Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ Η ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ


Ήρθαν οι άλλοι κι έφυγαν
Έμεινε η πατημασιά του ήχου
Κι εγώ, μέσα του γυρόφερνα
Του σκιερού μεγάλου τοίχου.
Καθώς η μέρα τραβούσε το απόγευμα με το τσιγκέλι και ο ήλιος έσταζε τις τελευταίες φωτιές, στα πληγωμένα δέντρα, ορκιζόταν στους θεούς, πως δεν θα το ξανάκανε. Το έλεγε αυτό, σκυφτός με τις παλάμες γυρισμένες κατά πρόσωπο και νόμιζε πως δεν του αρκούσε: Μέσα του βαθιά, πίστευε το αντίθετο. Πως θα το ξανάκανε. Έτσι, ενοχλήθηκε με την ευκολία που τον απαρνιόταν ο εαυτός του. Γι αυτό θέλησε να του εναντιωθεί. Έβγαλε τα παπούτσια του και τα κρέμασε στο δέντρο-δεν ήξερε, τι δέντρο ήταν και δεν τον απασχολούσε. Το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν να οπισθοχωρήσει μερικά βήματα,να τραβήξει το πιστόλι του και να τα πυροβολήσει.
Αυτά έφταιγαν για όλα !
Ή το κεφάλι ή τα πόδια.
Και πυροβόλησε.
Προς το σούρουπο, δυο άντρες με χλαίνες παλιές, ίσως από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στέκονταν πάνω από το πτώμα του. Κοίταζαν με δυσπιστία, μια τα κρεμασμένα παπούτσια, μια τον καταγής. Δεν είπαν τίποτα. Κοιτάχτηκαν μόνο, σε κοντινό πλάνο, έσμιξαν τα φρύδια, σήκωσαν τους ώμους κι έφυγαν. Τι τους ένοιαζε αυτούς;
Είχε γνωρίσει μια γυναίκα.
Που την είχε γνωρίσει; Δεν θυμόταν.
Ξεκίνησαν για ένα ταξίδι. Κάπου τους περίμεναν να τους κάνουν έξωση. Ένας ήταν γνωστός ηθοποιός που έκανε τον μπάτσο. Υπογράφει ότι θα πληρώσει μετά από δέκα χρόνια. Ύστερα πηδάει αυτήν που γνώρισε στον δρόμο, σαν άλογο κι αυτή μοιάζει με φοράδα. Δεν χορταίνουν.
Μετά, βρίσκονται σε φιλικό σπίτι-αδερφού, γαμπρού, ίσως πεθερού κ.λ.π. Πάνε επίσκεψη κι αυτός ρωτάει, γιατί πήγαν εκεί και ξαφνικά, παίρνει το μηχανάκι να πάει κάπου αλλού.Τρέχει, περνάει βουνά και καταράχια και σαν παίρνει αυτό που ήθελε, βιάζεται να γυρίσει πίσω. Παθαίνει βλάβη, σαν να μην έχει βενζίνη, σταματάει, κοιτάζει πίσω του και βλέπει να λείπει το μισό μηχανάκι. Γυρίζει σε μια πλατεία-τα παιδιά έχουν προλάβει και αποτρώνε τα τελευταία σίδερα από το μηχανάκι του. Αφού τους δίνει μερικά χαστούκια, κοιτάζει τα μισοφαγωμένα σίδερα αμήχανος.
Βάζει τα κλάματα. Τι να κάνω τώρα; Μονολογεί και βιάζεται. Βιάζεται πολύ να φύγει, πρέπει να τελειώσει τις δουλειές του. Πρέπει να δει και την γυναίκα, την Γεωργία που πήδησε στον δρόμο και κλαίει. Κλαίει πολύ.
 Μπαίνει σε ένα μαγαζί μισοκλαμένος, σφουγγίζει τα μάτια και του λένε πως αυτό που ακούνε είναι ρέκβιεμ,-τι είναι ρέκβιεμ, ρωτάει και του απαντάνε, συναυλία. Είναι καμιά δεκαριά αυτοί που ακούνε. Ακούνε απαλή, ροζ μουσική, κόκκινη μουσική αλλά αυτός βιάζεται να φύγει, να πάει στον σταθμό για να πάρει ένα περίεργο τραίνο. Βλέπει το χώμα να φεύγει κάτω από τα πόδια του, όταν έρχεται το τραίνο και παρατάει την θέση του στις ράγες που κλείνουν πίσω του. Μέσα στο τρένο ήταν μια άλλη γυναίκα που έμοιαζε με την Γεωργία ή ήταν αυτή; Ήταν πολύ όμορφη η Γεωργία. Όμορφη κι απατηλή σαν άγγελος. Άγγελος στοργικός που του χαϊδεύει τα μαλλιά και στάζει μέλι από την μύτη. Ούτε που θυμάται που την γνώρισε, γιατί την γνώρισε και προσπαθεί να θυμηθεί την αρχή της γνωριμίας τους. Όσες φορές κι αν προσπάθησε, σκόνταφτε σε ένα κενό. Ένα κενό μνήμης και μετά, έλεγε στον εαυτό του  ένα, <δεν πειράζει> και τελείωνε το πράγμα. Αλλά όταν ξεκίνησαν εκείνο το ταξίδι στην επαρχία, γνωρίζονταν καλά. Πολύ καλά. Προχωρούσαν και μιλούσαν στον δρόμο σα να ήταν από χρόνια ζευγάρι. Αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, έπειτα εκείνη τον έπιανε αγκαζέ και προχωρούσαν ξανά για κάπου. Το ταξίδι ήταν μακρινό αλλά η κωμόπολη πολύ κοντά και θα το ολοκλήρωναν με τα πόδια. Δεν τον πείραζε, δεν ένιωθε καμιά κούραση. Ίσα-ίσα, μόνο χαρά και αγαλλίαση. Τι χαρά ήταν αυτή! Να περπατάει με την γυναίκα των ονείρων του! Μέχρι και τις φακίδες που λάτρευε από παιδί, είχε φυτεμένες στα μαγουλά της και γύρω από την μύτη, που δεν έσταζε πια μέλι- το μέλι κυλούσε τώρα στο στήθος της, στις ρόγες κι αυτός το έγλειφε, ρουφούντας τις ρόγες σαν καλοκαιρινό άγουρο σταφύλι που τον έκανε να μισοκλείνει τα μάτια από το τσούξιμο. Όταν κατέβηκαν από το τρένο κατευθύνθηκαν προς ένα σπίτι, που, πράγμα περίεργο, έμοιαζε με κάποιο δικό του που είχε νοικιάσει από παλιά, από παλαιότερα, τώρα θαρρείς. Έβγαλε τα κλειδιά ν’ ανοίξει την πόρτα, μα δεν άνοιγε και η Γεωργία τον κοίταζε παραξενεμένη που δεν μπορούσε ν ανοίξει το σπίτι του.  Του πήρε τα κλειδιά μέσα από τα χέρια, δίνοντας μια κλωτσιά, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον έσπρωξε μέσα έτσι που να πέσει και να γυρίσει ανάσκελα με ορθάνοιχτα μάτια να την κοιτάζει που στεκόταν με ανοιχτά πόδια στο άνοιγμα. Διαγραφόταν το μισάνοιχτο στόμα της, γεμάτο προσμονή γι’ αυτό που τόσο ήθελε κι εκείνος αλλά όταν τον σήκωσε από κάτω σαν πούπουλο και πέταξαν μπουφάν, τσάντες και ότι άλλο μπορούσαν στο χολ, όρμησαν στο σαλόνι και τότε τους είδαν. Ήταν καμιά δεκαριά και τους περίμεναν αμίλητοι γύρω από το τζάκι, [μα, δεν είχε τζάκι αυτό ο σπίτι..] κι ένιωσαν λίγη ντροπή που ήταν γυμνοί μπροστά σε τόσους ανθρώπους, που ήταν καθισμένοι σαν σε παλιά φωτογραφία. Ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα, ο πατέρας, τα παιδιά, δυο τρία ξαδέρφια και παραπέρα ο μπάτσος με το πηλήκιο μεσούντος του περασμένου αιώνος. Έμειναν κοκαλωμένοι να τους κοιτάζουν, πιο πολύ αυτός, γιατί η γυναίκα του-γυναίκα του ήταν;- δεν έμοιαζε να την νοιάζει και πολύ τώρα. Τι να την ένοιαζε; Δικό της ήταν το σπίτι; Δεν πα να έπαιρνε φωτιά… Κι αυτός τι να έκανε τώρα; Αφού ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, προσπάθησε να θυμηθεί, σε ποιες και πόσες ταινίες, είχε δει τον συγκεκριμένο ηθοποιό να κάνει τον μπάτσο. Δεν τα κατάφερε- πάντως ήταν γνωστότατος ηθοποιός και κάποτε θα τον θυμόταν. Προς το παρόν ο μπάτσος σηκώθηκε από την φωτογραφία, πήγε κοντά του και του έδειξε ένα επίσημο χαρτί, επικυρωμένο, χαρτοσημασμένο , όλα τα εις –μένο, με λογαριασμούς και τα τοιαύτα. Ήταν τα χρωστούμενα και η έξωση από το σπίτι και οι άλλοι, από την φωτογραφία τον κοίταζαν συνοφρυωμένοι, επιτιμητικά και πιο πολύ η γριά. Ο μπάτσος τον πήρε από το μπράτσο, συνωμοτικά και τον οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, για να είναι μόνοι τους γι’ αυτά που θα έλεγαν.
-Βλέπεις; Άνοιξε κάποτε το στόμα του, δείχνοντας του τα χαρτιά.
Αυτός δεν μίλησε, τι να έλεγε, τα ήξερε αλλά τώρα; Τώρα έτυχε, που είχε βρει την γυναίκα των ονείρων του; Προσπάθησε να του τα πει, να του εξηγήσει αλλά ο μπάτσος τον κοίταζε με στόμα ανοιχτό.
-Δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά που μου λες, του είπε. Εγώ δεν ξέρω από παιδιά που τρώνε σίδερα, ούτε τρένα που πετάνε στους ουρανούς. Βάλε εδώ μια υπογραφή να τελειώνουμε γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές.
Του δειξε που να υπογράψει, υπόγραψε με τρεμάμενο χέρι κι ο μπάτσος έφυγε.
Όταν γύρισε στο σαλόνι είχαν φύγει όλοι, λες και είχαν εξαφανιστεί. Μόνο η γυναίκα του τον περίμενε, μισοντυμένη, μισογδυμένη, τυλιγμένη με μια χλαμύδα ή ένα σεντόνι ή κάτι τέτοιο. Αρπαχτήκανε, σχεδόν καβαλικευτά, βγήκαν στον δρόμο, γυμνοί, ημίγυμνοι, γύρω από το καφενείο και την γαμούσε καθώς προχωρούσαν. Ένιωθε μια απέραντη ηδονή που γαμιόντουσαν στον δρόμο χωρίς να τους βλέπει κανείς; Ή έκαναν πως δεν τους έβλεπαν; Γιατί, κόσμος περνούσε πολύς και κάτι αλάνια έπαιζαν και φωνασκούσαν. Αυτό έγινε βιαστικά και κράτησε πολύ,- σχήμα οξύμωρο,- σκέφτηκε και την ξανακαβάλλησε, κοιτώντας πέρα μακριά και είδε μια χλαίνη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κρεμασμένη σε ένα δέντρο, ακακία ή κάτι τέτοιο.Πάντως πλάτανος δεν ήταν. Στον ώμο της χλαίνης ήταν κρεμασμένο ένα παλιό Μ1
Προχώρησε κατά εκεί, η γυναίκα εξαφανίστηκε, πήρε το όπλο, σημάδεψε και πυροβόλησε, Δυό-τρεις μπεκάτσες πέσανε. Ένας άνεμος φύσηξε, τις πήρε μακριά, αφήνοντας μόνο τα μπαρουτοκαπνισμένα πούπουλα τους, γα γεμίζουν τον τόπο και τον ουρανό. Στην αρχή ήταν μπλε, μετά μόβισαν. Ύστερα έγιναν όλα κατακόκκινα. Γέμισε ο κόσμος κόκκινο.
Κι αυτός, έμεινε ακίνητος στη μέση του μεγάλου κόκκινου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...