Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΜΗ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ





Το είχαν συμφωνήσει, απόψε, θα έκαναν παρέα οι δυο τους. Ότι και να συνέβαινε, όποιος ακύρωνε την συμφωνία, θα πλήρωνε το τίμημα που ήταν βαρύ:Θα έχανε την φιλία του άλλου.
-Πολύ σοβαρό το κάνεις, προσπάθησε να το απαλύνει αυτός αλλά ο φίλος του ο Φώτης, τον πρόλαβε.
-Όχι, γιατί σε ξέρω. Όπως το ορίσαμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φαγητό, έπειτα ποτό κι ότι άλλο θέλουμε αλλά χωρίς γυναίκες. Δεν βαρέθηκες; Κάθε βράδυ και άλλη γυναίκα, φτάνει πια! Εγώ σου το είπα, αν δεν κρατήσεις την συμφωνία, τελειώνει η φιλία μας.
Βγήκαν κατά τις εννιάμιση. Φάγανε στην Κληματαριά-μια ωραία ταβέρνα με αυλή στα Εξάρχεια. Είχε ωραίους μεζέδες, ξανθό κρασί. Απόλαυσαν το φαγητό και το κρασί τους, όλα ήταν μια χαρά. Μιλούσαν διάφορα, ανέμελα. Ήταν δυνατή η φιλία τους, αυθόρμητη.
Ο Φώτης ήταν ηθοποιός αλλά όχι από τους ωραίους, τους ζεν-πρεμιε. Μάλλον κοντός, μάλλον άσχημούλης και, πάρ’ όλη την δόξα του- η τελευταία ταινία του έκανε θραύση- δεν τα πήγαινε τόσο καλά με το άλλο φύλο.
-Πως γίνεται ρε, του λεγε καμιά φορά. Ρε, πως γίνεται να έχεις πιο πολλές από μένα; Ένας πλασιέ βιβλίων είσαι, τι είσαι;…
-Έχω μέλι στο κάτω κεφάλι! Γελούσε αυτός.
Δεν τον ενοχλούσε που τον ζήλευε λίγο. Ήταν ωραία ζήλια, παιχνιδιάρικη, όχι αρρωστημένη. Τον αγαπούσε τον Φώτη και του φαινόταν ηλίθιο να χαλάσουν μια τόσο γερή φιλία για κάποια τσούλα. Ούτε που το έβαζε ο νους του.
-Γι’ αυτό, κάτσε στ’ αυγά σου! Του είπε γελώντας. Λέμε κανένα τραγούδι;
-Νωρίς είναι ακόμα για ποτό. Εντάξει, πιάσε την κιθάρα.
-Πιάστην εσύ, εσύ παίζεις, εγώ τραγουδάω.
-Γιατί, εγώ δεν τραγουδάω;
-Ε, γκαρίζεις κι εσύ καμιά φορά! Έλα μωρέ πιάσε την κιθάρα. Ε, Βαγγέλη, φώναξε στο γκαρσόνι, πιάσε μας την κιθάρα.
-Αμέσως, έκανε ο Βαγγέλης.
Και την έφερε. Ξέρανε πως άμα έπαιζαν κιθάρα, οι πελάτες το ευχαριστιότανε, έτσι θα είχαν περισσότερη δουλειά, περισσότερο μεροκάματο.
Έπαιξε κιθάρα, τραγούδησαν στην αρχή οι δυό τους. Σιγά-σιγά όμως, όλο το μαγαζί έγινε μια παρέα. Έκαναν το κέφι τους, έπιναν το κρασί τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ ήπιαν παραπάνω αλλά δεν τους έπιανε. Εικοσιπέντε χρονών παιδιά ήταν, γερά ποτήρια και οι δυο τους.
Κατά τις δώδεκα, δωδεκάμισι, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όλο το μαγαζί, φώναζε . Τους έκαναν την χάρη, είπαν δυο τραγουδάκια ακόμη κι ύστερα πήραν δρόμο. Μόλις κατηφόρισαν στην Μαυρομιχάλη, στρώθηκαν στο κυνήγι. Έτσι έκαναν πάντα. Κυνηγούσε ο ένας τον άλλον- ο κόσμος τους κοίταζε απορημένος, νόμιζε πως κυνηγιόνταν αλήθεια- αλλά αυτοί, είχαν τον σκοπό τους. Έτρεχαν μέχρι το Ταξίμι, ένα ρεμπετάδικο λίγο πιο κάτω. Όποιος θα έφτανε δεύτερος, πλήρωνε τα ποτά. Αυτή την φορά, έφτασε πρώτος ο Φώτης.
-Θα πληρώσεις πολλά απόψε, ξελαχάνιασε δίπλα στην πόρτα του ρεμπετάδικου.
-Μη σε νοιάζει, έχω απόψε λεφτά, πιες όσο θέλεις, ξελαχάνιασε κι αυτός δίπλα του.
Χώθηκαν μέσα, κάθισαν σε ένα τραπέζι κεφάτοι. Παράγγειλαν ποτά, έπιναν σαν σφουγγάρια. Το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Ο θόρυβος η μουσική, τα τσιγάρα, έκαναν τον τόπο ντουμάνι αλλά δεν τους ένοιαζε, ούτε το σκέφτονταν.
Θα είχε περάσει κανένα μισάωρο, όταν αυτός, αντελήφτηκε μια από απέναντι να του κουνάει μαντήλι.
Άρχισε μα παίζει μαζί της, προσέχοντας να μην τον πάρει χαμπάρι ο Φώτης. Ήταν μια πολύ όμορφη,μελαχρινή, πρασινομάτα, παιχνιδιάρα.
Κάποια στιγμή της έκλεισε το μάτι. Εκείνη ανταπάντησε. Ωραία, σκέφτηκε. Τσιμπάει. Και κοίταξε δίπλα του τον Φώτη.
-Τρέχει τίποτα φιλαράκι; Τον ρώτησε.
-Όχι, ρε, τι να τρέχει, όλα μια χαρά.
-Θα πιούμε άλλο;
-Ναι, παράγγειλε, έκανε μουδιασμένα.
-Δεν σε βλέπω καλάάά! Τον κοίταξε ύποπτα.
-Όχι, ρε, σου είπα! Παράγγειλε ποτά.
Η άλλη όμως από απέναντι τον έτρωγε με τα μάτια και ένα ερωτηματικό χαμόγελο, σα να του λεγε: Αυτός άνοιξε τα χέρια με μικρή απόγνωση και με τα μάτια της έδειξε τον φίλο του. Η γκόμενα του απάντησε πάλι με νόημα, μπορώ εγώ και δεν μπορείς εσύ;
Ωστόσο, είχαν έρθει τα άλλα ποτά. Τσούγκρισαν κι αυτός, πέταξε ένα δεν βαριέσαι..
-Τι είπες; Απόρεσε ο Φώτης.
Κι απόρεσε περισσότερο σαν τον είδε να σηκώνεται και να στέκεται από πάνω του αγκαζέ με την γκόμενα που είχε κατά φτάσει στο πρώτο νόημά του.
-Που πας ρε; Είπαμε…δεν είπαμε; Τι είναι αυτά που κάνεις τώρα;…μ αφήνεις μόνο; Παραπονέθηκε ο Φώτης.
Αυτός, κοίταξε τον φίλο του με ένα ωραίο χαμόγελο, σα να του λεγε, εντάξει ρε, εντάξει, θα τα βρούμε εμείς το πρωί, δεν χάλασε ο κόσμος!
-Φεύγω φιλαράκι, εντάξει; Πληρώνω τα ποτά και φεύγω. Θα τα πούμε αύριο, γεια.
πήγε να συνεχίσει ο φίλος του αλλά αυτός είχε σχεδόν εξαφανιστεί αγκαζέ με την μελαχρινή κουτσουπιά. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκαν στην Αυγουστιάτικη νύχτα. Το σπίτι του ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω. Μέχρι να φτάσουν, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ούτε πως σε λένε, ούτε τίποτα, τίποτα. Μπήκαν φουριόζοι στο μικρό δωμάτιο με τις λευκές κουρτίνες, τις τράβηξαν, κρύφτηκαν μέσα. Λες και ήταν διψασμένοι, λες και ήταν αχόρταγοι από ένα παιχνίδι που το ήξεραν καλά, όρμησαν ο ένας να φάει τον άλλον. Κι όπως ήταν φυσικό έκανα ένα βιαστικό πήδημα. Αυτός, χωρίς πολλά χάδια έχωσε τον όρθιο του στο δασώδες φαράγγι της, ένιωσε την γλύκα της αχαλάρωτης τρύπας, του ξένου μονοπατιού, το φχαριστήθηκε, ας ήταν γρήγορο. Ύστερα γύρισε ανάσκελα λίγο μετανιωμένος, λίγο βαρεμένος. Σκέφτηκε να γυρίσει στον φίλο του που τον είχε παρατήσει για ένα γρήγορο έρωτα. Μάλιστα σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται, ενώ η γκόμενα τον παρατηρούσε έκπληκτη.
-Τι κάνεις εκεί; Τον ρώτησε. Έτσι είσαι εσύ; Ωραίος είσαι!
-Τι θέλεις να πεις; Έκανε.
-Τίποτα. Απλούστατα, τώρα θα πάμε να πηδήξω κι εγώ.
Άνοιξε τα μάτια του πελώρια, δεν θυμόταν άλλη γυναίκα να του είχε πει κάτι τέτοιο στα ίσια. Κι αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει. Ασυναίσθητα, υπάκουσε, ντύθηκαν και βγήκαν. Πήραν την μηχανή, που πάμε; την ρώτησε, Αμπελοκήπους του απάντησε, ανέβηκαν την Χαριλάου Τρικούπη, πιάσανε την Αλεξάντρας κι ένιωσε λίγη ψύχρα καθώς η νύχτα προχωρούσε αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι’ αυτό…
Έφτασαν στους Αμπελοκήπους, μπήκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα, επιπλωμένο με γούστο και τον πηδούσε όλη την νύχτα.
-Έτσι μπράβο αγόρι μου! Τώρα είσαι άντρας, τώρα..έλα..ναι, βαθιά, πιο βαθιά, έλα!  Άααα.
Το πρωί, κατά τις δώδεκα δηλαδή, σηκώθηκε πρώτη, έφτιαξε πρωινό κι αυτός την παρατηρούσε. Δεν ήταν και τόσο όμορφη, όσο του είχε φανεί την νύχτα. Το σώμα της ήταν καταπληκτικό αλλά από πρόσωπο, δεν έλεγε. Στο σκοτάδι, αντέστρεφε την ρήση, καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια.
Καθώς έπινα τον καφέ τους πικροχόλιασε με τον εαυτό του και τον ειρωνεύτηκε που είχε εγκαταλείψει τον φίλο του για μια γυναίκα. Τι είχε κάνει τώρα; Για κάποιο παλιόμαυρο πρόδωσε την φιλία. Αν δεν το είχαν συμφωνήσει θα ήταν αλλιώς. Αλλά τώρα; Μέσα του πίστευε πως ο Φώτης θα τον συγχωρούσε αλλά ποτέ δεν ξέρεις με τους φίλους και τις γυναίκες.
Την ξανακοίταξε και ομολόγησε πως δεν είχε τίποτε σπουδαίο. Εντάξει, ένα ωραίο κορμί αλλά έφτανε αυτό; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κι απόρησε με τον εαυτό του που είχε μπλέξει μαζί της.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε να ρωτάει.
Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έλεγε τι εννοείς, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα. Σκεφτόταν τις δουλειές που τις είχε παρατήσει.
-Τι θα γίνει με μας; Την άκουσε πάλι και του έστρεψε το κεφάλι, έτσι που να βρεθούν κατάφατσα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στα ίσια.
-Τι θα γίνει με μας; Επανέλαβε μισοειρωνικά, αυτή την φορά, σαν ηχώ.
-Ε, της απάντησε. Θα βρεθούμε στο μπαρ, στο Ταξίμι άμα τύχει. Θα βρεθούμε.
Δεν θυμόταν τι ακριβώς έκανε ή αν είπε κάτι άλλο η γκόμενα. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι σηκώθηκε κι έφυγε, έτσι ξαφνικά, ασυνείδητα.
Στον δρόμο, όπως οδηγούσε την μηχανή, του είχε κολλήσει αυτή η λέξη: ασυνείδητα. Βαρύ ήταν, γιατί ασυνείδητα; Και οι δυο έκαναν αυτό που ήθελαν, δεν είχε σημασία που ήταν γυναίκα..αλλά πάλι εκείνο το λες και είχε κολλήσει η βελόνα, τι το ήθελε; Τι ήθελε να γίνει δηλαδή;
Μετά από καιρό, όταν συναντήθηκε με τον Φώτη και του τα διηγήθηκε όλα- αφού πρώτα παραδέχτηκε το λάθος του- ορκίστηκε πως δεν θα το ξανάκανε.
-Μα είσαι βλάκας; Του είπε χύμα βλάκας είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Απλά η γκόμενα ήθελε μια συνέχεια. Αλλά εσύ, την παράτησες σαν σάκο του σεξ. Τέτοιος φαλλοκράτης είσαι, τι νομίζεις πως είσαι…
Του κόστιζε που του μιλούσε έτσι, όμως κατά βάθος πίστευε πως είχε δίκιο. Παρ όλα αυτά, νευρίασε.
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; Του αντεπετέθηκε. Δεν είσαι φαλλοκράτης εσύ; Εξ άλλου, ισότητα έχουμε. Ότι ζητούσε η κυρία, πήρε.
Τα λέγανε αυτά, περπατώντας γύρω στην πλατεία Εξαρχείων. Κάποια στιγμή, κάθισαν σε ένα παγκάκι.
Βραδάκι ήτανε και σκέφτηκαν να πάνε για κανένα ποτό.
-Κι εγώ το ίδιο θα έκανα, ομολόγησε ο Φώτης. Απλά ήθελα να σε πικάρω που μου την έκανες. Είδες λοιπόν, πως η φιλία δεν αντέχει, μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα;
Αυτός όμως, δεν είχε όρεξη πια, για τέτοια κουβέντα. Θεώρησε το θέμα λήξαν κι αφού τα είχε βρει με τον φίλο του, πίστευε πως τελικά η φιλία είναι πιο δυνατή απ την αγάπη για μια γυναίκα.
- Θέλω κόσμο, του είπε. Φασαρία, γεγονότα. Πάμε.
Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά συμφωνίας και το έβαλαν στα πόδια. Τώρα ο δρόμος μέχρι το ταξίμι ήταν πολύ πιο μακριά και είχε ανηφόρα. Καταϊδρωμένοι, έφτασε στην είσοδο σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό.
Μισά-μισά; Ρώτησε αυτός.
-Στη μέση φίλε, του απάντησε.
Μπήκαν μέσα, βρήκαν την παλιοπαρέα. Κάθισαν μαζί τους, άιντε γεια μας και πίνανε. Ήταν μια παρέα που γνωρίζοντα από χρόνια. Σχεδόν από παιδιά.
Ώσπου εμφανίστηκε εκείνη η . Πήγε προς το μέρος τους χαμογελαστή. Αυτός, έκανε να σηκωθεί, να την υποδεχτεί, μα αυτή του έγνεψε με το χέρι, κάτσε, κάτσε. Σήκωσε το ποτήρι της, είπε ένα στην υγειά σας, στην παρά κι έπειτα στράφηκε προς αυτόν.
-Είσαι πολύ μάγκας! Του είπε δυνατά να την ακούσουν όλοι.
Κι έφυγε. Η παρέα χαχάνισε, λέγοντας διάφορα. Πες του κι άλλα..ναι..ναι..τέτοιος είναι..πες του κι άλλα! Αυτός όμως, δεν το είδε καθόλου αστείο. Δεν του άρεσε να του συμπεριφέρονται έτσι. Πικράθηκε με τον εαυτό του, στριμώχτηκε στην γωνία και ήπιε ένα καζάνι βότκα.
ΤΕΛΟΣ


2 σχόλια:

  1. Από τα δυνατά καθημερινά σου Κώστα. Με τη δική σου γλώσσα. Ωμό, αληθινό, ρεαλιστικό. Διήγημα του "δρόμου" και της καθημερινής μας ζωής. Με χαρακτήρες κοινότυπους και ρεαλιστικούς.
    Μου άρεσε.
    Καλή βδομάδα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...