηκε μια από απέναντι να του κουνάει μαντήλι.
Άρχισε μα παίζει μαζί της, προσέχοντας να μην τον πάρει χαμπάρι ο Φώτης. Ήταν μια πολύ όμορφη,μελαχρινή, πρασινομάτα, παιχνιδιάρα.
Κάποια στιγμή της έκλεισε το μάτι. Εκείνη ανταπάντησε. Ωραία, σκέφτηκε. Τσιμπάει. Και κοίταξε δίπλα του τον Φώτη.
-Τρέχει τίποτα φιλαράκι; Τον ρώτησε.
-Όχι, ρε, τι να τρέχει, όλα μια χαρά.
-Θα πιούμε άλλο;
-Ναι, παράγγειλε, έκανε μουδιασμένα.
-Δεν σε βλέπω καλάάά! Τον κοίταξε ύποπτα.
-Όχι, ρε, σου είπα! Παράγγειλε ποτά.
Η άλλη όμως από απέναντι τον έτρωγε με τα μάτια και ένα ερωτηματικό χαμόγελο, σα να του λεγε: Αυτός άνοιξε τα χέρια με μικρή απόγνωση και με τα μάτια της έδειξε τον φίλο του. Η γκόμενα του απάντησε πάλι με νόημα, μπορώ εγώ και δεν μπορείς εσύ;
Ωστόσο, είχαν έρθει τα άλλα ποτά. Τσούγκρισαν κι αυτός, πέταξε ένα δεν βαριέσαι..
-Τι είπες; Απόρεσε ο Φώτης.
Κι απόρεσε περισσότερο σαν τον είδε να σηκώνεται και να στέκεται από πάνω του αγκαζέ με την γκόμενα που είχε κατά φτάσει στο πρώτο νόημά του.
-Που πας ρε; Είπαμε…δεν είπαμε; Τι είναι αυτά που κάνεις τώρα;…μ αφήνεις μόνο; Παραπονέθηκε ο Φώτης.
Αυτός, κοίταξε τον φίλο του με ένα ωραίο χαμόγελο, σα να του λεγε, εντάξει ρε, εντάξει, θα τα βρούμε εμείς το πρωί, δεν χάλασε ο κόσμος!
-Φεύγω φιλαράκι, εντάξει; Πληρώνω τα ποτά και φεύγω. Θα τα πούμε αύριο, γεια.
πήγε να συνεχίσει ο φίλος του αλλά αυτός είχε σχεδόν εξαφανιστεί αγκαζέ με την μελαχρινή κουτσουπιά. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκαν στην Αυγουστιάτικη νύχτα. Το σπίτι του ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Μέχρι να φτάσουν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ούτε πως σε λένε, ούτε τίποτα, τίποτα. Μπήκαν φουριόζοι στο μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες, τις τράβηξαν, κρύφτηκαν μέσα. Λες και ήταν διψασμένοι, λες και ήταν αχόρταγοι από ένα παιχνίδι που το ήξεραν καλά, όρμησαν ο ένας να φάει τον άλλον. Κι όπως ήταν φυσικό έκανα ένα βιαστικό πήδημα. Αυτός, χωρίς πολλά χάδια έχωσε τον όρθιο του στο δασώδες φαράγγι της, ένιωσε την γλύκα της αχαλάρωτης τρύπας, του ξένου μονοπατιού, το φχαριστήθηκε, ας ήταν γρήγορο. Ύστερα γύρισε ανάσκελα λίγο μετανιωμένος, λίγο βαρεμένος. Σκέφτηκε να γυρίσει στον φίλο του που τον είχε παρατήσει για ένα γρήγορο έρωτα. Μάλιστα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, ενώ η γκόμενα τον παρατηρούσε έκπληκτη.
-Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε. Έτσι είσαι εσύ; Ωραίος είσαι!
-Τι θέλεις να πεις; Έκανε.
-Τίποτα. Απλούστατα, τώρα θα πάμε να πηδήξω κι εγώ.
Άνοιξε τα μάτια του πελώρια, δεν θυμόταν άλλη γυναίκα να του είχε πει κάτι τέτοιο στα ίσια. Κι αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει. Ασυναίσθητα, υπάκουσε, ντύθηκαν και βγήκαν. Πήραν την μηχανή, που πάμε; την ρώτησε, Αμπελοκήπους του απάντησε, ανέβηκαν την Χαριλάου Τρικούπη, πιάσανε την Αλεξάντρας κι ένιωσε λίγη ψύχρα καθώς η νύχτα προχωρούσε αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι’ αυτό…
Έφτασαν στους Αμπελοκήπους, μπήκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα, επιπλωμένο με γούστο και τον πηδούσε όλη την νύχτα.
-Έτσι μπράβο αγόρι μου! Τώρα είσαι άντρας, τώρα..έλα..ναι, βαθιά, πιο βαθιά, έλα!  Άααα.
Το πρωί, κατά τις δώδεκα δηλαδή, σηκώθηκε πρώτη, έφτιαξε πρωινό κι αυτός την παρατηρούσε. Δεν ήταν και τόσο όμορφη, όσο του είχε φανεί την νύχτα. Το σώμα της ήταν καταπληκτικό αλλά από πρόσωπο, δεν έλεγε. Στο σκοτάδι, αντέστρεφε την ρήση, καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια.
Καθώς έπινα τον καφέ τους πικροχόλιασε με τον εαυτό του και τον ειρωνεύτηκε που είχε εγκαταλείψει τον φίλο του για μια γυναίκα. Τι είχε κάνει τώρα; Για κάποιο παλιόμαυρο πρόδωσε την φιλία. Αν δεν το είχαν συμφωνήσει θα ήταν αλλιώς. Αλλά τώρα; Μέσα του πίστευε πως ο Φώτης θα τον συγχωρούσε αλλά ποτέ δεν ξέρεις με τους φίλους και τις γυναίκες.
Την ξανακοίταξε και ομολόγησε πως δεν είχε τίποτε σπουδαίο. Εντάξει, ένα ωραίο κορμί αλλά έφτανε αυτό; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κι απόρησε με τον εαυτό του που είχε μπλέξει μαζί της.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε να ρωτάει.
Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έλεγε τι εννοείς, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα. Σκεφτόταν τις δουλειές που τις είχε παρατήσει.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε πάλι και του έστρεψε το κεφάλι, έτσι που να βρεθούν κατάφατσα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στα ίσια.
-Τι θα γίνει με μας; Επανέλαβε μισοειρωνικά, αυτή την φορά, σαν ηχώ.
-Ε, της απάντησε. Θα βρεθούμε στο μπαρ, στο Ταξίμι άμα τύχει. Θα βρεθούμε.
Δεν θυμόταν τι ακριβώς έκανε ή αν είπε κάτι άλλο η γκόμενα. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι σηκώθηκε κι έφυγε, έτσι ξαφνικά, ασυνείδητα.
Στον δρόμο, όπως οδηγούσε την μηχανή, του είχε κολλήσει αυτή η λέξη: ασυνείδητα. Βαρύ ήταν, γιατί ασυνείδητα; Και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν, δεν είχε σημασία που ήταν γυναίκα..αλλά πάλι εκείνο το λες και είχε κολλήσει η βελόνα, τι το ήθελε; Τι ήθελε να γίνει δηλαδή;
Μετά από καιρό, όταν συναντήθηκε με τον Φώτη και του τα διηγήθηκε όλα- αφού πρώτα παραδέχτηκε το λάθος του- ορκίστηκε πως δεν θα το ξανάκανε.
-Μα είσαι βλάκας; Του είπε χύμα βλάκας είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Απλά η γκόμενα ήθελε μια συνέχεια. Αλλά εσύ, την παράτησες σαν σάκο του σεξ. Τέτοιος φαλλοκράτης είσαι, τι νομίζεις πως είσαι…
Του κόστιζε που του μιλούσε έτσι, όμως κατά βάθος πίστευε πως είχε δίκιο. Παρ όλα αυτά, νευρίασε.
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; Του αντεπετέθηκε. Δεν είσαι φαλλοκράτης εσύ; Εξ άλλου, ισότητα έχουμε. Ότι ζητούσε η κυρία, πήρε.
Τα λέγανε αυτά, περπατώντας γύρω στην πλατεία Εξαρχείων. Κάποια στιγμή, κάθισαν σε ένα παγκάκι.
Βραδάκι ήτανε και σκέφτηκαν να πάνε για κανένα ποτό.
-Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, ομολόγησε ο Φώτης. Απλά ήθελα να σε πικάρω που μου την έκανες. Είδες λοιπόν, πως η φιλία δεν αντέχει, μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα;
Αυτός όμως, δεν είχε όρεξη πια, για τέτοια κουβέντα. Θεώρησε το θέμα λήξαν κι αφού τα είχε βρει με τον φίλο του, πίστευε πως τελικά η φιλία είναι πιο δυνατή απ την αγάπη για μια γυναίκα.
- Θέλω κόσμο, του είπε. Φασαρία, γεγονότα. Πάμε.
Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά συμφωνίας και το έβαλαν στα πόδια. Τώρα ο δρόμος μέχρι το ταξίμι ήταν πολύ πιο μακριά και είχε ανηφόρα. Καταϊδρωμένοι, έφτασε στην είσοδο σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό.
Μισά-μισά; Ρώτησε αυτός.
-Στη μέση φίλε, του απάντησε.
Μπήκαν μέσα, βρήκαν την παλιοπαρέα. Κάθισαν μαζί τους, άιντε γεια μας και πίνανε. Ήταν μια παρέα που γνωρίζοντα από χρόνια. Σχεδόν από παιδιά.
Ώσπου εμφανίστηκε εκείνη η . Πήγε προς το μέρος τους χαμογελαστή. Αυτός, έκανε να σηκωθεί, να την υποδεχτεί, μα αυτή του έγνεψε με το χέρι, κάτσε, κάτσε. Σήκωσε το ποτήρι της, είπε ένα στην υγειά σας, στην παρά κι έπειτα στράφηκε προς αυτόν.
-Είσαι πολύ μάγκας! Του είπε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
Κι έφυγε. Η παρέα χαχάνισε, λέγοντας διάφορα. Πες του κι άλλα..ναι..ναι..τέτοιος είναι..πες του κι άλλα! Αυτός όμως, δεν το είδε καθόλου αστείο. Δεν του άρεσε να του συμπεριφέρονται έτσι. Πικράθηκε με τον εαυτό του, στριμώχτηκε στην γωνία και ήπιε ένα καζάνι βότκα.
ΤΕΛΟΣ


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΡΟΧΗ





Μοναδικό δέντρο στην κοιλάδα των θάμνων, λίγο πριν την Κυλλήνη ήταν ένας πλάτανος στην άκρη του μονοπατιού που ένωνε με τον κεντρικό δρόμο. Ο Θανάσης Ανωμέρης φτάνοντας εκεί ένα καταμεσήμερο τον Ιούνιο του 1980 ακούμπησε την παλάμη του στα πλευρά του κορμού και μέτρησε με τα μάτια το ύψος του πλάτανου. Ανάμεσα από τα κλαδιά ένα σκουπιδάκι έπεσε και μπήκε στο μάτι του. Σαν τρίχα του φάνηκε, μπορεί και να ήταν, πολλά πράγματα μοιάζουν σ αυτή τη ζωή.
Έσκυψε άμεσα το κεφάλι και προσπάθησε να το βγάλει πράγμα που αποδείχτηκε δύσκολο. Το μάτι του έτσουξε, έσταξε δάκρυα, κοκκίνισε. Απέφυγε να το τρίψει άλλο, αυτό θα έφταιγε για το κοκκίνισμα αλλά δεν εύρισκε άλλον τρόπο για να το βγάλει. Αν είχε έναν καθρέφτη θα ήταν καλύτερα μα δεν είχε και το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο στην ένωση του μονοπατιού με τον κεντρικό δρόμο. Αυτές τις ώρες μετάνοιωνε που δεν φρόντιζε για το φαρκευτικό κουτι και τις άλλες συμβουλές των ειδημόνων. Ειδήμονες. Αυτοί που ξέρουν. Και ποιοι ξέρουν;
Κάποιοι που τον έβλεπαν δεν υπήρχε περίπτωση να είναι μόνος, ίσως οι χωρικοί που μάζευαν τα σπαρτά τους, ίσως η σκόνη από το κάρο που διάβαινε κουβαλώντας τον Σέξπηρ. Στο πίσω μέρος του κάρου έγραφε:
To be or no to be.
Του μπι αποφάσισε, κλείνοντας με την παλάμη το πονεμένο μάτι, κοίταξε προς τα εκεί με το άλλο, δεν είναι εύκολο να κοιτάς με ένα μάτι και να διαβάζεις να ζει κανείς ή να μη ζει, κι αποφάσισε πως έπρεπε να γυρίσει πίσω, παρ ότι θα έβρεχε. Θα έριχνε μια κατασκότεινη μπόρα μέσα στην κάψα του Καλοκαιριού. Γιατί να βρέχει όταν δεν πρέπει;
Το ξενοδοχείο Άρτεμις, βρισκόταν στην άκρη της μικρής πόλης. Καθαρό, ξεκούραστο, έβλεπε προς την πλευρά της θάλασσας-αυτό ήταν που είχε συγκινήσει την Ροντίκα ή Μιμόζα Τσαρουχιάδη, για να το διαλέξει, και να πίνει από ώρα τον απογευματινό καφέ της, εκεί. Ο Θανάσης έπινε ουίσκι ή βότκα ή ότι άλλο θέλετε, πάντως έπινε. Η Μιμόζα δεν έπινε. Μόνο μια σταλιά απ τη ζωή.
Ωραία ήταν η Μιμόζα! Αυτό ήταν το όνομα που είχε επικρατήσει κι έτσι την φώναζαν όλοι τώρα πια στα τριάντα της χρόνια. Χμ, ούτε νέα, ούτε γριά, σκέφτηκε σουφρώνοντας τα χείλη προς τα έξω σα να ήθελε να κοροιδέψει τον εαυτό της και τον θάνατο, πράγμα που έκανε συχνά απέναντι στον καθρέφτη. Ήταν πραγματικά ωραία αλλά και δύσκολη, το παραδεχόταν και ίδια, τι να έκανε; Εδώ κανείς δεν την έβλεπε, μπορούσε να πει πως δεν της άρεσε να το σεξ από πίσω. Η αλήθεια είναι πως της άρεσε κι από πίσω αλλά πιο πολύ της άρεσε η φωνή του. Εδώ χρειάζεται παρενθέσεις αλλά δεν τις βάζουμε, επιμένουμε στο ανέμελο κείμενο.
-Μα εγώ ερωτεύτηκα μια φωνή! Του είπε. Τόσα χρόνια σε θυμάμαι να μου μιλάς.
Ήταν ή γινόταν αμφιλεγόμενη. Κανείς δεν ήξερε τι πραγματικά σκέφτεται γιατί έμενε πολλές ώρες αμίλητη και τότε ο Θανάσης υποπτευόταν πως σκεφτόταν.
-Ν΄αλλάξεις μερικά πράγματα στον εαυτό σου, μίλησε ο Θανάσης Ανωμέρης, κοιτάζοντας την σχεδόν με το ασπράδι του ενός ματιού εξαφανισμένο. Και την άγγιξε στο μάγουλο με το γόνατο.
Μερικές γκριμάτσες της δεν του άρεσαν αλλά σχεδόν τέσσερα χρόνια που ήταν μαζί την είχε γνωρίσει απ όλες τις πλευρές.
-Όχι απ όλες τις πλευρές αγόρι μου, του χαμογέλασε. Μια μοναδική δε θα σου τη δείξω ποτέ!
-Τότε δε μ αγαπάς! Πήρε το γόνατο απ το μάγουλο το έβαλε ανάμεσα στα δικά της γόνατα.
-Σ αγαπώ αλλά δε θέλω να σε μπάσω στην επίγεια κόλαση μου.
Κάτι τέτοια του έλεγε εν ευθέτω χρόνο και νερούλιαζε. Επίγεια κόλαση, σα να έμπαζε νερό από παντού. Τι τα ήθελε αυτά η Μιμόζα; Τι είχε στο νου της; Τώρα που έκαναν τις ετοιμασίες του γάμου τους κι αυτές θα ήταν οι τελευταίες διακοπές τους σαν ελεύθερο ζευγάρι γιατί του έλεγε τέτοια πράγματα;
Δε μίλησαν άλλο καθώς ο ήλιος βουτούσε στα πολεμικά νερά του Ιονίου. Μπήκαν μέσα και άρχισαν το δικο τους πόλεμο στο ξέστρωτο κρεβάτι. Τους άρεσε πολύ αυτό που έκαναν, η μπαλκονόπορτα παρέμενε ανοιχτή αλλά ποιος νοιαζόταν. Ο Θανάσης χώθηκε μέσα στα μάτια της, της πήρε για μια ακόμα φορά την ψυχή. Οι άλλοι, απέναντι έβλεπαν. Ο γάμος είναι θλιβερό γεγονός.
-Όταν με πηδάς μικραίνει ο κόσμος μάγγα μου! Ο κόσμος γίνεται μια κουκίδα. Δυο κουκίδες. Εσύ κι εγώ! Κάτω απ το πλάγιασμα της βροχής! σαν το τραγούδι των φτωχών που ξεχύθηκε.
Γελούσε όμορφα, σατανικά, σίγουρα κάτι του έκρυβε.
Ο Θανάσης Ανωμέρης, αρχιτέκτονας το επάγγελμα τη λάτρευε. Θα έκανε τα πάντα γι αυτήν. Οι άλλοι θα συνέχιζαν να βλέπουν. Οι αντάρτες αυτού του τόπου έφταναν ξανά κι αυτός γνώριζε από Ιστορία, δεν ήταν ο καθένας ανιστόρητος γι αυτό φοβόταν. Ναι, φοβόταν το ύψος, τους γκρεμούς και πιο πολύ το ανεξερεύνητο βάθος της ψυχής τους καθενός.
-Ναι αλλά δεν κάνεις τίποτε! Ήρθε μια σφήνα η φωνη της που του είχε επιτεθεί κάποτε. Μόνο πίνεις και παρατάς τις δουλειές σου κι έπειτα λες πως όλα θα φτιάξουν με τον γαμο μας. Αγόρι μου η ζωή δεν είναι ένας γάμος. Η ζωή δεν είναι τίποτα. Η ζωή είναι ένα μηδέν.
-Που τα έμαθες αυτά; Τη ρωτούσε καμιά φορά κι απάντηση δεν έπαιρνε. Μήπως ήταν μουρλή η Ρουμάνα; Κι αυτός τι διάολο; Πήγε να ερωτευθεί μια τρελή;
Ο Θανάσης πίστευε πως χωρίς αυτήν καμιά οικοδομή και κανένα αρχιτεκτόνημα δεν ήταν ικανό να την αναπληρώσει. Στο βάθος όμως, σκεφτόταν πως εκείνη κάποια στιγμή θα έφευγε. Ίσως χωρίς λόγο. Έτσι γιατί λάτρευε την ελευθερία της και το χρήμα. Κι αυτός λάτρευε το ποτό, την άλλη ελευθερία του μυαλού. Οι άλλοι τώρα έπαψαν να βλέπουν.
Η Μιμόζα Τσαρουχιάδη το είχε σκεφτεί πολλές φορές να την κάνει. Να φύγει μακριά του δεν είχε νόημα να ζούνε μαζί, δεν επρόκειτο να φτιάξουν ένα ταιριαστό ζευγάρι, ούτε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Γι αυτό και απορούσε με τον εαυτό της που το βούλωνε κι έκανε ότι της έλεγε μέχρι που είχαν αποφασίσει και τον γάμο τους.
Εξ άλλου αυτή δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα. Τα είχε κάνει με τον άλλον, τον πρώτο της άντρα. Είχε δυο παιδιά, ο Θανάσης που δεν είχε παιδιά
  και ήθελε να κάνει, ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Αλλά αυτηνής το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το χρήμα. Χρήμα! Και ο Θανάσης ήταν φτωχός. Αυτό ήταν μαρτύριο, επειδή δεν την μπορούσε, δεν ήθελε να ξανακυλήσει μαζί της.
Τότε άρχιζε μια σωματική και ψυχική τιμωρία για την Μιμόζα. Δεν της άρεσε η φτώχεια. Όταν ήταν φτωχή ήθελε να πεθάνει. Να πέσει απ τον ουρανό, να πέσει από μια στέγη, να κρεμαστεί σε έναν πλάτανο. Δεν την ένοιαζε ποιος έμπαινε μέσα της αρκεί αυτός να μην ήταν φτωχός. Αυτή είχε γεννηθεί φτωχή σε μια επαρχία της Νότιας Ρουμανίας και είχε ορκιστεί φεύγοντας από κει, καλύπτοντας χιλιάδες ξυπόλητα χιλιόμετρα, να γεμίσει το στόμα της με ψωμί και λεφτά. Τώρα μετα το χωρισμό της με τον Τσαρουχιάδη εξ αιτίας μιας απιστίας της, το μόνο που είχε κρατήσει απ αυτόν ήταν ένα τζιπ και τα εσώρουχα της που τα είχε παραδώσει στον Θανάση. Τα εσώρουχα. Χαμηλά κίνητρα. Πίσω απ την υποκρισία, από το σαδιστικό μούτρο του Σάιλωκ παραμονεύει.. το ύφος σας. Συμπληρώστε μόνοι σας τα εσώρουχα. Ή βγάλτε τα. Φορέστε μόνο το χαμόγελό σας ή τη λύπη σας.
Έφυγαν.
Η Μιμόζα που ανήκε σε μια φυλή που μισείται και καταδιώκεται σ αυτό τον κόσμο κι αυτός που έτρεμε την Ελληνικότητα του.
Σπουδαίο. Σπουδαίο αυτό.
-Τίποτα δεν είναι σπουδαίο, είπε η κατεστραμμένη Ρουμάνα, η γύφτισσα μιας άλλης εποχής, στο κουρασμένο μυαλό και κορμί, μέσα στο ανίδεο, ανήξερο μικρόκοσμο του Θανάση που πίστευε στην αγάπη μεταξύ των δυο φύλλων, στη συνύπαρξη δυο ανθρώπων. Αυτοί όμως, οι δυο, δεν μπορούσαν ν αλλάξουν τον κόσμο. Υπήρχε μια λέξη φράγμα ανάμεσα τους: ο θάνατος! Αλλά τότε δεν το ήξερε. Αν το ήξερε μπορεί να τον προλάβαινε αλλά ο θάνατος δεν προλαβαίνεται.
Ξαναέφτασε στον πλάτανο, στην κοιλάδα των θάμνων, θυμήθηκε που του είχε πει πως θα κρεμιόταν από ένα κλαδί του. Στάθηκε προσοχή, έβαλε την παλάμη στο μεγάλο κορμό, κοίταξε κατά πάνω ανάμεσα από τα κλαδιά. Κλαδιά είναι και τα πόδια. Οι άλλοι από γύρω βλέπουν. Κοιτάζουν το θέαμα. Μια γυναίκα κρεμασμένη. Το γυμνό κορμί της Μιμόζας, φτερό στον άνεμο της Κυλλήνης, γυμνό από κάθε αλήθεια, ακούρευτο αιδοίο μιας άλλης εποχής. Μια τρίχα έπεσε, μπήκε σα σκουπίδι στο μάτι του αρχιτέκτονα Θανάση Ανωμέρη, την ώρα που η βροχή ξανάρχιζε στην κοιλάδα των θάμνων.
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ







Ξύπνησε ένα πρωί, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε το ταβάνι και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Έξυσε το μάγουλο με αμηχανία, πάρ ότι ένιωθε πολύ όμορφα, σαν εκείνη την ομορφιά που νιώθουμε όταν γύρω μας όλα μοιάζουν ωραία και είναι, είπε και σκέφτηκε αυτό που είχε δει στον ύπνο του. Ήταν λέει, σε έναν κρυστάλλινο κόσμο, λαμπερό. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί, μόνον αυτός που έπινε ευτυχισμένος το ποτό του.
Τέλειωσε το ποτό χωρίς να λερώσει το αστραφτερό κουστούμι του. Ύστερα, κοίταξε το άδειο ποτήρι και χωρίς καμιά γκριμάτσα ν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, το σπασε στοδάπεδο. Τα κομμάτια του σκόρπισαν γύρω, γέμισαν όλο τον κόσμο με υποψία.
Η Αριάννα περπατούσε σε έναν δρόμο γυμνή. Ήταν μεσημέρι. Κάποιο μεσημέρι που η χαρά ήταν αποτυπωμένη στα σύννεφα και ο κόσμος που περπατούσε κι αυτός δίπλα της δεν έμοιαζε να τον νοιάζει που αυτή ήταν γυμνή. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο, κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, οι δικηγόροι ξεχώριζαν πάντα μες το πλήθος εξ αιτίας της γραβάτας που φοράνε πάντα, όλα πάντα τα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, λες και είναι ταγμένοι στον πληθυντικό.
-Τι κάνετε Αριάννα; Ωραίο το φόρεμα σας!
Η Αριάννα κοίταξε τη γύμνια της, προσπάθησε να κρύψει τουλάχιστον τα άσχημα και τότε αντιλήφτηκε πως οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη!
-Σας αρέσει το χρώμα; ρώτησε για να βεβαιωθεί.
-Καταπληκτικό! Υπέροχο! Ταιριάζει με τα πράσινα μάτια σας, εξ άλλου αυτό το πράσινο το λατρεύει και ο Σην, ο αγαπητός μου φίλος και μέλλων σύζυγος σας.
-Ο Σην λατρεύει αυτό το χρώμα; Α, όχι αγαπητέ μου, τουναντίον είναι του κόκκινου. Είναι μια λεπτομέρεια που σας διαφεύγει. Το πράσινο αρέσει στον Αλέξιο.
-Ω! συγχωρέστε με κυρία! Το είχα ξεχάσει και τότε εσείς…
-Θέλετε να πείτε πως διάλεξα αυτό το χρώμα; Α, ναι, δεν κάνω πάντα ότι θέλουν οι άλλοι. Και ούτε θα τον παντρευτώ επειδή το θέλει ο πατέρας μου.
-Δε θα παντρευτείτε με τον Σην; άνοιξε τα μάτια του.
-Όχι φίλε μου. Θα παντρευτώ τον Αλέξιο.
Και τάχυνε το βήμα της να ξεφύγει από τη δαγκάνα του δικηγόρου. Άλλαξε λεωφόρο, έστριψε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής, μπήκε κάπου να πιει τον καφε της. Κάθισε. Γυμνή. Γυμνή αλλά δεν την ένοιαζε αφού οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη. Παράγγειλε εσπρέσο, άναψε τσιγάρο, κοίταξε το κουρεμένο αιδοίο της, ωραίο ήταν, ένας από απέναντι το λαχταρούσε, φαινόταν στο κοίταγμα του, και πώς να μη το λαχταρούσε, έτσι που το είχε κατασκευάσει ένας θεός με ένα τσεκούρι, σκέφτηκε που τον είδε η Αριάννα και γέλασε ευχαριστημένη σαν το γάτο. Το γάτο που κάθεται πάνω στο δέντρο και χαίρεται που δεν τον φτάνει ο σκύλος.
Ο Σην κατηφόρησε στην ακρογιαλιά. Ήταν ένας ωραίος άντρας. Είχε ζηλευτά μάτια, ξάστερα. Ψηλός, ευθυτενής, διάβαινε σαν τον αετό που φτερούγισε δίπλα του, που ήρθε και κάθισε στο τεντωμένο  χέρι του που έδειχνε προς τη θάλασσα. Ο αετός, γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, ήρεμος, εξαίσιος έκανε τον Σην περήφανο που τον είχε φίλο.
-Όποιος παντρεύεται τον ένα χρόνο μετανιώνει τον άλλο. Μίλησε ο αετός.
Ο Σην τον κοίταξε παραξενεμένος. Μιλάνε τα πουλιά; Αναρωτήθηκε. Αλλά για ν ακούει τη φωνή του, σίγουρα θα μίλησε, τι διάολο τρελός δεν ήταν ούτε κουφός αλλά και συμφώνησε με αυτό που είπε. Είχε δει τους άλλους που είχαν παντρευτεί που ντρέπονταν να συστήσουν τη σύζυγο, που τους έπαιρνε εύκολα η κάτω βόλτα, κάτι καραφλοί  εξηντάρηδες που είχαν πάρει μερικές άσχημες εικοσάρες που δεν είχαν που την κεφαλήν κλίνε αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν αλλιώς έπρεπε κάποια γυναίκα να τους πλένει, να τους ταΐζει, να τους συντροφεύει στις εξόδους και ο αετός τον ξανακοίταξε, αυτή τη φορά δε μίλησε. Ο Σην κατηφόρησε κι άλλο, μπήκε μέσα στη θάλασσα, ο αετός έφυγε, πέταξε ψηλά στο γκρίζο του ουρανού. Αυτός τον παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια κουκίδα, ένα τίποτε, όλοι είμαστε ένα τίποτε, ένα μηδενικό, δυο μηδενικά και κοίτα, να, κοίτα υπάρχει η έλξη, ο μαγνητισμός, υπάρχει η Αριάννα που είχαν γίνει πολλές φορές ένα, λόγω του μαγνητισμού, λόγω της σάρκας.
-Με θέλεις, έτσι δεν είναι; άκουσε τη φωνή της και την είδε που ερχόταν από πέρα. Σαν κάτι να κρυβε. Μια υποψία ή μια απειλή.
-Λατρεύω το κόκκινο που φοράς, πεθαίνω για ότι κάνεις! Είσαι η πιο γλυκειά ύπαρξη, ότι ωραιότερο έφτιαξε η φύση..
-Ο θεός! στένεψε τα μάτια της. Είσαι ψεύτης! του πέταξε λίγη άμμο στα ζηλευτά του μάτια. Σε μένα λες πως με θέλεις και στον κόσμο πως δε θα με πάρεις ποτέ!
Ο Σην τυφλώθηκε, έχασε για λίγο το φως, οι κόκκοι απ τη βρεγμένη άμμο κόλλησαν γύρω από τα τσίνορα, μερικοί μπήκαν στο άσπρο κι άλλοι στη ίριδα. Πίσω απ την τυφλότητα, είδε την αφή να φτάνει, έπιασε τα φτερά του αετού που ξαναπέταξε πίσω και ήρθε κοντά του, όντας αυτός πεσμένος πια στα βράχια, η αφή αντικαθιστά την όραση στους τυφλούς, η πέτσα μεγαλώνει την ύπαρξη, η γλύκα του να βλέπεις χάνεται στο μαύρο, το μαύρο που γέρνει στη μοναξιά των ανθρώπων.

Ο Αλέξιος αποφάσισε κάποτε να σηκωθεί απ το κρεβάτι. Κύλησε δίπλα τα σεντόνια, πετάχτηκε πάνω γυμνός, ωραίος σαν τον Άδωνη ή τον Νάρκισσο. Η Αριάννα έστεκε παράμερα αναποφάσιστη, μπροστά στην πόρτα ή καλύτερα κοιτάζοντας από μέσα προς τα έξω, το έξω κόσμο αλλά βλέποντας και τον μέσα.
Ο Αλέξιος πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπο, νίφτηκε, κοιτάχτηκε στον κεθρέφτη, είδε που ήταν υγιής κι ύστερα πρόσεξε τα συντρίμια! Τα σπασμένα κρύσταλλα που είχαν απλωθεί παντού σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Ώστε ήταν αλήθεια! Δεν ήταν όνειρο! Είχε πιει εκείνο το ποτό και είχε σπάσει μετά το ποτήρι. Βγήκε στο σαλόνι κίτρινος.
-Το ποτήρι έσπασε στ αλήθεια! είπε και η Αριάννα τον κοίταζε απορημένη.
-Ε, και; είπε κι αυτή.
-Δεν ξέρω, νόμιζα πως ήταν όνειρο, ήμουν σίγουρος πως το ονειρεύτηκα αλλά τα σπασμένα κρύσταλλα; Μήπως έσπασε άλλος το ποτήρι; Εσύ; Την κοίταξε με υποψία. Πες μου έσπασες εσύ το ποτήρι στο μπάνιο;
-Εγώ; Τον κοίταξε με φτωχή ειρωνεία. Τι λες; γιατί να σπάσω το ποτήρι στο μπάνιο σου;
-Δεν ξέρω, ποιος άλλος μπορούσε να σπάσει ένα ποτήρι στο μπάνιο μου; Φώναξε και η ηχώ αντιλάλησε με τη φωνή της Αριάννας.
-Δεν έσπασα εγώ το ποτήρι! [ακούγεται ένα ανατριχιαστικό σπάσιμο γυαλιών, μέχρι που ο ήχος τους σβήνει στη σιωπή.]
-Δε θέλω να παντρευτούμε, είπε σιγανά μέσα από τα δόντια του.
-Γιατί; επειδή έσπασε το γυαλί. Αυτό ήταν σπασμένο, συνέχισε τη λεπτή ειρωνεία τώρα.
-Δεν υπάρχει γιατί, καλύτερα να φύγεις.
Κι έφυγε.
Στην εκκλησία όλα ήταν λαμπρά. Κόσμος πολύς, καλεσμένοι, ωραία ρούχα, φανταχτερές τουαλέτες οι γυναίκες, κεριά και λιβάνια, δυο παπάδες κι ένας Δεσπότης ήταν εκεί για να ευλογήσουν το γάμο. Παντρευόταν η Αριάννα τον εκλεκτό της καρδιάς της.Ο γαμπρός στεκόταν παράμερα με έναν αετό που ήρθε και κάθισε στον αγκώνα του.Δε με άκουσες! του είπε.
-Την αγαπώ! απάντησε ο Σην με τη αφή.
Τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Ήταν σαν ένα άγαλμα με κενά μάτια, αλήθεια γιατί οι γλύπτες τα φτιάχνουν έτσι κενά;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπημένο εκτός από τα δυο μάτια του αγαλμάτου
Η Αριάννα  γυμνή κυκλοφορούσε ανάμεσα πό τους καλεσμένους. Το κουρεμένο αιδοίο της ωραίο ήταν. Κανείς δεν το βλεπε κι όμως υπήρχε. Τι την ένοιαζε; Αφού οι άλλοι την έβλεπαν με το άσπρο νυχτικό και ο Σην με το δέρμα;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο.
ΤΕΛΟς


Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΚΑΡΕΖΗ




Φυσούσε ένα λιγνό αεράκι, νύχτα στη Σταδίου, ζεστό, αδυσώπητο. Η ώρα θα ήταν περασμένες τρεις όταν ο Λεονάρντο πάρκαρε το ακριβό αυτοκίνητο στον πεζόδρομο και κατέβηκε υπερβολικά  ντυμένος με μοβ κουστούμι κι ένα σκούρο χαμόγελο στο αιώνια ειρωνικό πρόσωπο του. Στάθηκε απέναντι από το πολυτελές μπαρ-καμπαρέ που κάποτε δούλευε η Τζένη, άναψε ή σκέφτηκε ν ανάψει το αιώνιο τσιγάρο του. Χαμογέλασε που τη θυμήθηκε. Θα δούλευε άραγε ακόμα εκεί;
Είναι στ αλήθεια τυχεροί όσοι με γνωρίζουν, ήταν τα πρώτα λόγια που του είχε πει σμίγοντας τα πράσινα μάτια της στον απέναντι καθρέφτη της ουτοπίας. Τότε. Πριν δεκαπέντε χρόνια που ήταν αλαβάστρινο κορίτσι είκοσι ετών και ήθελε να γίνει ηθοποιός, να μοιάζει της Τζένης Καρέζη. Ο Λεονάρντο είρωνας από τότε, κυνικός της αμφισβήτησε αυτές τις αξίες. «Εγώ θέλω ν αγιάσω και μάλιστα με μια αγιοσύνη χωρίς θεό, όπως είναι οι Μπεκετικοί ήρωες. Εσύ να κάνεις το σωστό, τίποτε άλλο.» Αυτά της τόνισε στο πρώτο τους κρεβάτι που την έσπρωξε χωρίς ίχνος σεβασμό στο άξιο κάτω της. Αυτό ήταν το όσκαρ της, αυτή η ουτοπία της καλλιτεχνικής της μαεστρίας
Είχαν πάει στο σπίτι του στην Κηφισιά ύστερα από ένα εκκωφαντικό γλέντι σε πάρτι χλιδάτων όπου για πρώτη φορά άραζε το κορμί της η Τζένη με τα πράσινα μάτια και τις αιωρούμενες αμφισβητήσεις για την κοινωνία και τον χαφιεδισμό της. Εκεί της τόνισε για πρώτη φορά πως έπρεπε ν αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι στους ασούμπαλους κανίβαλους,[ΚΔΟΑ. Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Εκεί  για την επανάσταση της χαμένης γενιάς που ήταν η δική της και της Κατερίνας Γώγου που άραζαν μερικές φορές στα παγκάκια της ποίησης και στα βρώμικα καφενεία της Εξαρχείων εξαθλιωμένης οντότητας. Τα κουβέντιαζε αυτά στον Λεονάρντο από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν και επέμενε πως θα γινόταν μια μεγάλη ηθοποιός ενώ αυτός τα άκουγε βερεσέ και την έγδυνε λαχταρώντας το αλαβάστρινο όπως είπαμε κορμί της. Αυτή αποχαυνωμένη στα είκοσι της χρόνια, κέρινο ομοίωμα του εαυτού της, άκουγε την Τσαλιγοπούλου να τραγουδά το «πως μ αγαπάς χίλιες φορές κι εγώ εσένα» ενώ έμπαινε μέσα της το έμβολο της αιώνιας αμφιβολίας να ζει κανείς ή να μη ζει, επειδή ο έρωτας αυτός καθ αυτός με άντρα που δεν τον ήθελε αλλά έπρεπε να το κάνει για λόγους ανωτέρας βίας, ανωτέρας θέλησης για ν ανέβει τα σκαλοπάτια της τέχνης και της ζωής, χωρίς να ξέρει ακόμα η αγνή πως ο κάθε Λεονάρντο και ειδικά αυτός που της είχε τύχει θα την πετούσε στον πρώτο τυχόντα κάδο απορριμμάτων.
Αυτό που την εξουθένωνε σ αυτή την ιστορία ήταν ο τρόπος που εξίσωνε την κατάσταση ο Λεονάρντο. Που προσπαθούσε να δείξει πως ήταν καλός, πως για τίποτε δεν ευθυνόταν, και πως είχε σχεδόν πάντα αλάθητο δίκιο. Αυτός ήξερε τα πάντα, είχε φίλους μεγαλόσχημους, ήταν πάμπλουτος ο ίδιος και απαξίωνε κάθε είδους μορφή διαφορετικότητας στους αντιπάλους του εκτός από την συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη που δεν ήθελε ν αλλάξει με τίποτε. Μπορούσες πολύ εύκολα να πλανηθείς από την γοητεία που ασκούσε στο γύρω του, να εξαπατηθείς απ το χαμόγελο του. Δεν ήταν ακριβώς όμορφος ο Λεονάρντο. Όχι. Ήταν ένα παράξενο μούτρο, κάτι σαν κάποιους μυστηριώδεις εραστές με μεγάλη μύτη, αιώνια κυνικό πρόσωπο, στραβό χαμόγελο, λιγνός, οστεώδης και ντυμένος πάντα με πανάκριβα μοβ κουστούμια. Μοβ. Αυτό ήταν το χρώμα του.
Το μοβ που δεν άρεσε στη Τζένη και της άρεσε το πράσινο. «Μια μέρα θα πεθάνεις γι αυτό το μοβ!» του είχε πει εν ευθέτω χρόνο. Κι αυτός για χάρη της είχε στολίσει εκείνο το βράδυ όλο το σπίτι με πράσινα πράγματα. Όλα πράσινα. Τα κρεβάτια, τα φώτα, τα σεντόνια, τα ποτά της ηδονής, οι υπηρέτες που κυκλοφορούσαν γύρω τους την ώρα που βυθίζονταν στην αξεπέραστη ηδονή.
Η Τζένη φώναξε πολύ εκείνο το βράδυ αλλά κανείς δεν την άκουσε. Όπως και κάμποσα ακόμα τέτοια βράδια που την παρέσερνε σε ερωτικά ξεφαντώματα, ώσπου οι πράσινοι υπηρέτες την πέταξαν στην κυριολεξία στο πλακόστρωτο της Κηφισιάς. Βέβαια μη νομίσετε πως την πέταξαν σαν άδειο σακί στο δρόμο, όχι, ο τρόπος ήταν ευγενικός, δεν μπορούσε να μην συμπεριφερθεί με τους άγραφους νόμους των ευγενών ο Λεονάρντο. Απλά από εκείνο το βράδυ, όσο κι αν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του συναντούσε ντουβάρια. Τηλέφωνα που δεν απαντούσαν ποτέ ή τα σήκωναν άλλες φωνές άλλοι άνθρωποι ψυχροί κι αδιάφοροι. «Δεν υπάρχει εδώ κανείς Λεονάρντο κυρία» ήταν η συνηθισμένη απάντηση. Και το ακόμα πιο μυστήριο ήταν που όσες φορές κι αν την είχε στήσει έξω από το σπίτι του περιμένοντας άδικα μήπως και τον δει να βγαίνει, ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί κατά το γνωστό ρηθέν και τότε η Τζένη έβαζε τα κλάματα, μόνη της, με παρέα, ξανά μόνητη  κι έλεγε πως είχε χάσει τον έρωτα της ζωής της πως αυτή τον αγαπούσε ακόμα και θα τον αγάπαγε όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Τα χρόνια περνούσαν πράγματι κι η Τζένη αφού τέλειωσε με το μεγάλο όνειρο της ηθοποιού παίζοντας κάποια ρολάκια σε σήριαλ της κακιάς ώρας και μερικές σοφτ πορνό ταινίες, αφού γνώρισε  καμιά εκατοστή κορμιά δαρμένα στο ημίφως της απαισιοδοξίας, κατάντησε ν απαγγέλει στίχους της Κατερίνας Γώγου στα μπαράκια της Εξαρχείων μεριάς υποκολτούρας. Τον Λεονάρντο όμως συνέχιζε να τον αναζητά παντού.
-Είσαι τρελή μωρή; της μίλησε η Κατερίνα Γώγου μια μέρα ή νύχτα που ήταν πιωμένες του κερατά.
-Όχι φιλενάδα, τσέβδισε από το αλκοόλ που έτρεχε μέσα της. Τον πούστη τον αγάπησα πολύ.
-Αυτόν με τα μοβ κουστούμια; την κοίταξε από χαμηλή λήψη η Γώγου. Εγώ δεν πιστεύω την ιστορία σου!
-Εσύ δεν πιστεύεις τίποτε, είπε με ξεραμένα χείλη, άσβηστα σε μια δίψα αιώνιας συμφοράς. Αν τον συναντήσω τώρα θα τον σκοτώσω! Είπε και απόρεσε με τα λόγια της.
-Χαχαχαχα! γέλασε η Γώγου, δεν είσαι ικανή για τέτοια φιλενάδα. Σε βάρεσε η φτώχεια και η ομορφιά στο κεφάλι.
Η Τζένη συνέχιζε να είναι όντως πανέμορφη και δεκαπέντε χρόνια μετά δουλεύοντας αξιοπρεπώς σαν εταίρα στα μπαράκια σαν αυτό της Σταδίου. Αξιοπρεπείς, μεσήλικες πελάτες, ανίκανοι να την πηδήξουν, διαλεγμένοι απ το αφεντικό.
-Τα αφεντικά μας πνίγουν το λαιμό, μας κλέβουν τον αέρα! Θέλουν όλοι σκότωμα φιλενάδα όχι μόνο ο Λεονάρντο! Φώναξε η Γώγου.
-Αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι που έφαγα την κοροιδία του, ακούς; απάντησε σαν ηχώ χρόνων.
-Τι λες μωρή τρελή! Μετά από τόσα χρόνια θυμήθηκες την κοροιδία του;
-Δεν την ξέχασα ποτέ! Εγώ δε θέλω ούτε να φύγω ούτε να μείνω σ αυτόν τον κόσμο, εσείς με φέρατε εδώ! Τι φταίω εγώ!
-Κανείς δε φταίει επειδή γεννήθηκε, κανείς που πεθαίνει. Όλα μοιάζουν αληθινά μόνο οι νταβατζήδες τραβάν το μαχαίρι κι όποιον ζυγίσει ο θεός τον στέλνει στη μάνα του. Πάρε τότε ένα όπλο και ρίχτου! Στα μάτια όμως, μη λαθέψεις φιλενάδα!
Ο Λεονάρντο φύσηξε τον καπνό στο κόκκινο άνοιγμα της πόρτας του καμπαρέ. Μπήκε μέσα με τη σιγουριά του ανώτερου,με  το χαμόγελο αιώνια στραβό, το μοβ κουστούμι άστραφτε στις τσακίσεις και κατευθύνθηκε στη μπάρα. Η Τζένη τον πήρε αμέσως μυρουδιά. Δεν περνούν απαρατήρητοι αυτοί οι τύποι, θέλουν να κάνουν μπαμ με την πρώτη και το λευκό αίμα της Τζένης ανέβηκε στ αφτιά. Δεν έκανε αμέσως φανερή την παρουσία της. Κάθισε στο βάθος να σκεφτεί λίγο, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για το πώς θα συμπεριφερόταν τώρα που εύρισκε ξανά μπροστά της τον άντρα που κυνηγούσε τόσα χρόνια στη φαντασίωση της, στα όνειρα της. Αυτόν που της είχε πει να αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι σε ατσούμπαλους κανίβαλους. ΚΔΟΑ. [Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Τα θυμόταν όλα, πώς να τα ξεχνούσε, τέτοια λόγια.
Ωστόσο ο Λεονάρντο την ανακάλυψε πίσω απ το σκοτάδι. Αυτή σηκώθηκε με αξιοπρέπεια, τα μάτια τους συναντήθηκαν, το πράσινο με το μοβ έγιναν ένα, το πιστόλι ξέρασε κόκκινο από το χέρι της, το κυνικό χαμόγελο της ειρωνείας δεν έφυγε ποτέ από το στόμα ενός κόσμου φτιαγμένου στην επάρκεια του μίσους.
ΤΕΛΟς


Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΘΛΙΜΜΕΝΕς ΙΣΤΟΡΙΕς ΚΑΚΟΦΗΜΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΏΝ




Στάθηκα για δυο λεπτά, ακίνητος στο σκοτάδι, δεν άκουσα τίποτε. Ησυχία. Κανένας ήχος, άραγε να ήμουν μόνος σ αυτό το σπίτι; Τα δευτερόλεπτα στους δείχτες του ρολογιού μου, κύλησαν αμέτοχα. Πέρασαν τα δυο λεπτά γρήγορα, οι δείχτες έδειξαν τέσσερις το πρωί. Είχε περάσει γρήγορα αυτό το βράδυ που καθόμουν με τις ώρες στο παράξενο μπαρ με τις λευκές γυναίκες, να σκέφτομαι Τι άλλο; Τη ζωή μου που την είχα κάνει μαύρη σαν το σκοτάδι που με τύλιγε τώρα πίσω από την πόρτα του σπιτιού μου.
Γύρισα το κλειδί σιγανά με το φόβο μην ξυπνήσω κανέναν. Ήταν άραγε κανείς μέσα σ αυτό το σπίτι; Γύρισα και το διακόπτη, το φως πλημμύρισε το το χολ και τη σαλοτραπεζαρία. Κοίταξα ένα γύρω στους τοίχους το παλιό ρολόι –κούκος, έδειχνε τρεις. Πάντα πίσω πήγαινε, τώρα μια ώρα μονάχα, αύριο έπρεπε να το πάω για επισκευή. Προχώρησα στο σαλόνι, προς το μπαρ να βάλω ένα ακόμα ποτό. Μια σπιτικιά τεκίλα και τότε την είδα. Κοιμόταν ολόγυμνη στον καναπέ, να ποιος ήταν στο σπίτι. Μια γυναίκα.
Έβαλα το ποτό που κελάρισε σιγανά ανάμεσα από τον πάγο, το άφησα εκεί να λεφτερωθεί η οσμή του κάκτου, κάθισα  μακριά της. Η γυναίκα ανασκίρτησε λίγο, δεν άλλαξε πλευρό, ήταν όμορφη. Τα μαλλιά χυμένα, καστανόμαυρα στο πλάι, το στόμα μισάνοιχτο, ανάσαινε όμορφα. Η σάρκα της κατάλευκη, μια γυναίκα κοντά στα πενήντα κανονικά θα πρεπε να είχε μαζέψει αλλά εκείνη όχι. Αντιστεκόταν στο χρόνο.
Πήρα το ποτό στο χέρι, ήπια πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα μαλλιά, ήπια ξανά και κάθισα πιο κοντά σχεδόν πάνω από το πρόσωπο της. Πως είναι όταν ψάχνεις έναν άνθρωπο; Ιδιαίτερα όταν εκείνος κοιμάται και δεν ξέρει πως τον εξετάζεις; Πως σκέφτεσαι για τη ζωή του, το χαραχτήρα του, τις απάτες του; Η ώρα περνούσε τις τέσσερις και μισή και ήξερα πως χτες είχε πάει με κάποιον άλλον. Έναν καθηγητή μουσικής. Δεν ένιωσα τίποτε, δεν την ήθελα πια. Μα ήταν η ζωή σου μέχρι χτές; Αναρώτησα τον εαυτό μου από μέσα μου. Ναι, ήταν, απάντησε αυτός- πολύ μ αρέσει αυτός ο διάλογος μεταξύ μας- αλλά το πρωί θα έφευγε για πάντα. Δεν έχει σημασία πότε τη γνώρισα ούτε ο χρόνος που ζήσαμε μαζί αλλά λυπόμουν τρομερά κι όλο το μυαλό μου γυρνούσε εκεί, σ αυτή που δε με ήθελε πια, εξ αιτίας των συνθηκών, είπε πως έπρεπε να προχωρήσει τη ζωή της. Αυτός ο πόνος του χωρισμού με ανθρώπους που έχω αγαπήσει και τον έχω νιώσει ακόμα μια φορά, σούβλιζε την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να κλάψω, μεγάλος άνθρωπος πια και να μην ησυχάζω, να μην τελειώνουν τα πάθη μου. Μ αυτή τη γυναίκα ήταν αναγκαίο να μην είμαστε μαζί. Ήταν ένα τελειωμένο όνειρο πριν ξεκινήσει.
Έβαλα κι άλλη τεκίλα στο χαμηλό ποτήρι. Πως είχαν φτάσει τα πράγματα μέχρι εκεί; Αυτή η γυναίκα δε με είχε αγαπήσει, σκέφτηκα. Αλλιώς δεν έπρεπε να πάει με τον καθηγητή ενώ ήμασταν ακόμα μαζί. Το έκανε για να φύγει, να τη σιχαθώ αλλά εγω τώρα δεν ένιωθα παρά μόνο οίκτο γι αυτήν παρ ότι είχα νευριάσει όταν μου το ψευτοανακοίνωσε. Δεν ήταν ντόμπρα κι αυτό με νευρίασε. Μισοκρυβόταν, έτσι είναι οι γυναίκες, τι να σου πουν; Κατάμουτρα πήγα με έναν άλλον; Όχι, το κρύβουν.
Σηκώθηκα, έκανα ένα γύρω από τον καναπέ. Είχα σκεφτεί να πάω στην κρεβατοκάμαρα για ύπνο μα άλλαξα γνώμη στη στιγμή. Έπρεπε να φύγω, δεν μπορούσα να είμαι κάτω από την ίδια στέγη ούτε ώρα μαζί της. Αυτή πια ήταν μια ξένη, έπρεπε να το παραδεχτώ και θα περνούσαν μέρες, ίσως και μήνες για να λευτερωθώ από την ανάσα της από αυτά που είχαμε αγαπήσει μαζί, από τις φωνές μας για ένα καλύτερο κόσμο για τα πιο πολλά ψεύτικα σχέδια που κάναμε.
Την ξανακοίταξα για τελευταία φορά, έκανα άσχημες σκέψεις για το είναι της, να μη χωράνε μέσα μου, η ώρα πλησίαζε έξι το πρωί, έπρεπε να προλάβω να φύγω προτού ξυπνήσει κι όσο την έβλεπα τόσο οι σκέψεις μου γινόταν εκρήξεις θυμού. Όμως τις άλλαζα γοργά. Ήπια την τελευταία γουλιά απ την τεκίλα του κάκτου, εκείνη έπινε τζιν κι έκλεισα σιγανά μια πόρτα πίσω μου.
ΤΕΛΟΣ


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Η εντύπωση μένει.




Το βράδυ κρύο, το χάδι, έφεγγε στο σκοτάδι.
Λυπόσουν ή δεν ήξερες, τι να περιμένεις,
ένας ο κόσμος ο μικρός, μέσα σε μεγάλα μάτια.
Μου θυμίζουν τη λίγη μας ευτυχία.
Ο ύπνος δύσκολος μετά τα φιλιά
οι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούν ν αγαπηθούν.
Ένα βράδυ είναι η ζωή μας;
 
Κάπνιζες συνέχεια με κάποια χαρά κυλούσε ο καπνός ανάμεσα μας
Ανάμεσα σε παλάμες σφιχτά δεμένες, έτρεχε το κρασί μιας αγάπης που
την είχαμε ορίσει από πριν.
Είπες έπρεπε να γνωριστούμε πριν
δέκα, είκοσι χρόνια, γιατί τότε θα μας περίσσευε
 η όψη του φεγγαριού
οι μέρες και οι νύχτες των φιλιών, η
 προσμονή να φτιάξουμε μαζί καλύτερο το σπίτι μας.
Η
 δύναμη πως θα τα κάναμε όλα μαζί, η δυστυχία να παραδεχτούμε πως υπάρχουν κι αυτά.
Η αρχή ορίζει το τέλος σου είπα, δεν ήθελα να σε λιγοστέψω. 
Και μπορεί να
 έκλαιγα στο σταθμό του τρένου, ανήξερος επειδή δεν θέλω να παραδεχτώ τέτοιες ήττες.
Σκόρπια λεπτή άμμος, ο πόνος σίγουρος, λίγος πράσινος χρυσός
φαντάζει αόριστο τι θα γίνουμε.
 Οι μεγάλες αγάπες τελειώνουν γρήγορα
ηχούν
 σαν τα βήματα κάποιου που μας ακολουθεί.
Ο ύπνος δύσκολος μετά από τα φιλιά
ένα βράδυ ήταν η ζωή μας;
Τα χέρια, τα χέρια, η αγωνία
πως μπορεί να μην ξαναβρεθούμε, εμείς που ξέραμε από αγάπη.


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ Η ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ


Ήρθαν οι άλλοι κι έφυγαν
Έμεινε η πατημασιά του ήχου
Κι εγώ, μέσα του γυρόφερνα
Του σκιερού μεγάλου τοίχου.
Καθώς η μέρα τραβούσε το απόγευμα με το τσιγκέλι και ο ήλιος έσταζε τις τελευταίες φωτιές, στα πληγωμένα δέντρα, ορκιζόταν στους θεούς, πως δεν θα το ξανάκανε. Το έλεγε αυτό, σκυφτός με τις παλάμες γυρισμένες κατά πρόσωπο και νόμιζε πως δεν του αρκούσε: Μέσα του βαθιά, πίστευε το αντίθετο. Πως θα το ξανάκανε. Έτσι, ενοχλήθηκε με την ευκολία που τον απαρνιόταν ο εαυτός του. Γι αυτό θέλησε να του εναντιωθεί. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα κρέμασε στο δέντρο-δεν ήξερε, τι δέντρο ήταν και δεν τον απασχολούσε. Το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα,να τραβήξει το πιστόλι του και να τα πυροβολήσει.
Αυτά έφταιγαν για όλα !
Ή το κεφάλι ή τα πόδια.
Και πυροβόλησε.
Προς το σούρουπο, δυο άντρες με χλαίνες παλιές, ίσως από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στέκονταν πάνω από το πτώμα του. Κοίταζαν με δυσπιστία, μια τα κρεμασμένα παπούτσια, μια τον καταγής. Δεν είπαν τίποτα. Κοιτάχτηκαν μόνο, σε κοντινό πλάνο, έσμιξαν τα φρύδια, σήκωσαν τους ώμους κι έφυγαν. Τι τους ένοιαζε αυτούς;
Είχε γνωρίσει μια γυναίκα.
Που την είχε γνωρίσει; Δεν θυμόταν.
Ξεκίνησαν για ένα ταξίδι. Κάπου τους περίμεναν να τους κάνουν έξωση. Ένας ήταν γνωστός ηθοποιός που έκανε τον μπάτσο. Υπογράφει ότι θα πληρώσει μετά από δέκα χρόνια. Ύστερα πηδάει αυτήν που γνώρισε στον δρόμο, σαν άλογο κι αυτή μοιάζει με φοράδα. Δεν χορταίνουν.
Μετά, βρίσκονται σε φιλικό σπίτι-αδερφού, γαμπρού, ίσως πεθερού κ.λ.π. Πάνε επίσκεψη κι αυτός ρωτάει, γιατί πήγαν εκεί και ξαφνικά, παίρνει το μηχανάκι να πάει κάπου αλλού.Τρέχει, περνάει βουνά και καταράχια και σαν παίρνει αυτό που ήθελε, βιάζεται να γυρίσει πίσω. Παθαίνει βλάβη, σαν να μην έχει βενζίνη, σταματάει, κοιτάζει πίσω του και βλέπει να λείπει το μισό μηχανάκι. Γυρίζει σε μια πλατεία-τα παιδιά έχουν προλάβει και αποτρώνε τα τελευταία σίδερα από το μηχανάκι του. Αφού τους δίνει μερικά χαστούκια, κοιτάζει τα μισοφαγωμένα σίδερα αμήχανος.
Βάζει τα κλάματα. Τι να κάνω τώρα; Μονολογεί και βιάζεται. Βιάζεται πολύ να φύγει, πρέπει να τελειώσει τις δουλειές του. Πρέπει να δει και την γυναίκα, την Γεωργία που πήδησε στον δρόμο και κλαίει. Κλαίει πολύ.
 Μπαίνει σε ένα μαγαζί μισοκλαμένος, σφουγγίζει τα μάτια και του λένε πως αυτό που ακούνε είναι ρέκβιεμ,-τι είναι ρέκβιεμ, ρωτάει και του απαντάνε, συναυλία. Είναι καμιά δεκαριά αυτοί που ακούνε. Ακούνε απαλή, ροζ μουσική, κόκκινη μουσική αλλά αυτός βιάζεται να φύγει, να πάει στον σταθμό για να πάρει ένα περίεργο τραίνο. Βλέπει το χώμα να φεύγει κάτω από τα πόδια του, όταν έρχεται το τραίνο και παρατάει την θέση του στις ράγες που κλείνουν πίσω του. Μέσα στο τρένο ήταν μια άλλη γυναίκα που έμοιαζε με την Γεωργία ή ήταν αυτή; Ήταν πολύ όμορφη η Γεωργία. Όμορφη κι απατηλή σαν άγγελος. Άγγελος στοργικός που του χαϊδεύει τα μαλλιά και στάζει μέλι από την μύτη. Ούτε που θυμάται που την γνώρισε, γιατί την γνώρισε και προσπαθεί να θυμηθεί την αρχή της γνωριμίας τους. Όσες φορές κι αν προσπάθησε, σκόνταφτε σε ένα κενό. Ένα κενό μνήμης και μετά, έλεγε στον εαυτό του  ένα, <δεν πειράζει> και τελείωνε το πράγμα. Αλλά όταν ξεκίνησαν εκείνο το ταξίδι στην επαρχία, γνωρίζονταν καλά. Πολύ καλά. Προχωρούσαν και μιλούσαν στον δρόμο σα να ήταν από χρόνια ζευγάρι. Αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, έπειτα εκείνη τον έπιανε αγκαζέ και προχωρούσαν ξανά για κάπου. Το ταξίδι ήταν μακρινό αλλά η κωμόπολη πολύ κοντά και θα το ολοκλήρωναν με τα πόδια. Δεν τον πείραζε, δεν ένιωθε καμιά κούραση. Ίσα-ίσα, μόνο χαρά και αγαλλίαση. Τι χαρά ήταν αυτή! Να περπατάει με την γυναίκα των ονείρων του! Μέχρι και τις φακίδες που λάτρευε από παιδί, είχε φυτεμένες στα μαγουλά της και γύρω από την μύτη, που δεν έσταζε πια μέλι- το μέλι κυλούσε τώρα στο στήθος της, στις ρόγες κι αυτός το έγλειφε, ρουφούντας τις ρόγες σαν καλοκαιρινό άγουρο σταφύλι που τον έκανε να μισοκλείνει τα μάτια από το τσούξιμο. Όταν κατέβηκαν από το τρένο κατευθύνθηκαν προς ένα σπίτι, που, πράγμα περίεργο, έμοιαζε με κάποιο δικό του που είχε νοικιάσει από παλιά, από παλαιότερα, τώρα θαρρείς. Έβγαλε τα κλειδιά ν’ ανοίξει την πόρτα, μα δεν άνοιγε και η Γεωργία τον κοίταζε παραξενεμένη που δεν μπορούσε ν ανοίξει το σπίτι του.  Του πήρε τα κλειδιά μέσα από τα χέρια, δίνοντας μια κλωτσιά, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον έσπρωξε μέσα έτσι που να πέσει και να γυρίσει ανάσκελα με ορθάνοιχτα μάτια να την κοιτάζει που στεκόταν με ανοιχτά πόδια στο άνοιγμα. Διαγραφόταν το μισάνοιχτο στόμα της, γεμάτο προσμονή γι’ αυτό που τόσο ήθελε κι εκείνος αλλά όταν τον σήκωσε από κάτω σαν πούπουλο και πέταξαν μπουφάν, τσάντες και ότι άλλο μπορούσαν στο χολ, όρμησαν στο σαλόνι και τότε τους είδαν. Ήταν καμιά δεκαριά και τους περίμεναν αμίλητοι γύρω από το τζάκι, [μα, δεν είχε τζάκι αυτό ο σπίτι..] κι ένιωσαν λίγη ντροπή που ήταν γυμνοί μπροστά σε τόσους ανθρώπους, που ήταν καθισμένοι σαν σε παλιά φωτογραφία. Ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα, ο πατέρας, τα παιδιά, δυο τρία ξαδέρφια και παραπέρα ο μπάτσος με το πηλήκιο μεσούντος του περασμένου αιώνος. Έμειναν κοκαλωμένοι να τους κοιτάζουν, πιο πολύ αυτός, γιατί η γυναίκα του-γυναίκα του ήταν;- δεν έμοιαζε να την νοιάζει και πολύ τώρα. Τι να την ένοιαζε; Δικό της ήταν το σπίτι; Δεν πα να έπαιρνε φωτιά… Κι αυτός τι να έκανε τώρα; Αφού ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, προσπάθησε να θυμηθεί, σε ποιες και πόσες ταινίες, είχε δει τον συγκεκριμένο ηθοποιό να κάνει τον μπάτσο. Δεν τα κατάφερε- πάντως ήταν γνωστότατος ηθοποιός και κάποτε θα τον θυμόταν. Προς το παρόν ο μπάτσος σηκώθηκε από την φωτογραφία, πήγε κοντά του και του έδειξε ένα επίσημο χαρτί, επικυρωμένο, χαρτοσημασμένο , όλα τα εις –μένο, με λογαριασμούς και τα τοιαύτα. Ήταν τα χρωστούμενα και η έξωση από το σπίτι και οι άλλοι, από την φωτογραφία τον κοίταζαν συνοφρυωμένοι, επιτιμητικά και πιο πολύ η γριά. Ο μπάτσος τον πήρε από το μπράτσο, συνωμοτικά και τον οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, για να είναι μόνοι τους γι’ αυτά που θα έλεγαν.
-Βλέπεις; Άνοιξε κάποτε το στόμα του, δείχνοντας του τα χαρτιά.
Αυτός δεν μίλησε, τι να έλεγε, τα ήξερε αλλά τώρα; Τώρα έτυχε, που είχε βρει την γυναίκα των ονείρων του; Προσπάθησε να του τα πει, να του εξηγήσει αλλά ο μπάτσος τον κοίταζε με στόμα ανοιχτό.
-Δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά που μου λες, του είπε. Εγώ δεν ξέρω από παιδιά που τρώνε σίδερα, ούτε τρένα που πετάνε στους ουρανούς. Βάλε εδώ μια υπογραφή να τελειώνουμε γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές.
Του δειξε που να υπογράψει, υπόγραψε με τρεμάμενο χέρι κι ο μπάτσος έφυγε.
Όταν γύρισε στο σαλόνι είχαν φύγει όλοι, λες και είχαν εξαφανιστεί. Μόνο η γυναίκα του τον περίμενε, μισοντυμένη, μισογδυμένη, τυλιγμένη με μια χλαμύδα ή ένα σεντόνι ή κάτι τέτοιο. Αρπαχτήκανε, σχεδόν καβαλικευτά, βγήκαν στον δρόμο, γυμνοί, ημίγυμνοι, γύρω από το καφενείο και την γαμούσε καθώς προχωρούσαν. Ένιωθε μια απέραντη ηδονή που γαμιόντουσαν στον δρόμο χωρίς να τους βλέπει κανείς; Ή έκαναν πως δεν τους έβλεπαν; Γιατί, κόσμος περνούσε πολύς και κάτι αλάνια έπαιζαν και φωνασκούσαν. Αυτό έγινε βιαστικά και κράτησε πολύ,- σχήμα οξύμωρο,- σκέφτηκε και την ξανακαβάλλησε, κοιτώντας πέρα μακριά και είδε μια χλαίνη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κρεμασμένη σε ένα δέντρο, ακακία ή κάτι τέτοιο.Πάντως πλάτανος δεν ήταν. Στον ώμο της χλαίνης ήταν κρεμασμένο ένα παλιό Μ1
Προχώρησε κατά εκεί, η γυναίκα εξαφανίστηκε, πήρε το όπλο, σημάδεψε και πυροβόλησε, Δυό-τρεις μπεκάτσες πέσανε. Ένας άνεμος φύσηξε, τις πήρε μακριά, αφήνοντας μόνο τα μπαρουτοκαπνισμένα πούπουλα τους, γα γεμίζουν τον τόπο και τον ουρανό. Στην αρχή ήταν μπλε, μετά μόβισαν. Ύστερα έγιναν όλα κατακόκκινα. Γέμισε ο κόσμος κόκκινο.
Κι αυτός, έμεινε ακίνητος στη μέση του μεγάλου κόκκινου.


ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...