Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥΣ





Η Μάγδα ήταν δασκάλα.
Δασκάλα στα μικρά παιδιά.
Την είχε γνωρίσει μια Χειμωνιάτικη βραδιά, σε ένα πάρτι γενεθλίων που έκανε ο φίλος του ο Σπύρος.
Ο Σπύρος ήταν ένα μυστήριο πρόσωπο Καθηγητής Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο- είχε σπουδάσει στην Αμερική και υπερηφανευόταν για αυτό. Εδώ, εσείς είσαστε Παρίες, έλεγε με στόμφο. Στην Αμερική, υπάρχει ο ανώτερος χόμο σάπιενς, καμιά σχέση με την Ελλαδίτσα.
Ήταν διαβασμένος και ενήμερος επί πολλών. Ιδιαίτερα στην Ιστορία. Μερικές φορές, του άρεσε να συζητάει μαζί του. Άλλες τον βαριόταν, γιατί έλεγε πολλά.
Η προσφιλής του κουβέντα όμως, ήταν για τις γυναίκες.
-Τι γίνεται; Τον ρωτούσε συχνά.
-Τι να γίνει; Απορούσε στην αρχή.
-Αχ, ρε άτιμε τρως καλά εσύ, εγώ θα πάω αχόρταγος.
-Φάε και συ του απαντούσε ειρωνικά.
Έβλεπε πράγματι μια σεξουαλική πείνα στα μάτια του καθηγητή Ήταν άσχημος. Μετρίου αναστήματος με μύτη σουβλερή και φωνή ένρινη.Τα μάτια του μικρά, σχιστά, σχεδόν Κινέζικα. Οι παρειές του εξογκωμένες. Τα μαλλιά του κορακίσια,είχε αρχίσει να φαλακρώνει κιόλας από νωρίς. Παντρεμένος με μια επίσης καθηγήτρια, που, μάλλον τον λάτρευε κι αυτός την βαριόταν. Είναι απορίας άξιον πως συνδέονται μερικές φορές οι άνθρωποι, ποια Χημεία τους ενώνει και ποιος διάολος τους χωρίζει.
Εκείνο το βράδυ, στο πάρτι γενεθλίων, ο Αμερικανόφερτος καθηγητής, του σύστησε την Μάγδα, κλείνοντας το μάτι.Ήταν σγουρομάλλα, κοντούλα με ωραίο σώμα, αναλογικά και μαυριδερή σαν μιγάδα.
-Είμαι από την Ρόδο, του είπε. Γι’ αυτό και το χρώμα μου είναι μαυριδερό. Όλοι οι Ροδίτες έτσι είναι.
-Ωραίο νησί, το ξέρω για το χρώμα σας. Έχω πάει μια φορά, ένα Καλοκαίρι για διακοπές.
-Α, ωραία, έκανε.
-Ναι, ναι, ωραίο μέρος. Θυμάμαι πιο πολύ την παλιά πόλη με το Βενετσιάνικο φρούριο. Λιγότερο το Φαληράκι, την Λίνδο.
-Από εκεί είμαι, από την Λίνδο.
Και τον κοίταζε θελκτικά στα μάτια.
Χόρεψαν ένα –δυό χορούς, ήρθαν πιο κοντά.Ο καθηγητής όλο τους παρατηρούσε και με τρόπο του έκλεινε το μάτι.Αυτός το διασκέδαζε, είχε πλάκα ορισμένες φορές ο καθηγητής.
Όταν τέλειωσε το πάρτι και φεύγανε, κανόνισε με την Μάγδα να ξαναβρεθούνε. Αλλάξανε τηλέφωνα, διευθύνσεις αλλά, χωρίς να το καταλαβαίνει γιατί, δεν είχε και πολύ διάθεση να την ξαναδεί.Ίσως να μην του άρεσε και τόσο. Ίσως, επειδή σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν ήθελε να κάνει αγγαρεία. Αλλά, όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο, δεν είναι μόνο για την ερωτική πλευρά. Υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα σε μια γνωριμία, σκέφτηκε.
Η Μάγδα τον πήρε τηλέφωνο δυο μέρες μετά. Ήταν διακριτική, εύστροφη, αυτό της το αναγνώρισε. Μιλούσε ωραία, έξυπνα. Όχι εξυπνίστικα, έξυπνα, υπάρχει διαφορά.
-Πάμε κάπου; Να τα πούμε από κοντά; Της πρότεινε.
-Ναι, αμέ ; ενθουσιάστηκε.
-Θα έρθω να σε πάρω, που μένεις;
-Στο Παλιό Φάληρο. Κουντουριώτου 76.
Στον δρόμο, αναρωτιόταν γιατί πήγαινε να την συναντήσει αφού δεν του άρεσε. Ίσως για να τονώσει τον αντρικό του εγωισμό ή για να κάνει αυτό που του είπε ο καθηγητής: Έλα ρε, μια χαρά κοπέλα είναι. Επειδή είναι χωρισμένη; Πφ! Τι σε νοιάζει εσένα; Μήπως πρόκειται να την παντρευτείς; Να κάνεις αγκαλιές θα πας Άιντε τυχεράκια, βολεύτηκες πάλι, εγώ να δούμε πότε θα βολευτώ>
Βολεύτηκες..δεν του άρεσε η έκφραση, πολύ ευκολίστικη του φαινόταν και αργότερα, όταν είχαν καθίσει σε μια ωραία ταβέρνα και τρώγανε, ξαναθυμήθηκαν τον καθηγητή.
-Τι κάνει ο Σπύρος; Εσείς πρέπει να είσαστε πολύ φίλοι, αν κατάλαβα καλά, τον ρώτησε.
-Μια χαρά είναι. Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε φίλοι, πιο πολύ γνωστοί που κάνουμε που και που παρέα.
-Α, νόμιζα πως είσαστε φίλοι, έκανε.
-Δεν είμαστε.
-Καλός είναι όμως, δεν είναι καλός;
-Καλός είναι, κούνησε το κεφάλι του.
-Έχει λίγο πλάκα, έτσι δεν είναι;
-Έχει.
Όπως την παρατηρούσε, άθελα του, σκέφτηκε πως θα έκανε για τον καθηγητή.
-Τι κοιτάς; Έκανε ναζιάρικα.
-Μου αρέσεις, προσποιήθηκε.
-Κι εμένα μου αρέσεις, του δωσε τα χέρια της.
Τα χάιδεψε. Του φάνηκαν λίγο σκληρά για χέρια γυναίκας και μάλιστα δασκάλας αλλά δεν είπε τίποτε. Τι να έλεγε;
Σε λίγο φιλήθηκαν. Το ίδιο του φάνηκε και το φιλί της. Άνοστο. Κι η σάρκα της κάπως ξινή ή κάπως που δεν μπορούσε να την περιγράψει. Τριανταπεντάρα θα ήταν τότε η Μάγδα. Φαινόταν γυναίκα με πολλούς ευκαιριακούς δεσμούς.
-Γιατί χώρισες; Την ρώτησε.
-Ασυμφωνία χαραχτήρων! Γέλασε.Δεν ταιριάζαμε, πώς να σου πω, σοβαρεύτηκε. Αυτό είναι. Αν και εγώ πιστεύω πως δυο άνθρωποι είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ζούνε για πάντα μαζί.
-Ναι, έτσι πιστεύω κι εγώ, συμφώνησε.
-Εσύ; Ανύπαντρος ε;
-Πως το κατάλαβες;
-Φαίνεται.
Τέλειωσαν το φαγητό τους, ήπιαν λίγο κρασί ακόμα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν.
-Πάμε; Της είπε.
-Πάμε, του απάντησε και τον έπιασε αγκαζέ μέχρι το αυτοκίνητο.Προτού μπούνε, τον φίλησε.
Αυτή τη φορά, ήταν κάπως αλλιώτικα. Την χάιδεψε στο πλούσιο στήθος της κι ερεθίστηκε. Φιλήθηκαν κι άλλο, ακουμπισμένοι στα πλευρά του αυτοκινήτου. Ύστερα, καθώς είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, μόλις το αντιλήφτηκαν, γέλασαν και μπήκαν φουριόζοι.
-Θα μουσκεύαμε, έκανε η Μάγδα λαχανιασμένη από τα φιλάκι άρχισε να τον χαϊδεύει χαμηλά.
Αυτός, έσβησε την μηχανή και τα φώτα του αυτοκινήτου, έβαλε ασφάλειες. Σκοτάδι ήταν και την άφησε να κάνει αυτό που ήθελε. Η Μάγδα του έβγαλε το ξύλο και χωρίς περιστροφές, τον πήρε στο στόμα της. Ήταν μαστόρισσα σ αυτό που έκανε, ήξερε πότε να σταματάει και πότε να συνεχίζει γρήγορα. Έβρεξε στο πρόσωπο της κι ένιωσε μια μικρή αηδία. Τόσο που σκέφτηκε να την παρατήσει εκεί και να φύγει αλλά δεν το έκανε. Ήξερε πως αυτό το ένιωθε ακόμα και με την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
Άναψαν ένα τσιγάρο, αυτός δεν μιλούσε.
-Είσαι γλύκας, του είπε
-Είμαι; Αναρωτήθηκε σιβυλλικά.
-Είσαι! Επέμενε αυτή.
-Ε, πάμε τότε.
Έβαλε μπροστά και πήγανε στο σπίτι της.
-Είναι δικό μου, του είπε. Πατρική κληρονομιά.
-Είναι σπουδαίο να έχεις δικό σου σπίτι, γνωμάτευσε.
-Εσύ δεν έχεις;
-Όχι, μένω με ενοίκιο.
-Α, έκανε και φιλήθηκαν στον καναπέ.
Την χούφτωσε  και του ήρθε μια άγρια επιθυμία του σερνικού. Ξεντύθηκαν γρήγορα στον καναπέ, τα ρούχα σκόρπισαν εδώ κι εκεί. Σε λίγο κύλησαν στο δάπεδο. Μπήκε στο σγουρό, μουγκρίζοντας σαν ζώο. Όιιι! ΄έσκουξε χαιδεμένη κι άρχισε να βγάζουν καυτές κραυγές, και οι δυό ουρλιάζοντας στο άπειρο.              
 Πάντα αναρωτιόταν τι σκουπίδια είχε μέσα στο μυαλό του, αυτός ο γνωστός του καθηγητής Πανεπιστημίου. Ότι έχουν όλοι οι άντρες. Και σύμφωνα με τον Φρόιντ, έχουν το αιδοίο μιας γυναίκας. Όχι το μουνί μιας συγκεκριμένης γυναίκας, απλά το μουνί. Το αιδοίο. Αυτό έχω κι εγώ αγαπητέ μου ξυλουργέ, του έλεγε καμιά φορά που τον ρωτούσε, όχι βέβαια για το δικό του μυαλό αλλά για το μυαλό, όλων των αντρών.
-Εσύ, τι νομίζεις πως έχεις;
-Ροκανίδια! του απαντούσε.
-Κι από αυτά έχουμε όλοι: ροκανίδια και αιδοίο.
Πάλι τα ίδια. Που το πήγαινε, που το φερνε, πάντα η κουβέντα για τις γυναίκες. Τι να πούμε τώρα; ολοκλήρωνε. Δες τον Αδάμ…τι θα ήταν χωρίς την Εύα; Κι εμείς δίχως αυτές, είμαστε μηδέν..εδώ ο Αδάμ θυσίασε ολόκληρο πλευρό… τι να λέμε τώρα..
-Είσαι λάγνος, του είπε μια άλλη μέρα που έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο. Λάγνος. Τόσον καιρό έψαχνα την λέξη. Αυτό είσαι.
-Μωρέ και λάγνος είμαι και ηδονιστής. Πες εσύ ότι θέλεις παλιοξυλουργέ. Μπορείς να μου πεις τι γίνεται με την Μάγδα;
Δεν ξαφνιάστηκε, την περίμενε την ερώτηση.Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που την γνώρισε κι έκανε παρέα μαζί της. Τι παρέα δηλαδή, περισσότερο κρεβάτι, ξενύχτι και ξανά στο κρεβάτι. Τον είχε ξεθεώσει.
-Το κάνει καλά ε;  για πες μου; ξερογλείφτηκε ο καθηγητής.
Γύρισε και τον κοίταξε με κάποια αδιόρατη σημασία. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του έξω από το τζάμι. Χειμώνας ήταν, έξω έβρεχε δυνατά. Οι χοντρές σταγόνες χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο, τα δέντρα λυγούσαν από τον αγέρα, την καταιγίδα.
-Από εδώ και πέρα θα βρέχει συνέχεια, είπε. Μου αρέσει η βροχή στην Αθήνα.
-Τι μου λες για την βροχή; Εγώ σου μιλάω για …
-Για ποιο πράγμα κύριε καθηγητά; Τον έκοψε.
-Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
-Σου αρέσει ;
- Η Μάγδα; Σάστισε λίγο. Ε, ναι..
Δεν ήξερε τι να του πει και τον κοίταξε πάλι εξεταστικά.
-Καλά, θα δούμε, είπε μετά, σχεδόν αδιάφορα.
Μελετούσε έναν τρόπο να την ξεφορτωθεί, δεν του έλεγε κάτι αυτή η σχέση. Μονότονη. Φαγητό, λίγο κρασί, μετά κρεβάτι, στο Παλιό Φάληρο συνήθως. Σπίτι του δεν την πήγαινε.
Κάποιο Σάββατο κανόνισε απ’ το τηλέφωνο να βρεθούνε με τον καθηγητή στο ξυλουργείο του. Να τα πούμε του, είπε. Και να πιούμε κανένα ποτηράκι κρασί. Μου έχει στείλει ένας φίλος από την Κρήτη, ένα διαμάντι. Αλήθεια; Σπινθήρισε ο καθηγητής που εκτός από τις γυναίκες, του άρεσε και το καλό κρασί, ιδιαίτερα αν ήταν τζάμπα.
Εκείνο το Σάββατο που τον περίμενε, ο καιρός ήταν πάλι συννεφιασμένος, μουντός. Βράδιαζε και σκοτείνιαζε νωρίς. Κι αυτός, είχε μια μικρή θλίψη στην καρδιά. Στην καρδιά και στον νου, συλλογίστηκε.
Βγήκε έξω στην αυλή όπου είχε μια μοναδική μανταρινιά.Έκοψε και ξεφλούδισε ένα μανταρίνι. Το έφαγε και πετούσε τις φλούδες του. Μερικές τις κλώτσησε στον αέρα. Έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι, σου ριχνα στα μάτια να πονάς. Σάββατο κι απόβραδο…  σιγανοτραγούδησε το γνωστό τραγούδι.
Δεν είχε τίποτε σπουδαίο, απλά βαριόταν. Και σε λίγο θα ερχόταν πρώτα ο Σπύρος και μετά η Μάγδα. Ή το αντίθετο. Πρώτα η τσούλα και μετά ο καθηγητής. Τσούλα! σκέφτηκε. Μπορεί. Γιατί, την είχε αποκαλέσει έτσι; Εύρισκε τον εαυτό του λίγο άδικο και δεν του άρεσε.
Άρχισε να βρέχει πάλι αλλά δεν τον ένοιαξε. Κάθισε κάτω από το υπόστεγο, άναψε τσιγάρο. Εκεί τον βρήκαν η Μάγδα και ο καθηγητής. Καμώθηκε τον χαρούμενο, τους καλωσόρισε, κάθισαν έξω στο τραπεζάκι κάτω από το υπόστεγο.
-Τι γίνεται ρε; Έτριψε τα χέρια του ο καθηγητής. Τι κάνεις εσύ; Αποτάθηκε στην Μάγδα.
-Καλά είμαι, καλά, χαμογέλασε αυτή.
-Δεν φέρνεις το κρασί από μέσα; Της είπε αυτός. Είναι πάνω στο τραπέζι, υπάρχουν και μεζέδες, φτιάξε κάτι και φέρτα εσύ σε παρακαλώ..
-Αν είναι να με παρακαλείς..πάω, γέλασε και κίνησε για μέσα.
Ήπιαν κάνα δυο ποτήρια, ζεστάθηκαν. Αυτός, παρατηρούσε τον τρόπο που κοίταζε την Μάγδα ο καθηγητής. Δεν την κοίταζε, την έτρωγε με τα μάτια. Και κείνη τον κοίταζε κάπως έτσι, σκέφτηκε.
-Η Ασπασία του Περικλή, συνέχισε την κουβέντα που είχαν αρχίσει για τις ιστορικές γυναίκες, ο καθηγητής, ήταν μεγάλη πόρνη.
-Γιατί, η Θεοδώρα του Ιουστινιανού, πήγαινε πίσω; Αναρωτήθηκε η Μάγδα.
-Ξέρετε, η Ασπασία ήταν η αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου, συνέχισε απτόητος ο καθηγητής. Επηρέαζε τόσο τον Περικλή που την ονόμασαν Ελένη των Αθηνών.
-Εγώ, συμφωνώ με την άποψη και δεν το θεωρώ κακό, είπε η Μάγδα. Γιατί να μην μετέχουν οι γυναίκες στην Ιστορία; Πείτε μου. Γιατί;
Ήταν φεμινίστρια.
-Δεν πας να φέρεις λίγο κρασί και λίγο μεζέ ακόμα; Είπε αυτός.Αφήστε τις σαχλαμάρες για την Ελένη και την Ασπασία.
-Θα πιούμε κι άλλο; Δεν θα βγούμε έξω;
Και καθώς αυτός την κοίταζε επιτιμητικά με προσμονή, πήγε μέσα να ετοιμάσει τους μεζέδες.
-Α, ρε τυχεράκια! Του είπε με νόημα ο καθηγητής και κοίταζε πίσω μην τους ακούσει. Τρως καλά, σε παραδέχομαι. Σε λίγο θα φας κι εσύ,  είπε σαρδόνια μέσα του κι απ έξω του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Οι γυναίκες δεν είναι το παν στη ζωή κύριε καθηγητά, είπε.
-Το λες επειδή έχεις..
-Και συ έχεις την γυναίκα σου.
-Άλλο η γυναίκα μου , έκανε μουτρωμένα.
Ποτέ δεν ήθελε να μιλούν γι’ αυτήν.
Ωστόσο η Μάγδα , γύρισε. Έφερε το κρασί, κάθισε δίπλα του, τον έπιασε απ τους ώμους, του δωσε ένα φιλί,η προσπάθησε να του δώσει γιατί αυτός την απώθησε ελαφριά. Κοιτάχτηκαν. Σαν να είχαν καταλάβει το τέλος. Αυτός το ήξερε από καιρό. Η Μάγδα μόλις τώρα το ψυλλιάστηκε και δεν έδειξε να την πολυενδιαφέρει.
-Καλύτερα έτσι, είπε δυνατά, άιντε γεια μας.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια χωρίς κανένα από του άλλους να του δώσει απάντηση.
-Που θα πάμε; Είπε μετά από λίγο ο καθηγητής.
-Εγώ δεν θα έρθω, τους ξάφνιασε.Αλλά πηγαίνετε εσείς, πηγαίνετε, είπε σχεδόν σαν διαταγή. Εγώ δεν έχω διάθεση, μη σας χαλάσω το κέφι. Μάγδα, συνόδεψε τον κύριο καθηγητή και του κλεισε το μάτι.
Ο καθηγητής άλλο που δεν περίμενε. Κατάλαβε το νόημα των λέξεων του φίλου του κι άδραξε την ευκαιρία.
-Φεύγουμε; Είπε στην Μάγδα.
-Φεύγουμε; αναρωτήθηκε διστακτικά η δασκάλα.
Πήρε την τσάντα της, πήγε κοντά του και τον φίλησε.
-Γεια, είπε απλά.
-Γεια, είπε κι αυτός.
Από τότε δεν τους ξαναείδε. Αργότερα, έμαθε πως παντρεύτηκαν.
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...