Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΚΑΡΕΖΗ




Φυσούσε ένα λιγνό αεράκι, νύχτα στη Σταδίου, ζεστό, αδυσώπητο. Η ώρα θα ήταν περασμένες τρεις όταν ο Λεονάρντο πάρκαρε το ακριβό αυτοκίνητο στον πεζόδρομο και κατέβηκε υπερβολικά  ντυμένος με μοβ κουστούμι κι ένα σκούρο χαμόγελο στο αιώνια ειρωνικό πρόσωπο του. Στάθηκε απέναντι από το πολυτελές μπαρ-καμπαρέ που κάποτε δούλευε η Τζένη, άναψε ή σκέφτηκε ν ανάψει το αιώνιο τσιγάρο του. Χαμογέλασε που τη θυμήθηκε. Θα δούλευε άραγε ακόμα εκεί;
Είναι στ αλήθεια τυχεροί όσοι με γνωρίζουν, ήταν τα πρώτα λόγια που του είχε πει σμίγοντας τα πράσινα μάτια της στον απέναντι καθρέφτη της ουτοπίας. Τότε. Πριν δεκαπέντε χρόνια που ήταν αλαβάστρινο κορίτσι είκοσι ετών και ήθελε να γίνει ηθοποιός, να μοιάζει της Τζένης Καρέζη. Ο Λεονάρντο είρωνας από τότε, κυνικός της αμφισβήτησε αυτές τις αξίες. «Εγώ θέλω ν αγιάσω και μάλιστα με μια αγιοσύνη χωρίς θεό, όπως είναι οι Μπεκετικοί ήρωες. Εσύ να κάνεις το σωστό, τίποτε άλλο.» Αυτά της τόνισε στο πρώτο τους κρεβάτι που την έσπρωξε χωρίς ίχνος σεβασμό στο άξιο κάτω της. Αυτό ήταν το όσκαρ της, αυτή η ουτοπία της καλλιτεχνικής της μαεστρίας
Είχαν πάει στο σπίτι του στην Κηφισιά ύστερα από ένα εκκωφαντικό γλέντι σε πάρτι χλιδάτων όπου για πρώτη φορά άραζε το κορμί της η Τζένη με τα πράσινα μάτια και τις αιωρούμενες αμφισβητήσεις για την κοινωνία και τον χαφιεδισμό της. Εκεί της τόνισε για πρώτη φορά πως έπρεπε ν αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι στους ασούμπαλους κανίβαλους,[ΚΔΟΑ. Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Εκεί  για την επανάσταση της χαμένης γενιάς που ήταν η δική της και της Κατερίνας Γώγου που άραζαν μερικές φορές στα παγκάκια της ποίησης και στα βρώμικα καφενεία της Εξαρχείων εξαθλιωμένης οντότητας. Τα κουβέντιαζε αυτά στον Λεονάρντο από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν και επέμενε πως θα γινόταν μια μεγάλη ηθοποιός ενώ αυτός τα άκουγε βερεσέ και την έγδυνε λαχταρώντας το αλαβάστρινο όπως είπαμε κορμί της. Αυτή αποχαυνωμένη στα είκοσι της χρόνια, κέρινο ομοίωμα του εαυτού της, άκουγε την Τσαλιγοπούλου να τραγουδά το «πως μ αγαπάς χίλιες φορές κι εγώ εσένα» ενώ έμπαινε μέσα της το έμβολο της αιώνιας αμφιβολίας να ζει κανείς ή να μη ζει, επειδή ο έρωτας αυτός καθ αυτός με άντρα που δεν τον ήθελε αλλά έπρεπε να το κάνει για λόγους ανωτέρας βίας, ανωτέρας θέλησης για ν ανέβει τα σκαλοπάτια της τέχνης και της ζωής, χωρίς να ξέρει ακόμα η αγνή πως ο κάθε Λεονάρντο και ειδικά αυτός που της είχε τύχει θα την πετούσε στον πρώτο τυχόντα κάδο απορριμμάτων.
Αυτό που την εξουθένωνε σ αυτή την ιστορία ήταν ο τρόπος που εξίσωνε την κατάσταση ο Λεονάρντο. Που προσπαθούσε να δείξει πως ήταν καλός, πως για τίποτε δεν ευθυνόταν, και πως είχε σχεδόν πάντα αλάθητο δίκιο. Αυτός ήξερε τα πάντα, είχε φίλους μεγαλόσχημους, ήταν πάμπλουτος ο ίδιος και απαξίωνε κάθε είδους μορφή διαφορετικότητας στους αντιπάλους του εκτός από την συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη που δεν ήθελε ν αλλάξει με τίποτε. Μπορούσες πολύ εύκολα να πλανηθείς από την γοητεία που ασκούσε στο γύρω του, να εξαπατηθείς απ το χαμόγελο του. Δεν ήταν ακριβώς όμορφος ο Λεονάρντο. Όχι. Ήταν ένα παράξενο μούτρο, κάτι σαν κάποιους μυστηριώδεις εραστές με μεγάλη μύτη, αιώνια κυνικό πρόσωπο, στραβό χαμόγελο, λιγνός, οστεώδης και ντυμένος πάντα με πανάκριβα μοβ κουστούμια. Μοβ. Αυτό ήταν το χρώμα του.
Το μοβ που δεν άρεσε στη Τζένη και της άρεσε το πράσινο. «Μια μέρα θα πεθάνεις γι αυτό το μοβ!» του είχε πει εν ευθέτω χρόνο. Κι αυτός για χάρη της είχε στολίσει εκείνο το βράδυ όλο το σπίτι με πράσινα πράγματα. Όλα πράσινα. Τα κρεβάτια, τα φώτα, τα σεντόνια, τα ποτά της ηδονής, οι υπηρέτες που κυκλοφορούσαν γύρω τους την ώρα που βυθίζονταν στην αξεπέραστη ηδονή.
Η Τζένη φώναξε πολύ εκείνο το βράδυ αλλά κανείς δεν την άκουσε. Όπως και κάμποσα ακόμα τέτοια βράδια που την παρέσερνε σε ερωτικά ξεφαντώματα, ώσπου οι πράσινοι υπηρέτες την πέταξαν στην κυριολεξία στο πλακόστρωτο της Κηφισιάς. Βέβαια μη νομίσετε πως την πέταξαν σαν άδειο σακί στο δρόμο, όχι, ο τρόπος ήταν ευγενικός, δεν μπορούσε να μην συμπεριφερθεί με τους άγραφους νόμους των ευγενών ο Λεονάρντο. Απλά από εκείνο το βράδυ, όσο κι αν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του συναντούσε ντουβάρια. Τηλέφωνα που δεν απαντούσαν ποτέ ή τα σήκωναν άλλες φωνές άλλοι άνθρωποι ψυχροί κι αδιάφοροι. «Δεν υπάρχει εδώ κανείς Λεονάρντο κυρία» ήταν η συνηθισμένη απάντηση. Και το ακόμα πιο μυστήριο ήταν που όσες φορές κι αν την είχε στήσει έξω από το σπίτι του περιμένοντας άδικα μήπως και τον δει να βγαίνει, ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί κατά το γνωστό ρηθέν και τότε η Τζένη έβαζε τα κλάματα, μόνη της, με παρέα, ξανά μόνητη  κι έλεγε πως είχε χάσει τον έρωτα της ζωής της πως αυτή τον αγαπούσε ακόμα και θα τον αγάπαγε όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Τα χρόνια περνούσαν πράγματι κι η Τζένη αφού τέλειωσε με το μεγάλο όνειρο της ηθοποιού παίζοντας κάποια ρολάκια σε σήριαλ της κακιάς ώρας και μερικές σοφτ πορνό ταινίες, αφού γνώρισε  καμιά εκατοστή κορμιά δαρμένα στο ημίφως της απαισιοδοξίας, κατάντησε ν απαγγέλει στίχους της Κατερίνας Γώγου στα μπαράκια της Εξαρχείων μεριάς υποκολτούρας. Τον Λεονάρντο όμως συνέχιζε να τον αναζητά παντού.
-Είσαι τρελή μωρή; της μίλησε η Κατερίνα Γώγου μια μέρα ή νύχτα που ήταν πιωμένες του κερατά.
-Όχι φιλενάδα, τσέβδισε από το αλκοόλ που έτρεχε μέσα της. Τον πούστη τον αγάπησα πολύ.
-Αυτόν με τα μοβ κουστούμια; την κοίταξε από χαμηλή λήψη η Γώγου. Εγώ δεν πιστεύω την ιστορία σου!
-Εσύ δεν πιστεύεις τίποτε, είπε με ξεραμένα χείλη, άσβηστα σε μια δίψα αιώνιας συμφοράς. Αν τον συναντήσω τώρα θα τον σκοτώσω! Είπε και απόρεσε με τα λόγια της.
-Χαχαχαχα! γέλασε η Γώγου, δεν είσαι ικανή για τέτοια φιλενάδα. Σε βάρεσε η φτώχεια και η ομορφιά στο κεφάλι.
Η Τζένη συνέχιζε να είναι όντως πανέμορφη και δεκαπέντε χρόνια μετά δουλεύοντας αξιοπρεπώς σαν εταίρα στα μπαράκια σαν αυτό της Σταδίου. Αξιοπρεπείς, μεσήλικες πελάτες, ανίκανοι να την πηδήξουν, διαλεγμένοι απ το αφεντικό.
-Τα αφεντικά μας πνίγουν το λαιμό, μας κλέβουν τον αέρα! Θέλουν όλοι σκότωμα φιλενάδα όχι μόνο ο Λεονάρντο! Φώναξε η Γώγου.
-Αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι που έφαγα την κοροιδία του, ακούς; απάντησε σαν ηχώ χρόνων.
-Τι λες μωρή τρελή! Μετά από τόσα χρόνια θυμήθηκες την κοροιδία του;
-Δεν την ξέχασα ποτέ! Εγώ δε θέλω ούτε να φύγω ούτε να μείνω σ αυτόν τον κόσμο, εσείς με φέρατε εδώ! Τι φταίω εγώ!
-Κανείς δε φταίει επειδή γεννήθηκε, κανείς που πεθαίνει. Όλα μοιάζουν αληθινά μόνο οι νταβατζήδες τραβάν το μαχαίρι κι όποιον ζυγίσει ο θεός τον στέλνει στη μάνα του. Πάρε τότε ένα όπλο και ρίχτου! Στα μάτια όμως, μη λαθέψεις φιλενάδα!
Ο Λεονάρντο φύσηξε τον καπνό στο κόκκινο άνοιγμα της πόρτας του καμπαρέ. Μπήκε μέσα με τη σιγουριά του ανώτερου,με  το χαμόγελο αιώνια στραβό, το μοβ κουστούμι άστραφτε στις τσακίσεις και κατευθύνθηκε στη μπάρα. Η Τζένη τον πήρε αμέσως μυρουδιά. Δεν περνούν απαρατήρητοι αυτοί οι τύποι, θέλουν να κάνουν μπαμ με την πρώτη και το λευκό αίμα της Τζένης ανέβηκε στ αφτιά. Δεν έκανε αμέσως φανερή την παρουσία της. Κάθισε στο βάθος να σκεφτεί λίγο, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για το πώς θα συμπεριφερόταν τώρα που εύρισκε ξανά μπροστά της τον άντρα που κυνηγούσε τόσα χρόνια στη φαντασίωση της, στα όνειρα της. Αυτόν που της είχε πει να αναπτύξει τις άμυνες της απέναντι σε ατσούμπαλους κανίβαλους. ΚΔΟΑ. [Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια.] Τα θυμόταν όλα, πώς να τα ξεχνούσε, τέτοια λόγια.
Ωστόσο ο Λεονάρντο την ανακάλυψε πίσω απ το σκοτάδι. Αυτή σηκώθηκε με αξιοπρέπεια, τα μάτια τους συναντήθηκαν, το πράσινο με το μοβ έγιναν ένα, το πιστόλι ξέρασε κόκκινο από το χέρι της, το κυνικό χαμόγελο της ειρωνείας δεν έφυγε ποτέ από το στόμα ενός κόσμου φτιαγμένου στην επάρκεια του μίσους.
ΤΕΛΟς


2 σχόλια:

  1. Από τις συναρπαστικές σου γραφές Κώστα. Αυτές τις παράταιρες, τις ιδιαίτερες, τις δυνατές.
    Πολύ δυνατό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Τζον. Η λογοτεχνία μου φαγε τη μισή ζωή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...