Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ







Ξύπνησε ένα πρωί, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε το ταβάνι και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Έξυσε το μάγουλο με αμηχανία, πάρ ότι ένιωθε πολύ όμορφα, σαν εκείνη την ομορφιά που νιώθουμε όταν γύρω μας όλα μοιάζουν ωραία και είναι, είπε και σκέφτηκε αυτό που είχε δει στον ύπνο του. Ήταν λέει, σε έναν κρυστάλλινο κόσμο, λαμπερό. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί, μόνον αυτός που έπινε ευτυχισμένος το ποτό του.
Τέλειωσε το ποτό χωρίς να λερώσει το αστραφτερό κουστούμι του. Ύστερα, κοίταξε το άδειο ποτήρι και χωρίς καμιά γκριμάτσα ν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, το σπασε στοδάπεδο. Τα κομμάτια του σκόρπισαν γύρω, γέμισαν όλο τον κόσμο με υποψία.
Η Αριάννα περπατούσε σε έναν δρόμο γυμνή. Ήταν μεσημέρι. Κάποιο μεσημέρι που η χαρά ήταν αποτυπωμένη στα σύννεφα και ο κόσμος που περπατούσε κι αυτός δίπλα της δεν έμοιαζε να τον νοιάζει που αυτή ήταν γυμνή. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο, κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, οι δικηγόροι ξεχώριζαν πάντα μες το πλήθος εξ αιτίας της γραβάτας που φοράνε πάντα, όλα πάντα τα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, λες και είναι ταγμένοι στον πληθυντικό.
-Τι κάνετε Αριάννα; Ωραίο το φόρεμα σας!
Η Αριάννα κοίταξε τη γύμνια της, προσπάθησε να κρύψει τουλάχιστον τα άσχημα και τότε αντιλήφτηκε πως οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη!
-Σας αρέσει το χρώμα; ρώτησε για να βεβαιωθεί.
-Καταπληκτικό! Υπέροχο! Ταιριάζει με τα πράσινα μάτια σας, εξ άλλου αυτό το πράσινο το λατρεύει και ο Σην, ο αγαπητός μου φίλος και μέλλων σύζυγος σας.
-Ο Σην λατρεύει αυτό το χρώμα; Α, όχι αγαπητέ μου, τουναντίον είναι του κόκκινου. Είναι μια λεπτομέρεια που σας διαφεύγει. Το πράσινο αρέσει στον Αλέξιο.
-Ω! συγχωρέστε με κυρία! Το είχα ξεχάσει και τότε εσείς…
-Θέλετε να πείτε πως διάλεξα αυτό το χρώμα; Α, ναι, δεν κάνω πάντα ότι θέλουν οι άλλοι. Και ούτε θα τον παντρευτώ επειδή το θέλει ο πατέρας μου.
-Δε θα παντρευτείτε με τον Σην; άνοιξε τα μάτια του.
-Όχι φίλε μου. Θα παντρευτώ τον Αλέξιο.
Και τάχυνε το βήμα της να ξεφύγει από τη δαγκάνα του δικηγόρου. Άλλαξε λεωφόρο, έστριψε στη γωνία Πανεπιστημίου και Αμερικής, μπήκε κάπου να πιει τον καφε της. Κάθισε. Γυμνή. Γυμνή αλλά δεν την ένοιαζε αφού οι άλλοι την έβλεπαν ντυμένη. Παράγγειλε εσπρέσο, άναψε τσιγάρο, κοίταξε το κουρεμένο αιδοίο της, ωραίο ήταν, ένας από απέναντι το λαχταρούσε, φαινόταν στο κοίταγμα του, και πώς να μη το λαχταρούσε, έτσι που το είχε κατασκευάσει ένας θεός με ένα τσεκούρι, σκέφτηκε που τον είδε η Αριάννα και γέλασε ευχαριστημένη σαν το γάτο. Το γάτο που κάθεται πάνω στο δέντρο και χαίρεται που δεν τον φτάνει ο σκύλος.
Ο Σην κατηφόρησε στην ακρογιαλιά. Ήταν ένας ωραίος άντρας. Είχε ζηλευτά μάτια, ξάστερα. Ψηλός, ευθυτενής, διάβαινε σαν τον αετό που φτερούγισε δίπλα του, που ήρθε και κάθισε στο τεντωμένο  χέρι του που έδειχνε προς τη θάλασσα. Ο αετός, γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, ήρεμος, εξαίσιος έκανε τον Σην περήφανο που τον είχε φίλο.
-Όποιος παντρεύεται τον ένα χρόνο μετανιώνει τον άλλο. Μίλησε ο αετός.
Ο Σην τον κοίταξε παραξενεμένος. Μιλάνε τα πουλιά; Αναρωτήθηκε. Αλλά για ν ακούει τη φωνή του, σίγουρα θα μίλησε, τι διάολο τρελός δεν ήταν ούτε κουφός αλλά και συμφώνησε με αυτό που είπε. Είχε δει τους άλλους που είχαν παντρευτεί που ντρέπονταν να συστήσουν τη σύζυγο, που τους έπαιρνε εύκολα η κάτω βόλτα, κάτι καραφλοί  εξηντάρηδες που είχαν πάρει μερικές άσχημες εικοσάρες που δεν είχαν που την κεφαλήν κλίνε αλλά κι αυτοί δεν μπορούσαν αλλιώς έπρεπε κάποια γυναίκα να τους πλένει, να τους ταΐζει, να τους συντροφεύει στις εξόδους και ο αετός τον ξανακοίταξε, αυτή τη φορά δε μίλησε. Ο Σην κατηφόρησε κι άλλο, μπήκε μέσα στη θάλασσα, ο αετός έφυγε, πέταξε ψηλά στο γκρίζο του ουρανού. Αυτός τον παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια κουκίδα, ένα τίποτε, όλοι είμαστε ένα τίποτε, ένα μηδενικό, δυο μηδενικά και κοίτα, να, κοίτα υπάρχει η έλξη, ο μαγνητισμός, υπάρχει η Αριάννα που είχαν γίνει πολλές φορές ένα, λόγω του μαγνητισμού, λόγω της σάρκας.
-Με θέλεις, έτσι δεν είναι; άκουσε τη φωνή της και την είδε που ερχόταν από πέρα. Σαν κάτι να κρυβε. Μια υποψία ή μια απειλή.
-Λατρεύω το κόκκινο που φοράς, πεθαίνω για ότι κάνεις! Είσαι η πιο γλυκειά ύπαρξη, ότι ωραιότερο έφτιαξε η φύση..
-Ο θεός! στένεψε τα μάτια της. Είσαι ψεύτης! του πέταξε λίγη άμμο στα ζηλευτά του μάτια. Σε μένα λες πως με θέλεις και στον κόσμο πως δε θα με πάρεις ποτέ!
Ο Σην τυφλώθηκε, έχασε για λίγο το φως, οι κόκκοι απ τη βρεγμένη άμμο κόλλησαν γύρω από τα τσίνορα, μερικοί μπήκαν στο άσπρο κι άλλοι στη ίριδα. Πίσω απ την τυφλότητα, είδε την αφή να φτάνει, έπιασε τα φτερά του αετού που ξαναπέταξε πίσω και ήρθε κοντά του, όντας αυτός πεσμένος πια στα βράχια, η αφή αντικαθιστά την όραση στους τυφλούς, η πέτσα μεγαλώνει την ύπαρξη, η γλύκα του να βλέπεις χάνεται στο μαύρο, το μαύρο που γέρνει στη μοναξιά των ανθρώπων.

Ο Αλέξιος αποφάσισε κάποτε να σηκωθεί απ το κρεβάτι. Κύλησε δίπλα τα σεντόνια, πετάχτηκε πάνω γυμνός, ωραίος σαν τον Άδωνη ή τον Νάρκισσο. Η Αριάννα έστεκε παράμερα αναποφάσιστη, μπροστά στην πόρτα ή καλύτερα κοιτάζοντας από μέσα προς τα έξω, το έξω κόσμο αλλά βλέποντας και τον μέσα.
Ο Αλέξιος πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπο, νίφτηκε, κοιτάχτηκε στον κεθρέφτη, είδε που ήταν υγιής κι ύστερα πρόσεξε τα συντρίμια! Τα σπασμένα κρύσταλλα που είχαν απλωθεί παντού σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Ώστε ήταν αλήθεια! Δεν ήταν όνειρο! Είχε πιει εκείνο το ποτό και είχε σπάσει μετά το ποτήρι. Βγήκε στο σαλόνι κίτρινος.
-Το ποτήρι έσπασε στ αλήθεια! είπε και η Αριάννα τον κοίταζε απορημένη.
-Ε, και; είπε κι αυτή.
-Δεν ξέρω, νόμιζα πως ήταν όνειρο, ήμουν σίγουρος πως το ονειρεύτηκα αλλά τα σπασμένα κρύσταλλα; Μήπως έσπασε άλλος το ποτήρι; Εσύ; Την κοίταξε με υποψία. Πες μου έσπασες εσύ το ποτήρι στο μπάνιο;
-Εγώ; Τον κοίταξε με φτωχή ειρωνεία. Τι λες; γιατί να σπάσω το ποτήρι στο μπάνιο σου;
-Δεν ξέρω, ποιος άλλος μπορούσε να σπάσει ένα ποτήρι στο μπάνιο μου; Φώναξε και η ηχώ αντιλάλησε με τη φωνή της Αριάννας.
-Δεν έσπασα εγώ το ποτήρι! [ακούγεται ένα ανατριχιαστικό σπάσιμο γυαλιών, μέχρι που ο ήχος τους σβήνει στη σιωπή.]
-Δε θέλω να παντρευτούμε, είπε σιγανά μέσα από τα δόντια του.
-Γιατί; επειδή έσπασε το γυαλί. Αυτό ήταν σπασμένο, συνέχισε τη λεπτή ειρωνεία τώρα.
-Δεν υπάρχει γιατί, καλύτερα να φύγεις.
Κι έφυγε.
Στην εκκλησία όλα ήταν λαμπρά. Κόσμος πολύς, καλεσμένοι, ωραία ρούχα, φανταχτερές τουαλέτες οι γυναίκες, κεριά και λιβάνια, δυο παπάδες κι ένας Δεσπότης ήταν εκεί για να ευλογήσουν το γάμο. Παντρευόταν η Αριάννα τον εκλεκτό της καρδιάς της.Ο γαμπρός στεκόταν παράμερα με έναν αετό που ήρθε και κάθισε στον αγκώνα του.Δε με άκουσες! του είπε.
-Την αγαπώ! απάντησε ο Σην με τη αφή.
Τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Ήταν σαν ένα άγαλμα με κενά μάτια, αλήθεια γιατί οι γλύπτες τα φτιάχνουν έτσι κενά;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπημένο εκτός από τα δυο μάτια του αγαλμάτου
Η Αριάννα  γυμνή κυκλοφορούσε ανάμεσα πό τους καλεσμένους. Το κουρεμένο αιδοίο της ωραίο ήταν. Κανείς δεν το βλεπε κι όμως υπήρχε. Τι την ένοιαζε; Αφού οι άλλοι την έβλεπαν με το άσπρο νυχτικό και ο Σην με το δέρμα;
Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο.
ΤΕΛΟς


4 σχόλια:

  1. Από αυτά μου μου αρέσουν. Δυο ψυχές που ενώνονται κατ΄ανάγκη; Ωραία λόγος πάντως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. καλησπέρα Βασίλη, συμβαίνει, δε νομίζεις κι εσύ; [πιθανώς εστιάζεις στον ωραίο λόγο και έχεις δίκιο αλλά υπάρχουν πολλές έννοιες στο διήγημα]

      Διαγραφή
  2. Συναρπαστικό ! σουρεαλιστικό ! πόσο όμορφο βρε Κώστα ! από αυτά τα διηγήματά σου που συγκινούν με την "τρέλα" που τα χαρακτηρίζει. Εξαίρετες σκηνές, χαρακτήρες, ατμόσφαιρα.
    Τα λατρεύω αυτά το ξέρεις. Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, Τζον, το ξαναδιάβασα κι εγώ μετά από καιρό, έχει κάποιον ιδιαίτερο λόγο που γράφτηκε όπως γράφτηκε. Χωρίς τρέλα με ή χωρίς εισαγωγικά δε θα κάναμε τέχνη-αν κι εγώ βλέπω αυτά τα κείμενα μου εντελώς φυσιολογικά!

      Διαγραφή

ΟΤΙ ΘΥΜΆΣΑΙ, ΧΑΊΡΕΣΕ

  Η ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ.    Η μνήμη μας φαινομενικά είναι αθώα. Η επιστήμη μας πληροφορεί πως βασική αιτία της μνήμης είναι η συλλογή πληροφ...