Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΘΛΙΜΜΕΝΕς ΙΣΤΟΡΙΕς ΚΑΚΟΦΗΜΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΏΝ




Στάθηκα για δυο λεπτά, ακίνητος στο σκοτάδι, δεν άκουσα τίποτε. Ησυχία. Κανένας ήχος, άραγε να ήμουν μόνος σ αυτό το σπίτι; Τα δευτερόλεπτα στους δείχτες του ρολογιού μου, κύλησαν αμέτοχα. Πέρασαν τα δυο λεπτά γρήγορα, οι δείχτες έδειξαν τέσσερις το πρωί. Είχε περάσει γρήγορα αυτό το βράδυ που καθόμουν με τις ώρες στο παράξενο μπαρ με τις λευκές γυναίκες, να σκέφτομαι Τι άλλο; Τη ζωή μου που την είχα κάνει μαύρη σαν το σκοτάδι που με τύλιγε τώρα πίσω από την πόρτα του σπιτιού μου.
Γύρισα το κλειδί σιγανά με το φόβο μην ξυπνήσω κανέναν. Ήταν άραγε κανείς μέσα σ αυτό το σπίτι; Γύρισα και το διακόπτη, το φως πλημμύρισε το το χολ και τη σαλοτραπεζαρία. Κοίταξα ένα γύρω στους τοίχους το παλιό ρολόι –κούκος, έδειχνε τρεις. Πάντα πίσω πήγαινε, τώρα μια ώρα μονάχα, αύριο έπρεπε να το πάω για επισκευή. Προχώρησα στο σαλόνι, προς το μπαρ να βάλω ένα ακόμα ποτό. Μια σπιτικιά τεκίλα και τότε την είδα. Κοιμόταν ολόγυμνη στον καναπέ, να ποιος ήταν στο σπίτι. Μια γυναίκα.
Έβαλα το ποτό που κελάρισε σιγανά ανάμεσα από τον πάγο, το άφησα εκεί να λεφτερωθεί η οσμή του κάκτου, κάθισα  μακριά της. Η γυναίκα ανασκίρτησε λίγο, δεν άλλαξε πλευρό, ήταν όμορφη. Τα μαλλιά χυμένα, καστανόμαυρα στο πλάι, το στόμα μισάνοιχτο, ανάσαινε όμορφα. Η σάρκα της κατάλευκη, μια γυναίκα κοντά στα πενήντα κανονικά θα πρεπε να είχε μαζέψει αλλά εκείνη όχι. Αντιστεκόταν στο χρόνο.
Πήρα το ποτό στο χέρι, ήπια πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα μαλλιά, ήπια ξανά και κάθισα πιο κοντά σχεδόν πάνω από το πρόσωπο της. Πως είναι όταν ψάχνεις έναν άνθρωπο; Ιδιαίτερα όταν εκείνος κοιμάται και δεν ξέρει πως τον εξετάζεις; Πως σκέφτεσαι για τη ζωή του, το χαραχτήρα του, τις απάτες του; Η ώρα περνούσε τις τέσσερις και μισή και ήξερα πως χτες είχε πάει με κάποιον άλλον. Έναν καθηγητή μουσικής. Δεν ένιωσα τίποτε, δεν την ήθελα πια. Μα ήταν η ζωή σου μέχρι χτές; Αναρώτησα τον εαυτό μου από μέσα μου. Ναι, ήταν, απάντησε αυτός- πολύ μ αρέσει αυτός ο διάλογος μεταξύ μας- αλλά το πρωί θα έφευγε για πάντα. Δεν έχει σημασία πότε τη γνώρισα ούτε ο χρόνος που ζήσαμε μαζί αλλά λυπόμουν τρομερά κι όλο το μυαλό μου γυρνούσε εκεί, σ αυτή που δε με ήθελε πια, εξ αιτίας των συνθηκών, είπε πως έπρεπε να προχωρήσει τη ζωή της. Αυτός ο πόνος του χωρισμού με ανθρώπους που έχω αγαπήσει και τον έχω νιώσει ακόμα μια φορά, σούβλιζε την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να κλάψω, μεγάλος άνθρωπος πια και να μην ησυχάζω, να μην τελειώνουν τα πάθη μου. Μ αυτή τη γυναίκα ήταν αναγκαίο να μην είμαστε μαζί. Ήταν ένα τελειωμένο όνειρο πριν ξεκινήσει.
Έβαλα κι άλλη τεκίλα στο χαμηλό ποτήρι. Πως είχαν φτάσει τα πράγματα μέχρι εκεί; Αυτή η γυναίκα δε με είχε αγαπήσει, σκέφτηκα. Αλλιώς δεν έπρεπε να πάει με τον καθηγητή ενώ ήμασταν ακόμα μαζί. Το έκανε για να φύγει, να τη σιχαθώ αλλά εγω τώρα δεν ένιωθα παρά μόνο οίκτο γι αυτήν παρ ότι είχα νευριάσει όταν μου το ψευτοανακοίνωσε. Δεν ήταν ντόμπρα κι αυτό με νευρίασε. Μισοκρυβόταν, έτσι είναι οι γυναίκες, τι να σου πουν; Κατάμουτρα πήγα με έναν άλλον; Όχι, το κρύβουν.
Σηκώθηκα, έκανα ένα γύρω από τον καναπέ. Είχα σκεφτεί να πάω στην κρεβατοκάμαρα για ύπνο μα άλλαξα γνώμη στη στιγμή. Έπρεπε να φύγω, δεν μπορούσα να είμαι κάτω από την ίδια στέγη ούτε ώρα μαζί της. Αυτή πια ήταν μια ξένη, έπρεπε να το παραδεχτώ και θα περνούσαν μέρες, ίσως και μήνες για να λευτερωθώ από την ανάσα της από αυτά που είχαμε αγαπήσει μαζί, από τις φωνές μας για ένα καλύτερο κόσμο για τα πιο πολλά ψεύτικα σχέδια που κάναμε.
Την ξανακοίταξα για τελευταία φορά, έκανα άσχημες σκέψεις για το είναι της, να μη χωράνε μέσα μου, η ώρα πλησίαζε έξι το πρωί, έπρεπε να προλάβω να φύγω προτού ξυπνήσει κι όσο την έβλεπα τόσο οι σκέψεις μου γινόταν εκρήξεις θυμού. Όμως τις άλλαζα γοργά. Ήπια την τελευταία γουλιά απ την τεκίλα του κάκτου, εκείνη έπινε τζιν κι έκλεισα σιγανά μια πόρτα πίσω μου.
ΤΕΛΟΣ


2 σχόλια:

  1. Άσε να θυμάμαι την καμπύλη της σιωπής, εκεί ψηλά, ωραία κορίτσια
    κεντούν το σ αγαπώ ιριδίζοντας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτά σου τα ελεύθερα εκφραστικά μικρά αφηγήματα τα αγαπώ πολύ Κώστα.
    Και έχουν το μυστήριό τους, τη δική τους ατμόσφαιρα, το ύφος.
    Να είσαι καλά.

    Υ.Γ. Και τα σχόλια τα βλέπω ναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ [4]

  Οι μπάτσοι δεν ήταν πια κουρεμένοι κι ούτε ξεχώριζαν από το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του. Άλλωστε ο ίδιος ούτε είχε διανοηθε...